Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Προφάσεις ζητεῖ ἀνὴρ βουλόμενος χωρίζεσθαι ἀπὸ φίλων, ἐν παντὶ δὲ καιρῷ ἐπονείδιστος ἔσται. | 1 Προφάσεις ζητεί εκείνος, ο οποίος θέλει και επιδιώκει να χωρισθή από τους φίλους του. Αυτός όμως θα είναι πάντοτε άξιος κατακρίσεως και χλευασμού. | 1 Προφάσεις ζητεῖ νὰ εὕρῃ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θέλει νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς φίλους του. Ὁ τοιοῦτος ὅμως θὰ εἶναι πάντοτε ἄξιος καταφρονήσεως. |
2 οὐ χρείαν ἔχει σοφίας ἐνδεὴς φρενῶν, μᾶλλον γὰρ ἄγεται ἀφροσύνῃ. | 2 Ο ασύνετος και άμυαλος άνθρωπος, σκοτισμένος από τον εγωϊσμόν του, δεν αισθάνεται την ανάγκην να συμβουλευθή σοφούς. Δι' αυτό και σύρεται τήδε κακείσε από την αμυαλωσύνην του. | 2 Δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην τῆς θείας σοφίας καὶ τοῦ ἄνωθεν φωτισμοῦ ὁ μωρὸς καὶ πτωχὸς ἀπὸ μυαλὰ ἄνθρωπος, διότι ἄγεται καὶ φέρεται περισσότερον ἀπὸ τὴν ἀφροσύνην του. |
3 ὅταν ἔλθῃ ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ, επέρχεται δὲ αὐτῷ ἀτιμία καὶ ὄνειδος. | 3 Οταν ο ασεβής και χωρίς φόβον Θεού άνθρωπος πάρη τον κατήφορον και ολισθήση εις βάθος κακών, αναίσχυντος πλέον και πωρωμένος καταφρονεί τους πάντας. Δια τούτο επέρχεται εναντίον του ο εξευτελισμός και η καταισχύνη. | 3 Ὅταν ὁ ἀσεβὴς ἀποσείσῃ κάθε φόβον Θεοῦ καὶ προχωρήσῃ πολὺ εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ φθάσῃ εἰς βάθος πολλῶν κακῶν, τότε, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται τύψεις συνειδήσεως, καταφρονεῖ τοὺς πάντας, ἔρχεται δὲ κατεπάνω του τότε ἡ ἀτιμία καὶ ἡ ἐντροπή. |
4 ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς. | 4 Ο λόγος, που αναβλύζει από την καρδίαν του συνετού ανθρώπου, είναι τόσον βαθύς και ωφέλιμος, όπως το ανεξάντλητον ύδωρ ενός βαθέος φρέατος. Ποταμός δε αναβλύζει από την ψυχήν του και πηγή ύδατος ζωής από το στόμα του. | 4 Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, ὅταν ἐμποτίσῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται ὕδωρ βαθὺ καὶ ἀνεξάντλητον. Ποταμὸς δὲ ἀναπηδᾷ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πηγὴ τρέχει διαρκῶς, ἡ ὁποία σκορπίζει ζωήν. |
5 θαυμάσαι πρόσωπον ἀσεβοῦς οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐκκλίνειν τὸ δίκαιον ἐν κρίσει. | 5 Το να θαυμάζη κανείς το πρόσωπον και την ζωήν του ασεβούς δεν είναι ορθόν· ούτε δε και είναι πρέπον και σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού να διαστρέφη κανείς το δίκαιον κατά την ώραν της δίκης. | 5 Τὸ νὰ θαυμάσῃ κανεὶς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀσεβοῦς, δὲν εἶναι ὀρθὸν πρᾶγμα. Οὔτε εἶναι σύμφωνον μὲ τὴν θείαν δικαιοσύνην καὶ ἁγιότητα νὰ διαστρέψῃς τὸ δίκαιον καὶ νὰ προσωποληπτήσῃς κατὰ τὴν ὥραν τῆς δίκης. |
