Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΡΕΙΣΣΩΝ ἀνὴρ ἐλέγχων ἀνδρὸς σκληροτραχήλου, ἐξαπίνης γὰρ φλεγομένου αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἴασις. | 1 Καλύτερος και προτιμότερος είναι ο άνθρωπος, που δέχεται ελέγχους, παρά ο σκληροτράχηλος και ασύνετος εις ελέγχους. Διότι, όταν εις αυτόν, ωσάν φωτιά εξ ουρανού, πέση η οργή του Θεού, δεν υπάρχει πλέον καμμία θεραπεία. | 1 Ο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐλέγχει, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ τὸν σκληροτράχηλον καὶ ἀμετανόητον, διότι, ὅταν θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του, τότε δὲν θὰ ὑπάρχῃ καμμία θεραπεία τοῦ κακοῦ. |
2 ἐγκωμιαζομένων δικαίων εὐφρανθήσονται λαοί, ἀρχόντων δὲ ἀσεβῶν στένουσιν ἄνδρες. | 2 Οταν επαινούνται οι δίκαιοι άρχοντες, ευφραίνονται οι λαοί των. Οταν όμως οι άρχοντες είναι ασεβείς, στενάζουν και υποφέρουν οι λαοί. | 2 Ὅταν ἐπαινοῦνται οἰ δίκαιοι ἄρχοντες ἐνὸς ἔθνους, χαίρεται καὶ εὐτυχεῖ ὅλος ὁ λαός, ἐνῷ ὅταν ἄρχουν καὶ κυβερνοῦν ἀσεβεῖς, οἱ λαοὶ στενάζουν καὶ ὑποφέρουν. |
3 ἀνδρὸς φιλοῦντος σοφίαν εὐφραίνεται πατὴρ αὐτοῦ, ὃς δὲ ποιμαίνει πόρνας, ἀπολεῖ πλοῦτον. | 3 Ανθρωπος, ο οποίος αγαπά την σοφίαν και την αρετήν, ευφραίνει τον πατέρα του. Εκείνος δε ο οποίος συναγελάζεται με αμαρτωλάς γυναίκας, χάνει τον πατρικόν πλούτον. | 3 Ὁ πατέρας τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν σοφίαν καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ τὴν ἀνηθικότητα, χαίρει, διότι ἔχει τέτοιο παιδί· ὁ πορνοβοσκὸς ὅμως, ὁ διεφθαρμένος καὶ ἀκόλαστος, θὰ χάσῃ τὸν πλοῦτον, ποὺ τοῦ ἀφῆκεν ὁ πατέρας του, καταισχύνων αὐτόν. |
4 βασιλεὺς δίκαιος ἀνίστησι χώραν, ἀνὴρ δὲ παράνομος κατασκάπτει. | 4 Ο δίκαιος βασιλεύς ανορθώνει και αναδεικνύει την χώραν του, ενώ εξ αντιθέτου ο καταφρονητής του θείου νόμου άνθρωπος, την ανασκάπτει εκ θεμελίων. | 4 Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος βασιλεὺς ἀνορθώνει μὲ τὴν δικαιοσύνην του τὴν δυστυχισμένην χώραν του, ἐνῷ ὁ παράνομος θὰ τὴν κατασκάψῃ καὶ θὰ τὴν ἐρημώσῃ. |
5 ὃς παρασκευάζεται ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἑαυτοῦ φίλους δίκτυον, περιβάλλει αὐτὸ τοῖς ἑαυτοῦ ποσίν. | 5 Εκείνος ο οποίος προπαρασκευάζεται να ρίψη το δίκτυόν του εναντίον του φίλου του, εις την πραγματικότητα περιπλέκει τα ιδικά του πόδια και συλλαμβάνεται στο δίκτυον της πανουργίας του. | 5 Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος στήνει παγίδα εἰς τὸν φίλον του, θὰ πιασθοῦν τὰ ἰδικά του πόδια εἰς αὐτήν. |
6 ἁμαρτάνοντι ἀνδρὶ μεγάλη παγίς, δίκαιος δὲ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἔσται. | 6 Μεγάλαι παγίδες και συμφοραί συναντούν τον αμαρτωλόν άνθρωπον. Ενῷ ο δίκαιος θα ευρίσκεται πάντοτε εις χαράν και ευφροσύνην. | 6 Εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ἁμαρτάνει καὶ δὲν ἔχει πλέον δύναμιν νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, αὐτὴ εἶναι δι’ αὐτὸν μεγάλη παγίς, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος θὰ ζῇ εἰς ἀτμόσφαιραν χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. |
