Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 (ΚΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐκάλεσε Μωυσῆς πάντας τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς ἑωράκατε πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐνώπιον ὑμῶν Φαραὼ καὶ τοῖς θεράπουσιν αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ γῇ αὐτοῦ, 1 Ο Μωϋσής συνεκάλεσε όλους τους Ισραηλίτας και είπε προς αυτούς· “είδατε σεις όλα όσα έκαμεν ο Κυριος εις την Αίγυπτον εμπρός εις τα μάτια σας εναντίον του Φαραώ και των αυλικών του και όλης της χώρας του· 1 Καὶ συνεκέντρωσεν ὁ Μωϋσῆς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ τοὺς εἶπε: «Εἴδατε οἱ ἴδιοι ὅλα, ὅσα ἔκανε ἐμπρός σας ὁ Κύριος εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐναντίον τοῦ Φαραὼ καὶ τῶν ὑπηκόων του καὶ ὅλης τῆς χώρας του.
2 τοὺς πειρασμοὺς τοὺς μεγάλους, οὓς ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί σου, τὰ σημεῖα καὶ τὰ τέρατα τὰ μεγάλα ἐκεῖνα· 2 δηλαδή τας μεγάλας δοκιμασίας, που είδαν τα μάτια σας, τα καταπληκτικά σημεία και τα συγκλονιστικά εκείνα θαύματα. 2 Τὰς μεγάλας δηλαδὴ συμφοράς, ποὺ εἶδαν τὰ μάτια σας, ἐκεῖνα τὰ μεγάλα καὶ φοβερὰ τέρατα καὶ σημεῖα.
3 καὶ οὐκ ἔδωκε Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῖν καρδίαν εἰδέναι καὶ ὀφθαλμοὺς βλέπειν καὶ ὦτα ἀκούειν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 3 Δεν τα εκαταλαβάτε όμως καλά, διότι ο Κυριος, επειδή δεν ηθελήσατε, δέν σας έδωκε μέχρι της σημερινής ημέρας καρδίαν δια να γνωρίζετε, μάτια δια να βλέπετε, αυτιά δια να ακούετε. 3 Παρὰ ταῦτα ὅμως, λόγῳ τῆς κακῆς σας διαθέσεως, δὲν σᾶς ἐχάρισεν ἕως τώρα ὁ Κύριος καρδιὰ ποὺ νὰ αἰσθάνεται καὶ μάτια ποὺ νὰ βλέπουν καὶ αὐτιὰ ποὺ νὰ συλλαμβάνουν τὰ μηνύματα, ποὺ ἐκπέμπονται ἀπὸ τὰ συγκλονιστικὰ αὐτὰ θαύματα.
4 καὶ ἤγαγεν ὑμᾶς τεσσαράκοντα ἔτη ἐν τῇ ἐρήμῳ· οὐκ ἐπαλαιώθη τὰ ἱμάτια ὑμῶν, καὶ τὰ ὑποδήματα ὑμῶν οὐ κατετρίβη ἀπὸ τῶν ποδῶν ὑμῶν· 4 Εν τούτοις σας καθωδήγησεν επί τεσσαράκοντα έτη εις την έρημον. Τα ενδύματά σας δεν επάληωσαν και δεν εφθάρησαν, και τα υποδήματα σας δεν έλυωσαν κάτω από τα πόδια σας. 4 Σᾶς ὠδηγοῦσε λοιπόν, ὁ Κύριος ἐπὶ σαράντα χρόνια εἰς τὴν ἔρημον. Καθ' ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸν δὲν ἐπάλιωσαν τὰ ροῦχα σας καὶ δὲν ἐχάλασαν τὰ ὑποδήματά σας εἰς τὰ πόδια σας.
5 ἄρτον οὐκ ἐφάγετε, οἶνον καὶ σίκερα οὐκ ἐπίετε, ἵνα γνῶτε, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐγώ. 5 Συνηθισμένον άρτον δεν εφάγατε, οίνον και οινοπνευματώδη ποτά δεν επίετε, επίνετε όμως ύδωρ που ανέβλυζε δια θαύματος Θεού, δια να μάθετε, ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. 5 Δὲν ἐφάγατε ψωμί, οὔτε ἤπιατε κρασί καὶ ἄλλα οἰνοπνευματώδη ποτά, ἀλλ' ἐζήσατε θαυματουργικῶς, διὰ νὰ καταλάβετε ὅτι Ἑγώ, ὁ Θεός σας, εἶμαι ὁ Κύριος, ποὺ ἐξουσιάζω τὰ πάντα.
