Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:40
Δύση: 17:13
Σελ. 26 ημ.
361-5
16ος χρόνος, 6158η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36 (ΛϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐποίησε Βεσελεήλ καὶ Ἐλιὰβ καὶ πᾶς σοφὸς τῇ διανοίᾳ, ᾧ ἐδόθη σοφία καὶ ἐπιστήμη ἐν αὐτοῖς συνιέναι ποιεῖν πάντα τὰ ἔργα κατὰ τὰ ἅγια καθήκοντα, κατὰ πάντα ὅσα συνέταξε Κύριος. 1 Ειργάσθη ο Βεσελεήλ, και ο Ελιάβ και κάθε Ισραηλίτης με εφευρετικήν διάνοιαν, στους οποίους ο Θεός έδωσε σοφίαν και επιστήμην, οστε να εμπνέωνται και να εκτελούν όλα τα έργα που εταίριαζαν εις τα άγια εκείνα ιδρύματα, να κάμνουν όλα όσα διέταξεν ο Κυριος. 1 Καὶ εἰργάσθησαν ὁ Βεσελεὴλ καὶ ὁ Ἐλιὰβ καὶ κάθε ἄλλος σοφὸς καὶ ἐπιδέξιος τεχνίτης, εἰς τὸν ὁποῖον ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν σοφία καὶ ἐπιτηδειότης δι’ αὐτὰς τὰς ἐργασίας, ὥστε νὰ ἀντιλαμβάνεται πῶς πρέπει νὰ κάνῃ ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ ἦσαν ἀπαραίτητα διὰ τὸν ἅγιον τόπον τῆς λατρείας, καὶ ἔκαναν τὰ πάντα συμφώνως πρὸς ὅσα διέταξεν ὁ Κύριος.
2 καὶ ἐκάλεσε Μωυσῆς Βεσελεὴλ καὶ Ἐλιὰβ καὶ πάντας τοὺς ἔχοντας τὴν σοφίαν, ᾧ ἔδωκεν ὁ Θεὸς ἐπιστήμην ἐν τῇ καρδίᾳ, καὶ πάντας τοὺς ἑκουσίως βουλομένους προσπορεύεσθαι πρὸς τὰ ἔργα, ὥστε συντελεῖν αὐτά, 2 Ο Μωϋσής εκάλεσε τον Βεσελεήλ, τον Ελιάβ και καθένα που είχε ειδικήν ικανότητα, στον οποίον ο Θεός έδωσε σοφίαν δια τα έργα εκείνα, εκάλεσεν όλους όσοι εκουσίως προσεφέρθησαν να συνεργασθούν εις αποπεράτωσιν του έργου. 2 Ἐκάλεσε λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς τὸν Βεσελεὴλ καὶ τὸν Ἐλιὰβ καὶ ὅλους, ὅσοι εἶχαν τὴν σοφίαν καὶ ἐπιτηδειότητα εἰς τὰ τεχνικὰ καὶ εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς χάρισμα εἰς τὴν ψυχήν των εὐφυΐαν, προσοχὴν καὶ ἐπιμέλειαν. Ἐκάλεσεν ἐπίσης καὶ ὅλους, ὅσοι ἤθελαν εὐχαρίστως νὰ βοηθήσουν εἰς τὰς ἐργασίας, διὰ νὰ ἀποπερατωθοῦν ὅλα αὐτά, ποὺ παρήγγειλεν ὁ Θεός.
3 καὶ ἔλαβον παρὰ Μωυσῆ πάντα τὰ ἀφαιρέματα, ἃ ἤνεγκαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς πάντα τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου ποιεῖν αὐτά, καὶ αὐτοὶ προσεδέχοντο ἔτι τὰ προσφερόμενα παρὰ τῶν φερόντων τὸ πρωΐ. 3 Ελαβον αυτοί από τον Μωϋσήν όλα τα αφιερώματα των υιών Ισραήλ, δια να κάμουν τα έργα της Σκηνής του Μαρτυρίου. Εκάστην δε πρωΐαν εδέχοντο και νέα αφιερώματα από τους ανθρώπους, οι οποίοι τα προσέφεραν. 3 Καὶ ἐπῆραν αὐτοὶ ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν ὅλα τὰ ἀφιερώματα, ποὺ ἔφεραν οἱ Ἰσραηλῖται, διὰ νὰ χρησιμεύσουν δι' ὅλα τὰ ἔργα, ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνουν διὰ τὸν τόπον τῆς λατρείας. Οἱ ἴδιοι ἐδέχοντο ἐπὶ πλέον κάθε πρωῒ καὶ ἄλλας προσφορὰς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ τὰς προσέφεραν.
