Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Η σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά· 1 Η σοφία οικοδόμησε δια τον εαυτόν της οίκον, τον οποίον εστήριξεν εις επτά, εις πολλούς στερεούς και ακλόνητους στύλους 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν: Η Σοφία, ἐνυπόστατος καὶ ὡς πρόσωπον συγκεκριμένον, ἔκτισε τὴν οἰκίαν της καὶ ἔθεσεν ὡς στήριγμά της στύλους ἑπτά. Οὕτω τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἐθεμελιώθη καὶ ἐστηρίχθη ἐπὶ θεμελίου ἀδιασείστου.
2 ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν· 2 Δια την πλουσίαν τράπεζαν, την οποίαν θα παρέθετε στους συνδαιτυμόνας της, έσφαξε τα σφάγιά της και εγέμισε μεγάλον οινοδοχείον με τον οίνον της και ητοίμασε την πλουσίαν τράπεζάν της. 2 Ἔσφαξε τὰ πρὸς χορτασμὸν τῶν συνδαιτυμόνων της σφάγιά της καὶ ἔρριψεν εἰς μεγάλο οἰνοδοχεῖον τὸν οἶνον της καὶ ἡτοίμασε τὴν τράπεζάν της.
3 ἀπέστειλε τοὺς ἑαυτῆς δούλους συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα· 3 Και αφού τα πάντα ητοιμάσθησαν, έστειλε τους υπηρέτας της, τους κήρυκας της αληθείας, προσκαλούσα με μεγαλειώδες έντονον κήρυγμα να προσέλθουν, όσοι ήθελαν, να πίουν από τον έκλεκτον οίνον του οινοδοχείου της. Και έλεγεν· 3 Ἀκολούθως, ὅταν ἐτοιμάσθησαν ὅλα, ἡ Σοφία ἀπέστειλε τοὺς ὑπηρέτας της καὶ τοὺς τεταγμένους εἰς διακονίαν της νὰ καλῇ τοὺς ἀνθρώπους μὲ λόγια ὑπέροχα, προβάλλουσα αὐτὰ ἀπὸ τόπου ὑψηλοῦ ὡς δροσιστικὸν καὶ εὐφρόσυνον καὶ ζωηφόρον ποτὸν καὶ λέγουσα:
4 ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός με· καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν· 4 “εκείνος, που δεν έχει αποκτήσει σοφίαν και σύνεσιν, ας έλθη προς εμέ”. Και εις εκείνους, οι οποίοι είναι πτωχοί από απόψεως νοητικών ικανοτήτων, είπεν· 4 Ὅποιος δὲν ἔχει ἀποκτήσει ἀκόμη φρόνησιν καὶ στερεῖται σοφίας καὶ συνέσεως, ἂς ἔλθῃ κοντά μου διὰ νὰ τὸν κάμω σοφόν. Καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ εἶναι πτωχοὶ ἀπὸ μυαλά, εἶπεν:
5 ἔλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν· 5 “ελάτε να φάγετε από τους άρτους μου και να πίετε από το κρασί, το οποίον εγώ σας έχω κεράσει, 5 Ἐλάτε νὰ φάγετε ἀπὸ τοὺς ἄρτους μου καὶ νὰ πίετε ἀπὸ τὸν οἶνόν μου, τὸν ὁποῖον γιὰ σᾶς ἔχω κεράσει.
6 ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε, καὶ ζητήσατε φρόνησιν, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν. 6 Αφήσατε την ανοησίαν και απερισκεψίαν, εις την οποίαν σας προσκαλεί η αμαρτία, και ελάτε μαζή μου, δια να βασιλεύσετε με εμέ αιωνίως. Ζητήσατε και επιδιώξατε την φρόνησιν, που εγώ παρέχω, και αγωνισθήτε, δια να επιτύχετε να γίνετε εν γνώσει συνετοί. 6 Ἀφήσατε τὴν ἀνοησίαν καὶ ἀσυνεσίαν, ποὺ σᾶς προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, διὰ νὰ βασιλεύσετε μαζί μου αἰωνίως, καὶ ζητήσατε τὴν φρόνησιν καὶ διὰ τῆς γνώσεως τοῦ θελήματός μου κατορθώσατε νὰ γίνετε συνετοί.
