Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΙΕ, ἐὰν ἐγγυήσῃ σὸν φίλον, παραδώσεις σὴν χεῖρα ἐχθρῷ· 1 Παιδί μου, εάν δώσης εγγύησιν δια κάποιο χρέος φίλου σου η γνωστού σου, θα δώσης το χέρι σου στον εχθρόν σου, δια να σε πιάση. 1 Παιδί μου, ἐὰν γίνῃς ἐγγυητὴς εἰς χρέος φίλου ἢ γνωστοῦ σου, θὰ παραδώσῃς τὸ χέρι σου εἰς ἐχθρόν, ὁποῖος θὰ ἀποβῂ ὁ φίλος σου, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ εὑρεθῇ εἰς ἀδυναμίαν νὰ ἐξοφλήσῃ αὐτὸς τὸ χρέος του.
2 παγὶς γὰρ ἰσχυρὰ ἀνδρὶ τὰ ἴδια χείλη, καὶ ἁλίσκεται χείλεσιν ἰδίου στόματος. 2 Διότι παγίδα τρομερά γίνεται στον άνθρωπον το δικό του το στόμα, με το οποίον έδωσε την εγγύησιν. Πιάνεται δε εις την παγίδα αυτήν με τα χείλη του, τα οποία έδωσαν την υπόσχεσιν. 2 Διότι εἰς τὸν ἄνθρωπον γίνεται τρομερὴ παγίδα τὸ ἴδιόν του στόμα, μὲ τὸ ὁποῖον ἔδωκε τὴν ὑπόσχεσιν τῆς ἐγγυήσεως. Πιάνεται δὲ εἰς τὴν παγίδα αὐτὴν μὲ τὰ χείλη τοῦ ἰδικοῦ του στόματος, τὰ ὁποῖα ἔδωκαν τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν.
3 ποίει, υἱέ, ἃ ἐγώ σοι ἐντέλλομαι, καὶ σώζου· ἥκεις γὰρ εἰς χεῖρας κακῶν διὰ σὸν φίλον. ἴσθι μὴ ἐκλυόμενος, παρόξυνε δὲ καὶ τὸν φίλον σου, ὃν ἐνεγγυήσω. 3 Πράττε, παιδί μου, αυτά, που εγώ σου παραγγέλλω, και έτσι θα σώζης τον εαυτόν σου. Διότι άλλως θα έχης πέσει εις τα χέρια κακοποιών εξ αιτίας της εγγυήσεως, που έδωσες δια τον φίλον σου. Μη χάνης όμως το θάρρος σου και μη παραλύης εξ αιτίας της ακρίτου εγγυήσεώς σου, αλλά να ενοχλής διαρκώς δια το χρέος τον φίλον σου, δια τον οποίον συ έδωσες εγγύησιν. 3 Κάμε, παιδί μου, ὅσα ἐγὼ σοῦ παραγγέλλω, καὶ σῶζε τὸν ἑαυτόν σου· διότι θὰ πέσῃς εἰς τὰ χέρια κακῶν ἀνθρώπων, θὰ ἐμπλακῇς εἰς δικαστήρια καὶ περιπετείας χάριν τοῦ γνωστοῦ σου, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγγυήθης. Μιὰ φορὰ ὅμως ποὺ ἔγινες ἐγγυητής, μὴ χάνῃς τὸ θάρρος σου καὶ μὴ ἀπελπίζεσαι, ἀλλ’ ἐνόχλει διαρκῶς τὸν γνωστόν σου, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγγυήθης, νὰ δώσῃ τὰ ὀφειλόμενα.
4 μὴ δῷς ὕπνον σοῖς ὄμμασι, μηδὲ ἐπινυστάξῃς σοῖς βλεφάροις, 4 Μη δώσης ύπνον εις τα μάτια σου, ούτε να νυστάξουν και κλείσουν τα βλέφαρά σου, να μη ησυχάσης έως ότου απαλλαγής από την εγγύησιν αυτήν · 4 Διὰ τὸ ζήτημα δὲ αὐτὸ μὴ δώσῃς ὕπνον εἰς τὰ μάτια σου, οὔτε νὰ ἀφήσῃς τὰ βλέφαρά σου νὰ νυστάξουν. Νὰ μὴ ἠσυχάσῃς, ἕως ὅτου ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσιν τῆς ἐγγυήσεως,
5 ἵνα σώζῃ ὥσπερ δορκὰς ἐκ βρόχων καὶ ὥσπερ ὄρνεον ἐκ παγίδος. 5 δια να γλυτώσης έτσι, όπως η δορκάς γλυτώνει με την οξυδέρκειάν της από τους βρόχους, όπως το πουλί πετά ψηλά και σώζεται από την παγίδα. 5 διὰ νὰ γλυτώσῃς, ὅπως τὸ ζαρκάδι σώζεται μὲ τὴν ὀξυδέρκειάν του ἀπὸ τοὺς βρόχους καὶ τὶς θηλειὲς τοῦ κυνηγοῦ, καὶ ὅπως τὸ πουλί, τὸ ὁποῖον πετᾷ ὑψηλὰ καὶ σώζεται ἀπὸ τὴν παγίδα.
6 ῎Ιθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καὶ ζήλωσον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος· 6 Συ δέ, ω οκνηρέ άνθρωπε, πήγαινε στον μύρμηκα και, αφού ίδης τους τρόπους της ζωής του και την εργατικότητά του, να του ζηλεύσης και να του μιμηθής την εργατικότητα. Μάλλον δε συ, ο λογικός άνθρωπος, να γίνης περισσότερον από εκείνον εργατικός. 6 Πήγαινε πρὸς τὸν μύρμηκα, ὀκνηρὲ ἄνθρωπε, καὶ ἀφοῦ παρατηρήσῃς προσεκτικὰ τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς του, νὰ τοὺς ζηλεύσῃς καὶ νὰ τοὺς μιμηθῇς καὶ νὰ γίνῃς περισσότερον ἀπὸ αὐτὸν μυαλωμένος καὶ ἐργατικός.
7 ἐκείνῳ γὰρ γεωργίου μὴ ὑπάρχοντος, μηδὲ τὸν ἀναγκάζοντα ἔχων, μηδὲ ὑπὸ δεσπότην ὤν, 7 Διότι στον μύρμηκα μολονότι δεν υπάρχουν χωράφια προς καλλιέργειαν και δεν έχει κανένα, που να τον εξαναγκάζη προς εργασίαν, και δεν ευρίσκεται υπό τας διαταγάς αυθέντου, 7 Διότι εἰς τὸν μύρμηκα, παρ' ὅλον ὅτι δὲν ὑπάρχουν χωράφια διὰ νὰ τὰ καλλιεργῇ, οὔτε ἔχει κανένα ποὺ νὰ τὸν ἀναγκάζῃ νὰ ἐργασθῇ, οὔτε ἔχει εἰς τὸ κεφάλι του κύριον, ὁ ὁποῖος νὰ τὸν ἐπιβλέπῃ,
8 ἑτοιμάζεται θέρους τὴν τροφὴν πολλήν τε ἐν τῷ ἀμητῷ ποιεῖται τὴν παράθεσιν. ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν καὶ μάθε ὡς ἐργάτις ἐστὶ τήν τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖται· ἦς τοὺς πόνους βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται πρὸς ὑγίειαν προσφέρονται· ποθεινὴ δέ ἐστι πᾶσι καὶ ἐπίδοξος· καί περ οὖσα τῇ ρώμῃ ἀσθενής, τὴν σοφίαν τιμήσασα προήχθη. 8 εν τούτοις ετοιμάζει κατά το διάστημα του θέρους την τροφήν δι' όλον το έτος. Και κατά την εποχήν του θερισμού κάμνει μεγάλην εναποθήκευσιν τροφών. Η πήγαινε προς την μέλισσαν και μάθε, πόσον εργατική και φιλόπονος είναι και πόσην μεγάλην σημασίαν και τιμήν αποδίδει εις την εργασίαν. Της μελίσσης τους κόπους, δηλαδή το μέλι, βασιλείς και ιδιώται το τρώγουν ευχαρίστως ως προσφερόμενον και εις εξυπηρέτησιν της υγείας των. Είναι δε η μέλισσα εις όλους προσφιλής και τιμημένη. Αν και κατά την σωματικήν δύναμιν και αντοχήν είναι ασθενής, εν τούτοις ετιμήθη και εδοξάσθη, διότι επροτίμησε την με τόσην σοφίαν επιτελουμένην εργασίαν της. 8 ἐν τούτοις ἑτοιμάζει καὶ συγκεντρώνει κατὰ τὸ θέρος τὴν τροφὴν ὅλου τοῦ ἔτους καὶ κάμνει πολλὴν προμήθειαν καὶ μεγάλην ἀποθήκευσιν κατὰ τὸν θερισμόν, τοποθετῶν καταλλήλως τὰς ἀπαραιτήτους δι’ ὅλον τὸ ἔτος τροφάς του. Ἢ πήγαινε νὰ παρακολουθήσῃς τὴν μέλισσαν καὶ νὰ μάθῃς πόσον ἐργατικὴ εἶναι καὶ μὲ πόσην προσοχήν, ἐπιμέλειαν καὶ τάξιν ἐκτελεῖ τὴν ἐργασίαν της. Αὐτῆς τῆς μελίσσης τοὺς κόπους, δηλαδὴ τὸ μέλι, τρώγουν ὡς τροφὴν καὶ φάρμακον βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται, διότι τὸ μέλι ἐξυπηρετεῖ τὴν ὑγείαν εἶναι δὲ ἡ μέλισσα ἀξιαγάπητος καὶ δοξασμένη εἰς ὅλους. Διότι, ἂν καὶ εἶναι ἀδύνατη σωματικῶς, ἐν τούτοις ἐτιμήθη καὶ ὑψώθη, διότι ἐπροτίμησε τὸν κόπον τῆς ἐργασίας, τὴν ὁποίαν ἐργάζεται μὲ τόσην τέχνην καὶ σοφίαν.
9 ἕως τίνος, ὀκνηρέ, κατάκεισαι; πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ; 9 Εως πότε, ω οκνηρέ, θα κατάκεισαι ξαπλωμένος στο κρεββάτι; Εως πότε θα κοιμάσαι; Ποτε δε θα σηκωθής από τον ύπνον σου; 9 Ἕως πότε, ὀκνηρέ, θὰ κάθεσαι ξαπλωμένος; Πότε θὰ σηκωθῇς ἀπὸ τὸν ὕπνον;
10 ὀλίγον μὲν ὑπνοῖς, ὀλίγον δὲ κάθησαι, μικρὸν δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζῃ χερσὶ στήθη· 10 Ολίγην ώραν κοιμάσαι, ολίγην ώραν νυστάζεις, ολίγον αγκαλιάζεις τα στήθη σου με σταυρωμένα τα χέρια σου. 10 Ὀλίγην μὲν ὥραν κοιμᾶσαι, ὀλίγον δὲ κάθεσαι, ὀλίγον δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἀγκαλιάζεις τὰ στήθη σου μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια σου.
11 εἶτ᾿ ἐμπαραγίνεταί σοι ὥσπερ κακὸς ὁδοιπόρος ἡ πενία καὶ ἡ ἔνδεια ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς. 11α ἐὰν δὲ ἄοκνος ᾖς, ἥξει ὥσπερ πηγὴ ὁ ἀμητός σου, ἡ δὲ ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς ἀπαυτομολήσει. 11 Και μένεις έτσι αργός και ράθυμος. Επειτα δε από την ράθυμον αυτήν ζωήν, θα έλθη κοντά σου και θα σε ακολουθήση ως κακός συνοδοιπόρος η φτώχεια· η δε ανέχεια ως γρήγορος δρομεύς θα σε συνοδεύη εις την ζωήν σου. 11α Εάν όμως είσαι εργατικός, ο θερισμός σου θα είναι πλούσιος ως αστείρευτος πηγή ύδατος. Η δε φτώχεια και η δυστυχία σαν κακός και ανεπιθύμητος πλέον συνοδοιπόρος θα δραπετεύση και θα φύγη από κοντά σου. 11 Κατόπιν αὐτῶν θὰ σὲ καταφθάσῃ ὡσὰν κακὸς συνοδοιπόρος ἡ φτώχεια, καὶ ἡ ἀνέχεια ὡσὰν γρήγορος δρομεὺς θὰ σὲ προφθάσῃ διὰ νὰ δυστυχήσῃς. 11α Ἐὰν ὅμως δὲν εἶσαι ὀκνηρός, ἀλλ’ ἐργατικός, θὰ ἔλθῃ ὡσὰν πηγὴ πλούτου ὁ θερισμὸς καὶ ὁ ἁλωνισμός, ἡ δὲ δυστυχία καὶ ἡ φτώχεια σὰν ἀπαράδεκτος ἐπισκέπτης θὰ φύγῃ μόνη της ἀπὸ κοντά σου.
12 ᾿Ανὴρ ἄφρων καὶ παράνομος πορεύεται ὁδοὺς οὐκ ἀγαθάς· 12 Ο ασύνετος και παράνομος άνθρωπος δεν βαδίζει εις δρόμους καλούς, δεν ζη και δεν συμπεριφέρεται ορθώς. 12 Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀνόητος καὶ παραβάτης τοῦ θείου νόμου δὲν βαδίζει εἰς καλοὺς καὶ εὐθεῖς δρόμους, οὔτε πολιτεύεται καλῶς.
13 ὁ δ᾿ αὐτὸς ἐννεύει ὀφθαλμῷ, σημαίνει δὲ ποδί, διδάσκει δὲ ἐννεύμασι δακτύλων. 13 Αυτός κάνει δόλια νοήματα με τα μάτια, σημάδια με τα πόδια του και με τα κινήματα των δακτύλων του· συνεννοείται και δίνει κατευθύνσεις προς το κακόν εις κακούς ανθρώπους. 13 Ὁ τοιοῦτος κάμνει νεύματα καὶ νοήματα μὲ τὰ μάτια, κάμνει σημάδια μὲ τὸ πόδι, διδάσκει μὲ κινήματα τῶν δακτύλων καὶ δι’ ὅλων γενικῶς τῶν κινήσεών του συνεννοεῖται μὲ τοὺς κακοὺς συντρόφους του διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν.
14 διεστραμμένῃ καρδίᾳ τεκταίνεται κακά, ἐν παντὶ καιρῷ ὁ τοιοῦτος ταραχὰς συνίστησι πόλει. 14 Διεστραμμένη από το κακόν καρδία σχεδιάζει πάντοτε κακά εις βάρος των άλλων. Και εις κάθε έποχην ο άνθρωπος αυτός προκαλεί και δημιουργεί ταραχάς εις την πόλιν. 14 Φύσις διεστραμμένη ἀπὸ τὸ κακὸν σκευωρεῖ καὶ σχεδιάζει διαρκῶς κακά, καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δημιουργεῖ ταραχὰς εἰς τὴν πόλιν.
15 διὰ τοῦτο ἐξαπίνης ἔρχεται ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ, διακοπὴ καὶ συντριβὴ ἀνίατος· 15 Δια τούτο δε επέρχεται εναντίον του εκ μέρους του Θεού ξαφνική η καταστροφή του. Αυτή δε η κατάπτωσις και συντριβή του θα είναι αθεράπευτος. 15 Δι’ αὐτὸ ἔρχεται ξαφνικὰ ἡ καταστροφή του. Αἱ σωματικαί του δυνάμεις πίπτουν ἀπότομα καὶ παραλύει ἀπὸ ἀσθένειαν, ἡ δὲ συντριβή του εἶναι ἀνεπανόρθωτος.
16 ὅτι χαίρει πᾶσιν, οἷς μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται δὲ δι᾿ ἀκαθαρσίαν ψυχῆς. 16 Διότι αυτός χαίρει δι' όλα εκείνα, τα οποία μισεί ο Θεός. Παραλύει όμως και συντρίβεται εξ αιτίας της αμαρτωλής και ακαθάρτου ψυχής του. 16 Διότι ὁ κακὸς αὐτὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν καὶ χαρὰν εἰς ὅλα, ὅσα μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται ὅμως, διότι ἔχει ἁμαρτωλὴν καὶ ἀκάθαρτον ψυχήν.
17 ὀφθαλμὸς ὑβριστοῦ, γλῶσσα ἄδικος, χεῖρες ἐκχέουσαι αἷμα δικαίου 17 Αυτός έχει βλέμμα αλαζονικόν, γλώσσαν που εκτοξεύει αδίκους λόγους, χέρια που χύνουν το αίμα του δικαίου· 17 Εἶναι βουτηγμένος ὁλόκληρος εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ἔχει μάτι ὑπερηφάνου καὶ χλευαστοῦ, γλῶσσαν ποὺ ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους μὲ λόγους, χέρια ἐγκληματικὰ ποὺ χύνουν τὸ αἷμα τοῦ δικαίου,
18 καὶ καρδία τεκταινομένη λογισμοὺς κακοὺς καὶ πόδες ἐπισπεύδοντες κακοποιεῖν. 18 πονηρόν νουν και καρδίαν, που σκέπτονται και σχεδιάζουν το κακόν, πόδια που τρέχουν γρήγορα, δια να διαπράξουν κάθε κακότητα. 18 νοῦν, ὁ ὁποῖος γεννᾷ πάντοτε κακοὺς λογισμοὺς καὶ σχεδιάζει τὸ πονηρόν, καὶ πόδια ποὺ τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν.
19 ἐκκαίει ψεύδη μάρτυς ἄδικος καὶ ἐπιπέμπει κρίσεις ἀνὰ μέσον ἀδελφῶν. 19 Επινοεί και θέτει εις κυκλοφορίαν καυτερά ψεύδη ο ψευδομάρτυς εις τα δικαστήρια και ενσπείρει φιλονεικίας και διχονοίας μεταξύ αδελφών. 19 Χαλκεύει καὶ ἐπινοεῖ καυτερὰ ψεύδη ὡς ψευδομάρτυς εἰς τὰ δικαστήρια καὶ δημιουργεῖ φιλονικίας μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σπειρῶν μεταξύ των τὴν διχόνοιαν.
20 Υἱέ, φύλασσε νόμους πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου· 20 Παιδί μου, φύλασσε πάντοτε καλά σαν νόμους θείους, όσα ο πατέρας σου σου λέγει, και μη πετάξης και καταφρονήσης ποτέ τας συμβουλάς της μητρός σου. 20 Παιδί μου, φύλαττε καλὰ σὰν νόμους, ὅσα σὲ συμβουλεύει ὁ πατέρας σου, καὶ μὴ περιφρονήσῃς ποτὲ τὰς συμβουλὰς καὶ ἐντολὰς τῆς μητέρας σου.
21 ἄφαψαι δὲ αὐτοὺς ἐπὶ σῇ ψυχῇ διαπαντὸς καὶ ἐγκλοίωσαι περὶ σῷ τραχήλῳ. 21 Βαλε τους και κόλλησέ τους καλά μέσα εις την ψυχήν σου, για να μένουν πάντοτε, και σαν παντοτεινόν περιλαίμιον βάλε τους γύρω από τον τράχηλόν σου. 21 Τοὺς νόμους αὐτοὺς χάραξέ τους βαθιὰ καὶ κόλλησέ τους εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ ἔχε τους πάντοτε κατὰ νοῦν, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς λησμονῇς, καὶ βάλε τους γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου σὰν ἱερὸν περιλαίμιον καὶ σωτήριον κρίκον.
22 ἡνίκα ἂν περιπατῇς, ἐπάγου αὐτὴν καὶ μετὰ σοῦ ἔστω· ὡς δ᾿ ἂν καθεύδῃς, φυλασσέτω σε, ἵνα ἐγειρομένῳ συλλαλῇ σοι. 22 Οταν περιπατή, φέρε μαζή σου την εντολήν των, και ας είναι μαζή σου ως διαρκής σύντροφός σου. Οταν θα κοιμάσαι, αυτή ας σε συμπαραστέκη, ώστε όταν θα σηκωθής από τον ύπνον σου, αυτή ας συνομιλή προς το καλόν μαζή σου. 22 Καὶ ὅταν θὰ βαδίζῃς, φέρε μαζί σου τὴν ἐντολήν μου καὶ αὐτὴ ἂς σὲ συντροφεύῃ διαρκῶς. Καὶ ὅταν θὰ κοιμᾶσαι, αὐτὴ ἂς παραμένῃ φρουρὸς καὶ φύλακάς σου, ὥστε, ὅταν θὰ σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνον, αὐτὴ ἂς συνομιλῇ μαζί σου καὶ αὐτὴ ἂς σὲ καθοδηγῇ.
23 ὅτι λύχνος ἐντολὴ νόμου καὶ φῶς, ὁδὸς ζωῆς καὶ ἔλεγχος καὶ παιδεία 23 Διότι αι θείαι εντολαί είναι λύχνος και φως δια τον άνθρωπον. Είναι δρόμος και τρόπος προς μίαν ειρηνικήν ζωήν, σωτήριος έλεγχος, αγαθή και ωφέλιμος παιδαγωγία, 23 Διότι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ θείου νόμου εἶναι λύχνος καὶ φῶς, ποὺ φωτίζουν. Εἶναι δρόμος ἀσφαλής, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εὐτυχισμένην καὶ εἰρηνικὴν ζωήν. Εἶναι ἀκόμη καὶ ἔλεγχος, ὅταν παρεκτρέπεσαι. Αὐτὴ δὲ παιδαγωγεῖ καὶ μορφώνει τὸν χαρακτῆρα σου.
24 τοῦ διαφυλάσσειν σὲ ἀπὸ γυναικὸς ὑπάνδρου καὶ ἀπὸ διαβολῆς γλώσσης ἀλλοτρίας. 24 δια να σε προφυλάσση από το δέλεαρ υπανδρευμένης γυναικός και από συκοφαντίας ξένης και εχθρικής γλώσσης. 24 Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ χρυσοῦς χαλινός, διὰ νὰ σὲ προφυλάττῃ ἀπὸ γυναῖκα ὑπανδρευμένην καὶ φαύλην καὶ ἀπὸ διαβολὰς καὶ συκοφαντίας τῆς κακῆς γλώσσης.
25 μή σε νικήσῃ κάλλους ἐπιθυμία, μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς, μηδὲ συναρπασθῇς ἀπὸ τῶν αὐτῆς βλεφάρων· 25 Πρόσεχε να μη σε νικήση η επιθυμία γυναικείου κάλλους, δια να μη παγιδευθής και συλληφθής εις τα δίκτυα της παρανομίας με τα ίδια σου τα μάτια, ούτε να συναρπασθής από την χαυνότητα των ψιμυθιωμένων βλεφάρων της. 25 Πρόσεξε νὰ μὴ σὲ νικήσῃ ἡ ἐπιθυμία τοῦ γυναικείου κάλλους, οὔτε νὰ πιασθῇς αἰχμάλωτος ἀπὸ τὰ μάτια σου, οὔτε νὰ ἐντυπωσιασθῇς καὶ συναρπασθῇς ἀπὸ τὰ βαμμένα καὶ φτιασιδωμένα βλέφαρά της.
26 τιμὴ γὰρ πόρνης ὅση καὶ ἑνὸς ἄρτου, γυνὴ δὲ ἀνδρῶν τιμίας ψυχὰς ἀγρεύει. 26 Διότι η τιμή μιας πόρνης είναι μηδαμινή, όση και ενός άρτου. Η δε υπανδρευομένη φαύλη γυναίκα στήνει παγίδας, δια να συλλάβη και αποπλανήση εντίμους άνδρας. 26 Διότι ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀξία τῆς πόρνης γυναικὸς εἶναι εὐτελεστάτη, τόσον μικρά, ὅσον καὶ ἡ ἀξία ἑνὸς ψωμιοῦ. Ἡ ὕπανδρος ὅμως γυναῖκα, ἡ ὁποία προδίδει τὴν συζυγικὴν πίστιν, πιάνει εἰς τὰ δίκτυά της ἐντίμους ψυχὰς ἀνδρῶν καὶ κυριολεκτικῶς τὰς ἀπογυμνώνει.
27 ἀποδήσει τις πῦρ ἐν κόλπῳ, τὰ δὲ ἱμάτια οὐ κατακαύσει; 27 Είναι δυνατόν να σφίξη κανείς την φωτιάν εις την αγκάλην του, και να μη καύση τα ενδύματά του; 27 Εἶναι ἀναπόφευκτοι οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὰς φαύλας αὐτὰς γυναῖκας· διότι εἶναο ποτὲ δυνατὸν νὰ σφίξῃ κανεὶς τὴν φωτιὰ εἰς τὴν ἀγκάλην του καὶ νὰ μὴ κάψη τὰ ροῦχα του;
28 ἢ περιπατήσει τις ἐπ᾿ ἀνθράκων πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; 28 Η είναι δυνατόν να περιπατήση επάνω εις αναμμένα κάρβουνα και να μη κατακαύση τα πόδια του; 28 Ἢ νὰ περιπατήσῃ κανεὶς ἐπάνω εἰς ἀναμμένα κάρβουνα καὶ νὰ μὴ καύσῃ τὰ πόδια του;
29 οὕτως ὁ εἰσελθὼν πρὸς γυναῖκα ὕπανδρον, οὐκ ἀθῳωθήσεται, οὐδὲ πᾶς ὁ ἁπτόμενος αὐτῆς. 29 Ετσι και εκείνος, που θα έλθη εις σχέσεις με υπανδρευμένην γυναίκα, δεν θα θεωρηθή ποτέ αθώος και δεν θα μείνη ατιμώρητος. Και καθένας ο οποίος, έστω και αν απλώς την εγγίση, δεν θα μείνη βέβαια αμόλυντος. 29 Τὰ ἴδια θὰ πάθῃ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ἔλθῃ εἰς ἐνόχους σχέσεις μὲ ὑπανδρευμένην γυναῖκα· δὲν θὰ θεωρηθῇ ποτε ἀθῶος, οὔτε θὰ μείνῃ ἀμόλυντος καὶ ἀνένοχος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔστω καὶ ἁπλῶς θὰ ἀκουμβήσῃ ἐπάνω της.
30 οὐ θαυμαστὸν ἐὰν ἁλῷ τις κλέπτων, κλέπτει γὰρ ἵνα ἐμπλήσῃ τὴν ψυχὴν πεινῶν· 30 Δεν είναι καθόλου παράδοξον, να συλληφθή κανείς την ώραν που κλέπτει, διότι κλέπτει επειδή πεινά, δια να χορτάση την κοιλίαν του. 30 Δὲν εἶναι παράδοξον, ἐὰν κανεὶς συλληφθῇ νὰ κλέπτῃ, διότι εἰς τὴν κλοπὴν τὸν σπρώχνει ἡ ἀνάγκη καὶ ἡ ἀνέχεια· κλέπτει διὰ νὰ χορτάσῃ τὴν πεῖναν του.
31 ἐὰν δὲ ἁλῷ, ἀποτίσει ἑπταπλάσια καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ δοὺς ρύσεται ἑαυτόν. 31 Εάν δε και συλληφθή, θα πληρώση επτά φορές περισότερα εκείνων, που έκλεψε. Είναι δε διατεθειμένος εν ανάγκη και όλην του την περιουσίαν να δώση, δια να απαλλαγή από την τιμωρίαν 31 Ἐὰν δὲ καὶ συλληφθῇ, θὰ πληρώσῃ διὰ τὴν κλοπήν του κατ’ ἀνώτατον ὅριον τὸ ἑπταπλάσιον, ἀφοῦ δὲ πωλήσῃ ὅλα, ὅσα ἔχει, καὶ τὰ δώσῃ πρὸς ἀποζημίωσιν, θὰ ἀπαλλάξῃ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὰς συνεπείας καὶ τὰς ποινὰς τῆς πράξεώς του.
32 ὁ δὲ μοιχὸς δι᾿ ἔνδειαν φρενῶν ἀπώλειαν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ περιποιεῖται, 32 Ο μοιχός όμως, εξ αιτίας της αφροσύνης του, ετοιμάζει και επιφέρει καταστροφήν εις την ζωήν του. 32 Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιον μὲ τὸν μοιχόν. Αὐτὸς ἑτοιμάζει καταστροφὴν καὶ ἀπώλειαν εἰς τὴν ψυχήν του ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης του,
33 ὀδύνας τε καὶ ἀτιμίας ὑποφέρει, τὸ δὲ ὄνειδος αὐτοῦ οὐκ ἐξαλειφθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 33 Θα υποφέρη πόνους και ευτελισμούς και ατιμώσεις. Η εντροπή δε και η καταισχύνη του δεν θα εξαλειφθή ποτέ στον αιώνα. 33 καὶ ὑποφέρει πόνους, ἐξευτελισμοὺς καὶ ἀτιμώσεις, καὶ τὸ αἶσχος καὶ ἡ ἐντροπή του δὲν θὰ ἐξαλειφθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα.
34 μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρὸς αὐτῆς· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, 34 Διότι ο θυμός του ανδρός της μοιχαλίδος γυναικός θα είναι γεμάτος από ζηλότυπον εκδίκησιν εναντίον μοιχού. Δεν θα τον λυπηθή, όταν θα δικάζεται ενώπιον του δικαστηρίου. 34 Διότι ἡ ὀξεῖα ὀργὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτοῦ τρομερὰ ἀγανάκτησις τοῦ συζύγου τῆς μοιχαλίδος εἶναι γεμάτη ἀπὸ ζηλοτυπίαν. Ὁ προσβληθεὶς σύζυγος δὲν πρόκειται νὰ δείξῃ καμμίαν συμπάθειαν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δίκης των εἰς τὸ δικαστήριον.
35 οὐκ ἀνταλλάξεται οὐδενὸς λύτρου τὴν ἔχθραν, οὐδὲ μὴ διαλυθῇ πολλῶν δώρων. 35 Αδιάλλακτος εις την εχθρότητά του, με κανένα λύτρον δεν θα δεχθή να ανταλλάξη το εναντίον εκείνου μίσος του, ούτε να διαλύση την έχθραν, έστω και αν του προσφερθούν πολλά δώρα. 35 Δὲν πρόκειται μὲ κανένα λύτρον νὰ ἀνταλλάξῃ τὸ κατ’ αὐτοῦ μῖσος, οὔτε νὰ διαλύσῃ τὴν ἔχθραν, ἔστω καὶ ἂν τοῦ προσφερθοῦν ὑπὸ τοῦ μοιχοῦ πολλὰ δῶρα.