Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙΠΕ δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν ᾿Ααρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· ἔκτεινον τῇ χειρὶ τὴν ράβδον σου ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς καὶ ἐπὶ τὰς διώρυγας καὶ ἐπὶ τὰ ἕλη καὶ ἀνάγαγε τοὺς βατράχους· 1 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον αδελφόν σου τον Ααρών· Απλωσε με το χέρι την ράβδον σου στους ποταμούς και εις τας διώρυγας και εις τα έλη και βγάλε από εκεί βατράχους”. 1 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Δῶσε αὐτὴν τὴν ἐντολὴν εἰς τὸν ἀδελφόν σου τὸν Ἀαρών: Ἄπλωσε μὲ τὸ χέρι σου τὸ ραβδί σου πρὸς τοὺς ποταμοὺς καὶ τὰ κανάλια καὶ τὰ στάσιμα νερὰ καὶ βγάλε ἐπάνω ἀπὸ ἐκεῖ βατράχους εἰς τὴν χώραν».
2 καὶ ἐξέτεινεν ᾿Ααρὼν τὴν χεῖρα ἐπὶ τὰ ὕδατα Αἰγύπτου καὶ ἀνήγαγε τοὺς βατράχους· καὶ ἀνεβιβάσθη ὁ βάτραχος καὶ ἐκάλυψε τὴν γῆν Αἰγύπτου. 2 Ο Ααρών εξέτεινε την χείρα του με την ράβδον εις τα ύδατα της Αιγύπτου και έβγαλε βατράχους. Ανέβησαν οι βάτραχοι από τα ύδατα και εσκέπασαν όλην την χώραν της Αιγύπτου. 2 Ἐτέντωσε λοιπὸν ὁ Ἀαρὼν τὸ χέρι του εἰς τὰ νερὰ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἔβγαλεν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν τοὺς βατράχους. Οἱ βάτραχοι ἐβγῆκαν καὶ ἐσκέπασαν τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
3 ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν καὶ ἀνήγαγον τοὺς βατράχους ἐπὶ γῆν Αἰγύπτου. 3 Αλλά και οι μάγοι των Αιγυπτίων έκαμαν τα ίδια με τας μαγείας των και έφεραν βατράχους εις την γην της Αιγύπτου. 3 Τὸ ἴδιον ὅμως ἔκαμαν καὶ οἱ μάγοι τῶν Αἰγυπτίων μὲ τὰς μαγικάς των δυνάμεις. Ἀνέβασαν καὶ αὐτοὶ βατράχους εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
4 καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν καὶ εἶπεν· εὔξασθε περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον, καὶ περιελέτω τοὺς βατράχους ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ ἐμοῦ λαοῦ, καὶ ἐξαποστελῶ αὐτούς, καὶ θύσωσι τῷ Κυρίῳ. 4 Καταπτοημένος ο Φαραώ από την πληγήν αυτήν εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “προσευχηθήτε δι' εμέ στον Θεόν, δια να αποσύρη και απομακρύνη τους βατράχους από εμέ και από τον λαόν μου, και εγώ θα αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας να προσφέρουν τας θυσίας των προς τον Κυριον”. 4 Τότε ὁ Φαραὼ ἠναγκάσθη καὶ ἐκάλεσε τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς εἶπε: «Προοευχηθῆτε δι’ ἐμὲ εἰς τὸν Κύριον καὶ ἂς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ ἐμὲ καὶ τὸν λαόν μου τοὺς βατράχους. Σᾶς ὑπόσχομαι δὲ νὰ ἀφήσω ἐλευθέρους τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ φύγουν καὶ νὰ προσφέρουν θυσίας εἰς τὸν Κύριον».
5 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Φαραώ· τάξαι πρός με πότε εὔξομαι περὶ σοῦ καὶ περὶ τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου ἀφανίσαι τοὺς βατράχους ἀπὸ σοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐκ τῶν οἰκιῶν ὑμῶν, πλὴν ἐν τῷ ποταμῷ ὑπολειφθήσονται. 5 Είπε δε ο Μωϋσής, προς τον Φαραώ· “όρισέ μου, πότε θέλεις να προσευχηθώ δια σέ, δια τους αυλικούς και τον λαόν σου, δια να εξαφανίση ο Θεός τους βατράχους από σένα, από τον λαόν σου και από τας οικίας σας. Δεν θα μείνουν παρά μόνον στον Νείλον ποταμόν”. 5 Καὶ ὁ Μωυσῆς, διὰ νὰ φανῇ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπεν: «Ὅρισέ μου σὺ ὁ ἴδιος, πότε ἀκριβῶς νὰ προσευχηθῶ διὰ σὲ καὶ τοὺς αὐλικούς σου καὶ τὸν λαόν σου, ὥστε νὰ ἑξαφανίσῃ ὁ Θεὸς τοὺς βατράχους ἀπὸ σὲ καὶ ἀπὸ τὸν λαόν σου καὶ ἀπὸ τὰ σπίτια σας. Δὲν θὰ μείνουν ἀλλοῦ παρὰ μόνον εἰς τὸν ποταμὸν Νεῖλον».
