Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (ΚΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΑΝ δὲ γένηται ἀντιλογία ἀνὰ μέσον ἀνθρώπων καὶ προσέλθωσιν εἰς κρίσιν καὶ κρίνωσι καὶ δικαιώσωσι τὸ δίκαιον καὶ καταγνῶσι τοῦ ἀσεβοῦς, 1 Εάν δύο άνθρωποι έλθουν εις αντίθεσιν και φιλονεικίαν, θα παρουσιασθούν αυτοί στο δικαστήριον και θα κριθούν. Οι δικασταί θα αθωώσουν τον δίκαιον και θα καταδικάσουν τον ένοχον. 1 Εὰν δὲ συμβῇ νὰ λογομαχήσουν καὶ νὰ διαπληκτισθοῦν δὺο ἄνθρωποι καὶ ἔλθουν εἰς τοὺς Κριτὰς καὶ δικάσουν ἐκεῖνοι καὶ ἀθωώσουν αὐτόν, ποὺ ἔχει τὸ δίκαιον μὲ τὸ μέρος του, καὶ καταδικάσουν τὸν ἀσεβῆ,
2 καὶ ἔσται ἐὰν ἄξιος ᾖ πληγῶν ὁ ἀσεβῶν, καθιεῖς αὐτὸν ἔναντι τῶν κριτῶν καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν ἐναντίον αὐτῶν κατὰ τὴν ἀσέβειαν αὐτοῦ. 2 Εάν δε ο ένοχος καταδικασθή με την ποινήν του ραβδισμού, θα τον καθίσετε ενώπιον των δικαστών, και ενώπιον αυτών θα τον μαστιγώσουν αναλόγως της ενοχής του. 2 καὶ κριθῇ ὅτι πρέπει νὰ μαστιγωθῇ ὁ ἀσεβής, θὰ μαστιγωθῇ ὡς ἐξῇς: Θὰ τὸν βάλῃς νὰ καθήσῃ ἐνώπιον τῶν Κριτῶν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν ἐμπρὸς εἰς τοὺς Κριτὰς ἀναλόγως πρὸς τὸ παράπτωμά του.
3 ἀριθμῷ τεσσαράκοντα μαστιγώσουσιν αὐτόν, οὐ προσθήσουσιν· ἐὰν δὲ προσθῇς μαστιγῶσαι ὑπὲρ ταύτας τὰς πληγὰς πλείους, ἀσχημονήσει ὁ ἀδελφός σου ἐναντίον σου. 3 Με τεσσαράκοντα ραβδισμούς θα τον μαστιγώσουν· δεν θα προσθέσουν κανένα επί πλέον. Εάν δε τυχόν και θελήσης να καταφέρης εναντίον αυτού ραβδισμούς περισσοτέρους, θα σκυθρωπάση και θα δυσφορήση ο αδελφός σου εναντίον σου. 3 Θὰ τὸν μαστιγώσουν δὲ μὲ σαράντα κτυπήματα. Δὲν θὰ προσθέσουν ἄλλο κτύπημα εἰς αὐτὸν τὸν ἀριθμόν, Ἐὰν ὅμως συνεχίσῃς νὰ τὸν μαστιγώνῃς μὲ κτυπήματα περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πρέπει, θὰ παραμορφωθῇ καὶ θὰ ἐξευτελισθῇ ἐμπρός σου ὁ ἀδελφός σου καὶ θὰ γίνῃ βδελυκτός.
4 Οὐ φιμώσεις βοῦν ἁλοῶντα. 4 Δεν πρέπει να βάλης φύμωτρον στο βόδι που αλωνίζει. 4 Δὲν θὰ κλείσῃς μὲ φίμωτρον τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ ἁλῶνι καὶ ἁλωνίζει.
