Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΙΠΕ δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴσελθε πρὸς Φαραὼ καὶ ἐρεῖς αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν ῾Εβραίων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν· 1 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “πήγαινε πάλιν προς τον Φαραώ και είπέ του· Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· άφησε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύση. 1 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Πήγαινε εἰς τὸν Φαραὼ καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων: Ἄφησε ἐλεύθερον τὸν λαόν μου, τοὺς Ἰσραηλίτας, διὰ να μοῦ προσφέρουν θυσίας.
2 εἰ μὲν οὖν μή βούλει ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἀλλὰ ἔτι ἐγκρατεῖς αὐτοῦ, 2 Εάν όμως δεν θελήσης να αποστείλης ελεύθερον τον λαόν μου, αλλά επιχειρήσης και πάλιν να τον κατακρατήσης, 2 Διότι, ἐὰν δὲν συγκατατεθῇς νὰ ἀφήσῃς τὸν λαόν μου νὰ φύγῃ καὶ ἐπιμένῃς ἀκόμη νὰ τὸν κρατῇς καὶ νὰ τὸν ἐμποδίζῃς,
3 ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπέσται ἐν τοῖς κτήνεσί σου τοῖς ἐν τοῖς πεδίοις, ἔν τε τοῖς ἵπποις καὶ ἐν τοῖς ὑποζυγίοις καὶ ταῖς καμήλοις καὶ βουσὶ καὶ προβάτοις, θάνατος μέγας σφόδρα. 3 ιδού η τιμωρός χειρ του Κυρίου θα επέλθη εις τα ζώα σου που βόσκουν εις τας πεδιάδας, στους ίππους, εις τα υποζύγια, εις τας καμήλους, εις τα βόδια και εις τα πρόβατα, και θα επιπέση εις αυτά θανατικό, πολύ μεγάλη καταστροφή. 3 σοῦ προλέγω ὅτι τὸ χέρι τοῦ δικαίου Κυρίου θὰ πέσῃ ἐπάνω εἰς τὰ ζῶ σου, ποὺ εἶναι εἰς τὰς πεδιάδας καὶ εἰς τὰ ἄλογα καὶ εἰς τὰ ὑποζύγια (ὄνους) καὶ εἰς τὰς καμήλας καὶ εἰς τὰ βόδια καὶ εἰς τὰ πρόβατα. Θὰ πέσῃ πολὺ μεγάλο θανατικό.
4 καὶ παραδοξάσω ἐγὼ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ· οὐ τελευτήσει ἀπὸ πάντων τῶν τοῦ ᾿Ισραὴλ υἱῶν ρητόν. 4 Παλιν όμως εγώ και εις την περίστασιν αυτήν κατά τρόπον θαυματουργικόν και εις δόξαν του λαού μου, θα χωρίσω τα κτήνη των Αιγυπτίων από τα κτήνη του ισραηλιτικού λαού, ώστε κανένα από τα ζώα των υιών του Ισραήλ να μη αποθάνη”. 4 Ἑγὼ ὅμως ὁ Κύριος θὰ κάνω κάτι ἐκπληκτικὸν πρὸς δόξαν τοῦ λαοῦ μου κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας. Θὰ κάνω διάκρισιν μεταξὺ τῶν ζώων τῶν Αἰγυπτίων καὶ τῶν ζώων τῶν Ἰσραηλιτῶν. Κανένα ζῶον,ποὺ ἀνήκει εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, δὲν θὰ θανατωθῇ.
5 καὶ ἔδωκεν ὁ Θεὸς ὅρον λέγων· ἐν τῇ αὔριον ποιήσει Κύριος τὸ ρῆμα τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς. 5 Ωρισε δε ο Θεός και τον χρόνον του θαύματος και είπε· “κατά την αυριανήν ημέραν θα πραγματοποιήση ο Κυριος τον λόγον του αυτόν εις την χώραν της Αιγύπτου”. 5 Καθώρισε δὲ ὁ Θεὸς καὶ τὸν χρόνον τοῦ θαύματος. Εἶπεν ὅτι θὰ πραγματοποιήσῃ αὐτὸν τὸν λόγον Του εἰς τὴν χώραν ὁ Κύριος κατὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν».