6 ὁ δὲ εἶπεν· εἰς αὔριον. εἶπεν οὖν· ὡς εἴρηκας, ἵνα εἰδῇς ὅτι οὐκ ἔστι ἄλλος πλὴν Κυρίου· 6 “Αύριον”, απήντησεν ο Φαραώ. Ο Μωϋσής είπε· “θα κάμω, όπως μου είπες, δια να μάθης καλά ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην του Κυρίου ημών. 6 Ὁ Φαραὼ ἀπήντησεν ἀμέσως: «Αὔριον». Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Μωυσῆς: «Θὰ γίνῃ, ὅπως εἶπες, διὰ νὰ μάθῃς ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν.
7 καὶ περιαιρεθήσονται οἱ βάτραχοι ἀπὸ σοῦ καὶ ἀπὸ τῶν οἰκιῶν ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν ἐπαύλεων καὶ ἀπὸ τῶν θεραπόντων σου καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου, πλὴν ἐν τῷ ποταμῷ ὑπολειφθήσονται. 7 Οι βάτραχοι θα περιμαζευθούν και θα απομακρυνθούν από σε, από τα σπίτια σας, από τα εξοχικά σας σπίτια, από τους αυλικούς σου και από τον λαόν σου. Δεν θα μείνουν παρά μόνον στον Νείλον ποταμόν”. 7 Καὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν οἱ βάτραχοι ἀπὸ σὲ καὶ ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰς ἐπαύλεις σας καὶ ἀπὸ τοὺς αὐλικούς σου καὶ ἀπὸ τὸν λαόν σου. Θὰ μείνουν μόνον εἰς τὸ ποτάμι».
8 ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν ἀπὸ Φαραώ· καὶ ἐβόησε Μωυσῆς πρὸς Κύριον περὶ τοῦ ὁρισμοῦ τῶν βατράχων, ὡς ἐτάξατο Φαραώ. 8 Εξήλθον ο Μωϋσής και ο Ααρών από τα ανάκτορα του Φαραώ. Ο Μωϋσής προσηυχήθη θερμώς προς τον Κυριον δια την εκδίωξιν των βατράχων, όπως είχεν υποσχεθή στον Φαραώ. 8 Ἐβγῆκε δὲ ὁ Μωυσῆς μὲ τὸν Ἀαρὼν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τοῦ Φαραὼ καὶ τὴν ὡρισμένην ὤραν ὁ Μωϋσῆς παρεκάλεσε θερμῶς τὸν Κύριον διὰ τὴν ἀπομάκρυνσιν τῶν βατράχων, ὅπως συνεφώνησε μὲ τὸν Φαραώ.
9 ἐποίησε δὲ Κύριος καθάπερ εἶπε Μωυσῆς καὶ ἐτελεύτησαν οἱ βάτραχοι ἐκ τῶν οἰκιῶν καὶ ἐκ τῶν ἐπαύλεων καὶ ἐκ τῶν ἀγρῶν· 9 Ο Κυριος έκαμεν όπως τον είχε παρακαλέσει ο Μωϋσής και εψόφησαν οι βάτραχοι, που υπήρχον εις τας οικίας, εις τα αγροτικά σπίτια και εις την ύπαιθρον. 9 Ὁ δὲ Κύριος ἔκαμε πράγματι, ὅπως ἀκριβῶς τὸν παρεκάλεσεν ὁ Μωϋσῆς. Οἱ βάτραχοι ἐψόφησαν καὶ ἐξηφανίσθησαν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὰς ἐπαύλεις καὶ ἀπὸ τὰ χωράφια.
10 καὶ συνήγαγον αὐτοὺς θημωνίας θημωνίας, καὶ ὤζεσεν ἡ γῆ. 10 Τους εμαζεψαν εις σωρούς-σωρούς οι Αιγύπτιοι και εγέμισεν η χώρα από την κακοσμίαν των αποσυντεθειμένων βατράχων. 10 Τοὺς ἐμάζευσαν δὲ σωροὺς - σωροὺς καὶ ἀπὸ τὴν δυσωδίαν των ἐβρώμησεν ἡ χώρα.
