Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 (ΚΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΦΕΥΓΕΙ ἀσεβὴς μηδενὸς διώκοντος, δίκαιος δὲ ὥσπερ λέων πέποιθε. 1 Φεύγει πανικόβλητος ο ασεβής, χωρίς να υπάρχη κανείς, που να τον καταδιώκη. Ο δε δίκαιος, ωσάν λέων απτόητος, μένει ακλόνητος εις ώραν κινδύνου έχων πεποίθησιν στο δίκαιον του και την συμπαράστασιν του Θεού. 1 Ο ἀσεβὴς καὶ ἔνοχος φεύγει τρομαγμένος, χωρὶς νὰ τὸν καταδιώκῃ κανείς, διότι τὸν ἐλέγχει σφοδρῶς ἡ συνείδησίς του· ἐνῷ ὁ δίκαιος σὰν λεοντάρι ἔχει πεποίθησιν εἰς τὴν ἀθωότητά του καὶ δι’ αὐτὸ ἀντιμετωπίζει μὲ γενναιότητα καὶ ψυχραιμίαν πάντα κίνδυνον.
2 δι᾿ ἁμαρτίας ἀσεβῶν κρίσεις ἐγείρονται, ἀνὴρ δὲ πανοῦργος κατασβέσει αὐτάς. 2 Εξ αιτίας των αμαρτιών και παρανομιών, τας οποίας διαπράττουν οι ασεβείς, συγκροτούνται δικαστήρια και γίνονται δίκαι. Αλλά ο εξυπνος και συνετός άνθρωπος θα κατασβήση τας αιτίας και θα προλάβη τας δίκας. 2 Διὰ τὴν κακίαν καὶ τὰς παρεκτροπῆς τῶν ἀσεβῶν συγκροτοῦνται δικαστήρια καὶ ἐκδίδονται δικαστικαὶ ἀποφάσεις, ὁ ἔξυπνος ὅμως καὶ συνετὸς ἄνθρωπος θὰ κατασβήσῃ τὰς αἰτίας ὅλων αὐτῶν καὶ θὰ προλάβῃ τὰς δικαστικὰς ἀποφάσεις.
3 ἀνδρεῖος ἐν ἀσεβείαις συκοφαντεῖ πτωχούς. ὥσπερ ὑετὸς λάβρος καὶ ἀνωφελής, 3 Ο ασεβής άνθρωπος, θρασύς και εκβιαστής, καταπιέζει τους πτωχούς και αδυνάτους. Οπως η ορμητική βροχή είναι ανωφελής μάλλον δε και επιβλαβής, 3 Ἄνθρωπος θρασὺς καὶ ἀχαλίνωτος εἰς τὸ κακὸν δὲν δυσκολεύεται νὰ ἀδικήσῃ καὶ νὰ συκοφαντήσῃ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Ὅπως ἡ ραγδαία καὶ θυελλώδης βροχὴ εἶναι ὄχι μόνον ἀνωφελής, ἀλλὰ καὶ καταστρεπτική,
4 οὕτως οἱ ἐγκαταλείποντες τὸν νόμον ἐγκωμιάζουν ἀσέβειαν, οἱ δὲ ἀγαπῶντες τὸν νόμον περιβάλλουσιν ἑαυτοῖς τεῖχος. 4 έτσι και αυτοί, που εγκαταλείπουν και καταπατούν τον νόμον του Θεού, επαινούν την ασέβειαν, δια να δικαιολογήσουν τον εαυτόν των. Εκείνοι όμως, που αγαπούν και τηρούν τον νόμον του Θεού, είναι σαν να ανεγείρουν ολόγυρά των τείχος απόρθητον. 4 ἔτσι καὶ ὅσοι παραβαίνουν τὸν θεῖον νόμον, διὰ να δικαιολογήσουν τὰς παρανομίας των, ἐκθειάζουν τὴν ἀσέβειαν. Ἐνῷ ὅσοι ἀγαποῦν καὶ τηροῦν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, κτίζουν γύρω των τεῖχος ἰσχυρὸν καὶ αἰώνιον.
