Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΗΝ δέ τις ἐκ τῆς φυλῆς Λευΐ, ὃς ἔλαβε τῶν θυγατέρων Λευΐ, | 1 Υπήρχε τότε ένας εκ των απογόνων της φυλής Λευϊ, ο οποίος επήρεν ως σύζυγον γυναίκα εκ της φυλής του. | 1 Υπῆρχε μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἕνας ἀπόγονος τοῦ Λευΐ, ποὺ εἶχε νυμφευθῆ μίαν γυναῖκα ἀπὸ τὴν φυλήν του. |
2 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ ἔτεκεν ἄρσεν· ἰδόντες δὲ αὐτὸ ἀστεῖον ἐσκέπασαν αὐτὸ μῆνας τρεῖς. | 2 Αυτή συνέλαβε και εγέννησεν αρσενικόν. Οι γονείς του, ιδόντες ότι αυτό ήτο ωραίον, το έκρυψαν επί τρεις μήνας. | 2 Αὐτὴ συνέλαβε καὶ ἐγέννησεν υἱόν. Ἐπειδὴ δὲ εἶδαν οἱ γονεῖς του ὅτι τὸ νεογέννητον ἦτο εὔμορφον καὶ χαριτωμένον, διὰ νὰ τὸ γλυτώσουν, τὸ ἔκρυψαν ἐπὶ τρεῖς μῆνας. |
3 ἐπεὶ δὲ οὐκ ἠδύναντο αὐτὸ ἔτι κρύπτειν, ἔλαβεν αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θῖβιν καὶ κατέχρισεν αὐτὴν ἀσφαλτοπίσσῃ καὶ ἐνέβαλε τὸ παιδίον εἰς αὐτὴν καὶ ἔθηκεν αὐτὴν εἰς τὸ ἕλος παρὰ τὸν ποταμόν. | 3 Επειδή δε δεν ημπορούσαν επί περισσότερον χρόνον να το κρύπτουν, απεφάσισαν να το ρίψουν στον ποταμόν. Ελαβεν η μητέρα του ένα καλάθι, το ήλειψε με πολλήν άσφαλτον και πίσσαν, έβαλε μέσα εις αυτό το παιδίον και έθεσε το καλάθι στο έλος, κοντά στον Νείλον ποταμόν. | 3 Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τὸ κρύβουν περισσότερον, διὰ τοῦτο ἡ μητέρα του ἐπῆρε ἕνα καλάθι, φτιαγμένον ἀπὸ τὸ φυτὸν ποὺ λέγεται πάπυρος, τὸ ἄλειψε μὲ πίσσαν καὶ ἄσφαλτον, ἔβαλε μέσα τὸ βρέφος καὶ τὸ ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τοῦ ποταμοῦ, ὄπου τὰ νερὰ ἐλίμναζαν καὶ δὲν ἔτρεχαν μὲ ὁρμήν. |
4 καὶ κατεσκόπευεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ μακρόθεν μαθεῖν, τί τὸ ἀποβησόμενον αὐτῷ. | 4 Η αδελφή του βρέφους παρακολουθούσε μετά προσοχής εκ του μακρόθεν κρυμμένη, δια να ίδη τι θα συνέβαινεν στο παιδίον. | 4 Ἡ δὲ ἀδελφὴ τοῦ βρέφους ἔστεκεν εἰς κάποιαν ἀπόστασιν καὶ παρετηροῦσε μὲ προσοχήν τί ἐπρόκειτο νὰ συμβῇ εἰς αὐτό. |
5 κατέβη δὲ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ λούσασθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν, καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς παρεπορεύοντο παρὰ τὸν ποταμόν. καὶ ἰδοῦσα τὴν θῖβιν ἐν τῷ ἕλει, ἀποστείλασα τὴν ἅβραν ἀνείλατο αὐτήν. | 5 Κατά την ώραν εκείνην κατέβη από τα ανάκτορά της η θυγάτηρ του Φαραώ, δια να λουσθή στον ποταμόν. Οταν μαζή με τας θεραπαινίδας της, που την ακολουθούσαν, έφθασαν στον ποταμόν, εβάδιζαν παρά την όχθην του. Η θυγάτηρ του Φαραώ είδε το καλάθι στο έλος, απέστειλε μίαν υπηρέτριάν της και το επήρε. | 5 Ἐκείνην τὴν ὥραν κατέβη ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, διὰ νὰ λουσθῇ εἰς τὸν ποταμόν, η κόρη τοῦ Φαραώ, ἐνῷ αἱ ὑπηρέτριαί της ἐβάδιζαν κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ. Μόλις εἶδε ἡ κόρη τοῦ Φαραὼ τὸ καλάθι εἰς τὰ στάσιμα νερὰ τοῦ ποταμο, ἔστειλε μίαν ὑπηρέτριάν της νὰ τὸ σηκώσῃ καὶ νὰ τῆς τὸ φέρῃ. |
