Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 1 Ελάλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και του είπε· 1 Ωμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε:
2 λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καὶ ἀποστρέψαντες στρατοπεδευσάτωσαν ἀπέναντι τῆς ἐπαύλεως, ἀνὰ μέσον Μαγδώλου καὶ ἀνὰ μέσον τῆς θαλάσσης, ἐξεναντίας Βεελσεπφῶν, ἐνώπιον αὐτῶν στρατοπεδεύσεις ἐπὶ τῆς θαλάσσης. 2 “ειπέ στους Ισραηλίτας να επιστρέψουν από την Οθώμ και να στρατοπεδεύσουν απέναντι, της Επαύλεως, που κείται μεταξύ της Μαγδώλου και της Ερυθράς Θαλάσσης, καταντικρύ της Βεελσεπφών. Απέναντι αυτών θα στρατοπεδεύσης, πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης. 2 «Νὰ εἰπῇς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Ὀθὼμ καὶ ἀφοῦ γυρίσουν ὀπίσω νὰ ἔλθουν καὶ νὰ στρατοπεδεύσουν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Ἔπαυλιν, ποὺ εὑρίσκεται μεταξὺ τῆς Μαγδώλου καὶ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Βεελσεπφῶν. Ἀκριβῶς ἀπέναντί των κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν θὰ στρατοπεδεύσῃς.
3 καὶ ἐρεῖ Φαραὼ τῷ λαῷ αὐτοῦ· οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πλανῶνται οὗτοι ἐν τῇ γῇ· συγκέκλεικε γὰρ αὐτοὺς ἡ ἔρημος. 3 Ο Φαραώ, όταν ίδη τούτο, θα είπη στον λαόν του· Αυτοί οι Ισραηλίται περιπλανώνται εις την περιοχήν εκείνην, διότι τους έχει κλείσει η έρημος και δεν γνωρίζουν που να κατευθυνθούν. 3 Ὅταν ἰδῇ τὴν πορείαν αὐτὴν ὁ Φαραώ, θὰ εἰπῇ εἰς τὸν λαὸν του: Οἱ Ἰσραηλῖται ἔχασαν τὸν δρόμον καὶ περιπλανῶνται εἰς τὴν χώραν, διότι τοὺς ἔχει κλείσει ἀπὸ παντοῦ ἡ ἔρημος.
4 ἐγὼ δὲ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν Φαραώ, καὶ καταδιώξεται ὀπίσω αὐτῶν· καὶ ἐνδοξασθήσομαι ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πᾶσι τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ, καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος. καὶ ἐποίησαν οὕτως. 4 Εγώ θα παραχωρήσω να σκληρυνθή η καρδία του Φαραώ και παρά τας τιμωρίας που έλαβε, θα εξέλθη αμετανόητος εις καταδίωξιν των Ισραηλιτών. Τοτε θα δοξασθώ εγώ δια τις ολοκληρωτικής συντριβής του Φαραώ και όλου του στρατού του, και θα μάθουν όλοι οι Αιγύπτιοι, ότι εγώ είμαι ο Κυριος”. Οι Ισραηλίται έκαμαν όπως διέταξεν ο Θεός. 4 Ἑγὼ δὲ θὰ ἐπιτρέψω νὰ σκληρυνθῇ καὶ πάλιν ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραὼ καὶ θὰ καταδιώξῃ τοὺς Ἰσραηλίτας. Τότε ὅμως ἐγὼ θὰ δοξασθῶ περισσότερον μὲ τὴν τιμωρίαν τοῦ Φαραὼ καὶ ὄλης τῆς στρατιωτικῆς του δυνάμεως. Θὰ ἀντιληφθοῦν δὲ ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ποὺ ἐξουσιάζω τὰ πάντα». Ὁ δὲ Μωϋσῆς καὶ ὁ λαὸς ἔκαναν, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς εἶπεν ὁ Θεός.