6 καὶ ἐποίησε Κύριος τὸ ρῆμα τοῦτο τῇ ἐπαύριον, καὶ ἐτελεύτησε πάντα τὰ κτήνη τῶν Αἰγυπτίων, ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ οὐκ ἐτελεύτησεν οὐδέν. 6 Επραγματοποίησεν όντως ο Κυριος την απειλήν του αυτήν κατά την επομένην ημέραν και εψόφησαν όλα τα ζώα των Αιγυπτίων, ενώ από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν απέθανεν ούτε ένα. 6 Καὶ πράγματι τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἐπραγματοποίησεν ὁ Κύριος αὐτὸ ποὺ εἶπε καὶ ἐψόφησαν ὅλα τὰ ζῶα τῶν Αἰγυπτίων. Ἀπὸ τὰ ζῶα ὅμως τῶν Ἰσραηλιτῶν δεν ἐψόφησε κανένα.
7 ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι οὐκ ἐτελεύτησεν ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ οὐδέν, ἐβαρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τὸν λαόν. 7 Οταν επληροφορήθη ο Φαραώ ότι κανένα από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν απέθανε, σκεφθείς ίσως ότι αρκούν αυτά δια τους Αιγυπτίους, εσκλήρυνε την καρδίαν του και δεν αφήκε ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν να αναχωρήση. 7 Ὅταν λοιπὸν ὁ Φαραὼ ἔμαθεν ὅτι δὲν ἐψόφησεν οὔτε ἕνα ἀπὸ ὅλα τὰ ζῷα τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀντὶ νὰ ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸ θαῦμα, ἐσκλήρυνε περισσότερον τὴν καρδιάν του καὶ δὲν ἄφησε ἐλεύθερον τὸν λαὸν τῶν Ἑβραίων.
8 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· λάβετε ὑμεῖς πλήρεις τὰς χεῖρας αἰθάλης καμιναίας, καὶ πασάτω Μωυσῆς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, 8 Ο Κυριος είπε τότε προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών· “πάρετε και γεμίστε τα χέρια σας από καπνιά καμίνου και ας σκορπίση αυτήν ο Μωϋσής στον ουρανόν ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών αυτού. 8 Εἶπε τότε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσὴν καὶ τὸν Ἀαρών: «Πάρετε στάκτην ἀπὸ καμίνι καὶ γεμίσετε μὲ αὐτὴν τὰ χέρια σας. Ἔπειτα ὁ Μωϋσῆς νὰ σκορπίσῃ τὴν στάκτην πρὸς τὸν οὐρανὸν ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραὼ καὶ ἐμπρὸς εἰς τοὺς αὐλικούς του.
9 καὶ γενηθήτω κονιορτὸς ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἔσται ἐπὶ τούς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ τὰ τετράποδα ἕλκη, φλυκτίδες ἀναζέουσαι, ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου. 9 Και θα γίνη κονιορτός εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. Αυτός ο κονιορτός, καθώς θα πέφτη επάνω στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα, θα προκαλέση έλκη και καυτερές φουσκάλες εις ανθρώπους και εις ζώα καθ' όλην την χώραν της Αιγύπτου”. 9 Καὶ θὰ γίνῃ μὲ τὴν δύναμίν μου ἐκείνη ἡ στάκτη σκόνη λεπτὴ εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον. Ἀπὸ δὲ τὴν σκόνην αὐτὴν θὰ προκληθοῦν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἰς τὰ ζῶα εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου πληγαί, φουσκαλίδες ποὺ θὰ κάμνουν νὰ καίῃ ὅλον τὸ σῶμα καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζῶων εἰς κάθε γωνίαν τῆς Αἰγύπτου».
10 καὶ ἔλαβε τὴν αἰθάλην τῆς καμιναίας ἐναντίον Φαραώ, καὶ ἔπασεν αὐτὴν Μωυσῆς εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐγένετο ἕλκη, φλυκτίδες ἀναζέουσαι, ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι. 10 Ο Μωϋσής επήρε την καπνιάν από την κάμινον και ενώπιον του Φαραώ εσκόρπισεν αυτήν στον ουρανόν. Αμέσως δε παρουσιάσθησαν πληγαί και καυτερές φουσκάλες στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα. 10 Ἐπῆρε λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς τὴν στάκτην ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ Φαραὼ τὴν ἐτίναξε πρὸς τὸν οὐρανόν. Ἀμέσως ἐβγῆκαν εἰς τὸ σῶμα καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζώων πληγαί, φουσκαλίδες ποὺ ἔκαιαν σὰν φωτιά.
