Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΤΟΤΕ ᾖσε Μωυσῆς καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὴν ᾠδὴν ταύτην τῷ Θεῷ καὶ εἶπαν λέγοντες· ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν. | 1 Τοτε έψαλεν ο Μωϋσής, και ίμαζή με αυτού οι Ισραηλίται, αυτόν τον ευχαριστήριον ύμνον προς τον Θεόν λέγοντες· “ας ψάλωμεν και ας δοξολογήσωμεν τον Κυριον, διότι με θαυμαστόν τρόπον μεγάλως εδοξάσθη. Ερριψε και κατεπόντισεν εις την θάλασσαν τους ίππους των Αιγυπτίων μαζή με τους ιππείς. | 1 Τότε ὁ Μωϋσῆς μαζι μὲ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας ἔψαλεν αὐτὸ τὸ εὐχαριστήριον ᾆσμα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπαν τὰ ἑξῆς: «Ἂς ψάλωμεν πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου, διότι ἐδοξάσθη πολὺ μὲ θαυμαστὰ ἔργα. Ἔρριξεν εἰς τὴν θάλασσαν τὰ ἄλογα καὶ τοὺς ἱππεῖς τῶν Αἰγυπτίων. |
2 βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν. | 2 Εις ημάς όμως έγινε βοηθός και προστάτης και μας εχάρισε σωτηρίαν και ασφάλειαν. Αυτός είναι ο Θεός μας και αυτόν θα δοξάσωμεν. Είναι ο Θεός των πατέρων μας και αυτόν θα μεγαλύνωμεν. | 2 Ἔγινε βοηθός μου. Μὲ ἐσκέπασε μὲ τὴν δύναμίν Του καὶ μὲ ἔσωσεν. Αὐτὸς καὶ μόνον εἶναι Θεός μου καὶ θὰ Τὸν δοξάσω, ὄπως Τοῦ ἁρμόζει. Εἶναι Θεὸς τοῦ πατρός μου καὶ θὰ μεγαλύνω τὸ ὄνομά Του. |
3 Κύριος συντρίβων πολέμους, Κύριος ὄνομα αὐτῷ. | 3 Είναι ο Κυριος, που συντρίβει τους εχθρούς και νικά στους πολέμους. Κυριος είναι το όνομά του. | 3 Ὁ Κύριος συντρίβει καὶ κατανικᾷ τοὺς ἐχθρούς. Κύριος εἶναι τὸ ὄνομα ποὺ Τοῦ πρέπει. |
4 ἅρματα Φαραὼ καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, ἐπιλέκτους ἀναβάτας τριστάτας κατεπόντισεν ἐν ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ, | 4 Τα πολεμικά άρματα του Φαραώ και την πολεμικήν του δύναμιν έρριψε και κατεπόντισεν εις την θάλασσαν, εκλεκτούς άνδρας των πολεμικών αρμάτων, μεγάλους και εμπείρους ερχηγούς εβύθισεν εις την Ερυθράν Θαλασσαν. | 4 Ἔρριξεν εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης τὰ ἅρματα καὶ τὴν πολεμικὴν δύναμιν τοῦ Φαραώ. Τοὺς ἐκλεκτούς ἀξιωματικοὺς τοῦ ἰππικοῦ τοὺς κατέπνιξεν εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν. |
5 πόντῳ ἐκάλυψεν αὐτούς, κατέδυσαν εἰς βυθὸν ὡσεὶ λίθος. | 5 Τους εσκέπασε το πέλαγος, εβυθίσθησαν στον πυθμένα σαν λίθος. | 5 Τοὺς ἐσκέπασε μὲ τὴν θάλασσαν. Ἐβούλιαξαν εἰς τὸν πυθμένα τῆς θαλάσσης, ὅπως βουλιάζει ἡ πέτρα. |