5 καὶ ἀνηγγέλη τῷ βασιλεῖ τῶν Αἰγυπτίων ὅτι πέφευγεν ὁ λαός· καὶ μετεστράφη ἡ καρδία Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ ἐπὶ τὸν λαόν, καὶ εἶπαν· τί τοῦτο ἐποιήσαμεν τοῦ ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ, τοῦ μὴ δουλεύειν ἡμῖν; 5 Ανηγγέλθη στον βασιλέα των Αιγυπτίων, ότι έχει φύγει ο ισραηλιτικός λαός και μετεστράφη η καρδία αυτού και των αυλικών του εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, και είπαν· “τι είναι αυτό που εκάμαμεν, να αφήσωμεν ελευθέρους να φύγουν τους Ισραηλίτας και έτσι να μη εργάζονται δι' ημάς ως δούλοι;” 5 Ἀνήγγειλαν τότε εἰς τὸν βασιλέα τῶν Αἰγυπτίων ὅτι ἔχει φύγει ὁριστικῶς πλέον ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Ἀμέσως ἡ ψυχικὴ διάθεσις τοῦ Φαραὼ καὶ τῶν αὐλικῶν του, ποὺ δεν εἶχαν συνετισθῆ ἀπὸ τὰς τιμωρίας, ἄλλαξε καὶ πάλιν ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ εἶπαν: «Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἐκάναμεν; Ἀφήσαμεν τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ φύγουν καὶ δὲν θὰ τοὺς ἔχωμεν πλέον κοντά μας, διὰ νὰ δουλεύουν εἰς τὰ ἔργα μας».
6 ἔζευξεν οὖν Φαραὼ τὰ ἅρματα αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ συναπήγαγε μεθ᾿ ἑαυτοῦ 6 Ο Φαραώ διέταξε και έζευξαν τα πολεμικά του άρματα και παρέλαβε μαζή του όλον τον στρατόν του. 6 Διέταξε λοιπὸν ἀμέσως ὁ Φαραὼ νὰ ζεύξουν τὰ πολεμικά του ἅρματα, ἐπῆρε δὲ μαζί του καὶ ὅλον τὸν στρατόν του.
7 καὶ λαβὼν ἑξακόσια ἅρματα ἐκλεκτὰ καὶ πᾶσαν τὴν ἵππον τῶν Αἰγυπτίων καὶ τριστάτας ἐπὶ πάντων. 7 Ελαβεν εξακόσια εκλεκτά άρματα, όλον το ιππικόν των Αιγυπτίων και τους εμπείρους εις πόλεμον αρχηγούς, και εξήλθε εναντίον των Ισραηλιτών. 7 Ἐπῆρε δὲ ἑξακόσια ἐκλεκτὰ πολεμικὰ ἅρματα καὶ ὅλον τὸ ἱππικὸν τῶν Αἰγυπτίων μὲ ἐμπειροπολέμους ἀξιωματικοὺς εἰς ὅλα τὰ ἅρματα.
8 καὶ ἐσκλήρυνε Κύριος τὴν καρδίαν Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ κατεδίωξεν ὀπίσω τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ· οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐξεπορεύοντο ἐν χειρὶ ὑψηλῇ. 8 Ο Κυριος είχε παραχωρήσει να σκληρυνθή η καρδία του βασιλέως της Αιγύπτου και των αυλικών του, και έτσι αμετανόητος ο Φαραώ από τας τόσας τιμωρίας εκινήθη οπίσω των Ισραηλιτών εις καταδίωξιν αυτών. Οι Ισραηλίται όμως επροχωρούσαν προστατευόμενοι από την ένδοξον και παντοδύναμον χείρα του Θεού. 8 Καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Κύριος νὰ σκληρυνθῇ ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραώ, τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, καθὼς καὶ τῶν ἀρχόντων ποὺ ἦσαν εἰς τὴν αὐλήν του, καὶ κατεδίωξε τοὺς Ἰσραηλίτας. Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον προστατευόμενοι ἀπὸ τὸ παντοδύναμον χέρι τοῦ Ὑψίστου.