5 ἄνδρες κακοὶ οὐ νοήσουσι κρίμα, οἱ δὲ ζητοῦντες τὸν Κύριον συνήσουσιν ἐν παντί. 5 Οι κακοί άνθρωποι δεν ημπορούν να εννοήσουν και να εκφέρουν δίκαιον κρίσιν. Οσοι όμως επιζητούν και ευρίσκουν τον Κυριον, θα γίνουν σοφοί και θα κρίνουν ορθώς εις όλα τα ζητήματα. 5 Ἄνθρωποι κακοὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ κρίνουν ὀρθῶς, ἐνῷ, ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Κύριον, εἶναι εἰς θέσιν νὰ διακρίνουν εἰς κάθε περίστασιν τὸ πρέπον, διότι ἔχουν φωτισμένον τὸ παρατηρητικὸν τῆς ψυχῆς των.
6 κρείσσων πτωχὸς πορευόμενος ἐν ἀληθείᾳ, πλουσίου ψευδοῦς. 6 Ανώτερος και προτιμότερος είναι ο πτωχός, ο οποίος πορεύεται τον δρόμον της αληθείας και της αρετής, από τον ψευδολόγον πλούσιον. 6 Εἶναι ἀνώτερος ὁ πτωχός, ὁ ὁποῖος βαδίζει μὲ ἁπλότητα καὶ ἀλήθειαν, ἀπὸ ἕνα πλούσιον ψεύστην καὶ δόλιον.
7 φυλάσσει νόμον υἱὸς συνετός, ὃς δὲ ποιμαίνει ἀσωτίαν ἀτιμάζει πατέρα. 7 Ο φρόνιμος και συνετός υιός τηρεί τον νόμον του Θεού και τας συμβουλάς του πατρός του. Ενῷ εκείνος, που βόσκει εις κάθε ασωτίαν, εξευτελίζει τον πατέρα του. 7 Ὁ φρόνιμος καὶ συνετὸς υἱὸς φυλάσσει τὸν θεῖον νόμον, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι βοσκὸς τῆς ἀσωτίας, ὁ ἔκδοτος δηλαδὴ καὶ διεφθαρμένος, ἀτιμάζει τὸν πατέρα του.
8 ὁ πληθύνων τὸν πλοῦτον αὐτοῦ μετὰ τόκων καὶ πλεονασμῶν, τῷ ἐλεῶντι πτωχοὺς συνάγει αὐτόν. 8 Εκείνος που αυξάνει τον πλούτον του, δανείζων με υπερόγκους τόκους και με αχόρταστον επιθυμίαν, εις την πραγματικότητα τα μαζεύει δι' εκείνον, που ελεεί τους πτωχούς. 8 Ἐκεῖνος ποὺ αὐξάνει τὸν πλοῦτον μὲ τόκους καὶ μὲ ἀπόκτησιν περισσοτέρων ἀπὸ τὰ δανεισθέντα τρόφιμα, τὸν αὐξάνει καὶ τὸν μαζεύει δι’ ἐκεῖνον ποὺ ἐλεεῖ τοὺς πτωχούς, εἰς τὸν ὁποῖον κάποτε θὰ περιέλθουν ὅλα αὐτά.
9 ὁ ἐκκλίνων τὸ οὖς αὐτοῦ μὴ εἰσακοῦσαι νόμου, καὶ αὐτὸς τὴν προσευχὴν αὐτοῦ ἐβδέλυκται. 9 Βδελυκτή και αποκρουστική είναι ενώπιον του Θεού η προσευχή εκείνου, ο οποίος γυρίζει αλλού το αυτί του, δια να μη ακούση και δεχθή τον θείον νόμον. 9 Ὁ Θεὸς βδελύσσεται καὶ ἀποστρέφεται τὴν προσευχὴν ἐκείνου, ποὺ ἀποσύρει περιφρονητικῶς τὸ αὐτί του διὰ νὰ μὴ ἀκούσῃ τὸν θεῖον νόμον.