11 ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι γέγονεν ἀνάψυξις, ἐβαρύνθη ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος. 11 Ο Φαραώ όμως, όταν είδε ότι ήλθεν αναψυχή εις αυτόν και τον λαόν του από την εξαφάνισιν των βατράχων, εσικληρήνθη πάλιν και δεν υπήκουσεν εις όσα ο Κυριος είχε διατάξει δια του Μωϋσέως και του Ααρών. 11 Ὅταν εἶδεν ὅμως ὁ Φαραὼ ὅτι ἀνεκουφίσθη ἡ χώρα ἀπὸ τοὺς βατράχους, ἐσκληρύνθη ἡ καρδιά του καὶ δὲν ἄκουσε τὸ αἴτημά των, ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶπεν ὁ Κύριος.
12 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν ᾿Ααρών, ἔκτεινον τῇ χειρὶ τὴν ράβδον σου καὶ πάταξον τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ἔσονται σκνῖφες ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου. 12 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον Ααρών· Απλωσε με το χέρι την ράβδον σου και κτύπησε το χώμα της γης, και θα γίνουν σκνίπες, αι οποίαι θα επιπέσουν στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα καθ' όλην την χώραν της Αιγύπτου”. 12 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Δῶσε τώρα εἰς τὸν Ἀαρὼν αὐτὴν τὴν ἐντολήν: Ἄπλωσε μὲ τὸ χέρι σου τὸ ραβδίσου καὶ κτύπησε τὸ χῶμα τῆς γῆς. Θὰ παρουσιασθοῦν ἀμέσως σκνῖπες καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἰς τὰ κτήνη καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου».
13 ἐξέτεινεν οὖν ᾿Ααρὼν τῇ χειρὶ τὴν ράβδον καὶ ἐπάταξε τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ἐγένοντο οἱ σκνῖφες ἐν τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι, καὶ ἐν παντὶ χώματι τῆς γῆς ἐγένοντο οἱ σκνῖφες. 13 Ηπλωσεν ο Ααρών δια της χειρός του την ράβδον, εκτύπησε το χώμα της γης και έγιναν σκνίπες. Εις τους ανθρώπους, εις τα τετράποδα, εις όλον το χώμα της γης έγιναν σκνίπες. 13 Ἄπλωσε λοιπὸν ὁ Ἀαρὼν μὲ τὸ χέρι του τὸ ραβδὶ καὶ ἐκτύπησε τὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἀμέσως παρουσιάσθησαν σκνῖπες εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἰς τὰ ζῶα καὶ ἐσκέπασαν οἱ σκνῖπες ὅλον τὸ χῶμα τῆς Αἰγύπτου.
14 ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν ἐξαγαγεῖν τὸν σκνῖφα καὶ οὐκ ἠδύναντο. καὶ ἐγένοντο οἱ σκνῖφες ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσιν. 14 Προσπάθησαν και οι μάγοι της Αιγύπτου με τας μαγείας των να βγάλουν σκνίπες από την γην, αλλά δεν το κατώρθωσαν. Αι σκνίπες όμως, που με το χέρι του Ααρών ανεπήδησαν εις ατελείωτα σμήνη από την γην, επέπεσαν στους ανθρώπους και εις τα ζώα. 14 Ἐπεχείρησαν δὲ καὶ οἱ μάγοι μὲ τὰς μαγείας των νὰ κάνουν τὸ ἴδιον καὶ νὰ βγάλουν σκνῖπες ἀπὸ τὸ χῶμα, ἀλλὰ δὲν ἠμπόρεσαν. Οἱ σκνῖπες ἐν τῷ μεταξὺ ἔπεσαν ἐπάνω εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ τετράποδα.
15 εἶπαν οὖν οἱ ἐπαοιδοὶ τῷ Φαραώ· δάκτυλος Θεοῦ ἐστι τοῦτο. καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος. 15 Είπαν τότε οι μάγοι προς τον Φαραώ· “δάκτυλος Θεού είναι τούτο”. Αλλά η καρδία του Φαραώ εοκληρύνθη περισσότερον και δεν υπήκουσεν εις όσα δια του Μωϋσέως και Ααρών διέταξεν ο Κυριος. 15 Τότε λοιπόν οἱ μάγοι εἶπαν εἰς τὸν Φαραώ: «Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι δάκτυλος Θεοῦ». Ἐν τούτοις ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραὼ ἐσκληρύνθη περισσότερον καὶ δὲν ἄκουσε τὸ αἴτημα τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶπεν ὁ Κύριος.
