Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΙΠΕ δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 1 Είπεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· | 1 Ελάλησε δὲ ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε: |
2 ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους· ἐμοί ἐστιν. | 2 “να αφιερώσης εις εμέ κάθε πρωτότοκον, κάθε πρωτογέννητον μεταξύ των Ισραηλιτών από ανθρώπου έως κτήνους, το οποίον ανοίγει μήτραν, διότι τούτο ανήκει εις εμέ”. | 2 «Νὰ μοῦ ξεχωρίσῃς καὶ νὰ μοῦ ἀφιερώσῃς κάθε πρωτότοκον, κάθε ἀρσενικὸν ποὺ γεννᾶται πρῶτον καὶ ἀνοίγει κάθε μήτραν μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀπὸ ἀνθρώπου μέχρι ζώου. Τὰ πρωτότοκα ἀνήκουν εἰς ἐμέ, ποὺ σᾶς ἐλύτρωσα». |
3 Εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς τὸν λαόν· μνημονεύετε τὴν ἡμέραν ταύτην, ἐν ᾗ ἐξήλθετε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας· ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾶς Κύριος ἐντεῦθεν· καὶ οὐ βρωθήσεται ζύμη. | 3 Είπεν ο Μωϋσής προς τον λαόν· “να ενθυμήσθε την ημέραν αυτήν, κατά την οποίον εξήλθατε από την χώραν της Αιγύπτου, από τον οίκον αυτόν της φοβεράς δουλείας. Διότι κατά την ημέραν αυτήν δια της παντοδυνάμου δεξιάς του σας έβγαλεν ο Θεός από εδώ. Κατά την ημέραν αυτήν δεν θα φάγεται άρτον, που έχει προζύμι. | 3 Εἶπε δὲ ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν: «Πρέπει νὰ ἐνθυμῆσθε πάντοτε τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐβγήκατε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ τὸν τόπον τῆς φρικτῆς σκλαβιᾶς. Διότι αὐτὴν τὴν ἡμέραν σᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ ἐδῶ καὶ σᾶς ἐλύτρωσεν ὁ Κύριος μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι Του. Δὲν πρέπει νὰ φαγωθῇ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ψωμὶ μὲ προζύμι. |
4 ἐν γὰρ τῇ σήμερον ὑμεῖς ἐκπορεύεσθε ἐν μηνὶ τῶν νέων. | 4 Διότι σήμερον κατά τον μήνα τούτον των νέων σιτηρών εξέρχεσθε σεις ελεύθεροι από την Αίγυπτον. | 4 Διότι κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν τοῦ μηνὸς τῶν νέων σιτηρῶν φεύγετε πλέον ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. |
5 καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν εἰσαγάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ ᾿Αμορραίων καὶ Εὐαίων καὶ ᾿Ιεβουσαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Φερεζαίων, ἣν ὤμοσε τοῖς πατράσι σου δοῦναί σοι γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, καὶ ποιήσεις τὴν λατρείαν ταύτην ἐν τῷ μηνὶ τούτῳ. | 5 Οταν δε Κυριος ο Θεός σε