Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ταῦτα τὰ δικαιώματα, ἃ παραθήσῃ ἐνώπιον αὐτῶν. | 1 Αυταί είναι, αι εντολαί, τας οποίας θα παραθέσης ενώπιον των Ισραηλιτών. | 1 Αὖται εἶναι αἱ διατάξεις, ποὺ θὰ δώσῃς διὰ νὰ τὰς ἔχουν ἐνώπιόν των: |
2 ἐὰν κτήσῃ παῖδα ῾Εβραῖον, ἓξ ἔτη δουλεύσει σοι· τῷ δὲ ἑβδόμῳ ἔτει ἀπελεύσεται ἐλεύθερος δωρεάν. | 2 Εάν αποκτήσης Εβραίον ως δούλον, εξ έτη θα είναι δούλος σου. Κατά το έβδομον έτος θα απέλθη ελεύθερος δωρεάν, χωρίς να καταβάλη εις σε εξαγοράν. | 2 «Ἐὰν σὺ ὁ Ἑβραῖος ἀγοράσῃς καὶ ἔχῃς ὑπὸ τὴν κατοχήν σου κάποιον Ἑβραῖον σὰν δοῦλον σου, θὰ σοῦ προσφέρῃ αὐτὸς τὰς ὑπηρεσίας του ἐπὶ ἕξι χρόνια. Κατὰ τὸν ἕβδομον ὅμως χρόνον πρέπει νὰ φύγῃ ἐλεύθερος, χωρὶς νὰ πληρώσῃ τίποτε ὡς λύτρον. |
3 ἐὰν αὐτὸς μόνος εἰσέλθῃ, καὶ μόνος ἐξελεύσεται· ἐὰν δὲ γυνὴ συνεισέλθῃ μετ᾿ αὐτοῦ, ἐξελεύσεται καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ. | 3 Εάν αυτός μόνος, χωρίς σύζυγον και τέκνα, άγαμος γίνη δούλος σου, μόνος πάλιν θα απέλθη από σε ελεύθερος. Εάν όμως, όταν θα γίνη εις σε δούλος, έχη μαζή του και την σύζυγόν του, θα εξέλθη ελεύθερος κατά το έβδομον έτος μαζή με την σύζυγόν του. | 3 Ἐὰν αὐτὸς εἰσέλθῃ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν σου μόνος, δηλαδὴ ἄγαμος,καὶ παραμείνῃ ἔτσι κατὰ τὰ ἕξι χρόνια, θὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν σου πάλιν μόνος. Ἐὰν ὅμως εἶναι ἔγγαμος καὶ εἰσέλθῃ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν σου καὶ ἡ γυναῖκα του μαζί του, τότε θὰ φύγῃ ἐλεύθερα καὶ ἐκείνη. |
4 καὶ ἐὰν δὲ ὁ κύριος δῷ αὐτῷ γυναῖκα, καὶ τέκῃ αὐτῷ υἱοὺς ἢ θυγατέρας, ἡ γυνὴ καὶ τὰ παιδία ἔσται τῷ κυρίῳ αὐτοῦ,αὐτὸς δὲ μόνος ἐξελεύσεται. | 4 Εάν όμως ο κύριος του αγάμου δούλου του δώση σύζυγον και αποκτήση ο δούλος υιούς και θυγατέρας, η γυνή και τα παιδιά θα ανήκουν στον κύριον. Οταν δε αυτός, ο Εβραίος δούλος, κατά το έβδομον έτος εξέλθη ελεύθερος, μόνος θα αναχωρήση χωρίς την σύζυγον και τα παιδιά. | 4 Ἀλλ’ ἐὰν ὁ κύριος δώσῃ εἰς τὸν ἄγαμον δοῦλον του μίαν γυναῖκα ὡς σύζυγον καὶ τοῦ γεννήσῃ ἐκείνη υἱοὺς ἢ θυγατέρας, τότε καὶ ἡ γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα ἀνήκουν εἰς τὸν κύριον καὶ ὄχι εἰς τὸν δοῦλον. Θὰ φύγῃ ἐλεύθερος κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος μόνον ὁ δοῦλος, χωρὶς τὴν οἰκογένειάν του. |
