Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΥΙΟΙ ἐστε Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν· οὐκ ἐπιθήσετε φαλάκρωμα ἀνὰ μέσον τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν ἐπὶ νεκρῷ· | 1 Σεις είσθε τέκνα Κυρίου του Θεού σας. Δεν θα ξυρίσετε την κεφαλήν η το πρόσωπόν σας δια τον θάνατον οιουδήποτε οικείου σας· | 1 Εἶσθε παιδιὰ τοῦ μόνου Κυρίου, τοῦ Θεοῦ σας. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ ξυρίζετε τὸ κεφάλι σας ἐπάνω ἀπὸ τὸ μέτωπον, ἀνάμεσα εἰς τὰ μάτια σας, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτραι ὅταν πεθάνῃ κάποιος συγγενής των. |
2 ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, καὶ σὲ ἐξελέξατο Κύριος ὁ Θεός σου γενέσθαι σε λαὸν αὐτῷ περιούσιον ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν τῶν ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς. | 2 διότι είσαι συ λαός εκλεκτός και ξεχωριστός ενώπιον Κυρίου του Θεού σου· ο Θεός σε εξέλεξεν ανάμεσα από όλα τα έθνη της υφηλίου, δια να είσαι ιδιαιτέρα του περιουσία, ο εκλεκτός λαός του. | 2 Διότι σὺ εἶσαι λαὸς ἅγιος, ξεχωρισμένος διὰ τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου. Καὶ σὲ ἐδιάλεξε Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ γίνῃς δι’ Ἐκεῖνον λαὸς ἀγαπητός, σὰν ἰδιαιτέρα περιουσία Του, μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. |
3 Οὐ φάγεσθε πᾶν βδέλυγμα. | 3 Δεν θα φάγης κανένα ακάθαρτον ζώον. | 3 Δὲν θὰ τρώγετε κάθε τι, ποὺ εἶναι ἀκάθαρτον καὶ βδελυρόν. |
4 ταῦτα κτήνη, ἃ φάγεσθε, μόσχον ἐκ βοῶν καὶ ἀμνὸν ἐκ προβάτων καὶ χίμαρον ἐξ αἰγῶν, | 4 Αυτά δε είναι τα καθαρά ζώα, που έχετε δικαίωμα να τρώγετε· μοσχάρι από τα βόδια, αμνόν από τα πρόβατα, τράγον από τα γίδια. | 4 Αὐτὰ εἶναι τὰ ζῶα, ποὺ ἠμπορεῖτε νὰ τρώγετε: Μοσχάρι ἀπὸ τὰ βόδια, ἀρνὶ ἀπὸ τὰ πρόβατα καὶ τράγον ἀπὸ τὰ γίδια, |
5 ἔλαφον καὶ δορκάδα καὶ πύγαργον, ὄρυγα καὶ καμηλοπάρδαλιν· | 5 Επίσης έχετε δικαίωμα να τρώγετε ελάφι, ζαρκάδι, πύγαργον (είδος δορκάδος), όρυγα (είδος αιγάγρου) και καμηλοπάρδαλιν. | 5 ἐλάφι καὶ ζαρκάδι καὶ πύγαργον καὶ αἴγαγρον καὶ καμηλοπάρδαλη. |
6 πᾶν κτῆνος διχηλοῦν ὁπλὴν καὶ ὀνυχιστῆρας ὀνυχίζον δύο χηλῶν καὶ ἀνάγον μηρυκισμὸν ἐν τοῖς κτήνεσι, ταῦτα φάγεσθε. | 6 Γενικώς έχετε το δικαίωμα να τρώγετε κάθε ζώον δίχηλον, ζώον δηλαδή που έχει δύο όνυχας στο κάθε πόδι του, χωρισμένους αναμεταξύ των, και το οποίον αναμασά την τροφήν του. | 6 Κάθε ζῶον γενικῶς, ποὺ εἶναι δίχηλον καὶ ἔχει δύο νύχια εἰς τὸ κάθε πόδι του καὶ ἀναμασᾷ τὴν τροφήν του, ἠμπορεῖτε νὰ τὸ τρώγετε. |