9 καὶ κατεδίωξαν οἱ Αἰγύπτιοι ὀπίσω αὐτῶν καὶ εὕροσαν αὐτοὺς παρεμβεβληκότας παρὰ τὴν θάλασσαν, καὶ πᾶσα ἡ ἵππος καὶ τὰ ἅρματα Φαραὼ καὶ οἱ ἱππεῖς καὶ ἡ στρατιὰ αὐτοῦ ἀπέναντι τῆς ἐπαύλεως ἐξεναντίας Βεελσεπφῶν. 9 Οι Αιγύπτιοι τους εκυνήγησαν και τους έφθασαν στρατοπεδευμένους πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης. Ολον το ιππικόν, τα άρματα του Φαραώ, οι ιππείς και όλη η στρατιά αυτού εστρατοπέδευσαν πλησίον της Επαύλεως απέναντι από την Βεελσεπφών. 9 Τοὺς κατεδίωξαν λοιπόν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ τοὺς συνήντησαν, καθὼς ἦσαν στρατοπεδευμένοι, εἰς τὸ ἄκρον τῆς θαλάσσης. Ὅλον τὸ ἱππικὸν καὶ τὰ πολεμικὰ ἅρματα τοῦ Φαραὼ καὶ οἱ ἱππεῖς μαζὶ μὲ ὅλον τὸ στράτευμά του ἔφθασαν καὶ ἐστρατοπέδευσαν κοντὰ εἰς τὴν Ἔπαυλιν, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Βεελσεπφῶν.
10 καὶ Φαραὼ προσῆγε· καὶ ἀναβλέψαντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τοῖς ὀφθαλμοῖς ὁρῶσι, καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἐστρατοπέδευσαν ὀπίσω αὐτῶν, καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· ἀνεβόησαν δὲ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πρὸς Κύριον, 10 Ο Φαραώ ωδηγούσε το στράτευμά του. Οι Ισραηλίται υψώσαντες τα βλέμματά των είδον κατάπληκτοι ότι οι Αιγύπτιοι είχον στρατοπεδεύσει όπισθεν αυτών. Τρομαγμένοι εβόησαν προς τον Κυριον· 10 Ὁ Φαραὼ λοιπὸν ἐπλησίαζεν. Ὅταν ἔρριξαν τὰ βλέμματά των οἱ Ἰσραηλῖται πρὸς ἐκείνην τὴν κατεύθυνσιν καὶ εἶδαν ὅτι ἐστρατοπέδευσαν οἱ Αἰγύπτιοι ὀπίσω ἀπὸ αὐτούς, ἐφοβήθησαν ὑπερβολικά. Ἀρχισαν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται νὰ κραυγάζουν πρὸς τὸν Κύριον, διὰ νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
11 καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· παρὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν μνήματα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐξήγαγες ἡμᾶς θανατῶσαι ἐν τῇ ἐρήμῳ; τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν ἐξαγαγὼν ἐξ Αἰγύπτου; 11 και φοβούμενοι σφαγήν των εις την έρημον είπον εν τη ολιγοπιστία των προς τον Μωϋσήν· “μήπως, επειδή δεν υπάρχουν τάφοι εις την Αίγυπτον, μας έβγαλες να φονευθώμεν εις την έρημον; Τι είναι αυτό που μας έκαμες βγάζοντας ημάς από την Αίγυπτον; 11 Εἰς δὲ τὸν Μωϋσῆν εἶπαν: «Μήπως ὑπῆρχεν ἔλλειψις τάφων εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ δι’ αὐτὸ μᾶς ἔβγαλες ἀπὸ ἐκεῖ, διὰ νὰ πεθάνωμεν εἰς τὴν ἔρημον; Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔκανες, μὲ τὸ νὰ μᾶς βγάλῃς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον;
12 οὐ τοῦτο ἦν τὸ ρῆμα, ὃ ἐλαλήσαμεν πρὸς σὲ ἐν Αἰγύπτῳ, λέγοντες· πάρες ἡμᾶς, ὅπως δουλεύσωμεν τοῖς Αἰγυπτίοις; κρεῖσσον γὰρ ἡμᾶς δουλεύειν τοῖς Αἰγυπτίοις ἢ ἀποθανεῖν ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ. 12 Μηπως ημείς, όταν ευρισκόμεθα εις την Αίγυπτον, δεν σου είχαμεν είπει, άφησέ μας εδώ να είμεθα και να εργαζώμεθα ως δούλοι δια τους Αιγυπτίους; Διότι είναι προτιμότερον να είμεθα δούλοι στους Αιγυπτίους, παρά να αποθάνωμεν εις αυτήν την έρημον”. 12 Δὲν σοῦ ἐλέγαμεν τότε ποὺ ἦλθες εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃς, ἄφησέ μας νὰ δουλεύωμεν σὰν σκλάβοι εἰς τοὺς Αἰγυπτίους; Διότι εἶναι προτιμότερον νὰ εἴμεθα δοῦλοι τῶν Αἰγυπτίων, παρὰ νὰ πεθάνωμεν ἐδῶ εἰς αὐτὴν τὴν ἔρημον».
