Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΑΝ καθίσῃς δειπνεῖν ἐπὶ τραπέζης δυναστῶν, νοητῶς νόει τὰ παρατιθέμενά σοι 1 Εάν παρακαθήσης στο τραπέζι αρχόντων η πλουσίων, δια να συμφάγης με αυτούς, πρόσεξε πολύ εις τα φαγητά, που παραθέτουν ενώπιόν σου. 1 Εὰν καθήσῃς νὰ δειπνήσῃς εἰς τραπέζι ἀρχόντων, στοχάσου τί σοῦ παραθέτουν καὶ πρόσεξε τί σοῦ προσφέρουν.
2 καὶ ἐπίβαλλε τὴν χεῖρά σου, εἰδὼς ὅτι τοιαῦτά σε δεῖ παρασκευάσαι· εἰ δὲ ἀπληστότερος εἶ, 2 Απλωνε το χέρι σου με κάποιον περίσκεψιν και συστολήν, έχων υπ' όψιν σου ότι και συ, όταν θελήσης να ανταποδώσης το γεύμα, κάτι τέτοια φαγητά είσαι υποχρεωμένος να παρασκευάσης. Εάν δε είσαι λαίμαργος και άπληστος εις τα φαγητά, 2 Πρόσεξε καὶ ἔχε συγκρατημένον τὸ χέρι σου, προκειμένου νὰ φάγῃς καὶ νὰ πίῃς, διότι πρέπει νὰ γνωρίζῃς ὅτι καὶ σύ, ὅταν ἀνταποδώσῃς τὴν φιλοφρόνησιν, πρέπει νὰ ἐτοιμάσῃς καὶ νὰ παραθέσῃς παρόμοια φαγητά· ἐὰν δὲ εἶσαι περισσότερον λαίμαργος,
3 μὴ ἐπιθύμει τῶν ἐδεσμάτων αὐτοῦ, ταῦτα γὰρ ἔχεται ζωῆς ψευδοῦς. 3 μη αφήσης να κινηθής από την επιθυμίαν των ωραίων φαγητών, διότι αυτά πιθανόν να προέρχωνται από αδικίας και πάντως δίδουν ψευδή αντίληψιν περί της ζωής. 3 μὴ λαχταρήσῃς τὰ φαγητὰ τοῦ ἄρχοντος, διότι τὰ συνήθως ἀπὸ ὑστεροβουλίαν παρατιθέμενα φαγητὰ ταῦτα δίδουν ματαίαν καὶ παροδικήν, οὐχὶ δὲ πραγματικὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν.
4 μὴ παρεκτείνου πένης ὢν πλουσίῳ, τῇ δὲ σῇ ἐννοίᾳ ἀπόσχου. 4 Μη απλώνεσαι και μη αμιλλάσαι να φθάσης τον πλούσιον, ενώ συ είσαι φτωχός. Απομάκρυνε τον νουν σου από αυτά. 4 Μὴ τεντώνεσαι καὶ μὴ σπαταλᾷς, διὰ νὰ φθάσῃς τὸν πλούσιον καὶ νὰ τὸν μιμηθῇς, ἐνῷ εἶσαι πτωχός. Μὴ ξυπάζεσαι ἀπὸ τὴν πλουσίαν ζωήν του. Διῶξε τὸν νοῦν σου μακριὰ ἀπὸ αὐτά, ὥστε νὰ μὴ μιμῆσαι τὴν σπάταλον ζωήν του.
5 ἐὰν ἐπιστήσῃς τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτόν, οὐδαμοῦ φανεῖται· κατεσκεύασται γὰρ αὐτῷ πτέρυγες ὥσπερ ἀετοῦ, καὶ ὑποστρέφει εἰς τὸν οἶκον τοῦ προεστηκότος αὐτοῦ. 5 Εάν προσηλώσης το μάτι σου εις αυτόν τον πλούσιον και ελπίσης εις βοήθειάν του, αυτός θα σε εγκαταλείψη και θα γίνη άφαντος. Διότι ο πλούσιος παίρνει πτερά αετού και φεύγει βιαστικά προς τον οίκον άλλου, ανωτέρου από αυτόν πλουσίου. 5 Ἐὰν στηρίξῃς τὸ μάτι σου εἰς τὸν πλούσιον καὶ ἐλπίσῃς εἰς αὐτόν, ματαιοπονεῖς. Ὅταν θὰ τὸν χρειασθῇς, ὁ πλούσιος αὐτὸς δὲν θὰ φανῇ πουθενά. Διότι εἰς τοιαύτας περιπτώσεις κάμνει φτερὰ δυνατὰ σὰν τοῦ ἀετοῦ καὶ ἐξαφανίζεται, καὶ χωρὶς νὰ τὸν καταλάβῃς, γυρίζει εἰς τὸ σπίτι τοῦ πλουσιωτέρου του, ὁ ὁποῖος δὲν τοῦ ζητεῖ βοήθειαν.
6 μὴ συνδείπνει ἀνδρὶ βασκάνῳ, μηδὲ ἐπιθύμει τῶν βρωμάτων αὐτοῦ· 6 Μη συντρώγης με φθονερόν άνθρωπον, ούτε και να επιθυμήσης τα ποικίλα φαγητά, που σου παραθέτει. 6 Μὴ δειπνήσῃς μὲ ἄνθρωπον μοχθηρὸν καὶ ζηλιάρην, οὔτε νὰ ἐπιθυμήσῃς τὴν ποικιλίαν τῶν φαγητῶν, τὰ ὁποῖα σοῦ προσφέρει·
7 ὃν τρόπον γὰρ εἴ τις καταπίοι τρίχα, οὕτως ἐσθίει καὶ πίνει. 7 Οπως εκείνος που έχει καταπιεί μίαν τρίχα και είναι έτοιμος να κάμη εμετόν, ετσι από την πολλήν του στενοχωρίαν τρώγει και πίνει και ο φθονερός άνθρωπος, όταν σε βλέπη απέναντί του. 7 διότι ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος ἕνεκα τῆς πολλῆς του στενοχώριας ὁμοιάζει πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος κατέπιε μίαν τρίχα καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ κάμῃ ἐμετόν. Ἔτσι τρώγει καὶ πίνει μαζί σου μὲ ἀπαρέσκειαν καὶ καμμίαν ἐγκαρδιότητα.
8 μηδὲ πρός σε εἰσαγάγῃς αὐτὸν καὶ φάγῃς τὸν ψωμόν σου μετ᾿ αὐτοῦ· ἐξεμέσει γὰρ αὐτὸν καὶ λυμανεῖται τοὺς λόγους σου τοὺς καλούς. 8 Ούτε και συ να τον προσκαλέσης στο σπίτι σου και να φάγης μαζή με αυτόν το λιτόν φάγητόν σου. Διότι θα αηδιάση και θα κάμη εμετόν το φαγητόν σου. Θα χλευάση δε και θα εμπαίξη τα ευγενή και περιποιητικά σου δι' αυτόν λόγια. 8 Οὔτε καὶ σὺ νὰ τὸν προσκαλέσῃς καὶ νὰ τὸν ἐμβάσῃς εἰς τὸ σπίτι σου καὶ νὰ φάγῃς μαζί του τὸ πτωχικὸν καὶ λιτὸν φαγητόν σου, διότι αὐτὸς θὰ ἀηδιάσῃ τὴν πτωχὴν προσφοράν σου καὶ θὰ κάμῃ ἐμετὸν τὸ φαγητόν σου, θὰ περιγελάσει δὲ τοὺς καλοὺς καὶ περιποιητικοὺς λόγους σου.
9 εἰς ὦτα ἄφρονος μηδὲν λέγε, μήποτε μυκτηρίσῃ τοὺς συνετοὺς λόγους σου. 9 Εις τα αυτιά του ανόητου και ασυνέτου μη λέγης τίποτε, μήπως τυχόν και περιφρονήση τα σοφά και συνετά λόγια σου. 9 Εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ ἄφρονος καὶ ἀνοήτου μὴ λέγῃς τίποτε, μήπως περιφρονήσῃ τὰ σοφὰ καὶ συνετὰ λόγια σου.
10 μὴ μεταθῇς ὅρια αἰώνια, εἰς δὲ κτῆμα ὀρφανῶν μὴ εἰσέλθῃς· 10 Μη μεταθέσης τα παλαιά σύνορα των αγρών σου και μη εισέλθης να καταπατήσης το κτήμα των ορφανών. 10 Μὴ μεταθέσῃς παλαιὰ σύνορα ἀγρῶν καὶ κτημάτων καὶ εἰς τὸ κτῆμα τῶν ὀρφανῶν μὴ ἔμβῃς διὰ νὰ τὸ καταπατήσῃς,
11 ὁ γὰρ λυτρούμενος αὐτοὺς Κύριος κραταιός ἐστι καὶ κρινεῖ τὴν κρίσιν αὐτῶν μετὰ σοῦ. 11 Διότι εκείνος ο οποίος γλυτώνει τους ορφανούς και ανυπερασπίστους από τα χέρια των απλήστων και αρπάγων είναι αυτός αυτός ο παντοδύναμος και δίκαιος Κυριος, ο οποίος θα αναλάβη να δικάση την διαφοράν μεταξύ εκείνων και σου. 11 διότι ἐκεῖνος, ποὺ ὑπερασπίζεται τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰ λυτρώνει ἀπὸ τοὺς ἐκμεταλλευτάς, εἶναι ὁ παντοδύναμος καὶ ἀκαταγώνιστος Κύριος, αὐτὸς δὲ θὰ δικάσῃ τὴν μεταξὺ αὐτῶν καὶ σοῦ ὑπόθεσιν.
12 δὸς εἰς παιδείαν τὴν καρδίαν σου, τὰ δὲ ὦτά σου ἑτοίμασον λόγοις αἰσθήσεως. 12 Δώσε με προθυμίαν την καρδιά και τον νουν σου εις την σοφήν παιδαγωγίαν του Κυρίου και ετοίμασε τα αυτιά σου, να ακούσουν και δεχθούν λόγια θείου φωτισμού. 12 Κατανίκησε κάθε ἐσωτερικήν σου ἀντίστασιν καὶ διάθεσε τὴν καρδία σου, διὰ νὰ δεχθῇς μὲ εὐχαρίστησιν τὴν παιδαγωγίαν τοῦ θείου νόμου, ἑτοίμασε δὲ καὶ τὰ αὐτιά σου, διὰ νὰ ἀκούσουν λόγους καὶ ἐλέγχους θείου φωτισμοῦ καὶ διακρίσεως.
13 μὴ ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύειν, ὅτι ἐὰν πατάξῃς αὐτὸν ράβδῳ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ· 13 Μη αποφεύγης και μη διστάζης να διαπαιδαγωγής το ανήλικο παιδί σου, διότι και αν ακόμη ευρεθής εις την ανάγκην να το κτυπήσης με την ράβδον, δεν πρόκειται να αποθάνη. 13 Μὴ διστάζῃς νὰ τιμωρήσῃς τὸ ἀνήλικον παιδί σου, διότι, ἐὰν τὸ κτυπήσῃς μὲ ράβδον πρὸς παιδαγωγίαν, δὲν πρόκειται νὰ ἀποθάνῃ.
14 σὺ μὲν γὰρ πατάξεις αὐτὸν ράβδῳ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ρύσῃ. 14 Διότι συ μεν θα κτυπήσης το σώμα του με την ράβδον, θα σώσης όμως την ψυχήν του από τον θάνατον. 14 Ἡ τιμωρία αὐτὴ θὰ τοῦ εἶναι σωτήριος· διότι σὺ μὲν θὰ κτυπήσῃς μὲ ράβδον τὸ σῶμα του, θὰ γλυτώσῃς ὅμως τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὸν αἰώνιον θάνατον.
15 υἱέ, ἐὰν σοφὴ γένηταί σου ἡ καρδία, εὐφρανεῖς καὶ τὴν ἐμὴν καρδίαν, 15 Παιδί μου, εάν η καρδία και ο νους σου γίνη σοφός και συνετός, θα δώσης χαράν και ευφροσύνην και εις την ιδικήν μου καρδίαν. 15 Παιδί μου, ἐὰν προσκολληθῇ ἡ καρδία σου εἰς τὴν ἀληθῆ σοφίαν καὶ γίνῃς καὶ εἰς τὴν ὅλην συμπεριφοράν σου σώφρων καὶ ἐνάρετος, θὰ χαροποιήσῃς καὶ τὴν καρδίαν ἐμοῦ τοῦ πατέρα σου·
16 καὶ ἐνδιατρίψει λόγοις τὰ σὰ χείλη πρὸς τὰ ἐμὰ χείλη, ἐὰν ὀρθὰ ὦσι. 16 Και τα χείλη σου, τα οποία θα λέγουν τα ορθά και τα πρέποντα, είναι σαν να ομιλούν τα ιδικά μου χείλη. 16 καὶ τὰ χείλη σου, ἐπειδὴ θὰ λέγουν τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ πρέποντα, θὰ κουβεντιάζουν μὲ τὰ χείλη ἐμοῦ τοῦ ὡρίμου καὶ γέροντος. Δηλαδὴ δὲν θὰ σὲ θεωρῷ πλέον ἀνήλικον παιδάριον, ἀλλ’ ἄνδρα συνετόν, ἄξιον νὰ συζητῇς καὶ νὰ παρακάθησαι μαζί μου.
17 μὴ ζηλούτω ἡ καρδία σου ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ ἐν φόβῳ Κυρίου ἴσθι ὅλην τὴν ἡμέραν· 17 Ας μη ζηλεύη και ας μη ποθή η καρδιά σου τους αμαρτωλούς και τας πορείας της ζωής των. Αλλά να ζης με τον φόβον του Κυρίου όλην την ημέραν. 17 Ἂς μὴ ζηλεύῃ ἡ καρδία σου τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ προσπάθει νὰ διέρχεσαι ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν σου.
18 ἐὰν γὰρ τηρήσῃς αὐτά, ἔσται σοι ἔκγονα, ἡ δὲ ἐλπίς σου οὐκ ἀποστήσεται. 18 Λοιπόν, εάν αυτά δεχθής και τηρήσης, θα έχης ευλογίας από τον Θεόν, θα αποκτήσης απογόνους και η ελπίς σου ποτέ δεν θα διαψευσθή. 18 Διότι ἂν φυλάξῃς αὐτά, ποὺ σὲ συμβουλεύω, θὰ εὐλογηθῇς καὶ θὰ ἀφήσῃς ἀπογόνους, καὶ ἡ ἐλπίς σου δὲν θὰ ἀπομακρυνθῇ ποτὲ ἀπὸ κοντά σου.
19 ἄκουε, υἱέ, καὶ σοφὸς γίνου, καὶ κατεύθυνε ἐννοίας σῆς καρδίας· 19 Ακουε, παιδί μου, και γίνε με όσα θα ακούσης σοφός και συνετός. Κατεύθυνε δε πάντοτε τας γνώσεις και τας επιθυμίας της καρδίας σου προς το αγαθόν. 19 Ἄκουε, παιδί μου, καὶ γίνου σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ κατεύθυνε πρὸς τὸ ἀγαθὸν τὰς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας σου.
20 μὴ ἴσθι οἰνοπότης, μηδὲ ἐκτείνου συμβουλαῖς κρεῶν τε ἀγορασμοῖς· 20 Μη γίνης οινοπότης, μη απλώνεσαι και μη συναναστρέφεσαι με ανθρώπους, προς αγοράν κρεάτων από κοινού (με ρεφενέ) και παράθεσιν κοινής τραπέζης. 20 Μὴ εἶσαι οἰνοπότης, οὔτε νὰ τεντώνεσαι παραπάνω ἀπὸ τὴν οἰκονομικήν σου ἀντοχὴν συμμετέχων εἰς κοινὰς συνεισφοράς (ρεφενέδες) πρὸς ψώνισμα κρεάτων διὰ γλέντια καὶ οἰνοποσίας·
21 πᾶς γὰρ μέθυσος καὶ πορνοκόπος πτωχεύσει, καὶ ἐνδύσεται διερρηγμένα καὶ ρακώδη πᾶς ὑπνώδης. 21 Διότι κάθε μέθυσος και πορνοκόπος θα καταντήση εις πτωχείαν, όπως επίσης και κάθε τεμπέλης, που αγαπά τον ύπνον, πολύ γρήγορα θα φορέση ρουχα ξεσχισμένα και κουρελιασμένα. 21 διότι κάθε μέθυσος καὶ ἄσωτος, καθὼς καὶ ὁποῖος συναναστρέφεται καὶ συχνάζει εἰς πόρνας, θὰ καταντήσει πτωχὸς καὶ ζητιάνος, καὶ κάθε τεμπέλης καὶ ὑπναρᾶς θὰ καταντήσῃ εἰς τὸ νὰ φορέσῃ ροῦχα ξεσχισμένα καὶ κουρελιασμένα.
22 ἄκουε, υἱέ, πατρὸς τοῦ γεννήσαντός σε καὶ μὴ καταφρόνει ὅτι γεγήρακέ σου ἡ μήτηρ. 22 Ακουε, παιδί μου, τον πατέρα σου, που σε εγέννησε, και μη καταφρονής την μητέρα σου, διότι έχει γηράσει. 22 Ἄκουε, παιδί μου, τὸν πατέρα σου ποὺ σὲ ἐγέννησε, καὶ μὴ περιφρονῇς τὴν μητέρα σου, ἐπειδὴ τὴν εὑρῆκαν πλέον τὰ γηράματα.
23 ἀλήθειαν κτῆσαι καὶ μὴ ἀπώσῃ σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ σύνεσιν. 23 Προσπάθησε να αποκτήσης την αλήθειαν, μη διώχνης μακρυά την σοφίαν, την αληθινήν μόρφωσιν και την σύνεσιν. 23 Κάμε κτῆμα σου τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ ἀπωθῇς καὶ διώχνῃς μακριά σου τὴν σοφίαν, τὴν ψυχικὴν μόρφωσίν σου, τὴν σύνεσιν καὶ τὴν φρονιμάδα.
24 καλῶς ἐκτρέφει πατὴρ δίκαιος, ἐπὶ δὲ υἱῷ σοφῷ εὐφραίνεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. 24 Ο ενάρετος πατέρας ανατρέφει ορθώς τα τέκνα του με στοργήν και σύνεσιν και ευφραίνεται η ψυχή του δια τα σοφά και ενάρετα παιδιά, που αναδεικνύει. 24 Δίδει καλὴν ἀνατροφὴν εἰς τὸ παιδί του ὁ ἐνάρετος πατέρας καὶ ἡ ψυχή του εὐφραίνεται καὶ χαίρει διὰ τὸν σοφὸν καὶ μυαλωμένον υἱόν του.
25 εὐφραινέσθω ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ ἐπὶ σοί, καὶ χαιρέτω ἡ τεκοῦσά σε. 25 Ας ευφραίνεται δια σε ο στοργικός πατέρας σου και η μητέρα σου, ιδιαιτέρως ας χαίρη μάλιστα ακόμη περισσότερον η καρδιά εκείνης, που σε εγέννησε. 25 Παιδί μου, ἡ διαγωγή σου ἂς εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ εὐφραίνεται διὰ σὲ ὁ πατέρας σου καὶ νὰ ἀγάλλεται ἡ μητέρα, ποὺ σὲ ἐγέννησε.
26 δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν, οἱ δὲ σοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμὰς ὁδοὺς τηρείτωσαν· 26 Δος μου εξ ολοκλήρου, παιδί μου, την καρδιά σου, και τα μάτια σου ας προσέχουν, ώστε να γνωρίζης και να βαδίζης τους ιδικούς μου δρόμους. 26 Δός μου, χάρισέ μου, παιδί μου, τὴν καρδία σου, ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν σου, ὥστε νὰ κατοικήσω μέσα σου, τὰ δὲ μάτια σου ἂς προσέχουν μόνον τὰς ἐντολάς μου καὶ ὄχι τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου.
27 πίθος γὰρ τετρημένος ἐστὶν ἀλλότριος οἶκος, καὶ φρέαρ στενὸν ἀλλότριον· 27 Τρύπιο πιθάρι είναι το ξένο αμαρτωλό σπίτι, που όσα και αν εξοδεύσης δεν θα ημπορέσης να το γεμίσης. Στενό είναι το ξένο πηγάδι, από το οποίον δεν θα μπορέσης να βγης. 27 Πρόσεχε, παιδί μου· διότι πιθάρι τρύπιο εἶναι τὸ ξένο σπίτι (τὸ σπίτι τῆς πόρνης ἢ τῆς μοιχαλίδος)· πιθάρι τρύπιο, διότι θὰ ἐξοδεύῃς ἀδιακόπως δι’ αὐτὸ καὶ ὑγείαν καὶ δυνάμεις καὶ χρήματα καὶ ὑπόληψιν Καὶ σὰν πηγάδι στενὸ καὶ ξένον εἶναι τὸ σπίτι της καὶ δύσκολα θὰ ξεκολλήσῃς ἀπὸ αὐτό.
28 οὗτος γὰρ συντόμως ἀπολεῖται, καὶ πᾶς παράνομος ἀναλωθήσεται. 28 Εχε υπ' όψιν σου ότι αυτός ο αμαρτωλός οίκος συντόμως θα καταλήξη εις καταστροφήν και όλεθρον και μαζή του θα αφανισθή και κάθε παραβάτης του θείου νόμου. 28 Κινδυνεύεις διὰ τοῦτο νὰ πνιγῇς εἰς τὸ πηγάδι αὐτό. Διότι ὁ ἄσωτος καὶ φιλήδονος σύντομα θὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὴν καταστροφήν,καὶ κάθε παραβάτῃ, τοῦ θείου νόμου θὰ ἑξαφανισθῇ.
29 τίνι οὐαί; τίνι θόρυβος; τίνι κρίσεις; τίνι δὲ ἀηδίαι καὶ λέσχαι; τίνι συντρίμματα διακενῆς; τίνος πελιδνοὶ οἱ ὀφθαλμοί; 29 Εις ποιόν ταιριάζει το αλλοίμονον; Ποιός αναταράσσεται, θορυβείται και φιλονεικεί; Ποιός συχνάζει εις τα δικαστήρια και εισάγεται εις δίκας; Ποιός προκαλεί την αηδίαν με τους εμετούς και τας μωρολογίας του και χάνει τον καιρόν του εις φλυαρίας και ανοησίας; Εις ποιόν πληγαί και συντρίμματα χωρίς λόγον; Τινος είναι ωχρά και κινδυνεύουν να σβήσουν τα μάτια; 29 Εἰς ποῖον ταιριάζει τὸ ἀλλοίμονον; Ποῖος ἐξάπτεται καὶ δημιουργεῖ θορύβους; Διὰ ποῖον γίνονται αἱ ἐπικρίσεις καὶ κατηγορίαι τῶν ἀνθρώπων καὶ αἱ δίκαι εἰς τὰ δικαστήρια; Ποῖος προκαλεῖ ἀηδίας ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τοὺς ἐμετούς, τὰς μωρολογίας καὶ τὰς παραισθήσεις; Εἰς ποῖον συμβαίνουν τὰ χωρὶς λόγον κτυπήματα; Τίνος τὰ μάτια εἶναι ὠχρὰ καὶ μαυροκίτρινα καὶ κινδυνεύουν νὰ σβήσουν;
30 οὐ τῶν ἐγχρονιζόντων ἐν οἴνοις; οὐ τῶν ἰχνευόντων ποῦ πότοι γίνονται; 30 Δεν είναι εκείνων, οι οποίοι περνούν τον καιρόν των κοντά εις τα κρασιά; Δεν είναι εκείνων, που ανιχνεύουν να βρουν, που γίνονται συγκεντρώσεις δια ποτόν και διασκεδάσεις; 30 Δὲν εἶναι ἐκείνων, ποὺ χρονίζουν καὶ βρίσκονται διαρκῶς εἰς τὰ κρασιὰ καὶ τὰ καπηλεῖα; Δὲν εἶναι ἐκείνων, ποὺ ψάχνουν ποὺ θὰ γίνῃ συγκέντρωσις για πιοτό, διασκέδασιν καὶ γλέντι;
31 μὴ μεθύσκεσθε ἐν οἴνοις, ἀλλὰ ὁμιλεῖτε ἀνθρώποις δικαίοις καὶ ὁμιλεῖτε ἐν περιπάτοις· ἐὰν γὰρ εἰς τὰς φιάλας καὶ τὰ ποτήρια δῷς τοὺς ὀφθαλμούς σου, ὕστερον περιπατήσεις γυμνότερος ὑπέρου. 31 Μη πίνετε οίνον, ώστε να μεθάτε, αλλά να συναναστρέφεσθε με ανθρώπους εναρέτους και να συνομιλήτε στους περιπάτους σας με αυτούς επί σοβαρών και μορφωτικών θεμάτων. Διότι εάν ρίχνης τα μάτια σου και δώσης την καρδιά σου εις τας φιάλας του κρασιού και τα ποτήρια, τελευταία θα καταντήσης να γυρίζης γυμνότερος από το γουδοχέρι. 31 Μὴ μεθᾶτε μὲ κρασιὰ καὶ οἰνοπνεύματα, ἀλλὰ νὰ συναναστρέφεσθε μὲ ἐναρέτους καὶ σώφρονας ἀνθρώπους καὶ νὰ συζητῆτε ἐπὶ σοβαρῶν ζητημάτων εἰς τοὺς περιπάτους σας· διότι, ἐὰν ἔχῃς στηλωμένα καὶ προσκολλημένα τὰ μάτια σου εἰς τὶς μποτίλιες καὶ τὰ ποτήρια καὶ ἀσχολῆσαι διαρκῶς μὲ τὰ μεθυστικὰ ποτά, ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον θὰ καταντήσῃς νὰ γυρίζῃς περισσότερον γυμνὸς ἀπὸ τὸ γουδοχέρι καὶ θὰ δείχνῃς ἔτσι τὴν σωματικὴν καὶ ψυχικὴν σου ἀσχήμιαν.
32 τὸ δὲ ἔσχατον ὥσπερ ὑπὸ ὄφεως πεπληγὼς ἐκτείνεται, καὶ ὥσπερ ὑπὸ κεράστου διαχεῖται αὐτῷ ὁ ἰός. 32 Το δε κατάντημα του μεθύσου, όταν γίνη αλκολικός, είναι σαν να δαγκώθηκε από δηλητηριώδες φίδι. Τεντώνεται και παραλύει ο οργανισμός του, σαν να εχύθη μέσα του δηλητήριον από φίδι με κέρατα. 32 Εἰς τὸ τέλος δέ, ὅταν τὸν μέθυσον τὸν κυριεύσῃ ὁ ἀλκοολισμός, σὰν νὰ ἐδαγκώθηκε ἀπὸ φίδι τεντώνεται, σφαδάζει καὶ παραλύει ὁ ὀργανισμός του, καὶ τὸ δηλητήριον διαχύνεται εἰς ὅλον του τὸ σῶμα, σὰν νὰ τὸν ἐπλήγωσε φίδι μὲ κέρατα (ὄφις κεράστης).
33 οἱ ὀφθαλμοί σου ὅταν ἴδωσιν ἀλλοτρίαν, τὸ στόμα σου τότε λαλήσει σκολιά, 33 Οταν ευρίσκεσαι εις κατάστασιν μέθης και τα μάτια σου ιδούν μίαν ξένην και άγνωστον γυναίκα, ανάψουν δε μέσα σου επιθυμίαι πονηραί, τότε το στόμα σου θα είπη χυδαία λόγια δι' αυτήν. 33 Ὅταν δὲ εἶσαι μεθυσμένος καὶ τὰ μάτια σου ἰδοῦν μίαν ξένην καὶ ἄγνωστον γυναῖκα, τότε τὸ στόμα σου θὰ εἴπῃ δι’ αὐτὴν χυδαία λόγια,
34 καὶ κατακείσῃ ὥσπερ ἐν καρδίᾳ θαλάσσης καὶ ὥσπερ κυβερνήτης ἐν πολλῷ κλύδωνι. 34 Και θα κατάκεισαι και θα τρικλίζης, ως εάν ευρίσκεσαι μέσα εις τρικυμιώδη θάλασσαν και σαν κυβερνήτης πλοίου μέσα εις μεγάλην θαλασσοταραχήν. 34 καὶ θὰ κατάκεισαι ζαλισμένος σὰν εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης καὶ θὰ τρικλίζῃς ἀπὸ τὴν τρικυμίαν καὶ τὰ ἀλλεπάλληλα κύματά της· καὶ ἀκόμη θὰ εἶσαι, λόγῳ τῆς μέθης, ὡσὰν κυβερνήτης πλοίου, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ κυβερνήσῃ τὸ πλοῖον του ἕνεκα τῆς σφοδρᾶς θαλασσοταραχῆς.
35 ἐρεῖς δέ· τύπτουσί με καὶ οὐκ ἐπόνεσα, καὶ ἐνέπαιξάν μοι, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδειν· πότε ὄρθρος ἔσται, ἵνα ἐλθὼν ζητήσω μεθ᾿ ὧν συνελεύσομαι; 35 Οταν δε συνέλθης, θα λέγης με έκπληξιν· με εκτύπησαν και δεν επόνεσα, με εχλεύασαν και εγώ δεν εκατάλαβα τίποτε. Κυριευμένος δε από το πάθος του κρασιού, θα πης· πότε θα ξημερώση, δια να πάω να συναντήσω πάλιν εκείνους, με τους οποίους θα κάμω παρέα στο καπηλειό; 35 Ὅταν δὲ κάπως συνέλθῃς ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τὸν σκοτισμὸν τῆς μέθης, θὰ εἴπῃς· μὲ ἐκτύπησαν καὶ δὲν ἐπόνεσα, μὲ ἐνέπαιξαν καὶ ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέαν, δὲν ἐκατάλαβα τίποτε. Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ ἔχεις ὑποδουλωθῇ ἀπὸ τὸ πάθος, θὰ εἴπῃς· πότε θὰ ξημερώσῃ ἐπὶ τέλους, διὰ νὰ μεταβῶ καὶ συναντήσω ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ κάμω παρέα καὶ θὰ ἀρχίσω τὸ ποτόν;