4 καὶ παρεγίνοντο πάντες οἱ σοφοὶ οἱ ποιοῦντες τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου, ἕκαστος κατὰ τὸ αὐτοῦ ἔργον, ὃ εἰργάζοντο αὐτοί, 4 Ολοι οι ικανοί εργάται, ο καθένας εις την ειδικότητα αυτού, προσήλθον δια το έργα της Σκηνής του Μαρτυρίου, 4 Ἦλθαν δὲ ὅλοι οἱ σοφοὶ καὶ ἐπιδέξιοι τεχνῖται, ποὺ ἔκαμναν τὰς διαφόρους ἐργασίας τοῦ τόπου τῆς λατρείας, καθένας μὲ τὴν εἰδικότητα καὶ τὴν ἐργασίαν του,
5 καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· ὅτι πλῆθος φέρει ὁ λαὸς κατὰ τὰ ἔργα, ὅσα συνέταξε Κύριος ποιῆσαι. 5 και είπαν προς τον Μωϋσήν, ότι ο λαός προσφέρει δια τα έργα, τα οποία διέταξεν ο Κυριος πολλά αφιερώματα, περισσότερα από όσα χρειάζονται. 5 καὶ εἶπαν εἰς τὸν Μωϋσῆν ὅτι ὁ λαὸς προσφέρει πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα χρειάζονται διὰ τὰ ἔργα, ποὺ διέταξε νὰ γίνουν ὁ Κύριος.
6 καὶ προσέταξε Μωυσῆς καὶ ἐκήρυξεν ἐν τῇ παρεμβολῇ λέγων· ἀνὴρ καὶ γυνὴ μηκέτι ἐργαζέσθωσαν εἰς τὰς ἀπαρχὰς τοῦ ἁγίου· καὶ ἐκωλύθη ὁ λαὸς ἔτι προσφέρειν. 6 Τοτε ο Μωϋσής με κήρυκα διεκήρυξεν εις την κατασκήνωσιν λέγων· “οι άνδρες και αι γυναίκες, να σταματήσουν πλέον την προσφοράν αφιερωμάτων προς συγκρότησιν της Σκηνής του Μαρτυρίου”. Ετσι δε ημποδίσθη ο λαός και έπαυσε να προσφέρη άλλα αφιερώματα. 6 Τότε ὁ Μωϋσῆς παρήγγειλε καὶ διελάλησε μὲ κήρυκα εἰς ὅλον τὸ στρατόπεδον τὰ ἑξῆς: «Κανεὶς ἄνδρας καὶ καμμία γυναῖκα ἂς μὴ ἀπασχολῆται πλέον μὲ τὰς προσφορὰς διὰ τὸν τόπον τῆς λατρείας». Καὶ ἔτσι ἐμποδίσθησαν οἱ Ἑβραῖοι νὰ προσφέρουν καὶ ἄλλα ἀφιερώματα.
7 καὶ τὰ ἔργα ἦν αὐτοῖς ἱκανὰ εἰς τὴν κατασκευὴν ποιῆσαι, καὶ προσκατέλιπον. 7 Δια τα έργα, που έμελλαν να γίνουν, ήσαν αρκετά τα προσφερθέντα αφιερώματα, και μάλιστα επερίσσευσαν. 7 Αὐτὰ δὲ ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῇ, τοὺς ἦσαν ἀρκετὰ διὰ τὴν κατασκευήν, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάμουν. Ἔμειναν μάλιστα καὶ περισσεύματα.
8 Καὶ ἐποίησε πᾶς σοφὸς ἐν τοῖς ἐργαζομένοις (Κεφ. ΛΘ 1) τὰς στολὰς τῶν ἁγίων, αἵ εἰσιν Ἀαρὼν τῷ ἱερεῖ, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. 8 Ο πλέον σοφός και ικανός καλλιτέχνης από τους εργάτας ανέλαβε και κατεσκεύασε τας ιερατικάς στολάς του αρχιερέως Ααρών, όπως είχε διατάξει ο Κυριος τον Μωϋσήν. 8 Καὶ οἱ πλέον σοφοὶ καὶ ἐπιτήδειοι μεταξὺ τῶν ἐργαζομένων ἔκαναν τὰ ἄμφια τὰ εἰδικὰ διὰ τὰς ἱερουργίας, ποὺ προωρίζοντο διὰ τὸν Ἀαρὼν τὸν ἀρχιερέα, ὄπως ἀκριβῶς ὥρισεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν.