6 ἡ δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχύϊ· ἡ δεξιά σου χείρ, Κύριε, ἔθραυσεν ἐχθρούς. | 6 Η παντοδύναμος δεξιά σου, Κυριε, εδοξάσθη δια της δυνάμεώς της, η δεξιά σου χείρ, Κυριε, συνέτριψε τους εχθρούς. | 6 Ἡ παντοδύναμος δεξιά Σου, Κύριε, ἐδοξάσθη πολὺ μὲ τὴν ἀκατανίκητον δύναμίν της. Ἡ παντοδύναμος δεξιά Σου, Κύριε, ἐτσάκισε τοὺς ἐχθρούς. |
7 καὶ τῷ πλήθει τῆς δόξης σου συνέτριψας τοὺς ὑπεναντίους· ἀπέστειλας τὴν ὀργήν σου καὶ κατέφαγεν αὐτοὺς ὡς καλάμην. | 7 Με την απέραντον θεϊκήν σου δόξαν κατέστρεψες τους αντιθέτους. Εξαπέστειλες εναντίον αυτών την οργήν σου και τους κατέφαγεν εξ ολοκλήρου, όπως η φλόγα κατατρώγει την καλαμιά. | 7 Μὲ τὸ ἀσύγκριτον μεγαλεῖον τῆς δυνάμεώς Σου συνέτριψες τοὺς ἀντιπάλους. Ἔστειλες ἐπάνω των τὴν δικαίαν ὀργήν Σου καὶ τοὺς κατέφαγεν ὅπως ἡ φωτιὰ τὴν καλαμιά. |
8 καὶ διὰ πνεύματος τοῦ θυμοῦ σου διέστη τὸ ὕδωρ· ἐπάγη ὡσεὶ τεῖχος τὰ ὕδατα, ἐπάγη τὰ κύματα ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης. | 8 Με την πνοήν και μόνον του θυμού σου διηρέθη εις δύο το ύδωρ της θαλάσσης, τα ύδατα αυτής έγιναν στερεά ωσάν τείχος, έγιναν σαν πάγος σκληρά τα κύματά της εν τω μέσω αυτής. | 8 Μὲ τὸ φύσημα τῆς ὀργής Σου ἐχωρίσθη εἰς δύο τὸ νερό. Τὰ νερὰ ἔγιναν στερεὰ σὰν τείχη. Τὰ κύματα ἔγιναν σὰν τὸν πάγον εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης. |
9 εἶπεν ὁ ἐχθρός, διώξας καταλήψομαι, μεριῶ σκῦλα, ἐμπλήσω ψυχήν μου, ἀνελῶ τῇ μαχαίρᾳ μου, κυριεύσει ἡ χείρ μου. | 9 Ο Αιγύπτιος εχθρός είπε τότε· Θα καταδιώξω και θα συλλάβω τους Ισραηλίτας, θα πάρω και θα μοιράσω την περιουσίαν των σαν λάφυρα, θα χορτάση η ψυχή μου, θα σφάξω με το μαχαίρι μου, θα κυριεύση το χέρι μου αυτούς και τα υπάρχοντά των. | 9 Εἶπεν ὁ ἐχθρός: Θὰ τοὺς κυνηγήσω καὶ θὰ τοὺς πιάσω ζωντανούς. Θὰ διαμοιράσω τὰ λάφυρα. Θὰ χορτάσω τὴν ψυχήν μου. Θὰ σφάξω μὲ τὸ μαχαίρι μου. Θὰ κυριαρχήσῃ ἡ δύναμίς μου. |
10 ἀπέστειλας τὸ πνεῦμά σου, ἐκάλυψεν αὐτοὺς θάλασσα· ἔδυσαν ὡσεὶ μόλιβος ἐν ὕδατι σφοδρῷ. | 10 Συ όμως εξαπέλυσες τον άνεμον, ωσάν ιδικήν σου πνοήν, και τους εσκέπασεν η θάλασσα. Εβυθίσθησαν εις απροσμέτρητον βάθος βαρείς σαν το μολύβι. | 10 Σὺ ὅμως, Κύριε, ἔστειλες τὸν ἄνεμόν σου καὶ ἡ θάλασσα τοὺς ἐσκέπασεν. Ἐβούλιαξαν σὰν τὸ μολύβι εἰς τὴν ἀγριεμένην θάλασσαν. |
11 τίς ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε; τίς ὅμοιός σοι, δεδοξασμένος ἐν ἁγίοις, θαυμαστὸς ἐν δόξαις, ποιῶν τέρατα. | 11 Ποιός από τους άλλους θεούς είναι όμοιος με σένα, Κυριε; Ποιός είναι όμοιός σου, τόσον πολύ ένδοξος στους αγίους, τόσον θαυμαστός εις ενδόξους ενεργείας, δημιουργός τόσων καπληκτικών θαυμάτων; | 11 Ποῖος, Κύριε, μεταξὺ τῶν θεῶν εἶναι ὅμοιος μὲ Σέ; Ποῖος εἶναι ὅμοιός Σου, τόσον ἔνδοξος μέσα εἰς τοὺς ἁγίους, ἐκπληκτικὸς εἰς ἔνδοξα ἀνδραγαθήματα καὶ ποὺ να κάμνῃ ἔργα θαυμαστά; |