16 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ὄρθρισον τὸ πρωΐ καὶ στῆθι ἐναντίον Φαραώ· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ· 16 Είπε πάλιν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “Σηκω πολύ πρωί και στάσου ενώπιον του Φαραώ. Κατά την ώραν εκείνην αυτός θα εξέλθη προς το ύδωρ του Νείλου και είπε προς αυτόν· Αυτά διατάσσει ο Κυριος· άφησε ελεύθερον τον λαόν μου να με λατρεύση εις την έρημον. 16 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Νὰ ἐξυπνήσῃς ἐνωρὶς αὔριον τὸ πρωὶ καὶ να σταθῇς ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραώ, καθὼς αὐτὸς θὰ βγαίνῃ, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ ποτάμι καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἄφησε τὸν λαόν μου νὰ φύγῃ, διὰ νὰ μὲ λατρεύσουν εἰς τὴν ἔρημον.
17 ἐὰν δὲ μὴ βούλῃ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω ἐπὶ σὲ καὶ ἐπὶ τοὺς θεράποντάς σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τοὺς οἴκους ὑμῶν κυνόμυιαν, καὶ πλησθήσονται αἱ οἰκίαι τῶν Αἰγυπτίων τῆς κυνομυίης καὶ εἰς τὴν γῆν, ἐφ᾿ ἧς εἰσιν ἐπ᾿ αὐτῆς. 17 Εάν δεν θελήσης να αφήσης ελεύθερον τον λαόν μου, εγώ θα εξαποστείλω εναντίον σου και εναντίον των αυλικών σου και εναντίον του λαού σου και εις τα σπίτια σας σκυλόμυιγα, που κεντά οδυνηρώς ανθρώπους και ζώα. Τα σπίτια των Αιγυπτίων θα γεμίσουν από αυτήν την σκυλόμυιγαν εις κάθε μέρος της χώρας, όπου υπάρχουν Αιγύπτιοι· 17 Σὲ προειδοποιῷ δὲ ὅτι, ἐὰν δὲν θελήσῃς νὰ ἀφήσῃς τὸν λαόν μου νὰ φύγῃ, θὰ στείλω ἀμέσως ἐναντίον σου καὶ ἐναντίον τῶν αὐλικῶν σου καὶ ἐναντίον τοῦ λαοῦ σου καὶ εἰς τὰ σπίτια σᾶς σκυλόμυγαν. Θὰ γεμίσουν δὲ ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκυλόμυγαν τὰ σπίτια τῶν Αἰγυπτίων καὶ ὅλη ἡ γῆ, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτοὶ κατοικοῦν.
18 καὶ παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν γῆν Γεσέμ, ἐφ᾿ ἧς ὁ λαός μου ἔπεστιν ἐπ᾿ αὐτῆς, ἐφ᾿ ἧς οὐκ ἔσται ἐκεῖ ἡ κυνόμυια, ἵνα εἰδῇς ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς πάσης τῆς γῆς. 18 την ημέραν εκείνην θα δοξάσω πολύ εγώ την χώραν Γεσέμ, όπου κατοικεί ο λαός μου. Εις αυτήν μόνον δεν θα υπάρξη σκυλόμυιγα. Και τούτο, δια να μάθης ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός όλης της γης. 18 Διὰ τὴν περιοχὴν Γεσὲμ ὅμως, εἰς τὴν ὁποίαν διαμένει ὁ λαός μου, κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ κάμω κάτι ἐκπληκτικὸν καὶ θὰ δοξασθῇ: Δὲν θὰ εὑρεθῇ ἐκεῖ καμμία σκυλόμυγα, διὰ νὰ καταλάβῃς ὅτι ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς ὅλης τῆς γῆς.
19 καὶ δώσω διαστολὴν ἀνὰ μέσον τοῦ ἐμοῦ λαοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σοῦ λαοῦ· ἐν δὲ τῇ αὔριον ἔσται τὸ σημεῖον τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς. 19 Και θα διαχωρίσω τον λαόν μου από τον λαόν σου αύριον θα γίνη το σημείον τούτο εις την χώραν σου, δια του οποίου οι Αιγύπτιοι μόνον, και όχι οι Εβραίοι, θα τιμωρηθούν”. 19 Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ διαχωρίσω τὸν ἰδικόν μου λαὸν ἀπὸ τὸν λαὸν τὸν ἰδικόν σου. Θὰ γίνῃ δὲ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα εἰς τὴν χώραν αὔριον».
20 ἐποίησε δὲ Κύριος οὕτως, καὶ παρεγένετο ἡ κυνόμυια πλῆθος εἰς τοὺς οἴκους Φαραὼ καὶ εἰς τοὺς οἴκους τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ εἰς πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἐξωλοθρεύθη ἡ γῆ ἀπὸ τῆς κυνομυίης. 20 Εκαμεν ο Κυριος όπως προείπε. Και ήλθαν σμήνη από σκυλόμυιγαν μέσα εις τα ανάκτορα του Φαραώ, εις τα σπίτια των αυλικών του, ηπλώθησαν εις όλην την γην της Αιγύπτου. Και κατεστράφη η χώρα της Αιγύπτου από την σκυλόμυιγαν. 20 Ἔτσι πράγματι ἔκαμεν ὁ Κύριος καὶ ἦλθαν ἀμέσως πλῆθος σκυλόμυγες καὶ ἐγέμισαν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Φαραὼ καὶ τὰ σπίτια τῶν αὐλικῶν του καὶ ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ κατεστράφη ἡ χώρα ἀπὸ τὴν σκυλόμυγαν.
21 ἐκάλεσε δὲ Φαραὼ Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· ἐλθόντες θύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν ἐν τῇ γῇ. 21 Εκάλεσεν ο Φαραώ τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “πηγαίνετε και θυσιάσετε στον Κυριον και Θεόν σας, όχι όμως εις την έρημον αλλά εντός της χώρας της Αιγύπτου”. 21 Τότε ὁ Φαραὼ ἐκάλεσε τὸν Μωυσὴν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ εἶπε: «Πηγαίνετε να προσφέρετε θυσίαν εἰς τὸν Θεόν σας. Θὰ μείνετε ὅμως μέσα εἰς τὴν χώραν. Δὲν θὰ βγῆτε εἰς τὴν ἔρημον».
22 καὶ εἶπε Μωυσῆς· οὐ δυνατὸν γενέσθαι οὕτως· τὰ γὰρ βδελύγματα τῶν Αἰγυπτίων θύσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν· ἐὰν γὰρ θύσωμεν τὰ βδελύγματα τῶν Αἰγυπτίων ἐναντίον αὐτῶν, λιθοβοληθησόμεθα. 22 Ο Μωϋσής απήντησε· “δεν είναι δυνατόν να γίνη όπως λέγεις. Διότι ημείς θα θυσιάσωμεν στον Κυριον και Θεόν μας ζώα, των οποίων η σφαγή θα θεωρηθή αποκρουστικόν και μισητόν γεγονός ενώπιον των Αιγυπτίων και θα τους εξερεθίση, ώστε να μας λιθοβολήσουν. 22 «Δὲν ἠμποροῦν νὰ γίνουν αὐτὰ ποὺ λέγεις», εἶπεν ἀμέσως ὁ Μωυσῆς. «Διότι ἡμεῖς θὰ θυσιάσωμεν εἰς Κύριον, τὸν Θεόν μας, ὡρισμένα ζῶα, ποὺ τὰ τιμοῶν ὡς ἱερὰ οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ὁ θάνατός των θὰ θεωρηθῇ ἀπὸ αὐτοὺς πρᾶξις βδελυρὰ καὶ ἀποκρουστική. Ἐὰν λοιπὸν κάνωμεν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν Αἰγυπτίων θυσίας, ποὺ ἀποστρέφονται ἐκεῖνοι, θὰ μᾶς λιθοβολήσουν.
23 ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν πορευσόμεθα εἰς τὴν ἔρημον καὶ θύσομεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθάπερ εἶπε Κύριος ἡμῖν. 23 Θα δαδίσωμεν τρεις ημέρας προς την έρημον εκτός της Αιγύπτου και εκεί θα θυσιάσωμεν, όπως μας έχει διατάξει ο Κυριος”. 23 Πρέπει νὰ κάνωμεν πορείαν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον καὶ νὰ προσφέρωμεν ἐκεῖ θυσίας εἰς τὸν Θεόν μας, ὅπως μᾶς ἔδωσεν ἐντολὴν ὁ Κύριος».