5 ἐὰν δὲ ἀποκριθεὶς εἴπῃ ὁ παῖς, ἠγάπησα τὸν κύριόν μου καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία, οὐκ ἀποτρέχω ἐλεύθερος· | 5 Εάν όμως ο δούλος αυτός είπη· Εγώ έχω αγαπήσει τον κύριόν μου και την γυναίκα μου και τα παιδιά μου και δεν θέλω να φύγω, δια να ζήσω ελεύθερος, | 5 Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος ἐκφράσῃ τὴν ἐπιθυμίαν του καὶ εἰπῇ: «Ἔχω ἀγαπήσει τὸν κύριόν μου καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα μου· δεν θέλω νὰ τοὺς ἀφήσω καὶ νὰ φύγω μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἐλεύθερος», |
6 προσάξει αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πρὸς τὸ κριτήριον τοῦ Θεοῦ καὶ τότε προσάξει αὐτὸν ἐπὶ τὴν θύραν ἐπὶ τὸν σταθμόν, καὶ τρυπήσει ὁ κύριος αὐτοῦ τὸ οὖς τῷ ὀπητίῳ, καὶ δουλεύσει αὐτῷ εἰς τὸν αἰῶνα. | 6 ο κύριός του θα τον οδηγήση ενώπιον των δικαστών, τους οποίους ο Θεός ώρισε, δια να ομολογήση εκεί ο δούλος την απόφασίν του. Επειτα θα τον φέρη εις την θύραν της οικίας του, πλησίον του παραστάτου, και θα τρυπήση το αυτί του δούλου εκείνου με σουβλάκι, και έτσι ο Εβραίος αυτός θα μείνη ισοβίως, σύμφωνα με την θέλησίν του, δούλος στον κύριόν του. | 6 τότε ὁ κύριός του θὰ τὸν φέρῃ ἐμπρὸς εἰς τὸ δικαστήριον τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ διακηρύξῃ ἐπὶ παρουσία τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Κυρίου ἐπισήμως τὴν ἀπόφασίν του. Κατόπιν ὁ κύριός του θὰ τὸν πλησιάσῃ εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του καὶ συγκεκριμένως εἰς τὸν ὀρθοστάτην τῆς θύρας καὶ ἐκεῖ θὰ τρυπήσῃ τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου του με ἕνα σουβλὶ εἰς τὸ ἑξῆς αὐτὸς θὰ εἶναι ἰσόβιος δοῦλος τοῦ κυρίου του. |
7 ἐὰν δέ τις ἀποδῶται τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα οἰκέτιν, οὐκ ἀπελεύσεται, ὥσπερ ἀποτρέχουσιν αἱ δοῦλαι. | 7 Εάν Εβραίος πωλήση εις άλλον Εβραίον την θυγατέρα του ως δούλην, αυτή δεν θα εξέλθη ελευθέρα, όπως εξέρχονται αι δούλαι των ειδωλολατρών, | 7 Ἐὰν δὲ κάποιος πωλήσῃ τὴν κόρην του εἰς ἕνα Ἑβραῖον σὰν δούλην (μ σκοπὸν νὰ τὴν πάρη αὐτὸς καὶ σὰν γυναῖκα του), αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ φύγῃ κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος, ὅπως φεύγουν αἱ ἄλλαι δοῦλαι. |
8 ἐὰν μὴ εὐαρεστήσῃ τῷ κυρίῳ αὐτῆς ἣν αὐτῷ καθωμολογήσατο, ἀπολυτρώσει αὐτήν· ἔθνει δὲ ἀλλοτρίῳ οὐ κύριός ἐστι πωλεῖν αὐτήν, ὅτι ἠθέτησεν ἐν αὐτῇ. | 8 αλλά εάν δεν ευχαριστήση τον κύριόν της, στον οποίον αυτή έχει δοθή ως δούλη, η ως σύζυγος δευτέρας σειράς, δύναται ο κύριός της να την πωλήση εις ομοεθνή του. Δεν έχει όμως το δικαίωμα, επειδή την κατεφρόνησε και την απέρριψε, να την πωλήση εις ειδωλολάτρην. | 8 Ἐὰν ὅμως δεν ἀρέσῃ εἰς τὸν κύριόν της, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε δοθῇ διὰ νὰ γίνῃ σὰν ἄλλη σύζυγός του, τότε ἐκείνη ἠμπορεῖ νὰ ἑξαγορασθῇ ἀπὸ τὸν πατέρα της ἢ ἀπὸ ἄλλον Ἰσραηλίτην. Δὲν ἔχει ἐξουσίαν ὁ κύριός της νὰ τὴν πωλήσῃ εἰς ἀνθρώπους ἀλλοεθνεῖς καὶ εἰδωλολάτρας, ἐπειδὴ τὴν περιεφρόνησε. |