5 ᾿Εὰν δὲ κατοικῶσιν ἀδελφοὶ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀποθάνῃ εἷς ἐξ αὐτῶν,σπέρμα δὲ μὴ ᾗ αὐτῷ, οὐκ ἔσται ἡ γυνὴ τοῦ τεθνηκότος ἔξω ἀνδρὶ μὴ ἐγγίζοντι· ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς εἰσελεύσεται πρὸς αὐτὴν καὶ λήψεται αὐτὴν ἑαυτῷ γυναῖκα καὶ συνοικήσει αὐτῇ. 5 Εάν δύο αδελφοί κατοικούν μαζή και αποθάνη ο ένας από αυτούς, χωρίς να αφήση τέκνον, η χήρα του αποθανόντος δεν θα υπανδρευθή άνδρα έξω από την συγγένειαν του ανδρός της. Αλλά ο αδελφός του ανδρής της θα εισέλθη προς αυτήν, θα την λάβη συζυγον και θα συγκατοικήση μαζή της. 5 Ἐὰν δὲ κατοικοῦν μαζὶ δύο ἀδελφοὶ καὶ πεθάνῃ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀφήσει ἀπογόνους, ἢ γυναῖκα τοῦ νεκροῦ δὲν πρέπει νὰ πάρῃ ὡς σύζυγον τῆς ξένον ἄνδρα. Θὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτὴν ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός της καὶ θὰ τὴν πάρῃ ὡς σύζυγόν του καὶ θὰ κατοικήσῃ μαζί της.
6 καὶ ἔσται τὸ παιδίον, ὃ ἐὰν τέκῃ, κατασταθήσεται ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ τετελευτηκότος, καὶ οὐκ ἐξαλειφθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξ ᾿Ισραήλ. 6 Το δε πρώτο παιδί, το οποίον αυτή θα γεννήση, θα λάβη την θέσιν και το όνομα του αποθανόντος και έτσι δεν θα εξαλειφθή εκ μέσου των Ισραηλιτών το όνομα του αποθανόντος. 6 Τὸ δὲ παιδί, ποὺ θὰ ἀποκτήσῃ αὐτὴ μὲ ἐκεῖνον, θὰ καταγραφῇ βάσει τοῦ ὀνόματος τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ θὰ πάρῃ τὴν θέσιν ἐκείνου. Ἔτσι δὲν θὰ χαθῇ τὸ ὄνομά του ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.
7 ἐὰν δὲ μὴ βούληται ὁ ἄνθρωπος λαβεῖν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ἀναβήσεται ἡ γυνὴ ἐπὶ τὴν πύλην ἐπὶ τὴν γερουσίαν καὶ ἐρεῖ· οὐ θέλει ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου ἀναστῆσαι τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν ᾿Ισραήλ, οὐκ ἠθέλησεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου. 7 Εάν όμως ο αδελφός δεν θέλη να λάβη σύζυγον την γυναίκα του αποθανόντος αδελφού του, τότε η χήρα θα μεταβη εις την πύλην της πόλεως, όπου η γερουσία δικάζει, και θα είπη· Ο αδελφός του ανδρός μου δεν θέλει να αναστήση και να δώση συνέχειαν στο όνομα του αδελφού του μεταξύ των Ισραηλιτών· δεν θέλει ο αδελφός του ανδρός μου να με λάβη ως σύζυγον και να αποκτήσω τέκνον δια τον αποθανόντα. 7 Ἐὰν ὅμως δὲν θέλῃ ὁ ἀδελφὸς τοῦ νεκροῦ νὰ πάρῃ ὡς σύζυγον τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, θὰ ἔλθῃ ἡ γυναῖκα εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, ὅπου κάθονται οἱ προεστοὶ καὶ δικάζουν, καὶ θὰ εἴπῃ «Δὲν θέλει ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου νὰ συμβάλῃ εἰς τὸ νὰ μείνῃ ἀνεξάλειπτον τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του εἰς τὸν Ἰσραήλ. Δὲν ἠθέλησεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός μου νὰ μὲ πάρῃ σύζυγόν του».