24 καὶ εἶπε Φαραώ· ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς, καὶ θύσατε τῷ Θεῷ ὑμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἀλλ᾿ οὐ μακρὰν ἀποτενεῖτε πορευθῆναι· εὔξασθε οὖν περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον. 24 Είπε τότε ο Φαραώ· “συγκατατίθεμαι. Εγώ σας αφήνω ελευθέρους να αναχωρήσετε. Θυσιάσατε εις την έρημον προς τον Θεόν σας, αλλά μη συνεχίσετε την πορείαν σας και πέραν της ερήμου. Προσευχηθήτε λοιπόν και περί εμού στον Κυριον”. 24 Ὁ Φαραὼ ἠναγκάσθη καὶ εἶπε: «Μάλιστα, δέχομαι νὰ φύγετε καὶ νὰ προσφέρετε θυσίας εἰς τὸν Θεόν σας εἰς τὴν ἔρημον. Ὅμως προσέξετε νὰ μὴ ἀπομακρυνθῆτε. Προσευχηθῆτε λοιπὸν δι' ἐμὲ πρὸς τὸν Κύριον».
25 εἶπε δὲ Μωυσῆς· ῞Οδεἐγὼ ἐξελεύσομαι ἀπὸ σοῦ καὶ εὔξομαι πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀπελεύσεται ἡ κυνόμυια καὶ ἀπὸ τῶν θεραπόντων σου καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου αὔριον· μὴ προσθῇς ἔτι, Φαραώ, ἐξαπατῆσαι τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαὸν θῦσαι Κυρίῳ. 25 Είπεν ο Μωυσής· “μάλιστα· ιδού εγώ θα εξέλθω από τα ανάκτορά σου, θα προσευχηθώ προς τον Θεόν και θα εξαφανισθή αύριον η σκυλόμυιγα από τους αυλικούς σου και από τον λαόν σου. Αλλά μη θελήσης και πάλιν, Φαραώ, να μας εξαπατήσης και να μη αφήσης ελεύθερον τον λαόν να θυσιάση προς τον Κυριον”. 25 Εἶπε δὲ ὁ Μωϋσῆς: «Ἰδοὺ μόλις θὰ φύγω ἀπὸ ἐμπρός σου θὰ προσευχηθῶ πρὸς τὸν Θεόν, καὶ αὔριον θὰ φύγῃ ἡ σκυλόμυγα καὶ ἀπὸ τοὺς αὐλικούς σου καὶ ἀπὸ τὸν λαόν σου. Μὴ ἐπιχειρήσῃς ὅμως, Φαραώ, καὶ πάλιν νὰ μᾶς ἐξαπατήσῃς καὶ νὰ μὴ ἀφήσῃς ἐλεύθερον τὸν λαὸν νὰ θυσιάση εἰς τὸν Κύριον!»
26 ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ καὶ ηὔξατο πρὸς τὸν Θεόν· 26 Εξήλθεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα του Φαραώ και προσηυχήθη προς τον Θεόν. 26 Ἐβγῆκε δὲ ὁ Μωϋσῆς ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τοῦ Φαραὼ καὶ προσηυχήθη πρὸς τὸν Θεόν.
27 ἐποίησε δὲ Κύριος καθάπερ εἶπε Μωυσῆς, καὶ περιεῖλε τὴν κυνόμυιαν ἀπὸ Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ οὐ κατελείφθη οὐδεμία. 27 Ο δε Κυριος εξεπλήρωσε την προσευχήν του Μωϋσέως και απεμάκρυνε την σκυλόμυιγαν από τον Φαραώ, από τους αυλικούς του, από τον λαόν του, ώστε ούτε μία πλέον να μη υπολειφθή. 27 Καὶ ὁ Κύριος ἔκαμεν ὅ,τι ἐζήτησεν ὁ Μωϋσῆς. Ἀπεμάκρυνε τὴν σκυλόμυγαν ἀπὸ τὸν Φαραὼ καὶ ἀπὸ τοὺς αὐλικούς του καὶ ἀπὸ τὸν λαόν του καὶ δὲν ἔμεινεν οὔτε μία.
28 καὶ ἐβάρυνε Φαραὼ τὴν καρδίαν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ καιροῦ τούτου, καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν. 28 Η καρδία όμως του Φαραώ και κατά την περίστασιν αυτήν εσκληρύνθη πάλιν και δεν ηθέλησε να αποστείλη ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν. 28 Ὁ Φαραὼ ὅμως καὶ αὐτὴν ἐπίσης τὴν φορὰν ἐσκλήρυνε τὴν καρδίαν του καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀφήσῃ τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ φύγουν.