13 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς τὸν λαόν· θαρσεῖτε, στῆτε καὶ ὁρᾶτε τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Κυρίου, ἣν ποιήσει ἡμῖν σήμερον· ὃν τρόπον γὰρ ἑωράκατε τοὺς Αἰγυπτίους σήμερον, οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον· 13 Απήντησε δε ο Μωϋσής προς τον λαόν· “έχετε θάρρος. Σταθήτε ακλόνητοι και ανδρείοι και θα ιδήτε την σωτηρίαν, την οποίαν σήμερον θα πραγματοποιήση ο Θεός προς χάριν σας. Διότι, όπως βλέπετε τα αιγυπτιακά στρατεύματα σήμερον, δεν πρόκειται ποτέ πλέον να τα ίδετε στο μέλλον. 13 Ὁ Μωϋσῆς ὅμως εἶπε πρὸς τὸν λαόν: «Ἔχετε θάρρος καὶ μὴ πανικοβάλλεσθε. Σταθῆτε γενναῖοι εἰς τὰς θέσεις σας καὶ θὰ ἰδῆτε τὴν σωτηρίαν, ποὺ θὰ προέλθῃ ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ θὰ μᾶς τὴν χαρίσῃ σήμερον. Διότι ὅπως εἴδατε σήμερον τοὺς Αἰγυπτίους,δεν πρόκειται νὰ τοὺς ἰδῆτε πλέον ποτέ, εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα.
14 Κύριος πολεμήσει περὶ ὑμῶν, καὶ ὑμεῖς σιγήσετε. 14 Ο Κυριος θα πολεμήση δια την σωτηρίαν σας. Λοιπόν σταματήσατε τα παράπονα και περιμένετε με πίστιν”. Και ο Μωϋσής επεδόθη εις θερμήν προσευχήν προς τον Κυριον. 14 Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ ἀναλάβῃ νὰ πολεμήσῃ πρὸς χάριν σας. Ἠρεμήσατε λοιπὸν καὶ περιμένετε τὴν ἐπέμβασιν τοῦ Κυρίου».
15 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· τί βοᾷς πρός με; λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καὶ ἀναζευξάτωσαν· 15 Του είπε δε ο Κυριος· “τι φωνάζεις προς εμέ προσευχόμενος; Ειπέ στους Ισραηλίτας να ετοιμασθούν δια να αναχωρήσουν. 15 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν, ὁ ὁποῖος προσηυχήθη τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀπὸ καρδίας: «Διατὶ κραυγάζεις πρὸς ἐμέ; Δῶσε ἐντολὴν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἐτοιμαοθοῦν πρὸς ἀναχώρησιν.
16 καὶ σὺ ἔπαρον τῇ ράβδῳ σου καὶ ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὴν θάλασσαν καὶ ρῆξον αὐτήν, καὶ εἰσελθάτωσαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ εἰς μέσον τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ ξηρόν. 16 Συ δε σήκωσε την ράβδον σου, άπλωσε το χέρι σου εις την θάλασσαν και διαχώρισε αυτήν εις τα δύο. Και αφού διαχωρισθή η θάλασσα, ας εισέλθουν οι Ισραηλίται εις την ξηράν δια μέσου αυτής οδόν. 16 Σὺ δὲ σήκωσε ὑψηλὰ τὸ ραβδί σου καὶ ἄπλωσε τὸ χέρι σου ἐπάνω ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ σχίσε την εἰς τὰ δύο καὶ ἂς περάσουν οἱ Ἰσραηλῖται εἰς τὸ στεγνὸν ἔδαφος μέσα ἀπὸ τὴν θάλασσαν.