11 καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ φαρμακοὶ στῆναι ἐναντίον Μωυσῆ διὰ τὰ ἕλκη· ἐγένετο γὰρ τὰ ἕλκη ἐν τοῖς φαρμακοῖς καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ. 11 Και οι ίδιοι οι μάγοι δεν ημπορούσαν να σταθούν ενώπιον του Μωϋσέως εξ αιτίας των πληγών των. Διότι αι πληγαί αυταί επροξενήθησαν στους μάγους και εις ολόκληρον την Αίγυπτον. 11 Ἐξ αἰτίας δὲ τῶν πληγῶν οἱ μάγοι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ σταθοῦν ἐμπρὸς εἰς τὸν Μωϋσῆν. Διότι τὰ ἕλκη ἐσκέπασαν τὸ σῶμα τῶν μάγων, ὅπως καὶ ὅλην τὴν Αἴγυπτον.
12 ἐσκλήρυνε δὲ Κύριος τὴν καρδίαν Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθὰ συνέταξε Κύριος. 12 Ο Κυριος επέτρεψε να σκληρυνθή και πάλιν η καρδία του αμετανοήτου Φαραώ και έτσι εκείνος δεν υπήκουσεν στον Μωϋσέα και στον Ααρών, που του διεβίβασαν την εντολήν του Κυρίου. 12 Ἐγκατέλειψε δὲ ὁ Θεὸς τὸν Φαραὼ καὶ ἄφησε νὰ σκληρυνθῇ ἡ καρδιά του καὶ δὲν ἄκουσε καὶ πάλιν τὸ αἴτημα τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅπως τὸ εἶχεν εἰπεῖ ὁ Κύριος.
13 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ὄρθρισον τὸ πρωΐ καὶ στῆθι ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν ῾Εβραίων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα λατρεύσωσί μοι· 13 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “σήκω πολύ πρωϊ, στάσου ενώπιον του Φαραώ και είπε προς αυτόν· Ταδε λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· απόστειλε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύσουν. 13 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Νὰ σηκωθῇς ἐνωρὶς αὔριον τὸ πρωῒ καὶ νὰ παρουσιασθῇς ἐνώπιον τοΰ Φαραὼ καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων: Ἄφησε ἐλεύθερον τὸν λαόν μου, τοὺς Ἰσραηλίτας, διὰ νὰ μὲ λατρεύσουν.
14 ἐν τῷ γὰρ νῦν καιρῷ ἐγὼ ἐξαποστέλλω πάντα τὰ συναντήματά μου εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου, ἵνα εἰδῇς ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς ἐγὼ ἄλλος ἐν πάσῃ τῇ γῇ· 14 Εάν όμως και πάλιν παρακούσης, θα αποστείλω κατά τον καιρόν αυτόν όλας τας τιμωρίας μου εις την καρδίαν σου, εις την καρδίαν των αυλικών σου και του λαού σου, δια να μάθης ότι δεν υπάρχει εις όλην την γην άλλος Θεός, όπως εγώ. 14 Διότι σοῦ λεγω πλέον ὅτι κατὰ τὸν καιρὸν αὐτὸν θὰ ἐξαπολύσω ὅλας τὰς τιμωρίας μου εἰς τὴν καρδιάν σου καὶ εἰς τὴν καρδιὰν τῶν αὐλικῶν σου καὶ τοῦ λαοῦ σου, διὰ νὰ καταλάβῃς ὅτι δεν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος εἰς ὅλην τὴν γῆν ὅμοιος μὲ ἐμέ.
15 νῦν γὰρ ἀποστείλας τὴν χεῖρα πατάξω σε, καὶ τὸν λαόν σου θανατώσω, καὶ ἐκτριβήσῃ ἀπὸ τῆς γῆς· 15 Διότι τώρα θα απλώσω το παντοδύναμο χέρι μου, θα κτυπήσω σέ, θα θανατώσω τον λαόν σου, και θα ξεπαστρευθής από την γην. 15 Διότι τώρα ἦλθεν ὁ καιρός, ποὺ θὰ ἀπλώσω τὸ παντοδύναμον χέρι μου καὶ θὰ σὲ κτυπήσω. Θὰ θανατώσω δὲ τὸν λαόν σου καὶ θὰ ἑξαφανισθῇς τελείως ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς.