12 ἐξέτεινας τὴν δεξιάν σου, κατέπιεν αὐτοὺς γῆ. | 12 Απλωσες την παντοδύναμον δεξιάν σου και κατέπιεν η γη τους Αιγυπτίους. | 12 Ἅπλωσες τὸ παντοδύναμον χέρι Σου καὶ τοὺς κατέπιεν ἡ γῆ. |
13 ὡδήγησας τῇ δικαιοσύνῃ σου τὸν λαόν σου τοῦτον, ὃν ἐλυτρώσω, παρεκάλεσας τῇ ἰσχύϊ σου εἰς κατάλυμα ἅγιόν σου. | 13 Ωδήγησες με την χάριν και την αγαθότητά σου τον λαόν τούτον, τον οποίον ηλευθέρωσες από την τυραννίαν των Αιγυπτίων. Λιπόψυχον και αποκαρδιωμένον, τον ενίσχυσες με την δύναμίν σου και τον φέρεις τώρα εις τόπον άγιον, εις την γην της επαγγελίας. | 13 Ὠδήγησες μὲ τὴν δικαίαν προστασίαν Σου τὸν λαόν Σου αὐτόν, ποὺ Σὺ τὸν ἐλύτρωσες. Μὲ τὴν δύναμίν Σου ἔδωσες θάρρος εἰς τὸν φοβισμένον λαόν Σου καὶ τὸν ὠδήγησες εἰς τὴν ἁγίαν γῆν τῆς ἐπαγγελίας Σου. |
14 ἤκουσαν ἔθνη καὶ ὠργίσθησαν· ὠδῖνες ἔλαβον κατοικοῦντας Φυλιστιείμ. | 14 Τα καταπληκτικά αυτά γεγονότα τα επληροφορήθησαν ειδωλολατρικά έθνη και συνεταράχθησαν. Φοβοι και πόνοι κατέλαβαν τους κατοικούντας την χώραν των Φιλισταίων. | 14 Τὸ ἔμαθαν τὰ γύρω ἔθνη καὶ ἀνεστατώθησαν. Ἀγωνία καὶ ὀδύνη ἐκυρίευσαν τοὺς κατοίκους τῆς γῆς τῶν Φιλισταίων. |
15 τότε ἔσπευσαν ἡγεμόνες ᾿Εδώμ, καὶ ἄρχοντες Μωαβιτῶν, ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος, ἐτάκησαν πάντες οἱ κατοικοῦντες Χαναάν. | 15 Ανεστατώθησαν τότε οι ηγεμόνες της Ιδουμαίας και οι άρχοντες των Μωαβιτών, διότι κατέλαβεν αυτούς τρόμος· έλυωσαν από τον πανικόν των όλοι οι κάτοικοι της Χαναάν. | 15 Ὅταν ἄκουσαν τὰ συμβάντα οἰ διοικηταὶ τῆς Ἰδουμαίας καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Μωαβιτῶν ἐθορυβήθησαν καὶ ἐταράχθησαν. Τοὺς ἐκυρίευσε τρόμος. Ἔλειωσαν ἀπὸ τὸν φόβον των ὅλοι οἰ κάτοικοι τῆς Χαναάν. |
16 ἐπιπέσοι ἐπ᾿ αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος, μεγέθει βραχίονός σου ἀπολιθωθήτωσαν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ λαός σου, Κύριε, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ λαός σου οὗτος, ὃν ἐκτήσω. | 16 Ας πέση επάνω των φόβος και τρόμος· ας απολιθωθούν, καθώς θα αντικρύζουν την μεγαλοπρεπή δύναμιν της παντοδυνάμου δεξιάς σου και ας μένουν παράλυτοι από τον πανικόν των, έως ότου διαβή ο λαός σου, αυτός ο λαός σου τον οποίον συ έκαμες ιδικόν σου, έως ότου διαβή και εισέλθη εις την γην της επαγγελίας. | 16 Φόβος καὶ τρόμος εἴθε νὰ πέσῃ ἐπάνω των, διὰ να τοὺς παραλύσῃ. Ἐμπρὸς εἰς τὸ παντοδύναμον χέρι Σου εἴθε νὰ ἀπολιθωθοῦν τρομαγμένοι, μέχρις ὅτου νὰ περάσῃ ἀπὸ ἐμπρός των θριαμβευτὴς ὁ λαός Σου, Κύριε, ἕως ὅτου νὰ περάσῃ ὁ λαός Σου αὐτός, ποὺ Σὺ τὸν ἔκανες κτῆμα Σου. |
17 εἰσαγαγὼν καταφύτευσον αὐτοὺς εἰς ὄρος κληρονομίας σου, εἰς ἕτοιμον κατοικητήριόν σου, ὃ κατηρτίσω, Κύριε, ἁγίασμα, Κύριε, ὃ ἡτοίμασαν αἱ χεῖρές σου. | 17 Οταν δε οδηγήσης μέσα εις την γην της επαγγελίας τους Ισραηλίτας, εγκατάστησε αυτούς μονίμως και ασφαλώς εις την περιοχήν, την οποίαν συ τους έδωσες κληρονομίαν των, εις κατοικητήριόν σου έτοιμον, το οποίον συ δι' αυτούς, Κυριε, ητοίμασες, στο αγίασμα το οποίον έχουν ετοιμάσει αι χείρες σου. | 17 Βάλε τους μέσα εἰς τὴν γῆν Σου, Κύριε καὶ ρίζωσέ τους στερεὰ εἰς τὸ ὄρος Σιών, τὸ βουνὸ τῆς κληρονομίας Σου, εἰς τὸν τόπον ποὺ ἔχει ἐτοιμασθῆ σὰν κατοικία Σου, τὸν τόπον ποὺ Σὺ τὸν ἐξεχώρισες καὶ τὸν ἔκανες ἅγιον καὶ ἱερόν, τὸν τόπον, Κύριε, ποὺ ἐτοίμασαν τὰ χέρια Σου. |
18 Κύριος βασιλεύων τὸν αἰῶνα καὶ ἐπ᾿ αἰῶνα καὶ ἔτι. | 18 Ο Κυριος είναι αυτός, που βασιλεύει πάντοτε εις όλους τους αιώνας και πέραν των αιώνων. | 18 Ὁ Κύριος βασιλεύει διαρκῶς εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας καὶ ἀκόμη περισσότερον. Δὲν τελειώνει ποτὲ ἡ βασιλεία Του. |
19 ὅτι εἰσῆλθεν ἵππος Φαραὼ σὺν ἅρμασι καὶ ἀναβάταις εἰς θάλασσαν, καὶ ἐπήγαγεν ἐπ᾿ αὐτοὺς Κύριος τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης· οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐπορεύθησαν διὰ ξηρᾶς ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης. | 19 Ας είναι δοξασμένος ο Θεός, διότι αυτός εξαπέλυσε τα ύδατα εναντίον του Φαραώ και των αρμάτων του και των αναβατών, όταν αυτοί εισήλθον εις την θάλασσαν, δια να καταδιώξουν τους Ισραηλίτας. Οι Ισραηλίται όμως επρρεύθησαν δια ξηράς ανάμεσα εις την θάλασσαν”. | 19 Εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἐξουσία Του. Διότι ὥρμησαν μέσα εἰς τὴν θάλασσαν τὸ ἱππικὸν τοῦ Φαραὼ μὲ τὰ πολεμικὰ ἅρματα καὶ τοὺς πολεμιστάς, ἀλλ’ ὁ Κύριος ἔρριξεν ἐπάνω τῶν τὰ νερὰ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπνίγησαν. Ἀντιθέτως οἱ Ἰσραηλῖται περιεπάτησαν εἰς ξηρὸν ἔδαφος μέσα εἰς τὴν θάλασσαν». |
20 Λαβοῦσα δὲ Μαριάμ, ἡ προφῆτις, ἡ ἀδελφὴ ᾿Ααρών, τὸ τύμπανον ἐν τῇ χειρὶ αὐτῆς, καὶ ἐξήλθοσαν πᾶσαι αἱ γυναῖκες ὀπίσω αὐτῆς μετὰ τυμπάνων καὶ χορῶν, | 20 Η Μαριάμ, η προφήτις, αδελφή του Ααρών, επήρεν στο χέρι της τύμπανον, και μαζή με αυτήν και οπίσω από αυτήν εβγήκαν όλαι αι γυναίκες των Ισραηλιτών με τύμπανα και χορούς, δια να πανηγυρίσουν την θαυμαστήν σωτηρίαν των. | 20 Τότε ἡ προφήτις Μαριάμ, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρών, ἐπῆρεν εἰς τὸ χέρι της τὸ τύμπανον καὶ ὅλαι αἱ γυναῖκες ἐβγῆκαν ὀπίσω της μὲ τύμπανα καὶ χορούς. |