εισαγάγη εις την χώραν των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Ευαίων, των Ιεβουσαίων, των Γεργεσαίων και των Φερεζαίων, εις την χώραν την οποίαν δι' όρκου υπεσχέθη στους πατέρας σου να δώση εις σέ, και εις την οποίαν ρέει γάλα και μέλι, πρέπει να προσφέρης την λατρείαν αυτήν κατά τον μήνα τούτον. | 5 Ὅταν λοιπόν, λαὲ τοῦ Θεοῦ, θὰ σὲ βάλῃ Κύριος ὁ Θεός σου μέσα εἰς τὴν χώραν, ποὺ κατέχουν οἱ Χαναναῖοι καὶ οἱ Χετταῖοι καὶ οἱ Ἀμορραῖοι καὶ οἱ Εὐαῖοι καὶ οἱ Ἰεβουσαῖοι καὶ οἱ Γεργεσαῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι, τὴν χώραν ποὺ ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς μὲ ὅρκον εἰς τοὺς πατέρας σου ὅτι θὰ σοῦ τὴν χαρίσῃ, χώραν ὅπου τρέχει γάλα καὶ μέλι, πρέπει τότε νὰ κάμνῃς τὴν λατρευτικὴν αὐτὴν ἑορτὴν κατὰ τὸν μῆνα αὐτόν. |
6 ἓξ ἡμέρας ἔδεσθε ἄζυμα, τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἑορτὴ Κυρίου· | 6 Επί εξ ημέρας θα τρώγετε άρτον χωρίς προζύμι. Η εβδόμη ημέρα- όπως και η πρώτη- θα είναι επίσημος εορτή του Κυρίου. | 6 Ἐπὶ ἓξ ἡμέρας θὰ τρώγετε ψωμιὰ χωρὶς προζύμι, κατὰ τὴν ἑβδόμην δὲ ἡμέραν θὰ κάμνετε ἐπίσημον ἑορτὴν πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. |
7 ἄζυμα ἔδεσθε ἑπτὰ ἡμέρας, οὐκ ὀφθήσεταί σοι ζυμωτόν, οὐδὲ ἔσται σοι ζύμη ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου. | 7 Αρτον χωρίς προζύμι θα τρώγετε επί επτά ημέρας. Δεν θα παρουσιασθή άρτος ένζυμος στο τραπέζι σου, ούτε θα υπάρξη ένζυμος άρτος εις την περιοχήν σου. | 7 Θὰ τρώγετε λοιπὸν ψωμιὰ χωρὶς προζύμι ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. Δὲν πρέπει νὰ φανῇ εἰς τὸ σπίτι κανενός σας ψωμὶ μὲ προζύμι, ἀλλ’ οὔτε καὶ προζύμι δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ κανείς σας, εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν ὅπου θὰ διαμένετε. |
8 καὶ ἀναγγελεῖς τῷ υἱῷ σου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· διὰ τοῦτο ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός μοι, ὡς ἐξεπορευόμην ἐξ Αἰγύπτου. | 8 Κατά την ημέραν εκείνον θα πληροφορήσης τον υιόν σου, ότι τούτο γίνεται εις ανάμνησιν εκείνου, το οποίον έκαμεν υπέρ ημών ο Θεός, όταν με την ιδικήν του προστασίαν εξηρχόμεθα ελεύθεροι από την Αίγυπτον. | 8 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καθένας σας θὰ κάνῃ γνωστὸν εἰς τὸν υἱόν του τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς καὶ θὰ εἰπῇ: «Τοῦτο γίνεται δι’ αὖτο, ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος, ὁ Θεός μας, πρὸς χάριν μας, ὅταν ἐφεύγαμεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον». |