6 ἀνοίξασα δὲ ὁρᾷ παιδίον κλαῖον ἐν τῇ θίβει, καὶ ἐφείσατο αὐτοῦ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἔφη· ἀπὸ τῶν παιδίων τῶν ῾Εβραίων τοῦτο. | 6 Οταν το άνοιξε, είδε μέσα στο καλάθι ένα παιδί να κλαίη. Το ελυπήθη η θυγάτηρ του Φαραώ και είπε· “αυτό ασφαλώς είναι από τα παιδιά των Εβραίων”. | 6 Ἀνοίγει λοιπὸν καὶ βλέπει ἕνα βρέφος νὰ κλαίῃ μέσα εἰς τὸ καλάθι. Τὸ ἐλυπήθη ἡ κόρη τοῦ Φαραὼ καὶ εἶπε: «Ὁπωσδήποτε αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων». |
7 καὶ εἶπεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ τῇ θυγατρὶ Φαραώ· θέλεις καλέσω σοι γυναῖκα τροφεύουσαν ἐκ τῶν ῾Εβραίων καὶ θηλάσει σοι τὸ παιδίον; | 7 Η κρυμμένη αδελφή του βρέφους παρουσιάσθη τότε εις την θυγατέρα του Φαραώ και την ηρώτησε· “θέλεις να σου φωνάξω μια γυναίκα από τας Εβραίας, τροφόν δια να θηλάση προς λογαριασμόν σου το παιδί αυτό;” | 7 Ἐπῆρε τότε θάρρος ἡ ἀδελφὴ τοῦ βρέφους καὶ ἐπαρουσιάσθη ἐμπρὸς εἰς τὴν θυγατέρα τοῦ Φαραὼ καὶ εἶπε: Θέλεις να σοῦ εὕρω μίαν τροφὸν ἀπὸ τὰς γυναῖκας τῶν Ἑβραίων, διὰ νὰ σοῦ θηλάση τὸ βρέφος; |
8 ἡ δὲ εἶπεν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· πορεύου. ἐλθοῦσα δὲ ἡ νεᾶνις ἐκάλεσε τὴν μητέρα τοῦ παιδίου. | 8 Η θυγάτηρ του Φαραώ απήντησε· “ναι πήγαινε κάλεσέ την”. Ηλθεν η νεάνις και εκάλεσε την μητέρα του παιδιού. | 8 Καὶ ἡ κόρη τοῦ Φαραὼ τῆς ἀπεκρίθη: Μάλιστα, πήγαινε. Ἔφυγε λοιπὸν ἡ νεαρὰ κόρη καὶ ἐφώναξε τὴν μητέρα τοῦ βρέφους. |
9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· διατήρησόν μοι τὸ παιδίον τοῦτο καὶ θήλασόν μοι αὐτό, ἐγὼ δὲ δώσω σοι τὸν μισθόν. ἔλαβε δὲ ἡ γυνὴ τὸ παιδίον καὶ ἐθήλαζεν αὐτό. | 9 Η θυγάτηρ του Φαραώ είπε· “ανάλαβε την συντήρησιν αυτού του παιδιού, θήλασέ μου το και εγώ θα σου δώσω την αμοιβήν σου”. Επήρε η γυναίκα το παιδί και το εθήλαζε. | 9 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ἡ κόρη τοῦ Φαραώ: Νὰ μοῦ φυλάξῃς αὐτο τὸ παιδί, νὰ μοῦ τὸ θηλάσῃς καὶ ἑγὼ θὰ σὲ πληρώσω. Τότε ἡ μητέρα ἐπῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἐθήλαζε. |