17 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ τῶν Αἰγυπτίων πάντων, καὶ εἰσελεύσονται ὀπίσω αὐτῶν· καὶ ἐνδοξασθήσομαιἐν Φαραὼ καὶ ἐν πάσῃ τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς ἅρμασι καὶ ἐν τοῖς ἵπποις αὐτοῦ. 17 Εγώ δε θα παραχωρήσω να σκληρυνθή η καρδία του Φαραώ και όλων των Αιγυπτίων, ώστε αμετανόητοι αυτοί και από τούτο το θαύμα να εισέλθουν εις την θάλασσαν οπίσω από τους Ισραηλίτας. Τοτε θα φανή η δόξα μου, διότι ο Φαραώ και όλη η στρατιά του και τα άρματα και το ιππικόν του θα πνιγούν εις την θάλασσαν, ενώ σεις θα σωθήτε υγιείς εις την απέναντι ακτήν. 17 Καὶ νὰ ἐγὼ θὰ ἐπιτρέψω νὰ σκληρυνθῇ ἡ καρδιὰ τοῦ Φαραὼ καὶ ὅλων τῶν Αἰγυπτίων καὶ θὰ ἔμβουν χωρὶς σκέψιν ὀπίσω ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς τὴν θάλασσαν. Τότε ὅμως ἐγὼ θὰ δοξασθῶ μὲ τὴν τιμωρίαν ποὺ θὰ ἐπιπέσῃ εἰς τὸν Φαραὼ καὶ εἰς ὅλην του τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ εἰς τὰ πολεμικὰ ἅρματα καὶ εἰς τὸ ἱππικόν του.
18 καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος, ἐνδοξαζομένου μου ἐν Φαραὼ καὶ ἐν τοῖς ἅρμασι καὶ ἵπποις αὐτοῦ. 18 Και όταν έτσι δοξασθώ με την καταστροφήν του Φαραώ και των αρμάτων και του ιππικού, θα μάθουν όλοι οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός”. 18 Καὶ καθὼς θὰ δοξάζωμαι ἐγὼ μὲ τὴν καταστροφὴν τοῦ Φαραὼ καὶ τῶν ἁρμάτων του καὶ τοῦ ἱππικοῦ του, θὰ μάθουν ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ποὺ ἐξουσιάζω τὰ πάντα».
19 ἐξῇρε δὲ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ὁ προπορευόμενος τῆς παρεμβολῆς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπορεύθη ἐκ τῶν ὄπισθεν· ἐξῇρε δὲ καὶ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ ἔστη ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτῶν. 19 Επειτα από αυτά ο άγγελος του Θεού, ο οποίος επροπορεύετο από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών ανήλθε προς τα άνω και μετέβη όπισθεν του στρατοπέδου. Υψώθη επίσης και η στήλη της νεφέλης που ευρίσκετο εμπρός από αυτούς και εστάθη όπισθεν αυτών. 19 Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἄγγελος, ποὺ ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐπροχωροῦσεν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς στρατιᾶς τῶν Ἑβραίων, μετεκινήθη καὶ ἦλθε καὶ ἐστάθη ὀπίσω των· μετεκινήθη δὲ ἐπίσης ἀπὸ ἐμπρός των καὶ ἡ στήλη τῆς νεφέλης καὶ ἐστάθη καὶ αὐτὴ ὀπίσω των.
20 καὶ εἰσῆλθεν ἀνὰ μέσον τῆς παρεμβολῆς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἀνὰ μέσον τῆς παρεμβολῆς ᾿Ισραὴλ καὶ ἔστη· καὶ ἐγένετο σκότος καὶ γνόφος, καὶ διῆλθεν ἡ νύξ, καὶ οὐ συνέμιξαν ἀλλήλοις ὅλην τὴν νύκτα· 20 Η νεφέλη δηλαδή αυτή παρενετέθη μεταξύ του στρατοπέδου των Αιγυπτίων και του στρατοπέδου των Ισραηλιτών και εκεί εστάθη. Εγινε δε σκότος και πυκνή ομίχλη. Επέρασεν η νύκτα και δεν ήλθον εις επαφήν το ένα με το άλλο τα δύο στρατόπεδα. 20 Καὶ ἦλθεν ἡ νεφέλη καὶ ἐστάθη ἀνάμεσα εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Αἰγυπτίων καὶ εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν. Καὶ ἔγινε πυκνὸ σκοτάδι καὶ καταχνιά, ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς νυκτὸς δὲν ἐπλησίασαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον οἱ δύο ἀντίπαλοι.