6 καὶ ἤλθετε ἕως τοῦ τόπου τούτου, καὶ ἐξῆλθε Σηὼν βασιλεὺς ᾿Εσεβὼν καὶ ῍Ωγ βασιλεὺς Βασὰν εἰς συνάντησιν ἡμῖν ἐν πολέμῳ, καὶ ἐπατάξαμεν αὐτοὺς 6 Και εφθάσατε έως αυτόν τον τόπον. Εξήλθον δε από την χώραν των, δια να σας πολεμήσουν Σηών ο βασιλεύς της πρωτευούσης Εσεβών και Ωγ ο βασιλεύς της Βασάν. Αλλ' ημείς τους κατενικήσαμεν, 6 Καὶ ἐφθάσατε ἕως αὐτὸν τὸν τόπον καὶ ἐβγῆκαν καὶ παρετάχθησαν ἐναντίον μᾶς εἰς πόλεμον ὁ Σηών, ὁ βασιλεὺς τῆς Ἐσεβών, καὶ ὁ Ὤγ, ὁ βασιλεὺς τῆς Βασάν, καὶ τοὺς κατενικήσαμεν.
7 καὶ ἐλάβομεν τὴν γῆν αὐτῶν, καὶ ἔδωκα αὐτὴν ἐν κλήρῳ τῷ Ρουβὴν καὶ τῷ Γαδδὶ καὶ τῷ ἡμίσει φυλῆς Μανασσῆ. 7 και κατελάβαμεν την χώραν των, την οποίαν έδωκα ως κληρονομίαν εις την φυλήν Ρουβήν, εις την ψυλήν Γαδ και στο ήμισυ της φυλής του Μανασσή. 7 Ἐκυριεύσαμεν δὲ τὴν χώραν των καὶ τὴν ἐμοίρασα ὡς κληρονομίαν εἰς τὰς φυλὰς τοῦ Ρουβὴν καὶ τοῦ Γὰδ καὶ εἰς τὴν μισὴν φυλὴν τοῦ Μανασσῆ.
8 καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν πάντας τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης, ἵνα συνῆτε πάντα, ὅσα ποιήσετε. 8 Φροντίσατε να τηρήτε όλας τας εντολάς της διαθήκης αυτής, δια να κατανοήτε όλα και να επιτυγχάνετε εις όλα όσα θα κάνετε. 8 Προσέξατε λοιπὸν νὰ τηρῆτε ὅλα τὰ προστάγματα αὐτῆς τῆς Διαθήκης, διὰ νὰ ἐννοῆτε καὶ ἐπιτυγχάνετε εἰς ὅλα, ὅσα θὰ ἐπιχειρῆτε.
9 ῾Υμεῖς ἑστήκατε πάντες σήμερον ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, οἱ ἀρχίφυλοι ὑμῶν καὶ ἡ γερουσία ὑμῶν καὶ οἱ κριταὶ ὑμῶν, καὶ οἱ γραμματοεισαγωγεῖς ὑμῶν, πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραήλ, 9 Σεις όλοι σήμερον έχετε παρουσιασθή ενώπιον Κυρίου του Θεού σας, οι αρχηγοί των φυλών σας, οι γεροντότεροι από σας, οι δικασταί σας, οι αξιωματούχοι σας, όλοι οι Ισραηλίται, 9 Ἐσταθήκατε σήμερον ὅλοι σεῖς ἐμπρὸς εἰς Κύριον τὸν Θεόν σας, οἱ ἐπικεφαλῆς δηλαδὴ τῶν φυλῶν σας καὶ οἱ προεστοί σας καὶ οἱ δικασταί σας καὶ οἱ γραμματεῖς σας, ὅλοι γενικῶς οἱ Ἰσραηλῖται,
10 αἱ γυναῖκες ὑμῶν καὶ τὰ ἔκγονα ὑμῶν καὶ ὁ προσήλυτος ὁ ἐν μέσῳ τῆς παρεμβολῆς ὑμῶν, ἀπὸ ξυλοκόπου ὑμῶν καὶ ἕως ὑδροφόρου ὑμῶν, 10 αι γυναίκες σας, τα παιδιά σας, οι ξένοι οι οποίοι ευρίσκονται στο στρατόπεδόν σας, όλοι μέχρι των ξυλοκόπων και των υδροφόρων, 10 οἱ γυναῖκες σας καὶ τὰ παιδιά σας καὶ κάθε ξένος, ποὺ διαμένει μαζί σας εἰς τὸν καταυλισμόν σας, ἀπὸ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀνάμεσά σας ξυλοκόπος, ἕως αὐτὸν ποὺ εἶναι ὑδροφόρος (νεροκουβαλητής).