10 ἀδρυνθέντος δὲ τοῦ παιδίου, εἰσήγαγεν αὐτὸ πρὸς τὴν θυγατέρα Φαραώ, καὶ ἐγενήθη αὐτῇ εἰς υἱόν· ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μωυσῆν λέγουσα· ἐκ τοῦ ὕδατος αὐτὸν ἀνειλόμην. | 10 Οταν το παιδί εμεγάλωσε, το ωδήγησεν η μητέρα του προς την θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη δε το επήρε ως υιόν της, το υιοθέτησε και το ωνόμασε Μωϋσήν, λέγουσα ότι “του δίνω αυτό το όνομα, διότι το έβγαλα από το νερό· είναι υδατόσωστος”. | 10 Καὶ ὅταν ἐμεγάλωσε τὸ παιδί, τὸ ἔφερεν εἰς τὴν κόρην τοῦ Φαραὼ καὶ αὐτὴ τὸ υἱοθέτησε· τοῦ ἔδωσε δὲ τὸ ὄνομα Μωϋσῆς, ποὺ σημαίνει ὑδατόσωστος, διότι εἶπε· «τὸ ἀνέσυρα ἀπὸ τὰ νερά». |
11 ᾿Εγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πολλαῖς ἐκείναις μέγας γενόμενος Μωυσῆς, ἐξῆλθε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. κατανοήσας δὲ τὸν πόνον αὐτῶν ὁρᾷ ἄνθρωπον Αἰγύπτιον τύπτοντά τινα ῾Εβραῖον τῶν ἑαυτοῦ ἀδελφῶν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ· | 11 Μετά πάροδον όμως αρκετού χρόνου, όταν ο Μωϋσής έγινε μέγας δια την σοφίαν και την δύναμιν, εξήλθεν από τα ανάκτορα και επεσκέφθη τους ομοεθνείς του, τους Ισραηλίτας. Ενώ παρακολουθούσε και έβλεπε την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν των, είδεν ένα Αιγύπτιον να κτυπά Εβραίον, ένα από τους αδελφούς του, τους Ισραηλίτας. | 11 Ὁ Μωϋσῆς ἐν τῷ μεταξὺ δὲν ἐπηρεάσθη ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα τῆς Αἰγύπτου. Κάποτε ἀφο ἐπέρασε πολὺς καιρὸς καὶ εἶχε μεγαλώσει, ἐπεσκέφθη τοὺς ἀδελφούς του Ἰσραηλίτας καὶ εἶδε μὲ συμπάθειαν τὰς καταπιέσεις, ποὺ ὑπέφεραν. Ἐκεῖ εἶδε κάποιον Αἰγύπτιον να κτυπᾷ ἕνα Ἑβραῖον, κάποιον δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του Ἰσραηλίτας. |
12 περιβλεψάμενος δὲ ὧδε καὶ ὧδε οὐχ ὁρᾷ οὐδένα καὶ πατάξας τὸν Αἰγύπτιον, ἔκρυψεν αὐτὸν ἐν τῇ ἄμμῳ. | 12 Ο Μωϋσής, εκύτταξεν ολόγυρά του από εδώ και από εκεί, δεν είδε κανένα και κτυπήσας θανασίμως τον Αιγύπτιον τον εφόνευσε, και έκρυψε το πτώμα του εις την άμμον. | 12 Ὁ πόνος καὶ ἡ συμπάθεια τὸν ἔκαμαν νὰ ἀγανακτήσῃ καὶ ἀφοῦ ἐκύτταξεν ἀπ’ ἐδῶ καὶ ἀπ' ἐκεῖ καὶ διεπίστωσεν ὅτι δὲν ἦτο κανείς, ἐσκότωσε τὸν Αἰγύπτιον καὶ ἔκρυψε τὸ πτῶμα του εἰς τὴν ἄμμον. |
13 ἐξελθὼν δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ ὁρᾷ δύο ἄνδρας ῾Εβραίους διαπληκτιζομένους καὶ λέγει τῷ ἀδικοῦντι· διὰ τί σὺ τύπτεις τὸν πλησίον; | 13 Την άλλην ημέραν εξήλθε πάλιν ο Μωϋσής, είδε δύο Εβραίους να διαπληκτίζωνται και λέγει στον αδικούντα· “διατί συ κτυπάς τον πλησίον σου;” | 13 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἐπεσκέφθη καὶ πάλιν τοὺς Ἑβραίους καὶ εἶδε δύο ἀπὸ αὐτοὺς νὰ φιλονεικοῦν καὶ νὰ κτυπᾷ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Εἶπε τότε εἰς τὸν ἔνοχον: Διατὶ κτυπᾷς αὐτόν, ποὺ εἶναι Ἰσραηλίτης ὅπως καὶ σύ; |