9 καὶ ἐποίησε τὴν ἐπωμίδα ἐκ χρυσίου καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης. 9 Κατεσκεύασε, δηλαδή, την επωμίδα από χρυσά νήματα, από ύφασμα χρώματος κυανού, βαθέως ερυθρού και κοκκίνου. Εχρησιμοποίησεν επίσης και ύφασμα από στριμμένον λινόν. 9 Κατεσκεύασε λοιπὸν ὁ ἀρχιτεχνίτης τὴν Ἐπωμίδα μὲ χρυσάφι καὶ γνεσμένα νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο καὶ μὲ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου.
10 καὶ ἐτμήθη τὰ πέταλα τοῦ χρυσίου τρίχες, ὥστε συνυφᾶναι σὺν τῇ ὑακίνθῳ καὶ τῇ πορφύρᾳ καὶ σὺν τῷ κοκκίνῳ τῷ διανενησμένῳ καὶ τῇ βύσσῳ τῇ κεκλωσμένῃ, ἔργον ὑφαντὸν ἐποίησαν αὐτό· 10 Εκοψε δια την επωμίδα και ελέπτυνε φύλλα χρυσού εις τρίχας, ώστε να συνυφανθούν αυταί με το λινόν ύφασμα, χρώματος κυανού, βαθέως ερυθρού και κοκκίνου, κλωσμένου και στριμμένου· έργον υφαντόν ήτο αυτό που έκαμαν. 10 Τάδε φύλλα τοῦ χρυσοῦ ἐκόπησαν καὶ ἔγιναν τρίχες, διὰ νὰ ὑφανθοῦν μαζὶ μὲ τὰ γνεσμένα νήματα τῆς πορφύρας, ποὺ εἶχαν χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο καὶ μὲ τὰ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου. Ἐφτιαξαν δὲ τὸ ἄμφιον ὑφαντόν.
11 ἐπωμίδας συνεχούσας ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, ἔργον ὑφαντὸν εἰς ἄλληλα συμπεπλεγμένον καθ᾿ ἑαυτὸ 11 Κατεσκεύασαν τας επωμίδας, δύο υφάσματα, ώστε να πίπτουν έμπροσθεν και όπισθεν των ώμων, συνδεδεμένα μεταζύ των με ταινίας. 11 Ἔκαναν δύο τεμάχια ὑφάσματος ποὺ ἐκρατοῦντο μαζὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη τοῦ ὤμου, ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, ὑφασμένα μεταξύ των καὶ συνδεδεμένα εἰς τὰς πλευράς των μὲ ταινίας εἰς ἕνα (σὰν γιλέκο).
12 ἐξ αὐτοῦ ἐποίησαν κατὰ τὴν αὐτοῦ ποίησιν ἐκ χρυσίου καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου διανενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. 12 Τα τεμάχια αυτά είχον κατασκευασθή εκ της αυτής ύλης, δηλαδή με χρυσά νήματα, με νήματα λινού κυανά, πορφυρά, κόκκινα με κλωστάς στριμμένας, όπως είχε διατάξει ο Κυριος. 12 Ἐχρησιμοποίησαν δὲ κατὰ τὴν κατασκευὴν τῶν δύο τεμαχίων τὰ ἴδια ὑλικά. Τὰ ἔφτιαξαν μὲ χρυσάφι καὶ γνεσμένα νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο καὶ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
13 καὶ ἐποίησαν ἀμφοτέρους τοὺς λίθους τῆς σμαράγδου συμπεπορπημένους καὶ περισεσιαλωμένους χρυσίῳ, γεγλυμμένους καὶ ἐκκεκολαμμένους ἐγκόλαμμα σφραγῖδος ἐκ τῶν ὀνομάτων τῶν υἱῶν Ἰσραήλ· 13 Εκαμαν και τους δύο λίθους του σμαράγδου να κουμβώνουν με πόρπην επιχρυσωμένους, λείους, επί των οποίων είχον σκαλίσει κατά τρόπον ανάγλυφον, όπως εις σφραγίδα, τα ονόματα των υιών Ιακώβ. 13 Κατεσκεύασαν καὶ τὰ δύο πετράδια ἀπὸ σμαράγδι ἔτσι, ὥστε νὰ κουμβώνουν μὲ πόρπην καὶ νὰ δένωνται ὁλόγυρα μὲ χρυσάφι. Ἦσαν δὲ τὰ πετράδια σκαλιστὰ καὶ χαραγμένα, ὅπως χαράσσονται αἱ σφραγῖδες, μὲ τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ.