16 καὶ ἕνεκεν τούτου διετηρήθης, ἵνα ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν ἰσχύν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 16 Μέχρι τώρα διετηρήθης εις την ζωήν, δια να σου δείξω την άπειρον δύναμίν μου και να δοξασθή το όνομά μου εις όλην την οικουμένην. 16 Δι' αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς διετηρήθης μέχρι τώρα εἰς τὴν ζωήν. Διὰ νὰ φανερώσω μὲ τὴν τιμωρίαν σου τὴν δύναμίν μου καὶ νὰ ἀκουσθῇ τὸ ὄνομά μου εἰς ὅλην τὴν γῆν.
17 ἔτι οὖν σὺ ἐμποιῇ τοῦ λαοῦ μου τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι αὐτούς; 17 Ακόμη λοιπόν συ θα πράξης τα ίδια εναντίον του λαού μου και δεν θα τον αποστείλης ελεύθερον; 17 Ἐπιμένεις λοιπὸν ἀκόμη καὶ ἐμποδίζεις τὸν λαόν μου καὶ δὲν ἀφήνεις ἐλευθέρους τοὺς Ἰσραηλίτας;
18 ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ταύτην τὴν ὥραν αὔριον χάλαζαν πολλὴν σφόδρα, ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονεν ἐν Αἰγύπτῳ, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἔκτισται ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 18 Ιδού εγώ ρίπτω αυτήν την ώραν αύριον πυκνήν και μεγάλην χάλαζαν, τόσην πολλήν όση ποτέ δεν έχει πέσει επί της Αιγύπτου, από την ημέραν που εκτίσθη μέχρι σήμερον. 18 Νά! Τὴν ἰδίαν ὥραν αὔριον θὰ βρέξω πολὺ καὶ πυκνὸ χαλάζι τόσον, ὅσον δὲν ἔπεσε ποτὲ ἄλλοτε εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀφ’ ὅτου ἐδημιουργήθη, μέχρι σήμερον.
19 νῦν οὖν κατάσπευσον συναγαγεῖν τὰ κτήνη σου καὶ ὅσα σοί ἐστιν ἐν τῷ πεδίῳ· πάντες γὰρ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, ὅσα ἐὰν εὑρεθῇ ἐν τοῖς πεδίοις καὶ μὴ εἰσέλθῃ εἰς οἰκίαν, πέσῃ δὲ ἐπ᾿ αὐτὰ ἡ χάλαζα, τελευτήσει. 19 Τωρα λοιπόν σπεύσε χωρίς αργοπορίαν να μαζέψης τα κατοικίδια ζώα σου και όσα άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τας πεδιάδας, διότι όλοι, άνθρωποι και ζώα, που θα ευρεθούν εις τας πεδιάδας και δεν θα εισέλθουν εις τας οικίας, θα πέση δε χάλαζα επάνω των, θα θανατωθούν”. 19 Ἐμπρὸς λοιπόν, μὴ ἀργοπορῇς! Φρόντισε τώρα ἐπειγόντως νὰ μαζεύσῃς τὰ ζῶα σου καὶ ὅσα ἔχεις εἰς τὰς πεδιάδας. Διότι θὰ θανατωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῶα, ποὺ θὰ εὐρεθοῦν ἔξω εἰς τὰς πεδιάδας καὶ δὲν θὰ ἐμβοῦν εἰς κάποιο σπίτι καὶ θὰ πέσῃ ἐπάνω των τὸ χαλάζι».
20 ὁ φοβούμενος τὸ ρῆμα Κυρίου τῶν θεραπόντων Φαραὼ συνήγαγε τὰ κτήνη αὐτοῦ εἰς τοὺς οἴκους· 20 Καθένας από τους αυλικούς του Φαραώ, που ευλαβείτο τα λόγια του Κυρίου εμάζευσε τα ζώα του στους σταύλους των. 20 Τότε καθένας ἀπὸ τοὺς αὐλικοὺς τοῦ Φαραώ, ποὺ ὑπελόγιζε καὶ ἐφοβεῖτο τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ἐμάζευσε τὰ ζῶα του εἰς τοὺς στάβλους.