9 καὶ ἔσται σοι σημεῖον ἐπὶ τῆς χειρός σου καὶ μνημόσυνον πρὸ ὀφθαλμῶν σου, ὅπως ἂν γένηται ὁ νόμος Κυρίου ἐν τῷ στόματί σου· ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐξ Αἰγύπτου. | 9 Θα βάλης δε και κάποιο σημάδι στο χέρι σου, δια να το βλέπης και να ενθυμήσαι το γεγονός αυτό της απελευθερώσεώς σου. Ετσι δε ο Νομος του Κυρίου θα ευρίσκεται πάντοτε στο στόμα σου. Διότι με την παντοδύναμον δεξιάν του σε έβγαλεν ο Κυριος ελεύθερον από την Αίγυπτον. | 9 Θὰ σοῦ γίνῃ τὸ γεγονὸς αὐτὸ σημάδι εἰς τὸ χέρι σου. Θὰ τὸ ἔχῃς πάντοτε ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου καὶ θὰ ἐνθυμῆσαι αὐτὸ ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέραν αὐτήν, ὥστε ὁ νόμος αὐτός, ποὺ ὥρισεν ὁ Κύριος διὰ τὸ Πάσχα, νὰ εἶναι συνεχῶς εἰς τὸ στόμα σου. Διότι σὲ ἔβγαλεν ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὁ Κύριος καὶ Θεός σου μὲ θαύματα ποὺ ἔκανε τὸ παντοδύναμον χέρι Του. |
10 καὶ φυλάξασθε τὸν νόμον τοῦτον κατὰ καιροὺς ὡρῶν, ἀφ᾿ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας. | 10 Θα φυλάξετε αυτόν τον Νομον κάθε χρόνον και εις τας ημέρας του μηνός, που έχει ορίσει ο Κυριος. | 10 Πρέπει δὲ νὰ τηρῆτε τὸν νόμον αὐτὸν ἐπακριβῶς κατὰ τὸν ὡρισμένον καιρόν, ἀπὸ χρόνου εἰς χρόνον συνεχῶς. |
11 καὶ ἔσται ὡς ἂν εἰσαγάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων, ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, καὶ δώσει σοι αὐτήν, | 11 Οταν δε Κυριος ο Θεός σε εγκαταστήση εις την γην των Χαναναίων και δώση εις σε αυτήν την χώραν σύμφωνα με την ένορκον υπόσχεσίν του προς τους πατέρας σου, | 11 Καὶ ὅταν θὰ σὲ ὁδηγήσῃ Κύριος ὁ Θεός σου μέσα εἰς τὴν χώραν, ποὺ κατοικοῦν οἱ Χαναναῖοι, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον εἰς τοὺς πατέρας σου καὶ θὰ σοῦ τὴν χαρίσῃ ὡς κτῆμα σου, |
12 καὶ ἀφελεῖς πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ· πᾶν διανοῖγον μήτραν ἐκ βουκολίων ἢ ἐν τοῖς κτήνεσί σου, ὅσα ἐὰν γένηταί σοι, τὰ ἀρσενικὰ ἁγιάσεις τῷ Κυρίῳ. | 12 θα βάλης κατά μέρος και θα αφιερώσης προς τον Κυριον κάθε αρσενικόν πρωτογέννητον. Καθε, λοιπόν, πρωτογέννητον αρσενικόν από τα βόδια σου και από τα ζώα σου, όσα θα γεννηθούν μεταξύ σας, θα τα αφιερώσης στον Κυριον. | 12 πρέπει νὰ ξεχωρίσῃς πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου κάθε πρωτογέννητον ἀρσενικόν. Κάθε ἀρσενικὸν ποὺ ἀνοίγει πρῶτον τὴν μήτραν τῆς μητέρας του ἀπὸ τὰ βόδια σου καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα κτήνη σου, ποὺ θὰ ἀποκτήσης, θὰ τὸ ἀφιερώνῃς εἰς τὸν Κύριον. |