10 ὃς πλανᾷ εὐθεῖς ἐν ὁδῷ κακῇ, εἰς διαφθορὰν αὐτὸς ἐμπεσεῖται· οἱ δὲ ἄνομοι διελεύσονται ἀγαθά, καὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς αὐτά. 10 Ανθρωπος, ο οποίος παραπλανά τους ειλικρινείς και αθώους εις δρόμους ζωής κακούς, αυτός θα περιπέση εις όλεθρον και καταστροφήν. Οι παραβάται του θείου νόμου θα περάσουν πλησίον από τα αγαθά, δεν θα εισέλθουν όμως εις αυτά, δια να τα απολαύσουν. 10 Ἐκεῖνος ποὺ ἀποπλανᾷ τοὺς ἀθώους καὶ τοὺς παρασύρει εἰς τὸν κακὸν δρόμον, αὐτὸς θὰ πέσῃ μέσα εἰς καταστροφήν. Οἱ παραβάται τοῦ θείου νόμου θὰ περάσουν δίπλα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ καὶ δὲν θὰ τὰ ἀπολαύσουν (ὅπως ἀκριβῶς ἐπλανῶντο καὶ οἱ Ἑβραῖοι ἐπὶ 40 ἔτη μέσα εἰς τὴν ἔρημον, χωρὶς ὅμως νὰ ἀξιωθοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας).
11 σοφὸς παρ᾿ ἑαυτῷ ἀνὴρ πλούσιος, πένης δὲ νοήμων καταγνώσεται αὐτοῦ. 11 Ο επηρμένος δια τα πλούτη του πλούσιος έχει μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του και τον θεωρεί σοφόν. Ο μυαλωμένος όμως και ενάρετος πτωχός έχει την ικανότητα, να διακριβώση σφάλματα και να διατυπώση κατηγορίας εναντίον αυτού. 11 Ὁ πλούσιος φαντάζεται τὸν ἑαυτόν του ἔξυπνον, ὁ πτωχὸς ὅμως ὁ μυαλωμένος καὶ ταπεινὸς θὰ ἀποβῇ μὲ τὰ διδάγματά του καὶ τὸν συμμαζευμένον βίον του κατήγορος τοῦ πλουσίου, τὸν ὁποῖον καὶ θὰ καταισχύνῃ.
12 διὰ βοήθειαν δικαίων πολλὴν γίνεται δόξα, ἐν δὲ τόποις ἀσεβῶν ἁλίσκονται ἄνθρωποι. 12 Με την βοήθειαν, που παρέχουν οι δίκαιοι, μεγάλη δόξα έρχεται εις αυτούς και εις την πατρίδα των. Εκεί όμως που ζουν και κυριαρχούν οι ασεβείς, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται πολλοί άνθρωποι. 12 Λόγῳ τῆς βοηθείας, ποὺ παρέχουν οἱ δίκαιοι, ὅταν κυβερνοῦν τὴν χώραν των, δοξάζεται ὁ τόπος των, ἐνῷ εἰς τοὺς τόπους, ὅπου κυριαρχοῦν οἱ ἀσεβεῖς, συλλαμβάνονται, φυλακίζονται, ἐξορίζονται ἢ φονεύονται ἀθῶοι ἄνθρωποι, καὶ βασιλεύει ἡ ἀδικία καὶ ἡ δυστυχία.
13 ὁ ἐπικαλύπτων ἀσέβειαν ἑαυτοῦ οὐκ εὐοδωθήσεται, ὁ δὲ ἐξηγούμενος ἐλέγχους ἀγαπηθήσεται. 13 Εκείνος, που σκεπάζει τα αμαρτήματά του και δεν τα παραδέχεται ούτε τα ομολογεί δεν θα ευοδωθή εις τα έργα του. Εξ αντιθέτου εκείνος, που τα ομολογεί και είναι πρόθυμος να δεχθή ελέγχους, θα αγαπηθή από τον Θεόν. 13 Ἐκεῖνος ποὺ σκεπάζει καὶ κρύπτει τὰς ἁμαρτίας του καὶ δὲν ζητεῖ συγχώρησιν δι' αὐτάς, δὲν θὰ προκόψῃ οὔτε ὑλικῶς οὔτε πνευματικῶς, ἐνῷ ὅποιος τὰς ὁμολογεῖ καὶ τὰς ἀναγνωρίζει, θὰ συγχωρηθῇ καὶ θὰ ἀγαπηθῇ ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα Θεόν.
14 μακάριος ἀνήρ, ὃς καταπτήσσει πάντα δι᾿ εὐλάβειαν, ὁ δὲ σκληρὸς τὴν καρδίαν ἐμπεσεῖται κακοῖς. 14 Ευτυχής είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος εις όλας τας περιπτώσεις της ζωής του, από πολλήν προς τον Θεόν ευλάβειαν φοβείται μήπως παρασυρθή εις αμαρτίαν. Ο δε σκληροκάρδιος και θρασύς θα περιπέση εις πολλάς συμφοράς. 14 Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ εὐλάβειαν πρὸς τὸν Θεὸν φοβεῖται εἰς ὅλα του μήπως ἁμαρτήσῃ, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι σκληροκάρδιος καὶ ἀμετανόητος, θὰ περιέλθῃ εἰς πολλὰ δεινὰ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας του καὶ σκληρότητός του.
15 λέων πεινῶν καὶ λύκος διψῶν, ὃς τυραννεῖ, πτωχὸς ὤν, ἔθνους πενιχροῦ. 15 Ο πτωχός και άσημος, όταν αναλάβη την εξουσίαν επί ενός αδυνάτου και πτωχού έθνους, γίνεται σκληρός και επιθετικός, σαν τον πεινασμένον λέοντα και τον διψασμένον λύκον. 15 Εἰς τὸ μικρὸν καὶ δυστυχισμένον ἔθνος ὁ πτωχὸς τύραννος καὶ ἄρχων θὰ ἐπιπέσῃ κατὰ τῶν ὑπηκόων του σὰν λιοντάρι πεινασμένον καὶ λύκος διψασμένος, ἀπομυζῶν μὲ ἀβαστάκτους φορολογίας τὰς οἰκονομίας των, διὰ νὰ πλουτήσῃ ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸ αἷμα των.
16 βασιλεὺς ἐνδεὴς προσόδων μέγας συκοφάντης, ὁ δὲ μισῶν ἀδικίαν μακρὸν χρόνον ζήσεται. 16 Ασεβής βασιλεύς με πτωχά εισοδήματα καταντά μεγάλος εκβιαστής και ληστής του λαού του. Εξ αντιθέτου ευσεβής βασιλεύς, έστω και πτωχός, που μισεί όμως την αδικίαν, θα βασιλεύση επί πολύν χρόνον στον λαόν του, διότι είναι αγαπητός. 16 Βασιλεὺς μὲ εἰσοδήματα μικρὰ εἶναι μέγας ἐκβιαστὴς καὶ συκοφάντης τοῦ λαοῦ του, ζητῶν μὲ ψευδεῖς κατηγορίας νὰ λῃστεύῃ τοὺς ὑπηκόους του, δὲν θὰ παραμείνῃ ἐπὶ πολὺ εἰς τὴν ἀρχὴν διότι θὰ καταστῇ λαομίσητος. Ἐνῷ ὁ βασιλεὺς ποὺ μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται τὴν ἀδικίαν καὶ τοὺς ἐκβιασμούς, θὰ βασιλεύσῃ χρόνια πολλά, διότι εἶναι λαοφιλής.
17 ἄνδρα τὸν ἐν αἰτίᾳ φόνου ὁ ἐγγυώμενος, φυγὰς ἔσται καὶ οὐκ ἐν ἀσφαλείᾳ. 17α παίδευε υἱὸν καὶ ἀγαπήσει σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ σῆ ψυχῇ· οὐ μὴ ὑπακούσει ἔθνει παρανόμῳ. 17 Εκείνος, που αναλαμβάνει και προστατεύει άνθρωπον καταδιωκόμενον δια φόνον, θα καταντήση ο ίδιος φυγάς και εξόριστος και δεν θα αισθάνεται τον εαυτόν του εν ασφαλεία. 17α Παιδαγώγησε και μόρφωσε τον υιόν σου μέ στοργήν και με αυστηρότητα και θα σε αγαπήση. Θα είναι στόλισμα και δόξα εις σέ. Δεν θα υπακούση και δεν θα παρασυρθή εις συμβουλάς παρανόμων ανθρώπων και λαών. 17 Ὅποιος ἀναλαμβάνει νὰ προστατεύσῃ ἕνα φονιᾶ, δὲν θὰ αἰσθάνεται οὔτε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του ἀσφαλῆ διὰ τὴν πρᾶξιν του αὐτήν, ἐξ αἰτίας δὲ τῆς ἐναντίον του κατακραυγῆς θὰ ἀναγκασθῇ νὰ φύγῃ. 17α Ἀνάθρεψε καὶ παιδαγώγησε μὲ αὐστηρὰς ἀρχὰς τὸ παιδί σου, καὶ αὐτὸ θὰ σὲ ἀγαπήσῃ καὶ θὰ εἶναι στόλισμα εἰς τὴν ζωὴν καὶ εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ δὲν θὰ παρασυρθῇ ποτὲ ἀπὸ ἔθνος παράνομον, ὥστε νὰ γίνῃ προδότης τῆς πατρίδος του.
18 ὁ πορευόμενος δικαίως βεβοήθηται, ὁ δὲ σκολιαῖς ὁδοῖς πορευόμενος ἐμπλακήσεται. 18 Εκείνος, που πορεύεται με δικαιοσύνην και τιμιότητα, θα έχη ασφαλή και βεβαίαν την βοήθειαν από τον Θεόν. Ενῷ εκείνος, που βαδίζει σκολιούς και διεστραμμένους δρόμους, θα περιπέση εις παγίδας, θα εμπλακή εις δίκτυα συμφορών. 18 Ὅποιος βαδίζει τίμια καὶ μὲ εἰλικρίνειαν, αὐτὸς ἔχει τὸν Θεὸν βοηθόν του, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει δρόμους κακούς, θὰ ἐμπλακῇ εἰς παγίδας καὶ δίκτυα ὀλέθρια.
19 ὁ ἐργαζόμενος τὴν ἑαυτοῦ γῆν πλησθήσεται ἄρτων, ὁ δὲ διώκων σχολὴν πλησθήσεται πενίας. 19 Εκείνος, που εργάζεται με επιμέλειαν τους αγρούς του, θα χορτάση από ψωμί και από αλλά αγαθά. Εκείνος όμως, που επιδιώκει πονηρίαν και νωθρότητα, θα γεμίση από πτωχείαν και στέρησιν. 19 Ὅποιος δουλεύει καὶ καλλιεργεῖ τὰ χωράφια του, θὰ χορτάσῃ ψωμί, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἀργίαν καὶ ἀποφεύγει τοὺς κόπους τῆς ἐργασίας, θὰ χορτάσῃ ἀπὸ πεῖναν καὶ φτώχεια.
20 ἀνὴρ ἀξιόπιστος πολλὰ εὐλογηθήσεται, ὁ δὲ κακὸς οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται. 20 Ανθρωπος έντιμος και αξιόπιστος θα έχη πολλάς ευλογίας εκ μέρους του Θεού, επαίνους δε εκ μέρους των ανθρώπων. Ενῷ ο κακός δεν θα μείνη ατιμώρητος. 20 Ὁ κατὰ πάντα εὐθὺς καὶ ἀξιόπιστος ἄνθρωπος θὰ εὐλογηθῇ πλουσίως καὶ θὰ ἐπαινεθῇ τόσον ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ ὁ κακὸς δὲν θὰ μείνῃ ἀτιμώρητος, ἀλλὰ θὰ πάθῃ πολλά.
21 ὃς οὐκ αἰσχύνεται πρόσωπα δικαίων, οὐκ ἀγαθός· ὁ τοιοῦτος ψωμοῦ ἄρτου ἀποδώσεται ἄνδρα. 21 Ο δικαστής, που δεν σέβεται και δεν εκτιμά τους δικαίους και το δίκαιόν των, αλλά μεροληπτεί εναντίον των εις την απόδοσιν δικαιοσύνης, είναι ανέντιμος και ανάξιος δικαστής. Αυτός, διεφθαρμένος ψυχικώς, είναι ικανός για ένά κομμάτι ψωμί να καταδικάση αθώον. 21 Ὁ δικαστὴς ποὺ δὲν ἐκτιμᾷ τὰς προσωπικότητας τῶν δικαίων καὶ τοὺς καταδικάζει, ἐνῷ εἶναι ἀθῶοι, μεροληπτεῖ δὲ ὑπὲρ τοῦ ἰσχυροῦ ἀσεβοῦς, εἶναι ἀνάξιος δικαστής. Αὐτὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ καταδικάσῃ ἄνθρωπον δι’ ἕνα κομμάτι ψωμί.
22 σπεύδει πλουτεῖν ἀνὴρ βάσκανος, καὶ οὐκ οἶδεν ὅτι ἐλεήμων κρατήσει αὐτοῦ. 22 Σπεύδει ο άπληστος και φθονερός άνθρωπος να αποκτήση πλούτη, δεν γνωρίζει όμως ότι ο ελεήμων θα κυριαρχήση επάνω εις αυτόν και θα πάρη υπό την εξουσίαν του τα πλούτη του. 22 Ὁ ἄπιστος καὶ φθονερὸς ἄνθρωπος βιάζεται νὰ πλουτήσῃ καὶ δὲν γνωρίζει, ὅτι ἄνθρωπος ἐλεήμων θὰ λάβῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του αὐτὸν καὶ τὰ πλούτη του.
23 ὁ ἐλέγχων ἀνθρώπου ὁδοὺς χάριτας ἕξει μᾶλλον τοῦ γλωσσοχαριτοῦντος. 23 Περισσότερον άξιος ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών είναι ο άνθρωπος, ο οποίος έχει το θάρρος να ελέγχη προς διόρθωσιν, από εκείνον ο οποίος έχει γλώσσαν με χαριτωμένα αστεία και ευχάριστα, ανωφελή όμως, λόγια. 23 Ὅποιος ἐλέγχει καὶ μὲ τὰς ὑποδείξεις του ἐπιδιώκει νὰ διορθώσῃ τὸν παρεκτραπέντα συνάνθρωπόν του, εἶναι ἄξιος περισσοτέρας εὐγνωμοσύνης, ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος χαριτολογεῖ κατὰ κόσμον καὶ λέγει λόγια εὐχάριστα.
24 ὃς ἀποβάλλεται πατέρα ἢ μητέρα, καὶ δοκεῖ μὴ ἁμαρτάνειν, οὗτος κοινωνός ἐστιν ἀνδρὸς ἀσεβοῦς. 24 Εκείνος, που διώχνει από το σπίτι του τον πατέρα του η την μητέρα του και έχει την ιδέαν ότι δεν αμαρτάνει, είναι εις την πραγματικότητα όμοιος με τον άνθρωπον εκείνον, που φέρεται με ασέβειαν και αχαριστίαν απέναντι του Θεού. 24 Ὅποιος διώχνει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα ἡ μητέρα καὶ νομίζει ὅτι δὲν ἁμαρτάνει, αὐτὸς δὲν διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀσεβεῖ εἰς τὸν Θεόν.
25 ἄπιστος ἀνὴρ κρίνει εἰκῆ, ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ Κύριον ἐν ἐπιμελείᾳ ἔσται. 25 Ο άπιστος προς τον Θεόν άνθρωπος κρίνει με επιπολαιότητα, εικήι και ως έτυχεν. Ενῷ εκείνος, ο οποίος πιστεύει στον Θεόν, κρίνει με πολλήν προσοχήν και επιμέλειαν. 25 Ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος ὡς στερούμενος εὐσυνειδησίας κρίνει ἐπιπολαίως καὶ ὅπως τύχη, ὅποιος ὅμως πιστεύει εἰς τὸν Θεόν, ἐπειδὴ θὰ κρίνῃ προσεκτικά, θὰ διατελῇ ὑπὸ τὴν θείαν φροντίδα καὶ προστασίαν.
26 ὃς πέποιθε θρασείᾳ καρδίᾳ, ὁ τοιοῦτος ἄφρων· ὃς δὲ πορεύεται σοφίᾳ σωθήσεται. 26 Εκείνος, που έχει πεποίθησιν και στηρίζεται εις θρασείαν και σκληράν καρδίαν, είναι ασύνετος. Εκείνος όμως που προχωρεί στον δρόμον της ζωής του με σύνεσιν θα σωθή. 26 Ὅποιος στηρίζεται εἰς τὴν ὑπερήφανον καὶ ἀγέρωχον καρδίαν, εἴτε τὴν ἰδικήν του εἴτε τῶν ἄλλων, εἶναι ἀνόητος. Ὅποιος ὅμως βαδίζει μὲ τὴν σύνεσιν, ποὺ ἐμπνέει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ τήρησις τοῦ θείου νόμου, θὰ σωθῇ.
27 ὃς δίδωσι πτωχοῖς, οὐκ ἐνδεηθήσεται, ὃς δὲ ἀποστρέφει τὸν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ, ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ ἔσται. 27 Οποιος δίδει στους φτωχούς, δεν θα στερηθή και δεν θα φτωχύνη. Εξ αντιθέτου εκείνος, ο οποίος με ασπλαγχνίαν γυρίζει το μάτι του μακρυά από τον πτωχόν, θα περιέλθη εις μεγάλην ανέχειαν και πτωχείαν. 27 Ὅποιος δίδει εἰς τοὺς πτωχούς, δὲν θὰ πτωχύνῃ ποτέ, ἐνῷ τοὐναντίον ἐκεῖνος, ποὺ ἀποστρέφει μὲ ἀσπλαγχνίαν τὰ μάτια του ἀπὸ τὸν πτωχόν, θὰ καταντήσῃ μίαν ἡμέραν εἰς μεγάλην ἀνέχειαν καὶ στέρησιν.
28 ἐν τόποις ἀσεβῶν στένουσι δίκαιοι, ἐν δὲ τῇ ἐκείνων ἀπωλείᾳ πληθυνθήσονται δίκαιοι. 28 Εις χώρας, όπου κυριαρχούν οι ασεβείς, υποφέρουν και στενάζουν οι δίκαιοι. Οταν όμως εξαφανισθούν οι ασεβείς, τότε θα πληθυνθούν και θα ευτυχήσουν οι δίκαιοι. 28 Εἰς ὅποιο μέρος κυριαρχοῦν οἱ ἀσεβεῖς, ἐκεῖ ὑποφέρουν καὶ στενάζουν οἱ δίκαιοι· ἐὰν ὅμως οἱ ἀσεβεῖς ἐκλείψουν καὶ φύγουν ἀπὸ τὴν μέσην, τότε οἱ δίκαιοι θὰ εὐτυχοῦν, θὰ προοδεύουν καὶ θὰ πληθύνωνται.