14 ὁ δὲ εἶπε· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ᾿ ἡμῶν; μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις, ὃν τρόπον ἀνεῖλες χθὲς τὸν Αἰγύπτιον; ἐφοβήθη δὲ Μωυσῆς, καὶ εἶπεν· εἰ οὕτως ἐμφανὲς γέγονε τὸ ρῆμα τοῦτο; | 14 Εκείνος του απήντησε με αναίδειαν· “ποίος σε διώρισεν άρχοντα και δικαστήν εις ημάς; Μηπως θέλεις να φονεύσης και εμέ, όπως χθες εφόνευσες τον Αιγύπτιον;” Εφοβήθη ο Μωϋσής από τους λόγους αυτούς και είπε· “λοιπόν, έγινε τόσον γνωστή η χθεσινή μου πράξις;” | 14 Ἐκεῖνος ὅμως ἀπήντησε μὲ τρόπον περιφρονητικὸν καὶ εἶπε: Ποῖος σὲ ἔβαλεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐπάνω μας; Μήπως θέλεις νὰ μὲ σκοτώσης, ὅπως ἐσκότωσες χθὲς τὸν Αἰγύπτιον; Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Μωϋσῆς, ἐφοβήθη καὶ εἶπε μέσα του: «Ὥστε λοιπὸν τόσον πολὺ γνωστὴ ἔγινεν ἡ πρᾶξις μου;» |
15 ἤκουσε δὲ Φαραὼ τὸ ρῆμα τοῦτο καὶ ἐζήτει ἀνελεῖν Μωυσῆν· ἀνεχώρησε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ προσώπου Φαραὼ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Μαδιάμ, ἐλθὼν δὲ εἰς γῆν Μαδιὰμ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ φρέατος. | 15 Πράγματι δε ο Φαραώ είχε πληροφορηθή την πράξιν αυτήν και εζήτει να θανατώση τον Μωϋσέα. Ο Μωϋσής τότε ανεχώρησε μακράν από τον Φαραώ, ήλθεν εις την γην Μαδιάμ, όπου και εγκατεστάθη. Οταν δε έφθασε εις την χώραν Μαδιάμ, εκάθησεν εις ένα φρέαρ. | 15 Ἄκουσε δὲ τὸ γεγονὸς καὶ ὁ Φαραὼ καὶ ἤθελε νὰ σκοτώσῃ τὸν Μωϋσῆν. Ὁ Μωϋσῆς ὅμως ἔφυγε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Φαραὼ καὶ ἦλθε νὰ ζήσῃ εἰς τὴν γῆν Μαδιάμ. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ἐκάθησε δίπλα εὶς ἕνα πηγάδι. |
16 τῷ δὲ ἱερεῖ Μαδιὰμ ἦσαν ἑπτὰ θυγατέρες ποιμαίνουσαι τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῶν ᾿Ιοθόρ· παραγενόμεναι δὲ ἤντλουν ἕως ἔπλησαν τὰς δεξαμενὰς ποτίσαι τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῶν ᾿Ιοθόρ. | 16 Ο ιερεύς της Μαδιάμ, ο Ιοθόρ, είχεν επτά θυγατέρας, αι οποίαι έβοσκαν τα πρόβατα του πατρός των. Αυταί ήλθαν στο φρέαρ, ήντλησαν νερό και εγέμισαν τα ποτιστήρια των προβάτων, δια να ποτίσουν το κοπάδι του πατρός των. | 16 Ὁ δὲ ἱερεὺς τῆς Μαδιάμ, ποὺ ἐλέγετο Ἰοθόρ, εἶχεν ἑπτὰ θυγατέρας, ποὺ ἔβοσκαν τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα των. Ἦλθαν λοιπὸν τότε ἐκεῖναι καὶ ἄντλησαν νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι τόσον, ὅσον ἐχρειάζετο, διὰ νὰ γεμίσουν τὰς δεξαμενάς, προκειμένου νὰ ποτίσουν τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα των Ἰοθόρ. |