7 ῾Ο παιδεύων κακοὺς λήψεται ἑαυτῷ ἀτιμίαν· ἐλέγχων δὲ τὸν ἀσεβῆ μωμήσεται ἑαυτόν. 7 Εκείνος που θα θελήση να παιδαγωγήση τους αμετανοήτως κακούς, θα εξευτελισθή και θα υβρισθή από αυτούς. Εκείνος που θέλει να υποδείξη τα σφάλματα και να ελέγξη τον κακόν, θα επισύρη συκοφαντίας και αδίκους κατηγορίας εναντίον του. 7 Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιχειρήσῃ νὰ παιδαγωγήσῃ τοὺς κακούς, θὰ ἀτιμασθῇ καὶ θὰ ὑβρισθῇ ἀπὸ αὐτούς, διότι εἶναι πείσμονες καὶ ἀδιόρθωτοι. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ ἐλέγξῃ τὸν κακὸν καὶ ἀσεβῆ, ἀντὶ νὰ τὸν ὠφελήσῃ, θὰ προσάψῃ κατηγορίαν εἰς τὸν ἑαυτόν του.
8 μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε· ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε. 8 Μη ελέγχης, λοιπόν, τους κακούς, δια να μη σε μισήσουν. Ελεγχε και υπόδειξε το ορθόν στον συνετόν και μυαλωμένον, και αυτός θα σε αγαπήση. 8 Μὴ ἐλέγχῃς τοὺς κακούς, διὰ νὰ μὴ σὲ μισήσουν· ἔλεγχε τὸν μυαλωμένον καὶ συνετόν, καὶ θὰ σὲ ἀγηπήσῃ, διότι γνωρίζει τὴν ἀξίαν τοῦ ἐλέγχου.
9 δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται· γνώριζε δικαίῳ, καὶ προσθήσει τοῦ δέχεσθαι. 9 Με τας υποδείξεις σου δίδε στον σοφόν αφορμήν διορθώσεώς του και βελτιώσεως, και θα γίνη σοφώτερος και συνετώτερος. Καμε γνωστάς στον δίκαιον τας ατελείας του και αυτός ευγνωμόνως θα δέχεται ακόμη προθυμότερον τας συμβουλάς σου. 9 Δίδε εἰς τὸν συνετὸν καὶ σοφὸν ἀφορμὴν διορθώσεως, καὶ θὰ γίνῃ σοφώτερος, προσεκτικώτερος καὶ τελειότερος· κάμε γνωστὸς καὶ φανέρωσε εἰς τὸν ἐνάρετον τὰς ἐλλείψεις τοῦ χαρακτῆρος του, καὶ θὰ ἐξακολουθήσῃ καὶ εἰς τὸ μέλλον νὰ δέχεται τὰς ὑποδείξεις καὶ τὰς συμβουλάς σου.
10 ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, καὶ βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς· 10 Αρχή και θεμέλιον της αληθινής σοφίας είναι η ευλάβεια και ο φόβος του Κυρίου. Ποθος δε και θέλησις των αγίων είναι η κατά Θεόν σύνεσις. Η δε κατανόησις του θείου νόμου είναι δείγμα καλοπροαίρετου και φωτισμένης διανοίας. 10 Βάσις καὶ θεμέλιον τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας εἶναι ὁ βαθὺς σεβασμὸς καὶ ἡ βαθεῖα πρὸς τὸν Θεὸν εὐλάβεια, καὶ ἐκεῖνο, ποὺ θέλουν καὶ ἐπιθυμοῦν οἱ ἅγιοι, εἶναι ἡ σύνεσις. Τὸ νὰ ἐννοήσῃ δὲ κανεὶς τὸν θεῖον νόμον εἶναι γνώρισμα καὶ ἀπόδειξις φωτισμένης διανοίας.
