Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἰδοὺ δέδωκά σε θεὸν Φαραώ, καὶ ᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου ἔσται σου προφήτης· | 1 Ο Κυριος είπεν στον Μωϋσήν· “ιδού σε καθιστώ είδος θεού, κύριον και κριτήν του Φαραώ, ο δε αδελφός σου ο Ααρών θα είναι αυτός που θα ομιλή αντί σου. | 1 Ο δὲ Κύριος, διὰ νὰ ἐνδυναμώσῃ τὸν δοῦλον του, εἶπεν εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Μὴ ἀνησυχὴς δι’ αὐτό! Θὰ παρουσιασθῇς σὰν ἄλλος θεὸς ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραώ. Ὁ δὲ Ἀαρών, ὁ ἀδελφός σου, θὰ εἶναι ὁ προφήτης σου. Θὰ ὁμιλῇ κατ’ ἐντολήν σου. |
2 σὺ δὲ λαλήσεις αὐτῷ πάντα, ὅσα σοι ἐντέλλομαι, ὁ δὲ ᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου λαλήσει πρὸς Φαραώ, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ. | 2 Συ θα ανακοινώνης στον Ααρών όσα εγώ θα διατάσσω, ο δε Ααρών ο αδελφός σου θα λέγη αυτά προς τον Φαραώ, δια να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας και αναχωρήσουν από την χώραν του. | 2 Σὺ μὲν θὰ εἰπῇς εἰς αὐτὸν ὃλα ὅσα σὲ διατάσσω, ὁ δὲ ἀδελφός σου ὁ Ἀαρὼν θὰ τὰ διαβιβάσῃ εἰς τὸν Φαραώ, διὰ νὰ ἀφήσῃ νὰ φύγουν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν χώραν του οἱ Ἰσραηλῖται. |
3 ἐγὼ δὲ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ πληθυνῶ τὰ σημεῖά μου καὶ τὰ τέρατα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ. | 3 Σου προαναγγέλλω όμως ότι εγώ θα αφήσω να σκληρυνθή δια τας κακίας του η καρδία του Φαραώ, θα κάμω δε πάρα πολλά σημεία και θαύματα προς τιμωρίαν του εις την χώραν της Αιγύπτου. | 3 Σοῦ λέγω ὅμως ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι θὰ ἐπιτρέψω νὰ σκληρυνθῇ ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραὼ λὸγὼ τῆς κακῆς τοῦ διαθέσεως καὶ θὰ κάμω πλῆθος ἀπὸ θαύματα, τέρατα καὶ σημεῖα εἰς τὴν Αἴγυπτον. |
4 καὶ οὐκ εἰσακούσεται ὑμῶν Φαραώ· καὶ ἐπιβαλῶ τὴν χεῖρά μου ἐπ᾿ Αἴγυπτον καὶ ἐξάξω σὺν δυνάμει μου τὸν λαόν μου τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου σὺν ἐκδικήσει μεγάλῃ. | 4 Παρ' όλα αυτά δεν θα υπακούση εις σας ο Φαραώ. Τοτε θα απλώσω την παντοδύναμον χείρα μου και θα επιφέρω μεγάλην τιμωρίαν εις την Αίγυπτον και θα βγάλω από εκεί τον στρατόν μου και τον λαόν μου, όλους τους Ισραηλίτας. | 4 Καὶ ὅμως δὲν θὰ σᾶς ἀκούσῃ ὁ Φαραώ. Θὰ βάλω λοιπὸν ἐγὼ τὸ παντοδύναμον χέρι μου ἐπάνω εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ θὰ βγάλω μὲ τὴν δύναμίν μου τὸν λαόν μου, τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὴν χώραν αὐτὴν μὲ μεγάλην καὶ δικαίαν τιμωρίαν τῶν Αἰγυπτίων. |
5 καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ἐκτείνων τὴν χεῖρά μου ἐπ᾿ Αἴγυπτον, καὶ ἐξάξω τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐκ μέσου αὐτῶν. | 5 Και θα μάθουν όλοι οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι ο παντοδύναμος Κυριος, ο οποίος εξέτεινα την ακατανίκητον δεξιάν μου εναντίον των και έβγαλα τους Ισραηλίτας εκ μέσου αυτών”. | 5 Θὰ μάθουν τότε ὃλοι οἱ Αἰγύπτιοι, ὅτι εἶμαι ἐγὼ ὁ Κύριος, ποὺ ἀπλώνω τὸ παντοδύναμον χέρι μου εἰς τὴν Αἴγυπτον. Καὶ θὰ βγάλω ὁπωσδήποτε μέσα ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους τοὺς Ἰσραηλίτας». |