7 καὶ ταῦτα οὐ φάγεσθε ἀπὸ τῶν ἀναγόντων μηρυκισμὸν καὶ ἀπὸ τῶν διχηλούντων τὰς ὁπλὰς καὶ ὀνυχιζόντων ὀνυχιστῆρας· τὸν κάμηλον καὶ δασύποδα καὶ χοιρογρύλλιον, ὅτι ἀνάγουσι μηρυκισμὸν καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλοῦσιν, ἀκάθαρτα ταῦτα ὑμῖν ἐστι· | 7 Αλλά και από αυτά τα μηρυκαστικά ζώα, η τα δίχηλα, αυτά που έχουν τους δύο ονυχάς των ξεχωριστούς, δεν θα φάγετε τα εξής· Την κάμηλον, τον λαγωόν, τον ακανθόχοιρον, τα οποία ναι μεν μηρυκάζουν αλλά δεν είναι δίχηλα. Αυτά λοιπόν θα είναι ακάθαρτα δια σας. | 7 Ἀπὸ αὐτὰ ὅμως ποὺ ἀναμασοῦν τὴν τροφήν των καὶ εἶναι δίχηλα καὶ ἔχουν δύο νύχια εἰς τὸ κάθε πόδι των, δὲν θὰ τρώγετε τὰ ἑξῆς: Τὴν καμήλαν καὶ τὸν δασύποδα (λαγόν) καὶ τὸν σκαντζόχοιρον, διότι ἀναμασοῦν μὲν τὴν τροφήν των, δὲν εἶναι ὅμως δίχηλα. Θὰ εἶναι αὐτὰ διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. |
8 καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλὴν τοῦτο καὶ ὀνυχίζει ὀνυχιστῆρας ὁπλῆς, καὶ τοῦτο μηρυκισμὸν οὐ μηρυκᾶται, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· ἀπὸ τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐ φάγεσθε καὶ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν οὐχ ἅψεσθε. | 8 Δεν θα φάτε επίσης τον χοίρον, διότι ναι μεν είναι δίχηλον ζώον, έχει δηλαδή στους πόδας του δύο όνυχας χωρισμένους, αλλά δεν μηρυκάζει την τροφήν του· είναι δια σας ακάθαρτον ζώον. Τα κρέατα των ζώων αυτών δεν θα τα φάγετε και τα νεκρά σώματά των δεν θα τα εγγίσετε. | 8 Δὲν θὰ τρώγετε ἐπίσης καὶ τὸν χοῖρον, διότι εἶναι μὲν δίχηλον καὶ ἔχει δύο νύχια εἰς τὸ κάθε πόδι του, ἀλλ' ὅμως δὲν ἀναμασᾷ τὴν τροφήν του. Θὰ εἶναι τὸ ζῶον αὐτὸ διὰ σᾶς ἀκάθαρτον. Δὲν θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ κρέατα τῶν ζώων αὐτῶν καὶ δὲν θὰ ἐγγίζετε τὰ πτώματά των. |
9 καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπὸ πάντων τῶν ἐν τῷ ὕδατι· πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς πτερύγια καὶ λεπίδες, φάγεσθε. | 9 Από τα ζώα που υπάρχουν εις τα ύδατα, έχετε το δικαίωμα να τρώγετε, όσα από αυτά έχουν πτερύγια και λέπια. | 9 Ἀπὸ ὅλα δὲ ὅσα ζοῦν μέσα εἰς τὰ νερά, θὰ τρώγετε τὰ ἑξῆς: Ὅλα ὅσα ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια, θὰ τὰ τρώγετε. 10 Ἀντιθέτως ὅλα ὅσα δὲν ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια, δὲν θὰ τὰ τρώγετε. Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. |