14 καὶ ἐπέθηκεν αὐτοὺς ἐπὶ τοὺς ὤμους τῆς ἐπωμίδος, λίθους μνημοσύνου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. 14 Ετοποθέτησεν αυτούς στους ωμούς της επωμίδος, δια να ενθυμήται ο Θεός τας φυλάς του Ισραήλ, όπως ο ίδιος είχε διατάξει στον Μωϋσήν. 14 Ἔβαλε δὲ ὁ τεχνίτης αὐτὰ τὰ πετράδια εἰς τὰ σημεῖα τῆς Ἐπωμίδος, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους· καὶ ἦσαν ἐκεῖ, διὰ νὰ μνημονεύῃ τοὺς Ἰσραηλίτας ὁ Ἀαρὼν καὶ νὰ τοὺς ἐνθυμῆται ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
15 Καὶ ἐποίησαν λογεῖον, ἔργον ὑφαντὸν ποικιλίᾳ κατὰ τὸ ἔργον τῆς ἐπωμίδος ἐκ χρυσίου καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου διανενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης· 15 Κατεσκεύασαν έπειτα το Λογείον, υφαντόν κεντητόν, επεξειργασμένον, όπως ήτο και η επωμίς, με χρυσά νήματα συνυφασμένα με λινά στριμμένα νήματα χρώματος κυανού και βαθέως ερυθρού και κοκκίνου. 15 Ἔφτιαξαν καὶ τὸ ἄμφιον ποὺ ἐλέγετο Λογεῖον τῶν Κρίσεων, ὑφαντὸν καὶ αὐτὸ μὲ διακοσμήσεις, ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ ἡ Ἐπωμὶς ἀπὸ χρυσάφι καὶ γνεσμένα νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο καὶ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου.
16 τετράγωνον διπλοῦν ἐποίησαν τὸ λογεῖον, σπιθαμῆς τὸ μῆκος καὶ σπιθαμῆς τὸ εὖρος, διπλοῦν. 16 Διπλωνόμενον εις δύο το Λογείον είχε σχήμα τετράγωνον μιας σπιθαμής το μήκος και μιας σπιθαμής το πλάτος. 16 Ἔκαναν δὲ τὸ Λογεῖον ἔτσι, ὥστε, ὅταν ἐδιπλώνετο εἰς δύο, νὰ σχηματίζῃ τετράγωνον. Ὅπως ἦτο δὲ διπλωμένον εἶχε μίαν πιθαμὴν μῆκος (22 ἑκατοστόμετρα) καὶ μίαν πιθαμὴν πλάτος.
17 καὶ συνυφάνθη ἐν αὐτῷ ὕφασμα κατάλιθον τετράστιχον· στίχος λίθων, σάρδιον καὶ τοπάζιον καὶ σμάραγδος, ὁ στίχος ὁ εἷς· 17 Με αυτό συνυφάνθη και ύφασμα, γεμάτο από πολυτίμους λίθους εις τέσσαρας σειράς. Η πρώτη σειρά των πολυτίμων λίθων ήσαν· Σαρδιον, τοπάζιον και σμάραγδος. 17 Ὑφάνθη δὲ μαζί του καὶ ἕνα ἄλλο ὕφασμα γεμᾶτο μὲ πετράδια εἰς τέσσαρας στίχους. Ὁ πρῶτος στίχος εἶχε σάρδιον, τοπάζιον καὶ σμάραγδον.
18 καὶ ὁ στίχος ὁ δεύτερος, ἄνθραξ καὶ σάπφειρος καὶ ἴασπις· 18 Η δευτέρα σειρά ήτο· Ανθραξ πολύτιμος, σάπφειρος και ίασπις. 18 Ὁ δεύτερος στίχος εἶχε ἄνθρακα, σάπφειρον καὶ ἴασπιν.
19 καὶ ὁ στίχος ὁ τρίτος λιγύριον καὶ ἀχάτης καὶ ἀμέθυστος· 19 Η τρίτη σειρά ήσαν λιγύριον, αχάτης και αμέθυστος. 19 Ὁ τρίτος στίχος εἶχε λιγύριον, ἀχάτην καὶ ἀμέθυστον.