11 παρελθεῖν ἐν τῇ διαθήκῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ ἐν ταῖς ἀραῖς αὐτοῦ, ὅσα Κύριος ὁ Θεός σου διατίθεται πρὸς σὲ σήμερον, 11 έχετε παρουσιασθή, δια να περιληφθήτε εις την διαθήκην Κυρίου του Θεού σας και εις τας κατάρας αυτού εις περίπτωσιν, κατά την οποίαν θα παραβήτε όσα Κυριος ο Θεός σας διατάσσει προς σας σήμερον. 11 Ἐσταθήκατε, διὰ νὰ παρευρεθῆτε εἰς τὴν ἀνανέωσιν τῆς Διαθήκης, ποὺ συνήψατε μὲ τὸν Κύριον καὶ Θεόν σας, καὶ εἰς τὰς κατάρας Του· εἰς ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν Διαθήκην, ποὺ συνάπτει μαζί σου, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, σήμερον ὁ Κύριος καὶ Θεός σου.
12 ἵνα στήσῃ σε αὐτῷ εἰς λαόν, καὶ αὐτὸς ἔσται σου Θεός, ὃν τρόπον εἶπέ σοι, καὶ ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακώβ. 12 Εάν όμως φανήτε υπάκοοι και ευπειθείς προς αυτόν, θα σας αναδείξη λαόν του και αυτός θα είναι ο Θεός σας, όπως έχει υποσχεθή στους προπάτοράς σας, τον Αβραάμ, τον 'Ισαακ και τον Ιακώβ. 12 Σκοπὸς τῆς Διαθήκης εἶναι νὰ σὲ ἔχῃ ὁ Κύριος λαὸν ἰδικόν Του καὶ νὰ εἶναι διὰ σὲ Ἐκεῖνος ὁ Θεός σου, ὅπως ἀκριβῶς σοῦ τὸ εἶπε καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὡρκίσθη εἰς τοὺς προγόνους σου, εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
13 καὶ οὐχ ὑμῖν μόνοις ἐγὼ διατίθεμαι τὴν διαθήκην ταύτην καὶ τὴν ἀρὰν ταύτην, 13 Και δεν συνάπτω εγώ ο Μωϋσής με σας μόνον την διαθήκην αυτήν και εις περίπτωσιν παρανομιών σας την κατάραν αυτήν, 13 Δὲν παρουσιάζω δὲ καὶ δὲν διευθετῶ ἐγὼ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Κυρίου τὴν Διαθήκην αὐτήν, οὔτε ἀπαγγέλλω τὴν κατάραν αὐτήν, ποὺ θὰ εὕρῃ ὅσους ἀπειθοῦν εἰς τὸν θεῖον Νόμον, μόνον πρὸς σᾶς,
14 ἀλλὰ καὶ τοῖς ὧδε οὖσι μεθ᾿ ὑμῶν σήμερον ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ τοῖς μὴ οὖσι μεθ᾿ ὑμῶν ὧδε σήμερον. 14 αλλά και με εκείνους που σήμερον είναι εδώ μαζή σας, καθώς και με εκείνους που δεν ευρίσκονται εις την συγκέντρωσιν αυτήν, δηλαδή με τους απογόνους σας, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη γεννηθή. Αυτά δε ενώπιον Κυρίου του Θεού σας. 14 ἄλλα πρὸς ὅλους. Καὶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ εἶναι σήμερον ἐδῶ μαζί σας ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας καὶ πρὸς ὅσους δὲν εἶναι μαζί σας ἐδῶ σήμερον, δηλαδὴ τοὺς ἀπογόνους σας.
