Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ Μωυσῇ εἶπεν· ἀνάβηθι πρὸς τὸν Κύριον σὺ καὶ ᾿Ααρὼν καὶ Ναδὰβ καὶ ᾿Αβιοὺδ καὶ ἑβδημήκοντα τῶν πρεσβυτέρων ᾿Ισραήλ, καὶ προσκυνήσουσι μακρόθεν τῷ Κυρίῳ· | 1 Είπεν ο Θεός στον Μωϋσήν· “άνεβα στο όρος προς εμέ συ, ο Ααρών, ο Ναδάβ, ο Αδιούδ και οι εβδομήκοντα από τους γεροντοτέρους Ισραηλίτας. Θα προσκυνήσουν εμέ τον Κυριον από μακρυνής αποστάσεως. | 1 Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἀνέβα εἰς τὸ βουνὸ πρὸς τὸν Κύριον σὺ καὶ ὁ Ἀαρών καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ καὶ ἑβδομῆντα ἀπὸ τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ὅλοι νὰ σταθοῦν ἀπὸ μακρυὰ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν Κύριον. |
2 καὶ ἐγγιεῖ Μωυσῆς μόνος πρὸς τὸν Θεόν, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἐγγιοῦσιν· ὁ δὲ λαὸς οὐ συναναβήσεται μετ᾿ αὐτῶν. | 2 Συ, ο Μωϋσής, μόνον θα έλθης πλησίον προς εμέ τον Θεόν εις την κορυφήν του όρους· οι άλλοι συνοδοί σου δεν θα πλησιάσουν. Ο δε λαός δεν θα ανεβή καθόλου στο όρος μαζή των, αλλά θα παραμείνη στους πρόποδας”. | 2 Μόνος δὲ σύ, ὁ Μωϋσῆς, θὰ πλησιάσῃς πρὸς τὸν Θεόν. Οἱ ἄλλοι δὲν πρέπει νὰ πλησιάσουν. Ὁ δὲ λαὸς νὰ μείνῃ κάτω καὶ νὰ μὴ ἀνέβη μαζί των εἰς τὸ βουνό». |
3 εἰσῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ διηγήσατο τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δικαιώματα· ἀπεκρίθη δὲ πᾶς ὁ λαὸς φωνῇ μιᾷ λέγοντες· πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἐλάλησε Κύριος, ποιήσομεν καὶ ἀκουσόμεθα. | 3 Ο Μωϋσής ήλθεν εις την κατασκήνωσιν των Ισραηλιτών και διηγήθη στον λαόν όλους τους λόγους του Θεού και τας εντολάς. Συσσωμος ο λαός απεκρίθη με μίαν φωνήν λέγων· “όλους τους λόγους, τους οποίους μίλησε ο Κυριος, θα εφαρμόσωμεν και θα υπακούσωμεν”. | 3 Κατόπιν τούτου ὁ Μωϋσῆς εἰσῆλθεν εἰς τὸν καταυλισμὸν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν λαὸν ὅλα τὰ λόγια καὶ τὰς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ. Ἀπήντησε δὲ ὅλος ὁ λαὸς μὲ μίαν φωνὴν καὶ εἶπαν: «Ὅλα, ὅσα μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος, θὰ τὰ ἐφαρμόσωμεν καὶ θὰ ὑπακούσωμεν εὐχαρίστως». |
4 καὶ ἔγραψε Μωυσῆς πάντα τὰ ρήματα Κυρίου. ὀρθρίσας δὲ Μωυσῆς τὸ πρωΐ ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον ὑπὸ τὸ ὄρος καὶ δώδεκα λίθους εἰς τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ· | 4 Εγραψεν ο Μωϋσής όλας αυτάς τας εντολάς του Κυρίου. Εγερθείς δε πολύ πρωϊ έκτισε κατά την πρωΐαν θυσιαστήριον στους πρόποδας του όρους και ετοποθέτησε δώδεκα λίθους δια τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. | 4 Καὶ ἔγραψεν ὁ Μωϋσῆς ὅλα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἐσηκώθη δὲ ἐνωρὶς τὸ πρωῒ ὁ Μωϋσῆς καὶ ἔκτισεν εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ θυσιαστήριον πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Ἔστησε δὲ καὶ δώδεκα λίθους, Ἕνα διὰ κάθε μίαν ἀπὸ τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. |
