Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή, | 1 Προτιμότερον είναι το καλόν όνομα, η καλή υπόληψις, από τον πολύν πλούτον. Ανωτέρα δε από το αργύριον και τους άλλους θησαυρούς είναι η αγαθή και ευμενής διάθεσις της καρδίας. | 1 Εἶναι προτιμότερον τὸ καλὸν ὄνομα, παρὰ ὁ πολὺς πλοῦτος. Παραπάνω δὲ ἀπὸ τὰ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ νομίσματα εἶναι ἡ καλὴ φήμη καὶ ἡ καλὴ ὑπόληψις. |
2 πλούσιος καὶ πτωχὸς συνήντησαν ἀλλήλοις, ἀμφοτέρους δὲ ὁ Κύριος ἐποίησε. | 2 Πλούσιοι και πτωχοί υπάρχουν και ζουν πάντοτε κοντά ο ένάς με τον άλλον. Και τους δύο ο Κυριος τους έκαμε. | 2 Ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς συναντῶνται, διότι ὁ ἕνας δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ χωρὶς τὸν ἄλλον· ὁ ἕνας εἶναι ἀπαραίτητον συμπλήρωμα τοῦ ἄλλου. Καὶ τοὺς δύο δὲ ἐδημιούργησεν ὁ Θεός. |
3 πανοῦργος ἱδὼν πονηρὸν τιμωρούμενον κραταιῶς αὐτὸς παιδεύεται, οἱ δὲ ἄφρονες παρελθόντες ἐζημιώθησαν. | 3 Ο συνετός άνθρωπος, όταν βλέπη τον κακόν να τιμωρήται και μάλιστα αυστηρώς, παιδαγωγείται ο ίδιος και συνετίζεται περισσότερον. Οι δε άφρονες, αντιπαρερχόμενοι με αδιαφορίαν κάτι τέτοια γεγονότα, βλάπτονται οι ίδιοι. | 3 Ὁ ἔξυπνος ἄνθρωπος, ὅταν βλέπῃ τὸν πονηρὸν νὰ τιμωρῆται, παιδαγωγεῖται σπουδαίως καὶ ἰσχυρῶς, οἱ ἄφρονες ὅμως, ἐπειδὴ προσέβλεψαν μὲ ἀδιαφορίαν πρὸς τὴν παιδαγωγίαν αὐτήν, ἐβλάβησαν, διότι δὲν ἐχρησιμοποίησαν τὸ πάθημα τῶν ἄλλων ὡς μάθημα ίδικόν των. |
4 γενεὰ σοφίας φόβος Κυρίου καὶ πλοῦτος καὶ δόξα καὶ ζωή. | 4 Καρπός της αληθινής σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Είναι επί πλέον ο πλούτος, η δόξα και η ζωη. | 4 Ἀπόγονοι καὶ καρποὶ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, ἡ μακροζωΐα καὶ ἡ μετὰ θάνατον εὐτυχὴς ζωή. |
5 τρίβολοι καὶ παγίδες ἐν ὁδοῖς σκολιαῖς, ὁ δὲ φυλάσσων τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀφέξεται αὐτῶν. | 5 Τριβόλια, αγκάθια και παγίδες είναι σκορπισμένα στους δρόμους των διεστραμμένων ανθρώπων. Εκείνος όμως που θέλει να προφυλάξη την ψυχήν του από αυτά θα φύγη μακρυά από τους διεστραμμένους δρόμους των πονηρών. | 5 Ἀγκάθια, παγίδες καὶ σκάνδαλα εἶναι στρωμένα εἰς τοὺς διεστραμμένους δρόμους τῆς κακίας, ἐκεῖνος δι' ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ προφυλάξῃ τὴν ψυχήν του, θὰ φύγῃ μακριὰ ἀπὸ τοὺς ὀλεθρίους αὐτοὺς δρόμους. |
7 πλούσιοι πτωχῶν ἄρξουσι, καὶ οἰκέται ἰδίοις δεσπόταις δανειοῦσι. | 7 Οι πλούσιοι με την δύναμιν του χρήματός των θα γίνουν άρχοντες των πτωχών. Δεν αποκλείεται όμως τέτοιοι άδικοι πλούσιοι να ξεπέσουν και να πτωχύνουν, ώστε να ζητήσουν και να πάρουν δάνεια από τους τέως υπηρέτας των. | 6 Ὁ Ἀνθρώπινος βίος εἶναι τόσον ἄστατος, ὥστε οἱ πλούσιοι θὰ κυριαρχήσουν τῶν πτωχῶν μὲ τὸ χρῆμα των, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπηρέται τοιούτων ἀδίκων πλουσίων θὰ πλουτίσουν τόσον, ὥστε νὰ δανείσουν τοὺς κυρίους των, οἱ ὁποῖοι ἐν τῷ μεταξὺ θὰ πτωχύνουν. |
8 ὁ σπείρων φαῦλα θερίσει κακά, πληγὴν δὲ ἔργων αὐτοῦ συντελέσει. 8α ἄνδρα ἱλαρὸν καὶ δότην εὐλογεῖ ὁ Θεός, ματαιότητα δὲ ἔργων αὐτοῦ συντελέσει. | 8 Εκείνος που σπείρει φαυλότητας, θα θερίση αναρίθμητα κακά. Συνέπεια δε και κατάντημα των πονηρών του έργων θα είναι αι τιμωρίαι, τας οποίας θα υποστή εκ μέρους Θεού και ανθρώπων. 8α Ο Θεός στέλλει τας ευλογίας του εις άνθρωπον πράον, γλυκύν και ελεήμονα. Θα εξαλείψη δε κάθε μάταιον έργον, το οποίον ενδεχομένως αυτός έχει διαπράξει. | 7 Ἐκεῖνος ποὺ σπείρει ἁμαρτίας, θὰ θερίσῃ ἀτελείωτα κακά, θὰ πληρώσῃ δὲ καὶ θὰ ἐξοφλήσῃ ὁλόκληρον τὴν τιμωρίαν τῶν πονηρῶν ἔργων, τὰ ὁποῖα διέπραξεν. 8α Ὁ Θεὸς εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐλεεῖ μὲ καλωσύνην καὶ προθυμίαν, θὰ σβήσῃ δὲ κάθε μάταιον ἔργον, κάθε ἁμαρτίαν δηλαδή, τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς διέπραξεν. |
9 ὁ ἐλεῶν πτωχὸν αὐτὸς διατραφήσεται, τῶν γὰρ ἑαυτοῦ ἄρτων ἔδωκε τῷ πτωχῷ. 9α νίκην καὶ τιμὴν περιποιεῖται ὁ δῶρα δούς, τὴν μέντοι ψυχὴν ἀφαιρεῖται τῶν κεκτημένων. | 9 Εκείνος που ελεεί τον πτωχόν, θα διατραφή πλουσίως από τον Θεόν και δεν θα πεινάση. Τούτο δέ, διότι έδωκεν στον πτωχόν και πεινώντα από το ίδιο του το ψωμί. 9α Κερδίζει και αποκτά νίκην και δόξαν εκείνος, που δίδει φιλοδωρήματα, διότι έτσι απαλλάσσει την ψυχήν του από την προσκόλλησιν προς τα αγαθά, τα οποία έχει. | 8 Ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ τὸν πτωχόν, θὰ διατραφῇ καὶ δὲν θὰ πεινάσῃ, διότι ἔδωκεν εἰς τὸν πτωχὸν ἐξ ἀγάπης, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ πλεονάσματά του, ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ψωμί του καὶ τὸ ὑστέρημά του· τὸν ἐλεήμονα αὐτὸν ἄνθρωπον ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃ. 9α Ἐκεῖνος ποὺ δωροδοκεῖ τοὺς δικαστάς, καὶ μεροληπτοῦν ὑπὲρ αὐτοῦ, φαίνεται ὅτι κερδίζει νίκην καὶ τιμήν· ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀφαιρεῖ τὸ αἷμα καὶ τὴν ζωὴν ἐκείνων, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνῆκαν ὅλα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σφετερίζεται. |
10 ἔκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν, καὶ συνεξελεύσεται αὐτῷ νεῖκος· ὅταν γὰρ καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ, πάντας ἀτιμάζει. | 10 Διώξε από τας συγκεντρώσστον αυθάδη και εριστικόν και μαζή με αυτόν θα εξέλθη και θα φύγη η φιλονεικία. Διότι όταν ένας τέτοιος παρακάθηται εις συνέδριον, τους πάντας εξουθενώνει με την αυθάδειάν του. | 9 Διῶξε ἀπὸ κάθε συνέδριον τὸν χλευαστὴν καὶ αὐθάδη, καὶ τότε θὰ φύγῃ μαζί του καὶ ἡ φιλονικία καὶ ἡ ἀναστάτωσις. Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καθίσῃ εἰς συνέδριον, αὐθαδιάζει, ὑβρίζει καὶ προκαλεῖ ὅλους. |
11 ἀγαπᾷ Κύριος ὁσίας καρδίας, δεκτοὶ δὲ αὐτῷ πάντες ἄμωμοι· χείλεσι ποιμαίνει βασιλεύς. | 11 Ο Κυριος αγαπά τας αφωσιωμένας εις αυτόν καρδίας, δεκτοί δε εις αυτόν γίνονται πάντοτε όλοι οι άμεμπτοι και καθαροί. Ο βασιλεύς με τα συνετά και καλά λόγια του, και οχι με την βίαν, πρέπει να κυβερνά τον λαόν. | 10 Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ τὰς εὐλαβεῖς καὶ ἀφωσιωμένας εἰς αὐτὸν καρδίας, εἰς αὐτὸν δὲ εἶναι δεκτοὶ καὶ ἀγαπητοὶ ὅλοι οἱ καθαροὶ καὶ ἄμεμπτοι. Ὁ βασιλεὺς διοικεῖ μὲ τὰς διαταγάς, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη του, |
12 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ Κυρίου διατηροῦσιν αἴσθησιν, φαυλίζει δὲ λόγους παράνομος. | 12 Οι οφθαλμοί του Κυρίου άγρυπνοι πάντοτε παρακολουθούν και γνωρίζουν τα πάντα. Ο παράνομος άνθρωπος, αδιαφορεί δια την παρουσίαν αυτήν του Θεού και καταφρονεί τα θεία λόγια. | 11 Τὰ μάτια του παντεπόπτου Θεοῦ διατηροῦν ἀμείωτον τὴν διορατικότητά των καὶ βλέπουν τὰς προσπαθείας καὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ βασιλέως, τὰς ὁποίας καταβάλλει διὰ νὰ διοικήσῃ καλῶς τὸν λαόν του. Ὁ ἀτίθασος ὅμως, ὁ ἀντάρτης καὶ ἔνοχος εἰς πολλὰς παραβάσεις, περιφρονεῖ τὰς διαταγὰς τοῦ βασιλέως αὐτοῦ. |
13 προφασίζεται καὶ λέγει ὀκνηρός· λέων ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἐν δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί. | 13 Ο οκνηρός, δια να μη κινηθή από την θέσιν του, επινοεί τας πλέον γελοίας προφάσεις και λέγει· “στους δρόμους είναι ληοντάρι, εις δε τας πλατείας ενεδρεύουν δολοφόνοι”! | 12 Ὁ ὀκνηρός, διὰ νὰ μὴ κινηθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του, προφασίζεται καὶ λέγει: Εἰς τοὺς δρόμους εἶναι λιοντάρι ποὺ γυρίζει καὶ εἰς τὰς πλατείας εἶναι δολοφόνοι. |
14 βόθρος βαθὺς στόμα παρανόμου, ὁ δὲ μισηθεὶς ὑπὸ Κυρίου ἐμπεσεῖται εἰς αὐτόν. 14α εἰσὶν ὁδοὶ κακαὶ ἐνώπιον ἀνδρός, καὶ οὐκ ἀγαπᾷ τοῦ ἀποστρέψαι ἀπ᾿ αὐτῶν· ἀποστρέφειν δὲ δεῖ ἀπὸ ὁδοῦ σκολιᾶς καὶ κακῆς. | 14 Βοθρος βαθύς και βρωμερός είναι το στόμα εκείνου, που παραβαίνει τον νόμον του Θεού. Εκείνος δέ που θα μισηθή και θα εγκαταλειφθή από τον Κυριον, θα πέση μέσα εις αυτόν. 14α Υπάρχουν δρόμοι κακοί, τρόποι της ζωής πονηροί, ενώπιον του ανθρώπου, τους οποίους και βλέπει. Εν τούτοις δεν αγαπά και δεν θέλει να απομακρυνθή από αυτούς. Και όμως ο καθένας πρέπει να απομακρύνεται και να φεύγη από την διεστραμμένην και κακήν οδόν. | 13 Βόθρος βαθὺς καὶ βρωμερὸς εἶναι τὸ στόμα τοῦ σαρκολάτρου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος περιφρονεῖ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, εἰς αὐτὸν δὲ τὸν βόθρον θὰ πέσῃ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐμίσησεν ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἐγκατέλειψε λόγῳ τῆς κακῆς του προαιρέσεως. 14α Ὑπάρχουν κακαὶ συνήθειαι, ἁμαρτωλαὶ προσκολλήσεις, πάθη καταστρεπτικά, τὰ ὁποῖα βλέπει καὶ διακρίνει ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔχει, ὅταν σκεφθῇ ψυχραίμως. Ἀναγνωρίζει καὶ ὁ ἴδιος ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι κακά, καὶ ὅμως δὲν τοῦ κάνει καρδιὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ αὐτά. Πρέπει ὅμως διὰ τῆς μετανοίας καὶ τοῦ ἀγῶνος νὰ ἀποστρέψῃ ἀπὸ αὐτὰ τὴν καρδίαν του καὶ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν δύσβατον καὶ ὀλέθριον αὐτὸν δρόμον. |
15 ἄνοια ἐξῆπται καρδίας νέου, ράβδος δὲ καὶ παιδεία μακρὰν ἀπ᾿ αὐτοῦ. | 15 Απερισκεψία και επιπολαιότης φλογίζει και εξάπτει την καρδίαν του νέου. Η δε παιδαγωγική ράβδος και η αυστηρά διαπαιδαγώγησις αποκρούονται και αποφεύγονται από αυτόν. | 14 Ἡ ἀφροσύνη καὶ ἡ ἀμυαλωσύνη ἑξάπτει καὶ ξεσηκώνει τὸν νοῦν τοῦ νέου, ἡ ράβδος δὲ καὶ ἡ αὐστηρὰ παιδαγωγία ἀπωθοῦνται μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, ὡς ἀπαράδεκτα καὶ ἀνεπιθύμητα. |
16 ὁ συκοφαντῶν πένητα πολλὰ ποιεῖ τὰ ἑαυτοῦ· δίδωσι δὲ πλουσίῳ ἐπ᾿ ἐλλάσσονι. | 16 Ο πλεονέκτης πλούσιος με απάτας και δολιότητας αδικεί τον πτωχόν και αυξάνει την περιουσίαν του. Αλλά πολλές φορές αναγκάζεται να δίδη εις άλλον πλουσιώτερόν του, και έτσι βλέπει να ελαττώνεται η περιουσία του. | 15 Ὅποιος κλέπτει τὸν πτωχὸν μὲ συκοφαντίας καὶ ἐκφοβισμούς, φαίνεται ὅτι αὐξάνει τὴν περιουσίαν του. Εὑρίσκει ὅμως τὴν ἀνταπόδοσιν διὰ τὴν ἀδικίαν του ἀπὸ τὸν ἰσχυρότερόν του. Τὰ πράγματα ἔρχονται ἔτσι, ὥστε ἀναγκάζεται νὰ δίδῃ εἰς τὸν πλουσιώτερόν του τόσα, ὥστε νὰ ἐλαττώνῃ τὴν περιουσίαν του. |
17 Λόγοις σοφῶν παράβαλλε σὸν οὗς καὶ ἄκουε ἐμὸν λόγον, τὴν δὲ σὴν καρδίαν ἐπίστησον, ἵνα γνῷς, ὅτι καλοί εἰσι· | 17 Πλησίασε και τέντωσε το αυτί σου, να ακούσης λόγια σοφών και εναρέτων. Ακουε τα λόγια μου. Καμε προσεκτικόν τον νουν σου εις αυτά, που σε διδάσκω, δια να καταλάβης ότι οι λόγοι μου αυτοί είναι καλοί και ωφέλιμοι. | 16 Βάλε τὸ αὐτί σου καὶ ἄκουε μετὰ προσοχῆς τὰ λόγια τῶν σοφῶν καὶ ἐναρέτων, ποὺ καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ. Ἄκουε δὲ καὶ τοὺς λόγους μου καὶ πρόσεχέ τους, διὰ νὰ μάθῃς καὶ ἐννοήσῃς, ὅτι εἶναι γλυκεῖς καὶ ὠφέλιμοι. |
18 καὶ ἐὰν ἐμβάλῃς αὐτοὺς εἰς τὴν καρδίαν σου, εὐφρανοῦσί σε ἅμα ἐπὶ σοῖς χείλεσιν, | 18 Και εάν αυτούς τους λόγους τους βάλης και τους κλείσης ως πολύτιμον θησαυρόν εις την καρδίαν σου, ώστε να κανονίζουν την ζωήν σου, ανερχόμενοι εις τα χείλη σου θα σου δημιουργούν χαράν και ικανοποίησιν. | 17 Καὶ ἐὰν ἐντυπώσῃς βαθιὰ μέσα εἰς τὸν νοῦν σου τὰ λόγια μου, ὥστε νὰ ρυθμίζουν τὴν ὅλην σου διαγωγήν, ὅταν ὁμιλῇς πρὸς τοὺς ἄλλους θὰ ἀνέρχωνται ἀπὸ τῆς καρδίας εἰς τὰ χείλη σου, θὰ σὲ γεμίζουν ἀπὸ βαθεῖαν εὐφροσύνην καὶ θὰ αἰσθάνεσαι μεγάλην ἱκανοποίησιν διὰ τὰς συνετὰς ἀποκρίσεις, ποὺ θὰ δίδῃς εἰς ἑκάστην περίπτωσιν. |
19 ἵνα σου γένηται ἐπὶ Κύριον ἡ ἐλπὶς καὶ γνωρίσῃ σοι τὴν ὁδόν σου. | 19 Ταύτα πράττων θα αποκτήσης σταθεράν την ελπίδα σου επί τον Κυριον. Ο δε Κυριος θα σε φωτίση και θα σε καθοδήγηση να γνωρίσης και ακολουθήσης την ευθείαν και καλήν πορείαν στον βίον σου. | 18 Ἄκουε αὐτά, ποὺ σοῦ λέγω, διὰ νὰ στηριχθῇ ἡ ἐλπίδα σου εἰς τὸν Κύριον καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ φανερώσῃ ποῖον δρόμον πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃς. |
20 καὶ σὺ δὲ ἀπόγραψαι αὐτὰ σεαυτῷ τρισσῶς εἰς βουλὴν καὶ γνῶσιν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου. | 20 Και συ γράψε εντός σου αυτούς τους λόγους τρεις φορές, εις τρεις θέσεις της ψυχής σου. Εις την θέλησίν σου, δια να είναι αγαθή, εις την γνώσιν σου, δια να είναι αληθής, στο πλάτος της καρδίας σου ώστε να πλημμυρίζουν ολόκληρον την ψυχήν σου. | 19 Καὶ σὺ γράψε τοὺς λόγους εἰς τὰς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου· πρῶτον εἰς τὴν θέλησίν σου, διὰ νὰ σὲ κινοῦν πρὸς τὸ ἀγαθὸν δεύτερον εἰς τὴν διάνοιάν σου καὶ τὸ γνωστικόν σου, διὰ νὰ σὲ φωτίζουν καὶ τρίτον εἰς ὅλον τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου καὶ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ σου, ὥστε νὰ πλημμυρίζουν ὁλόκληρον τὴν ψυχήν σου. |
21 διδάσκω οὖν σε ἀληθῆ λόγον καὶ γνῶσιν ἀγαθὴν ὑπακούειν, τοῦ ἀποκρίνεσθαί σε λόγους ἀληθείας τοῖς προβαλλομένοις σοι. | 21 Σε διδάσκω, λοιπόν, λόγια αληθινά, γνώσιν αγαθήν και ωφέλιμον, εις την οποίαν να υπακούης, ώστε να είσαι εις θέσιν να απαντάς με λόγια αληθινά εις εκείνους, οι οποίοι σου προβάλλουν αντιρρήσεις η και απορίας. | 20 Σὲ διδάσκω λοιπὸν λόγον ἀληθῆ καὶ γνῶσιν ἀγαθὴν καὶ ὠφέλιμον, διὰ νὰ ὑπακούῃς καὶ ὑποτάσσεσαι εἰς αὐτήν, ὥστε νὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ ἀπαντᾷς μὲ ἐπιχειρήματα ἀληθινὰ καὶ ὀρθὰ εἰς ἐκείνους, ποὺ σοῦ προβάλλουν ἀπορίας, ἐρωτήσεις καὶ ἀντιρρήσεις. |
22 Μὴ ἀποβιάζου πένητα, πτωχὸς γάρ ἐστι, καὶ μὴ ἀτιμάσῃς ἀσθενῆ ἐν πύλαις· | 22 Μη αρπάζης από τον πτωχόν· μη τον εκβιάζης να σου πληρώση οπωσδήποτε το χρέος του, διότι αυτός είναι πτωχός και αδύνατος. Μη τον σύρης και τον εξευτελίσης εις τα δικαστήρια, που συνεδριάζουν πλησίον εις τας πύλας των πόλεων. | 21 Μὴ ἐκβιάζῃς τὸν πτωχὸν καὶ μὴ τοῦ ἁρπάζῃς, ὅ,τι ἔχει, διότι στερεῖται τῶν πάντων καὶ εἶναι δυστυχής· καὶ μὴ ἐξευτελίσῃς τὸν ἀδύνατον καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅπου γίνεται τὸ δικαστήριον· |
23 ὁ γὰρ Κύριος κρινεῖ αὐτοῦ τὴν κρίσιν, καὶ ρύσῃ σὴν ἄσυλον ψυχήν. | 23 Διότι ο ίδιος ο Κυριος θα αναλάβη την υπεράσπισιν και θα δικάση την υπόθεσιν του πτωχού. Αυτά όταν σκέπτεσαι, θα σώσης αβλαβή την ψυχήν σου. | 22 διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ ἀναλάβῃ τὴν ὑπεράσπισίν του καὶ θὰ ἐκδικάσῃ τὸ δίκαιον τοῦ πτωχοῦ καὶ ἀδυνάτου· ὅταν δὲ ἐνθυμῆσαι ὅτι ἔχεις νὰ λογαριασθῇς μὲ τὸν Θεόν, τότε θὰ γλυτώσῃς τὴν ψυχήν σου καὶ θὰ τὴν φυλάξῃς σώαν, ἀβλαβῆ καὶ ἀτιμώρητον. |
24 μὴ ἴσθι ἑταῖρος ἀνδρὶ θυμώδει, φίλῳ δὲ ὀργίλῳ μὴ συναυλίζου, | 24 Μη γίνεσαι σύντροφος και μη συνεταιρίζεσαι με άνθρωπον θυμώδη. Μη συγκατοικής και μη συναναστρέφεσαι με φίλον ευέξαπτον· | 23 Μὴ συνεταιρίζεσαι καὶ μὴ συνάπτῃς φιλίαν στενὴν μὲ ἄνθρωπον ὀξύθυμον καὶ μὴ συγκατοικῇς μὲ φίλον, ποὺ ὀργίζεται εὔκολα καὶ χωρὶς λόγον, |
25 μήποτε μάθῃς τῶν ὁδῶν αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ σῇ ψυχῇ. | 25 μήπως τυχόν και συ μάθης και ακολουθήσης τον τρόπον της ζωής εκείνων και βάλης βρόχους γύρω από τον λαιμόν σου και περιπέσης εις μεγάλας περιπετείας και κινδύνους. | 24 μήπως μάθῃς τοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους καὶ τὰ φερσίματά του καὶ ἐπηρεασθῇς ἀπὸ αὐτά· ἔτσι δὲ θὰ βάλῃς θηλειὲς εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ θὰ περιπλακῇς εἰς πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ κινδύνους. |
26 μὴ δίδου σεαυτὸν εἰς ἐγγύην αἰσχυνόμενος πρόσωπον· | 26 Μη δίδης τον εαυτόν σου εγγυητήν λόγω εντροπής και συστολής απέναντι κάποιου γνωστού σου προσώπου. | 25 Μὴ δίδῃς τὸν ἑαυτόν σου ἐγγυητήν, παρακινούμενος ἐξ ἐντροπῆς γνωστοῦ σου προσώπου, εἰς τὸ ὁποῖον συστέλλεσαι καὶ δυσκολεύεσαι νὰ εἴπῃς τὸ ὄχι· |
27 ἐὰν γὰρ μὴ ἔχῃς πόθεν ἀποτίσῃς, λήψονται τὸ στρῶμα τὸ ὑπὸ τὰς πλευράς σου. | 27 Διότι εάν δεν θα έχης από που να πληρώσης την εγγύησιν, θα σου πάρουν και αυτό τούτο το στρώμα, που το βάζεις κάτω από το σώμα σου, δια να αναπαυθής. | 26 διότι, ἐὰν δὲν ἔχῃς ἀπὸ ποὺ νὰ πληρώσῃς τὴν ἐγγύησιν, θὰ σοῦ πάρουν τὸ στρῶμα, ποὺ βάζεις κάτω ἀπὸ τὰ πλευρά σου, καὶ θὰ ὑποχρεωθῇς να κοιμηθῇς εἰς τὸ χῶμα. |
28 μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου. | 28 Μη μετακινής τα παλαιότατα σύνορα των αγρών, τα οποία έθεσαν οι πρόγονοί σου. | 27 Μὴ μετατοπίζῃς τὰ αἰώνια καὶ παμπάλαια σύνορα τῶν κτημάτων ἢ οἰκοπέδων, τὰ ὁποῖα ὥρισαν καὶ ἐκανόνισαν οἱ πρόγονοί σου. Μὴ μεταβάλλῃς καὶ μὴ νοθεύῃς τὰς ἱεράς σου παραδόσεις καὶ μὴ ἐγκαταλείπῃς οὔτε νὰ ἀλλάσσῃς τὰ ἁγνὰ ἤθη τῶν προγόνων σου. |
29 ὁρατικὸν ἄνδρα καὶ ὀξὺν ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ βασιλεῦσι δεῖ παρεστάναι καὶ μὴ παρεστάναι ἀνδράσι νωθροῖς. | 29 Ο διορατικός άνθρωπος, που ενεργεί με ετοιμότητα αντιλήψεως και δραστηριότητα εις τα έργα του, είναι πρέπον να παραστέκεται κοντά στους βασιλείς, δια να τους καθοδηγή και να μη χάνεται υπηρετών νωθρούς και οκνηρούς ανθρώπους. | 28 Ὁ ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ δραστήριος εἰς τὰ ἔργα του ταιριάζει νὰ στέκεται κοντὰ εἰς τοὺς βασιλεῖς ὡς σύμβουλος καὶ ὑπουργός των καὶ νὰ μὴ παραστέκεται εἰς ἀνθρώπους ἀδρανεῖς καὶ τεμπέληδες. |