6 ἐποίησε δὲ Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος, οὕτως ἐποίησαν. | 6 Ο Μωϋσής και ο Ααρών έκαμαν, όπως τους είχε διατάξει ο Θεός. Ετσι ακριβώς έκαμαν. | 6 Χωρὶς καμμίαν ἀντίρρησιν πλέον ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν ἔκαμαν ὅ,τι ἀκριβῶς τοὺς παρήγγειλεν ὁ Κύριος. Ἔτσι ἔκαμαν. |
7 Μωυσῆς δὲ ἦν ἐτῶν ὀγδοήκοντα, ᾿Ααρὼν δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐτῶν ὀγδοηκοντατριῶν, ἡνίκα ἐλάλησε πρὸς Φαραώ. | 7 Ητο δε τότε ο Μωϋσής ογδοήκοντα ετών, ο δε αδελφός του Ααρών ογδοήκοντα τριών, όταν ο Θεός τους έδωσε την εντολήν να ομιλήσουν προς τον Φαραώ. | 7 Τότε δὲ ποὺ παρουσιάσθησαν καὶ ὡμίλησαν πρὸς τὸν Φαραώ, ὁ Μωϋσῆς ἦτο ὀγδόντα ἐτῶν, ἐνῷ ὁ ἀδελφός του ὁ Ἀαρὼν ἦτο ὀγδόντα τριῶν ἐτῶν. |
8 Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· | 8 Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών· | 8 Καὶ ὡμίλησε πάλιν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ εἶπε: |
9 καὶ ἐὰν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς Φαραὼ λέγων· δότε ἡμῖν σημεῖον ἢ τέρας, καὶ ἐρεῖς ᾿Ααρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· λάβε τὴν ράβδον καὶ ρίψον ἐπὶ τὴν γῆν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ ἔσται δράκων. | 9 “εάν ο Φαραώ σας είπη, δόστε μου ένα σημείον η κάμετε ένα θαύμα, δια να πιστεύσω ότι σας στέλλει ο Θεός, θα είπης στον Ααρών τον αδελφόν σου· πάρε την ράδδον μου και ρίψε αυτήν κατά γης ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών αυτού και θα γίνη μέγας όφις”. | 9 «Ἐὰν ὁ Φαραὼ σᾶς εἰπῇ: «Κάνετε ἐμπρός μου ἕνα θαῦμα ἢ ἕνα ἔκτακτον σημεῖον, ποὺ νὰ φανερώνῃ τὴν ἀποστολήν σας», τότε σύ, Μωϋσῆ, θὰ εἰπῇς εἰς τὸν Ἀαρὼν τὸν ἀδελφόν σου· «πάρε αὐτὸ τὸ ραβδὶ καὶ νὰ τὸ ρίξῃς κάτω ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραὼ καὶ ἐμπρὸς εἰς τοὺς αὐλικούς του». Θὰ γίνῃ ἀμέσως φίδι μεγάλο καὶ τρομερό». |
10 εἰσῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν ἐναντίον Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν οὕτως, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος· καὶ ἔρριψεν ᾿Ααρὼν τὴν ράβδον ἐναντίον Φαραώ, καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο δράκων. | 10 Ο Μωϋσής και ο Ααρών παρουσιάσθησαν ενώπιον του Φαραώ και των αυλικών αυτού και έκαμαν, όπως τους είχε δώσει εντολήν ο Κυριος. Ερριψεν ο Ααρών την ράβδον ενώπιον του Φαραώ και των αυλικών του και αυτή έγινε μεγάλος όφις. | 10 Ἐνεφανίσθη λοιπὸν ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραὼ καὶ τὴν ἀκολουθίαν του ὁ Μωϋσῆς με τὸν Ἀαρὼν καὶ ἔκαμαν, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς διέταξεν ὁ Κύριος. Καὶ ἔρριξε τὸ ραβδὶ ὁ Ἀαρὼν ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραὼ καὶ ἐμπρὸς εἰς τοὺς αὐλικούς του καὶ ἀμέσως τὸ ραβδὶ ἔγινε φίδι μεγάλο καὶ τρομερό. |