9 ἐὰν δὲ τῷ υἱῷ καθομολογήσηται αὐτήν, κατὰ τὸ δικαίωμα τῶν θυγατέρων ποιήσει αὐτῇ. | 9 Εάν ο κύριος της δούλης υπανδρεύση αυτήν με τον υιόν του, θα θεωρή αυτήν ως θυγατέρα του και έτσι θα φέρεται προς αυτήν. | 9 Ἐὰν δὲ τὴν ἔχῃ προωρισμένην ὡς σύζυγον διὰ τὸν υἱόν του, πρέπει νὰ τῆς φέρεται συμφώνως πρὸς τὰ δικαιώματα, ποὺ ἔχουν αἱ κανονικαὶ θυγατέρες. |
10 ἐὰν δὲ ἄλλην λάβῃ ἑαυτῷ, τὰ δέοντα καὶ τὸν ἱματισμὸν καὶ τὴν ὁμιλίαν αὐτῆς οὐκ ἀποστερήσει. | 10 Εάν ο κύριος ούτος λάβη άλλην ως σύζυγον, δεν θα στερήση αυτήν από τα μέσα της συντηρήσεως της, από τον ιματισμόν και τα συζυγικά του προς αυτήν καθήκοντα. | 10 Ἐὰν ὅμως λάβῃ ἄλλην ὡς σύζυγόν του, δὲν πρέπει νὰ στερήσῃ ἀπὸ τὴν πρώτην τὰ ἀπαραίτητα, δηλαδὴ τὴν τροφήν, τὴν ἐνδυμασίαν καὶ τὴν συζυγικὴν σχέσιν. |
11 ἐὰν δὲ τὰ τρία ταῦτα μὴ ποιήσῃ αὐτῇ, ἐξελεύσεται δωρεὰν ἄνευ ἀργυρίου. | 11 Εάν δεν εκπληρώση ο κύριος τας τρεις αυτάς προς εκείνην υποχρεώσστου, δύναται αυτή να αναχωρήση δωρεάν, χωρίς να καταβάλη χρηματικόν τι ποσόν. | 11 Καὶ ἐὰν ὁ κύριός της δὲν ἐκπληρώσῃ τὰς τρεῖς αὐτὰς ὑποχρεώσεις του πρὸς αὐτήν, τότε ἐκείνη ἠμπορεῖ νὰ φύγῃ ἐλευθέρα ἀπὸ αὐτόν, χωρὶς νὰ πληρώσῃ τίποτα ὡς λύτρον. |
12 ᾿Εὰν δὲ πατάξῃ τίς τινα, καὶ ἀποθάνῃ, θανάτῳ θανατούσθω· | 12 Εάν κανείς κτυπήση κάποιον και αποθάνη, ο φονεύς θα τιμωρηθή με θάνατον. | 12 Ἐὰν δὲ κάποιος κτυπήσῃ ἕνα συνάνθρωπόν του καὶ πεθάνῃ ἐκεῖνος ἐξ αἰτίας τοῦ κτυπήματος, τότε ὁ φονεὺς πρέπει νὰ τιμωρηθῇ μὲ τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου. |
13 ὁ δὲ οὐχ ἑκών, ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς παρέδωκεν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, δώσω σοι τόπον, οὗ φεύξεται ἐκεῖ ὁ φονεύσας. | 13 Εκείνος όμως, που θα φονεύση χωρίς να το θέλη, αλλά διότι ο Θεός παρεχώρησε να γίνη κάτι τέτοιο, δια τον ακούσιον αυτόν φονέα θα παραχωρήσω εις σε ωρισμένον τόπον, όπου θα καταφύγη προς ασφάλειάν του. | 13 Ἐὰν ὅμως ἔγινε φονεὺς ὄχι ἐκ προμελέτης καὶ μὲ τὴν θέλησίν του, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς νὰ πέσῃ τὸ θῦμα εἰς τὰ χέρια του, τότε θὰ σοῦ ὁρίσω ἐγὼ ὁ Κύριος ἕνα τόπον, ὅπου θὰ ἠμπορῇ νὰ καταφύγῃ ὁ ἀκούσιος αὐτὸς φονεύς, διὰ νὰ εὕρῃ ἄσυλον καὶ νὰ ἀποφύγῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν συγγενῶν τοῦ θύματος. |