5 καὶ ἐξαπέστειλε τοὺς νεανίσκους τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώματα καὶ ἔθυσαν θυσίαν σωτηρίου τῷ Θεῷ μοσχάρια. | 5 Απέστειλε κατόπιν νεαρούς Ισραηλίτας και έφεραν μοσχάρια, τα οποία προσέφεραν ολοκαυτώματα ως θυσίαν ευχαριστίας προς τον Θεόν δια την σωτηρίαν των. | 5 Ἔστειλε δὲ κατόπιν τοὺς νεαροὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἔφεραν εἰς τὸ θυσιαστήριον μοσχάρια καὶ προσέφεραν ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίαν εἰρηνικήν, διὰ νὰ ἐκδηλωθῇ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὴν σωτηρίαν, ποὺ Ἐκεῖνος ἐχάρισε. |
6 λαβὼν δὲ Μωυσῆς τὸ ἥμισυ τοῦ αἵματος ἐνέχεεν εἰς κρατῆρας, τὸ δὲ ἥμισυ τοῦ αἵματος προσέχεε πρὸς τὸ θυσιαστήριον. | 6 Ο Μωϋσής έλαβε το ήμισυ από το αίμα των θυσιασθέντων ζώων και το έθεσεν εις δοχεία, το δε άλλο ήμισυ το έχυσε πλησίον στο θυσιαστήριον. | 6 Ἐπῆρε δὲ ὁ Μωϋσῆς τὸ μισὸ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ζώων ποὺ ἐθυσίασαν καὶ τὸ ἔβαλε μέσα εἰς δοχεῖα, τὸ δὲ ἄλλο μισὸ τὸ ἔχυσεν εἰς τὸ θυσιαστήριον. |
7 καὶ λαβὼν τὸ βιβλίον τῆς διαθήκης ἀνέγνω εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ, καὶ εἶπαν· πάντα ὅσα ἐλάλησε Κύριος, ποιήσομεν καὶ ἀκουσόμεθα. | 7 Ελαβε κατόπιν το βιβλίον της Διαθήκης, όπου είχε γράψει τας εντολάς, ανέγνωσεν αυτό εις επήκοον του λαού και οι Ισραηλίται είπαν· “όλα όσα διέταξεν ο Κυριος, θα εφαρμόσωμεν και θα ακούσωμεν”. | 7 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ βιβλίον τῆς Διαθήκης, ὅπου εἶχεν ἤδη γράψει τὰς θείας ἐντολάς, τὰς ἐδιάβασε μεγαλοφώνως, διὰ νὰ τὰς ἀκούῃ ὁ λαός. Καὶ εἶπαν οἱ Ἰσραηλῖται: «Ὅλα, ὅσα εἶπεν ὁ Κύριος, θὰ τὰ ἐφαρμόσωμεν καὶ θὰ ὑπακούσωμεν εὐχαρίστως εἰς τὰ λόγια Του». |
8 λαβὼν δὲ Μωυσῆς τὸ αἷμα κατεσκέδασε τοῦ λαοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης, ἧς διέθετο Κύριος πρὸς ὑμᾶς περὶ πάντων τῶν λόγων τούτων. | 8 Λαβών έπειτα ο Μωϋσής τα δοχεία με το αίμα ερράντισε με αυτό τον λαόν και είπεν· “ιδού το αίμα της Διαθήκης, την οποίαν έκαμεν ο Κυριος προς σας, δια να εφαρμόσετε όλας αυτάς τας εντολάς του”. | 8 Ἀφοῦ δὲ ἐπῆρεν ὁ Μωϋσῆς τὸ αἷμα, ποὺ ἦτο εἰς τὰ δοχεῖα, ἐρράντισε μὲ αὐτὸ τὸν λαὸν καὶ εἶπεν: «Αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα, ποὺ ἐπικυρώνει τὴν Διαθήκην καὶ συμφωνίαν, ποὺ ἔκανε μαζί σας ὁ Κύριος δι' ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ ἠκούσατε προηγουμένως». |
9 Καὶ ἀνέβη Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν καὶ Ναδὰβ καὶ ᾿Αβιοὺδ καὶ ἑβδομήκοντα τῆς γερουσίας ᾿Ισραήλ | 9 Ανέβη κατόπιν ο Μωϋσής στο όρος και μαζή με αυτόν ο Ααρών, ο Ναδάβ, ο Αβιούδ και εβδαμήκοντα από την γερουσίαν των Ισραηλιτών. Εκεί αυτοί δεν είδον τον Θεόν. | 9 Καὶ ἀνέβη κατόπιν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ βουνὸ καὶ τὸν ἠκολούθησαν ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ Ναδὰβ καὶ ὁ Ἀβιοὺδ καὶ ἑβδομῆντα ἀπὸ τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