11 τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πολὺν ζήσεις χρόνον, καὶ προστεθήσεταί σοι ἔτη ζωῆς σου. 11 Με αυτόν τον τρόπον, με την ευλάβειαν και υπακοήν σου προς τον Θεόν, θα ζήσης πολύν χρόνον και θα προστεθούν εις σε εκ μέρους του Θεού πολλά χρόνια ζωής. 11 Μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ φοβῆσαι καὶ εὐλαβῆσαι τὸν Θεὸν καὶ μὲ τὸ νὰ μελετᾷς καὶ ἐφαρμόζῃς τὸν νόμον του, θὰ ζήσῃς πολὺν χρόνον καὶ θὰ σοῦ προστεθοῦν πολλὰ χρόνια ζωῆς.
12 υἱέ, ἐὰν σοφὸς γένῃ σεαυτῷ, σοφὸς ἔση καὶ τοῖς πλησίον· ἐὰν δὲ κακὸς ἀποβῇς, μόνος ἂν ἀντλήσεις κακά. ὃς ἐρείδεται ἐπὶ ψεύδεσιν, οὗτος ποιμαίνει ἀνέμους, ὁ δ᾿ αὐτὸς διώξεται ὄρνεα πετόμενα· ἀπέλιπε γὰρ ὁδοὺς τοῦ ἑαυτοῦ ἀμπελῶνος, τοὺς δὲ ἄξονας τοῦ ἰδίου γεωργίου πεπλάνηται· διαπορεύεται δὲ δι᾿ ἀνύδρου ἐρήμου καὶ γῆν διατεταγμένην ἐν διψώδεσι, συνάγει δὲ χερσὶν ἀκαρπίαν. 12 Παιδί μου, εάν γίνης κατά Θεόν σοφός, θα είσαι καλός δια τον εαυτόν σου, καλός δε και δια τον πλησίον σου. Εάν όμως γίνης κακός, τας συνεπείας και τας οδύνας της κακίας σου θα τας συσσωρεύης μόνος σου επάνω σου. Οποιος στηρίζεται στο ψεύδος, ποιμαίνει ανέμους, ματαιοπονεί. Αυτός είναι σαν να κυνηγά πουλιά, που πετούν στον αέρα και είναι άπιαστα. Αδίκως κοπιάζει. Ο οκνηρός και ασύνετος, που εγκατέλειψε τον δρόμον, ο οποίος οδηγεί στο αμπέλι του, και περιεπλανήθη μακράν των δρόμων, που οδηγούν στον ιδικόν του αγρόν, όπου είχε καθήκον να εργασθή, αυτός βαδίζει ετσι δια μέσου μιας ερήμου και ανύδρου περιοχής, δια μέσου ενός τόπου, που ευρίσκεται εις ξηράς και διψασμένος περιοχάς, μαζεύει με τα χέρια του ακαρπίαν, δηλαδή το τίποτε. 12 Παιδί μου, ἐὰν γίνῃς σοφὸς κατὰ Θεόν, θὰ εἶσαι διὰ τῆς σοφίας σου ταύτης χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος καὶ εἰς τὸν πλησίον σου· ἐὰν δὲ ἀποβῇς ἀσύνετος καὶ κακός, θὰ ἀντλῇς μόνος σου, ὡσὰν ἀπὸ πηγάδι, τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας σου. Ὅποιος στηρίζεται εἰς τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ὀκνηρίαν, βόσκει ἀνέμους, ματαιοπονεῖ. Ὁ τοιοῦτος κυνηγᾷ πουλιά, ποὺ πετοῦν καὶ εἶναι ἄπιαστα· διότι ἀφῆκε τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἀμπέλι του, ὅπου πρέπει νὰ ἐργασθῇ, καὶ ἔχει ἀποπλανηθῇ ἀπὸ τὴν κατεύθυνσιν, ποὺ τὸν φέρει εἰς τὸ κτῆμα του. Ὁ τοιοῦτος περνᾷ μέσα ἀπὸ ἔρημον ξηρὰν καὶ ἄνυδρον καὶ ἀπὸ τόπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς περιοχὰς διψασμένας καὶ ἐστερημένας καὶ τῆς ἐλαχίτης ὑγρασίας, μαζεύει δὲ μὲ τὰ χέρια του ἀκαρπίαν, καὶ συνεπῶς δὲν ἀποθηκεύει τίποτε.