10 καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν αὐτοῖς πτερύγια καὶ λεπίδες, οὐ φάγεσθε, ἀκάθαρτα ὑμῖν ἐστι. | 10 Ολα όμως όσα δεν έχουν πτερύγια και λέπια, δεν θα τα τρώγετε. Θα είναι δια σας ακάθαρτα. | 10 Ἀντιθέτως ὅλα ὅσα δὲν ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια, δὲν θὰ τὰ τρώγετε. Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. |
11 πᾶν ὄρνεον καθαρὸν φάγεσθε. | 11 Καθε πτηνόν καθαρόν έχετε το δικαίωμα να τρώγετε. | 11 Κάθε πουλὶ καθαρὸν ἠμπορεῖτε νὰ τὸ τρώγετε. |
12 καὶ ταῦτα οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν· τὸν ἀετὸν καὶ τὸν γρύπα καὶ τὸν ἁλιαίετον | 12 Αυτά δε είναι τα πτηνά, από τα οποία δεν επιτρέπεται να τρώγετε· Ο αετός, ο γρυψ (είδος αετού), ο αλιάετος | 12 Δὲν θὰ τρώγετε ὅμως ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἑξῆς: Τὸν ἀετόν, καὶ τὸν γρυπάετον καὶ τὸν θαλάσσιον ἀετόν, |
13 καὶ τὸν γύπα καὶ τὸν ἴκτινον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ | 13 ο γυψ (πτηνόν που τρώγει πτώματα), ο ιέραξ και τα όμοια προς αυτόν. | 13 καὶ τὸ ὄρνιο καὶ τὸ περδικογεράκι καὶ τὰ ὅμοιά του, |
14 καὶ πάντα κόρακα καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ | 14 Δεν θα φάτε κανένα είδος κόρακος και τα όμοια προς αυτόν. | 14 καὶ κάθε κοράκι καὶ τὰ ὅμοιά του, |
15 καὶ στρουθὸν καί γλαῦκα καὶ λάρον | 15 Επίσης στρουθίον, γλαύκα, γλάρον, | 15 καὶ τὸ σπουργίτι καὶ τὴν κουκουβάγιαν καὶ τὸν γλάρον. |
16 καὶ ἐρωδιὸν καὶ κύκνον καὶ ἶβιν | 16 τον ερωδιόν, τον τσικνιάν, την ίβιν, | 16 Δὲν θὰ τρώγετε καὶ τὸν ἐρωδιὸν καὶ τὸν κύκνον καὶ τὴν ἶβιν, |
17 καὶ καταράκτην καὶ ἱέρακα καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ ἔποπα καὶ νυκτικόρακα | 17 τον καταράκτην (είδος ορμητικοπύ γλάρου), τον ιέρακα και τα όμοια προς αυτόν, τον τσαλαπετεινόν και τον νυκτοκόρακα, | 17 καὶ τὸ ὄρνιο τῆς θαλάσσης, ποὺ λέγεται καταρράκτης, καὶ τὸ γεράκι καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὸν τσαλαπετεινὸν καὶ τὸ κλαψοπούλι, |
18 καὶ πελεκᾶνα καὶ χαραδριὸν καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ πορφυρίωνα καὶ νυκτερίδα. | 18 τον πελεκάνο, τον χαραδριόν (υποκίτρινον λαίμαργον πτηνόν) και τα όμοια προς αυτόν, τον πορφυρίωνα (πτηνόν καλοβατικόν) και την νυκτερίδα. | 18 καὶ τὸν πελεκάνον καὶ τὸν χαραδριὸν καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὴν πέρδικα καὶ τὴν νυκτερίδα. |
19 πάντα τὰ ἑρπετὰ τῶν πετεινῶν ἀκάθαρτά ἐστιν ὑμῖν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν. | 19 Επίσης όλα όσα έρπουν και πετούν, δηλαδή τα έντομα, θα είναι δια σας ακάθαρτα και δεν θα τρώγετε από αυτά. | 19 Ἀκάθαρτα θὰ εἶναι διὰ σᾶς καὶ ὅλα, ὅσα πετοῦν καὶ ἔρπουν, ὅπως τὰ ζωΰφια καὶ ἔντομα. Δὲν θὰ τρώγετε ἀπὸ αὐτά. |