7 ἐπίσταται δίκαιος κρίνειν πενιχροῖς, ὁ δὲ ἀσεβὴς οὐ νοεῖ γνῶσιν, καὶ πτωχῷ οὐχ ὑπάρχει νοῦς ἐπιγνώμων. | 7 Ο δίκαιος δικαστής γνωρίζει να κρίνη και να αποδίδη το δίκαιον και στους φτωχούς και αδυνάτους. Εξ αντιθέτου, ο ασεβής δικαστής δεν έχει σαφή και ορθήν γνώσιν. Δεν έχει δε την διάθεσιν να γνωρίση καλά τον πτωχόν και το δίκαιόν του. | 7 Ὁ δίκαιος δικαστὴς ἔχει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ γνωρίζει νὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην καὶ συμπάθειαν τοὺς ἀνυπεράσπιστους πτωχούς, ἐνῷ ὁ ἀσεβὴς κριτὴς δὲν θέλει νὰ γνωρίζῃ τίποτε περὶ αὐτῶν, καὶ διὰ τὸν πτωχὸν δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν νοῦς, ὥστε νὰ τὸν προσέχῃ καὶ νὰ ἔρχεται εἰς τὴν θέσιν του. |
8 ἄνδρες ἄνομοι ἐξέκαυσαν πόλιν, σοφοὶ δὲ ἐπέστρεψαν ὀργήν. | 8 Ασεβείς και παράνομοι άνθρωποί με τα εγκλήματά των και τας διαβολάς των ήναψαν πυρκαϊάν εις την πόλιν. Ενῷ οι σοφοί και ενάρετοι με την σύνεσίν των απεμάκρυναν την οργήν από αυτήν. | 8 Ἄνθρωποι παράνομοι καὶ ἀνυπότακτοι διὰ τῶν ἐγκλημάτων καὶ ἐπαναστάσεών των ἔγιναν ὑπαίτιοι νὰ καῇ καὶ νὰ καταστραφῇ ἡ πόλις των, ἐνῷ οἱ συνετοὶ ἐπρόλαβαν τὴν ὀργὴν καὶ τὴν ἀπεμάκρυναν. |
9 ἀνὴρ σοφὸς κρινεῖ ἔθνη, ἀνὴρ δὲ φαῦλος ὀργιζόμενος καταγελᾶται καὶ οὐ καταπτήσσει. | 9 Ο συνετός και ενάρετος άνθρωπος είναι εις θέσιν να κρίνη και θα κρίνη έθνη. Ο φαύλος όμως και οργίλος περιπίπτει εις πλήθος σφαλμάτων, δια τα οποία εμπαίζεται. Και όμως δεν πτοείται από τας εναντίον του κρίσεις. | 9 Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ κρίνῃ μόνον ἄτομα, ἀλλὰ θὰ διευθετήσῃ καὶ διαφορὰς ἐθνῶν ὁ φαῦλος ὅμως, ἐπειδὴ ὀργίζεται καὶ δὲν σκέπτεται, οὔτε φέρεται μὲ ψυχραιμίαν, περιγελᾶται καὶ περιπαίζεται, καὶ δὲν πτοεῖται ἀπὸ τὴν κοινὴν γνώμην περὶ αὐτοῦ, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἀποθρασύνεται καὶ καθίσταται ἀνίκανος νὰ κυβερνήσῃ καὶ αὐτὸν τὸν ἑαυτόν του. |
10 ἄνδρες αἱμάτων μέτοχοι μισοῦσιν ὅσιον, οἱ δὲ εὐθεῖς ἐκζητήσουσι ψυχὴν αὐτοῦ. | 10 Εγκληματίαι και φονείς μισούν και αποστρέφονται τον αφωσιωμένον στον Θεόν. Ενῷ οι ειλικρινείς και οι ακέραιοι ενδιαφέρονται και υπερασπίζουν την ζωήν εκείνου. | 10 Οἱ αἱμοχαρεῖς ἄνθρωποι καὶ οἱ ἔνοχοι φόνου μισοῦν καὶ ἀποστρέφονται τὸν ἐνάρετον, οἱ καλοὶ ὅμως θὰ ἐνδιαφερθοῦν διὰ τὴν ζωήν του καὶ φροντίζουν ὥστε νὰ μὴ πάθῃ κανένα κακόν. |
11 ὅλον τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐκφέρει ἄφρων, σοφὸς δὲ ταμιεύεται κατὰ μέρος. | 11 Ο ασύνετος αφήνει ασυγκράτητον τον θυμόν του. Ο σοφός όμως τον δεσμεύει και τον συγκρατεί εις τα βάθη της ψυχής του. | 11 Ὁ ἄφρων ἀφήνει ὅλον τὸν θυμόν του νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ νὰ ἐκσπάσῃ ἀσυγκράτητος, ἐνῷ ὁ σοφὸς τὸν συμπνίγει εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, ὅπου τὸν κρύπτει, διὰ νὰ μὴ μετανοῇ κατόπιν. |
12 βασιλέως ὑπακούοντος λόγον ἄδικον, πάντες οἱ ὑπ᾿ αὐτὸν παράνομοι. | 12 Οταν ενας βασιλεύς ακούη και υιοθετή αδίκους κατηγορίας και εκτρέπεται εις παρανομίας, τότε και όλοι οι υπήκοοί του, μιμούμενοι αυτόν, θα γίνουν παράνομοι. | 12 Ὅταν ἕνας βασιλεὺς ἀκούῃ καὶ προσέχῃ ἀδίκους καὶ ἀβασίμους κατηγορίας καὶ εἰσηγήσεις, τὸ παράδειγμά του μιμοῦνται καὶ οἱ ὑπήκοοί του καὶ ἰδιαιτέρως οἱ αὐλικοί του, τοιουτοτρόπως δὲ ὅλοι οἱ ὑπ’ αὐτὸν γίνονται παράνομοι. |