11 συνεκάλεσε δὲ Φαραὼ τοὺς σοφιστὰς Αἰγύπτου καὶ τοὺς φαρμακούς, καὶ ἐποίησαν καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν ὡσαύτως. | 11 Δυσπιστος ο Φαραώ δια την θείαν αποστολήν του Μωϋσή και Ααρών προσεκάλεσε τους μάντεις και τους μάγους της Αιγύπτου. Αυτοί, μάγοι και εξορκισταί των Αιγυπτίων, έκαμαν το ίδιο με τας μαγείας των. | 11 Ὁ Φαραὼ ὅμως δέν ἐπείσθη ὅτι τοὺς ἔστελλεν ὁ Θεός. Διὰ τοῦτο ἐκάλεσεν ὅλους μαζὶ τοὺς σοφοὺς καὶ θαυματοποιοὺς τῆς Αἰγύπτου, εἰς τοὺς ὁποίους ἐφαντάσθη ὅτι ἐμαθήτευσεν ὁ Μωϋσῆς. Μὲ τὰς μαγικάς των δὲ δυνάμεις οἱ Αἰγύπτιοι ἐξορκισταὶ ἔκαμαν καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιο θαῦμα. |
12 καὶ ἔρριψαν ἕκαστος τὴν ράβδον αὐτῶν, καὶ ἐγένοντο δράκοντες· καὶ κατέπιεν ἡ ράβδος ἡ ᾿Ααρὼν τὰς ἐκείνων ράβδους. | 12 Ερριψαν δηλαδή ο καθένας την ράβδον του και έγιναν όλαι μεγάλοι όφεις. Αλλά η ράβδος του Ααρών, που είχε γίνει όφις, κατέπιε τας ράβδους των μάγων, αι οποίαι επίσης είχον γίνει όφεις. | 12 Ἔρριξε καθένας τὸ ραβδί του κατὰ γῆς καὶ ἔγιναν τὰ ραβδιὰ φίδια τρομερά. Ὁ θρίαμβός των ὅμως ἦτο προσωρινός. Διότι τὸ φίδι ποὺ προῆλθεν ἀπὸ τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρὼν κατεβρόχθισεν ἀμέσως ὅλα τὰ ἄλλα φίδια. |
13 καὶ κατίσχυσεν ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος. | 13 Εσκληρύνθη η καρδία του Φαραώ και δεν υπήκουσεν στον Μωϋσήν και Ααρών, δια να κάμη όσα δια μέσου αυτών διέταξεν ο Θεός. | 13 Ὁ Φαραὼ ὅμως δεν εἶχε καλὴν διάθεσιν καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία του καὶ δὲν ἔδωσε σημασίαν εἰς ὅσα τοῦ εἶπαν, συμφώνως πρὸς τὰς ἐντολὰς ποὺ ἐπῆραν ἀπὸ τὸν Κύριον. |
14 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· βεβάρηται ἡ καρδία Φαραὼ τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν. | 14 Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “η καρδία του Φαραώ έχει σκληρυνθή και δεν θέλει να αφήση ελεύθερον τον λαόν. | 14 Εἶπε τότε ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Ἔγινε βαρειὰ καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραώ. Δὲν ἔχει τὴν διάθεσιν νὰ ἀφήσῃ τὸν λαὸν νὰ φύγῃ. |
15 βάδισον πρὸς Φαραὼ τὸ πρωΐ· ἰδοὺ αὐτὸς ἐκπορεύεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ἔσῃ συναντῶν αὐτῷ ἐπὶ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ καὶ τὴν ράβδον τὴν στραφεῖσαν εἰς ὄφιν λήψῃ ἐν τῇ χειρί σου. | 15 Πηγαινε στον Φαραώ το πρωϊ. Είναι η στιγμή κατά την οποίαν εκείνος εξέρχεται, δια να μεταβή προς το ύδωρ του Νείλου, θα τον συναντήσης εις την όχθην του ποταμού, θα πάρης στο χέρι σου την ράβδον, η οποία είχε γίνει όφις, | 15 Πήγαινε λοιπὸν τὸ πρωΐ νὰ ἰδῇς τὸν Φαραώ. Ἰδοὺ αὐτὸς θὰ περιπατῇ δίπλα εἰς τὸν ποταμὸν Νεῖλον, ποὺ οἱ Αἰγύπτιοι τὸν θεωροῦν ἱερόν. Θὰ τὸν συναντήσῃς εἰς τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ. Νὰ κρατῇς δὲ εἰς τὸ χέρι σου καὶ τὸ ραβδί, ποὺ ἔγινε φίδι. |