10 καὶ εἶδον τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ· καὶ τά ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡσεὶ ἔργον πλίνθου σαπφείρου καὶ ὥσπερ εἶδος στερεώματος τοῦ οὐρανοῦ τῇ καθαριότητι. | 10 Είδον όμως τον τόπον, όπου εστάθη ο Θεός του Ισραήλ. Και ο τόπος αυτός εφαίνετο σαν να ήτο κατασκευασμένος από πλίνθους σαπφείρου. Είχε δε την διαύγειαν και την λάμψιν του καθαρού ουρανού. | 10 Καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ βουνὸ εἶδαν τὸν τόπον, ὅπου εἶχε σταθῇ ὁ Θεὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἐκεῖ δέ, ὅπου ἐπατοῦσαν τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, ἐφαίνετο ὁ τόπος, σὰν νὰ ἦτο βῆμα κατεσκευασμένον μὲ πλίνθους ἀπὸ τὸν πολύτιμον λίθον σάπφειρον καὶ ἦτο ὁ τόπος τόσον λαμπερὸς καὶ φωτεινὸς σὰν τὸν ὁλοκάθαρον οὐρανόν. |
11 καὶ τῶν ἐπιλέκτων τοῦ ᾿Ισραὴλ οὐ διεφώνησεν οὐδὲ εἷς· καὶ ὤφθησαν ἐν τῷ τόπῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον. | 11 Κανείς από τους άρχοντας του ισραηλιτικού λαού, που ανέβησαν στο όρος όχι μόνον δεν απέθανεν αλλ' ουδέ την φωνήν του έχασε από την παρουσίαν του Θεού. Οι άνδρες αυτοί, στον θείον εκείνον τόπον έφαγον και έπιον φιλοξενηθέντες εις θείον συμπόσιον. | 11 Καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ ἐκπληκτικὸν αὐτὸ θέαμα κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Ἰσραὴλ δὲν ἔχασε τὴν φωνὴν του, οὔτε ἔπαθε κάποιο ἄλλο κακόν, οὔτε ἀπέθανεν. Ἐστάθησαν δὲ καὶ εἶδαν τὸν τόπον, ὅπου ἔστεκεν ὁ Θεὸς καὶ παρεκάθησαν εἰς θεῖον συμπόσιον καὶ ἔφαγαν καὶ ἔπιαν. |
12 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἀνάβηθι πρός με εἰς τὸ ὄρος καὶ ἴσθι ἐκεῖ· καὶ δώσω σοι τὰ πυξία τὰ λίθινα, τὸν νόμον καὶ τὰς ἐντολάς, ἃς ἔγραψα νομοθετῆσαι αὐτοῖς. | 12 Είπε κατόπιν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ανέβα προς εμέ στο υψηλότερον μέρος του όρους και μείνε εκεί. Θα σου δώσω τας λιθίνας πλάκας, εις τας οποίας είναι γραμμένος ο νόμος και αι εντολαί μου, τας οποίας έγραψα ως νομοθεσίαν δια τους Ισραηλίτας”. | 12 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἀνέβα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ πρὸς ἐμὲ καὶ μεῖνε ἐκεῖ. Καὶ θὰ σοῦ δώσω ἐγὼ τὰς λιθίνας πλάκας, τὸν νόμον καὶ τὰς ἐντολάς, ποὺ ἔγραψα, διὰ νὰ ἀποτελοῦν τοὺς νόμους, ποὺ θὰ ρυθμίζουν τὴν ζωήν των . |
13 καὶ ἀναστὰς Μωυσῆς καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ παρεστηκὼς αὐτῷ ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ· | 13 Ηγέρθη ο Μωϋσής και ο ακόλουθος αυτού Ιησούς του Ναυή και ανέβησαν στο υψηλότερον μέρος του όρους του Θεού. | 13 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ὁ Μωϋσῆς μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν του Ναυῆ, τὸν βοηθόν του, ἀνέβησαν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Σινᾶ, τοῦ ὅρους τοῦ Θεοῦ. |