15 ὅτι ὑμεῖς οἴδατε πῶς κατῳκήσαμεν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ὡς παρήλθομεν ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν, οὓς παρήλθετε, 15 Διότι σεις γνωρίζετε καλά πως κατοικήσαμεν εις την Αίγυπτον και πως διήλθομεν δια μέσου των λαών από τας χώρας των οποίων επεράσατε. 15 Τὰ λέγω αὐτά, διότι σεῖς γνωρίζετε ὑπὸ ποίας συνθήκας διεμείναμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ μὲ ποίους θαυμαστοὺς τρόπους ἐπεράσαμεν μέσα ἀπὸ τὰ ἔθνη, τὰς χώρας τῶν ὁποίων διεσχίσατε κατὰ τὴν πορείαν σας.
16 καὶ ἴδετε τὰ βδελύγματα αὐτῶν καὶ τὰ εἴδωλα αὐτῶν, ξύλον καὶ λίθον, ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἅ ἐστι παρ᾿ αὐτοῖς. 16 Είδατε τα μισητά και αηδή αυτών πράγματα, τα είδωλά των τα ξύλινα και τα λίθινα, τα αργυρά και χρυσά, που έχουν. 16 Καὶ εἴδατε ἐκεῖ τὰς σιχαμερὰς συνηθείας των καὶ τὰ εἴδωλά των, τὰ ξύλινα, τὰ πέτρινα, τὰ ἀσημένια καὶ τὰ χρυσᾶ, ποὺ τὰ λατρεύουν σὰν θεούς.
17 μή τίς ἐστιν ἐν ὑμῖν ἀνὴρ ἢ γυνὴ ἢ πατριὰ ἢ φυλή, τίνος ἡ διάνοια ἐξέκλινεν ἀπὸ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν πορεύεσθαι λατρεύειν τοῖς θεοῖς τῶν ἐθνῶν ἐκείνων; μὴ τίς ἐστιν ἐν ὑμῖν ρίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ; 17 Μηπως, τυχόν, παρ' όλα αυτά υπάρχει μεταξύ σας άνδρας η γυναίκα, πατριά η φυλή των οποίων η καρδία έχει ξεμακρύνει και ξεκόψει από Κυριον τον Θεόν σας, ώστε να ακολουθή και να λατρεύη τους ειδωλικούς θεούς των εθνών εκείνων; Μηπως υπάρχει μεταξύ σας καμμιά δηλητηριασμένη ρίζα, από την οποίαν φυτρώνει χολή και πικρία; 17 Καὶ σᾶς ἐρωτῶ: Μήπως ὑπάρχει ἀνάμεσά σας ἄνδρας, ἢ γυναῖκα, ἢ οἰκογένεια, ἢ φυλή, τῶν ὁποίων ἢ διάθεσις τῆς καρδίας ἐξέφυγεν ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ Θεόν σας καὶ θέλει νὰ ἀκολουθῇ καὶ νὰ λατρεύῃ τοὺς θεοὺς τῶν λαῶν ἐκείνων; Μήπως ὑπάρχει ἀνάμεσά σας ρίζα κακή, ποὺ ἐφύτρωσε καὶ ἀναπτύσσεται μὲ χολὴν καὶ πικρίαν ἀχαριστίας κατὰ τοῦ Θεοῦ;
18 καὶ ἔσται ἐὰν ἀκούσῃ τὰ ρήματα τῆς ἀρᾶς ταύτης καὶ ἐπιφημίσηται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ λέγων· ὅσιά μοι γένοιτο, ὅτι ἐνῇ ἀποπλανήσει τῆς καρδίας μου πορεύσομαι, ἵνα μὴ συναπολέσῃ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν ἀναμάρτητον. 18 Ας έχετε πάντοτε υπ' όψιν σας ότι, εάν κανείς ακούση τας κατάρας αυτής της διαθήκης και αλαζονευθή λέγων καθ' εαυτόν “εγώ θα ζήσω σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της καρδίας μου και όλα θα μου πάνε καλά”, θα επέμβη και θα τον τιμωρήση ο Θεός, δια να μη επιδράση ο αμαρτωλός αυτός επιβλαβώς επί τον δίκαιον και τον παρασύρη στον δρόμον της αμαρτίας. 