16 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν ῾Εβραίων ἀπέσταλκέ με πρὸς σὲ λέγων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσῃ ἐν τῇ ἐρήμῳ· καὶ ἰδοὺ οὐκ εἰσήκουσας ἕως τούτου. | 16 και θα είπης προς αυτόν· Κυριος ο Θεός των Εβραίων με απέστειλε προς σε δια να σου είπω εκ μέρους του· άφησε τον λαόν μου ελεύθερον, δια να με λατρεύση εις την έρημον. Και ιδού ότι συ μέχρι της ώρας αυτής δεν υπήκουσες. | 16 Καὶ θὰ τοῦ εἰπῇς χωρὶς καμμίαν εἰσαγωγὴν τὰ ἐξῆς: «Ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ποὺ λατρεύουν οἱ Ἑβραῖοι, μὲ ἔχει στείλει πρὸς σὲ καὶ σοῦ εἶπα ἐκ μέρους του: «Ἄφησε τὸν λαόν μου, νὰ μὲ λατρεύσῃ εἰς τὴν ἔρημον». Σὺ ὅμως μέχρι τώρα ἀρνεῖσαι ἐπιμόνως νὰ ἀκούσῃς. |
17 τάδε λέγει Κύριος· ἐν τούτῳ γνώσῃ ὅτι ἐγὼ Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ τύπτω τῇ ράβδῳ τῇ ἐν χειρί μου ἐπὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ, καὶ μεταβαλεῖ εἰς αἷμα· | 17 Δια τούτο τάδε λέγει Κυριος· Με το σημείον, που θα επακολουθήση, θα μάθης ότι εγώ είμαι ο Κυριος. Ιδού εγώ κτυπώ με την ράβδον, που κρατώ στο χέρι μου, το ύδωρ του ποταμού, και αυτό θα μεταβληθή εις αίμα. | 17 Τώρα λοιπόν, αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Μὲ τὸ θαῦμα ποὺ θὰ ἰδῇς, θὰ καταλάβῃς ὅτι ἐγὼ καὶ μόνον ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος. Ἰδοὺ ἐγὼ θὰ κτυπήσω μὲ τὸ ραβδί, ποὺ ἔχω εἰς τὸ χέρι μου, τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ καὶ θὰ γίνῃ ἀμέσως αὐτὸ αἷμα. |
18 καὶ οἱ ἰχθύες οἱ ἐν τῷ ποταμῷ τελευτήσουσι, καὶ ἐποζέσει ὁ ποταμός, καὶ οὐ δυνήσονται οἱ Αἰγύπτιοι πιεῖν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ. | 18 Οι ιχθύες του ποταμού θα ψοφήσουν, ο ποταμός θα βρωμήση και δεν θα ημπορούν οι Αιγύπτιοι να πίνουν νερό από τον ποταμόν”. | 18 Τὰ δὲ ψάρια ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸ ποτάμι θὰ ψοφήσουν. Ὁ Νεῖλος ποὺ τὸν θεωρεῖτε πηγὴν ζωῆς, θὰ γίνῃ βρωμερὸς καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇ πλέον κανεὶς Αἰγύπτιος νὰ πίνῃ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ». |
19 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν ᾿Ααρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· λάβε τὴν ράβδον σου ἐν τῇ χειρί σου καὶ ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὰ ὕδατα Αἰγύπτου καὶ ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰς διώρυγας αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰ ἕλη αὐτῶν καὶ ἐπὶ πᾶν συνεστηκὸς ὕδωρ αὐτῶν, καὶ ἔσται αἷμα, καὶ ἐγένετο αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου ἔν τε τοῖς ξύλοις καὶ ἐν τοῖς λίθοις. | 19 Είπεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον αδελφόν σου, τον Ααρών· Παρε στο χέρι σου την ράβδον σου, άπλωσε το χέρι σου προς όλα τα ύδατα της Αιγύπτου, στους ποταμούς της, εις τας διώρυγας και τα έλη της και γενικώς εις κάθε σημείον, όπου υπάρχει συγκεντρωμένον νερό, και θα μεταβληθούν τα ύδατα αυτά εις αίμα. Θα γίνη αίμα εις όλην την Αίγυπτον και αυτό ακόμη το ύδωρ, που υπάρχει μέσα εις τα ξύλινα και τα λίθινα δοχεία”. | 19 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωῦσῆν: «Αὐτὰ θὰ εἰπῇς εἰς τὸν Ἀαρὼν τὸν ἀδελφόν σου: «Πάρε τὸ ραβδί σου εἰς τὸ χέρι σου καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι σου εἰς τὰ νερὰ τῆς Αἴγυπτου· εἰς τοὺς ποταμούς των, τὰ κανάλια των, τὰ στάσιμα νερά των καὶ ὁπουδήποτε ὑπάρχει συγκεντρωμένον ἰδικόν των νερό». Ἀμέσως ὅλα τὰ νερὰ θὰ γίνουν αἷμα. Εἰς κάθε περιοχὴν τῆς Αἰγύπτου θὰ ἰδοῦν ὅτι τὸ νερὸ ἔγινεν αἷμα ἀκόμη καὶ αὐτὸ ποὺ ἦτο μέσα εἰς δοχεῖα ξύλινα καὶ πέτρινα». |
