Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΤΟΥ δὲ μηνὸς τοῦ τρίτου τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἤλθοσαν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινά. | 1 Κατά τον τρίτον μήνα της εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτον, ηλθαν οι Ισραηλίται αυθημερόν από την Ραφιδείν εις την έρημον Σινά. | 1 Όταν δὲ ἔφθασεν ὁ τρίτος μῆνας ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγαν ἐλεύθεροι οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, ἦλθαν κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινᾶ. |
2 καὶ ἀπῇραν ἐκ Ραφιδεὶν καὶ ἤλθοσαν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινά, καὶ παρενέβαλεν ἐκεῖ ᾿Ισραὴλ κατέναντι τοῦ ὄρους. | 2 Εξεκίνησαν από την Ραφιδείν, ήλθον εις την έρημον του όρους Σινά και κατεσκήνωσαν απέναντι από το όρος. | 2 Ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Ραφιδεὶν καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινᾶ καὶ ἐκεῖ, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, ἐστρατοπέδευσαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται. |
3 καὶ Μωυσῆς ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ· καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Θεός ἐκ τοῦ ὄρους λέγων· τάδε ἐρεῖς τῷ οἴκῳ ᾿Ιακὼβ καὶ ἀναγγελεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· | 3 Ο Μωϋσής ανέβη στο όρος του Θεού. Εκάλεσεν αυτόν ο Θεός από το όρος και του είπεν· “αυτά θα είπης στους απογόνους του Ιακώβ, αυτά θα αναγγείλης στους απογόνους του Ισραήλ. | 3 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ τοῦ εἶπεν: «Αὐτὰ θὰ εἰπῇς εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ αὐτὰ θὰ ἀνακοινώσῃς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας: |
4 αὐτοὶ ἑωράκατε ὅσα πεποίηκα τοῖς Αἰγυπτίοις, καὶ ἀνέλαβον ὑμᾶς ὡσεὶ ἐπὶ πτερύγων ἀετῶν καὶ προσηγαγόμην ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν. | 4 Σεις οι ίδιοι με τα ίδια σας τα μάτια είδατε πόσα εγώ έκαμα εις τιμωρίαν των Αιγυπτίων, πως δε επήρα σας ωσάν εις πτέρυγας αετών και σας έκαμα ιδικούς μου, λαόν ιδικόν μου. | 4 Εἴδατε μὲ τὰ ἴδια σας τὰ μάτια ὅσα ἔκανα εἰς βάρος τῶν Αἰγυπτίων καὶ πῶς σᾶς ἐσήκωσα, σὰν νὰ σᾶς ἔβαλα ἐπάνω εἰς πτερὰ ἀετῶν, καὶ σᾶς προσείλκυσα κοντά μου. |
5 καὶ νῦν ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσητε τῆς ἐμῆς φωνῆς καὶ φυλάξητε τὴν διαθήκην μου, ἔσεσθέ μοι λαὸς περιούσιος ἀπό πάντων τῶν ἐθνῶν· ἐμὴ γάρ ἐστι πᾶσα ἡ γῆ· | 5 Και τώρα εάν προσεκτικά ακούσετε την εντολήν μου και φυλάξετε την διαθήκην μου, θα είσθε εις εμέ λαός εκλεκτός μεταξύ όλων των άλλων εθνών, τα οποία, είτε το θέλουν είτε όχι, είναι και αυτά υπό την εξουσίαν μου, διότι ιδική μου είναι όλη η γη. | 5 Τώρα λοιπόν, ἐὰν δεχθῆτε ὁλοψύχως νὰ ὑπακούσετε εἰς τὸν λόγον μου καὶ τηρήσετε τὴν συμφωνίαν μου, θὰ εἶσθε δι’ ἐμὲ λαὸς ἰδιαιτέρως ἀγαπητὸς μεταξὺ ὅλων τῶν ἐθνῶν, σὰν περιουσία μου. Ὅλη ἡ γῆ ἄλλωστε ἀνήκει εἰς ἐμὲ καὶ ἐγὼ τὴν ὁρίζω, |
6 ὑμεῖς δὲ ἔσεσθέ μοι βασίλειον ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον. ταῦτα τὰ ρήματα ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. | 6 Σεις όμως θα είσθε ιδικόν μου ιδιαίτερον βασίλειον ιερέων και έθνος άγιον. Αυτά τα λόγια θα πης στους Ισραηλίτας”. | 6 Καὶ θὰ εἶσθε σεῖς βασίλειον ἀπὸ ἱερεῖς, πολὺ κοντά μου δηλαδὴ ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ ἄλλα ἔθνη. Θὰ εἶσθε ἔθνος ξεχωριστόν, ἀφιερωμένον εἰς ἐμέ. Αὐτὰ τὰ λόγια θὰ εἰπῇς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας». |
7 ἦλθε δὲ Μωυσῆς καὶ ἐκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς συνέταξεν αὐτῷ ὁ Θεός. | 7 Ηλθεν ο Μωϋσής, εκάλεσε τους γεροντοτέρους του λαού και έθεσεν ενώπιον αυτών όλους αυτούς τους λόγους, που είχε παραγγείλει εις αυτόν ο Θεός. | 7 Κατόπιν αὐτοῦ ὁ Μωϋσῆς ἦλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐκάλεσεν ἀμέσως τοὺς προεστοὺς τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς ἀνεκοίνωσεν ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός. |
8 ἀπεκρίθη δὲ πᾶς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδὸν καὶ εἶπαν· πάντα, ὅσα εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσομεν καὶ ἀκουσόμεθα. ἀνήνεγκε δὲ Μωυσῆς τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Θεόν. | 8 Ολος ο λαός με μίαν ψυχήν και φωνήν απεκρίθη· “όλα όσα διέταξεν ο Θεός θα εφαρμόσωμεν και θα υπακούσωμεν”. Ανέφερεν ο Μωϋσής την απάντησιν αυτήν των Ισραηλιτών στον Θεόν. | 8 Μόλις τὰ ἤκουσαν οἰ Ἰσραηλῖται, ἀπήντησαν μὲ μίαν ψυχὴν καὶ εἶπαν: «Ὅλα, ὅσα εἶπεν ὁ Θεός, θὰ τὰ ἐφαρμόσωμεν καὶ θὰ κάνωμεν ὑπακοήν». Τότε ὁ Μωϋσῆς ἀνέβη εἰς τὸ βουνὸ καὶ ἀνέφερεν εἰς τὸν Θεὸν τὰ λόγια αὐτὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
9 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγὼ παραγίνομαι πρὸς σὲ ἐν στύλῳ νεφέλης, ἵνα ἀκούσῃ ὁ λαὸς λαλοῦντός μου πρὸς σὲ καὶ σοὶ πιστεύσωσιν εἰς τὸν αἰῶνα. ἀνήγγειλε δὲ Μωυσῆς τὰ ρήματα τοῦ λαοῦ πρὸς Κύριον. | 9 Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “ιδού εγώ θα έλθω προς σε δια στύλου νεφέλης, δια να με ακούση ο λαός, όταν λαλώ προς σε και αποκτήση έτσι ισόβιον ακλόνητον εμπιστοσύνην προς σέ”. Ο Μωϋσής ανήγγειλε την απάντησιν του λαού προς τον Κυριον. | 9 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Νά, ἐγὼ θὰ παρουσιασθῶ καὶ θὰ ἔλθω πρὸς σὲ μὲ μίαν στήλην νεφέλης, διὰ νὰ ἀκούσῃ ὁ λαὸς ὅταν σοῦ ὁμιλῶ καὶ νὰ ἔχεις εἰς τὸ ἑξῆς ἐμπιστοσύνην παντοτινὴν εἰς σέ». Ὁ Μωϋσῆς ἀνέφερεν εἰς τὸν Κύριον ὅσὰ εἶπεν ὁ λαός. |
10 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ καὶ ἅγνισον αὐτοὺς σήμερον καὶ αὔριον, καὶ πλυνάτωσαν τὰ ἱμάτια· | 10 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “κατέβα, εντόνως μίλησε προς τον λαόν να καθαρισθούν σωματικώς και ψυχικώς σήμερον και αύριον, να πλύνουν τα ιμάτιά των, | 10 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωυσήν: «Πήγαινε κάτω καὶ μίλησε εἰς τὸν λαόν μὲ ἔντονον τρόπον καὶ παρακίνησέ τους νὰ καθαρισθοῦν ὅλοι των σήμερον καὶ αὔριον καὶ νὰ πλύνουν τὰ ροῦχα των. |
11 καὶ ἔστωσαν ἕτοιμοι εἰς τὴν ἡμέραν τὴν τρίτην· τῇ γὰρ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καταβήσεται Κύριος ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινὰ ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ. | 11 και να είναι έτοιμοι την τρίτην ημέραν. Διότι κατά την τρίτην ημέραν θα καταβή ο Κυριος στο όρος Σινά ενώπιον όλου του λαού. | 11 Νὰ εἶναι δὲ ἕτοιμοι κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν. Διότι κατὰ τὴν τρίτην ἀπὸ σήμερον ἡμέραν θὰ κατεβῇ ὁ Κύριος εἰς τὸ ὅρος τὸ Σινᾶ ἐμπρὸς εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. |
12 καὶ ἀφοριεῖς τὸν λαὸν κύκλῳ λέγων· προσέχετε ἑαυτοῖς τοῦ ἀναβῆναι εἰς τὸ ὄρος καὶ θίγειν τι αὐτοῦ· πᾶς ὁ ἁψάμενος τοῦ ὄρους θανάτῳ τελευτήσει. | 12 Θα περιορίσης και θα τοποθετήσης τον λαόν εις μικράν απόστασιν κύκλω από το όρος Σινά και θα τους είπης· Προσέχετε πολύ, μήπως τυχόν και αναβή κανείς στο όρος και εγγίση κάτι από αυτό. Εκείνος που θα εγγίση τα όρος, θα θανατωθή αμέσως. | 12 Θὰ βάλῃς δὲ ἕνα σύνορον διὰ τὸν λαὸν γύρω ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ θὰ τοὺς εἰπῇς: «Προσέχετε τὸν ἑαυτόν σας καὶ συγκρατηθῆτε, ὥστε νὰ μὴ ἀνέβητε εἰς τὸ βουνὸ καὶ νὰ μὴ ἐγγίσετε κάτι ἀπὸ αὐτό. ’Ὁποιοσδήποτε ἐγγίσῃ τὸ βουνὸ θὰ θανατωθῇ ἀμέσως. |
13 οὐχ ἅψετε αὐτοῦ χείρ· ἐν γὰρ λίθοις λιθοβοληθήσεται ἢ βολίδι κατατοξευθήσεται· ἐάν τε κτῆνος ἐάν τε ἄνθρωπος, οὐ ζήσεται. ὅταν αἱ φωναὶ καὶ αἱ σάλπιγγες καὶ ἡ νεφέλη ἀπέλθῃ ἀπὸ τοῦ ὄρους, ἐκεῖνοι ἀναβήσονται ἐπὶ τὸ ὄρος. | 13 Καμμία χειρ δεν θα εγγίση αυτό. Οποιος το εγγίση, θα λιθοβοληθή η θα τοξευθή με βέλος και θα φονευθή. Είτε ζώον είναι αυτό, είτε άνθρωπος, δεν θα ζήση. Οταν αι βρονται και οι ήχοι των σαλπίγγων παύσουν να ακούωνται στο όρος και η νεφέλη απέλθη, τότε οι Ισραηλίται θα αναβούν εις αυτό”. | 13 Κανένα χέρι δὲν πρέπει νὰ ἐγγίσῃ τὸ βουνὸ διότι διαφορετικὰ θὰ λιθοβοληθῇ ἀμέσως ἢ θὰ τοξευθῇ μὲ βέλος καὶ θὰ θανατωθῇ. Εἴτε εἶναι ζῶον εἴτε εἶναι ἄνθρωπος, δὲν πρόκειται νὰ ζήσῃ. Ὅταν παύσουν αἱ βρονταὶ καὶ αἱ σάλπιγγες καὶ φύγῃ τὸ σύννεφον, τότε ἠμποροῦν ἐκεῖνοι νὰ ἀνεβοῦν εἰς τὸ βουνό» |
14 κατέβη δὲ Μωυσῆς ἐκ τοῦ ὄρους πρὸς τὸν λαὸν καὶ ἡγίασεν αὐτούς, καὶ ἔπλυναν τὰ ἱμάτια. | 14 Κατέβη ο Μωϋσής από το όρος, ήλθε προς τον λαόν και τους ανήγγειλεν όσα του είπεν ο Θεός. Εκείνοι εκαθαρίσθησαν, έπλυναν τα ιμάτιά των και ητοιμάσθησαν. | 14 Κατέβη δὲ ὁ Μωυσῆς ἀπὸ τὸ βουνὸ πρὸς τὸν λαὸν τῶν Ἑβραίων καὶ τοὺς παρεκίνησε νὰ καθαρισθοῦν καὶ νὰ εἶναι ἔτοιμοι. Ὅλοι τότε ἔπλυναν τὰ ροῦχα των. |
15 καὶ εἶπε τῷ λαῷ· γίνεσθε ἕτοιμοι τρεῖς ἡμέρας, μὴ προσέλθητε γυναικί. | 15 Είπεν ακόμη ο Μωϋσής προς τον λαόν· “να είσθε έτοιμοι επί τρεις ημέρας και μη πλησιάσετε γυναίκα”. | 15 Εἶπεν ἐπίσης ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν λαόν: «Νὰ εἶσθε ἕτοιμοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας· νὰ μὴ ἔλθετε εἰς σχέσιν μὲ γυναῖκα». |
16 ἐγένετο δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ γενηθέντος πρὸς ὄρθρον καὶ ἐγίνοντο φωναὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ νεφέλη γνοφώδης ἐπ᾿ ὄρους Σινά, φωνὴ τῆς σάλπιγγος ἤχει μέγα· καὶ ἐπτοήθη πᾶς ὁ λαὸς ὁ ἐν τῇ παρεμβολῇ. | 16 Ενωρίς το πρωϊ κατά την τρίτην ημέραν έγιναν βρονταί και αστραπαί και νεφέλη σκοτεινή επάνω στο όρος Σινά, ο ήχος της σάλπιγγος αντηχούσε πολύ δυνατά. Ολος ο λαός, που ευρίσκετο ακόμη εις την κατασκήνωσίν του, εφοβήθη και ετρόμαξε. | 16 Κατὰ τὴν τρίτην λοιπὸν ἡμέραν, μόλις ἐξημέρωσεν, ἄρχισαν νὰ ἀντηχοῦν βρονταὶ καὶ νὰ λάμπουν ἀστραπαὶ καὶ ἕνα σύννεφον σκοτεινὸν ἦλθεν ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ὁ ἦχος ἀπὸ σάλπιγγα ἀντηχοῦσε μὲ δύναμιν πολλήν. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ὅλος ὁ λαός, ποὺ ἦτο εἰς τὸ στρατόπεδον, ἐκυριεύθη ἀπὸ τρόμον. |
17 καὶ ἐξήγαγε Μωυσῆς τὸν λαὸν εἰς συνάντησιν τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς παρεμβολῆς, καὶ παρέστησαν ὑπὸ τὸ ὄρος. | 17 Εδωσεν εντολήν ο Μωϋσής στον ισραηλιτικόν λαόν να εξέλθη από την κατασκήνωσίν του προς συνάντησιν του Θεού. Εξήλθον πράγματι και εσταμάτησαν όρθιοι στους πρόποδας του όρους. | 17 Ἔβγαλε τότε ὁ Μωϋσῆς τὸν λαὸν ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, διὰ νὰ συναντήσουν τὸν Θεόν, καὶ ἐστάθησαν οἱ Ἰσραηλῖται κάτω, εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ. |
18 τὸ ὄρος τὸ Σινὰ ἐκαπνίζετο ὅλον διὰ τὸ καταβεβηκέναι ἐπ᾿ αὐτὸ τὸν Θεὸν ἐν πυρί, καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς ὡσεὶ καπνὸς καμίνου, καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα· | 18 Το όρος Σινά εκάπνιζεν όλο, διότι ωσάν πυρ είχε καταβή επάνω εις αυτό ο Θεός. Ανέβαινεν ο καπνός πυκνός όπως ο καπνός της ασβεστοκαμίνου. Ο ισραηλιτικός λαός εκυριεύθη από κατάπληξιν και δέος πολύ. | 18 Ὅλον τὸ ὄρος Σινᾶ ἦτο γεμᾶτον καπνούς, διότι εἶχε κατεβῆ ἐπάνω εἰς αὐτὸ ὁ Θεὸς σὰν φωτιά. Ἀνέβαινε δὲ ὁ καπνὸς σὰν καπνὸς ἀπὸ καμίνι. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἐκυριεύθη ἀπὸ φόβον καὶ ἔκπληξιν. |
19 ἐγίνοντο δὲ αἱ φωναὶ τῆς σάλπιγγος προβαίνουσαι ἰσχυρότεραι σφόδρα· Μωυσῆς ἐλάλει, ὁ δὲ Θεὸς ἀπεκρίνατο αὐτῷ φωνῇ· | 19 Οι ήχοι των σαλπίγγων εγίνοντο ολονέν και δυνατώτεροι. Κατά την ώραν αυτήν ο Μωϋσής ηρώτα τον Θεόν και ο Θεός απεκρίνετο προς αυτόν με φωνήν. | 19 Σὺν τῷ χρόνῳ οἱ ἦχοι τῆς σάλπιγγος ἐγίνοντο ὁλοὲν καὶ δυνατώτεροι. Μέσα εἰς αὐτὴν τὴν ἐκπληκτικὴν μεγαλοπρέπειαν ὁ Μωυσῆς ὠμιλοῦσεν, ὁ δὲ Θεὸς τοῦ ἀπεκρίνετο μὲ φωνήν. |
20 κατέβη δὲ Κύριος ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινὰ ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους· καὶ ἐκάλεσε Κύριος Μωυσῆν ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, καὶ ἀνέβη Μωυσῆς. | 20 Ο Κυριος κατέβη εις την κορυφήν του όρους Σινά. Εκάλεσε τον Μωϋσήν εις την κορυφήν του όρους και ο Μωϋσής ανέβη. | 20 Κατέβη δὲ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν νὰ ἀνεβῇ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ καὶ ὁ Μωϋσῆς ἀνέβη ἀμέσως. |
21 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν λέγων· καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μή ποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι καὶ πέσωσιν ἐξ αὐτῶν πλῆθος· | 21 Είπε δε προς αυτόν ο Θεός· “κατέβα και εντόνως είπε στον λαόν να μη πλησιάσουν, δια να ίδουν τον Θεόν, και ότι αν παρακούσουν, θα φονευθούν πολλοί από αυτούς. | 21 Εἶπε δὲ ὁ Θεὸς τὰ ἑξῆς λόγια εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Πήγαινε κάτω καὶ μίλησε μὲ τρόπον ἔντονον εἰς τὸν λαόν, ὥστε νὰ μὴ πλησιάσουν περισσότερον πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ ἰδοῦν τί συμβαίνει καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πέσουν πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νεκροί. |
22 καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ ἐγγίζοντες Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἁγιασθήτωσαν, μή ποτε ἀπαλλάξῃ ἀπ᾿ αὐτῶν Κύριος. | 22 Και οι ιερείς, οι οποίοι πλησιάζουν τον Θεόν και υπηρετούν αυτόν, ας καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς δια να μη αφαιρέση και από αυτούς την ζωήν αν τον παρακούσουν”. | 22 Ἀκόμη καὶ οἱ ἱερεῖς, ποὺ πλησιάζουν καὶ ὑπηρετοῦν τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ἑξαγνισθοῦν καὶ νὰ καθαρισθοῦν, διὰ νὰ μὴ θανατώσῃ κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Κύριος». |
23 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· οὐ δυνήσεται ὁ λαὸς προσαναβῆναι πρὸς τὸ ὄρος τὸ Σινά· σὺ γὰρ διαμεμαρτύρησαι ἡμῖν λέγων· ἀφόρισαι τὸ ὄρος καὶ ἁγίασαι αὐτό. | 23 Ο Μωϋσής είπε προς τον Θεόν· “ο λαός υπακούων εις την εντολήν σου, δεν θα αναβή στο όρος Σινά· διότι συ ρητώς μας έχεις διατάξει, χώρισε τον λαόν από το όρος και κήρυξε αυτό άγιον και άβατον”. | 23 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Θεόν: «Ὁ λαὸς δὲν θὰ τολμήσει νὰ ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος, τὸ Σινᾶ, διότι Σὺ ὁ ἴδιος μᾶς τὸ ἔχεις ἀπαγορεύσει αὐστηρῶς μὲ τὰ λόγια Σου: «Ξεχώρισε τὸ βουνὸ καὶ βάλε ὅρια γύρω ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἀνακήρυξέ το ἅγιον καὶ ἱερόν». |
24 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· βάδιζε, κατάβηθι καὶ ἀνάβηθι σὺ καὶ ᾿Ααρὼν μετὰ σοῦ· οἱ δὲ ἱερεῖς καὶ ὁ λαὸς μὴ βιαζέσθωσαν ἀναβῆναι πρὸς τὸν Θεόν, μή ποτε ἀπολέσῃ ἀπ᾿ αὐτῶν Κύριος. | 24 Είπεν εις αυτόν ο Κυριος· “πήγαινε, κατέβα από το όρος και ανέβα πάλιν έχων μαζή σου και τον Ααρών. Οι δε ιερείς και ο λαός ας μη βιασθούν να ανεβούν προς τον Θεόν, δια να μη τους εξολοθρεύση ο Κυριος”. | 24 Εἶπε δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος: «Προχώρει! Πήγαινε κάτω καὶ νὰ ἀνεβῇς πάλιν, ἀφοῦ πάρῃς μαζί σου καὶ τὸν Ἀαρών. Οἱ ἱερεῖς ὅμως καὶ ὁ λαὸς νὰ μὴ σπεύσουν νὰ ξεπεράσουν τὸ σύνορον, διὰ νὰ ἀνεβοῦν πρὸς τὴν κορυφήν, πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὴ ἐξολοθρεύσῃ κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Κύριος». |
25 κατέβη δὲ Μωυσῆς πρὸς τὸν λαὸν καὶ εἶπεν αὐτοῖς. | 25 Ο Μωϋσής κατέβη, ήλθε προς τον λαόν και διεβίβασεν εις αυτούς τας εντολάς του Θεού. | 25 Κατόπιν τούτου ὁ Μωϋσῆς κατέβη πρὸς τὸν λαὸν καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτοὺς ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Θεός. |