14 ἐὰν δέ τις ἐπιθῆται τῷ πλησίον ἀποκτεῖναι αὐτὸν δόλῳ καὶ καταφύγῃ, ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου μου λήψῃ αὐτὸν θανατῶσαι. | 14 Εάν κανείς εκ προμελέτης αποφασίση φόνον και δια δόλου φονεύση τον πλησίον του, καταφύγη δε στο θυσιαστήριόν μου δια να σωθή, θα τον πάρης από το θυσιαστήριον αυτό, δια να δικασθή και θανατωθή. | 14 Ἐὰν ὅμως κάποιος σχεδιάση ἐκ τῶν προτέρων καὶ δολοφονήσῃ τὸν συνάνθρωπόν του καὶ καταφύγῃ εἰς τὸ θυσιαστήριόν μου, διὰ νὰ εὕρῃ ἄσυλον, πρέπει νὰ τὸν πάρῃς ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν θανατώσῃς. |
15 ὃς τύπτει πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθω. | 15 Εκείνος που κτυπά τον πατέρα του η την μητέρα του, να τιμωρήται με θάνατον. | 15 Καθένας ποὺ κτυπᾷ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, πρέπει νὰ τιμωρῆται μὲ τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου, |
16 ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ. | 16 Εκείνος επίσης που υβρίζει τον πατέρα του η την μητέρα του, να τιμωρήται με θάνατον. | 16 Ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ ὑβρίζει, βλασφημεῖ καὶ καταρῶνται τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, νὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον. |
17 ὃς ἐὰν κλέψῃ τίς τινα τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ καταδυναστεύσας αὐτὸν ἀποδῶται, καὶ εὑρεθῇ ἐν αὐτῷ, θανάτῳ τελευτάτω. | 17 Εκείνός που θα αρπάξη κρυφίως ένα Ισραηλίτην και τον βασανίση και τον πωλήση κατόπιν ως δούλον θα τιμωρήται με θάνατον, εάν αποδειχθή η ενοχή του. | 17 Ἐὰν κάποιος ἁρπάσῃ δολίως ἕνα ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας καί, ἀφοῦ τὸν βασανίσῃ, τὸν πωλήσῃ ἢ τὸν κρατήσῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του καὶ εὑρεθῇ εἰς τὰ χέρια του καὶ γίνῃ φανερὰ ἡ πρᾶξις του, πρέπει νὰ θανατωθῇ αὐτὸς ποὺ τὸν ἔκλεψε. |
18 ἐὰν δὲ λοιδορῶνται δύο ἄνδρες καὶ πατάξῃ τις τὸν πλησίον λίθῳ ἢ πυγμῇ, καὶ μὴ ἀποθάνῃ, κατακλιθῇ δὲ ἐπὶ τὴν κοίτην, | 18 Εάν δύο άνδρες φιλονεικούν και ο ένας κτυπήση τον άλλον με λιθάρι η με την γροθιάν του, και ο κτυπηθείς δεν αποθάνη, αλλά μείνη εις την κλίνην του, | 18 Ἐὰν δὲ δύο ἄνδρες ὑβρίζωνται μεταξύ των καὶ τελικῶς κτυπήσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ μίαν πέτραν ἢ μὲ τὴν γροθιάν του καὶ ἐκεῖνος δὲν πεθάνη, ἄλλα τραυματισθῇ σοβαρῶς καὶ ἀναγκασθῇ νὰ μείνῃ εἰς τὸ κρεββάτι, |