20 καὶ ἐποίησαν οὕτως Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρών, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος· καὶ ἐπάρας τῇ ράβδῳ αὐτοῦ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ μετέβαλε πᾶν τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ εἰς αἷμα. | 20 Ο Μωϋσής και ο Ααρών έκαμαν, όπως ακριβώς τους είχε διατάξει ο Κυριος· ύψωσε δηλαδή την ράβδον του ο Ααρών, εκτύπησε το ύδωρ του ποταμού ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών του και μετέβαλεν όλον το ύδωρ του ποταμού εις αίμα. | 20 Καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν ἔκαμαν ἀμέσως ὅπως ἀκριβῶς τοὺς διέταξεν ὁ Κύριος. Καὶ ἐσήκωσεν ὁ Ἀαρὼν τὸ ραβδί του καὶ ἐκτύπησε τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ Φαραὼ καὶ τῆς ἀκολουθίας του. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ὅλο τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ μετεβλήθη καὶ ἔγινεν αἷμα. |
21 καὶ οἱ ἰχθύες οἱ ἐν τῷ ποταμῷ ἐτελεύτησαν, καὶ ἐπώζεσεν ὁ ποταμός, καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ Αἰγύπτιοι πιεῖν ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ, καὶ ἦν τὸ αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου. | 21 Οι ιχθύες του ποταμού εψόφησαν, εβρώμησεν όλος ο ποταμός και οι Αιγύπτιοι δεν ημπορούσαν να πίουν νερό εκ του ποταμού. Το αίμα ήτο εις όλα τα νερά της Αιγύπτου. | 21 Τὰ δὲ ψάρια, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ ποτάμι, ἐψόφησαν. Ὁ Νεῖλος ἐβρώμησε καὶ δὲν ἠμποροῦσαν οἱ Αἰγύπτιοι νὰ πίνουν ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ. Τὸ δὲ αἷμα ὑπῆρχεν εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. |
22 ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν· καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ εἶπε Κύριος. | 22 Αλλά και οι μάγοι των Αιγυπτίων έκαμαν το ίδιο με τας μαγείας των. Η καρδία του Φαραώ εσκληρύνθη και δεν υπήκουσεν στον Μωϋσήν και Ααρών, εις όσα δηλαδή είχε διατάξει ο Κυριος. | 22 Ὅμως καὶ οἱ μάγοι καὶ θαυματοποιοὶ τῶν Αἰγυπτίων ἠμπόρεσαν καὶ ἔκαμαν μὲ τὰς μαγείας των τὸ ἴδιο. Κατόπιν αὐτοῦ ἐσκληρύνθη ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραὼ καὶ δὲν ἐδέχθη νὰ ἀκούσῃ τὸ αἴτημά των, ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶπεν ὁ Κύριος. |
23 ἐπιστραφεὶς δὲ Φαραὼ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπέστησε τὸν νοῦν αὐτοῦ οὐδὲ ἐπὶ τούτῳ. | 23 Ο Φαραώ επέστρεψεν εσκληρυμμένος εις τα ανάκτορά του και δεν εσκέπτετο πλέον το ζήτημα αυτό, το να αφήση δηλαδή ελευθέρους τους Ισραηλίτας, ούτε και κοτόπιν από αυτό το θαύμα. | 23 Καὶ ἐπέστρεψεν ὁ Φαραὼ εἰς τὰ ἀνάκτορά του καὶ δεν ἔδωσε καμμίαν προσοχὴν οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα. |