13 Γυνὴ ἄφρων καὶ θρασεῖα ἐνδεὴς ψωμοῦ γίνεται, ἣ οὐκ ἐπίσταται αἰσχύνην. 13 Η ασύνετος, η διεφθαρμένη και η αδιάντροπος γυναίκα φθάνει μέχρι του σημείου να στερήται και από αυτό το ψωμί της και να πεινάς. Αυτή δεν ξέρει, τι θα πη εντροπή και σεμνότης. 13 Ἡ γυναῖκα ἡ ἀποξενωμένη τῆς σοφίας, ἡ διεφθαρμένη καὶ ἀδιάντροπος, καταντᾷ νὰ στερῆται καὶ αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ της καὶ νὰ πεινᾷ. Αὐτὴ δὲν ξέρει τί θὰ πῇ ἐντροπή, συστολὴ καὶ σεμνότης.
14 ἐκάθισεν ἐπὶ θύραις τοῦ ἑαυτῆς οἴκου, ἐπὶ δίφρου ἐμφανῶς ἐν πλατείαις, 14 Εκάθησεν εμπρός από την θύραν του σπιτιού της, επάνω εις υψηλόν κάθισμα, ώστε να φαίνεται από τους άνδρας, που ευρίσκονται εις τας πλατείας, 14 Ὡς προσωποποίησις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία πόλεμεῖ τὸ ἔργον τῆς σοφίας, ἐκάθισεν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ σπιτιοῦ της εἰς κάθισμα ὑψηλὸν καὶ στολισμένον, διὰ νὰ φαίνεται καλὰ ἀπὸ τὴν πλατεῖαν, τὴν πολυσύχναστον ἀπὸ ἀνθρώπους,
15 προσκαλουμένη τοὺς παριόντας καὶ κατευθύνοντας ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· 15 προσκαλεί αυτούς, που διέρχονται και βαδίζουν κατ' ευθείαν τον δρόμον των, λέγουσα· 15 καὶ προσκαλεῖ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν καὶ αὐτοὺς ποὺ βαδίζουν κατ' εὐθεῖαν εἰς τοὺς δρόμους των
16 ὅς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος, ἐκκλινάτω πρός με καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρονήσεως παρακελεύομαι λέγουσα· 16 “όποιος από σας είναι ανοητότατος και ηλίθιος, ας έλθη κοντά μου. Και αυτούς, οι οποίοι στερούνται και της στοιχειώδους συνέσεως και γνώσεως προτρέπω και τους λέγω· 16 καὶ τοὺς λέγει ὑποβλητικῶς καὶ σκανδαλιστικῶς: Ὅποιος ἀπὸ σᾶς εἶναι ἠλίθιος, ἂς ἔλθῃ κοντά μου· καὶ τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ μυαλὸ καὶ φρόνησιν τοὺς προσκαλῶ ἀπὸ κοντὰ καὶ τοὺς λέγω·
17 ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε καὶ ὕδατος κλοπῆς γλυκεροῦ. 17 πιάστε και πάρτε στα χέρια σας το κρυφό ψωμί μου και τα απηγορευμένα φαγητά μου. Πιέτε το νοστιμώτατο κλεμμένο νερό μου”! 17 πιᾶστε εἰς τὰ χέρια σας ψωμὶ κρυφὸ καὶ θὰ γλυκανθῆτε, καὶ πίετε νερὸ κλεμμένο, ποὺ φαίνεται νόστιμον. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ ἐπιμένει, ὅτι θὰ εὕρῃ εἰς αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀληθινὴν χαράν.
18 ὁ δὲ οὐκ οἶδεν ὅτι γηγενεῖς παρ᾿ αὐτῇ ὄλλυνται, καὶ ἐπὶ πέταυρον ᾅδου συναντᾷ. 18α ἀλλὰ ἀποπήδησον, μὴ χρονίσῃς ἐν τῷ τόπῳ, μηδὲ ἐπιστήσῃς τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτήν· 18β οὕτως γὰρ διαβήσῃ ὕδωρ ἀλλότριον καὶ ὑπερβήσῃ ποταμὸν ἀλλότριον· 18γ ἀπὸ δὲ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπόσχου καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίῃς, 18δ ἵνα πολὺν ζήσῃς χρόνον, προστεθῇ δέ σοι ἔτη ζωῆς. 18 Ο άνδρας, που ελκύεται από τα λόγια της και πηγαίνει κοντά της, δεν γνωρίζει ότι οι υλόφρονες και σαρκολάτραι ευρίσκουν εκεί την απώλειαν, και ότι η συνάντησίς της είναι παγίδα, η οποία οδηγεί εις τας εισοδους του άδου. 18α Συ όμως εκτινάξου με μεγάλα πηδήματα μακράν από αυτήν και μη σταματήσης ουδέ επ' ελάχιστον χρόνον στον τόπον εκείνον. Ούτε δε και να προσηλώσης το βλέμμα σου προς αυτήν. 18β Ετσι όταν συμπεριφερθής και πράξης, θα περάσης, χωρίς να εγγίσης το ξένον και απηγορευμένον αυτό νερό. Θα διαβής τον επικίνδυνον αυτόν ξένον ποταμόν ασφαλής. 18γ Κράτησε τον εαυτόν σου μακρυά από τα ξένα δολερά ύδατα της αμαρτωλής χαράς και μη πίης νερό από ξένην πηγήν. Μην θελήσης να απολαύσης χαράν με αμαρτωλήν γυναίκα, 18δ δια να ζήσης ετσι επί πολύν χρόνον και να προστεθούν εις σε πολλά έτη. 18 Ἀλλ’ ὁ ἄνδρας, ποὺ ἐξαπατᾶται ἀπὸ αὐτήν, πηγαίνει καὶ δὲν γνωρίζει ὅτι οἱ ὑλόφρονες καὶ σαρκολάτραι εὐρίσκουν κοντά της ὄχι τὴν χαράν, ἀλλὰ τὴν ἀπώλειαν, καὶ ἡ συνάντησίς των μὲ τὴν ἁμαρτίαν εἶναι παγίς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην. 18α Σὺ ὅμως, ποὺ ἔχεις διάθεσιν νὰ ἀκούσῃς τὴν συμβουλήν μου, φύγε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ μεγάλα πηδήματα, μὴ χρονοτριβήσῃς καθόλου εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, οὔτε νὰ τῆς φανερώσῃς τὸ ὄνομά σου. 18β Διότι μόνον ἔτσι θὰ κατορθώσῃς νὰ περᾴσῃς νερὸ ξένον καὶ μολυσματικόν, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς σέ, ἀφοῦ αὐτή, ποὺ σὲ καλεῖ νὰ ξεδιψάσῃς μαζί της, νὰ σβήσῃς δηλαδὴ τὴν ἐπιθυμίαν σου, δὲν εἶναι νόμιμος γυναῖκα σου· μόνον ἔτσι θὰ προσπεράσῃς ποτάμι ἐπικίνδυνον καὶ ξένον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον, ἂν θελήσῃς νὰ δροσισθῇς, θὰ πνιγῇς. 18γ Ἀπὸ τὸ ξένο νερὸ νὰ ἀπομακρυνθῇς καὶ ἀπὸ ξένην πηγὴν νὰ μὴ πίῃς. Μὴ πλησιάσῃς δηλαδὴ τὴν μοιχαλίδα γυναῖκα· 18δ διὰ νὰ ζήσῃς πολὺν καιρὸν καὶ νὰ σοῦ προστεθοῦν χρόνια ἐπιγείου ζωῆς καὶ μακροημέρευσις.