19 ἐὰν ἐξαναστὰς ὁ ἄνθρωπος περιπατήσῃ ἔξω ἐπὶ ράβδου, ἀθῷος ἔσται ὁ πατάξας· πλὴν τῆς ἀργίας αὐτοῦ ἀποτίσει καὶ τὰ ἰατρεῖα. | 19 κατόπιν δε εγερθή και περιπατήση στηριζόμενος εις την ράδδον του, ο κτυπήσας αυτόν θα είναι αθώος· μόνον θα πληρώση εις αυτόν τα νοσήλεια και τας ημέρας της αργίας του. | 19 τότε, ἐὰν ὁ τραυματίας σηκωθῇ καὶ περιπατήσῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του στηριζόμενος εἰς ἕνα ραβδί, θὰ εἶναι ἀθῷος αὐτὸς ποὺ τὸν ἐκτύπησε. Πρέπει ὅμως νὰ τοῦ καταβάλῃ εἰς μετρητὰ ὅσα ἔχασε κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ δὲν εἰργάζετο καὶ ὅσα χρειάζονται διὰ τὴν θεραπείαν του. |
20 ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν παῖδα αὐτοῦ ἢ τὴν παιδίσκην αὐτοῦ ἐν ράβδῳ καὶ ἀποθάνῃ ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτοῦ, δίκῃ ἐκδικηθήσεται. | 20 Εάν κανείς κτυπήση με ράβδον τον δούλον του η την δούλην του και αποθάνη κατά την ώραν που δέρεται, θα τιμωρηθή ο κύριος ούτος, διότι είναι ένοχος. | 20 Ἐὰν δὲ κάποιος κτυπήσῃ μὲ ραβδὶ τὸν δοῦλον του ἢ τὴν δούλην του καὶ πεθάνουν ἀπὸ τὰ κτυπήματα μέασα εἰς τὰ χέρια του, τότε ὁ κύριος αὐτὸς πρέπει νὰ τιμωρῇ· |
21 ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἢ δύο, οὐκ ἐκδικηθήσεται· τὸ γὰρ ἀργύριον αὐτοῦ ἐστιν. | 21 Εάν όμως ο δούλος ούτος ζήση μίαν η δύο ημέρας, δεν θα τιμωρηθή ο κύριος ούτος, διότι ο δούλος θεωρείται ότι είναι χρήμα του, ιδιοκτησία του. | 21 Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος ἢ ἡ δούλη, ποὺ θὰ κτυπηθοῦν, ἐπιζήσουν μίαν ἢ δύο ἡμέρας, τότε δὲν χρειάζεται νὰ τιμωρηθῇ ὁ κύριός των. Διότι εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ εἶναι ἀρκετὴ ἡ τιμωρία του μὲ τὴν ἀπώλειαν τοῦ δούλου του, ποὺ τὸν εἶχεν ἀγοράσει μὲ τὰ χρήματά του. |
22 ἐὰν δὲ μάχωνται δύο ἄνδρες καὶ πατάξωσι γυναῖκα ἐν γαστρὶ ἔχουσαν καὶ ἐξέλθῃ τὸ παιδίον αὐτῆς μὴ ἐξεικονισμένον, ἐπιζήμιον ζημιωθήσεται· καθότι ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀνὴρ τῆς γυναικός, δώσει μετὰ ἀξιώματος· | 22 Εάν συμπλακούν δύο άνδρες και κτυπήσουν γυναίκα έγκυον, εξέλθη δε το παιδίον ασχημάτιστον, ο ένοχος θα πληρώση αποζημίωσιν, την οποίαν θα ζητήση ο σύζυγος της γυναικός και την οποίαν θα επιβάλη το δικαστήριον. | 22 Ἐὰν δὲ πιασθοῦν εἰς τὰ χέρια δύο ἄνδρες καὶ κτυπήσουν μίαν γυναῖκα ἔγκυον, ποὺ ἐπενέβη νὰ τοὺς χωρίσῃ καὶ ἀποβάλῃ αὐτή, πρὶν νὰ σχηματισθῇ τελείως τὸ παιδὶ ποὺ εἶχεν εἰς τὰ σπλάγχνα της, τότε ὁ ἔνοχος πρέπει νὰ πληρώσῃ τὴν ἀποζημίωσιν, ποὺ θὰ ζητήσῃ ὁ σύζυγός της. Θὰ δώσῃ δὲ τὴν ἀποζημίωσιν ποὺ θὰ ὁρίσουν οἱ Κριταί. |