8 καὶ καλέσουσιν αὐτὸν ἡ γερουσία τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ ἐροῦσιν αὐτῷ, καὶ στὰς εἴπῃ· οὐ βούλομαι λαβεῖν αὐτήν· 8 Οι αποτελούντες την γερουσίαν της πόλεως πρεσβύτεροι θα καλέσουν αυτόν και θα του ανακοινώσουν όσα η χήρα είπεν. Εάν εκείνος όρθιος ενώπιόν των είπη· Δεν θέλω να λάβω αυτήν σύζυγόν μου, 8 Θὰ τὸν καλέσουν λοιπὸν τότε οἱ προεστοὶ τῆς πόλεώς του καὶ θὰ τοῦ εἰποῦν ὅσα ἄκουσαν. Καὶ ἂν σταθῇ ἐκεῖνος ἐμπρός των καὶ εἰπῇ μὲ σταθερότητα· «Δὲν θέλω νὰ τὴν πάρω ὡς σύζυγόν μου», θὰ γίνῃ τὸ ἑξῆς:
9 καὶ προσελθοῦσα ἡ γυνὴ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἔναντι τῆς γερουσίας καὶ ὑπολύσει τὸ ὑπόδημα αὐτοῦ τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ποδὸς αὐτοῦ καὶ ἐμπτύσεται κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀποκριθεῖσα ἐρεῖ· οὕτω ποιήσουσι τῷ ἀνθρώπῳ, ὃς οὐκ οἰκοδομήσει τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐν ᾿Ισραήλ· 9 τότε η νύμφη του θα έλθη ενώπιον της γερουσίας, θα λύση το ένα υπόδημα από το πόδι του ανθρώπου αυτού, θα τον πτύση κατά πρόσωπον και θα διακηρύξη “έτσι θα κάμουν εις εκείνον τον άνθρωπον, ο οποίος δεν θέλει να δώση συνέχειαν εις την οικογένειαν του αδελφού του μεταξύ των Ισραηλιτών” ! 9 Θὰ πλησιάσῃ ἡ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν προεστῶν θὰ λύσῃ ἀπὸ τὸ πόδι του τὸ ἕνα ὑπόδημά του καὶ θὰ φτύσῃ εἰς τὸ πρόσωπόν του. Καὶ θὰ πάρῃ τὸν λόγον καὶ θὰ εἰπῇ: «Ἔτσι θὰ φερθοῦν εἰς αὐτόν, ποὺ δὲν χαρίζει ἀπόγονον εἰς τὸν ἀδελφόν του καὶ ἀρνεῖται νὰ κρατήσῃ ὅρθιον τὸ σπίτι ἐκείνου μέσα εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας».
10 καὶ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν ᾿Ισραὴλ Οἶκος τοῦ ὑπολυθέντος τὸ ὑπόδημα. 10 Θα ονομασθή δε το όνομα του ανθρώπου αυτού μεταξύ των Ισραηλιτών “οίκος εκείνου που του αφηρέθη το ένα υπόδημα” (οίκος μονοσανδάλου). 10 Θὰ διαφημισθῇ δὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ θὰ λέγουν δι' αὐτὸν εἰς τὸ ἑξῆς οἱ Ἰσραηλίται: «Νὰ τὸ σπίτι καὶ ἡ οἰκογένεια ἐκείνου, ποὺ τοῦ ἔλυσαν τὸ ὑπόδημα».
11 ᾿Εὰν δὲ μάχωνται ἄνθρωποι ἐπὶ τὸ αὐτό, ἄνθρωπος μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ προσέλθη ἡ γυνὴ ἑνὸς αὐτῶν ἐξελέσθαι τὸν ἄνδρα αὐτῆς ἐκ χειρὸς τοῦ τύπτοντος αὐτὸν καὶ ἐκτείνασα τὴν χεῖρα ἐπιλάβηται τῶν διδύμων αὐτοῦ, 11 Εάν συμπλακούν δύο άνθρωποι, Ισραηλίτης με Ισραηλίτην, και η σύζυγος του ενός δια να απαλλάξη τον σύζυγόν της από τα χέρια εκείνου που τον δέρει, πλησιάση και απλώση το χέρι της και συλλάβη τα απόκρυφα μέλη του δέροντος, 11 Ἐὰν δὲ μαλώνουν δύο ἄνθρωποι, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὸν ἴδιον τόπον, δύο δηλαδὴ ἀδελφοὶ ἢ δύο Ἰσραηλῖται, καὶ πλησιάσῃ ἡ γυναῖκα ἐνὸς ἀπὸ αὐτούς, μὲ σκοπὸν νὰ γλυτώσῃ τὸν ἄνδρα της ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἄλλου ποὺ τὸν κτυπᾷ, καὶ ἀπλώσῃ τὸ χέρι της καὶ πιάσῃ τὰ ἀπόκρυφα μέλη του,
12 ἀποκόψεις τὴν χεῖρα αὐτῆς· οὐ φείσεται ὀ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ αὐτῇ. 12 θα κόψετε το χέρι της γυναικός αυτής· δεν θα την λυπηθη το μάτι σας. 12 θὰ πρέπῃ νὰ κόψῃς ἐντελῶς τὸ χέρι της. Νὰ μὴ τὴν λυπηθῇ τὸ μάτι σου.
13 Οὐκ ἔσται ἐν τῷ μαρσίππῳ σου στάθμιον καὶ στάθμιον, μέγα ἢ μικρόν· 13 Δεν πρέπει να υπάρχουν στο σακκούλι σου δύο ζύγια, το ένα βαρύτερον από το κανονικόν και το άλλο ελαφρότερον. 13 Δὲν θὰ ὑπάρχουν εἰς τὸ σακκούλι σου δύο εἴδη ἀπὸ τὸ ἴδιο ζύγι, τὸ ἕνα μεγάλο (βαρύτερο) καὶ τὸ ἄλλο μικρὸ (ἐλαφρότερο).
14 οὐκ ἔσται ἐν τῇ οἰκίᾳ σου μέτρον καὶ μέτρον, μέγα ἢ μικρόν· 14 Δεν πρέπει να υπάρχουν στο σπίτι σου δύο μέτρα, το ένα μεγαλύτερον και το άλλο μικρότερον από το κανονικόν. 14 Δὲν θὰ ὑπάρχουν ἐπίσης εἰς τὸ σπίτι σου δύο εἴδη ἀπὸ τὸ ἴδιον μέτρον χωρητικότητος, τὸ ἕνα μεγάλο (κανονικό) καὶ τὸ ἄλλο μικρότερο (λειψό), διὰ νὰ ἀγοράζῃς μὲ τὸ μεγάλο καὶ νὰ πωλῇς μὲ τὸ μικρό.
15 στάθμιον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοι, καὶ μέτρον ἀληθινὸν καὶ δίκαιον ἔσται σοι, ἵνα πολυήμερος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ· 15 Ζυγια αληθινά και δίκαια θα υπάρχουν εις σέ, μέτρα αληθινά και δίκαια θα χρησιμοποιής, δια να ζήσης χρόνια πολλά εις την χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου έδωκεν εις σε ως κληρονομίαν· 15 Τὰ ζύγια σου, μὲ τὰ ὁποῖα ζυγίζεις τὰ βάρη, νὰ εἶναι σωστὰ καὶ δίκαια. Καὶ τὰ δοχεῖα, ποὺ ἔχεις διὰ νὰ μετρᾷς μέσα εἰς αὐτὰ διάφορα προϊόντα, πρέπει νὰ εἶναι σωστὰ καὶ δίκαια. Ἔτσι θὰ εἶσαι πολύχρονος εἰς τὴν γῆν, ποὺ σοῦ δίδει ὡς κληρονομίαν ὁ Κύριος καὶ Θεός σου.