21 ἐξῆρχε δὲ αὐτῶν Μαριὰμ λέγουσα· ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν. | 21 Επρωτοστατούσε μεταξύ αυτών η Μαριάμ και όλαι αντιφωνικώς έψαλλον· “ας υμνολογήσωμεν και ας δοξάσωμεν τον Κυριον, διότι μεγάλως εδοξάσθη· ίππους και ιππείς έρριψεν εις την θάλασσαν”. | 21 Ἐπρωτοστατοῦσε δὲ ἡ Μαριὰμ καὶ ἔλεγεν: «Ἂς ψάλωμεν πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου, διότι μὲ θαυμαστὰ ἔργα ἐδοξάσθη πολύ. Ἔρριξεν εἰς τὴν θάλασσαν τὰ ἄλογα καὶ τοὺς ἱππεῖς τῶν Αἰγυπτίων». |
22 ᾿Εξῇρε δὲ Μωυσῆς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ θαλάσσης ἐρυθρᾶς καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἔρημον Σούρ· καὶ ἐπορεύοντο τρεῖς ἡμέρας ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ οὐχ ηὕρισκον ὕδωρ ὥστε πιεῖν. | 22 Επειτα από αυτά ανέλαβε και ωδήγησεν ο Μωϋσής τους Ισραηλίτας από την Ερυθράν Θαλασσαν και τους έφερεν εις την έρημον Σούρ. Τρεις ημέρας εβάδιζαν εις την έρημον αυτήν και δεν εύρισκον νερό να πίουν. | 22 Ἐσήκωσε δὲ ὁ Μωυσῆς τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν καὶ τοὺς κατηύθυνε πρὸς τὴν ἔρημον Σούρ. Καὶ ἐβάδιζαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἰς αὐτὴν τὴν ἔρημον, χωρὶς να εὕρουν νερό, διὰ νὰ πιοῦν. |
23 ἦλθον δὲ εἰς Μερρᾶ καὶ οὐκ ἠδύναντο πιεῖν ἐκ Μερρᾶς, πικρὸν γὰρ ἦν· διὰ τοῦτο ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Πικρία. | 23 Ηλθον εις Μερρά, όπου υπήρχεν ύδωρ αλλά δεν ημπορούσαν να το πίουν, διότι ήτο πικρόν. Δια τούτο έδωσε ένα άλλο όνομα στον τόπον αυτόν ο Μωϋσής, το όνομα “Πικρία”. | 23 Ἔφθασαν δὲ εἰς μίαν τοποθεσίαν, ποὺ ἐλέγετο Μερρᾶ. Δὲν ἠμποροῦσαν ὅμως νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς Μερρᾶς, διότι ἦτο πικρόν. Δι' αὐτὸ μάλιστα καὶ ἐδόθη εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τὸ ὄνομα «Πικρία». |
24 καὶ διεγόγγυζεν ὁ λαὸς ἐπὶ Μωυσῇ λέγοντες· τί πιόμεθα; | 24 Ο λαός ένεκα της δίψης, που τον εβασάνιζεν, ήρχισε να γογγύζη κατά του Μωϋσέως λέγων, “τι θα πίωμεν;” | 24 Τότε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἄρχισε νὰ γογγύζῃ ἐναντίον τοῦ Μωϋσέως καὶ ἔλεγαν ὅλοι: «Τί θὰ πιοῦμε;» |
25 ἐβόησε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον, καὶ ἔδειξεν αὐτῷ Κύριος ξύλον, καὶ ἐνέβαλεν αὐτὸ εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ. ἐκεῖ ἔθετο αὐτῷ δικαιώματα καὶ κρίσεις καὶ ἐκεῖ αὐτὸν ἐπείρασε. | 25 Ο Μωϋσής προσηυχήθη βαβύτατα προς τον Κυριον, και ο Κυριος απαντών εις την προσευχήν του έδειξεν εις αυτόν ένα ξύλον και έβαλεν ο Μωυσής αυτό στο ύδωρ και αμέσως το ύδωρ έγινε εύγευστον, πόσιμον. Εκεί δε δ Θεός έδωσε δια του Μωυσέως εις τον λαόν εντολάς, αλλά και δοκιμασίας, δια να φανή η πίστις και η υπακοή του. | 25 Ὁ δὲ Μωϋσῆς ἐβόησε μὲ θερμὴν προσευχὴν πρὸς τὸν Κύριον καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔδειξεν ἕνα ξύλον. Τὸ ἔβαλε λοιπὸν μέσα εἰς τὸ νερὸ καὶ ἀμέσως τὸ νερὸ ἐγλυκάνθη καὶ ἔγινε πόσιμον. Ἐκεῖ εἰς τὴν Μερρᾶ ἔδωσεν ὁ Κύριος εἰς τὸν λαὸν νόμους καὶ προστάγματα, διὰ νὰ μὴ λησμονοῦν τὰς ὑποχρεώσεις των. Ἐκεῖ τοὺς ἔθεσε καὶ ὑπὸ δοκιμασίαν. |
26 καὶ εἶπεν· ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐναντίον αὐτοῦ ποιήσῃς καὶ ἐνωτίσῃ ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ καὶ φυλάξῃς πάντα τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, πᾶσαν νόσον, ἣν ἐπήγαγον τοῖς Αἰγυπτίοις, οὐκ ἐπάξω ἐπὶ σέ· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἰώμενός σε. | 26 Είπε δηλαδή· “εάν με προσοχήν υπακούσης εις τας εντολάς αυτάς του Κυρίου και Θεού σου και πράξης όσα είναι ευάρεστα εις αυτόν και βάλης μέσα εις την καρδίαν σου τας εντολάς του και φυλάξης όλα τα προστάγματά του, τότε δεν θα επιφέρω εναντίον σου καμμίαν ασθένειαν, από εκείνας που επέφερα κατά των Αιγυπτίων. Διότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, που έχω την δύναμιν να σε θεραπεύω και να σε προφυλάσσω από νόσους και συμφοράς” ! | 26 Εἶπε λοιπὸν ὁ Θεός: «Ἐὰν ὑπακούῃς προθύμως εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ κάμνῃς ὅσα ἀρέσκουν εἰς Αὐτὸν καὶ ἀκούῃς μὲ προσοχὴν τὰς ἐντολάς Του καὶ τηρῇς ὅλους τοὺς νόμους Του, σὲ διαβεβαιώνω ὅτι δὲν πρόκειται νὰ στείλω ἐπάνω σου καμμίαν ἀπὸ τὰς ἀσθενείας καὶ τὰς τιμωρίας, ποὺ ἔστειλα εἰς τοὺς Αἰγυπτίους. Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός σου, ποὺ σοῦ θεραπεύω τοὺς πόνους καὶ τὰς πληγάς σου». |
27 Καὶ ἤλθοσαν εἰς Αἰλείμ, καὶ ἦσαν ἐκεῖ δώδεκα πηγαὶ ὑδάτων καὶ ἑβδομήκοντα στελέχη φοινίκων· παρενέβαλον δὲ ἐκεῖ παρὰ τὰ ὕδατα. | 27 Οι Ισραηλίται ανεχώρησαν από την Μερράν και ήλθον εις Αιλείμ, όπου υπήρχον δώδεκα πηγαί υδάτων και εβδομήκοντα φοίνικες. Εκεί, πλησίον εις τα ύδατα εστρατοπέδευσαν οι Ισραηλίται. | 27 Ἀνεχώρησαν κατόπιν οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὴν Μερρᾶ καὶ ἦλθαν εἰς τὴν ὄασιν Αἰλείμ. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν δώδεκα πηγαὶ καὶ ἑβδομῆντα φοινικόδενδρα. Καὶ ἐστρατοπέδευσαν ἐκεῖ, εἰς αὐτὴν τὴν ὄασιν, κοντὰ εἰς τὰ νερὰ |