17 παραγενόμενοι δὲ οἱ ποιμένες ἐξέβαλλον αὐτάς· ἀναστὰς δὲ Μωυσῆς ἐρρύσατο αὐτὰς καὶ ἤντλησεν αὐταῖς καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατα αὐτῶν· | 17 Αλλά ελθόντες οι άλλοι ποιμένες τας εξεδίωκον. Εσηκώθη όμως τότε ο Μωϋσής τας υπερήσπισε και τας εγλύτωσε από τους ποιμένας· ήντλησεν ο ίδιος νερό και επότυσε τα πρόβατά των. | 17 Κατέφθασαν ὅμως ἐκείνην τὴν ὥραν ἄλλοι βοσκοὶ εἰς τὸ πηγάδι καὶ τὰς ἐξεδίωκαν, διὰ νὰ ποτίσουν τὰ ἰδικά των πρόβατα. Ὁ Μωὺὑσῆς, ποὺ εἶδε αὐτὸ ποὺ ἔκαμναν οἱ βοσκοί, ὕψωσε τὸ ἀνάστημά του καὶ τὰς ἐπροστάτευσε καὶ ἄντλησε νερὸ δι’ αὐτὰς καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατά των. |
18 παρεγένοντο δὲ πρὸς Ραγουὴλ τὸν πατέρα αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν αὐταῖς· διατί ἐταχύνατε τοῦ παραγενέσθαι σήμερον; | 18 Εκείναι επέστρεψαν προς τον πατέρα των τον Ραγουήλ, ο οποίος και τας ηρώτησε· “διατί τόσον ενωρίς επεστρέψατε σήμερον;” | 18 Ὅταν αἱ κόραι ἐπέστρεψαν πρὸς τὸν πατέρα των, ποὺ ἐλέγετο καὶ Ραγουήλ, ἔκπληκτος ἐκεῖνος τὰς ἐρώτησε: Πῶς ἔγινε αὐτὸ καὶ ἤλθατε τόσον ἐνωρὶς σήμερον; |
19 αἱ δὲ εἶπαν· ἄνθρωπος Αἰγύπτιος ἐρρύσατο ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ποιμένων καὶ ἤντλησεν ἡμῖν καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατα ἡμῶν. | 19 Αυταί απήντησαν· “ένας Αιγύπτιος μας υπερήσπισε και μας εφύλαξεν από τους άλλους ποιμένας, έβγαλε δε νερό από το φρέαρ και επότισε τα πρόβατά μας”. | 19 Ἕνας Αἰγύπτιος, ἀπεκρίθησαν ἐκεῖναι, μᾶς ἐπροστάτευσεν ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ ἄντλησε νερὸ διὰ λογαριασμόν μας καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατά μας. |
20 ὁ δὲ εἶπε ταῖς θυγατράσιν αὐτοῦ· καὶ ποῦ ἐστι; καὶ ἱνατί οὕτως καταλελοίπατε τὸν ἄνθρωπον; καλέσατε οὖν αὐτόν, ὅπως φάγῃ ἄρτον. | 20 Ο ιερεύς ηρώτησε τας θυγατέρας του· “και που είναι τώρα αυτός ο άνθρωπος; Διατί, αφού τόσον σας εξυπηρέτησε, τον εγκατελείψατε; Πηγαίνετε και καλέσατέ τον να φάγη άρτον μαζή μας”. | 20 Εἶπε τότε ἐκεῖνος εἰς τὰς θυγατέρας του: Καὶ ποὺ εἶναι τώρα ὁ ἄνθρωπος αὐτός; Καὶ διατὶ ἔτσι τὸν ἀφήσατε καὶ δεν τὸν ἐφέρατε εἰς τὸ σπίτι μας; Καλέσατέ τον νὰ φάγῃ ψωμὶ μαζί μας! |
21 κατῳκίσθη δὲ Μωυσῆς παρὰ τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ἐξέδοτο Σεπφώραν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ Μωυσῇ γυναῖκα. | 21 Ο Μωϋσής εγνωρίσθη με την οικογένειαν του Ιοθόρ, κατώκησε πλησίον αυτού, ο οποίος και του έδωσεν ως σύζυγον την θυγατέρα του, την Σεπφώραν. | 21 Ὁ δὲ Μωϋσῆς ἐδέχθη νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, καὶ ὁ Ἰοθὸρ τοῦ ἔδωσεν ὡς σύζυγόν του τὴν κόρην του Σεπφώραν. |
22 ἐν γαστρὶ δὲ λαβοῦσα ἡ γυνὴ ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐπωνόμασε Μωυσῆς τὸ ὄνομα αὐτοῦ Γηρσὰμ λέγων· ὅτι πάροικός εἰμι ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ. | 22 Η Σεπφώρα συνέλαβε και εγέννησεν υιόν. Ο Μωϋσής ωνόμασεν αυτόν Γηρσάμ, λέγων ότι του δίνω αυτό το όνομα “διότι είμαι προσωρινός εις την ξένην αυτήν χώραν”. | 22 Ἡ δὲ Σεπφώρα συνέλαβε καὶ ἐγέννησεν υἱόν, τὸν ὁποῖον ὁ Μωϋσῆς ὠνόμασε Γηρσάμ, λέξις ποὺ σημαίνει ξένος, διότι εἶπεν, εἶμαι προσωρινὸς κάτοικος εἰς ξένον τόπον. |
23 Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας τὰς πολλὰς ἐκείνας ἐτελεύτησεν ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου. καὶ κατεστέναξαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τῶν ἔργων καὶ ἀνεβόησαν, καὶ ἀνέβη ἡ βοὴ αὐτῶν πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ τῶν ἔργων. | 23 Επειτα από αρκετόν χρόνον απέθανεν ο βασιλεύς εκείνος της Αιγύπτου, ο οποίος κατέθλιβε τους Ισραηλίτας με τον πολύν φόρτον σκληρών εργασιών. Ανεστέναξαν βαθύτατα οι Ισραηλίται εξ αιτίας της θλίψεως των καταναγκαστικών έργων, εβόησαν προς τον Θεόν και η κραυγή των έφθασεν στον Θεόν. | 23 Μετὰ δὲ ἀπὸ μεγάλην χρονικὴν περίοδον ἀπέθανεν ὁ Φαραὼ ἐκεῖνος τῆς Αἰγύπτου, ποὺ κατεπίεζε τοὺς Ἑβραίους. Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως δεν ἔπαυσαν νὰ ὑποφέρουν καὶ ἐστέναζαν εἰς τὰ καταναγκαστικὰ ἔργα καὶ ἐζητοῦσαν ἀπεγνωσμένα βοήθειαν. Καὶ ἀνέβη ἡ κραυγὴ καὶ ἱκεσία των μέσα ἀπὸ τὴν σκληρὰν δουλείαν καὶ ἔφθασεν ἕως τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ. |
24 καὶ εἰσήκουσεν ὁ Θεὸς τὸν στεναγμὸν αὐτῶν, καὶ ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τῆς διαθήκης αὐτοῦ τῆς πρὸς ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακώβ. | 24 Ηκουσεν ο Θεός τον στεναγμόν των, ενεθυμήθη την υπόσχεσίν που είχε δώσει προς τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. | 24 Καὶ ὁ Θεὸς εἱσήκουσε τοὺς στεναγμούς των καὶ ἐνεθυμήθη τὴν διαθήκην, ποὺ ἔκαμε μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθη ὅτι θὰ προστατεύσω τὸν λαόν του. |
25 καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ καὶ ἐγνώσθη αὐτοῖς. | 25 Ερριψεν ένα βλέμμα ευσπλαγχνίας προς τους ταλαιπωρουμένους Ισραηλίτας και έγινε γνωστός εις αυτούς ως υπερασπιστής και λυτρωτής των. | 25 Ἦλθε πλέον ἡ ὡρισμένη ὥρα καὶ εἶδε μὲ συμπάθειαν ὁ Θεὸς τοὺς Ἰσμαηλίτας καὶ ἐφανερώθη μὲ τὴν προστατευτικήν του δύναμιν εἰς αὐτούς. |