20 καὶ ὁ στίχος ὁ τέταρτος χρυσόλιθος καὶ βηρύλλιον καὶ ὀνύχιον· περικεκυκλωμένα χρυσίῳ καὶ συνδεδεμένα χρυσίῳ. 20 Η τετάρτη σειρά ήτο· Χρυσόλιθος, βηρύλλιον και ονύχιον. Αυτά ήσαν περιχρυσωμένα και συνδεδεμένα μεταξύ των με χρυσά νήματα. 20 Ὁ δὲ τέταρτος στίχος εἶχε χρυσόλιθον, βηρύλλιον καὶ ὀνύχιον. Τὰ πετράδια αὐτὰ εἶχαν ὁλόγυρα των χρυσάφι καὶ ἦσαν συνδεδεμένα ἐπίσης μὲ χρυσάφι.
21 καὶ οἱ λίθοι ἦσαν ἐκ τῶν ὀνομάτων τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ δώδεκα ἐκ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν, ἐγγεγλυμμένα εἰς σφραγῖδας, ἕκαστος ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ ὀνόματος, εἰς τὰς δώδεκα φυλάς. 21 Οι πολύτιμοι αυτοί λίθοι ήσαν δώδεκα κατά τον αριθμόν των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, χαραγμένοι ωσάν σφραγίδες, έκαστος από τους οποίους είχε σκαλισμένον ένα όνομα εκ των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. 21 Αὐτὰ δὲ τὰ πολύτιμα πετράδια, ποὺ ἀντιστοιχοῦσαν εἰς τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ, ἦσαν δώδεκα, ὅσα καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν, χαραγμένα σὰν σφραγῖδες, τὸ καθένα μὲ τὸ ἰδικόν του ὄνομα.
22 καὶ ἐποίησαν ἐπὶ τὸ λογεῖον κρωσσοὺς συμπεπλεγμένους, ἔργον ἐμπλοκίου ἐκ χρυσίου καθαροῦ· 22 Κατεσκεύασαν δια το Λογείον κρόσσια πλεγμένα μεταξύ των εν είδει πλεκτού σχοινίου από νήματα εκ καθαρού χρυσού. 22 Ἔφτιαξαν δὲ καὶ ἔβαλαν εἰς τὸ Λογεῖον τῶν Κρίσεων κρόσσια πλεγμένα σὰν κορδόνια, ποὺ ἦτο ἔργον πλεκτόν, κατεσκευασμένον μὲ χρυσὰ νήματα.
23 καὶ ἐποίησαν δύο ἀσπιδίσκας χρυσᾶς καὶ δύο δακτυλίους χρυσοῦς 23 Κατεσκεύασαν δύο χρυσάς πόρπας, με μορφήν μιικράς ασπίδος και δύο χρυσούς δακτυλίους. 23 Ἔκαναν καὶ δύο πόρπας ἀπὸ χρυσάφι, ποὺ ὡμοίαζαν μὲ μικρὰς ἀσπίδας καὶ δύο χρυσοῦς κρίκους.
24 καὶ ἐπέθηκαν τοὺς δύο δακτυλίους τοὺς χρυσοῦς ἐπ᾿ ἀμφοτέρας τὰς ἀρχάς τοῦ λογείου· 24 Εθεσαν τους δύο χρυσούς δακτυλίους εις τας δύο άνω γωνίας του Λογείου, 24 Καὶ ἔβαλαν τοὺς δύο χρυσοῦς κρίκους εἰς τὰς δύο ἄνω γωνίας τοῦ Λογείου τῶν Κρίσεων.
25 καὶ ἐπέθηκαν τὰ ἐμπλόκια ἐκ χρυσίου ἐπὶ τοὺς δακτυλίους ἐπ᾿ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν τοῦ λογείου καὶ εἰς τὰς δύο συμβολάς τὰ δύο ἐμπλόκια 25 επέρασαν τα χρυσά σχοινία στους δακτυλίους των δύο γωνιών του Λογείου και τα δύο άλλα άκρα των σχοινίων συνέδεσαν με δύο κρίκους, 25 Ἔβαλαν κατόπιν τὰ χρυσᾶ κορδόνια εἰς τοὺς κρίκους, ποὺ ἦσαν εἰς τὰς δύο ἄνω γωνίας τοῦ Λογείου τῶν Κρίσεων. Εἰς δὲ τὰ ἄλλα ἄκρα τῶν ἰδίων κορδονίων, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐγίνετο ἡ σύνδεσις, ἔβαλαν ἐπίσης κρίκους συνδετικούς.