21 ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ὑπήγαγε Κύριος τὴν θάλασσαν ἐν ἀνέμῳ νότῳ βιαίῳ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἐποίησε τὴν θάλασσαν ξηράν, καὶ ἐσχίσθη τὸ ὕδωρ. 21 Ο Μωϋσής άπλωσε το χέρι του εις την Ερυθράν Θαλασσαν και αμέσως ο Θεός εξαπέλυσε καθ' όλην την νύκτα ισχυρότατον νότιον άνεμον εις την θάλασσαν, διηρέθη το ύδωρ εις δύο και έκαμε ξηρόν τον πυθμένα της θαλάσσης. 21 Ἅπλωσε δὲ ὁ Μωϋσῆς τὸ χέρι του ἐπάνω ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος παρέσυρε τὴν θάλασσαν μὲ σφοδρὸν νότιον ἄνεμον, ποὺ ἐφυσοῦσεν ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἔκανε τὴν θάλασσαν ξηρὰν γῆν καὶ ἐσχίσθη εἰς δύο τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης.
22 καὶ εἰσῆλθον οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ εἰς μέσον τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ ξηρόν, καὶ τὸ ὕδωρ αὐτῆς τεῖχος ἐκ δεξιῶν καὶ τεῖχος ἐξ εὐωνύμων· 22 Οι Ισραηλίται εισήλθαν εις την ξηράν αυτήν οδόν του πυθμένος της θαλάσσης, τα δε ύδατα αυτής εκατέρωθεν της διόδου είχαν γίνει ακίνητα ωσάν δύο τείχη, ένα εκ δεξιών και ένα εξ αριστερών, δια τους διερχομένους Ισραηλίτας. 22 Ἐμβῆκαν τότε μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὸ ξηρὸν ἔδαφος, οἱ Ἰσραηλῖται. Τὸ δὲ νερὸ τῆς θαλάσσης ἔμενεν ἀκίνητον δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ σὰν τεῖχος πελώριον.
23 καὶ κατεδίωξαν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ εἰσῆλθον ὀπίσω αὐτῶν, πᾶς ἵππος Φαραὼ καὶ τὰ ἅρματα καὶ οἱ ἀναβάται, εἰς μέσον τῆς θαλάσσης. 23 Οι Αιγύπτιοι κατεδίωξαν τους Ισραηλίτας, ηκολούθησαν οπίσω αυτών, όλον τα ιππικόν του Φαραώ και τα άρματα και οι αναβάται και επροχωρούσαν δια του ξηρού βυθού μεταξύ των διαχωρισμένων υδάτων της Ερυθράς Θαλάσσης. 23 Ἀλλὰ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἔτρεξαν καὶ ἐπῆραν ἀπὸ ὀπίσω τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἐπροχώρησαν μέσα εἰς τὴν θάλασσαν. Πλέον ὅλον τὸ ἱππικὸν τοῦ Φαραὼ καὶ τὰ πολεμικὰ ἅρματα μὲ τοὺς ἀναβάτας των εὑρίσκοντο εἰς τὸ μέσον τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης.
24 ἐγενήθη δὲ ἐν τῇ φυλακῇ τῇ ἑωθινῇ καὶ ἐπέβλεψε Κύριος ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν τῶν Αἰγυπτίων ἐν στύλῳ πυρὸς καὶ νεφέλης καὶ συνετάραξε τὴν παρεμβολὴν τῶν Αἰγυπτίων 24 Κατά τας μεταμεσονυκτίους ώρας και προς το γλυκοχάραμα έρριψεν ο Θεός δια του πυρίνου στύλου ωργισμένον βλέμμα κατά των Αιγυπτίων και επροκάλεσε ταραχήν και σύγχυσιν στον στρατόν των. 24 Ὀλίγον δὲ πρὶν νὰ ξημερώσῃ, ἔρριξεν ὁ Θεὸς μὲ τὴν στήλην τοῦ πυρὸς καὶ τῆς νεφέλης τὸ αὐστηρόν Του βλέμμα ἐπάνω εἰς τὴν στρατιὰν τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐπροκάλεσε σύγχυσιν καὶ ταραχὴν εἰς τὸν στρατὸν τῶν Αἰγυπτίων.