21 ὃς δὲ μὴ προσέσχε τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ρῆμα Κυρίου, ἀφῆκε τὰ κτήνη ἐν τοῖς πεδίοις. 21 Οποιος όμως δεν έδωσε προσοχήν στον λόγον του Κυρίου, αφήκε τα ζώα του εις τας πεδιάδας. 21 Ἀντιθέτως καθένας, ποὺ δεν ἐπῆρεν εἰς τὰ σοβαρὰ αὐτὸ ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος, ἄφησεν ἐκτεθειμένα τὰ ζῶα του εἰς τὰς πεδιάδας.
22 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἔσται χάλαζα ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου, ἐπί τε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ κτήνη καὶ ἐπὶ πᾶσαν βοτάνην τὴν ἐπὶ τῆς γῆς. 22 Την άλλην ημέραν είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου στον ουρανόν και θα πέση χάλαζα εις όλην την Αίγυπτον εναντίον των ανθρώπων, και των ζώων και επάνω εις όλην την χλόην της γης”. 22 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἄπλωσε τὸ χέρι σου πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ πέσῃ χαλάζι εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἰς τὰ ζῶα καὶ εἰς ὅλα τὰ φυτὰ τῆς γῆς».
23 ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ Κύριος ἔδωκε φωνὰς καὶ χάλαζαν, καὶ διέτρεχε τὸ πῦρ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου. 23 Ηπλωσεν ο Μωυσής το χέρι του στον ουρανόν, και ο Κυριος έδωσε βροντάς και έβρεξε χάλαζαν, ενώ το πυρ των αστραπών διέτρεχε την γην. Και έβρεξεν ο Κυριος φοβεράν χάλαζαν εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. 23 Ἄπλωσε πράγματι ὁ Μωϋσῆς τὸ χέρι του πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος ἑξαπέλυσε βροντὰς καὶ χαλάζι, ἡ δὲ φωτιὰ τῶν κεραυνῶν διέτρεχεν ὅλην τὴν χώραν. Ὁ Κύριος ἔβρεξε χαλάζι εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον.
24 ἦν δὲ ἡ χάλαζα καὶ τὸ πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ· ἡ δὲ χάλαζα πολλὴ σφόδρα, ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονεν ἐν Αἰγύπτῳ, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας γεγένηται ἐπ᾿ αὐτῆς ἔθνος. 24 Καθώς δε η χάλαζα έπιπτεν εις την γην φλόγες αστραπών ανεμιγνύοντο με αυτήν. Η χάλαζα ήτο πολλή πάρα πολλή, ομοία της οποίας ποτέ άλλοτε δεν είχε πέσει εις την Αίγυπτον από της εποχής, κατά την οποίαν ωργανώθη εις αυτήν το κράτος των Αιγυπτίων. 24 Ἐπεφτε δὲ χαλάζι καὶ φωτιὰ ποὺ τὸ ἐφλόγιζε. Καὶ τὸ χαλάζι ἦτο τόσον πολὺ καὶ δυνατό, ὅσον δεν ἔπεσε ποτὲ ἄλλοτε εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν χώραν αὐτὴν λαός.
25 ἐπάταξε δὲ ἡ χάλαζα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, καὶ πᾶσαν βοτάνην τὴν ἐν τῷ πεδίῳ ἐπάταξεν ἡ χάλαζα, καὶ πάντα τὰ ξύλα τὰ ἐν τοῖς πεδίοις συνέτριψεν ἡ χάλαζα· 25 Εκτύπησεν η χάλαζα και εφόνευσεν εις όλην την Αίγυπτον ανθρώπους και ζώα. Εκτύπησε και κατέστρεψε όλην την χλόην των πεδιάδων και συνέτριψεν όλα τα δένδρα της χώρας. 25 Τὸ χαλάζι ἐκτύπησεν εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον τὰ πάντα, ἀνθρώπους καὶ ζῶα. Ὅλα τὰ χόρτα εἰς τὰς πεδιάδας τὰ ἐκτύπησε καὶ τὰ ἔλειωσε τὸ χαλάζι. Ἔσπασε δὲ καὶ ὅλα τὰ δένδρα, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ ὕπαιθρον.