26 καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὰς δύο ἀσπιδίσκας καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῆς ἐπωμίδος ἐξεναντίας κατὰ πρόσωπον. 26 που έθεσαν εις τας δύο πόρπας, τας υπό μορφήν μικρών ασπίδων, τας ευρισκομένας στους ώμους της επωμίδος προς το πρόσθιον μέρος. Ετσι δε συνέδεσαν το Λογείον και την επωμίδα στο άνω μέρος. 26 Καὶ ἔβαλαν τὰ κορδόνια αὐτὰ εἰς τὰς δύο πόρπας, ποὺ ἦσαν σὰν μικραὶ ἀσπίδες καὶ εὑρίσκοντο εἰς τοὺς ὤμους τῆς Ἐπωμίδος, εἰς τὸ ἐμπρόσθιον τμῆμα. (Ἔτσι ἐτοποθετήθη τὸ Λογεῖον ἐπάνω εἰς τὴν Ἐπωμίδα καὶ συνεδέθη μαζί της).
27 καὶ ἐποίησαν δύο δακτυλίους χρυσοῦς καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὰ δύο πτερύγια ἐπ᾿ ἄκρου τοῦ λογείου καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ ὀπισθίου τῆς ἐπωμίδος ἔσωθεν. 27 Κατεσκεύασαν ακόμη δύο άλλους χρυσούς δακτυλίους, τους οποίους έθεσαν εις τα δύο άλλα, τα κάτω, άκρα του Λογείου, εις τα άκρα του οπισθίου μέρους της επωμίδος έσωθεν. 27 Ἔκαναν ἐπίσης καὶ δύο χρυσοῦς κρίκους καὶ τοὺς ἔβαλαν εἰς τὰ δύο κάτω ἄκρα τοῦ Λογείου ἐσωτερικῶς, ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἐφάπτεται μὲ τὴν Ἐπωμίδα.
28 καὶ ἐποίησαν δύο δακτυλίους χρυσοῦς καὶ ἐπέθηκαν ἐπ᾿ ἀμφοτέρους τοὺς ὤμους τῆς ἐπωμίδος κάτωθεν αὐτοῦ κατὰ πρόσωπον κατὰ τὴν συμβολὴν ἄνωθεν τῆς συνυφῆς τῆς ἐπωμίδος. 28 Κατεακεύασαν επίσης δύο άλλους δακτυλίους χρυσούς, τους οποίους έθεσαν εις τα δύο τμήματα της επωμίδος αριστερά και δεξιά εμπρός στο κάτω μέρος εκεί, όπου γίνεται η σύνδεσις Λογείου και επωμίδος άνωθεν της ζώνης, με την οποίαν δένεται η επωμίς. 28 Κατεσκεύασαν καὶ ἄλλους δύο χρυσοῦς κρίκους καὶ τοὺς ἔβαλαν εἰς τοὺς δύο ὤμους τῆς Ἐπωμίδος (δεξιὰ καὶ ἀριστερά) εἰς τὸ κάτω μέρος, κατὰ μέτωπον, εἰς τὸ σημεῖον τῆς συνδέσεως Ἐπωμίδος καὶ Λογείου, ἐπάνω εἰς τὸ τμῆμα, ὅπου συναρμόζεται καὶ σφίγγεται ἡ Ἐπωμὶς εἰς τὴν μέσην τοῦ Ἀρχιερέως.