25 καὶ συνέδησε τοὺς ἄξονας τῶν ἁρμάτων αὐτῶν καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς μετὰ βίας. καὶ εἶπαν οἱ Αἰγύπτιοι· φύγωμεν ἀπὸ προσώπου ᾿Ισραήλ, ὁ γὰρ Κύριος πολεμεῖ περὶ αὐτῶν τοὺς Αἰγυπτίους. 25 Ενέπλεξε τους άξονας και τους τροχούς των αρμάτων μάχης μεταξύ των και ώθησεν αυτούς ορμητικώς εις καταστροφήν. Εντρομοι τότε οι Αιγύπτιοι είπαν· “ας φύγωμεν από τους Ισραηλίτας, διότι ο Κυριος πολεμεί εναντίον μας εις υπεράσπισιν αυτών”. 25 Καὶ συνέπλεξε τοὺς ἄξονας τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων μεταξύ των καὶ τὰ ἔσπρωξε τὸ ἕνα ἐπάνω εἰς τὸ ἄλλο μὲ ὁρμήν. Εἶπαν τότε ἔντρομοι οἱ Αἰγύπτιοι: «Νὰ φύγωμεν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι σύμμαχός των καὶ πολεμεῖ πρὸς χάριν αὐτῶν ἐναντίον ἠμῶν τῶν Αἰγυπτίων».
26 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ἀποκαταστήτω τὸ ὕδωρ καὶ ἐπικαλυψάτω τοὺς Αἰγυπτίους, ἐπί τε τὰ ἅρματα καὶ τοὺς ἀναβάτας. 26 Οταν δε εξήλθον οι Ισραηλίται από την θάλασσαν εις την αντίπεραν ακτήν, είπεν ο Κυριος στον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου εις την θάλασσαν, και εγώ θα επαναφέρω τα ύδατα εις την θέσιν των και θα καταποντίσω τους Αιγυπτίους, τα άρματά των και τους αναβάτας αυτών”. 26 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἅπλωσε τὸ χέρι σου ἐπάνω ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ θὰ ἀποκατασταθοῦν μὲ τὴν δύναμίν μου τὰ νερὰ εἰς τὴν θέσιν των καὶ θὰ σκεπάσουν τοὺς Αἰγυπτίους καὶ τὰ ἅρματα μαζὶ μὲ τοὺς ἱππεῖς των».
27 ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ἀποκατέστη τὸ ὕδωρ πρὸς ἡμέραν ἐπὶ χώρας· οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἔφυγον ὑπὸ τὸ ὕδωρ, καὶ ἐξετίναξε Κύριος τοὺς Αἰγυπτίους μέσον τῆς θαλάσσης. 27 Απλωσε πράγματι το χέρι του ο Μωϋσής εις την θάλασσαν και το ύδωρ αποκατεστάθη κατά την πρωΐαν, εις την προτέραν αυτού θέσιν. Οι Αιγύπτιοι προσεπάθησαν να διαφύγουν από το κατακαλύπτον αυτούς ύδωρ. Ο Κυριος όμως εξετίναξε τους Αιγυπτίους με τα επερχόμενα κύματα και τους διεσκόρπισεν εντός της θαλάσσης. 27 Ἅπλωσε πράγματι ὁ Μωϋσῆς τὸ χέρι του ἐπάνω ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ νερὰ μὲ τὴν αὐγὴν τῆς ἡμέρας ἐπανῆλθαν εἰς τὸν κανονικὸν τόπον των. Οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἐπεχείρησαν νὰ διαφύγουν κάτω ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐπανήρχετο καὶ τοὺς ἐσκέπαζεν, ἀλλ’ ὁ Κύριος ἐτίναξε καὶ διεσκόρπισε τοὺς Αἰγυπτίους μέσα εἰς τὴν θάλασσαν.