20 πᾶν πετεινὸν καθαρὸν φάγεσθε. | 20 Εχετε όμως το δικαίωμα να τρώγετε κάθε καθαρόν πτηνόν. | 20 Κάθε πτηνὸν καθαρὸν ἠμπορεῖτε νὰ τὸ τρώγετε. |
21 πᾶν θνησιμαῖον οὐ φάγεσθε· τῷ παροίκῳ τῷ ἐν ταῖς πόλεσί σου δοθήσεται, καὶ φάγεται, ἢ ἀποδώσῃ τῷ ἀλλοτρίῳ· ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου. οὐχ ἑψήσεις ἄρνα ἐν γάλακτι μητρὸς αὐτοῦ. | 21 Κανένα θνησιμαίον δεν θα φάγετε. Οσα ο νόμος ορίζει δια σας ακάθαρτα ημπορείτε να τα δίδετε στον ξένον, που φιλοξενείτε εις την πόλιν σας δια να φάγη από αυτά η να τα πωλήσετε εις μη Ισραηλίτην. Σεις όμως δεν πρέπει να τρώγετε από τα ακάθαρτα, διότι είσθε λαός άγιος αφιερωμένος στον Κυριον. Δεν θα βράσης αρνί με το γάλα της μητρός του. | 21 Δὲν θὰ τρώγετε ἐπίσης κανένα ζῶον, ποὺ ἐψόφησε. Αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ δίδεται εἰς τὸν ξένον, ποὺ διαμένει μαζί σας εἰς τὰς πόλεις σας, καὶ νὰ τρώγεται ἀπὸ αὐτόν. Ἠμπορεῖς ἐπίσης νὰ τὸ πωλήσῃς εἰς κάποιον ξένον. Πρέπει νὰ προσέξῃς καὶ ν ἀποφύγῃς τὰ πτώματα καὶ τὰ ἀκάθαρτα ζῶα, διότι σὺ εἶσαι λαὸς ἅγιος, ξεχωρισμένος διὰ τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου. Καὶ δὲν θὰ βράσῃς ποτὲ ἀρνὶ μὲ τὸ γάλα τῆς μητέρας του, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτραι. |
22 Δεκάτην ἀποδεκατώσεις παντὸς γενήματος τοῦ σπέρματός σου, τὸ γένημα τοῦ ἀγροῦ σου ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτόν, | 22 Από όλα τα προϊόντα των σπαρτών σας, από όλα δηλαδή όσα οι αγροί σας κάθε χρόνον σας δίδουν, θα αφαιρέσης το εν δέκατον. | 22 Θὰ ξεχωρίσῃς τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ ὅλα τὰ προϊόντα τῆς σπορᾶς σου, ἀπὸ κάθε τι ποὺ παράγουν τὰ χωράφια σου κάθε χρόνον. |
23 καὶ φαγῇ αὐτὸ ἐν τῷ τόπῳ ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου, ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ· οἴσετε τὰ ἐπιδέκατα τοῦ σίτου σου καὶ τοῦ οἴνου σου καὶ τοῦ ἐλαίου σου, τὰ πρωτότοκα τῶν βοῶν σου καὶ τῶν προβάτων σου, ἵνα μάθῃς φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου πάσας τὰς ἡμέρας. | 23 Θα φάγετε αυτό στον τόπον, τον οποίον ήθελεν εκλέξει Κυριος ο Θεός σας δια να αφιερωθή στο όνομά του (δηλαδή στον ναόν). Εκεί θα φέρετε το εν δέκατον από τον σίτον σας, από τον οίνον, από το έλαιον, όπως επίσης και τα πρωτότοκα από τα βόδια και τα πρόβατά σας, δια να μάθετε να ευλαβήσθε Κυριον τον Θεόν σας όλας τας ημέρας της ζωής σας. | 23 Καὶ Θὰ τὸ φάγῃς (καταναλώσιμο) εἰς τὸν ἰδιαίτερον τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ ἐπικαλοῦνται ἐκεῖ τὸ ἅγιον ὄνομά Του. Θὰ φέρῃς ἐκεῖ τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ τὸ σιτάρι σου καὶ ἀπὸ τὸ κρασί σου καὶ ἀπὸ τὸ λάδι σου, τὰ πρωτογέννητα ἀπὸ τὰ βόδια σου καὶ ἀπὸ τὰ πρόβατά σου, διὰ νὰ μάθῃς νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ ὑπολογίζῃς Κύριον τὸν Θεόν σου καθ' ὅλην τὴν ζωήν σου. |
24 ἐὰν δὲ μακρὰν γένηται ἡ ὁδὸς ἀπὸ σοῦ καὶ μὴ δύνῃ ἀναφέρειν αὐτά, ὅτι μακρὰν ἀπὸ σοῦ ὁ τόπος, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ, ὅτι εὐλογήσει σε Κύριος ὁ Θεός σου, | 24 Εάν όμως είναι μακρά η απόστασις από την κατοικίαν σου μέχρι του ναού και δεν σου είναι δυνατόν να φέρης εκεί αυτά τα δέκατα, στον τόπον δηλαδή που εξέλεξεν ο Κυριος δια να λατρεύετε το όνομά του, συ δε θέλης πράγματι να προσφέρης, από όσα η ευλογία του Κυρίου σου έδωσε, | 24 Ἐὰν ὅμως εἶναι μεγάλη ἡ διαδρομὴ ἀπὸ τὴν κατοικίαν σου ἕως τὸν τόπον τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ δεν ἠμπορῇς νὰ προσφέρῃς ἀπὸ αὐτά, ποὺ σοῦ ἐχάρισεν ἡ εὐλογία Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἐπειδὴ ἀπέχει πολὺ ἡ κατοικία σου ἀπὸ τὸν τόπον, ποὺ θὰ διαλέξῃ σὰν ἰδικόν Του Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ ἐπικαλοῦνται Ἐκεῖ τὸ ἅγιον ὄνομά Του, ἠμπορεῖς νὰ κάνης τὸ ἑξῆς: |
25 καὶ ἀποδώσῃ αὐτὰ ἀργυρίου καὶ λήψῃ τὸ ἀργύριον ἐν ταῖς χερσί σου καὶ πορεύσῃ εἰς τὸν τόπον, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου αὐτόν, | 25 θα πωλήσης αυτά, θα πάρης το αντίτιμον αυτών εις τα χέρια σου και θα μεταβής στον τόπον, τον οποίον εξέλεξε Κυριος ο Θεός σου. | 25 Θὰ πωλήσῃς αὐτὰ μὲ χρήματα καί, ἀφοῦ πάρῃς εἰς τὰ χέρια σου τὸ ἀνάλογον χρηματικὸν ποσόν, θὰ ὑπάγῃς εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον θὰ διαλέξῃ σὰν ἰδικόν Του Κύριος ὁ Θεός σου. |
26 καὶ δώσεις ἀργύριον ἐπὶ παντός, οὗ ἂν ἐπιθυμῇ ἡ ψυχή σου, ἐπὶ βουσὶν ἢ ἐπὶ προβάτοις, ἐπ᾿ οἴνῳ ἢ ἐπὶ σίκερα ἢ ἐπὶ παντός, οὗ ἂν ἐπιθυμῇ ἡ ψυχή σου, καὶ φαγῇ ἐκεῖ ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ εὐφρανθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου | 26 Εκεί δύνασαι να δαπανήσης αυτά τα χρήματα και να αγοράσης ο,τι η ψυχή σου επιθυμεί να προσφέρης προς τον Θεόν, βόδια, πρόβατα, οίνον, οινοπνευματώδη ποτά και ο,τι άλλο επιθυμείς. ' Εκεί δε ενώπιον Κυρίου του Θεού σου θα φάγης και θα ευφρανθής συ και η οικογένειά σου. | 26 Καὶ θὰ διαθέσῃς ἐκεῖ τὰ χρήματα αὐτά, διὰ νὰ πάρῃς ὀτιδήποτε ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, βόδια δηλαδή, ἢ πρόβατα, ἢ κρασί, ἢ ἄλλα οἰνοπνευματώδη ποτά, ἢ ὀτιδήποτε ἄλλο ποθεῖ ἡ ψυχή σου. Καὶ θὰ φάγῃς ἐκεῖ ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ θὰ εὐφρανθῇς σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου. |
27 καὶ ὁ Λευίτης ὁ ἐν ταῖς πόλεσί σου, ὅτι οὐκ ἔστιν αὐτῷ μερὶς οὐδὲ κλῆρος μετὰ σοῦ. | 27 Μαζή σου δε εκεί θα φάγη και ο Λευΐτης, που ευρίσκεται εις τας πόλεις σου, διότι αυτός δεν έχει μερίδιον κληρονομίας, όπως συ έχεις. | 27 Θὰ φάγῃ ἐπίσης μαζί σου καὶ ὁ Λευΐτης, ποὺ διαμένει εἰς τὰς πόλεις σου, διότι δεν ἐκληρονόμησεν αὐτὸς μερίδιον γῆς, οὔτε κτήματα, ὅπως ἐκληρονόμησες σύ. |
28 μετὰ τρία ἔτη ἐξοίσεις πᾶν τὸ ἐπιδέκατον τῶν γενημάτων σου· ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ θήσεις αὐτὸ ἐν ταῖς πόλεσί σου, | 28 Καθε τρία χρόνια θα βάζης κατά μέρος ένά δέκατον από τα προϊόντα σου. Κατά το τρίτον δε αυτό έτος θα θέτης αυτό εις την πόλιν σου· δεν θα το προσφέρης στον ναόν. | 28 Κάθε τρία χρόνια θὰ ξεχωρίζῃς καὶ δι’ ἄλλον σκοπὸν τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ τὰ γεννήματά σου. Θὰ τὸ φυλάξῃς δὲ κατὰ τὸν τρίτον αὐτὸν χρόνον εἰς τὰς πόλεις σου. Δὲν θὰ τὸ φέρῃς εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας. |
29 καὶ ἐλεύσεται ὁ Λευίτης, ὅτι οὐκ ἔστιν αὐτῷ μερὶς οὐδὲ κλῆρος μετὰ σοῦ, καὶ ὁ προσήλυτος καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ χήρα ἡ ἐν ταῖς πόλεσί σου καὶ φάγονται καὶ ἐμπλησθήσονται, ἵνα εὐλογήσῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις, οἷς ἐὰν ποιῇς. | 29 Θα έλθη δε ο Λευΐτης, διότι αυτός δεν έχει μερίδιον και κληρονομίαν εις την γην της Επαγγελίας, θα έλθη ο ξένος και το ορφανόν και η χήρα, που ευρίσκεται εις τας πόλεις σας, και θα φάγουν από το δέκατον αυτό και θα χορτάσουν. Δια την καλήν σου δε αυτήν πράξιν θα σε ευλογήση ο Θεός εις όλα τα έργα, τα οποία θα έκαμνες. | 29 Καὶ θὰ ἔρχεται ὁ Λευίτης, ἐπειδὴ δὲν ἐκληρονόμησε μερίδιον γῆς, οὔτε κτήματα, ὅπως ἐκληρονόμησες σύ, θὰ ἔρχωνται ἐπίσης καὶ ὁ ξένος, ποὺ συμπαθεῖ τὴν θρησκείαν σας καὶ μένει κοντά σας, καὶ ὁ ὀρφανὸς καὶ ἡ χήρα, ποὺ ζῇ εἰς τὰς πόλεις σου, καὶ θὰ παίρνουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ θὰ τρώγουν καὶ θὰ χορταίνουν. Καὶ ὅταν κάνῃς αὐτό, θὰ σὲ εὐλογήσῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ καταγίνεσαι. |