23 ἐὰν δὲ ἐξεικονισμένον ᾖ, δώσει ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς, | 23 Εάν όμως το παιδί είναι τελείως διαμορφωμένον, ο ένοχος θα δώση ζωήν αντί ζωής· θα καταδικασθή εις θάνατον, σύμφωνα με τον νόμον της ανταποδόσεως, | 23 Ἐὰν ὅμως τὸ παιδὶ ποὺ θὰ ἀποβληθῇ νεκρὸν ἦτο ἤδη ὠλοκληρωμένον, τότε πρέπει νὰ τιμωρηθῇ ὁ ἔνοχος μὲ τὸ νὰ χάσῃ καὶ ἐκεῖνος τὴν ζωήν του ἀντὶ τῆς ζωῆς, ποὺ ἔγινεν αἴτιος νὰ χαθῇ. |
24 ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός, | 24 οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, | 24 Θὰ τιμωρῆτε αὐτὸν ποὺ γίνεται αἰτία νὰ χάσῃ ὁ ἄλλος τὸ μάτι του μὲ τὸ νὰ βγῇ καὶ τὸ ἰδικόν του μάτι. Τὸ δόντι θὰ ἀνταποδίδεται μὲ δόντι, τὸ χέρι μὲ χέρι, τὸ πόδι μὲ πόδι, |
25 κατάκαυμα ἀντὶ κατακαύματος, τραῦμα ἀντὶ τραύματος, μώλωπα ἀντὶ μώλωπος. | 25 έγκαυμα αντί εγκαύματος, τραύμα αντί τραύματος, μώλωπα αντί μώλωπος. | 25 τὸ ἔγκαυμα μὲ ἔγκαυμα, ἡ πληγὴ μὲ πληγήν, τὸ κτύπημα μὲ κτύπημα. |
26 ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ οἰκέτου αὐτοῦ ἢ τὸν ὀφθαλμὸν τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ, καὶ ἐκτυφλώσῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς ἀντὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτῶν. | 26 Εάν κανείς κτυπήση και καταστρέψη τον οφθαλμόν του δούλου του η κτυπήση τον οφθαλμόν της δούλης του και τους τυφλώση, θα τους αφήση ελευθέρους αντί του οφθαλμού των. | 26 Ἐὰν δὲ κάποιος κτυπήσῃ τὸ μάτι τοῦ δούλου του ἢ τὸ μάτι τῆς δούλης του καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ κτυπήματος τυφλωθοῦν, πρέπει ἀντὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ των νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴν ἐλευθερίαν των. |
27 ἐὰν δὲ τὸν ὀδόντα τοῦ οἰκέτου ἢ τὸν ὀδόντα τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ ἐκκόψῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς ἀντὶ τοῦ ὀδόντος αὐτῶν. | 27 Εάν κανείς ξερριζώση το δόντι του δούλου του η της δούλης του, θα τους αφήση ελευθέρους αντί του καταστραφέντος δοντιού. | 27 Ἐὰν δὲ κάποιος κύριος μὲ τὰ κτυπήματά του σπάσῃ τὸ δόντι τοῦ δούλου του ἢ τὸ δόντι τῆς δούλης του, πρέπει νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴν ἐλευθερίαν των, ἀντὶ τοῦ κακοῦ ποὺ τοὺς ἔκανε μὲ τὸ νὰ σπάσῃ τὸ δόντι των. |