28 καὶ ἐπαναστραφὲν τὸ ὕδωρ ἐκάλυψε τὰ ἅρματα καὶ τοὺς ἀναβάτας καὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν Φαραώ, τοὺς εἰσπορευομένους ὀπίσω αὐτῶν, εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ οὐ κατελήφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς. 28 Τα ύδατα επανελθόντα εις την προτέραν των θέσιν εσκέπασαν τα πολεμικά άρματα, τους αναβάτας αυτών, όλην την δύναμιν του Φαραώ, όλους εκείνους που είχαν εισέλθει εις την θάλασσαν, δια να καταδιώξουν τους Ισραηλίτας. Δεν απέμεινεν ούτε ένας από αυτούς. 28 Ἐπανῆλθαν λοιπὸν τὰ νερὰ εἰς τὴν θέσιν των καὶ ἐσκέπασαν τὰ ἅρματα καὶ τοὺς ἱππεῖς καὶ ὅλην τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν τοῦ Φαραώ, ποὺ εἶχεν ἐμβῆ μέσα εἰς τὴν θάλασσαν ὀπίσω ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ δὲν ἀπέμεινε ζωντανὸς κανεὶς ἀπὸ αὐτούς.
29 οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐπορεύθησαν διὰ ξηρᾶς ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, τὸ δὲ ὕδωρ αὐτῆς τεῖχος ἐκ δεξιῶν, καὶ τεῖχος ἐξ εὐωνύμων. 29 Οι δε Ισραηλίται επροχώρησαν χαίροντες δια της ξηράς του βυθού εν μέσω της θαλάσσης, τα δε ύδατα αυτής είχον σταθή ακίνητα, τείχος εκ δεξιών και τείχος εξ αριστερών. 29 Ἀντιθέτους οἱ Ἰσραηλῖται ἐβάδισαν εἰς τὸ ξηρὸν ἔδαφος μέσα ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἐνῷ δεξιὰ καὶ ἀριστερά των ἔστεκαν ἀκίνητα τὰ ὑδάτινα τείχη.
30 καὶ ἐρρύσατο Κύριος τὸν ᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων· καὶ εἶδεν ᾿Ισραὴλ τοὺς Αἰγυπτίους τεθνηκότας παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης. 30 Και έσωσεν έτσι ο Κυριος τους Ισραηλίτας κατά την ημέραν εκείνην από τα χέρια των Αιγυπτίων. Είδον οι Ισραηλίται νεκρούς πλέον τους Αιγυπτίους να εκβράζωνται από τα κύματα εις την παραλίαν, 30 Ἔτσι ἐλύτρωσεν ὁ Κύριος τοὺς Ἰσραηλίτας κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Αἰγυπτίων. Εἶδαν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται τὰ πτώματα τῶν Αἰγυπτίων, ποὺ τὰ ἔβγαλαν τὰ κύματα εἰς τὴν ἀκτήν.
31 εἶδε δὲ ᾿Ισραὴλ τὴν χεῖρα τὴν μεγάλην, ἃ ἐποίησε Κύριος τοῖς Αἰγυπτίοις· ἐφοβήθη δὲ ὁ λαὸς τὸν Κύριον καὶ ἐπίστευσαν τῷ Θεῷ καὶ Μωυσῇ τῷ θεράποντι αὐτοῦ. 31 Είδον όμως ακόμη και το παντοδύναμον χέρι του Θεού· όσα ο παντοδύναμος Κυριος δια την προστασίαν αυτών έπραξε κατά των Αιγυπτίων. Εφοβήθησαν το Κυριον, επίστευσαν εις αυτόν περισσότερον και στον δούλον του τον Μωϋσήν. 31 Καὶ εἶδαν οἱ Ἰσραηλῖται τὸ παντοδύναμον χέρι τοῦ Θεοῦ, ὅλα δηλαδὴ τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος εἰς τοὺς Αἰγυπτίους καὶ ἐφοβήθησαν τὸν Κύριον. Καὶ ἐπίστευσαν ἀκόμη περισσότερον εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν δοῦλον του τὸν Μωϋσῆν.