26 πλὴν ἐν γῇ Γεσέμ, οὗ ἦσαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, οὐκ ἐγένετο ἡ χάλαζα. 26 Εις την Γεσέμ όμως, όπου ήσαν οι Ισραηλίται, δεν έπεσε χάλαζα. 26 Μόνον εἰς τὴν περιοχὴν Γεσέμ, ὅπου διέμεναν οἱ Ἰσραηλῖται, δὲν ἔπεσε χαλάζι.
27 ἀποστείλας δὲ Φαραώ ἐκάλεσε Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἡμάρτηκα τὸ νῦν· ὁ Κύριος δίκαιος, ἐγὼ δὲ καὶ ὁ λαός μου ἀσεβεῖς. 27 Καθ' ον χρόνον έπιπτεν η καταστρεπτική χάλαζα, έστειλεν ο Φαραώ ανθρώπους, εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και καταφοβισμένος από την φοβεράν πληγήν τους είπεν· “ημάρτησα αυτήν την φοράν ενώπιον του Κυρίου. Ο Θεός είναι δίκαιος, εγώ δε και ο λαός μου είμεθα ασεβείς. 27 Τότε ὁ Φαραὼ ἀπέστειλεν ἀνθρώπους του καὶ ἐκάλεσε τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς εἶπεν: «Αὐτὴν τὴν φορὰν ἀναγνωρίζω ὅτι ἔχω ἁμαρτήσει. Ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος, ἐνῷ ἐγὼ καὶ ὁ λαός μου εἴμεθα ἀσεβεῖς καὶ ἔνοχοι.
28 εὔξασθε οὖν περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον, καὶ παυσάσθω τοῦ γενηθῆναι φωνὰς Θεοῦ καὶ χάλαζαν καὶ πῦρ· καὶ ἐξαποστελῶ ὑμᾶς, καὶ οὐκέτι προστεθήσεσθε μένειν. 28 Προχευχηθήτε, λοιπόν, υπέρ εμού προς τον Θεόν δια να παύσουν αι βρονταί του Θεού, η χάλαζα και το πυρ και εγώ θα σας αφήσω ελευθέρους να αναχωρήσετε. Δεν θα μείνετε πλέον εδώ”. 28 Προσευχηθῆτε λοιπὸν ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Κύριον καὶ παρακαλέσατε νὰ σταματήσουν αἱ βρονταὶ τοῦ Θεοῦ, τὸ χαλάζι καὶ ἡ φωτιά. Καὶ σᾶς ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σᾶς ἀφήσω νὰ φύγετε καὶ δεν πρόκειται να μείνετε περισσότερον».
29 εἶπε δὲ αὐτῷ Μωυσῆς· ὡς ἂν ἐξέλθω τὴν πόλιν, ἐκπετάσω τὰς χεῖράς μου πρὸς τὸν Κύριον, καὶ αἱ φωναὶ παύσονται, καὶ ἡ χάλαζα καὶ ὁ ὑετὸς οὐκ ἔσται ἔτι, ἵνα γνῷς ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ γῆ. 29 Ο Μωϋσής του απήντησεν· “αμέσως μόλις εξέλθω από την πόλιν θα υψώσω τα χέρια μου προς τον Κυριον και θα παύσουν αι βρονταί, θα σταματήση η χάλαζα και η βροχή, δια να μάθης ότι η γη όλη ανηκεί στον Κυριον. 29 Ὁ δὲ Μωϋσῆς φωτισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶπε: «Μόλις θὰ βγῶ ἀπὸ τὴν πόλιν, θὰ ἀπλώσω τὰ χέριά μου πρὸς τὸν Κύριον εἰς στάσιν προσευχῆς καὶ ἀμέσως θὰ παύσουν αἱ βρονταὶ καὶ θὰ σταματήσῃ πλέον τὸ χαλάζι καὶ ἡ βροχή, διὰ νὰ καταλάβῃς ὅτι ἡ γῆ ὅλη εἶναι κτῆμα τοῦ Κυρίου.
