Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΔΙ᾿ ἑπτὰ ἐτῶν ποιήσεις ἄφεσιν. | 1 Καθε επτά έτη θα παρέχης άφεσιν των χρεών. | 1 Κάθε ἕβδομον ἔτος θὰ δίδῃς ἄφεσιν καὶ χάριν. |
2 καὶ οὕτω τὸ πρόσταγμα τῆς ἀφέσεως· ἀφήσεις πᾶν χρέος ἴδιον, ὃ ὀφείλει σοι ὁ πλησίον, καὶ τὸν ἀδελφόν σου οὐκ ἀπαιτήσεις, ἐπικέκληται γὰρ ἄφεσις Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου. | 2 Ως εξής θα εφαρμόζεται ο νόμος της αφέσεως των χρεών· δηλαδή κάθε χρέος, το οποίον σου οφείλει ο πλησίον και ο αδελφός σου, δεν θα το ζητήσης, αλλά θα το χαρίσης, διότι εκ μέρους Κυρίου του Θεού σου ορίζεται και επιβάλλεται αυτή η άφεσις των χρεών. | 2 Αὐτὸς δὲ εἶναι ὁ νόμος τῆς ἀφέσεως: Θὰ χαρίζῃς κάθε προσωπικὸν χρέος, ποὺ σοῦ ὀφείλει ὁ πλησίον σου, καὶ δεν θὰ τὸ ζητῇς ἀπὸ τὸν ἀδελφόν σου Ἰσραηλίτην, διότι κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ ἔχει ὁρισθῇ νὰ δίδεται ἄφεσις πρὸς τιμὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. |
3 τὸν ἀλλότριον ἀπαιτήσεις ὅσα ἐὰν ᾖ σοι παρ᾿ αὐτῷ, τῷ δὲ ἀδελφῷ σου ἄφεσιν ποιήσεις τοῦ χρέους σου· | 3 Από τον ξένον θα απαιτήσης να σου δώση το χρέος του. Εις τον αδελφόν σου όμως τον Ισραηλίτην θα χαρίσης το χρέος κατά το έτος της αφέσεως. | 3 Ἔχεις δικαίωμα κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ νὰ ζητῇς ἀπὸ κάθε ἀλλογενῆ αὐτά, ποὺ εἶναι ἰδικά σου καὶ τὰ κρατεῖ ἐκεῖνος. Θὰ χαρίζῃς ὅμως τὸ χρέος, ποὺ σοῦ ὀφείλει ὁ ἀδελφός σου Ἰσραηλίτης, |
4 ὅτι οὐκ ἔσται ἐν σοὶ ἐνδεής, ὅτι εὐλογῶν εὐλογήσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ κατακληρονομῆσαι αὐτήν. | 4 Τούτο δέ, διότι δεν πρέπει να υπάρχη μεταξύ σας πτωχός (χρεοφειλέτης αδυνατών να πληρώση τα χρέη του). Εφόσον δε συ χαρίζστο χρέος, θα σε ευλογήση ο Κυριος εις την χώραν, την οποίαν σου έδωκε ως κληρονομίαν. | 4 διότι δεν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ κανεὶς πτωχὸς ἀνάμεσά σας. Θὰ σὲ εὐλογήσῃ δὲ πλουσίως ὁ Κύριος καὶ Θεός σου εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σοῦ χαρίζει Κύριος ὁ Θεός σου, διὰ νὰ τὴν κατέχῃς ὡς κληρονομίαν σου. |
5 ἐὰν δὲ ἀκοῇ εἰσακούσητε τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας, ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, | 5 Εάν προθύμως υπακούσετε εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σας, ώστε να φυλάσσετε και να πράττετε όλας τας εντολάς, τας οποίας εγώ σήμερον σας διατάσσω, | 5 Θὰ σὲ εὐλογήσῃ ὅμως, ἐὰν ἀκούσετε μὲ χαρὰν καὶ προθυμίαν τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σας, ὥστε νὰ φυλάσσετε καὶ νὰ τηρῆτε ὅλας αὐτὰς τὰς ἐντολάς, ποὺ σοῦ παραγγέλλω ἐγὼ σήμερον. |
6 ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου εὐλόγησέ σε, ὃν τρόπον ἐλάλησέ σοι, καὶ δανειεῖς ἔθνεσι πολλοῖς, σὺ δὲ οὐ δανειῇ, καὶ ἄρξεις ἐθνῶν πολλῶν, σοῦ δὲ οὐκ ἄρξουσιν. | 6 τότε Κυριος ο Θεός σας θα σας ευλογήση, όπως σας έχει υποσχεθή. Θα έχης αφθονίαν αγαθών και χρήματα, ώστε να δανείζης έθνη πολλά, ενώ συ δεν θα ευρεθής εις την ανάγκην να ζητήσης δάνειον. Θα είσαι άρχων εις πολλούς λαούς, ενώ κανείς δεν θα είναι άρχων και αυθέντης εις σέ. | 6 Διότι Κύριος ὁ Θεός σου σὲ εὐλόγησε καὶ θὰ σὲ εὐλογήσῃ, συμφώνως πρὸς ὅσα σοῦ εἶπε. Θὰ εἶσαι δὲ εἲς θέσιν νὰ δανείζῃς ἔθνη πολλά, ἐνῶ σὺ δὲν θὰ δανεισθῇς ποτε, Καὶ θὰ κυβερνᾷς καὶ θὰ ἐξουσιάζῃς ἔθνη πολλὰ καὶ δὲν θὰ ἐξουσιασθῇς σὺ ἀπὸ κανένα. |
7 ᾿Εὰν δὲ γένηται ἐν σοὶ ἐνδεὴς ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ἐν μιᾷ τῶν πόλεών σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι, οὐκ ἀποστέρξεις τὴν καρδίαν σου οὐδ᾿ οὐ μὴ συσφίγξῃς τὴν χεῖρά σου ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ σου τοῦ ἐπιδεομένου· | 7 Εάν συμβή, ώστε εις μίαν από τας πόλεις της χώρας, που σας έδωσε Κυριος ο Θεός, να υπάρξη πτωχός μεταξύ των αδελφών σου, συ να μη κλείσης τα σπλάγχνα σου, να μη σκληρύνης και αποτραβήξης την καρδίαν σου από αυτόν, να μη κλείσης σφικτά τα χέρια σου, δια να μη δώσης τίποτε στον πεινασμένον και πονεμένον αδελφόν σου. | 7 Καὶ ἐὰν συμβῇ νὰ εὑρεθῇ ἀνάμεσά σας κάποιος πτωχὸς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σου τοὺς Ἰσραηλίτας, εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις σου, ἐκεῖ εἰς τὴν χώραν ποὺ σοῦ χαρίζει ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, δὲν θὰ σκληρυνθῇ ἡ καρδιά σου καὶ δὲν θὰ ἀδιαφορήσῃς δι' αὐτόν. Οὔτε θὰ κλείσῃς καὶ θὰ σφίξῃς τὸ χέρι σου ἐμπρὸς εἰς τὸν ἀδελφόν σου, ποὺ ἔχει τὴν ἀνάγκην σου. |
8 ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χεῖράς σου αὐτῷ καὶ δάνειον δανειεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται, καθότι ἐνδεεῖται. | 8 Αλλά πλούσια θα ανοίξης τα χέρια σου προς αυτόν. Θα του προσφέρης και θα του δανείσης όσον και ο,τι του χρειάζεται, αφού ευρίσκεται εις ανάγκην. | 8 Ἀντιθέτως θ ἀνοίξῃς μὲ χαρὰν τὰ χέριά σου πρὸς χάριν του καὶ θὰ τοῦ δώσῃς ὅσον δάνειον χρειάζεται, δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκην. |
9 πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ γένηται ρῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀνόμημα λέγων· ἐγγίζει τό ἔτος τὸ ἕβδομον, ἔτος τῆς ἀφέσεως, καὶ πονηρεύσηται ὁ ὀφθαλμός σου τῷ ἀδελφῷ σου τῷ ἐπιδεομένῳ, καὶ οὐ δώσεις αὐτῷ, καὶ καταβοήσεται κατὰ σοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἔσται ἐν σοὶ ἁμαρτία μεγάλη. | 9 Πρόσεχε στον εαυτόν σου, μήπως μέσα εις την διάνοιαν και την καρδίαν σου σκεφθής κατά παράνομον τρόπον και είπης “πλησιάζει το έβδομον έτος, το έτος αυτό της αφέσεως των χρεών”· και έτσι βλέπων με πονηρόν βλέμμα τον αδελφόν σου και σκεπτόμενος ότι μετ' ολίγον θα είσαι υποχρεωμένος να του χαρίσης τα χρέος- και δεν τον δανείσης, τότε ο αδελφός σου αυτός θα φωνάξη προς τον Κυριον εναντίον σου και θα είναι μεγάλη η ενοχή σου δια την πονηρίαν αυτήν. | 9 Πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὥστε νὰ μὴ διαπραχθῇ μέσα εἰς τὴν καρδιά σου κρυφὸν ἁμάρτημα, μὲ τὸ νὰ σκεφθῇς καὶ εἰπῇς: «Πλησιάζει τὸ ἕβδομον ἔτος, τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ χάσω τὸ δάνειον», καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀντιμετωπίσῃς μὲ πονηρὸν βλέμμα τὸν πτωχὸν ἀδελφόν σου, ποὺ ἔχει ἀνάγκην, καὶ δεν τὸν δανείσῃς. Ἂν γίνῃ αὐτό, θὰ κραυγάσῃ ἐκεῖνος μὲ πόνον πρὸς τὸν Κύριον εἰς βάρος σου καὶ θὰ εἶσαι ἔνοχος ἁμαρτίας μεγάλης. |
10 διδοὺς δώσεις αὐτῷ καὶ δάνειον δανειεῖς αὐτῷ ὅσον ἐπιδέεται, καὶ οὐ λυπηθήσῃ τῇ καρδίᾳ σου διδόντος σου αὐτῷ, ὅτι διά τὸ ρῆμα τοῦτο εὐλογήσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις καὶ ἐν πᾶσιν, οὗ ἂν ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου· | 10 Ολοπρόθυμα πρέπει να δώσης εις αυτόν δάνειον, ανάλογον προς την ανάγκην του· δεν πρέπει δε να λυπηθή η καρδία σου δια το δάνειον, που θα δώσης στον αδελφόν σου, διότι δια την καλήν σου αυτήν πράξιν θα σε ευλογήση ο Θεός εις όλας τας εργασίας σου, θα ευλογήση όλα τα έργα των χειρών σου. | 10 Πρέπει νὰ τοῦ δώσῃς ὅ,τι θέλει μὲ εὐχαρίστησιν καὶ νὰ τοῦ δανείσῃς ὅσον δάνειον χρειάζεται καὶ νὰ μὴ λυπηθῇ ἡ καρδιά σου, ὅταν θὰ τοῦ δίδῃς αὐτὸ ποὺ σοῦ ζητεῖ· διότι διὰ τὴν καλοσύνην σου αὐτὴν θὰ σὲ εὐλογήσῃ ὁ Κύριος καὶ Θεός σου εἰς ὅλα τὰ ἔργα σου καὶ εἰς ὅλα, ὅσα θὰ ἐπιχειρῇς. |
11 οὐ γὰρ μὴ ἐκλίπῃ ἐνδεὴς ἀπὸ τῆς γῆς σου. διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο λέγων· ἀνοίγων ἀνοίξεις τὰς χεῖράς σου τῷ ἀδελφῷ σου τῷ πένητι καὶ τῷ ἐπιδεομένῳ τῷ ἐπὶ τῆς γῆς σου. | 11 Επειδή ποτέ δεν θα λείψη πτωχός από την χώραν σου, δια τούτο σου δίδω εγώ αυτήν την εντολήν και σε διατάσσω· Απλόχερα θα ανοιξης τα χέρια σου στον πτωχόν αδελφόν σου που κατοικεί εις την χώραν σου και ευρίσκεται εις ανάγκην. | 11 Καὶ ἐπειδὴ δὲν πρόκειται νὰ λείψῃ ποτὲ ἀπὸ τὴν χώραν σου καὶ ὁ πτωχός, δι’ αὐτὸ σοῦ παραγγέλλω νὰ κάμνῃς τὴν καλὴν αὐτὴν πρᾶξιν τοῦ δανεισμοῦ καὶ σοῦ λέγω ν ἀνοίγῃς διάπλατα τὰ χέρια σου εἰς τὸν πτωχὸν ἀδελφόν σου καὶ εἰς αὐτόν, ποὺ θὰ εὑρίσκεται εἰς δύσκολον θέσιν μέσα εἰς τὴν χώραν σου. |
12 ᾿Εὰν δὲ πραθῇ σοι ὁ ἀδελφός σου ὁ ῾Εβραῖος ἢ ῾Εβραία, δουλεύσει σοι ἓξ ἔτη, καὶ τῷ ἑβδόμῳ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν ἐλεύθερον ἀπὸ σοῦ. | 12 Εάν ο αδελφός σου, Εβραίος η Εβραία, πωληθή εις σε ένεκα των οικονομικών του αναγκών ως δούλος, επί εξ έτη θα σε δουλεύση. Κατά το έβδομον έτος θα αποστείλης αυτόν ελεύθερον. | 12 Ἐὰν δὲ εὑρεθῇ εἰς δύσκολον θέσιν καὶ πωληθῇ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἑβραῖος ἢ ἡ ἀδελφή σου ἡ Ἑβραία, θὰ ζῇ καὶ θὰ ἐργάζεται σὰν δοῦλος κοντά σου ἐπὶ ἕξι ἔτη. Κατὰ τὸ ἕβδομον ὅμως ἔτος θὰ τὸν ἀφήνῃς νὰ φεύγῃ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἐργασίαν σου. |
13 ὅταν δὲ ἐξαποστέλλῃς αὐτὸν ἐλεύθερον ἀπὸ σοῦ, οὐκ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν κενόν· | 13 Οταν δε τον αφήσης να αναχωρήση ελεύθερον πλέον από τον οίκον σου, δεν θα τον αποστείλης με αδειανά τα χέρια. | 13 Ὅταν δὲ τὸν ἀφήσῃς νὰ φύγῃ ἀπὸ σὲ ἐλεύθερος, δὲν πρέπει νὰ τὸν διώξῃς μὲ ἄδεια χέρια. |
14 ἐφόδιον ἐφοδιάσεις αὐτὸν ἀπὸ τῶν προβάτων σου καὶ ἀπὸ τοῦ σίτου σου καὶ ἀπὸ τοῦ οἴνου σου· καθὰ εὐλόγησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου, δώσεις αὐτῷ. | 14 Θα τον εφοδιάσης από τα πρόβατά σου, από το σιτάρι σου, από το κρασί σου. Θα δώσης εις αυτόν ανάλογα με τας ευλογίας και δωρεάς, που έχεις λάβει και συ από τον Κυριον, | 14 Θὰ τὸν ἐφοδιάσῃς μὲ δῶρα ἀπὸ τὰ πρόβατά σου καὶ ἀπὸ τὸ σιτάρι σου καὶ ἀπὸ τὸ κρασί σου. Θὰ τοῦ προσφέρῃς ἀναλόγως πρὸς τὰ ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα σὲ εὐλόγησε Κύριος ὁ Θεός σου. |
15 καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ ἐλυτρώσατό σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν· διὰ τοῦτο ἐγώ σοι ἐντέλλομαι ποιεῖν τὸ ρῆμα τοῦτο. | 15 Να ενθυμηθής δέ, ότι και συ υπήρξες δούλος εις την χώραν της Αιγύπτου και σε ηλευθέρωσεν ο Κυριος από εκεί. Δια τούτο και εγώ σου δίδω την εντολήν να φέρεσαι με γενναιοδωρίαν προς τον απελεύθερον δούλον σου. | 15 Καὶ πρέπει νὰ θυμᾶσαι ὅτι ἤσουν καὶ σὺ κάποτε δοῦλος εὶς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σὲ ἀπελευθέρωσε ἀπὸ ἐκεῖ Κύριος ὁ Θεός σου. Δι' αὐτὸν τὸν λόγον λοιπὸν σὲ διατάσσω νὰ ἐκδηλώνῃς αὐτὴν τὴν γενναιοδωρίαν πρὸς τὸν ἕως τότε δοῦλον σου. |
16 ἐὰν δὲ λέγῃ πρός σε, οὐκ ἐξελεύσομαι ἀπὸ σοῦ, ὅτι ἠγάπηκέ σε καὶ τὴν οἰκίαν σου, ὅτι εὖ ἐστιν αὐτῷ παρὰ σοί, | 16 Εάν όμως ο δούλος αυτός σου είπη, δεν θα φύγω από σέ, διότι έχω αγαπήσει και σε και την οικογένειάν σου και ότι είμαι ευτυχισμένος μένων πλησίον σου, | 16 Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος σου εἰπῇ ἐπανειλημμένως «δὲν φεύγω ἀπὸ σέ», διότι ἔχει ἀγαπήσει καὶ σὲ τὸν ἴδιον καὶ τὴν οἰκογένειάν σου καὶ διότι νοιώθει πράγματι εὐτυχισμένος κοντά σου, θὰ γίνῃ τὸ ἑξῆς: |
17 καὶ λήψῃ τὸ ὀπήτιον, καὶ τρυπήσεις τὸ ὠτίον αὐτοῦ πρὸς τὴν θύραν, καὶ ἔσται σοι οἰκέτης εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ τὴν παιδίσκην σου ὡσαύτως ποιήσεις. | 17 θα λάβης το τρυπητήρι, θα τρυπήσης το αυτί του εις την θύραν σου, και θα μένη αυτός δούλος σου ισοβίως. Το ίδιο θα κάμης και δια την δούλην σου, εάν και αυτή εκφράση την αυτήν επιθυμίαν. | 17 Θὰ πάρῃς ἕνα μικρὸ σουβλὶ καὶ θὰ τρυπήσῃς τὸ αὐτί του, ἀφοῦ τὸν βάλῃς νὰ σταθῇ δίπλα εἰς τὴν θύραν τοῦ σπιτιοῦ σου. Αὐτὸ θὰ σημαίνῃ ὅτι θὰ εἶναι αἰωνίως δοῦλος σου. Τὸ ἴδιο θὰ κάνῃς καὶ διὰ τὴν δούλην σου. |
18 οὐ σκληρὸν ἔσται ἐναντίον σου ἐξαποστελλομένων αὐτῶν ἐλευθέρων ἀπὸ σοῦ, ὅτι ἐπέτειον μισθὸν τοῦ μισθωτοῦ ἐδούλευσέ σοι ἓξ ἔτη· καὶ εὐλογήσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν ποιῇς. | 18 Δεν θα στενοχωρθής και δεν θα δυσφορήσης εναντίον των δούλων, τους οποίους αφήνεις ελευθέρους, διότι αυτοί επί εξ έτη σε υπηρέτησαν ως δούλοι, σου προσέφεραν ως δούλοι εξ ετησίων υπηρεσιών μισθούς. Υπακούων εις όσα εγώ σε διατάσσω θα έχεις την ευλογίαν Κυρίου του Θεού σου εις όλα τα έργα σου. | 18 Δὲν πρέπει νὰ βαρυθυμῇς διὰ τὸ ὅτι θὰ φεύγουν ἀπὸ σὲ ἐλεύθεροι οἱ δοῦλοι σου κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος, διότι αὐτοὶ σοῦ προσέφεραν ἐργασίαν ἕξι ἐτησίων μισθῶν δούλου (χωρὶς ἀμοιβήν). Ἐὰν ἐφαρμόσῃς τὴν ἐντολὴν αὐτήν, θὰ σὲ εὐλογήσῃ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς ὅλα, ὅσα θὰ ἐπιχειρῇς. |
19 Πᾶν πρωτότοκον, ὃ ἐὰν τεχθῇ ἐν ταῖς βουσί σου καὶ ἐν τοῖς προβάτοις σου, τὰ ἀρσενικά, ἁγιάσεις Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐκ ἐργᾷ ἐν τῷ πρωτοτόκῳ μόσχῳ σου καὶ οὐ μὴ κείρῃς τὰ πρωτότοκα τῶν προβάτων σου· | 19 Καθε πρωτότοκον αρσενικόν, που θα γεννηθή εις τα βόδια σου και εις τα πρόβατά σου, θα το αφιερώσης εις Κυριον τον Θεόν σου. Δεν θα χρησιμοποιήσης δι' ιδικάς σου εργασίας το πρωτότοκον μοσχάρι σου ούτε και θα κουρεύσης δια λογαριασμόν σου τα πρωτότοκα εκ των προβάτων σου. | 19 Κάθε πρωτογέννητον ἀρσενικόν, ποὺ θὰ γεννηθῇ εἰς τὰ βόδια σου καὶ εἰς τὰ πρόβατά σου, θὰ τὸ ξεχωρίζῃς διὰ τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου. Δὲν θὰ χρησιμοποιῇς εἰς τὴν ἐργασίαν σου τὸ πρωτογέννητο μοσχάρι σου καὶ δὲν θὰ κουρεύῃς διὰ λογαριασμόν σου τὰ πρωτογέννητα ἀπὸ τὰ πρόβατά σου. |
20 ἔναντι Κυρίου φαγῇ αὐτὸ ἐνιαυτὸν ἐξ ἐνιαυτοῦ ἐν τῷ τόπῳ, ᾧ ἐὰν ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου, σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. | 20 Ενώπιον του Κυρίου και στον τόπον, τον οποίον εκείνος ήθελεν εκλέξει, θα τρώγης συ και η οικογένειά σου κάθε χρόνον τα πρωτότοκα αυτά. | 20 Θὰ τρώγῃς σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου κάθε χρόνον τὰ πρωτογέννητα τοῦ χρόνου αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν τόπον ποὺ θὰ διαλέξῃ σὰν ἰδικόν Του Κύριος ὁ Θεός σου. |
21 ἐὰν δὲ ᾖ ἐν αὐτῷ μῶμος, χωλὸν ἢ τυφλὸν ἢ καὶ πᾶς μῶμος πονηρός, οὐ θύσεις αὐτὸ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· | 21 Εάν όμως το προσφερόμενον πρωτότοκον έχη κάποιο ελάττωμα, είναι δηλαδή χωλόν η τυφλόν η με άλλο τι σωματικόν ελάττωμα, δεν θα το θυσιάσης εις Κυριον τον Θεόν σου. | 21 Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ εἰς τὸ πρωτογέννητον κάποιο σωματικὸν ἐλάττωμα καὶ εἶναι κουτσό, ἢ τυφλό, ἢ ἔχῃ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐλάττωμα, δὲν θὰ τὸ προσφέρῃς θυσίαν εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου. |
22 ἐν ταῖς πόλεσί σου φαγῇ αὐτό, ὁ ἀκάθαρτος ἐν σοὶ καὶ ὁ καθαρὸς ὡσαύτως ἔδεται ὡς δορκάδα ἢ ἔλαφον· | 22 Εις τας πόλεις σου θα το σφάξης και θα το φάγης. Από αυτό έχει το δικαίωμα να φάγη όχι μόνον ο νομικώς καθαρός αλλά και ο ακάθαρτος που μένει κοντά σου, όπως αδιαφόρως τρώγετε το κρέας της δορκάδος η της ελάφου. | 22 Θὰ τὸ φάγῃς ἐκεῖ ὅπου διαμένεις, εἰς τὰς πόλεις σου. Ἠμποροῦν δὲ νὰ φάγουν ἀδιακρίτως ἀπὸ αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἀπὸ σᾶς, ποὺ εἶναι ἀκάθαρτος, καὶ ὁ καθαρός, ὅπως ἀκριβῶς τρώγονται τὸ ἐλάφι καὶ τὸ ζαρκάδι, ποὺ δὲν προσφέρονται θυσία εἰς τὸν Κύριον. |
23 πλὴν αἷμα οὐ φάγεσθε, ἐπὶ τὴν γῆν ἐκχεεῖς αὐτὸ ὡς ὕδωρ. | 23 Το αίμα όμως δεν θα το φάγετε. Θα το χύσετε εις την γην, όπως το νερό. | 23 Πλὴν ὅμως θὰ προσέχετε, ὥστε νὰ μὴ χρησιμοποιήσετε ὡς τροφήν σας καὶ τὸ αἷμα τοῦ ζώου. Θὰ τὸ χύσετε σὰν νερὸ εἰς τὸ χῶμα. |