13 πᾶν διανοῖγον μήτραν ὄνου ἀλλάξεις προβάτῳ· ἐὰν δὲ μὴ ἀλλάξῃς, λυτρώσῃ αὐτό. πᾶν πρωτότοκον ἀνθρώπου τῶν υἱῶν σου λυτρώσῃ. | 13 Ομως κάθε πρωτογέννητον όνου θα το αντικαταστήσης με πρόβατον. Εάν δεν το αντικαταστήσης με πρόβατον, θα προσφέρης αντ' αυτού το ανάλογον χρήμα. Επίσης δια καθ' πρωτότοκον ανθρώπου θα καταβάλης στον ναόν το καθοριζόμενον χρήμα. | 13 Κάθε πρωτότοκον τῆς ὄνου ὅμως, ποὺ εἶναι ζῶον ἀκάθαρτον καὶ ἀκατάλληλον διὰ θυσίαν, θὰ τὸ ἀντικαθιστὰς μὲ πρόβατον. Ἐὰν ὅμως δὲν ἠμπορῇς νὰ τὸ ἀντικαταστήσῃς, θὰ καταβάλῃς ἀνάλογα χρηματικὰ λύτρα, Θὰ τὸ ἀντικαταστήσῃς δηλαδὴ μὲ χρῆμα. Χρηματικὰ λύτρα θὰ καταβάλλῃς ἐπίσης εἰς τὸν Ναὸν καὶ διὰ κάθε πρωτότοκον ἀνθρώπου, διότι δὲν δέχεται ἀνθρωποθυσίας ὁ Κύριος. |
14 ἐὰν δὲ ἐρωτήσῃ σε ὁ υἱός σου μετὰ ταῦτα λέγων· τί τοῦτο; καὶ ἐρεῖς αὐτῷ, ὅτι ἐν χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγε Κύριος ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας· | 14 Εάν μετά ταύτα σε ερωτήση ο υιός σου· Τι είναι αυτό που κάνεις; Θα του απαντήσης· αυτό το κάμνω, δια να ενθυμούμεθα πάντοτε ότι ο Κυριος με το παντοδύναμον χέρι του μας έβγαλεν ελευθέρους από την Αίγυπτον, από την χώραν της δουλείας. | 14 Ἐὰν δὲ εἰς τὸ μέλλον σὲ ἐρωτήσῃ ὁ υἱός σου καὶ εἰπῇ: «Τί νόημα ἔχει αὐτό;», Θὰ τοῦ ἀπαντήσῃς: «Γίνεται αὐτὴ ἡ προσφορά, διότι μᾶς ἔβγαλε καὶ μᾶς ἐλύτρωσεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ τὸν τόπον τῆς φρικτῆς σκλαβιᾶς μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι Του. |
15 ἡνίκα δὲ ἐσκλήρυνε Φαραὼ ἐξαποστεῖλαι ἡμᾶς, ἀπέκτεινε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ πρωτοτόκων ἀνθρώπων ἕως πρωτοτόκων κτηνῶν· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ θύω πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ, καὶ πᾶν πρωτότοκον τῶν υἱῶν μου λυτρώσομαι. | 15 Οταν ο Φαραώ εσκληρύνετο απέναντί μας και με κανένα τρόπον δεν ήθελε να μας αφήση ελευθέρους, ο Θεός, δια να τον εξαναγκάση, εθανάτωσε κάθε πρωτότοκον εις την χώραν των Αιγυπτίων από ανθρώπου μέχρι κτήνους. Δια τούτο και εγώ κάθε αρσενικόν πρωτότοκον από τα ζώα το προσφέρω θυσίαν στον Κυριον, δια κάθε δε πρωτότοκον των υιών Ισραήλ καταβάλλομεν εις εξαγοράν χρήμα στον ναόν, ώστε το πρωτότοκον να μένη στον οίκον του πατρός του. | 15 Ὅταν ἐσκληρύνθη καρδιὰ τοῦ Φαραὼ καὶ δὲν ἤθελεν ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ νὰ μᾶς ἐπιτρέψῃ νὰ φύγωμεν, ἐπενέβη ὁ Θεὸς καὶ ἐθανάτωσε κάθε πρωτότοκον εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ τὰ πρωτότοκα τῶν ἀνθρώπων μέχρι τὰ πρωτότοκα τῶν κτηνῶν. Δι' αὐτὸν τὸν λόγον προσφέρω τώρα θυσίαν εὐγνωμοσύνης εἰς τὸν Κύριον κάθε ἀρσενικὸν πρωτογέννητον. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν δέχεται ἀνθρωποθυσίας ὁ Θεός, διὰ τοῦτο διὰ κάθε πρωτότοκον ἀπὸ τὰ παιδιά μου θὰ καταβάλλω εἰς τὸν Ναὸν χρηματικὰ λύτρα». |
16 καὶ ἔσται εἰς σημεῖον ἐπὶ τῆς χειρός σου καὶ ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν σου· ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ἐξ Αἰγύπτου. | 16 Και εις ανάμνησιν αυτού του γεγονότος θα έχης κάποιο σημείον στο χέρι σου, το οποίον βλέπων πάντοτε, θα ενθυμήσαι ότι ο Κυριος με το παντοδύναμον χέρι του σε έβγαλεν ελεύθερον από την Αίγυπτον”. | 16 Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ εἶναι σημάδι εἰς τὸ χέρι σου, διὰ νὰ τὸ βλέπης πάντοτε. Θὰ τὸ ἔχῃς διαρκῶς ἐνώπιόν σου. Διότι δὲν πρέπει νὰ λησμονῇς ποτὲ ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι Του σὲ ἔβγαλε καὶ σὲ ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον». |
17 ῾Ως δὲ ἐξαπέστειλε Φαραὼ τὸν λαόν, οὐχ ὡδήγησεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ὁδὸν γῆς Φυλιστιείμ, ὅτι ἐγγὺς ἦν· εἶπε γὰρ ὁ Θεός· μήποτε μεταμελήσῃ τῷ λαῷ ἰδόντι πόλεμον, καὶ ἀποστρέψῃ εἰς Αἴγυπτον. | 17 Οταν δε ο Φαραώ αφήκεν ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν, ο Θεός δεν τους ωδήγησε κατ' ευθείαν εις την Χαναάν δια μέσου της χώρας των Φιλισταίων, διότι η χώρα αυτή ήτο πλησίον της Αιγύπτου. Ο Θεός εσκέφθη, μήπως τυχόν συναντήση πόλεμον εκ μέρους των Φιλισταίων ο ισραηλιτικός λαός και μεταμεληθείς επιστρέψη εις την Αίγυπτον. | 17 Ὅταν ὁ Φαραὼ ἔδωσεν ἐσπευσμένως τὴν ἄδειάν του, διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ὠδήγησε πρὸς τὴν Χαναὰν διὰ μέσου τῆς χώρας τῶν Φιλισταίων, μολονότι ὁ δρόμος αὐτὸς ἦτο συντομότερος, διότι ἦτο κοντὰ εἰς τὴν Αἴγυπτον. Ἔγινε δὲ αὐτό, διότι εἶπεν ὁ Θεός: «Μήπως ὁ λαός μου, ὅταν ἰδῇ ἐξ ἀρχῆς ὅτι πρέπει νὰ πολεμήσῃ πρὸς τὸν πολεμοχαρῆ λαὸν τῶν Φιλισταίων, ἀλλάξῃ γνώμην καὶ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν Αἴγυπτον». |
18 καὶ ἐκύκλωσεν ὁ Θεὸς τὸν λαὸν ὁδὸν τὴν εἰς τὴν ἔρημον, εἰς τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν, πέμπτῃ δὲ γενεᾷ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου. | 18 Δι' αυτό διέταξεν ο Θεός να πορευθούν οι Ισραηλίται κυκλικώς δια της οδού, που οδηγεί εις την έρημον και εις την Ερυθράν Θαλασσαν. Οι Ισραηλίται κατά την πέμπτην γενεάν, από τότε που εισήλθον εις την Αίγυπτον, εξήλθον από αυτήν. | 18 Ὠδήγησε λοιπὸν τὸν λαὸν Του ὁ Θεὸς ἔτσι, ὥστε νὰ κάνουν κύκλον καὶ νὰ πάρουν τὸν δρόμον πρὸς τὴν ἔρημον καὶ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν. Οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἔβγαιναν τότε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀποτελοῦσαν τὴν πέμπτην γενεὰν ἐκείνων, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθῇ εἰς τὴν χώραν τοῦ Φαραὼ ἐπὶ Ἰωσήφ. |