13 δανειστοῦ καὶ χρεωφειλέτου ἀλλήλοις συνελθόντων, ἐπισκοπὴν ἀμφοτέρων ποιεῖται ὁ Κύριος. | 13 Οταν ο δανειστής και χρεωφειλέτης συναντηθούν μεταξύ των, δια να τακτοποιήσουν τα ζητήματά των, βλέπει και τους δύο και τους παρακολουθεί ο Κυριος. | 13 Τὸν δανειστὴν καὶ τὸν χρεωφειλέτην, ὅταν συναντῶνται διὰ νὰ κανονίσουν τοὺς λογαριασμούς των, ἐπιβλέπει καὶ τοὺς δύο ὁ Κύριος, ἀποδοκιμάζων καὶ τιμωρῶν πᾶσαν ἀδικίαν καὶ τοκογλυφίαν. |
14 βασιλέως ἐν ἀληθείᾳ κρίνοντος πτωχούς, ὁ θρόνος αὐτοῦ εἰς μαρτύριον κατασταθήσεται. | 14 Οταν ένας βασιλεύς κρίνη με αλήθειαν και δικαιοσύνην και αυτούς ακόμη τους πτωχούς, ο θρόνος του θα γίνη ένδοξος και περίβλεπτος. | 14 Τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος κρίνει τοὺς πτωχοὺς τοῦ ἔθνους του μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀλήθειαν καὶ ὄχι μὲ προσωποληψίαν καὶ μὲ ψευδεῖς εἰσηγήσεις κολάκων, ἡ βασιλεία του θὰ παραμείνῃ ἀλησμόνητος, μαρτυρουμένη εὐφήμως ὑφ' ὅλων. |
15 πληγαὶ καὶ ἔλεγχοι διδόασι σοφίαν, παῖς δὲ πλανώμενος αἰσχύνει γονεῖς αὐτοῦ. | 15 Αι σωματικαί παιδαγωγικαί τιμωρίαι και οι μορφωτικοί έλεγχοι δίδουν σοφίαν και αρετήν στο παιδί. Υιός δέ, που εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι και περιπλανάται έδω και εκεί, καταισχύνει και κατεντροπιάζει τους γονείς του. | 15 Αἱ τιμωρίαι καὶ αἱ ἐπιπλήξεις χαρίζουν εἰς τὸ παιδὶ σοφίαν καὶ φρονιμάδα, ἐνῷ τὸ παιδὶ ποὺ ἀλητεύει καὶ πλανᾶται εἰς τοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας, κατεντροπιάζει τοὺς γονεῖς του. |
16 πολλῶν ὄντων ἀσεβῶν πολλαὶ γίνονται ἁμαρτίαι, οἱ δὲ δίκαιοι ἐκείνων πιπτόντων κατάφοβοι γίνονται. | 16 Οταν πληθύνωνται οι ασεβείς, πληθύνονται αι αμαρτίαι και τα εγκλήματα. Οταν όμως τιμωρούνται οι ασεβείς, τότε και αυτοί οι δίκαιοι στερεώνονται περισσότερον εις την ευλάβειαν και τον φόβον του Θεού. | 16 Ὅταν εἰς ἕνα τόπον πληθύνωνται οἱ ἀσεβεῖς, ἐκεῖ διαπράττονται πολλαὶ παρανομίαι. Ὅταν ὅμως οἱ ἀσεβεῖς πέσουν καὶ τιμωρηθοῦν, τότε οἱ δίκαιοι καταλαμβάνονται ὑπὸ περισσοτέρου φόβου, σταθεροποιοῦνται εἰς τὴν τήρησιν τοῦ θείου νόμου, καὶ ἡ κοινωνία ἐκείνη ἠθικοποιεῖται. |
17 παίδευε υἱόν σου, καὶ ἀναπαύσει σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ ψυχῇ σου. | 17 Παιδαγώγησε και μόρφωσε καλά το παιδί σου και αυτό θα δώση ανάπαυσιν και στολισμόν εις την ζωήν σου. | 17 Ἀνάτρεφε καὶ παιδαγώγει καλῶς τὸν υἱόν σου, καὶ θὰ σὲ ἀναπαύσῃ διὰ τοῦ σεβασμοῦ, τὸν ὁποῖον θὰ δεικνύῃ πρὸς σέ. Μὲ τὴν σώφρονα δὲ διαγωγὴν του θὰ σὲ χαροποιήσῃ καὶ θά εἶναι στόλισμα καὶ καύχημα τῆς ψυχῆς σου. |
18 οὐ μὴ ὑπάρξῃ ἐξηγητὴς ἔθνει παρανόμῳ, ὁ δὲ φυλάσσων τὸν νόμον μακαριστός. | 18 Μέσα εις ένα παράνομον λαόν δεν θα υπάρξη εξηγητής των θείων λόγων, διότι θα είναι ανεπιθύμητος. Εκείνος όμως, ο οποίος τηρεί τον θείον νόμον, είναι αξιομακάριστός. | 18 Τιμωρία δι’ ἕνα ἔθνος εἶναι νὰ μὴ ὑπάρχῃ εἰς αὐτὸ προφήτης, ὁ ὁποῖος νὰ ἐξηγῇ εἰς τὸν λαὸν τὰς θείας βουλάς. Ἐκεῖνος δὲ, ποὺ φυλάσσει τὸν θεῖον νόμον, εἶναι ἄξιος νὰ μακαρίζεται καὶ νὰ ἐγκωμιάζεται. |