18 Ἐὰν ὑπάρχῃ κανεὶς τέτοιος, πού, ὅταν ἀκούσῃ τοὺς λόγους αὐτῆς τῆς κατάρας, θὰ προεξοφλήσῃ μόνος του τὴν εὐτυχίαν του καὶ θὰ εἰπῇ μέσα του· «Θὰ μοῦ ἔρθουν ὅλα καλά, ἔστω καὶ ἂν ζήσω μὲ τὴν πονηρὰν κλίσιν τῆς καρδιᾶς μου, διότι δὲν θὰ γίνῃ αἰτία ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ καταστραφῇ καὶ ὁ ἀθῶος μαζί του», σᾶς λέγω τὸ ἑξῆς:
19 οὐ μὴ θελήσει ὁ Θεὸς εὐϊλατεῦσαι αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἢ τότε ἐκκαυθήσεται ὀργὴ Κυρίου καὶ ὁ ζῆλος αὐτοῦ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, καὶ κολληθήσονται ἐν αὐτῷ πᾶσαι αἱ ἀραὶ τῆς διαθήκης ταύτης αἱ γεγραμμέναι ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τούτου, καὶ ἐξαλείψει Κύριος τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανόν· 19 Δεν θα θελήση ο Θεός να ελεήση τον αλαζόνα αυτόν, αλλά θα ανάψη η οργή του Κυρίου και η ζηλοτυπία εναντίον του ανθρώπου εκείνου και θα πέσουν επάνω του όλαι αι κατάραι αυτής της διαθήκης, που είναι γραμμένοι στο βιβλίον του Νομου, και θα εξαλείψη Κυριος το όνομά του από την υπό τον ουρανόν. 19 Δὲν θὰ θελήσῃ ὁ Θεὸς νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῇ, ἀλλὰ θὰ ἀνάψῃ ἡ φωτιὰ τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἱερὸς ζῆλος Του ἐναντίον ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ θὰ κολλήσουν ἐπάνω του ὅλαι αἱ κατάραι τῆς Διαθήκης αὐτῆς, ποὺ ἔχουν γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον αὐτοῦ τοῦ Νόμου· καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ ὁ Κύριος τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, ποὺ τὴν καλύπτει ὁ οὐρανός.
20 καὶ διαστελεῖ αὐτὸν Κύριος εἰς κακὰ ἐκ πάντων υἱῶν ᾿Ισραὴλ κατὰ πάσας τὰς ἀρὰς τῆς διαθήκης τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τούτου. 20 Θα αποχωρίση αυτόν ο Κυριος και θα τον αποκόψη από τους άλλους Ισραηλίτας, δια να τον παραδώση εις θλίψεις και συμφοράς, σύμφωνα με όλας τας κατάρας της διαθήκης, αι οποίαι είναι γραμμένοι στο βιβλίον του Νομου τούτου. 20 Θὰ τὸν ξεχωρίσῃ δὲ ὁ Κύριος ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας, διὰ νὰ τὸν εὕρουν αἱ συμφοραί, ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρουν ὅλαι αἱ κατάραι τῆς Διαθήκης, ποὺ ἔχουν γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον αὐτοῦ τοῦ Νόμου.
21 καὶ ἐροῦσιν ἡ γενεὰ ἡ ἑτέρα, οἱ υἱοὶ ὑμῶν, οἳ ἀναστήσονται μεθ᾿ ὑμᾶς, καὶ ὁ ἀλλότριος, ὃς ἂν ἔλθῃ ἐκ γῆς μακρόθεν, καὶ ὄψονται τὰς πληγὰς τῆς γῆς ἐκείνης καὶ τὰς νόσους αὐτῆς, ἃς ἀπέστειλε Κύριος ἐπ᾿ αὐτήν, 21 Η δε κατόπιν γενεά, οι απόγονοί σας, οι οποίοι θα έλθουν έπειτα από σας, και ο ξένος που θα έλθη από μακρυνήν χώραν, όταν ίδουν τας συμφοράς του έθνους σας και τας νόσους που έστειλεν εναντίον της χώρας σας ο Κυριος, 21 Τὰ δὲ παιδιά σας, ἡ ἑπομένη ἀπὸ σᾶς γενεά, αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔλθουν εἰς τὰ πράγματα μετὰ ἀπὸ σᾶς καὶ κάθε ξένος, ποὺ θὰ ἔλθῃ ἀπὸ κάποιαν μακρινὴν χώραν, θὰ ἰδοῦν τὰς τιμωρίας, ποὺ θὰ κτυπήσουν τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ τὰς ἀσθενείας της, ὅσας ἔστειλεν εἰς αὐτὴν ὁ Κύριος.
22 θεῖον καὶ ἅλα κατακεκαυμένον, πᾶσα ἡ γῆ αὐτῆς οὐ σπαρήσεται οὐδὲ ἀνατελεῖ, οὐδὲ μὴ ἀναβῇ ἐπ᾿ αὐτὴν πᾶν χλωρόν, ὥσπερ κατεστράφη Σόδομα και Γόμορρα, ᾿Αδαμὰ καὶ Σεβωΐμ, ἃς κατέστρεψε Κύριος ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ, 22 το θειάφι και το αλάτι που θα καίωνται, όλην την χώραν η οποία θα σπείρεται και δεν θα καρποφορή και δεν θα υπάρχη εις αυτήν κανένα χλωρόν δένδρον, διότι θα έχη καταστραφή, όπως τα Σοδομα και Γομορρα, η Αδαμά και η Σεβωΐμ, τας οποίας ο Κυριος επάνω εις την δικαίαν του αγανάκτησιν και οργήν κατέστρεψε, 22 Θὰ ἰδοῦν δηλαδὴ τὸ θειάφι καὶ τὸ πυρακτωμένο ἀλάτι καὶ ὅτι δὲν θὰ σπαρῇ ὅλος ὁ τόπος της καὶ δὲν θὰ φανῇ, οὔτε θὰ φυτρώσῃ ἐπάνω της κάθε εἴδους φυτόν, ὅπως κατεστράφησαν τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα, ἢ Ἀδαμὰ καὶ ἡ Σεβωΐμ, ποὺ τὰς κατέστρεψε μὲ ὀργὴν καὶ θυμὸν ὁ Κύριος.
23 καὶ ἐροῦσι πάντα τὰ ἔθνη· διατὶ ἐποίησε Κύριος οὕτω τῇ γῇ ταύτῃ; τίς ὁ θυμὸς τῆς ὀργῆς ὁ μέγας οὗτος; 23 όλοι αυτοί και όλα τα έθνη θα ερωτήσουν· Διατί εξαπέστειλεν ο Κυριος τας τρομεράς καταστροφάς εναντίον αυτής της χώρας; Εις τι οφείλεται η μεγάλη αυτού αγανάκτησις και οργή; 23 Θὰ τὰ ἰδοῦν καὶ θὰ ἐρωτήσουν καὶ αὐτοὶ καὶ ὅλα τὰ ἔθνη: «Διατὶ ἄραγε τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Κύριος εἰς τὴν χώραν αὐτήν; Ποῖος ὁ λόγος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς, ποὺ ἐξεδηλώθη ἐναντίον της;»
24 καὶ ἐροῦσιν· ὅτι κατέλιπον τὴν διαθήκην Κυρίου τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων αὐτῶν, ἃ διέθετο τοῖς πατράσιν αὐτῶν, ὅτε ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, 24 Και θα απαντήσουν· Αυτά έγιναν διότι οι Ισραηλίται κατεπάτησαν την διαθήκην Κυρίου του Θεού των πατέρων των, την οποίαν συνήψε με τους προπάτοράς των, όταν εβγαλε αυτούς ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου· 24 Καὶ θὰ ἀπαντῆσουν: «Ἔγιναν ὅλα αὐτά, διότι ἐγκατέλειψαν καὶ ἠθέτησαν τὴν Διαθήκην, ποὺ συνῆψε μαζί των ὁ Θεὸς τῶν πατέρων των, αὐτὰ ποὺ συνεφώνησε μὲ τοὺς προγόνους των, ὅταν τοὺς ἔβγαλε ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
25 καὶ πορευθέντες ἐλάτρευσαν θεοῖς ἑτέροις, οὓς οὐκ ἠπίσταντο, οὐδὲ διένειμεν αὐτοῖς· 25 διότι ηκολούθησαν και ελάτρευσαν άλλους θεούς, τους οποίους δεν εγνώριζον προηγουμένως και τους οποίους ούτε είχε ποτέ επιτρέψει ο αληθινός Θεός. 25 Καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐλάτρευσαν ἄλλους θεούς, ποὺ δὲν τοὺς ἐγνώριζαν καὶ δὲν τοὺς ἔδωσεν ὁ Κύριος.