14 καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπαν· ἡσυχάζετε αὐτοῦ, ἕως ἀναστρέψωμεν πρὸς ὑμᾶς· καὶ ἰδοὺ ᾿Ααρὼν καὶ ῍Ωρ μεθ᾿ ὑμῶν· ἐάν τινι συμβῇ κρίσις, προσπορευέσθωσαν αὐτοῖς. | 14 Εις δε τους πρεσβυτέρους είπαν· “μείνατε ήσυχοι στο μέρος αυτό, έως ότου επιστρέψωμεν προς σας. Ο Ααρών και ο Ωρ ιδού είναι μαζή σας. Εάν συμβή καμμιά διαφορά, κανένα ζήτημα εις Ισραηλίτην, ας πορευθούν αυτοί προς εκείνους δια να εξομαλύνουν την διαφοράν”. | 14 Εἰς δὲ τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶπαν: «Μείνετε ἥσυχοι ἐδῶ, ἕως ὅτου ἐπιστρέψωμεν κοντά σας. Καὶ νὰ ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ Ὢρ θὰ εἶναι μαζί σας. Ἐὰν συμβῇ κάτι, ποὺ νὰ χρειάζεται διευθέτησιν, ἂς πηγαίνουν εἰς αὐτοὺς οἱ ἐνδιαφερόμενοι, ὥστε νὰ τακτοποιοῦνται αἱ διαφοραί». |
15 καὶ ἀνέβη Μωυσῆς καὶ ᾿Ιησοῦς εἰς τό ὄρος, καί ἐκάλυψεν ἡ νεφέλη τὸ ὄρος. | 15 Ο Μωϋσής και ο Ιησούς του Ναυή ανέβησαν στο όρος και η νεφέλη εσκέπασεν αυτό. | 15 Καὶ ἀνέβη ὁ Μωϋσῆς μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ καὶ ἐσκέπασεν ἡ νεφέλη τὸ βουνό. |
16 καὶ κατέβη ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινά, καὶ ἐκάλυψεν αὐτὸ ἡ νεφέλη ἓξ ἡμέρας· καὶ ἐκάλεσε Κύριος τὸν Μωυσῆν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐκ μέσου τῆς νεφέλης. | 16 Κατέβη ως λάμψις η δόξα του Θεού στο όρος Σινά και εσκέπασεν αυτό η νεφέλη επί εξ ημέρας. Την εβδόμην ημέραν ο Κυριος μέσα από την νεφέλην εκάλεσε τον Μωϋσήν. | 16 Καὶ κατέβη εἰς τὸ ὅρος τὸ Σινᾶ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου ὡς λάμψις φωτεινή. Ἡ δὲ νεφέλη, ποὺ συμβολίζει τὴν θείαν παρουσίαν, ἐσκεπασε τὸ Σινᾶ ἐπὶ ἕξι ἡμέρας. Κατὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ἐκάλεσεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν ἀπὸ τὸ μέσον τῆς νεφέλης νὰ πλησιάσῃ πρὸς Αὐτόν. |
17 τὸ δὲ εἶδος τῆς δόξης Κυρίου ὡσεὶ πῦρ φλέγον ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐναντίον τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. | 17 Το είδος της δόξης του Κυρίου ήτο σαν πυρ που εκπέμπει συνεχώς φλόγας επάνω εις την κορυφήν του όρους, ορατόν από όλους τους Ισραηλίτας. | 17 Ἡ δὲ δόξα τοῦ Κυρίου εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ ἐφαίνετο ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ ὠμοίαζε μὲ δυνατὴν φωτιάν, ποὺ καίει καὶ βγάζει συνεχῶς φλόγες. |
18 καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς εἰς τὸ μέσον τῆς νεφέλης καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῷ ὄρει τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας. | 18 Ο Μωϋσής, κατόπιν της προσκλήσεως του Θεού, εισήλθε μέσα εις την νεφέλην, ανέβη στο υψηλότερον σημείον του όρους και ήτο εκεί τεσσαράκοντα ημερονύκτια. | 18 Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ μέσον τῆς νεφέλην καὶ ἀνέβη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ εἰς τὸ βουνὸ ἐπὶ σαράντα ἡμέρας καὶ σαράντα νύκτας. |