Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΩΣΠΕΡ ὁρμὴ ὕδατος, οὕτως καρδία βασιλέως ἐν χειρὶ Θεοῦ· οὗ ἐὰν θέλων νεύσῃ, ἐκεῖ ἔκλινεν αὐτήν. 1 Οπως το ορμητικόν ρεύμα του νερού έτσι και η καρδιά του βασιλέως ευρίσκεται υπό την εξουσίαν του Θεού. Και όπου αυτός θέλει να την κατευθύνη, εκεί με ένα του νεύμα την γυρίζει και την στρέφει. 1 Η καρδία τοῦ βασιλέως ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ αὐτὸν χαλιναγωγεῖται, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὁρμητικὸν ρεῦμα τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον μόνον ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ ἀναχαιτίσῃ. Ὅπου θὰ νεύσῃ ὁ Θεός, ἐκεῖ ἀμέσως ἔστρεψε καὶ ἐγύρισε καὶ τὴν καρδίαν τοῦ βασιλέως.
2 πᾶς ἀνὴρ φαίνεται ἑαυτῷ δίκαιος, κατευθύνει δὲ καρδίας Κύριος. 2 Καθε άνθρωπος νομίζει τον εαυτόν του ότι είναι δίκαιος, αλλά ο Κυριος είναι εκείνος ο οποίος γνωρίζει, κυβερνά και κατευθύνει τας καρδίας των ανθρώπων εις την αρετήν. 2 Κάθε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, νομίζει ὅτι εἶναι δίκαιος καὶ ὅτι ἐξετέλεσε τὰ καθήκοντα του· ὁ Θεὸς ὅμως γνωρίζει τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ τὰς κατευθύνει εἰς τὸ ἀγαθόν.
3 ποιεῖν δίκαια καὶ ἀληθεύειν ἀρεστὰ παρὰ Θεῷ μᾶλλον ἢ θυσιῶν αἷμα. 3 Το να πράττη κανείς δίκαια έργα και το να λέγη πάντοτε την αλήθειαν, είναι αυτά περισσότερον ευάρεστα και ευπρόσδεκτα στον Θεόν από τα αίματα θυσιών ζώων. 3 Τὸ νὰ κάμνῃ κανεὶς τὸ καλὸν καὶ νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀλήθειαν, αὐτὸ ἀρέσει εἰς τὸν Θεὸν περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα προσφέρονται εἰς αὐτὸν ὡς θυσία.
4 μεγαλόφρων ἐν ὕβρει θρασυκάρδιος, λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν ἁμαρτία. 4 Εκείνος που έχει μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του, είναι αλαζονικός, θρασύς και σκληρός εις την καρδίαν. Οι ασεβείς θεωρούν ως φως και χαράν της ζωής των την αμαρτίαν. 4 Ὁ φουσκωμένος καὶ ἀλαζὼν ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἰδέας, ποὺ ἔχει διὰ τὸν ἑαυτόν του, εἶναι ἀναίσθητος καὶ σκληρὸς εἰς τὴν καρδίαν. Ὁ μόνος δὲ λύχνος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁδηγοῦνται οἱ ἀσεβεῖς, εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ σκοτίζει τοὺς ἀνθρώπους.
6 ὁ ἐνεργῶν θησαυρίσματα γλώσσῃ ψευδεῖ μάταια διώκει καὶ ἔρχεται ἐπὶ παγίδας θανάτου. 6 Εκείνος που με ψευδολογίας και απάτας συνάγει θησαυρούς, κοπιάζει ματαίως. Βαδίζει, χωρίς να αντιλαμβάνεται, εις θανασίμους δι' αυτόν παγίδας. 5 Ὅποιος θησαυρίζει καὶ πλουτίζει μὲ γλῶσσαν ψεύδους καὶ δολιότητος, αὐτὸς κυνηγᾷ, τὴν ματαιότητα καὶ βαδίζει πρὸς θανατηφόρους παγίδας.