29 καὶ συνέσφιγξε τὸ λογεῖον ἀπὸ τῶν δακτυλίων τῶν ἐπ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς δακτυλίους τῆς ἐπωμίδος, συνεχομένους ἐκ τῆς ὑακίνθου, συμπεπλεγμένους εἰς τὸ ὕφασμα τῆς ἐπωμίδος, ἵνα μὴ χαλᾶται τὸ λογεῖον ἀπὸ τῆς ἐπωμίδος, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. 29 Συνέσφιξε το Λογείον δια των δακτυλίων του με τους δακτυλίους της επωμίδος, συνδεομένους μεταξύ των με ταινίαν κυανήν και προσδεδεμένους στο ύφασμα της επωμίδος, δια να μη χαλαρώνεται και πίπτει από την επωμίδα το Λογείον, όπως είχε διατάξει τον Μωϋσήν ο Κυριος. 29 Ἔσφιξε δὲ καὶ συνεδέθη τὸ Λογεῖον τῶν Κρίσεων στερεὰ μὲ τοὺς κρίκους ποὺ ἦσαν ἐπάνω του ἀπὸ τοὺς κρίκους ποὺ ἦσαν συνδεδεμένοι μὲ γαλάζια νήματα πορφύρας καὶ συμπλεγμένοι εἰς τὸ ὕφασμα τῆς Ἐπωμίδος ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ χαλαρώνῃ καὶ χωρίζεται τὸ Λογεῖον ἀπὸ τὴν Ἐπωμίδα, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
30 Καὶ ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ἐπωμίδα, ἔργον ὑφαντόν, ὅλον ὑακίνθινον· 30 Κατεσκεύασαν τον υποδύτην υπό την επωμίδα έργον υφαντόν εξ ολοκλήρου κυανούν. 30 Ἔκαναν καὶ τὸν Χιτῶνα, ποὺ τὸν ἐφοροῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν Ἐπωμίδα, ὑφαντὸν καὶ ὅλον γαλάζιον.
31 τὸ δὲ περιστόμιον τοῦ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διϋφασμένον συμπλεκτόν, ὤαν ἔχον κύκλῳ τὸ περιστόμιον ἀδιάλυτον. 31 Το περιστόμιον του υποδύτου ήτο στο μέσον αυτού ιδιαιτέρως υφασμένον, πλεκτόν και έχον κύκλω του περιστομίου ούγιαν αντοχής, ώστε να μη σχίζεται. 31 Τὸ δὲ τμῆμα γύρω ἀπὸ τὸν λαιμὸν τοῦ Χιτῶνος, εἰς τὸ μέσον, ἦτο ὑφασμένον μὲ τρόπον ἰδιαίτερον. Ἦτο συμπλεκτόν. Εἶχε δὲ τὸ περιλαίμιον ὁλόγυρά του οὔγιαν στερεάν, ποὺ δὲν ἐσχίζετο.
32 καὶ ἐποίησαν ἐπὶ τοῦ λώματος τοῦ ὑποδύτου κάτωθεν ὡς ἐξανθούσης ρόας ροΐσκους, ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης 32 Εις το κάτω μέρος του υποδύτου εκέντησαν ανθισμένης ροϊδιάς ροϊδάκια από νήμα λινόν γνεσμένον, χρώματος κυανού, πορφυρού και κοκκίνου από νήματα λινά στριμμένα. 32 Εἰς δὲ τὸ κάτω ἄκρον τοῦ χιτῶνος ἔκαναν ὁμοιώματα μικρῶν καρπῶν ἀνθισμένης ροδιᾶς ἀπὸ γνεσμένα νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο καὶ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου.
33 καὶ ἐποίησαν κώδωνας χρυσοῦς καὶ ἐπέθηκαν τοὺς κώδωνας ἐπὶ τὸ λῶμα τοῦ ὑποδύτου κύκλῳ ἀνὰ μέσον τῶν ροΐσκων· 33 Κατεσκεύασαν μικρούς κώδωνας χρυσούς, τους οποίους έθεσαν κύκλω στο κάτω μέρος του υποδύτου ανάμεσα εις τα ομοιώματα των καρπών της ροδιάς. 33 Κατεσκεύασαν καὶ κουδούνια ἀπὸ χρυσάφι καὶ τὰ ἔβαλαν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ Χιτῶνος ὁλόγυρα, ἀνάμεσα εἰς τὰ μικρὰ ρόδια.
34 κώδων χρυσοῦς καὶ ροΐσκος ἐπὶ τοῦ λώματος τοῦ ὑποδύτου κύκλῳ εἰς τὸ λειτουργεῖν, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. 34 Ετσι δε κύκλω στο κάτω μέρος του υποδύτου υπήρχεν ανά ένας χρυσούς κωδωνίσκος και ανά εν ομοίωμα καρπού ροδιάς, δια να λειτουργή ο αρχιερεύς, φέρων τα άμφια αυτά, όπως είχε διατάξει ο Κυριος τον Μωϋσήν. 34 Ἐκρέμοντο ἔτσι ὁλόγυρα εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ Χιτῶνος, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο ἕνα χρυσὸ κουδούνι καὶ ἕνα μικρὸ ρόδι ἀπὸ νήματα. Τὸν Χιτῶνα αὐτὸν τὸν ἐφοροῦσεν ὁ Ἀρχιερεὺς διὰ νὰ λειτουργῇ, ὅπως ἀκριβῶς διέταξαν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
35 Καὶ ἐποίησαν χιτῶνας βυσσίνους, ἔργον ὑφαντόν, Ἀαρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ 35 Κατεσκεύασαν επίσης δια τον Ααρών και τους υιούς του χιτώνας από λινόν ύφασμα υφαντούς. 35 Ἔκαναν ἐπίσης καὶ χιτῶνας ὑφαντοὺς ἀπὸ λεπτὰ λευκὰ νήματα βύσσου διὰ τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς υἱούς του.