19 λόγοις οὐ παιδευθήσεται οἰκέτης σκληρός· ἐὰν γὰρ καὶ νοήσῃ, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπακούσεται. | 19 Ο σκληρός και ανυπότακτος δούλος δεν παιδαγωγείται και δεν συμμορφώνεται με σύμβουλάς. Και εάν ακόμη εννοήση το ορθόν, δεν θα έχη την διάθεσιν να υπακούση εις αυτό. | 19 Μὲ λόγια μόνον δὲν θὰ συμμορφωθῇ ὁ ἀτίθασος δοῦλος, διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἐννοήσῃ τί θέλει ὁ κύριός του, δὲν θὰ ὑπακούσῃ εἰς τὰς διαταγάς του. |
20 ἐὰν ἴδῃς ἄνδρα ταχὺν ἐν λόγοις, γίνωσκε ὅτι ἐλπίδα ἔχει μᾶλλον ὁ ἄφρων αὐτοῦ. | 20 Εάν ίδης άνδρα ταχύν και απερίσκεπτον στους λόγους του, μάθε ότι έχει μεγαλυτέρας ελπίδας επιτυχίας από αυτόν ενας ασύνετος και αμυαλος. | 20 Ἐὰν ἴδῃς ἄνθρωπον, ποὺ τρέχει εἰς τὰ λόγια του καὶ ὁμιλεῖ ἀπερισκέπτως, νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ τρελλὸς ἔχει περισσοτέρας ἐλπίδας νὰ γίνῃ ὑγιής, παρὰ νὰ διορθωθῇ ἐκεῖνος. |
21 ὃς κατασπαταλᾷ ἐκ παιδός, οἰκέτης ἔσται, ἔσχατον δὲ ὀδυνηθήσεται ἐφ᾿ ἑαυτῷ. | 21 Εκείνος, που από τα παιδικά του χρόνια κατασπαταλά τα χρήματα, θα καταντήση σύντομα πτωχός και θα γίνη δούλος. Και στο τέλος θα δοκιμάση πολλάς συμφοράς και οδύνας. | 21 Ὅποιος ἀπὸ παιδὶ σπαταλᾷ τὰ χρήματά του διὰ νὰ ζῇ μὲ τρυφηλότητα καὶ ἰκανοποίησιν τῶν ὀρέξεών του, αὐτὸς θὰ καταντήσῃ νὰ γίνῃ δοῦλος, καὶ εἰς τὰ τελευταῖα του θὰ αἰσθάνεται μεγάλην θλῖψιν καὶ ὀδύνην ἐξ αἰτίας τῆς κακοκεφαλιᾶς του. |
22 ἀνὴρ θυμώδης ὀρύσσει νεῖκος, ἀνὴρ δὲ ὀργίλος ἐξώρυξεν ἁμαρτίαν. | 22 Ο θυμώδης άνθρωπος βγάζει και σκορπά ολόγυρά του φιλονεικίας και έριδας. Ο δε οργίλος βγάζει από μέσα του, σαν από μεταλλείον κακών, αμαρτίας. | 22 Ὅπως ἀπὸ τὸ ἀνασκαπτόμενον μεταλλεῖον ἐξάγονται διαρκῶς μεταλλεύματα, ἔτσι καὶ ὁ θυμώδης ἄνθρωπος βγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς εὐερεθίστου ψυχῆς του φιλονικίας. Ὁ δὲ ὀργίλος πάλιν βγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ του ἔχθρας, ὕβρεις, ψυχρότητας καὶ γενικῶς διαφόρους ἁμαρτίας. |
23 ὕβρις ἄνδρα ταπεινοῖ, τοὺς δὲ ταπεινόφρονας ἐρείδει δόξῃ Κύριος. | 23 Η υψηλοφροσύνη και αλαζονεία εξευτελίζουν τον άνθρωπον. Τους ταπεινόφρονας όμως θα στηρίξη ο Κυριος εις αναφαίρετον δόξαν. | 23 Ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει καὶ ἐξευτελίζει τὸν ὑπερήφανον, ἐνῶ τοὺς ταπεινόφρονας δοξάζει καὶ ὑψώνει ὁ Κύριος. |
24 ὃς μερίζεται κλέπτῃ, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν· ἐὰν δὲ ὅρκου προτεθέντος ἀκούσαντες μὴ ἀναγγείλωσι, | 24 Εκείνος, που μοιράζεται με τον κλέπτην κλοπιμαία, εις την πραγματικότητα μισεί και βλάπτει την ψυχήν του. Εάν δε κάτι τέτοιοι άνθρωποι υποβληθούν εις όρκον, δεν θα αναγγείλουν την αλήθειαν, | 24 Ὅποιος μοιράζεται μὲ τὸν κλέπτην τὰ κλοπιμαῖα πράγματα, μισεῖ τὴν ψυχήν του. Ἐὰν δέ οἱ κλεπταποδόχοι κρύπτουν καὶ δὲν φανερώσουν τοὺς ἐνόχους οὔτε καὶ ὅταν ὁρκισθοῦν, |
25 φοβηθέντες καὶ αἰσχυνθέντες ἀνθρώπους ὑπεσκελίσθησαν· ὁ δὲ πεποιθὼς ἐπὶ Κυρίῳ εὐφρανθήσεται. ἀσέβεια ἀνδρὶ δίδωσι σφάλμα, ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ τῷ δεσπότῃ, σωθήσεται. | 25 διότι φοβούνται και εντρέπονται τους ανθρώπους. Ετσι δε θα πεδικλωθούν, θα πέσουν και θα εξευτελισθούν. Εκείνος όμως, που έχει πίστιν και πεποίθησιν στον Θεόν, θα ευφρανθή. Η ασέβεια οδηγεί τον άνθρωπον εις πτώσεις και σφάλματα. Ενῷ εκείνος, που πιστεύει στον παντοδύναμον Θεόν, θα σωθή. | 25 ἐπειδὴ φοβοῦνται καὶ ἐντρέπονται τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ νικῶνται καὶ ὑποσκελίζονται, ὑποπίπτοντες ἔτσι εἰς διπλῆν ἁμαρτίαν, διότι ἀφ’ ἐνὸς μὲν κλέπτουν, ἀφ' ἑτέρου δὲ μὲ τὴν ψευδορκίαν των βεβηλώνουν καὶ ὑβρίζουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει πεποίθησιν εἰς τὸν Θεόν, θὰ χαρῇ, διότι οὔτε κλέπτῃς οὔτε ψεύδορκος θὰ γίνῃ ποτέ. Ἡ ἀσέβεια εἶναι αἰτία πτώσεων καὶ θλίψεως εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐνῷ ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύει καὶ ἐλπίζει εἰς τὸν πανάγαθον Θέον, θὰ σωθῇ. |
26 πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα ἡγουμένων, παρὰ δὲ Κυρίου γίνεται τὸ δίκαιον ἀνδρί. | 26 Πολλοί κολακεύουν και παρακαλούν τους εκάστοτε ισχυρούς, δια να επιτύχουν εις κάποιον έργον των. Το δίκαιον όμως και η πραγματική επιτυχία αποδίδεται στον άνθρωπον εκ μέρους του Κυρίου. | 26 Πολλοὶ κολακεύουν καὶ ἐκλιπαροῦν ἄρχοντας, διὰ νὰ ἐπιτύχουν καὶ τελειώσουν κάποιαν ὑπόθεσίν των. Τὸ δίκαιον ὅμως ἀποδίδεται εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐπακριβῶς καὶ ἀσφαλῶς ἀπὸ μόνον τὸν Θεόν. |
27 βδέλυγμα δικαίοις ἀνὴρ ἄδικος, βδέλυγμα δὲ ἀνόμῳ κατευθύνουσα ὁδός. | 27 Μισητός και αποκρουστικός είναι στους δικαίους κάθε άδικος· όπως επίσης μισητή και αποκρουστική είναι στον παράνομον η ευθεία οδός. | 27 Εἰς τοὺς δικαίους προκαλεῖ ἀηδίαν καὶ ἀποστροφὴν ὁ ἄδικος ἄνθρωπος· ἀντιθέτως δὲ εἰς τὸν παραβάτην τοῦ θείου νόμου εἶναι βδέλυγμα καὶ πρᾶγμα μισητὸν ἡ εὐθεῖα ὁδὸς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀρετῆς. |
(Μασσ. ΛΑ´, 10). Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη. | (Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναίκα νοικοκυράν και δραστηρίαν ποιός θα ημπορέση να βρη; Είναι ασυγκρίτος ανωτέρα και από τους πλέον πολύτιμους λίθους. | (Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναῖκα δραστηρίαν καὶ ἐνάρετον ποῖος θὰ ἀξιωθῇ νὰ εὕρῃ; Αὐτὴ ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ πολύτιμα πετράδια. |
11 θάρσει ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει· | 11 Εις αυτήν έχει πεποίθησιν και στηρίζεται με θάρρος η καρδία του ανδρός της. Διότι αυτή και το σπίτι της δεν πρόκειται να στερηθούν ποτέ από υλικά αγαθά. | 11 Ὁ σύζυγός της λαμβάνει θάρρος καὶ δὲν δειλιᾷ εἰς τὰς δυσμενεῖς περιστάσεις τῆς ζωῆς του. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ δὲν πρόκειται νὰ στερηθῇ ποτὲ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, |
12 ἐνεργεῖ γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ πάντα τὸν βίον. | 12 Καθ' όλον της τον βίον εργάζεται δια το καλόν του ανδρός της. | 12 διότι εἰς ὅλην τὴν ζωήν της ἐργάζεται διὰ τὴν εὐτυχίαν τοῦ συζύγου της. |
13 μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς. | 13 Υφαίνει νήματα μάλλινα και λινά και κατασκευάζει με τα ίδια της τα χέρια πράγματα χρήσιμα δια το σπίτι. | 13 Ὑφαίνουσα μαλλιὰ καὶ λινάρι, κατασκευάζει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια χρήσιμα πράγματα διὰ τὸ σπίτι της: Ἐνδύματα, σκεπάσματα καὶ ἄλλα εἴδη ὑφαντικῆς καὶ πλεκτικῆς. |
14 ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὐτῆς τὸν πλοῦτον.* (*Άλλη γραφή: συνάγει δὲ αὐτὴ τὸν βίον) | 14 Ομοιάζει με το πλοίον, το οποίον μεταφέρει εμπορεύματα από μακρυνάς περιοχάς. Ετσι και αυτή συγκεντρώνει τον πλούτον της δια το καλόν του σπιτιού. | 14 Πηγαίνει μακρὰν καὶ ἀναζητεῖ καλὰς ἀγοράς, διὰ νὰ κάμῃ τὰς καταλλήλους καὶ ἀναγκαίας προμηθείας τοῦ οἵκου της. Ὁμοιάζει ἔτσι μὲ πλοῖον, τὸ ὁποῖον μεταφέρει ἐμπορεύματα ἀπὸ τόπους μακρινούς. Αὐτὴ πάλιν μὲ τὸν κόπον, τὴν ἐργατικοτητα, τὰς οἰκονομίας καὶ τὴν σύνεσίν της συναθροίζει τὰ πλούτη της. |
15 καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις. | 15 Εξυπνά πολύ πρωϊ, νύχτα. Ετοιμάζει και δίδει τροφάς στους ανθρώπους του σπιτιού της, κανονίζει δε τα έργα των υπηρετριών. | 15 Καὶ σηκώνεται πρωΐ, προτοῦ ξημερώσῃ, ἑτοιμάζει καὶ δίδει τροφὴν εἰς τοὺς οἰκείους της καὶ ἐργασίαν εἰς τὰς ὑπηρετρίας της. |
16 θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα. | 16 Οταν εύρη κάποιο καλο χωράφι, το αγοράζει και με τους κόπους των χειρών της το καλλιεργεί, το φυτεύει, το μεταβάλλει εις αγρόκτημα αποδοτικόν. | 16 Ἡ δραστηριότης της ἐκτείνεται εὐρύτερον. Ἀφοῦ παρετήρησε προσεκτικὰ μὲ μάτι ἐμπείρου ἀγοραστοῦ καὶ ἐξετίμησε τὴν ἀξίαν ἐνὸς χωραφιοῦ, τὸ ἠγόρασεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας της, μὲ τὰ χρήματα δὲ ποὺ κερδίζει ἀπὸ τὰ ἐργόχειρά της, ἐκαλλιέργησε καὶ ἐφύτευσε τὸ χωράφι ποὺ ἠγόρασε καὶ τὸ μετέβαλεν ἔτσι εἰς κτῆμα μὲ ἀξίαν μεγάλην. |
17 ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον. | 17 Αφού ζώση, καλά την μέσην της, εργάζεται με τα χέρια της έντονα και με ζήλον στο έργον της. | 17 Ἀφοῦ δὲ ζώνει καλὰ τὴν μέσην της, ἀνασκουμπώνεται καὶ βάζει τὰ χέρια της στὴ δουλεία. |
18 ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τὴν νύκτα. | 18 Εδοκίμασε και απέκτησε προσωπικήν πείραν, ότι είναι καλόν να εργάζεται κανείς. Δια τούτο και ο λύχνος της δεν σβήνει καθ' όλον το διάστημα της νυκτός. | 18 Ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως ἐδοκίμασε καὶ ἐπείσθη, ὅτι εἶναι καλὸν τὸ νὰ ἐργάζεται ὁ καθένας· καὶ τὸ λυχνάρι της, ποὺ φωτίζει διὰ νὰ δουλεύῃ, δὲν σβήνει ὅλην τὴν νύκτα. |
19 τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπὶ τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον. | 19 Απλώνει τα χέρια της εις όλα, όσα συμφέρουν και εξυπηρετούν το σπίτι. Ειδικώτερα τα χέρια της τα στηρίζει στο αδράχτι, το οποίον και συνεχώς εργάζεται. | 19 Ἀπλώνει τοὺς βραχίονάς της εἰς ὅσας ἐργασίας συμφέρουν εἰς τὸ σπίτι της, καὶ μὲ τὰ χέρια της κρατεῖ καὶ στριφογυρίζει τὸ ἀδράχτι. |
20 χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπὸν δὲ ἐξέτεινε πτωχῷ. | 20 Αλλά ανοίγει τα χέρια της και απλώχερα δίδει στους πτωχούς. Διδει στον στερούμενον από τον καρπόν των χειρών της. | 20 Ἤνοιξε δὲ τὰ χέρια της γενναιόδωρα, διὰ νὰ ἐλεήσῃ τὸν δυστυχῆ, καὶ ἥπλωσε τὸ χέρι, διὰ νὰ δώσῃ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά της εἰς τὸν πτωχόν. |
21 οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ὅταν που χρονίζῃ· πάντες γὰρ οἱ παρ᾿ αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί. | 21 Ο σύζυγος της, εάν απουσιάση επί τι χρονικόν διάστημα, δεν ανησυχεί και δεν μεριμνά δια τα έργα και τα πράγματα του σπιτιού. Διότι όλοι οι εν τω οίκω της είναι καλά ενδεδυμένοι. | 21 Δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ φροντίδας, οὔτε ἀνησυχεῖ διὰ τὸ σπίτι ὁ σύζυγός της, ἐὰν συνέβη ποτὲ νὰ ἀπουσιάζῃ ἀπὸ αὐτὸ λόγῳ τῶν ἀσχολιῶν του· καὶ τοῦτο διότι ὅλοι, ὅσοι εἶναι μαζί της καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτήν, εἶναι καλὰ ντυμένοι. |
22 δισσὰς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα. | 22 Διπλάς χλαίνας έκαμε δια τον σύζυγον της. Λινά λευκά ενδύματα και ενδύματα ποδφυρά ητοίμασε δια τον εαυτόν της. | 22 Διπλᾶς χλαίνας (ἐπανωφόρια) ἔκαμε διὰ τὸν σύζυγόν της, ἀπὸ ὑφάσματα δὲ λινὰ λευκὰ κατεσκεύασε διὰ τὸν ἑαυτόν της φορέματα βαμμένα μὲ κόκκινον πανάκριβον χρῶμα. |
23 περίβλεπτος δὲ γίνεται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ἐν πύλαις, ἡνίκα ἂν καθίση ἐν συνεδρίῳ μετὰ τῶν γερόντων κατοίκων τῆς γῆς. | 23 Περίβλεπτος και αξιοθαύμαστος γίνεται ο σύζυγός της εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όταν παρακάθηται εις συνέδριον με τους γεροντότερους άνδρας της χώρας. | 23 Ὅλοι δὲ κυττάζουν μὲ θαυμασμὸν τὸν ἄνδρα της, ὅταν αὐτὸς εὑρίσκεται εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅπου γίνονται αἱ δημόσιαι συνεδριάσεις, ὅταν συμπαρακάθηται καὶ συμμετέχῃ εἰς συνέδρων μὲ τοὺς γέροντας κατοίκους τοῦ τόπου. |
24 σινδόνας ἐποίησε καὶ ἀπέδοτο τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δὲ τοῖς Χαναναίοις. | 24 Αυτή κατασκευάζει σινδόνας, τας οποίας πωλεί στους Φοίνικας. Κατασκευάζει και ζώνας, τας οποίας πωλεί στους Χαναναίους. | 24 Κατεσκεύασε σινδόνια καὶ τὰ ἐπώλησεν εἰς ἐμπόρους Φοίνικας, ζώνας δὲ καὶ ἐμπροσθέλλας εἰς τοὺς μεταπράτας ἐμπόρους Χαναναίους. |
25 ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις. | 25 Ετσι αυτή με την εργασίαν και την καλήν συμπεριφοράν της αποκτά δύναμιν και ευπρεπή εμφάνισιν. Ευφραίνεται όλας τας ημέρας της ζωής της και πολύ περισσότερον θα ευφρανθή κατά τας ημέρας των γηρατείων της. | 25 Ἐνεδύθη δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ ἀξιοπρέπειαν καὶ κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς της ἐδοκίμασεν εὐφροσύνην καὶ εὐτυχίαν. |
26 στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως καὶ ἐννόμως, καὶ τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς. | 26 Ανοίγει το στόμα της, δια να ομιλή πάντοτε μετά προσοχής, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού· έχει θέσει τάξιν εις τα λόγια του στόματός της. | 26 Προκειμένου νὰ ὁμιλήσῃ, ἀνοίγει τὸ στόμα της μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ περισκέψιν, ὥστε οἱ λόγοι τῆς προσλαμβάνουν κῦρος καὶ χρωματισμὸν νόμου, καὶ στολίζει τὴν γλῶσσαν της μὲ τάξιν καὶ σύνεσιν. |
27 στεγναὶ διατριβαὶ οἴκων αὐτῆς, σῖτα δὲ ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγε. | 27 Το σπίτι της είναι στεγνό, χωρίς υγρασίαν και σταλάγματα της βροχής· είναι αναπαυτικό. Ψωμί οκνηρίας και τεμπελιάς δεν έφαγε ποτέ. | 27 Τὸ σπίτι της, ὅπου μένει, εἶναι στεγνόν, ἀναπαυτικὸν καὶ δὲν στάζει, ὅταν βρέχῃ. Ψωμὶ δὲ ὀκνηρίας καὶ κακοζυμωμένον δὲν ἔφαγε. |
28 τὸ στόμα δὲ ἀνοίγει σοφῶς καὶ νομοθέσμως, ἡ δὲ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ ἐπλούτησαν, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν. | 28 Ανοίγει το στόμα της και ομιλεί με σοφίαν και σύνεσιν, σύμφωνα με τους θείους και ανθρωπίνους νόμους. Ευλογήθηκε από τον Θεόν φιλανθρωπία και η καλωσύνη της. Και χάρις εις την ευλογίαν του Κυρίου ανέστησε τα τέκνα της. Αυτά επλούτησαν και ο σύζυγός της την επήνεσε και της είπε· | 28 Τὸ στόμα της δὲ τὸ ἀνοίγει μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν καὶ ὅσα λέγει, εἶναι ὡσὰν νόμοι, ἡ δὲ καλωσύνη της πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἔγινε αἰτία εὐλογίας πολλῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μεγαλώσῃ καὶ ἀποκαταστήσῃ πλούσια τὰ παιδιά της· καὶ ὁ σύζυγός της τῆς ἀπηύθυνε τὰ κάτωθι ἐγκώμια. |
29 Πολλαὶ θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαὶ ἐποίησαν δύναμιν, σὺ δὲ ὑπέρκεισαι καὶ ὑπερῇρας πάσας. | 29 “Ω σύντροφε της ζωής μου, πολλαί γυναίκες απέκτησαν πλούτον με την ικανότητά των, πολλαί απέκτησαν δύναμιν μέσα εις την κοινωνίαν, συ όμως έχεις ξεπεράσει όλας”. | 29 Ὦ καλὴ καὶ πολύτιμε σύντροφε τῆς ζωῆς μου· πολλαῖ γυναῖκες ἀπέκτησαν πλούτη μὲ τὴν ἱκανότητά των· πολλαὶ ἀπέκτησαν δύναμιν καὶ ὑπόληψιν μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν, σὺ ὅμως τὰς ὑπερέβαλες ὅλας. |
30 ψευδεῖς ἀρέσκειαι καὶ μάταιον κάλλος γυναικός· γυνὴ γὰρ συνετὴ εὐλογεῖται, φόβον δὲ Κυρίου αὕτη αἰνείτω. | 30 Αι φιλαρέσκειαι της γυναικός είναι ψεύτικα πράγματα και το κάλλος της είναι προσωρινόν και παροδικόν. Διότι μόνον η συνετή και φρονιμος γυναίκα ευλογείται από τον Θεόν. Ας υμνά δε αυτή και ας δοξάζη τον φόβον του Κυρίου. | 30 Ψεύτικον πρᾶγμα εἶναι ἡ φιλαρέσκεια καὶ ματαιότης τὸ σωματικὸν κάλλος τῆς γυναικός, διότι μόνον ἡ φρόνιμη γυναῖκα ἐπαινεῖται, τὸν δὲ φόβον τοῦ Θεοῦ ἂς ὑμνῇ καὶ ἂς δοξάζῃ αὐτή, διότι πᾶν ὅ,τι ἔχει, τὸ ἔχει ἀπὸ τὸν Θεόν. |
31 δότε αὐτῇ ἀπὸ καρπῶν χειλέων αὐτῆς, καὶ αἰνείσθω ἐν πύλαις ὁ ἀνὴρ αὐτῆς. | 31 Επαινέσατε και σεις μίαν τέτοιαν δραστηρίαν και σοφήν γυναίκα. Δικαιον είναι και ο σύζυγός της να εγκωμιάζεται δι' αυτήν εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όπου γίνονται αι συγκεντρώσεις. | 31 Εἴπατε καὶ σεῖς διὰ τὴν γυναῖκα αὐτὴν καλὰ καὶ ἐπαινετικὰ λόγια, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὴ εἶπε διὰ σᾶς. Ἐγκωμιάσατέ την καὶ ἐπαινέσατέ την, καὶ ὁ ἄνδρας της χάριν αὐτῆς ἂς ὑμνῆται καὶ ἂς ἐγκωμιάζεται εἰς τοὺς τόπους τῶν δημοσίων συγκεντρώσεων. |