19 καὶ ἔλαβε Μωυσῆς τὰ ὀστᾶ ᾿Ιωσὴφ μεθ᾿ ἑαυτοῦ· ὅρκῳ γὰρ ὥρκισε τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ λέγων· ἐπισκοπῇ ἐπισκέψεται ὑμᾶς Κύριος καὶ συνανοίσετέ μου τὰ ὀστᾶ ἐντεῦθεν μεθ᾿ ὑμῶν. | 19 Ο δε Μωϋσής επήρε μαζή του και τα οστά του Ιωσήφ, διότι ο Ιωσήφ είχεν ορκίσει τους Ισραηλίτας λέγων· “θα σας επισκεφθή ασφαλώς και βεβαίως ο παντοδύναμος Κυριος, δια να σας επαναφέρη εις την Χαναάν. Να πάρετε τότε μαζή σας από εδώ τα οστά μου”. | 19 Ἐπῆρε δὲ ὁ Μωϋσῆς μαζί του καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἰωσήφ. Τὸ ἔκανε τοῦτο, διότι Ἰωσὴφ ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου του ὥρκισε τοὺς 1σραηλίτας καὶ εἶπε: «Ὁπωσδήποτε κάποτε ὁ Θεὸς θὰ δείξῃ τὴν προστασίαν Του εἰς σᾶς καὶ θὰ σᾶς ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν Χαναάν. Θέλω λοιπὸν νὰ πάρετε μαζί σας ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὰ ὀστά μου». |
20 ἐξάραντες δὲ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐκ Σοκχὼθ ἐστρατοπέδευσαν ἐν ᾿Οθὼμ παρὰ τὴν ἔρημον. | 20 Εξεκίνησαν οι Ισραηλίται από την Σοκχώθ και στρατοπέδευσαν εις Οθώμ, πλησίον της ερήμου. | 20 Καὶ ἀφοῦ ἐξεκίνησαν οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὴν Σοκχώθ, ἦλθαν καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν Ὀθώμ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἐρήμου. |
21 ὁ δὲ Θεὸς ἡγεῖτο αὐτῶν, ἡμέρας μὲν ἐν στύλῳ νεφέλης, δεῖξαι αὐτοῖς τὴν ὁδόν, τὴν δὲ νύκτα ἐν στύλῳ πυρός· | 21 Ο δε Θεός ωδηγούσεν αυτούς και τους εδείκνυε την οδόν κατά μεν την ημέραν με νεφέλην υπό μορφήν στύλου, την δε νύκτα με πύρινον στύλον, ώστε και να τους φωτίζη. | 21 Ἐπὶ κεφαλῆς δὲ τῆς πορείας των ἦτο ὁ Θεός, κατὰ τὴν ἡμέραν μὲν μὲ στῦλον δροσερᾶς νεφέλης, διὰ νὰ σκιάζῃ καὶ νὰ τοὺς δείχνῃ τὸν δρόμον μέσα εἰς τὴν ἔρημον, κατὰ δὲ τὴν νύκτα μὲ στῦλον φωτεινόν, διὰ νὰ φωτίζῃ καὶ νὰ τοὺς ὁδηγῇ, ὥστε νὰ προχωροῦν ἡμέραν καὶ νύκτα. |
22 οὐκ ἐξέλιπε δὲ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης ἡμέρας καὶ ὁ στῦλος τοῦ πυρὸς νυκτὸς ἐναντίον τοῦ λαοῦ παντός. | 22 Ποτέ δε ο στύλος της νεφέλης κατά την ημέραν και ο στύλος του πυρός κατά την νύκτα δεν έλειψαν ενώπιον του ισραηλιτικού λαού. | 22 Καθ’ ὃλην δὲ τὴν διαδρομὴν δὲν ἔλειψαν ποτὲ ἐμπρὸς ἀπὸ ὅλον τὸν λαὸν οὔτε ὁ στῦλος τῆς νεφέλης τὴν ἡμέραν, οὔτε ὁ πύρινος στῦλος τὴν νύκτα. |