36 καὶ τὰς κιδάρεις ἐκ βύσσου καὶ τὴν μίτραν ἐκ βύσσου καὶ τὰ περισκελῆ ἐκ βύσσου κεκλωσμένης 36 Και τας κιδάρεις και την μίτραν από λινόν εκλεκτόν ύφασμα, όπως επίσης και τας περισκελίδας των από λεπτόν και στριμμένον λινόν ύφασμα, 36 Ἀπὸ βύσσον ἔφτιαξαν καὶ τὰ καλύμματα τῆς κεφαλῆς τῶν ἱερέων, καθὼς καὶ τὴν μίτραν τοῦ Ἀαρών. Μὲ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου ἐπίσης ἔκαναν καὶ τὰς περισκελίδας των.
37 καὶ τὰς ζώνας αὐτῶν ἐκ βύσσου καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου, ἔργον ποικιλτοῦ, ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. 37 και τας ζώνας αυτών από νήματα στριμμένα λινά χρώματος κυανού, πορφυρού και κοκκίνου, έργον ειδικού τεχνίτου διακοσμητού, όπως είχε διατάξει ο Κυριος τον Μωϋσήν. 37 Ἔκαναν ἐπίσης καὶ τὰς ζώνας των ἀπὸ βύσσον καὶ νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο. Αἱ ζῶναι ἦσαν ἔργον ἐπιδεξίου διακοσμητοῦ καὶ ἔγιναν μὲ τὸν τρόπον, ποὺ διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
38 Καὶ ἐποίησαν τὸ πέταλον τὸ χρυσοῦν, ἀφόρισμα τοῦ ἁγίου, χρυσίου καθαροῦ· 38 Κατεσκεύασαν από καθαρόν χρυσίον το χρυσούν πέταλον, αφιερωμένον στον άγιον Θεόν. 38 Κατεσκεύασαν ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι καὶ τὴν χρυσῆν πλάκα διὰ τὴν μίτραν τοῦ ἀρχιερέως, ποὺ ἦτο τὸ ἰδιαίτερον σημεῖον τῆς ἁγίας ἀποστολῆς του εἰς τὸν ἰερὸν τόπον τῆς λατρείας.
39 καὶ ἔγραψεν ἐπ᾿ αὐτοῦ γράμματα ἐκτετυπωμένα σφραγῖδος Ἁγίασμα Κυρίῳ· 39 Εχάραξε δε επ' αυτού ειδικός τεχνίτης ανάγλυφα γράμματα εις μορφήν σφραγίδος τας λέξεις “Αγίασμα Κυρίω”. 39 Ἐχάραξε δὲ ὁ τεχνίτης ἐπάνω εἰς αὐτήν, ὅπως χαράσσονται αἱ σφραγῖδες, τὰς λέξεις: «Ἁγίασμα Κυρίῳ», ποὺ ἐσήμαιναν ὅτι ὁ ἀρχιερεὺς ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεόν.
40 καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὸ λῶμα ὑακίνθυνον, ὥστε ἐπικεῖσθαι ἐπὶ τὴν μίτραν ἄνωθεν, ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. 40 Εις το κάτω μέρος αυτού έθυσαν κυανήν ταινίαν, ώστε να προσδένεται στερεά στο άνω μέρος της μίτρας, όπως διέταξεν ο Κυριος τον Μωϋσήν. 40 Καὶ ἔβαλαν εἰς τὸ ἄκρον τῆς πλάκας μίαν ταινίαν ἀπὸ γαλάζιο ὕφασμα, ὥστε νὰ συνδέεται αὐτὴ καὶ νὰ ἐπικάθηται ἐπάνω ἀπὸ τὴν μίτραν μὲ τὸν τρόπον ποὺ ὥρισεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν.