Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἰδὼν ὁ λαὸς ὅτι κεχρόνικε Μωυσῆς καταβῆναι ἐκ τοῦ ὄρους, συνέστη ὁ λαὸς ἐπὶ ᾿Ααρὼν καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀνάστηθι καὶ ποίησον ἡμῖν θεούς, οἳ προπορεύσονται ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωυσῆς οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ. | 1 Ο ισραηλιτικός λαός ιδών ότι ο Μωϋσής εβράδυνε να κατεβή από το όρος Σινά, συνηθροίσθη αναστατωμένος γύρω από τον Ααρών και έλεγον προς αυτόν· “σήκω και κατασκεύασέ μας θεούς, οι οποίοι θα προπορεύονται και θα μας οδηγούν. Διότι δεν γνωρίζομεν τι έχει συμβή στον άνθρωπον αυτόν, τον Μωϋσέα, ο οποίος μας έβγαλε από την χώραν της Αιγύπτου”. | 1 Καὶ ὅταν εἶδεν ὁ λαὸς ὅτι ὁ Μωϋσῆς καθυστέρησε πολὺ νὰ κατεβῇ ἀπὸ τὸ βουνό, συνεκεντρώθησαν ὅλοι ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἀαρὼν καὶ τοῦ λέγουν: «Σήκω καὶ κάμε δι' ἠμᾶς θεούς, ποὺ θὰ προχωροῦν ἐπὶ κεφαλῆς μας καὶ θὰ μᾶς ὁδηγοῦν, διότι δεν γνωρίζομεν τί συνέβη εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, τὸν Μωϋσῆν, ποὺ μᾶς ἐβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον «. |
2 καὶ λέγει αὐτοῖς ᾿Ααρών· περιέλεσθε τὰ ἐνώτια τὰ χρυσὰ τὰ ἐκ τοῖς ὠσὶ τῶν γυναικῶν ὑμῶν καὶ θυγατέρων καὶ ἐνέγκατε πρός με. | 2 Ο Ααρών απήντησεν εις αυτούς· “αφαιρέσατε από τα αυτιά των συζύγων σας και τον θυγατέρων σας τα χρυσά σκουλαρίκια και φέρετέ τα εις εμέ”. | 2 Καὶ ὁ Ἀαρὼν τοὺς λέγει: «Βγάλετε τὰ χρυσᾶ σκουλαρίκια, ποὺ εἶναι εἰς τὰ αὐτιὰ τῶν γυναικῶν καὶ τῶν θυγατέρων σας καὶ νὰ μοῦ τὰ φέρετε «. |
3 καὶ περιείλαντο πᾶς ὁ λαὸς τὰ ἐνώτια τὰ χρυσᾶ τὰ ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτῶν καὶ ἤνεγκαν πρὸς ᾿Ααρών. | 3 Ολος ο λαός αφήρεσε προθύμως τα χρυσά σκουλαρίκια από τα αυτιά των γυναικών και τα έφεραν προς τον Ααρών. | 3 Ἀμέσως ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται ἔβγαλαν τὰ χρυσᾶ σκουλαρίκια, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ αὐτιὰ τῶν γυναικῶν, καὶ τὰ ἔφεραν εἰς τὸν Ἀαρών. |
4 καὶ ἐδέξατο ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ ἔπλασεν αὐτὰ ἐν τῇ γραφίδι καὶ ἐποίησεν αὐτὰ μόσχον χωνευτὸν καὶ εἶπεν· οὗτοι οἱ θεοί σου, ᾿Ισραήλ, οἵτινες ἀνεβίβασάν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου. | 4 Εκείνος τα επήρε από τα χέρια των, τα επεξειργάσθη και τα εκαθάρισε με την σμίλην, τα έρριψε στο χυτήριον και έκαμε μόσχον χυτόν. Και είπεν στον λαόν· “Ισραηλίται, αυτοί είναι οι θεοί σου, οι οποίοι σε επήραν από την γην της Αιγύπτου και σε ανεβίβασαν εδώ”. | 4 Τὰ ἐπῆρε λοιπὸν ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ χέρια των καὶ τὰ διεμόρφωσέ μὲ τὴν σμίλην καὶ ἀφοῦ τὰ ἔρριξεν εἰς τὸ χωνευτήριον ἔκαμε μὲ αὐτὰ ἕνα χυτὸ μοσχάρι καὶ εἶπεν: «Αὐτοὶ εἶναι, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, οἱ θεοί σου, ποὺ σὲ ἀνέβασαν ἐδῶ ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου». |
5 καὶ ἰδὼν ᾿Ααρὼν ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον κατέναντι αὐτοῦ, καὶ ἐκήρυξεν ᾿Ααρὼν λέγων· ἑορτὴν τοῦ Κυρίου αὔριον. | 5 Ιδών δε δ Ααρών ότι αυτό ηυχαρίστησε τους Ισραηλίτας έκτισε θυσιαστήριον απέναντι του χρυσού μόσχου και δια κήρυκος εφώναξε προς τον λαόν· “αύριον είναι εορτή προς τιμήν του Κυρίου” ! | 5 Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἀαρὼν ὅτι ὁ λαὸς ἤθελε νὰ λατρεύῃ αὐτὸ τὸ μοσχάρι, ἔκτισεν ἀπέναντί του ἕνα θυσιαστήριον καὶ ἔβαλεν ὁ Ἀαρὼν κήρυκα νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ λέγῃ πρὸς ὅλους: «Αὔριον θὰ ἔχωμεν ἑορτὴν πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου». |
6 καὶ ὀρθρίσας τῇ ἐπαύριον ἀνεβίβασεν ὁλοκαυτώματα καὶ προσήνεγκε θυσίαν σωτηρίου, καὶ ἐκάθισεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ ἀνέστησαν παίζειν. | 6 Εγερθείς δε λίαν πρωί την επομένην ημέραν ανεβίβασεν στο θυσιαστήριον ολοκαυτώματα και προσέφερεν ευχαριστήριον θυσίαν δια την σωτηρίαν του λαού από την δουλείαν των Αιγυπτίων. Ο λαός μετά την προσφοράν των θυσιών εκάθισεν, έφαγε και έπιε και μετά το φαγοπότι εσηκώθησαν δια να παίξουν και να χορεύσουν. | 6 Καὶ ἀφοῦ ἐξύπνησεν ἔνωρις πρωΐ - πρωῒ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἀνέβασεν εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐθυσίασεν ὁλοκαυτώματα καὶ προσέφερεν εἰρηνικὴν θυσίαν εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν σωτηρίαν των. Ὅλος δὲ ὁ λαὸς ἐκάθισε πλησίον, διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ πιῇ καὶ κατόπιν ἐσηκώθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ χορεύουν καὶ νὰ διασκεδάζουν σὰν τοὺς εἰδωλολάτρας. |
7 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· βάδιζε τὸ τάχος, κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἠνόμησε γὰρ ὁ λαός σου, ὃν ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου· | 7 Ελάλησε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και του είπε· “κατέβα από εδώ και πήγαινε ταχέως κάτω, διότι ο λαός σου, τον οποίον έβγαλες συ από την Αίγυπτον, κατεπάτησε τον νόμον και ημάρτησε. | 7 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε: «Τρέχα γρήγορα! Κατέβα ἀπὸ ἐδῶ! Διότι ὁ λαός σου, ποὺ τὸν ἔβγαλες ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἔκανε παρανομίαν. |
8 παρέβησαν ταχὺ ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλω αὐτοῖς· ἐποίησαν ἑαυτοῖς μόσχον καὶ προσκεκυνήκασιν αὐτῷ καὶ τεθύκασιν αὐτῷ καὶ εἶπαν· οὗτοι οἱ θεοί σου, ᾿Ισραήλ, οἵτινες ἀνεβίβασάν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου. | 8 Πολύ σύντομα έφυγαν από τον δρόμον, τον οποίον εγώ διέταξα εις αυτούς. Κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των μόσχον, προσεκύνησαν αυτόν, του προσέφεραν θυσίας και είπαν· Ισραηλίται, αυτοί είναι οι θεοί σου, οι οποίοι σε ανεβίβασαν εδώ από την γην της Αιγύπτου. | 8 Ἐξέφυγαν γρήγορα ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ τοὺς παρήγγειλες νὰ βαδίζουν. Ἔκαμαν ὡς θέον ἰδικόν των ἕνα μοσχάρι καὶ τὸ ἔχουν προσκυνήσει καὶ ἔχουν προσφερεῖ καὶ θυσίας εἰς αὐτὸ καὶ εἶπαν: (Αὐτοὶ εἶναι, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, οἱ θεοί σου, ποὺ σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ σὲ ἔφεραν ἐδῶ ἐπάνω». |
9 καὶ νῦν ἔασόν με καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ εἰς αὐτούς ἐκτρίψω αὐτοὺς | 9 Και τώρα άφησέ με να καταστρέψω αυτούς επάνω εις την δικαίαν μου οργήν, | 9 Καὶ τώρα ἄφησέ με, μὴ μὲ ἐμποδίζῃς μὲ τὴν προσευχήν σου. Ἐπειδὴ ἐθύμωσα πολὺ ἐναντίον των, θὰ τοὺς κάνω σκόνην, θὰ τοὺς ἐξοντώσω. |
10 καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα. | 10 και να κάμω σε και τους απογόνους σου έθνος μέγα”. | 10 Σὲ ὅμως καὶ τοὺς ἀπογόνους σου θὰ σᾶς κάνω ἔθνος μεγάλο καὶ πολυάριθμον». |
11 καὶ ἐδεήθη Μωυσῆς ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπεν· ἱνατί, Κύριε, θυμοῖ ὀργῇ εἰς τὸν λαόν σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν ἰσχύϊ μεγάλῃ καὶ ἐν τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ; | 11 Ο Μωυσής παρεκάλεσε θερμώς τον Κυριον και Θεόν και του είπε· “διατί, Κυριε, θυμώνεις και οργίζεσαι εναντίον του λαού σου, τον οποίον συ ηλευθέρωσες και έβγαλες από την χώραν της Αιγύπτου με ακατανίκητον δύναμιν και με την παντοδύναμον δεξιάν σου; | 11 Καὶ προσηυχήθη ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὁ Μωϋσῆς καὶ εἶπε: «Διατί, Κύριε, θυμώνεις καὶ ὀργίζεσαι ἐναντίον του λαοῦ σου, τὸν ὁποῖον ἔβγαλες σὺ ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον μὲ δύναμιν μεγάλην καὶ μὲ τὸν ὑψηλὸν καὶ ἀκαταμάχητον βραχίονά σου; |
12 μή ποτε εἴπωσιν οἱ Αἰγύπτιοι λέγοντες· μετὰ πονηρίας ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἀποκτεῖναι ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς ἀπὸ τῆς γῆς. παῦσαι τῆς ὀργῆς τοῦ θυμοῦ σου καὶ ἵλεως γενοῦ ἐπὶ τῇ κακίᾳ τοῦ λαοῦ σου, | 12 Δεν πρέπει να τους εξολοθρεύσης, δια να μη είπουν οι Αιγύπτιοι ότι με πονηρίαν τους έβγαλες από την χώραν των, δια να τους θανατώσης εις τα όρη και να τους ξεπαστρέψης από την γην. Παύσε την οργήν και τον θυμόν σου, γίνε ίλεως εις την κακίαν αυτήν του λαού σου. | 12 Ὑπάρχει φόβος νὰ ὁμιλήσουν ἐναντίον σου οἱ Αἰγύπτιοι καὶ νὰ λέγουν εἰς τοὺς γειτονικούς των λαούς: «Ὁ Θεός των τοὺς ἔβγαλε μὲ πονηρίαν ἀπὸ ἐδῶ, διὰ νὰ τοὺς θανατώσῃ εἰς τὰ βουνὰ καὶ νὰ τοὺς ἀφανίσῃ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς». Παῦσε λοιπὸν τὴν ἀγανάκτησίν τοῦ θυμοῦ σου καὶ γίνε ἵλεως καὶ συμπαθὴς εἰς τὴν κακίαν τοῦ λαοῦ σου. |
13 μνησθεὶς ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ τῶν σῶν οἰκετῶν, οἷς ὤμοσας κατὰ σεαυτοῦ καὶ ἐλάλησας πρὸς αὐτοὺς λέγων· πολυπληθυνῶ τὸ σπέρμα ὑμῶν ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει, καὶ πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην, ἣν εἶπας δοῦναι τῷ σπέρματι αὐτῶν, καὶ καθέξουσιν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα. | 13 Ενθυμήσου τους δούλους σου, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, στους οποίους ωρκίσθης επί του εαυτού σου και τους είπες· Θα αυξήσω και θα πολλαπλασιάσω εγώ τους απογόνους σας, θα τους αναδείξω αμέτρητον πλήθος, ωσάν το πλήθος των αστέρων του ουρανού, και υπεσχέθης ότι όλην αυτήν την χώραν θα την δώσης στους απογόνους των, δια να την έχουν πάντοτε υπό την κυριότητα και κατοχήν των”. | 13 Δεῖξε ἔλεος καὶ θυμήσου τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, τοὺς δούλους σου, ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὁποίους ὡρκίσθης εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ ὠμίλησες πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπες: Θὰ πληθύνω ὑπερβολικὰ τοὺς ἀπογόνους σας, ὥστε νὰ γίνουν σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ κατὰ τὸ πλῆθος. Ὑπεσχέθης ἐπίσης καὶ ὅλην αὐτὴν τὴν χώραν, ποὺ εἶπες ὅτι θὰ τὴν δώσῃς εἰς τοὺς ἀπογόνους των καὶ θὰ τὴν κατέχουν ὡς ἰδικήν των αἰωνίως». |
14 καὶ ἱλάσθη Κύριος περὶ τῆς κακίας, ἧς εἶπε ποιῆσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ. | 14 Ο Κυριος ήκουσε την δέησιν του Μωϋσέως, εφάνη ίλεως εις την κακίαν αυτήν των Ισραηλιτών, δια την οποίαν και ηθέλησε να τους τιμωρήση. | 14 Μετὰ τὴν προσευχὴν τοῦ Μωϋσέως ὁ Κύριος ἐφάνη ἵλεως διὰ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ λαοῦ καὶ ἔγινε τὸ κακόν, μὲ τὸ ὁποῖον εἶπεν ὅτι θὰ τιμωρήσῃ τὸν λαὸν Του. |
15 Καὶ ἀποστρέψας Μωυσῆς κατέβη ἀπὸ τοῦ ὄρους, καὶ αἱ δύο πλάκες τοῦ μαρτυρίου ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, πλάκες λίθιναι καταγεγραμμέναι ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν αὐτῶν, ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἦσαν γεγραμμέναι· | 15 Ο Μωϋσής επέστρεψε και κατέβη από το όρος κρατών εις τας χείρας του τας δύο πλάκας του μαρτυρίου. Αυταί αι πλάκες ήσαν λίθιναι γραμμέναι και από τας δύο πλευράς, από εδώ και από εκεί. | 15 Καὶ ἀφοῦ ἐγύρισεν ὀπίσω ὁ Μωυσῆς, κατέβη ἀπὸ τὸ βουνό. Εἰς δὲ τὰ χέρια του ἦσαν αἱ δύο πλάκες τοῦ Μαρτυρίου, ποὺ ἦσαν πλάκες ἀπὸ πέτραν χαραγμέναι μὲ γράμματα καὶ ἀπὸ τὰς δύο πλευράς των. Εἶχαν γραφῆ καὶ ἀπὸ τὴν μίαν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευράν. |
16 καὶ αἱ πλάκες ἔργον Θεοῦ ἦσαν, καὶ ἡ γραφὴ γραφὴ Θεοῦ κεκολαμμένη ἐν ταῖς πλαξί. | 16 Ησαν δε έργον του Θεού, τα γεγραμμένα εις αυτάς ήσαν θεία γραφήη χαραγμένη επάνω εις τας πλάκας. | 16 Αἱ πλάκες αὐταὶ ἦσαν ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ γραφὴ ἐπίσης ἦτο γραφὴ τοῦ Θεοῦ χαραγμένη εἰς τὰς πλάκας. |
17 καὶ ἀκούσας ᾿Ιησοῦς τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ κραζόντων λέγει πρὸς Μωυσῆν· φωνὴ πολέμου ἐν τῇ παρεμβολῇ. | 17 Καθώς κατέβαιναν και επλησίαζον, ήκουσεν ο Ιησούς του Ναυή φωνάς του λαού, ο οποίος εκραύγαζε, και λέγει προς τον Μωϋσήν· “πολεμικαί κραυγαί ακούονται στο στρατόπεδόν μας” ! | 17 Καθὼς δὲ ἐπλησίαζαν, ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ τὰς φωνὰς τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐφώναζε δυνατά, καὶ λέγει πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Πολεμικὸς θόρυβος ἀκούεται εἰς τὸ στρατόπεδον». |
18 καὶ λέγει· οὐκ ἔστι φωνὴ ἐξαρχόντων κατ᾿ ἰσχύν, οὐδὲ φωνὴ ἐξαρχόντων τροπῆς, ἀλλὰ φωνὴν ἐξαρχόντων οἴνου ἐγὼ ἀκούω. | 18 Ο Μωϋσής του απήντησε· “δεν είναι αυταί φωναί ανθρώπων, που αρχίζουν τον πόλεμον και αλαλάζουν δια την νίκην, ούτε κραυγαί ανθρώπων οι οποίοι ηττήθησαν και φεύγουν πανικόβλητοι, αλλ' εγώ ακούω φωνάς μεθυσμένων”. | 18 Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Μωυσῆς: «Ὁ θόρυβος αὐτὸς δὲν εἶναι κραυγὴ ἀλαλαγμοῦ πολεμιστῶν, ποὺ εἶναι πρῶτοι εἰς μίαν νικηφόρον πορείαν, οὔτε κραυγὴ πανικοῦ ἐκείνων, ποὺ τίθενται πρῶτοι εἰς φυγήν, ἀλλ' ἐγὼ ἀκούω θόρυβον ἀπὸ φωνὰς ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι πρῶτοι εἰς τὴν οἰνοποσίαν καὶ μέθην». |
19 καὶ ἡνίκα ἤγγιζε τῇ παρεμβολῇ, ὁρᾷ τὸν μόσχον καὶ τοὺς χορούς, καὶ ὀργισθεὶς θυμῷ Μωυσῆς ἔρριψεν ἀπὸ τῶν χειρῶν αὐτοῦ τὰς δύο πλάκας, καὶ συνέτριψεν αὐτὰς ὑπὸ τὸ ὄρος. | 19 Οταν επλησίαζεν ο Μωϋσής στο στρατόπεδον, βλέπει τον μόσχον και τους χορούς και καταληφθείς από οργήν και θυμόν επέταξεν από τας χείρας του τας δύο πλάκας και τας συνέτριψεν στους πρόποδας του όρους. | 19 Καὶ καθὼς ἐπλησίαζεν εἰς τὸ στρατόπεδον, βλέπει ὁ Μωυσῆς τὸ μοσχάρι καὶ τοὺς χοροὺς καὶ ἐπειδὴ ἐθύμωσε πολὺ ἔρριξεν ἀπὸ τὰ χέρια του τὰς δύο πλάκας τοῦ Νόμου καὶ τὰς συνέτριψεν εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ. |
20 καὶ λαβὼν τὸν μόσχον, ὃν ἐποίησαν, κατέκαυσεν αὐτὸν ἐν πυρὶ καὶ κατήλεσεν αὐτὸν λεπτὸν καὶ ἔσπειρεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ὕδωρ καὶ ἐπότισεν αὐτὸ τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. | 20 Αμέσως λαβών τον μόσχον, που είχαν κατασκευάσει οι Ισραηλίται, έρριψε και κατέκαυσεν αυτόν στο πυρ, τον άλεσε εις λεπτήν σκόνιν και έρριψεν αυτήν στο ύδωρ και με αυτό επότισε τους Ισραηλίτας. | 20 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ χρυσὸ μοσχάρι, ποὺ ἔκαμαν, τὸ ἔκαυσε καὶ τὸ ἔλειωσεν εἰς τὴν φωτιὰν καὶ τὸ ἄλεσεν, ὥστε νὰ γίνῃ λεπτὴ σκόνη καὶ τὸ διεσκόρπισε μέσα εἰς τὸ νερὸ καὶ ἐπότισε μὲ αὐτὸ τοὺς Ἰσραηλίτας. |
21 καὶ εἶπε Μωυσῆς τῷ ᾿Ααρών· τί ἐποίησέ σοι ὁ λαὸς οὗτος, ὅτι ἐπήγαγες ἐπ᾿ αὐτοὺς ἁμαρτίαν μεγάλην; | 21 Εκάλεσεν ο Μωϋσής τον Ααρών και του είπε· “τι σου έκαμε αυτός ο λαός και επέσυρες επάνω του τόσον μεγάλην αμαρτίαν και ενοχήν;” | 21 Εἶπε δὲ ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν Ἀαρών: «Τί σοῦ ἔκανε ὁ λαὸς αὐτὸς καὶ ἔβαλες ἐπάνω των σὰν βάρος αὐτὴν τὴν μεγάλην ἁμαρτίαν;» |
22 καὶ εἶπεν ᾿Ααρὼν πρὸς Μωυσῆν· μὴ ὀργίζου, κύριε· σὺ γὰρ οἶδας τὸ ὅρμημα τοῦ λαοῦ τούτου. | 22 Ο Ααρών απήντησε προς τον Μωϋσήν· “μη οργίζεσαι, κύριε, εναντίον μου, διότι συ γνωρίζεις πολύ καλά την ορμητικότητα αυτού του λαού. | 22 Καὶ ἀπήντησεν ὁ Ἀαρὼν πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Μὴ ὀργίζεσαι, κύριε, ἐναντίον μου, διότι γνωρίζεις καὶ σὺ τὴν ὀρμητικότητα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. |
23 λέγουσι γάρ μοι· ποίησον ἡμῖν θεούς, οἳ προπορεύσονται ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωυσῆς οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ. | 23 Αυτοί μου είπαν· Κατασκεύασε δι' ημάς θεούς, οι οποίοι θα πραπορεύωνται και θα μας οδηγούν, διότι δεν γνωρίζομεν, τι συνέβη στον Μωϋσήν, στον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος μας έβγαλε από την Αίγυπτον. | 23 Ἔγινεν αὐτό, ποὺ ἐζήτησαν οἱ ἴδιοι, διότι αὐτοὶ μοῦ ἔλεγαν ἐπιμόνως: Κάμε δι’ ἠμᾶς θεούς, ποὺ νὰ προχωροῦν ἐμπρός μας καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν, διότι δὲν γνωρίζομεν τί συνέβη εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, τὸν Μωϋσῆν, ποὺ μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. |
24 καὶ εἶπα αὐτοῖς· εἴ τινι ὑπάρχει χρυσία, περιέλεσθε. καὶ ἔδωκάν μοι· καὶ ἔρριψα εἰς τὸ πῦρ, καὶ ἐξῆλθεν ὁ μόσχος οὗτος. | 24 Εγώ τότε τους είπα· Ο,τι χρυσάφι υπάρχει στον καθένα σας συγκεντρώσατέ το και δόστε το εις εμέ. Μου το έδωσαν, το έρριψα στο πυρ και από εκεί εβγήκε αυτός ο χρυσός μόσχος”. | 24 Καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: Ὅσα χρυσαφικὰ ὑπάρχουν εἰς τὸν καθένα νὰ τὰ βγάλετε καὶ νὰ μοῦ τὰ φέρετε. Καὶ πράγματι μοῦ τὰ ἔδωσαν. Τὰ ἔρριξα λοιπὸν εἰς τὴν φωτιὰν καὶ ἐβγῃκεν αὐτὸ τὸ μοσχάρι». |
25 καὶ ἰδὼν Μωυσῆς τὸν λαὸν ὅτι διεσκέδασται, διεσκέδασε γὰρ αὐτοὺς ᾿Ααρὼν ἐπίχαρμα τοῖς ὑπεναντίοις αὐτῶν, | 25 Είδεν ο Μωϋσής ότι ο μεθυσμένος πλέον λαός είχε διασκορπισθή, διότι τους έφερε εις έξαλλον κατάστασιν και τους διεσκόρπισεν ο Ααρών προς μεγάλην χαράν των εχθρών των, | 25 Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Μωῦσῆς τὸν λαόν, ποὺ δὲν εἶχε πλέον ἔλεγχον τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ εἶχαν ὅλοι παραλύσει, διότι ὁ Ἀαρὼν τοὺς ἄφησε νὰ κάνουν ἀνεξέλεγκτοι ὅ,τι ἤθελαν πρὸς ἰκανοποίησιν καὶ χαρὰν τῶν ἐχθρῶν των, |
26 ἔστη δὲ Μωυσῆς ἐπὶ τῆς πύλης τῆς παρεμβολῆς καὶ εἶπε· τίς πρὸς Κύριον; ἴτω πρός με. συνῆλθον οὖν πρὸς αὐτὸν πάντες οἱ υἱοὶ Λευί. | 26 εστάθη όρθιος ο Μωϋσής εις την είσοδον του στρατοπέδου και είπεν· “όποιος είναι με τον Κυριον, ας έλθη προς εμέ”. Συνεκεντρώθησαν άμεσως γύρω από αυτόν όλοι οι της φυλής Λευϊ. | 26 ἐστάθη ὁ θεράπων τοῦ Θεοῦ Μωϋσῆς εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ στρατοπέδου, ὅπου ἐγίνοντο τότε αἱ δίκαι καὶ εἶπε: «Ποῖος εἶναι μὲ τὸ μέρος τοῦ Κυρίου; Ἂς ἔλθῃ κοντά μου». Συνεκεντρώθησαν λοιπὸν ἀμέσως πλησίον του ὅλοι οἰ ἀπόγονοι τοῦ Λευΐ. |
27 καὶ λέγει αὐτοῖς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· θέσθε ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ρομφαίαν ἐπὶ τὸν μηρὸν καὶ διέλθατε καὶ ἀνακάμψατε ἀπὸ πύλης ἐπὶ πύλην διά τῆς παρεμβολῆς καὶ ἀποκτείνατε ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸ ἔγγιστα αὐτοῦ. | 27 Είπε προς αυτούς Ο Μωϋσής· “τάδε λέγει Κυριος ο Θεός Ισραήλ· Ζωσθήτε ο καθένας σας και θέσατε την ρομφαίαν σας στον μηρόν, διέλθετε και επανέλθετε από την μίαν είσοδον του στρατοπέδου μέχρι της άλλης, περάσατε δια μέσου του στρατοπέδου και θανατώσατε καθένας τον ένοχον αδελφόν του, τον φίλον του, τον συγγενή του”. | 27 Καὶ λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Μωυσῆς: «Αὐτὰ παραγγέλλει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν: Ζωσθῆτε ὁ καθένας σας τὴν ρομφαῖαν του εἰς τὸν μηρόν του καὶ νὰ περάσετε μέσα ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, ἀπὸ τὴν μίαν θύραν εἰς τὴν ἄλλην, νὰ περάσετε μάλιστα καὶ διὰ δευτέραν φορὰν καὶ νὰ θανατώσετε ὁ καθένας τὸν ἀδελφόν του καὶ καθένας τὸν φίλον του καὶ ὁ καθένας τὸν συγγενῆ του». |
28 καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Λευὶ καθὰ ἐλάλησεν αὐτοῖς Μωυσῆς, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ εἰς τρισχιλίους ἄνδρας. | 28 Οι Λευίται έκαμαν, όπως τους διέταξεν ο Μωϋσής, και εθανατώθησαν κατά την ημέραν εκείνην τρεις χιλιάδες άνδρες. | 28 Καὶ ἔκαμαν πράγματι οἱ Λευῖται ὅπως τοὺς εἶπεν ὁ Μωϋσῆς. Καὶ ἐφονεύθησαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην μέσα ἀπὸ τὸν λαὸν τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες περίπου. |
29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μωυσῆς· ἐπληρώσατε τὰς χεῖρας ὑμῶν σήμερον Κυρίῳ, ἕκαστος ἐν τῷ υἱῷ ἢ ἐν τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, δοθῆναι ἐφ᾿ ὑμᾶς εὐλογίαν. | 29 Είπε τότε στους λευΐτας ο Μωϋσής· “σήμερόν με τους φόνους αυτούς εξεπληρώσατε με τας χείρας σας υπηρεσίαν προς τον Κυριον, θανατώσαντες ο άλλος τον υιόν του και άλλος τον αδελφόν του. Δι' αυτήν σας την πράξιν θα δοθή εις σας ειδική ευλογία του Θεού”. | 29 Εἶπε δὲ εἰς αὐτοὺς ὁ Μωϋσῆς: «Σήμερον ἐγεμίσατε τὰ χέρια σας, σὰν νὰ ἐτελέσατε θυσίαν εἰς τὸν Κύριον, μὲ τὸ ὅτι ἐφονεύσατε ὁ καθεὶς τὸ παιδί του ἢ τὸν ἀδελφόν του, ὥστε νὰ σᾶς δοθῇ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ Τὸν ὑπηρετῆτε). |
30 Καὶ ἐγένετο μετὰ τὴν αὔριον εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν λαόν· ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην· καὶ νῦν ἀναβήσομαι πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν. | 30 Την επομένην ημέραν είπεν ο Μωϋσής προς τον λαόν· “σεις διεπράξατε αμαρτίαν μεγάλην· και τώρα θα αναβώ στον Θεόν, να τον παρακαλέσω να φανή ίλεως δια την αμαρτίαν σας αυτήν”. | 30 Κατὰ δὲ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ὁ Μωυσῆς ὡμίλησε πρὸς τὸν λαὸν καὶ εἶπε: «Μὲ αὐτὸ ποὺ ἐκάνατε, διεπράξατε ἁμαρτίαν μεγάλην. Καὶ τώρα θὰ ἀνεβῶ εἰς τὸ βουνὸ πρὸς τὸν Θεόν, διὰ να ζητήσω ἔλεος διὰ τὴν ἁμαρτίαν σας». |
31 ὑπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεοὺς χρυσοῦς. | 31 Επέστρεψεν ο Μωϋσής προς τον Κυριον και είπε· “Κυριε, θερμώς σε παρακαλώ· ο λαός αυτός υπέπεσεν εις βαρείαν αμαρτίαν, διότι ελησμόνησε σε και κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του χρυσούς θεούς. | 31 Ἐπέστρεψε πράγματι ὁ Μωυσῆς πρὸς τὸν Κύριον καὶ εἶπε: «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε· ὁ λαὸς αὐτὸς διέπραξεν ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἔκαμαν διὰ τοὺς ἑαυτούς των θεοὺς ἀπὸ χρυσάφι. Εἶναι ἔνοχοι πράγματι. |
32 καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας. | 32 Και τώρα εάν φανής ίλεως και συγχωρήσης την αμαρτίαν των αυτήν, συγχώρεσέ τους. Εάν όμως δεν τους συγχωρήσης, εξάλειψε μαζή με αυτούς και εμέ από το βιβλίον σου, στο οποίον με έχεις γραμμένον”. | 32 Τώρα λοιπὸν ἐὰν μὲν θέλῃς νὰ συγχωρήσῃς τὴν ἁμαρτίαν των, συγχώρησέ την· εἰδ’ ἄλλως σβῆσε καὶ ἐμὲ ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς, ὅπου μὲ ἔγραψες». |
33 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴ τις ἡμάρτηκεν ἐνώπιόν μου, ἐξαλείψω αὐτοὺς ἐκ τῆς βίβλου μου. | 33 Ο Κυριος απήντησε προς τον Μωϋσήν· “εκείνον, ο οποίος έχει αμαρτήσει ενώπιόν μου, αυτόν θα εξαλείψω από το βιβλίον μου. | 33 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἐκεῖνος ποὺ διέπραξεν ἁμαρτίαν ἐνώπιόν μου, θὰ τιμωρηθῇ. Ὅσους ἔχουν ἁμαρτήσει, αὐτοὺς μόνον θὰ σβήσω ἀπὸ τὸ βιβλίον μου (ὅπου εἶναι γραμμένοι οἱ ἐκλεκτοί). |
34 νυνὶ δὲ βάδιζε, κατάβηθι καὶ ὁδήγησον τὸν λαὸν τοῦτον εἰς τὸν τόπον, ὃν εἶπά σοι· ἰδοὺ ὁ ἄγγελός μου προπορεύσεται πρὸ προσώπου σου· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ ἐπισκέπτωμαι, ἐπάξω ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν. | 34 Τωρα βάδιζε, κατέβα από το όρος και οδήγησε τον λαόν αυτόν στον τόπον, που σου είπα· ιδού ο άγγελός μου θα προπορεύεται ως οδηγός έμπροσθέν σου. Οταν δε αποφασίσω δια την ημέραν της τιμωρίας των, θα τους επισκεφθώ και θα επιφέρω επάνω των την τιμωρίαν δια την αμαρτίαν των αυτήν”. | 34 Τώρα ὅμως πήγαινε, κατέβα ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ ὁδήγησε αὐτὸν τὸν λαὸν εἰς τὸν τόπον, ποὺ σοῦ εἶπα. Νά, ὁ ἄγγελός μου θὰ προχωρῇ ἐμπρὸς ἀπὸ σὲ καὶ θὰ σὲ ὁδηγῇ. Κατὰ τὸν καιρὸν ὅμως ποὺ θὰ κρίνω ὅτι πρέπει νὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ ὡς δίκαιος τιμωρός, θὰ ἐπιφέρω εἰς αὐτοὺς τιμωρίαν καὶ δι’ αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν των». |
35 καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν λαὸν περὶ τῆς ποιήσεως τοῦ μόσχου, οὗ ἐποίησεν ᾿Ααρών. | 35 Και πράγματι, όταν ο Κυριος έκρινε κατάλληλον τον καιρόν, ετιμώρησε τον λαόν δια τον μόσχον, τον οποίον κατ' απαίτησίν των κατεσκεύασεν ο Ααρών. | 35 Καὶ ἐτιμώρησε πράγματι ὁ Κύριος εἰς τὸν ὡρισμένον ἀπὸ Ἐκεῖνον καιρὸν τὸν λαόν, διότι ἐζήτησαν νὰ γίνῃ τὸ μοσχάρι, ποὺ τὸ κατεσκεύασεν ὁ Ἀαρών, διὰ να τὸ λατρεύουν ὡς θέον. |