24 ὤρυξαν δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι κύκλῳ τοῦ ποταμοῦ ὥστε πιεῖν ὕδωρ, καὶ οὐκ ἠδύναντο πιεῖν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ. | 24 Ολοι οι Αιγύπτιοι εν τω μεταξύ έσκαψαν λάκκους και ήνοιξαν φρέατα γύρω από τον Νείλον ποταμόν, δια να εύρουν πόσιμον ύδωρ, επειδή δεν ημπορούσαν να πίουν ύδωρ από τον ποταμόν. | 24 Τότε ὃλοι οἱ Αἰγύπτιοι ἔσκαψαν καὶ ἄνοιξαν λάκκους γύρω ἀπὸ τὰς ὅχθας τοῦ ποταμοῦ, διὰ νὰ εὕρουν νερὸ νὰ πίουν, διότι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πίνουν ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Νείλου. |
25 καὶ ἀνεπληρώθησαν ἑπτὰ ἡμέραι μετὰ τὸ πατάξαι Κύριον τὸν ποταμόν. | 25 Επέρασαν επτά ημέραι από την ημέραν που εκτύπησεν ο Κυριος τον ποταμόν και μετέβαλε τα ύδατά του εις αίμα. | 25 Καὶ συνεπληρώθησαν ἑπτὰ ἡμέραι, ἀπὸ τότε ποὺ ἐκτύπησεν ὁ Κύριος τὸν ποταμὸν καὶ ἔγιναν τὰ νερὰ τοῦ αἷμα. |
26 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴσελθε πρὸς Φαραὼ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν· | 26 Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “πήγαινε στον Φαραώ και ειπέ του· Αυτά διατάσσει ο Κυριος. Αφησε ελεύθερον τον λαόν μου δια να με λατρεύση εις την έρημον. | 26 Εἶπε τότε ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Πήγαινε εἰς τὸν Φαραὼ καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· Ἄφησε ἐλεύθερον τὸν λαόν μου νὰ βγῇ εἰς τὴν ἔρημον καὶ νὰ μοῦ προσφέρῃ θυσίας. |
27 εἰ δὲ μὴ βούλει σὺ ἐξαποστεῖλαι, ἰδοὺ ἐγὼ τύπτω πάντα τὰ ὅριά σου τοῖς βατράχοις. | 27 Εάν δε και δεν θελήσης να τον αφήσης ελεύθερον, ιδού εγώ πλήττω όλην την χώραν σου από τα όριά της και εντεύθεν δια βατράχων. | 27 Ἐὰν δὲν συγκατατεθῇς νὰ τοὺς ἀφήσῃς νὰ φύγουν, νὰ ἠξεύρῃς ὅτι θὰ κτυπήσω ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τὴν χώραν σου μὲ βατράχους. |
28 καὶ ἐξερεύξεται ὁ ποταμὸς βατράχους, καὶ ἀναβάντες εἰσελεύσονται εἰς τοὺς οἴκους σου καὶ εἰς τὰ ταμιεῖα τῶν κοιτώνων σου καὶ ἐπὶ τῶν κλινῶν σου καὶ ἐπὶ τοὺς οἴκους τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐν τοῖς φυράμασί σου καὶ ἐν τοῖς κλιβάνοις σου· | 28 Ο Νείλος ποταμός θα βγάλη βατράχους, οι οποίοι, ατελείωτα πλήθη, θα ανεβούν από αυτόν, θα εισέλθουν εις τα ανάκτορά σου, εις τα δωμάτια του ύπνου σου, επάνω εις τα κρεββάτια σου, εις τα σπίτια των αυλικών σου και του λαού σου, εις τα ζυμάρια του αλεύρου και στους φούρνους σου. | 28 Τὸ ποτάμι σας, ὁ Νεῖλος, θὰ βγάλῃ βατράχους. Θὰ ἀνεβοῦν καὶ θὰ ἐμβοῦν εἰς τὰ ἀνάκτορά σου καὶ εἰς τὰ ὑπνοδωμάτιά σου καὶ εἰς τὰ κρεββάτιά σου. Θὰ ἐμβοῦν καὶ εἰς τὰ σπίτια τῶν ἀρχόντων καὶ αὐλικῶν σου καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ σου, ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ ζυμώνουν τὰ ψωμιά σου καὶ εἰς τοὺς φούρνους σου. |
29 καὶ ἐπὶ σὲ καὶ ἐπὶ τοὺς θεράποντάς σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἀναβήσονται οἱ βάτραχοι. | 29 Θα ανεβούν επάνω σου, επάνω στους αυλικούς σου, θα ανεβούν επάνω στους κατοίκους της Αιγύπτου. | 29 Οἱ βάτραχοι θὰ ἀνεβοῦν ἐπάνω εἰς σὲ τὸν ἴδιον, ἐπάνω εἰς τοὺς ἀξιωματούχους σου καὶ εἰς ὃλον τὸν λαόν σου. |