26 καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐπὶ τὴν γῆν ἐκείνην ἐπαγαγεῖν ἐπ᾿ αὐτὴν κατὰ πάσας τὰς κατάρας τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τούτου, 26 Δια τούτο ωργίσθη ο Κυριος εναντίον της χώρας εκείνης και έστειλε κατ' αυτής όλας τας κατάρας, αι οποίαι είναι γραμμέναι στο βιβλίον τούτου του Νομου. 26 Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπὸν ὠργίσθη πολὺ ὁ Κύριος ἐναντίον τῆς χώρας αὐτῆς τόσον, ὥστε ἔστειλε ἐπάνω της τιμωρίας συμφώνως πρὸς ὅλας τὰς κατάρας, ποὺ ἔχουν γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον αὐτοῦ τοῦ Νόμου.
27 καὶ ἐξῇρεν αὐτοὺς Κύριος ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ καὶ παροξυσμῷ μεγάλῳ σφόδρα, καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς εἰς γῆν ἑτέραν ὡσεὶ νῦν. 27 Τους εξερρίζωσεν ο Κυριος από την χώραν των με θυμόν και οργήν, με πολύ μεγάλον εξερεθισμόν, τους εξεδίωξεν εις άλλην χώραν όπου σήμερον υπάρχουν. 27 Καὶ τοὺς ἐξερρίζωσεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν χώραν των μὲ θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ πολὺ μεγάλην ἀγανάκτησιν καὶ ἔξαψιν καὶ τοὺς ἐπέταξεν εἰς ἄλλην χώραν, ὅπως τοὺς βλέπετε τώρα».
28 τὰ κρυπτὰ Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τὰ δὲ φανερὰ ἡμῖν καὶ τοῖς τέκνοις ἡμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, ποιεῖν πάντα τὰ ρήματα τοῦ νόμου τούτου. 28 Αι απόκρυφοι και βαθείαι βουλαί ανήκουν εις Κυριον τον Θεόν μας. Γνωσταί δε και φανεραί είναι εις ημάς και εις τα τέκνα μας δια μέσου των αιώνων όλαι αι εντολαί του θείου τούτου Νομου, τας οποίας πρέπει να τηρούμεν. 28 Ὅσα εἶναι κρυπτά, τὸ πῶς καὶ πότε δηλαδὴ θὰ ἐκτελεσθοῦν αἱ ἀπειλαὶ τοῦ Θεοῦ, εἶναι θέμα ποὺ ἀνήκει εἰς Κύριον τὸν Θεόν μας. Ὅσα ὅμως εἶναι φανερά, ὅλαι δηλαδὴ αἱ ἐντολαὶ τοῦ Νόμου αὐτοῦ, ποὺ μᾶς ἐδόθησαν καὶ πρέπει νὰ τὰς ἐφαρμόζωμεν, εἶναι θέμα ποὺ ἐνδιαφέρει ἠμᾶς καὶ τὰ παιδιά μᾶς ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.