7 ὄλεθρος ἀσεβέσιν ἐπιξενωθήσεται, οὐ γὰρ βούλονται πράσσειν τὰ δίκαια. 7 Ωσάν ανεπιθύμητος κακότροπος ξένος θα εγκατασταθή και θα φιλοξενήται εις τα σπίτια των ασεβών ο όλεθρος, διότι αυτοί δεν θέλουν να πράττουν το ορθόν και το αγαθόν. 6 Ἡ καταστροφὴ θὰ ἐγκατασταθῇ καὶ θὰ φιλοξενῆται εἰς τὰ σπίτια τῶν ἀσεβῶν, διότι δὲν θέλουν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ πράττουν τὰ δίκαια.
8 πρὸς τοὺς σκολιοὺς σκολιὰς ὁδοὺς ἀποστέλλει ὁ Θεός, ἁγνὰ γὰρ καὶ ὀρθὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. 8 Δια τους διεστραμμένους ανθρώπους επιτρέπει ο Θεός να περιπλέκωνται εις διεστραμμένας και καταστρεπτικάς δι' αυτούς οδούς, διότι τα έργα του Κυρίου είναι αγνά και δίκαια και στοιαύτα μόνον ευαρεστείται. 7 Πρὸς τοὺς διεστραμμένους, διεστραμμένας ὀδοὺς στέλλει ὁ Θεός, τοὺς ἀφήνει δηλαδὴ νὰ βαδίσουν πρὸς τὴν δυστυχίαν καὶ τὴν καταστροφήν, διότι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁλοκάθαρα καὶ δίκαια.
9 κρεῖσσον οἰκεῖν ἐπὶ γωνίας ὑπαίθρου ἢ ἐν κεκονιαμένοις μετὰ ἀδικίας καὶ ἐν οἴκῳ κοινῷ. 9 Προτιμότερον είναι να κατοική κανείς μόνος του σε κάποια γωνιά έξω στο ύπαιθρον, παρά να κατοική με άλλους εις φρεσκοασβεστωμένους και περιποιημένους οίκους, οι οποίοι έχουν κτισθή με αδικίας. 8 Εἶναι προτιμότερον νὰ κατοικῇς εἰς κάποιαν γωνίαν εἰς τὸ ὕπαιθρον, παρὰ νὰ κατοικῇς εἰς οἰκοδομὰς ἀσβεστωμένας, ἀλλὰ κτισμένας μὲ ἀδικίας, ἢ καὶ εἰς πολυκατοικίας, ὅπου κατοικοῦν πολλοί.
10 ψυχὴ ἀσεβοῦς οὐκ ἐλεηθήσεται ὑπ᾿ οὐδενὸς τῶν ἀνθρώπων. 10 Ανθρωπος ασεβής απέναντι του Θεού και άδικος προς τους άλλους ανθρώπους δεν θα εύρη συμπάθειαν και έλεος από κανένα. 9 Ὁ ἀσεβής, ὁ ὁποῖος δὲν ἀγαπᾷ καὶ δὲν σέβεται τὸν πλησίον του καὶ ὅσα ἀνήκουν εἰς αὐτόν, δὲν θὰ ἐλεηθῇ οὔτε θὰ εὕρῃ συμπάθειαν ἀπὸ κανένα ἄνθρωπον.
11 ζημιουμένου ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄκακος, συνίων δὲ σοφὸς δέξεται γνῶσιν. 11 Οταν τιμωρήται ο ανήθικος και διεφθαρμένος άνθρωπος, ο αγαθός γίνεται περισσότερον προσεκτικός. Ο δε σοφός, ο οποίος κατανοεί ορθώς πρόσωπα και πράγματα, θα αποκτήση μεγαλυτέραν γνώσιν από τα παθήματα του διεφθαρμένου. 10 Ὅταν τιμωρῆται λόγῳ τοῦ ἀτάκτου του βίου ὁ ἀκόλαστος, ὁ ἐνάρετος καὶ ἄγευστος τοῦ κακοῦ γίνεται προσεκτικώτερος, ὁ δὲ σοφός, ποὺ ἀντιλαμβάνεται καὶ μελετᾷ τὰ πράγματα, ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ ἀκολάστου θὰ πλουτήσῃ τὴν γνῶσιν του.
12 συνίει δίκαιος καρδίας ἀσεβῶν καὶ φαυλίζει ἀσεβεῖς ἐν κακοῖς. 12 Ο δίκαιος αντιλαμβάνεται σαφώς εκείνα, που υπάρχουν εις τας καρδίας των ασεβών. Δεν τους μακαρίζει, αλλά τους ελεεινολογεί, διότι ευρίσκονται εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν. 11 Ὁ δίκαιος καταλαβαίνει τί ἔχουν εἰς τὴν καρδίαν των οἱ ἀσεβεῖς καὶ τοὺς κακίζει καὶ τοὺς ἐλεεινολογεῖ, διότι εὑρίσκονται εἰς τοιαύτην ἐλεεινὴν κατάστασιν.
13 ὃς φράσσει τὰ ὧτα αὐτοῦ τοῦ μὴ ἐπακοῦσαι ἀσθενοῦς, καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ εἰσακούων. 13 Εκείνος που κλείει τα αυτιά του, δια να μη ακούση την παράκλησιν ενός πτωχού, ενός αδυνάτου και ασθενούς, θα ευρεθή και αυτός εις την ανάγκην να επικαλεσθή και ζητήση δοήθειαν των άλλων και δεν θα υπάρξη κανείς να τον ακούση. 12 Ὅποιος κλείνει τὰ αὐτιά του, διὰ νὰ μὴ ἀκούσῃ τὴν παράκλησιν καὶ ἱκεσίαν τοῦ ἀδυνάτου καὶ ἀσθενοῦς πτωχοῦ, θὰ ἔλθῃ ὥρα, ποὺ θὰ παρακαλῇ καὶ αὐτός, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν ἀκούῃ κανείς.
14 δόσις λάθριος ἀνατρέπει ὀργάς, δώρων δὲ ὁ φειδόμενος θυμὸν ἐγείρει ἰσχυρόν. 14 Ενα φιλοδώρημα, που προσφέρεται με διάκρισιν, κρυφίως και χωρίς θόρυβον, προλαμβάνει, πολλές φορές την οργήν του άλλου. Οποιος δε λυπηθή να προσφέρη ένα τέτοιο φιλοδώρημα, υπεγείρει μεγάλον θυμόν. 13 Δῶρον, τὸ ὁποῖον προσφέρεται κρυφὰ καὶ χωρὶς θόρυβον, εἰς ἐκδήλωσιν σεβασμοῦ καὶ ὄχι διὰ δωροδοκίαν, ἀνατρέπει τὸν θυμὸν τοῦ ἄρχοντος, ἐνῷ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τσιγγουνεύεται νὰ προσφέρῃ δῶρον, ἐξεγείρει φοβερὸν τὸν θυμὸν τοῦ ἄρχοντος.
15 εὐφροσύνη δικαίων ποιεῖν κρίμα, ὅσιος δὲ ἀκάθαρτος παρὰ κακούργοις. 15 Ευχαρίστησις και χαρά των δικαίων είναι να αποδίδουν και να εφαρμόζουν το δίκαιον. Αυτός όμως ο ενάρετος θεωρείται ακάθαρτος εκ μέρους των κακοποιών. 14 Εὐχαρίστησις καὶ χαρὰ τῶν δικαίων εἶναι νὰ ἀποδίδουν τὸ δίκαιον, ὁ ἐνάρετος ὅμως θεωρεῖται ἀκάθαρτος ἀπὸ τοὺς κακοποιούς.
16 ἀνὴρ πλανώμενος ἐξ ὁδοῦ δικαιοσύνης ἐν συναγωγῇ γιγάντων ἀναπαύσεται. 16 Ανθρωπος, ο οποίος παρεπλανήθη και απεμακρύνθη από την οδόν της δικαιοσύνης, εβάδισε δε και βαδίζει τους δρόμους της κακίας, είναι σαν να θέλη να εύρη ανάπαυσιν και χαράν εις συγκέντρωσιν κακούργων γιγάντων. 15 Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παρεκκλίνει ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ζῇ εἰς τὴν ἀδικίαν, θὰ συγκαταριθμηθῇ μεταξὺ τῆς συνάξεως τῶν γιγάντων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην, λόγῳ τοῦ ὅτι μετὰ δυνάμεως εἰργάσθησαν τὸ κακόν. Θὰ τιμωρῆται λοιπὸν καὶ αὐτὸς αὐστηρῶς καὶ αἰωνίως.
17 ἀνὴρ ἐνδεὴς ἀγαπᾷ εὐφροσύνην, φιλῶν οἶνον καὶ ἔλαιον εἰς πλοῦτον· 17 Εκείνος, που αγαπά την καλοπέρασιν και τα πλούσια τραπέζια, θα μείνη φτωχός. Οπως επίσης εκείνος, που αγαπά τον οίνον και τα λιπαρά φαγητά, δεν θα πλουτήση. 16 Ὁ πτωχὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ δὲν ἔχει χρήματα, ἀγαπᾷ τὴν διασκέδασιν καὶ τὰ γλέντια. Τοῦ ἀρέσει τὸ ἄφθονον κρασί καὶ τὸ πολὺ λάδι εἰς τὰ φαγητὰ καὶ εἰς αὐτὰ σπαταλᾷ πάντοτε τὰς οἰκονομίας του, διὰ νὰ μένῃ πάντοτε πτωχός.
18 περικάθαρμα δὲ δικαίου ἄνομος. 18 Δια τον δίκαιον ακάθαρτος πρέπει να θεωρήται ο ασεβής και η πορεία της ζωής του. 17 Ὁ παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν γίνεται λύτρον καὶ ἐξίλασμα ὑφιστάμενον τὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τιμωρίαν, ἀντὶ τοῦ δικαίου.
19 κρεῖσσον οἰκεῖν ἐν γῇ ἐρήμῳ ἢ μετὰ γυναικὸς μαχίμου καὶ γλωσσώδους καὶ ὀργίλου. 19 Είναι καλύτερον και προτιμότερον να κατοική κανείς μόνος του εις την έρημον, παρά μαζή με γυναίκα φιλόνεικον, γλωσσού και θυμώδη. 18 Εἶναι προτιμότερον νὰ μένῃ κανεὶς μόνος εἰς τὴν ἔρημον, παρὰ νὰ συγκατοικῇ μὲ γυναῖκα φιλόνικον, γλωσσώδη καὶ θυμώδη.
20 θησαυρὸς ἐπιθυμητὸς ἀναπαύσεται ἐπὶ στόματος σοφοῦ, ἄφρονες δὲ ἄνδρες καταπίονται αὐτόν. 20 Αξιοθαύμαστοι και αξιαγάπητοι είναι οι θησαυροί της σοφίας και της αρετής, που αναπαύονται στο στόμα του σοφού. Οι άφρονες όμως καταφρονούν και καταπνίγουν μέσα των και καταφρονούν κάθε τέτοιον θησαυρόν. 19 Αἱ θεῖαι ἀλήθειαι καὶ αἱ καλαὶ συμβουλαὶ θὰ κάθωνται ἀναπαυτικὰ εἰς τὸ στόμα τοῦ σοφοῦ, σὰν θησαυρὸς ζηλευτὸς καὶ ἐπιθυμητός, οἱ ἄφρονες ὅμως θὰ περιφρονήσουν τὸν θησαυρὸν αὐτόν.
21 ὁδὸς δικαιοσύνης καὶ ἐλεημοσύνης εὑρήσει ζωὴν καὶ δόξαν. 21 Ο δρόμος της δικαιοσύνης και της ελεημοσύνης οδηγεί τον άνθρωπον εις μακράν και ένδοξον ζωήν. 20 Ὁ δρόμος τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐλεημοσύνης θὰ ὁδηγήσῃ τοὺς ὁσίους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τὸν βαδίζουν, εἰς ζωὴν καὶ δόξαν.
22 πόλεις ὀχυρὰς ἐπέβη σοφὸς καὶ καθεῖλε τὸ ὀχύρωμα, ἐφ᾿ ᾧ ἐπεποίθεισαν οἱ ἀσεβεῖς. 22 Ο σοφός στρατηγός, με την σύνεσιν και την στρατηγικήν αυτού ικανότητα, εκυρίευσεν ωχυρωμένας πόλεις και εκρήμνισεν οχυρώματα, δια τα οποία οι ασεβείς είχαν την πεποίθησιν, ότι είναι απόρθητα. 21 Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς στρατηγὸς ἐκυρίευσε πόλεις ὠχυρωμένας καὶ ἐκρήμνισε τὸ ὀχυρόν, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ ἀσύνετοι καὶ ἀσεβεῖς εἶχον πεποίθησιν ὅτι εἶναι ἀπόρθητον.
23 ὃς φυλάσσει τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τὴν γλῶσσαν, διατηρεῖ ἐκ θλίψεως τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. 23 Εκείνος, που προσέχει το στόμα του και την γλώσσαν του, προφυλάσσει την ψυχήν του από πολλάς θλίψεις και στενοχωρίας. 22 Ὅποιος προσέχει τὸ στόμα καὶ τὴν γλῶσσαν του, ὥστε νὰ λέγῃ τὰ πρέποντα, γλυτώνει τὴν ψυχήν του ἀπὸ πολλὰς θλίψεις καὶ στενοχωρίας.
24 θρασὺς καὶ αὐθάδης καὶ ἀλαζὼν λοιμὸς καλεῖται, ὃς δὲ μνησικακεῖ, παράνομος. 24 Ο θρασύς και ο αυθάδης, ο αλαζονικός και επηρμένος, παρομοιάζεται και καλείται μολυσματική καταστρεπτική επιδημία, πανούκλα. Εκείνος δέ που μνησικακεί, είναι παράνομος, διότι καταπατεί τον νόμον της αγάπης. 23 Ὁ θρασὺς καὶ αὐθάδης καὶ ὑπερήφανος ἀποκαλεῖται λυμεών, ἐπειδὴ σὰν ἀρρώστια μολυσματικὴ καὶ μεταδοτικὴ φθείρει καὶ καταστρέφει ἐκεῖνος δὲ ποὺ μνησικακεῖ, εἶναι παράνομος, διότι τὸ μῖσος καὶ ἡ μνησικακία του τὸν σπρώχνουν πάντοτε εἰς τὸ νὰ παραβαίνῃ τὸν ὕψιστον νόμον τῆς ἀγάπης.
25 ἐπιθυμίαι ὀκνηρὸν ἀποκτείνουσιν, οὐ γὰρ προαιροῦνται αἱ χεῖρες αὐτοῦ ποιεῖν τι. 25 Αι πολλαί επιθυμίαι, τα φαντασιώδη σχέδια, εξοντώνουν τον οκνηρόν, διότι τα χέρια του δεν προθυμοποιούνται να κάμουν κάτι, ώστε να επαρκέση αυτός εις τας ανάγκας του. 24 Ἐπιθυμίαι πολλαὶ καὶ κακαὶ σκοτώνουν κυριολεκτικῶς τὸν ὀκνηρόν, διότι τὰ χέρια του δὲν θέλουν νὰ κάμουν τίποτε.
26 ἀσεβὴς ἐπιθυμεῖ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπιθυμίας κακάς, ὁ δὲ δίκαιος ἐλεᾷ καὶ οἰκτείρει ἀφειδῶς. 26 Ο ασεβής κυριαρχείται όλην την ημέραν από κακάς ιδιοτελείς επιθυμίας, ενώ ο δίκαιος ελεεί και ευσπλαγχνίζετσι και προσφέρει πλουσίαν την βοήθειάν του. 25 Ὁ ἀσεβὴς ἐπιθυμεῖ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπιθυμίας ἁμαρτωλὰς καὶ βλαβεράς, ἐνῷ ὁ δίκαιος ἐλεεῖ καὶ εὐσπλαγχνίζεται χωρὶς νὰ τσιγγουνεύεται.
27 θυσίαι ἀσεβῶν βδέλυγμα Κυρίῳ, καὶ γὰρ παρανόμως προσφέρουσιν αὐτάς. 27 Αι θυσίαι των ασεβών είναι αποκρουστικαί και μισηταί ενώπιον του Κυρίου, διότι προσφέρονται και προέρχονται από αδικίας και από καρδίας παρανόμους. 26 Αἱ θυσίαι τῶν ἀσεβῶν εἶναι μισηταὶ καὶ ἀπεχθεῖς εἰς τὸν Θεόν, διότι τὰς προσφέρουν ὄχι σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον νόμον, ἀλλὰ τὰς προσφέρουν εἴτε ἐξ ἀδικίων εἴτε καθ’ ὂν χρόνον οἱ ἴδιοι εἶναι ἀκάθαρτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
28 μάρτυς ψευδὴς ἀπολεῖται, ἀνὴρ δὲ ὑπήκοος φυλασσόμενος λαλήσει. 28 Ο ψευδομάρτυς βαδίζει προς την καταστροφήν και τον όλεθρον. Ο μάρτυς όμως, ο οποίος υπακούει στον νόμον του Θεού και τηρεί αυτόν, θα λαλήση την αλήθειαν. 27 Ὁ ψευδομάρτυς θὰ θανατωθῇ, ἐνῷ ὅποιος ὑπακούει εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, θὰ καταθέσῃ εἰς τὸ δικαστήριον μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ προφύλαξιν.
29 ἀσεβὴς ἀνὴρ ἀναιδῶς ὑφίσταται προσώπῳ, ὁ δὲ εὐθὴς αὐτὸς συνίει τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ. 29 Ο ασεβής άνθρωπος με αναιδές πρόσωπον υφίσταται ελέγχους και παρατηρήσεις, ο δε ειλικρινής και ενάρετος είναι συνετός εις την συμπεριφοράν του. 28 Ὁ ἀσεβὴς ἄνθρωπος παρουσιάζεται ἀναίσχυντος καὶ ἀδιάντροπος εἰς τὸ πρόσωπον, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος καὶ εὐθὺς ἔχει συναίσθησιν τοῦ τί πράττει, καὶ δι' αὐτό, ὅταν ἐκ συναρπαγῆς παρεκτραπῇ εἰς τι, ἐντρέπεται καὶ κοκκινίζει.
30 οὐκ ἔστι σοφία, οὐκ ἔστιν ἀνδρεία, οὐκ ἔστι βουλὴ πρὸς τὸν ἀσεβῆ. 30 Δεν υπάρχει σοφία, δεν υπάρχει ανδρεία, δεν υπάρχει συνετή και φωτισμένη σκέψις και αποφασις εις άνθρωπον ασεβή. 29 Δὲν ὑπάρχει φρονιμάδα, δὲν ὑπάρχει ἀνδρεία, δὲν ὑπάρχει φωτισμένη καὶ ἱκανὴ ἀπόφασις, διὰ νὰ σωφρονίσῃ τὸν ἀσεβῆ.
31 ἵππος ἑτοιμάζεται εἰς ἡμέραν πολέμου, παρὰ δὲ Κυρίου ἡ βοήθεια. 31 Δι' ημέραν πολέμου ετοιμάζεται το ιππικόν. Από τον Κυριον όμως θα σταλή η βοήθεια δια την κατόρθωσιν της νίκης. 30 Τὸ ἱππικὸν προετοιμάζεται ἐν καιρῷ εἰρήνης διὰ τὴν περίοδον τοῦ πολέμου, ἢ πραγματικὴ ὅμως βοήθεια, ποὺ θὰ ἐξασφαλίσῃ καὶ τότε τὴν νίκην, θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὸν Κύριον.