16 ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου πᾶς ποιῶν ταῦτα, πᾶς ποιῶν ἄδικον. 16 διότι είναι μισητός και αποκρουστικός εις Κυριον τον Θεόν σου εκείνος, που χρησιμοποιεί δόλια ζύγια και διαπράττει αδικίαν. 16 Νὰ προσέξῃς, διότι αὐτὸν ποὺ φέρεται μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ ἀδικεῖ εἰς τὰς συναλλαγάς του, τὸν βδελύσσεται καὶ τὸν ἀποστρέφεται Κύριος ὁ Θεός σου.
17 Μνήσθητι ὅσα ἐποίησέ σοι ᾿Αμαλὴκ ἐν τῇ ὁδῷ ἐκπορευομένου σου ἐκ γῆς Αἰγύπτου, 17 Ενθυμήσου όσα σου εκαμαν οι Αμαληκίται στον δρόμον σου, όταν έβγαινες από την Αίγυπτον, 17 Νὰ θυμᾶσαι ὅσα σοῦ ἔκαναν οἱ Ἀμαληκῖται καθ' ὁδόν, ἐνῷ ἔβγαινες ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
18 πῶς ἀντέστη σοι ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν, τοὺς κοπιῶντας ὀπίσω σου, σὺ δὲ ἐπείνας καὶ ἐκοπίας, καὶ οὐκ ἐφοβήθη τὸν Θεόν. 18 πως αντεστάθησαν καθ' οδόν εναντίον σου, πως εφόνευσαν τους βραδυπορούντας, αυτούς που ένεκα κοπώσεως έμειναν οπίσω σου, συ δε τότε επεινούσες και υπέφερες και εκείνοι δεν εφοβήθησαν τον Θεόν, 18 Πῶς δηλαδὴ ἐπετέθησαν ἐναντίον σου εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς ἐσκότωσαν αὐτούς, ποὺ ἦσαν ὀπισθοφυλακὴ τῆς πορείας σας, ὅσους λόγῳ τοῦ κόπου τῆς πεζοπορίας ἔμεναν πίσω. Ἐνῷ δὲ σύ, ὁ λαός μου, ἐπεινοῦσες καὶ ἤσουν κατάκοπος, ὁ λαὸς τῶν Ἀμαληκιτῶν δὲν ἐφοβήθη τὸν Θεὸν καὶ ἐφέρθη μὲ τὸν βάρβαρον αὐτὸν τρόπον.
19 καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν καταπαύσῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν σου τῶν κύκλῳ σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι κληρονομῆσαι, ἐξαλείψεις τὸ ὄνομα ᾿Αμαλὴκ ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ οὐ μὴ ἐπιλάθῃ. 19 Δια τούτο, όταν σε αναπαύση Κυριος ο Θεός σου εκ των κόπων σου και σε ασφαλίση από τους γύρω εχθρούς σου εις την χώραν την οποίαν ο Κυριος σου δίδει ως κληρονομίαν, τότε θα εξαλείψστο όνομα των Αμαληκιτών εις την υπό τον ουρανόν. Αυτό δεν πρέπει να το λησμονήσης. 19 Ὅταν λοιπὸν σὲ ἀπαλλάξῃ Κύριος ὁ Θεός σου ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου, ποὺ εὑρίσκονται ὁλόγυρά σου, καὶ ἠσυχάσῃς καὶ ἐγκατασταθῇς εἰς τὴν χώραν, ποὺ σοῦ χαρίζει ὡς κληρονομίαν ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, πρέπει νὰ ἐξαλείψῃς τὸ ὄνομα τῶν Ἀμαληκιτῶν ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Πρόσεξε νὰ μὴ τὸ ξεχάσῃς.