Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΑΠῌΡΑΝ δὲ ἐξ Αἰλεὶμ καὶ ἤλθοσαν πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν ᾿Ισραὴλ εἰς τὴν ἔρημον Σίν, ὅ ἐστιν ἀνὰ μέσον Αἰλεὶμ καὶ ἀνὰ μέσον Σινά. τῇ δὲ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ ἐξεληλυθότων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου, | 1 Ολος ο λαός των Ισραηλιτών ανεχώρησαν από την Αιλείμ και ήλθον εις την έρημον Σιν, η οποία ευρίσκεται μεταξύ της Αιλείμ και του όρους Σινά. Εκεί, κατά την δεκάτην πέμπτην του δευτέρου μηνός από της αναχωρήσεώς των εκ της Αιγύπτου, | 1 Εξεκίνησε λοιπὸν ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπὸ τὴν Αἰλεὶμ καὶ ἦλθαν εἰς τὴν πετρώδη ἔρημον Σίν, ποὺ εὑρίσκεται μεταξὺ Αἰλεὶμ καὶ ὄρους Σινᾶ. Ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην ἡμέραν τοῦ δευτέρου μηνός, ἀφ' ὅτου ἐβγῆκαν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, |
2 διεγόγγυζε πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐπὶ Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρών, | 2 εγόγγυζεν όλον το πλήθος των Ισραηλιτών κατά του Μωϋσέως και του Ααρών και είπαν εις αυτούς· “καλύτερα να είχαμε πεθάνει εις την Αίγυπτον κτυπημένοι με μίαν από τας πληγάς, που είχε στείλει εκεί ο Κυριος εις την Αίγυπτον, όπου επί τέλους εκαθήμεθα πλησίον εις τα καζάνια τα γεμάτα κρέας και εχορταίναμεν ψωμί και φαγητόν, | 2 ἄρχισαν νὰ παραπονοῦνται καὶ νὰ γογγύζουν ὅλοι, λαὸς |
3 καὶ εἶπαν πρὸς αὐτοὺς οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· ὄφελον ἀπεθάνομεν πληγέντες ὑπὸ Κυρίου ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ὅταν ἐκαθίσαμεν ἐπὶ τῶν λεβήτων τῶν κρεῶν καὶ ἠσθίομεν ἄρτους εἰς πλησμονήν· ὅτι ἐξήγαγε ἡμᾶς εἰς τὴν ἔρημον ταύτην ἀποκτεῖναι πᾶσαν τὴν συναγωγὴν ταύτην ἐν λιμῷ. | 3 παρά που μας εβγάλατε εις την έρημον αυτήν να μας θανατώσετε όλους με την πείναν”. | 3 Εἶπαν δὲ πρὸς αὐτοὺς οἱ Ἰσραηλῖται καὶ τὰ ἑξῆς ἀχάριστα λόγια: «Μάκαρι νὰ εἴχαμε πεθάνει κτυπημένοι μὲ κάποιαν τιμωρίαν τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Αἴγυπτον, τότε ποὺ ἤμεθα καθισμένοι κοντὰ εἰς τὰ καζάνια μὲ τὰ κρέατα καὶ ἐτρώγαμε ἄφθονο ψωμὶ καὶ ἐχορταίναμε. Διότι τώρα μᾶς ἐβγάλατε καὶ μᾶς ἐφέρατε εἰς αὐτὴν τὴν ἔρημον, διὰ νὰ θανατώσετε ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμον μὲ πεῖναν». |
4 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ὑμῖν ἄρτους ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξελεύσεται ὁ λαὸς καὶ συλλέξουσι τὸ τῆς ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ὅπως πειράσω αὐτούς, εἰ πορεύσονται τῷ νόμῳ μου ἢ οὔ· | 4 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ιδού εγώ θα βρέξω δια σας άρτους από τον ουρανόν. Και ο ισραηλιτικός λαός θα εξέλθη και θα συλλέγουν όλοι κάθε ημέραν όσον τους είναι αρκετόν δια την ημέραν. Η εντολή μου αυτή είναι και δοκιμασία δι' αυτούς, δια να ίδω, εάν θα συμμορφωθούν με αυτήν η, όχι. | 4 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Νά, θὰ βρέξω ἐγὼ ψωμιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ βγαίνουν ἀπὸ τὰς σκηνάς των καὶ θὰ μαζεύουν κάθε ἡμέραν τὸ ἀπαραίτητον διὰ τὴν ἡμέραν. Θέλω ἔτσι νὰ τοὺς βάλω εἰς δοκιμασίαν, διὰ νὰ φανῇ κατὰ πόσον εἶναι πρόθυμοι ἢ ὄχι νὰ συμμορφώνωνται πρὸς τὸν νόμον μου. καὶ πρόκριτοι τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐναντίον τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀαρών. |
5 καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ καὶ ἑτοιμάσουσιν ὃ ἂν εἰσενέγκωσι, καὶ ἔσται διπλοῦν ὃ ἐὰν συναγάγωσι τὸ καθ᾿ ἡμέραν εἰς ἡμέραν. | 5 Κατά την έκτην όμως ημέραν, την παραμονήν δηλαδή του Σαβάτου, θα προμηθευθούν και θα φέρουν στο σπίτι των μεγαλυτέραν ποσότητα· διπλήν από εκείνην την οποίαν συλλέγουν κατά τας άλλας ημέρας”. | 5 Κατὰ τὴν ἕκτην ἡμέραν ὅμως θὰ κάμνουν ἰδιαιτέραν ἑτοιμασίαν διὰ τὸ ψωμί, ποὺ θὰ φέρουν μέσα εἰς τὰς σκηνάς. Ἡ ποσότης δηλαδὴ ποὺ θὰ μαζεύουν θὰ εἶναι διπλάσια ἀπὸ ἐκείνην, ποὺ θὰ μαζεύουν κάθε ἡμέραν». |
6 καὶ εἶπε Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶν ᾿Ισραήλ· ἑσπέρας γνώσεσθε ὅτι Κύριος ἐξήγαγεν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, | 6 Ο Μωϋσής και ο Ααρών είπαν προς όλον το πλήθος των Ισραηλιτών· “αυτήν την εσπέραν θα μάθετε, ότι ο Κυριος σας έβγαλεν από την Αίγυπτον, όχι δια να σας θανατώση με την πείναν. | 6 Εἶπαν δὲ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρών πρὸς ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν: «Τὸ βράδυ θὰ μάθετε ὅτι ὁ Κύριος ἦτο Ἐκεῖνος, ποὺ σᾶς ἔβγαλεν ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. |
7 καὶ πρωΐ ὄψεσθε τὴν δόξαν Κυρίου ἐν τῷ εἰσακοῦσαι τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν ἐπὶ τῷ Θεῷ· ἡμεῖς δὲ τί ἐσμεν ὅτι διαγογγύζετε καθ᾿ ἡμῶν; | 7 Αύριον το πρωϊ θα ιδήτε την δόξαν του Κυρίου, ο οποίος ήκουσε τον εναντίον του γογγυσμόν σας, διότι οι γογγυσμοί σας εναντίον αυτού στρέφονται. Ημείς τι είμεθα, ώστε να γογγύζετε εναντίον μας;” | 7 Καὶ αὔριον τὸ πρωῒ θὰ ἰδῆτε τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ εἱσήκουσεν ἤδη ὁ Κύριος τὸν γογγυσμόν σας, ποὺ στρέφεται ἐναντίον Του. Διότι τί εἴμεθα πράγματι ἡμεῖς καὶ γογγύζετε καὶ παραπονεῖσθε ἐναντίον μας;» |
8 καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἐν τῷ διδόναι Κύριον ὑμῖν ἑσπέρας κρέα φαγεῖν καὶ ἄρτους τὸ πρωΐ εἰς πλησμονὴν διὰ τὸ εἰσακοῦσαι Κύριον τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς διαγογγύζετε καθ᾿ ἡμῶν· ἡμεῖς δὲ τί ἐσμεν; οὐ γὰρ καθ᾿ ἡμῶν ἐστιν ὁ γογγυσμὸς ὑμῶν· ἀλλ᾿ ἢ κατὰ τοῦ Θεοῦ. | 8 Και προσέθεσεν ακόμη ο Μωϋσής· “θα ιδήτε την πανάγαθον πρρστασίαν του Κυρίου, όταν την μεν εσπέραν θα σας δώση κρέατα να φάγετε, το δε πρωϊ άφθονο ψωμί, ώστε να χορτάσετε, διότι ήκουσε τους γογγυσμούς σας εναντίον ημών. Τι είμεθα ημείς και γογγύζετε εναντίον μας; Είμεθα απλοί υπηρέται του Θεού. Επομένως ο γογγυαμός σας δεν στρέφεται εναντίον μας, αλλά εναντίον του Θεού”. | 8 Εἶπε δὲ πάλιν ὁ Μωϋσῆς: «Θὰ γίνῃ αὐτὸ καὶ θὰ ἰδῆτε τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, καθὼς θὰ σᾶς δίδῃ τὸ βράδυ κρέατα, διὰ νὰ τρώγετε καὶ τὸ πρωῒ ψωμιά, διὰ νὰ χορταίνετε. Διότι ὁ Κύριος εἱσήκουσε τὰ παράπονα καὶ τὸν γογγυσμόν σας, ποὺ στρέφετε σεῖς ἐναντίον μας. Τί εἴμεθα ὅμως ἡμεῖς καὶ γογγύζετε ἐναντίον μας; Διότι πρέπει να γνωρίζετε ὅτι ὁ γογγυσμός σας δὲν στρέφεται ἐναντίον μας, ἀλλ’ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ». |
9 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς ᾿Ααρών· εἰπὸν πάσῃ συναγωγῇ υἱῶν ᾿Ισραήλ· προσέλθετε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ· εἰσακήκοε γὰρ τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν. | 9 Ο Μωϋσής είπεν στον Ααρών· “ειπέ εις όλους τους Ισραηλίτας· Προσέλθετε ενώπιον του Κυρίου, παβρουσιασθήτε εις αυτόν με ευλάβειαν, διότι ήκουσε τους γογγυσμούς σας”. | 9 Εἶπε δὲ ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Ἀαρών: «Δῶσε αὐτὴν τὴν παραγγελίαν εἰς ὅλους τοὺς Ἰσμαηλίτας: Ἐλᾶτε νὰ παρουσιασθῆτε ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, διότι ἤδη ἔχει ἀκούσει τὸν γογγυσμόν σας». |
10 ἡνίκα δὲ ἐλάλει ᾿Ααρὼν πάσῃ συναγωγῇ υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπεστράφησαν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ ἡ δόξα Κυρίου ὤφθη ἐν νεφέλῃ. | 10 Την ώραν, που ο Ααρών ωμιλούσεν στο πλήθος των Ισραηλιτών, έστρεψαν εκείνοι τα βλέμματά των εις την έρημον και ιδού, εφάνηκε η δόξα του Κυρίου υπό μορφήν νεφέλης. | 10 Συνέβη δὲ ὥστε, ἐνῶ ὡμιλοῦσεν ὁ Ἀαρὼν πρὸς ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἔστρεψαν αὐτοὶ τὰ βλέμματά των πρὸς τὴν ἔρημον καὶ τότε ἐφάνη ἡ δόξα τοῦ Κυρίου σὰν λαμπρὸν σύννεφον. |
11 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 11 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν· | 11 Ὡμίλησε δὲ τότε ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
12 εἰσακήκοα τὸν γογγυσμὸν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ· λάλησον πρὸς αὐτοὺς λέγων· τὸ πρὸς ἑσπέραν ἔδεσθε κρέα καὶ τὸ πρωΐ πλησθήσεσθε ἄρτων· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 12 “ήκουσα τον γογγυσμόν των Ισραηλιτών. Ειπέ εις αυτούς· Την εσπέραν θα φάγετε κρέατα και το πρωϊ θα χορτάσετε από άρτους· έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. | 12 «Ἔχω ἀκούσει τὰ παράπονα καὶ τὰς διαμαρτυρίας τῶν Ἰσραηλιτῶν. Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Ὅταν βραδυάσῃ, θὰ φάγετε κρέατα καὶ τὸ πρωῒ θὰ χορτάσετε ἀπὸ ψωμιά. Ἔτσι θὰ καταλάβετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος ὅλων, ὁ Θεός σας». |
13 ἐγένετο δὲ ἑσπέρα, καὶ ἀνέβη ὀρτυγομήτρα καὶ ἐκάλυψε τὴν παρεμβολήν· τὸ πρωΐ ἐγένετο καταπαυομένης τῆς δρόσου κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς | 13 Οταν ήλθεν η εσπέρα, έπεσαν πλήθος ορτύκια εις την περιοχήν, τόσα πολλά ώστε εσκέπασαν την κατασκήνωσιν των Εβραίων. Την δε πρωΐαν, καθώς έπαυεν η πτώσις της δρόσου γύρω από την κατασκήνωσιν, | 13 Ἦλθε πράγματι τὸ βράδυ καὶ ἐνεφανίσθησαν σμήνη ἀπὸ ὀρτύκια, ποὺ ἐσκέπασαν ὅλον τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν. Κατὰ τὸ πρωῒ δέ, καθὼς ἐξηφανίζετο ἡ δροσιὰ γύρω ἀπὸ τὸν χῶρον ὅποὺ ἦσαν στρατοπεδευμένοι, |
14 καὶ ἰδοὺ ἐπὶ πρόσωπον τῆς ἐρήμου λεπτὸν ὡσεὶ κόριον λευκόν, ὡσεὶ πάγος ἐπὶ τῆς γῆς. | 14 εφάνη αίφνης απλωμένον εις την έρημον κάτι λεπτόν, όπως είναι οι σπόροι από το κεχρί, και λευκόν όπως ο πάγος επάνω εις την γην. | 14 βλέπουν ὅλοι ὅτι ἡ ἐπιφάνεια τῆς ἐρήμου ἦτο σκεπασμένη μὲ ἕνα λεπτὸν στρῶμα ἀπὸ ἄσπρους μικροὺς κόκκους σὰν τὸ κεχρί, ὅπως ὅταν πέφτῃ πάχνη εἰς τὴν γῆν. |
15 ἰδόντες δὲ αὐτὸ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ· τί ἐστι τοῦτο; οὐ γὰρ ᾔδεισαν, τί ἦν. εἶπε δὲ Μωυσῆς αὐτοῖς· οὗτος ὁ ἄρτος, ὃν ἔδωκε Κύριος ὑμῖν φαγεῖν· | 15 Οταν το είδον οι Ισραηλίται, ερωτούσαν ο ένας τον άλλον· “τι είναι τούτο;” Διότι δεν εγνώριζαν τι πράγματι ήτο εκείνο. Ο Μωϋσής όμως τους είπεν· “αυτός είναι ο άρτος, τον οποίον ο Κυριος σας έδωκε να φάγετε. | 15 Ὅταν τὸ εἶδαν αὐτὸ οἱ Ἰσραηλῖται, εἶπαν ἔκπληκτοι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον: «Τὶ εἶναι αὐτό;», διότι δὲν ἐγνώριζαν τί ἦτο. Τότε ὁ Μωϋσῆς τοὺς εἶπεν: «Αὐτὸ εἶναι τὸ ψωμί, ποὺ σᾶς ἔδωσεν ὁ Κύριος, διὰ νὰ φάγετε. |
16 τοῦτο τὸ ρῆμα ὃ συνέταξε Κύριος· συναγάγετε ἀπ᾿ αὐτοῦ ἕκαστος εἰς τοὺς καθήκοντας, γομὸρ κατὰ κεφαλὴν κατὰ ἀριθμὸν ψυχῶν ὑμῶν, ἕκαστος σὺν τοῖς συσκηνίοις ὑμῶν συλλέξατε. | 16 Αυτή δε είναι η εντολή, που σας έδωσεν ο Κυριος· Συλλέξατε από αυτό ο καθένας τόσον, όσον είναι αρκετόν δια τα μέλη της οικογενείας σας. Ενα γομόρ θα συλλέγετε δια το κάθε μέλος της οικογενείας σας, δια τον κάθε ομόσκηνόν σας”. | 16 Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἐντολὴ ποὺ ἔδωσεν ὁ Κύριος: Νὰ μαζεύσετε ἀπὸ αὐτὸ καθένας ἀναλόγως πρὸς τὰς ἀνάγκας τῶν ἰδικῶν του· Ἕνα γομόρ (=δοχεῖον ποὺ χωροῦσε περίπου 3 σημερινὰ κιλὰ) κατ’ ἄτομον καὶ ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας σας. Νὰ μαζεύσετε ὁ καθεὶς καὶ ὅσα χρειάζονται διὰ τὴν διατροφὴν αὐτῶν, ποὺ συντρώγουν καὶ συζοῦν μαζί σας». |
17 ἐποίησαν δὲ οὕτως οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ συνέλεξαν ὁ τὸ πολὺ καὶ ὁ τὸ ἔλαττον. | 17 Ετσι έκαμαν οι Ισραηλίται και εμάζεψαν άλλος πολύ και άλλος ολίγον | 17 Πράγματι δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἔκαναν ὅπως παρήγγειλεν ὁ Θεὸς καὶ ἐμάζευσαν ἄλλος πολὺ καὶ ἄλλος ὀλίγον. |
18 καὶ μετρήσαντες γομόρ, οὐκ ἐπλεόνασεν ὁ τὸ πολύ, καὶ ὁ τὸ ἔλαττον οὐκ ἠλαττόνησεν· ἕκαστος εἰς τοὺς καθήκοντας παρ᾿ ἑαυτῷ συνέλεξαν. | 18 Οταν όμως εμέτρησαν το συλλεγέν ποσόν δια του δοχείου, που εχωρούσεν ένα γομόρ, είδαν ότι όποιος είχε συλλέξει πολύ δεν εξεπέρασε το ένα γομόρ, και όποιος εμάζεψεν ολίγον δεν είχεν ολιγώτερον από ένα γομόρ. Ο καθένας δηλαδή είχεν εις την διάθεσίν του ένα γομόρ δια το κάθε άτομον της οικογενείας του | 18 Ὑπελόγισαν κατόπιν τὰ γομὸρ ποὺ ἐμάζευσαν καὶ εἶδαν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἐμάζευσε πολύ, δὲν εἶχε περισσότερον ἀπὸ ὄσον ἐχρειάζετο· καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐμάζευσεν ὀλίγον, δὲν εἶχε ὀλιγώτερον ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητον. Ὁ καθένας ἐμάζευσεν ἀναλόγως πρὸς τὰς ἀνάγκας τῶν προσώπων, ποὺ ἦσαν μέλη τῆς οἰκογενείας του. |
19 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς αὐτούς· μηδεὶς καταλειπέτω ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ. | 19 Είπε δε προς αυτούς ο Μωϋσής· “κανείς δεν θα αφήση περίσσευμα από αυτό δια την επομένην ημέραν”. | 19 Εἶπε δὲ ὁ Μωῦσῆς πρὸς τοὺς 1σραηλίτας: «Προσέξατε! Δὲν πρέπει νὰ ἀφήσῃ κανείς σας κάτι ἀπὸ αὐτὸ διὰ τὸ πρωῒ τῆς ἑπομένης ἡμέρας». |
20 καὶ οὐκ εἰσήκουσαν Μωυσῇ, ἀλλὰ κατέλιπόν τινες ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ· καὶ ἐξέζεσε σκώληκας καὶ ἐπώζεσε· καὶ ἐπικράνθη ἐπ᾿ αὐτοῖς Μωυσῆς. | 20 Μερικοί όμως δεν υπήκουσαν στον Μωυσήν και αφήκαν περίσσευμα δια το άλλο πρωϊ. Αυτό όμως έβγαλε σκουλήκια και εβρώμησε. Επικράνθη ο Μωϋσής από την παρακοήν των αυτήν. | 20 Μερικοὶ ὅμως δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Μωϋσέως καὶ ἄφησαν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ μάννα διὰ τὸ πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας. Αὐτὸ ὅμως ἔβγαλε σκουλήκια καὶ ἐβρώμησεν. Ὁ δὲ Μωϋσῆς ἐπικράθη καὶ ἐλυπήθη βαθύτατα δι’ αὐτούς. |
21 καὶ συνέλεξαν αὐτὸ πρωΐ πρωΐ, ἕκαστος τὸ καθῆκον αὐτῷ· ἡνίκα δὲ διεθέρμαινεν ὁ ἥλιος, ἐτήκετο. | 21 Καθε πρωϊ οι Ιοραηλίται συνέλεγαν αυτό. Καθένας το καθωρισμένον δια την οικογένειάν του ποσόν. Οταν δε ανέτελλεν ο ήλιος και ηύξανεν η θερμότης, αυτό έλυωνε. | 21 Κάθε ἡμέραν πολὺ πρωῒ ἐμάζευαν ἀπὸ τὸ μάννα καθένας ἀναλόγως πρὸς τὰς ἀνάγκάς του. Ὅταν δὲ ἐπροχωροῦσεν ἡ ἡμέρα καὶ ὁ ἥλιος ἐθέρμαινε τὴν γῆν, τὸ μάννα ἔλειωνε. |
22 ἐγένετο δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ, συνέλεξαν τὰ δέοντα διπλᾶ, δύο γομὸρ τῷ ἑνί· εἰσήλθοσαν δὲ πάντες οἱ ἄρχοντες τῆς συναγωγῆς καὶ ἀνήγγειλαν Μωυσῇ· | 22 Κατά την έκτην ημέραν συνέλεξαν διπλήν ποσότητα, δύο γομόρ περί τα εξ κιλά) δια κάθε άτομον. Οι άρχοντες των Ισραηλιτών επληροφόρησαν τον Μωϋσέα σχετικώς. | 22 Κατὰ δὲ τὴν ἕκτην ἡμέραν ἐμάζευσαν πάλιν αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ μαζεύσουν, εἰς διπλασίαν ὅμως ποσότητα ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ἐμάζευαν τὰς ἄλλας ἡμέρας· δύο γομὸρ κατ’ ἄτομον. Ἦλθαν δὲ ὅλοι οἱ προεστοὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ ἀνεκοίνωσαν ὅσα συνέβησαν. |
23 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς αὐτούς· οὐ τοῦτο τὸ ρῆμά ἐστιν, ὃ ἐλάλησε Κύριος; σάββατα ἀνάπαυσις ἁγία τῷ Κυρίῳ αὔριον· ὅσα ἐὰν πέσσητε, πέσσετε, καὶ ὅσα ἐὰν ἕψητε, ἕψετε· καὶ πᾶν τὸ πλεονάζον καταλείπετε αὐτὸ εἰς ἀποθήκην εἰς τὸ πρωΐ. | 23 Ο δε Μωϋσής τους είπεν· “αυτή δεν είναι η εντολή, που σας έδωσεν ο Κυριος; Αύριον είναι Σαββατον, ημέρα αναπαύσεως, αφιερωμένη στον Κυριον. Οσος άρτος σας χρειάζεται να ζυμώσετε δια τας δύο ημέρας, ζυμώσατέ τους σήμερον· και όσα έχετε να ψήσετε, ψήσατέ τα σήμερον. Οσα δε από αυτά, αφού φάγετε σήμερον, σας περισσεύσουν, φυλάξατέ τα ως απόθεμα δια την αυριανήν ημέραν”. | 23 Εἶπε δὲ ὁ Μωϋσῆς πρὸς αὐτούς: «Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ἐντολή, ποὺ ἔδωσεν ὁ Κύριος; Αὔριον εἶναι Σάββατον· ἀνάπαυσις ἁγία, ἀφιερωμένη πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Ὅσα λοιπὸν θέλετε νὰ βράσετε, νὰ τὰ βράσετε σήμερον, καὶ ὅσα πρέπει νὰ ψήσετε, ψήσατέ τα σήμερον. Καὶ ὀτιδήποτε θὰ περισσεύσῃ, νὰ τὸ ἀποθηκεύσετε διὰ τὸ πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας». |
24 καὶ κατελίποσαν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ, καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς Μωυσῆς· καὶ οὐκ ἐπώζεσεν, οὐδὲ σκώληξ ἐγένετο ἐν αὐτῷ. | 24 Αφήκαν το περισσεύσαν από αυτό μέχρι την άλλην ημέραν, όπως τους είχε διατάξει ο Μωϋσής. Είδαν δε ότι ούτε εβρώμησεν ούτε έβγαλε σκώληκας. | 24 Πράγματι δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἄφησαν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ μάννα διὰ τὸ πρωΐ, ὅπως τοὺς παρήγγειλεν ὁ Μωϋσῆς, καὶ δεν ἐβρώμησεν, οὔτε ἐβγῆκεν εἰς αὐτὸ κανένα σκουλήκι. |
25 εἶπε δὲ Μωυσῆς· φάγετε σήμερον, ἔστι γὰρ σάββατα σήμερον τῷ Κυρίῳ· οὐχ εὑρεθήσεται ἐν τῷ πεδίῳ. | 25 Τους είπεν ο Μωϋσής· “φάγετε σήμερον από το χθεσινόν περίσσευμα, διότι σήμερον είναι Σαββατον, αφιερωμένον στον Κυριον και δεν θα υπάρξη μάνα εις την πεδιάδα. | 25 Εἶπε δὲ ὁ Μωϋσῆς: «Φάγετε σήμερον αὐτὸ τὸ περίσσευμα, διότι σήμερον εἶναι ἡμέρα ἀναπαύσεως, ἀφιερωμένῃ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Δὲν πρόκειται νὰ εὑρεθῇ τροφὴ εἰς τὴν πεδιάδα. |
26 ἓξ ἡμέρας συλλέξετε· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα, ὅτι οὐκ ἔσται ἐν αὐτῇ. | 26 Εξ ημέρας θα συλλέγετε, την εβδόμην την ημέραν είναι Σαββατον, ανάπαυσις· δεν θα υπάρχη εις την πεδιάδα ο άρτος αυτός”. | 26 Ἐπὶ ἕξι ἡμέρας θὰ μαζεύετε ἀπὸ τὸ μάννα, ποὺ στέλλει ὁ Θεός. Κατὰ τὴν ἑβδόμην ὅμως ἡμέραν πρέπει νὰ ἀναπαύεσθε, διότι δεν θὰ ὑπάρχῃ κατ' αὐτὴν τὴν ἡμέραν τροφὴ εἰς τὴν πεδιάδα». |
27 ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐξήλθοσάν τινες ἐκ τοῦ λαοῦ συλλέξαι καὶ οὐχ εὗρον. | 27 Εν τούτοις κατά την εβδόμην ημέραν εξήλθον μερικοί από την κατασκήνωσιν του λαού, δια να συλλέξουν από αυτόν τον άρτον, αλλά δεν ευρήκαν. | 27 Ἐν τούτοις ὅμως καὶ κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ἐβγῆκαν μερικοὶ ἀπὸ τὸν λαόν, διὰ νὰ μαζεύσουν, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τίποτε. |
28 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἕως τίνος οὐ βούλεσθε εἰσακούειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὸν νόμον μου; | 28 Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “έως πότε δεν θέλετε να υπακούετε εις τας έντρλάς μου και στον νόμον μου; | 28 Εἶπε τότε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὰ διεβίβασε κατόπιν καὶ ἐκεῖνος πρὸς τοὺς Ἰσμαηλίτας: «Ἕως πότε θὰ ἀρνῆσθε νὰ συμμορφώνεσθε πρὸς τὰς ἐντολάς μου καὶ τὸν νόμον μου; |
29 ἴδετε, ὁ γὰρ Κύριος ἔδωκεν ὑμῖν σάββατα τὴν ἡμέραν ταύτην· διὰ τοῦτο αὐτὸς ἔδωκεν ὑμῖν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ ἄρτους δύο ἡμερῶν· καθήσεσθε ἕκαστος εἰς τοὺς οἴκους ὑμῶν, μηδεὶς ἐκπορευέσθω ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ. | 29 Ιδέτε, ο Κυριος σας διέταξε να τηρήτε αργίαν κατά την ημέραν αυτήν του Σαββάτου. Δια τούτο και την έκτην ημέραν, την Παρασκευήν, σας έδωκεν άρτους δια δύο ημέρας. Καθήσατε λοιπόν όλοι μέσα εις τας κατοικίας σας. Κανείς δεν θα εξέλθη από τον τόπον του κατά την εβδόμην ημέραν”. | 29 Προσέξατε! Ἐπειδὴ ὁ Κύριος σᾶς ἔδωσεν ἐντολὴν ἀναπαύσεως κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν, διὰ τοῦτο ὁ Ἴδιος σᾶς ἔδωσε κατὰ τὴν ἕκτην ἡμέραν τροφὴν δύο ἡμερῶν. Μείνετε λοιπὸν καθένας ἐκεῖ, ὅπου κατοικεῖτε. Κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν νὰ μὴ βγῇ κανεὶς ἀπὸ τὸν τόπον του, ὅπου διαμένει». |
30 καὶ ἐσαββάτισεν ὁ λαὸς τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ. | 30 Υπήκουσεν ο λαός και ετήρησεν αργίαν, κατά την εβδόμην ημέραν. | 30 Κατόπιν αὐτοῦ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐτήρησεν ἀργίαν τὴν ἑβδόμην ἡμέραν. |
31 καὶ ἐπωνόμασαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ ὄνομα αὐτοῦ, μάν· ἦν δὲ ὡσεὶ σπέρμα κορίου λευκόν, τὸ δὲ γεῦμα αὐτοῦ ὡς ἐγκρὶς ἐν μέλιτι. | 31 Οι Ισραηλίται ωνόμασαν αυτόν τον άρτον “μανά”. Ητο δε λευκόν σαν σπόροι κορίου, η δε γεύσις του σαν τηγανίτα με μέλι. | 31 Ἔδωσαν δέ οἰ Ἰσραηλῖται εἰς τὴν τροφὴν αὐτὴν τὸ ὄνομα: «Μάννα», ποὺ εἶναι λέξις ἑβραϊκὴ καὶ σημαίνει: «τί εἶναι τοῦτο;» Ἦτο δὲ ἄσπρον καὶ ὠμοίαζε μὲ τοὺς σπόρους ἀπὸ τὸ κεχρί, ἡ δὲ γεῦσις του ἦτο σὰν τηγανίτα μὲ μέλι. |
32 εἶπε δὲ Μωυσῆς· τοῦτο τὸ ρῆμα, ὃ συνέταξε Κύριος· πλήσατε τὸ γομὸρ τοῦ μὰν εἰς ἀποθήκην εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ἵνα ἴδωσι τὸν ἄρτον, ὃν ἐφάγετε ὑμεῖς ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὡς ἐξήγαγεν ὑμᾶς Κύριος ἐκ γῆς Αἰγύπτου. | 32 Ο Μωϋσής είπεν· “ακούστε την εντολήν, που έδωσεν ο Κυριος· γεμίσατε ένα γομόρ από το μάνα και φυλάξατέ το δια τας γενεάς, που θα έλθουν ύστερον από σας, να ίδουν τον άρτον τον οποίον εφάγατε σεις εις την έρημον, όταν σας έβγαλεν ελευθέρους ο Κυριος από την χώραν της Αιγύπτου”. | 32 Εἶπε δὲ ὁ Μωϋσῆς: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολή, ποὺ παρήγγειλεν ὁ Κύριος: Νὰ γεμίσετε ἕνα γομὸρ μὲ «μάννα» καὶ νὰ τὸ διατηρήσετε διὰ τοὺς ἀπογόνους σας, διὰ νὰ βλέπουν τὸ ψωμί, ποὺ ἐφάγατε εἰς τὴν ἔρημον, ὅταν σᾶς ἔβγαλεν ὁ Κύριος ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον». |
33 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς ᾿Ααρών· λάβε στάμνον χρυσοῦν ἕνα καὶ ἔμβαλε εἰς αὐτὸν πλῆρες τὸ γομὸρ τοῦ μὰν καὶ ἀποθήσεις αὐτὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἰς διατήρησιν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν. | 33 Εις δε τον Ααρών είπεν ο Μωϋσής· “πάρε μίαν χρυσήν στάμναν και βάλε εις αυτήν ένα γομόρ από το μάνα. Τοποθέτησε αυτήν εις την σκηνήν του Μαρτυρίου ενώπιον του Κυρίου, δια να διατηρηθή εις τας επερχομένας γενεάς σας”. | 33 Καὶ εἶπεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Ἀαρών: «Πάρε μίαν χρυσὴν στάμναν καὶ βάλε μέσα εἰς αὐτὴν ἕνα ὁλόκληρον γομὸρ ἀπὸ τὸ «μάννα» καὶ τοποθέτησέ την εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας, ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, διὰ νὰ διατηρηθῇ διὰ τοὺς ἀπογόνους σας». |
34 ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, καὶ ἀπέθηκεν ᾿Ααρὼν ἐναντίον τοῦ μαρτυρίου εἰς διατήρησιν. | 34 Οπως διέταξεν ο Θεός τον Μωϋσήν, έτσι και έκαμεν ο Ααρών· επήρε την χρυσήν στάμναν με το μάνα και έθεσεν αυτήν εις την σκηνήν του Μαρτυρίου προς διαφύλαξιν. | 34 Συμφώνως λοιπὸν πρὸς τὴν ὁδηγίαν, ποὺ ἔδωσεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν, ὁ Ἀαρὼν ἐτοποθέτησε κατόπιν τὴν χρυσῆν στάμναν μὲ τὸ «μάννα» εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης μέσα εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, διὰ νὰ διατηρῆται ὡς θεῖον κειμήλιον εἰς ἀνάμνησιν. |
35 οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἔφαγον τὸ μὰν ἔτη τεσσαράκοντα, ἕως ἦλθον εἰς γῆν οἰκουμένην· ἐφάγοσαν τὸ μάν, ἕως παρεγένοντο εἰς μέρος τῆς Φοινίκης. | 35 Οι Ισραηλίται έτρωγον κατά συνέχειαν το μάνα επί σαράντα έτη εις την έρημον έως ότου ήλθον εις χώραν κατοικουμένην· έφαγον το μάνα, έως ότου ήλθαν εις περιοχήν της Φοινίκης. | 35 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἔτρωγαν τὸ «μάννα» ἐπὶ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, ἕως ὅτου ἔφθασαν εἰς περιοχὴν κατοικουμένην ἀπὸ ἀνθρώπους. Ἔτρωγαν τὸ «μάννα», ἕως ὅτου ἐπλησίασαν εἰς τὰ σύνορα τῆς Φοινίκης, τὴν γῆν Χαναάν. |
36 τὸ δὲ γομὸρ τὸ δέκατον τῶν τριῶν μέτρων ἦν. | 36 Το γομόρ είναι, το εν δέκατον των τριών μέτρων. | 36 Τὸ δὲ γομὸρ εἶναι μέτρον βάρους. Ἀποτελεῖ τὸ ἓν δέκατον τῶν τριῶν μέτρων, ποὺ εἶναι ἡ ἑβραϊκὴ μονὰς μετρήσεως βάρους ποὺ λέγεται: Ἐφᾶ ἢ Οἰφί. Ἀντιστοιχεῖ πρὸς τρία περίπου σημερινὰ κιλά. |