30 καὶ σὺ καὶ οἱ θεράποντές σου, ἐπίσταμαι ὅτι οὐδέπω πεφόβησθε τὸν Κύριον. 30 Αλλά γνωρίζω καλά ότι δεν έχετε άκομη φοβηθή τον Κυριον, ούτε συ, ούτε οι αυλικοί σου”. 30 Γνωρίζω ὅμως πολὺ καλὰ ὅτι καὶ σὺ ὁ ἴδιος καὶ οἱ αὐλικοί σου δεν ἔχετε ἀκόμη φοβηθῇ τὸν Κύριον».
31 τὸ δὲ λίνον καὶ ἡ κριθὴ ἐπλήγη· ἡ γὰρ κριθὴ παρεστηκυῖα, τὸ δὲ λίνον σπερματίζον. 31 Από την χάλαζαν είχε καταστραφή και το λινάρι και η κριθή· διότι η μεν κριθή είχε πετάξει τότε μεγάλον βλαστόν, το δε λινάρι είχε δέσει τα σπέρματά του. 31 Ἀπὸ τὸ χαλάζι κατεστράφη τὸ λινάρι καὶ τὸ κριθάρι. Διότι ἦτο ἐποχὴ ποὺ τὸ κριθάρι εἶχεν ἤδη ἀναπτυχθῆ, τὸ δὲ λινάρι εἶχε δέσει καρπόν.
32 ὁ δὲ πυρὸς καὶ ἡ ὀλύρα οὐκ ἐπλήγησαν, ὄψιμα γὰρ ἦν. 32 Ο σίτος όμως και η ολύρα (είδος λευκού σίτου) δεν κατεστράφησαν, διότι ήσαν όψιμα. 32 Τὸ κοινὸ σιτάρι ὅμως, καθὼς καὶ τὸ ἄσπρο σιτάρι, ποὺ λέγεται ὀλύρα, δὲν κατεστράφησαν, διότι ἦσαν ὄψιμα καὶ δεν εἶχαν ἀναπτυχθῆ.
33 ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ ἐκτὸς τῆς πόλεως καὶ ἐξέτεινε τὰς χεῖρας πρὸς Κύριον, καὶ αἱ φωναὶ ἐπαύσαντο καὶ ἡ χάλαζα, καὶ ὁ ὑετὸς οὐκ ἔσταξεν ἔτι ἐπὶ τὴν γῆν. 33 Εξήλθεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα του Φαραώ και, έξω από την πόλιν, ύψωσε τα χέρια του προς τον Θεόν. Αμέσως δε αι βρονταί και η χάλαζα εσταμάτησαν και ούτε σταγών βροχής δεν έσταξεν εις την γην. 33 Ἔφυγε δὲ ὁ Μωϋσῆς ἀπὸ τὸν Φαραὼ καὶ ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν Κύριον καὶ προσευχήθη. Ἀμέσως ἔπαυσαν αἱ βρονταὶ καὶ τὸ χαλάζι καὶ οὔτε σταγόνα βροχῆς δὲν ἔπεσε πλέον εἰς τὴν γῆν.
34 ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι πέπαυται ὁ ὑετὸς καὶ ἡ χάλαζα καὶ αἱ φωναί, προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν καὶ ἐβάρυνεν αὐτοῦ τὴν καρδίαν καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ. 34 Ο Φαραώ ειδών ότι εσταμάτησαν η βροχή και η χάλαζα και οι κεραυνοί, ημάρτησε και πάλιν ενώπιον του Θεού, και εσκληρύνθη η καρδία αυτού και των αυλικών του. 34 Ὁ Φαραὼ ὅμως, ἀμετανόητος καθὼς ἦτο, ὅταν εἶδεν ὅτι ἔπαυσαν ἡ βροχή, τὸ χαλάζι καὶ αἱ βρονταί, ἡμάρτησε καὶ πάλιν καὶ ἐσκλήρυνε τὴν καρδιάν του, ἐπηρέασε δὲ καὶ τοὺς αὐλικούς του.
35 καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος τῷ Μωυσῇ. 35 Εσκληρύνθη η καρδία του Φαραώ και δεν αφήκεν ελευθέρους τους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν, όπως τον είχε διατάξει δια του Μωϋσέως ο Θεός. 35 Καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραὼ καὶ δὲν ἄφησε τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ φύγουν, ὅπως τὸ εἶχεν εἰπεῖ ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν.