Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΙΕ, φύλασσε ἐμοὺς λόγους, τὰς δὲ ἐμὰς ἐντολὰς κρύψον παρὰ σεαυτῷ. υἱέ, τίμα τὸν Κύριον, καὶ ἰσχύσεις, πλὴν δὲ αὐτοῦ μὴ φοβοῦ ἄλλον. 1 Παιδί μου, φύλαττε τους λόγους μου, και κρύψε ως πολύτιμον θησαυρόν μέσα εις την καρδίαν σου τας εντολάς μου. Παιδί μου, να σέβεσαι τον Κυριον και θα απόκτησης έτσι δύναμιν. Εκτός δε από αυτόν μη φοβήσαι κανένα άλλον. 1 Παιδί μου, φύλαττε μὲ ἐπιμέλειαν καὶ ἀκρίβειαν τὰ λόγια μου καὶ κρύψε εἰς τὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ σου τὰς ἐντολάς μου. Παιδί μου, νὰ σέβεσαι τὸν Θεὸν καὶ θὰ ἐνισχύεσαι καὶ θὰ ἐνδυναμώνεσαι ἀπὸ αὐτόν. Ἐκτὸς δὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν μὴ φοβῆσαι κανένα ἄλλον.
2 φύλαξον ἐμὰς ἐντολάς, καὶ βιώσεις, τοὺς δὲ ἐμοὺς λόγους ὥσπερ κόρας ὀμμάτων· 2 Φυλαττε τας εντολάς μου και θα ζήσης ειρηνικός και ασφαλής. Πρόσεξε δε και φύλαξε τα λόγιά μου, όπως προφυλάσσεις την κόρην των οφθαλμών σου. 2 Φύλαξε τὰς ἐντολάς μου καὶ θὰ ζήσῃς εἰρηνικὸς καὶ εὐτυχισμένος. Πρόσεχε δὲ εἰς τὰ λόγια μου καὶ φύλαττε αὐτά, ὅπως προφυλάττεις τὶς κόρες τῶν ματιῶν σου, δηλαδὴ ὡς τὸ πλέον ἀγαπητὸν καὶ τὸ πλέον ἄξιον προφυλάξεως πρᾶγμα.
3 περίθου δὲ αὐτοὺς σοῖς δακτύλοις, ἐπίγραψον δὲ ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου. 3 Φορεσέ τα ωσάν δακτυλίδια εις τα δάκτυλά σου. Γράψε τα εις όλον το πλάτος της καρδίας σου. 3 Βάλε τοὺς λόγους μου σὰν δακτυλίδι εἰς τὰ δάκτυλά σου, διὰ νὰ τοὺς βλέπῃς συχνὰ καὶ νὰ μὴ τοὺς λησμονῇς, γράψε τους δὲ καὶ χάραξέ τους βαθιὰ εἰς τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου.
4 εἶπον τὴν σοφίαν σὴν ἀδελφὴν εἶναι, τὴν δὲ φρόνησιν γνώριμον περιποίησαι σεαυτῷ· 4 Ονόμασε την σοφίαν αδελφήν σου, και περίβαλε την με αδελφικήν αγάπην. Την δε σύνεσιν και ορθοφροσύνην κατάστησέ την στενήν γνώριμόν σου. Απόκτησέ την ως ιδικήν σου περιουσίαν, 4 Εἰπὲ εἰς τὴν οὐράνιον σοφίαν ὅτι εἶναι ἀδελφή σου, κατάστησε δὲ τὴν φρονιμάδα καὶ τὴν σύνεσιν στενὴν καὶ γνώριμόν σου καὶ κάμε την κτῆμα ἰδικόν σου.
5 ἵνα σε τηρήσῃ ἀπὸ γυναικὸς ἀλλοτρίας καὶ πονηρᾶς, ἐάν σε λόγοις τοῖς πρὸς χάριν ἐμβάλληται. 5 δια να σε προφυλάξη και σε διατηρήση καθαρόν από ξένην πονηράν και φαύλην γυναίκα, όταν αυτή με γλυκόλογα θα σου επιτίθεται. 5 Διὰ νὰ σὲ προφυλάξῃ ἀπὸ ξένην καὶ πονηρὰν γυναῖκα, ὅταν αὐτὴ σοῦ ἐπιτίθεται μὲ λόγια κολακευτικά.
6 ἀπὸ γὰρ θυρίδος ἐκ τοῦ οἴκου αὐτῆς εἰς τὰς πλατείας παρακύπτουσα, 6 Διότι αυτή σκύβει διαρκώς από το παράθυρον της οικίας της και παρατηρεί εις τας πλατείας. 6 Διότι ἡ φαύλη γυναῖκα κάθεται διαρκῶς εἰς τὸ παράθυρον τοῦ σπιτιοῦ της καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σκύβει καὶ κυττάζει ἔξω πρὸς τὰς πλατείας,
7 ὃν ἂν ἴδῃ τῶν ἀφρόνων τέκνων νεανίαν ἐνδεῆ φρενῶν, 7 Οποιον δε τυχόν θα ιδή από τους νεαρούς απερισκέπτους, κανένα άμυαλον νεανίαν, 7 καὶ ὅποιον ἰδῇ ἀπὸ τὰ ἄμυαλα παιδιά, νέον ἀσύνετον, πτωχὸν ἀπὸ μυαλά,
8 παραπορευόμενον παρὰ γωνίαν ἐν διόδοις οἴκων αὐτῆς καὶ λαλοῦντα 8 να διέρχεται από τον δρόμον και την γωνίαν του σπιτιού της, να σιγοτραγουδή και να μονολογή 8 ὁ ὁποῖος περνᾷ ἐπίτηδες ἀπὸ τὴν γωνίαν καὶ τὴν πάροδον τοῦ σπιτιοῦ της καὶ ὁ ὁποῖος σιγοτραγουδᾷ
9 ἐν σκότει ἑσπερινῷ, ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γνοφώδης, 9 εις βραδυνό σκοτάδι, που αρχίζει η νυκτερινή ησυχία να επικρατή η να πέφτη η ομίχλη, 9 εἰς τὸ βραδυνὸ σκοτάδι, ὁπότε ἀρχίζει ἡ ἡσυχία λόγῳ τοῦ σκότους ἢ τῆς ὁμίχλης,
10 ἡ δὲ γυνὴ συναντᾷ αὐτῷ, εἶδος ἔχουσα πορνικόν, ἣ ποιεῖ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας. 10 τότε αυτή η γυναίκα πηγαίνει να τον συναντήση με προκλητικόν πορνικόν στολισμόν και τρόπον. Ετσι δε σκανδαλίζει και εξάπτει τας πονηράς επιθυμίας της καρδίας των νέων. 10 καὶ ἰδοὺ ἡ φαύλη γυναῖκα, ἡ ὁποία καιροφυλακτεῖ εἰς τὸ παράθυρόν της, τρέχει καὶ τὸν σνναντᾷ ντυμένη μὲ τὸν προκλητικὸν πορνικόν της στολισμόν, καὶ ἔτσι ξεσηκώνει τὰ μυαλὰ τῶν νέων.
11 ἀνεπτερωμένη δέ ἐστι καὶ ἄσωτος, ἐν οἴκῳ δὲ οὐχ ἡσυχάζουσιν οἱ πόδες αὐτῆς· 11 Κινείται δε σαν να έχη πτερά η άσωτος αυτή γυναίκα, δια να αρπάση τα θύματά της. Τα πόδια της ποτέ δεν ησυχάζουν στο σπίτι της, διότι πάντοτε τρέχει εις αναζήτησιν των θυμάτων της. 11 Ἡ γυναῖκα δὲ αὐτὴ εὑρίσκεται εἰς συνεχῆ κίνησιν ἐξ αἰτίας τῆς ἀσωτίας της. Τὰ πόδια της οὐδέποτε ἠσυχάζουν εἰς τὸ σπίτι της, ἐπειδὴ πάντοτε ἀναζητεῖ καὶ νέους φίλους - θύματά της.
12 χρόνον γάρ τινα ἔξω ρέμβεται, χρόνον δὲ ἐν πλατείαις παρὰ πᾶσαν γωνίαν ἐνεδρεύει. 12 Αλλοτε μεν ρεμβάζει και καταστρώνει δόλια σχέδια, άλλοτε δε πάλιν ενεδρεύει εις κάθε γωνίαν, δια να συλλάβη τα θύματά της. 12 Δι’ αὐτὸ ἄλλοτε μὲν ρεμβάζει ἐπὶ χρόνον τινὰ καὶ καταστρώνει μὲ τὸν διεφθαρμένον νοῦν της πονηρὰ σχέδια, ἄλλοτε δὲ κατ’ ἄλλην ὥραν ἐνεδρεύει εἰς κάθε γωνίαν διὰ νὰ εὕρῃ καὶ συλλάβῃ τὸ θήραμά της.
13 εἶτα ἐπιλαβομένη ἐφίλησεν αὐτόν, ἀναιδεῖ δὲ προσώπῳ προσεῖπεν αὐτῷ· 13 Και αφού συναντήση τον ασύνετον νεαρόν, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί με μεγάλην αδιαντροπιάν και λέγει προς αυτόν· 13 Ἔπειτα, ἀφοῦ ἡ φαύλη γυναῖκα ἁρπάσῃ τὸν ἄμυαλον νέον, τὸν φιλεῖ μέσα εἰς τὸν δρόμον καὶ μὲ πολλὴν ἀναίδειαν καὶ ἀδιάντροπον πρόσωπον τοῦ λέγει:
14 θυσία εἰρηνική μοί ἐστι, σήμερον ἀποδίδωμι τὰς εὐχάς μου· 14 “Σημερα, επειδή εισηκούσθησαν αι προσευχαί μου, προσέφερα θυσίαν ευχαριστίας προς τον Θεόν και εξεπλήρωσα έτσι τα τάματά μου. 14 Σήμερον εἶναι ἡμέρα, ποὺ προσέφερα θυσίαν εἰρηνικήν, σήμερα ἐξεπλήρωσα τὸ τάξιμό μου εἰς τὸν Θεόν, ἐπειδὴ εἰσηκούσθησαν ἀπὸ αὐτὸν αἱ προσευχαί μου·
15 ἕνεκα τούτου ἐξῆλθον εἰς συνάντησίν σοι, ποθοῦσα τὸ σὸν πρόσωπον εὕρηκά σε. 15 Δια τούτο εβγήκα από το σπίτι μου να σε συναντήσω. Επειδή επόθησα το ωραίον πρόσωπόν σου και ιδού σε ευρήκα. 15 καὶ τὰ περισσεύματα τῆς θυσίας, ποὺ προσέφερα, εἶναι ἄφθονα, διὰ τοῦτο ἐβγῆκα νὰ σὲ συναντήσω, καὶ ἐπειδὴ λαχταρῶ διὰ τὸ ὡραῖον πρόσωπόν σου, σὲ εὑρῆκα.
16 κειρίαις τέτακα τὴν κλίνην μου, ἀμφιτάποις δὲ ἔστρωκα τοῖς ἀπ᾿ Αἰγύπτου· 16 Με κορδέλλες έχω στολίσει το κρεββάτι μου, το έχω στρώσει με κροσσωτούς, και από τας δύο πλευράς, τάπητας της Αιγύπτου. 16 Μὲ κλινοσκεπάσματα καὶ προσκεφάλαια παχιὰ ἐτοίμασα τὸ κρεββάτι μου καὶ μαλακὰ αἰγυπτιακὰ χαλιὰ ἔχω στρώσει καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη.
17 διέρρακα τὴν κοίτην μου κροκίνῳ, τὸν δὲ οἶκόν μου κινναμώμῳ· 17 Με αρωματικόν ερυθροκίτρινον κρόκον έχω ραντίσει το κρεββάτι μου και όλην μου την οικίαν την ερράντισα με το άρωμα της κανέλλας. 17 Ἔχω ραντίσει μὲ μαλακὰ φύλλα τοῦ ἐρυθροκιτρίνου κρόκου τὸ κρεββάτι μου, καὶ τὸ σπίτι μου μὲ τὸ ἀρωματώδες κιννάμωμον (κανέλλαν) διὰ νὰ εὐωδιάζῃ·
18 ἐλθὲ καὶ ἀπολαύσωμεν φιλίας ἕως ὄρθρου, δεῦρο καὶ ἐγκυλισθῶμεν ἔρωτι· 18 Ελα, λοιπόν, να απολαύσωμεν την φιλίαν μας έως εις τα ξημερώματα. Ελα να κυλισθώμεν μέσα στον έρωτά μας. 18 ἔλα νὰ ἀπολαύσωμεν καὶ νὰ χαροῦμε τὴν ἀγάπην μας μέχρι τὰ ἐξημερώματα καὶ νὰ κυλισθοῦμε κυριολεκτικῶς μέσα εἰς τὸν ἔρωτά μας.
19 οὐ γὰρ πάρεστιν ὁ ἀνήρ μου ἐν οἴκῳ, πεπόρευται δὲ ὁδὸν μακρὰν 19 Ο σύζυγός μου απουσιάζει, δεν ευρίσκεται στο σπίτι. Εχει αναχωρήσει για μακρυνό ταξίδι. 19 Κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἰδῇ, διότι δὲν εἶναι εἰς τὸ σπίτι ὁ ἄνδρας μου· ἔχει πάει εἰς μακρινὸν τόπον δι’ ἐμπορικὰς ὑποθέσεις του.
20 ἔνδεσμον ἀργυρίου λαβὼν ἐν χειρὶ αὐτοῦ, δι᾿ ἡμερῶν πολλῶν ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 20 Επῇρε εις τα χέρια του βαλάντιον γεμάτο χρήματα και ύστερα από πολλάς ημέρας θα επανέλθη στο σπίτι του”. 20 Ἐπῆρε μαζί του κομπόδεμα μὲ πολλὰ χρήματα καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι του ὕστερα ἀπὸ πολλὰς ἡμέρας.
21 ἀπεπλάνησε δὲ αὐτὸν πολλῇ ὁμιλίᾳ βρόχοις τε τοῖς ἀπὸ χειλέων ἐξώκειλεν αὐτόν. 21 Ετσι δε η δολία και φαύλη αυτή γυναίκα τον απεπλάνησε με τα παραπλανητικά γλυκόλογά της. Ωσάν με δίκτυα, που βγήκαν από τα χείλη της, εξεγέλασε τον ανόητον νέον και τον έκαμε να εξοκείλη προς το κακόν, όπως πέφτει έξω το πλοίον και ναυαγεί εις την βραχώδη ακτήν. 21 Ἔτσι ἡ πόρνη γυναῖκα μὲ τὰ πολλά της λόγια καὶ μὲ τὴν ἀπατηλὴν ὁμιλίαν τῶν χειλέων της, ποὺ μοιάζει μὲ βρόχους, παρεπλάνησε τὸν ἄμυαλον νέον καὶ τὸν ἔκαμε νὰ ἐξοκείλῃ.
22 ὁ δὲ ἐπηκολούθησεν αὐτῇ κεπφωθείς, ὥσπερ δὲ βοῦς ἐπὶ σφαγὴν ἄγεται καὶ ὥσπερ κύων ἐπὶ δεσμοὺς 22 Αυτός δέ, ωσάν το ηλίθιον θαλασσοπούλι κέπφος που παρασύρεται από τον άνεμον, την ηκολούθησεν ανοήτως. Ετσι δε σύρεται ο ταλαίπωρος ωσάν το βόϊδι που οδηγείται προς το σφαγείον, και ωσάν το σκυλί το δεμένο από την αλυσίδα του. 22 Αὐτὸς δὲ ὁ ἀνόητος τὴν ἠκολούθησε βλακωδῶς, ὅπως τὸ πτηνὸν κέπφος, τὸ ὁποῖον τρέχει πρὸς τὴν παγίδα, ἂν καὶ βλέπει νὰ συλλαμβάνωνται ἀπὸ αὐτὴν ἄλλοι σύντροφοί του· καὶ ὅπως σύρεται τὸ ἀνύποπτον βόδι εἰς τὴν σφαγὴν καὶ τὸ σκυλὶ εἰς τὴν ἁλυσίδα
23 ἢ ὡς ἔλαφος τοξεύματι πεπληγὼς εἰς τὸ ἧπαρ, σπεύδει δὲ ὥσπερ ὄρνεον εἰς παγίδα, οὐκ εἰδὼς ὅτι περὶ ψυχῆς τρέχει. 23 Η ωσάν ελάφι, το οποίον επληγώθη με τόξον στο συκώτι, σπεύδει ο ταλαίπωρος αυτός νέος, ωσάν το πτηνόν εις την παγίδα, χωρίς να γνωρίζη ότι διατρέχει άμεσον τον κίνδυνον να χάση και ζωήν και ψυχήν. 23 ἢ ὅπως πιάνεται τὸ ἐλάφι τὸ πληγωμένον μὲ τόξον εἰς τὸ συκώτι· τρέχει δὲ ὁ ἀνόητος κοντά της, ὅπως τὸ πουλὶ εἰς τὴν παγίδα, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ ὅτι πρόκειται περὶ ἀπωλείας τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του.
24 νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ πρόσεχε ρήμασι στόματός μου· 24 Τωρα, λοιπόν, παιδί μου, άκουσέ με, πρόσεξε τα λόγια του στόματός μου. 24 Τώρα λοιπόν, παιδί μου, ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα, ἄκουσέ με καὶ πρόσεχε τὰ λόγια τοῦ στόματός μου:
25 μὴ ἐκκλινάτω εἰς τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἡ καρδία σου, 25 Ας μη παρασυρθή και ας μη ακολουθήση η καρδία σου τους δρόμούς της φαύλης αυτής γυναικός. 25 Ἂς μὴ παρασυρθῇ ἡ θέλησίς σου εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς δρόμους τῆς μοιχαλίδος γυναικός,
26 πολλοὺς γὰρ τρώσασα καταβέβληκε, καὶ ἀναρίθμητοί εἰσιν οὓς πεφόνευκεν· 26 Διότι αυτή πολλούς, αφού τους επλήγωσε, τους έρριξε κάτω. Αναρίθμητοι δε είναι εκείνοι, τους οποίους έχει φονεύσει. 26 διότι αὐτὴ πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ τοὺς ἐπλήγωσε, τοὺς ἔρριξε κάτω ἐξευτελισμένους καὶ ἀχρήστους, καὶ ἀναρίθμητοι εἶναι ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐθανάτωσε ψυχικῶς.
27 ὁδοὶ ᾅδου ὁ οἶκος αὐτῆς κατάγουσαι εἰς τὰ ταμιεῖα τοῦ θανάτου. 27 Το σπίτι της είναι δρόμος του άδου, που κρημνίζει τα θύματά της εις τας σκοτεινάς περιοχάς του θανάτου. 27 Τὸ σπίτι της εἶναι δρόμοι τοῦ Ἅδου, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ σκοτεινὰ μέρη τοῦ αἰωνίου θανάτου.