28 ᾿Εὰν δὲ κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα ἢ γυναῖκα καὶ ἀποθάνῃ, λίθοις λιθοβοληθήσεται ὁ ταῦρος, καὶ οὐ βρωθήσεται τὰ κρέα αὐτοῦ· ὁ δὲ κύριος τοῦ ταύρου ἀθῷος ἔσται. | 28 Εάν ταύρος κτυπήση και θανατώση με τα κέρατα αυτού άνδρα η γυναίκα, ο ταύρος αυτός πρέπει να λιθοβοληθή και το κρέας του δεν θα φαγωθή. Ο κύριος όμως του ταύρου θα είναι αθώος. | 28 Ἐὰν δὲ ἕνας ταῦρος κτυπήσῃ μὲ τὰ κέρατά του ἄνδρα ἢ γυναῖκα καὶ πεθάνουν, ὁ ταῦρος πρέπει νὰ πετροβοληθῇ καὶ νὰ μὴ ζήσῃ. Τὸ δὲ κρέας του δὲν πρέπει νὰ φαγωθῇ. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ὁ ταῦρος, θὰ εἶναι ἀθῷος. |
29 ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κερατιστὴς ᾖ πρὸ τῆς χθὲς καὶ πρὸ τῆς τρίτης, καὶ διαμαρτύρωνται τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, καὶ μὴ ἀφανίσῃ αὐτόν, ἀνέλῃ δὲ ἄνδρα ἢ γυναῖκα, ὁ ταῦρος λιθοβοληθήσεται καὶ ὁ κύριος αὐτοῦ προσαποθανεῖται. | 29 Εάν όμως ο ταύρος από αρκετού χρόνου εκτυπούσε με τα κέρατα και έγιναν διαμαρτυρίαι στον κύριόν του, εκείνος δε δεν ηθέλησε να φονεύση τον ταύρον, όταν ο ταύρος αυτός φονεύση άνδρα η γυναίκα, θα φονευθή δια λιθοβολισμού, μαζή δε με αυτόν θα θανατωθή και ο κύριός του. | 29 Ἐὰν ὅμως ὁ ταῦρος ἦτο ἐπιθετικὸς καὶ ἐκτυποῦσε μὲ τὰ κέρατά του ἀπὸ πολλοῦ καιροῦ καὶ παρ’ ὅλον ποὺ ἔγιναν διαμαρτυρίαι εἰς τὸν ἰδιοκτήτην του, ἐκεῖνος δὲν ἐφρόντισε νὰ τὸν ἑξαφανίσῃ καὶ ὁ ταῦρος σκοτώσῃ ἄνδρα ἢ γυναῖκα, τότε πρέπει νὰ πετροβοληθῇ ὁ ταῦρος καὶ νὰ θανατωθῇ μαζί του καὶ ὁ ἰδιοκτήτης του. |
30 ἐὰν δὲ λύτρα ἐπιβληθῇ αὐτῷ, δώσει λύτρα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὅσα ἐὰν ἐπιβάλωσιν αὐτῷ. | 30 Εάν όμως επιβάλλουν στον κύριον του ταύρου αυτού χρηματικήν αποζημίωσιν, θα πληρώση αυτήν, δια να γλυτώση έτσι την ζωήν του. | 30 Ἐὰν δὲ οἱ Κριταὶ ἀποφασίσουν νὰ καταβάλῃ χρηματικὴν ἀποζημίωσιν διὰ νὰ γλυτώσῃ τὸν θάνατον, πρέπει ἀντὶ τῆς ζωῆς του νὰ πληρώσῃ ὅσα θὰ τοῦ ἐπιβάλουν. |
31 ἐὰν δὲ υἱὸν ἢ θυγατέρα κερατίσῃ, κατὰ τὸ δικαίωμα τοῦτο ποιήσωσιν αὐτῷ. | 31 Εάν ο ταύρος κτυπήση και θανατώση υιόν η θυγατέρα, ο ίδιος νόμος θα εφαρμοσθή και εις την περίστασιν αυτήν. | 31 Ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κτυπήσῃ μὲ τὰ κέρατά του υἱὸν ἢ θυγατέρα, πρέπει νὰ τηρηθῇ ἢ ἴδια διαδικασία, ποὺ ἀνεφέρθη προηγουμένως. |
32 ἐὰν δὲ παῖδα κερατίσῃ ὁ ταῦρος ἢ παιδίσκην, ἀργυρίου τριάκοντα δίδραχμα δώσει τῷ κυρίῳ αὐτῶν, καὶ ὁ ταῦρος λιθοβοληθήσεται. | 32 Εάν ο ταύρος κτυπήση με τα κέρατα δούλον η δούλην, ο μεν ταύρος θα φονευθή δια λιθοβολισμού, ο δε κύριος του ταύρου θα πληρώση στον κύριον του δούλου τριάκοντα αργυρά δίδραχμα. | 32 Ἐὰν ὅμως ὁ ταῦρος κτυπήσῃ μὲ τὰ κέρατά του δοῦλον ἢ δούλην, πρέπει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ταύρου νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν εἰς τὸν κύριον τῶν δούλων τριάντα δίδραχμα ἀπὸ ἀσῆμι καὶ ὁ ταῦρος νὰ πετροβοληθῃ καὶ νὰ θανατωθῇ. |
33 ἐὰν δέ τις ἀνοίξῃ λάκκον ἢ λατομήσῃ λάκκον καὶ μὴ καλύψῃ αὐτόν, καὶ ἐμπέσῃ ἐκεῖ μόσχος ἢ ὄνος, | 33 Εάν κανείς ανοίξη λάκκον η λατομήση εις πετρώδη περιοχήν και δεν σκεπάση τον λάκκον, πέση δε εκεί και φονευθή μοσχάρι η όνος, | 33 Ἐὰν δὲ κάποιος σκάψῃ εἰς τὸ χῶμα καὶ ἀνοίξῃ λάκκον, ἢ λαξεύσῃ βράχον καὶ ἀνοίξῃ λάκκον καὶ δὲν φροντίσῃ νὰ τὸν σκεπάσῃ καὶ πέσῃ ἐκεῖ μέσα καὶ σκοτωθῇ μοσχάρι ἢ ὄνος, |
34 ὁ κύριος τοῦ λάκκου ἀποτίσει· ἀργύριον δώσει τῷ κυρίῳ αὐτῶν, τὸ δὲ τετελευτηκὸς αὐτῷ ἔσται. | 34 αυτός που ήνοιξε τον λάκκον θα πληρώση πρόστιμον στον κύριον του ζώου, το δε συντριβέν ζώον θα ανήκη εις αυτόν. | 34 τότε ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκεο ὁ λάκκος πρέπει νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν εἰς τὸν ἰδιοκτήτην τῶν ζώων, τὸ δὲ νεκρὸν ζῶον θὰ ἀνήκῃ εἰς αὐτὸν ποὺ θὰ πληρώσῃ. |
35 ἐὰν δὲ κερατίσῃ τινὸς ταῦρος τὸν ταῦρον τοῦ πλησίον καὶ τελευτήσῃ, ἀποδώσονται τὸν ταῦρον τὸν ζῶντα καὶ διελοῦνται τὸ ἀργύριον αὐτοῦ, καὶ τὸν ταῦρον τὸν τεθνηκότα διελοῦνται. | 35 Εάν ένας ταύρος κτυπήση με τα κέρατα και φονεύση τον ταύρον του πλησίον, θα πωληθή ο ζων ταύρος και θα μοιρασθούν το χρήμα οι κύριοι των ταύρων, οι οποίοι θα μοιρασθούν επίσης και τα κρέας του φονευθέντος ταύρου. | 35 Ἐὰν δὲ ἕνας ταῦρος κτυπήσῃ μὲ τὰ κέρατά του τὸν ταῦρον, ποὺ ἀνήκει εἰς ἄλλον ἰδιοκτήτην καὶ θανατωθῇ, πρέπει νὰ πωλήσουν τὸν ταῦρον ποὺ ζῇ καὶ νὰ μοιρασθοῦν τὸ ποσὸν ποὺ θὰ πάρουν. Νὰ μοιρασθοῦν ἐπίσης μεταξύ των καὶ τὸν σκοτωμένον ταῦρον. |
36 ἐὰν δὲ γνωρίζηται ὁ ταῦρος ὅτι κερατιστής ἐστι πρὸ τῆς χθὲς καὶ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ διαμεμαρτυρημένοι ὦσι τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, καὶ μὴ ἀφανίσῃ αὐτόν, ἀποτίσει ταῦρον ἀντὶ ταύρου, ὁ δὲ τετελευτηκὼς αὐτῷ ἔσται. | 36 Εάν όμως ήτο γνωστόν ότι ο κερατίσας ταύρος από αρκετού χρόνου εκτυπούσε με τα κέρατα και είχον διαμαρτυρηθή οι άλλοι άνθρωποι στον κύριόν του, εκείνος δε δεν τον εξηφάνισε, θα δώση τον ζώντα ταύρον αντί του φονευθέντος και ο φονευθείς ταύρος θα ανήκη πάλιν στον κύριόν του. | 36 Ἐὰν ὅμως ἦτο γνωστὸν ὅτι ὁ ταῦρος ἦτο ἐπιθετικὸς καὶ ἐκτυποῦσε μὲ τὰ κέρατά του πρὸ πολλοῦ καὶ ἐνῷ εἶχαν γίνει διαμαρτυρίαι πρὸς τὸν ἰδιοκτήτην του, ἐν τούτοῖς δὲν ἐφρόντισεν ἐκεῖνος νὰ τὸν ἑξαφανίσῃ, τότε θὰ δώσῃ ἕνα ταῦρον ἀντὶ ἐκείνου ποὺ ἐσκοτώθη, ὁ δὲ σκοτωμένος θὰ εἶναι ἰδικός του. |