6 χείλη ἄφρονος ἄγουσιν αὐτὸν εἰς κακά, τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ τὸ θρασὺ θάνατον ἐπικαλεῖται. | 6 Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του ασύνετου, τον οδηγούν εις πειρασμούς και καταστροφάς. Το δε θρασύ του στόμα με τα προκλητικά του λόγια είναι, σαν να προκαλή εναντίον του τον θάνατον. | 6 Τὰ χείλη τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τὸν ὁδηγοῦν εἰς πειρασμοὺς καὶ εἰς κακὰς συνεπείας, τὸ στόμα του δὲ τὸ θρασὺ καὶ προπετὲς ἐπιζητεῖ καὶ προσκαλεῖται τὸν θάνατον. |
7 στόμα ἄφρονος συντριβὴ αὐτῷ, τὰ δὲ χείλη αὐτοῦ παγὶς τῇ ψυχῇ αὐτοῦ. | 7 Το στόμα του άφρονος είναι η καταστροφή του και τα λόγια των χειλέων του είναι παγίς, όπου συλλαμβάνεται και καταστρέφεται η ζωή του. | 7 Τὸ στόμα τοῦ ἄφρονος θὰ ἀποβῂ εἰς αὐτὸν καταστροφὴ καὶ τὰ χείλη του παγὶς θανατηφόρος διὰ τὴν ψυχήν του. |
8 ὀκνηροὺς καταβάλλει φόβος, ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσιν. | 8 Οι οκνηροί και απρόθυμοι εις την εργασίαν καταβάλλονται από φόβον, οι δε θηλυπρεπείς και μαλθακοί θα πεινάσουν. | 8 Τοὺς τεμπέληδες καταβάλλει ὁ φόβος τῆς ἐργασίας, οἱ δὲ θηλυπρεπεῖς καὶ μαλθακοὶ θὰ πεινάσουν. |
9 ὁ μὴ ἰώμενος ἑαυτὸν ἐν τοῖς ἔργοις αὑτοῦ ἀδελφός ἐστι τοῦ λυμαινομένου ἑαυτόν. | 9 Εκείνος ο οποίος δεν καταπολεμεί την οκνηρίαν και δεν προσπαθεί να εξυπηρετήση τον εαυτόν του με την εργατικότητά του, αυτός είναι όμοιος με εκείνον, που οδηγεί τον εαυτόν του στον όλεθρον. | 9 Ἐκεῖνος, ποὺ δὲν φροντίζει ὁ ἴδιος μὲ τὰ ἰδικά του ἔργα νὰ θεραπεύῃ τὰς ἀνάγκας του καὶ νὰ διορθώνῃ τὰ ἐλαττώματά του, ὁμοιάζει καὶ εἶναι ἀδελφὸς ἐκείνου, ποὺ τραυματίζει τὸν ἑαυτόν του καὶ αὐτοκτονεῖ. |
10 ἐκ μεγαλωσύνης ἰσχύος ὄνομα Κυρίου, αὐτῷ δὲ προσδραμόντες δίκαιοι ὑψοῦνται. | 10 Το όνομα του Κυρίου είναι όνομα μεγαλοπρεπείας και παντοδυναμίας. Εις αυτό όταν καταφεύγουν οι δίκαιοι, υψώνονται και δοξάζοναι. | 10 Τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ὡς πύργος καὶ φρούριον ἰσχυρὸν ἀκτινοβολεῖ τὴν θείαν μεγαλωσύνην καὶ δύναμιν. Εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα, ὅταν καταφεύγουν οἱ δίκαιοι διὰ τῶν προσευχῶν των, νικοῦν τὰ δεινὰ καὶ τὰς ἀντιξοότητας τῆς ζωῆς, ὑψοῦνται καὶ δοξάζονται. |
11 ὕπαρξις πλουσίου ἀνδρὸς πόλις ὀχυρά, ἡ δὲ δόξα αὐτῆς μέγα ἐπισκιάζει. | 11 Η περιουσία του ευσεβούς πλουσίου είναι ασφαλής, όπως η οχυρά πόλις· η δόξα δε αυτής τον επισκιάζει και τον επαναπαύει. | 11 Τὰ ὑπάρχοντα τοῦ πλουσίου, ὅπως ὁ ἴδιος φαντάζεται, εἶναι ὡσὰν πόλις ὠχυρωμένη, ἀναπαύεται δὲ ὁ πλούσιος κάτω ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ πλούτου του, ὅπως εἰς παχεῖαν σκιάν. |
12 πρὸ συντριβῆς ὑψοῦται καρδία ἀνδρός, καὶ πρὸ δόξης ταπεινοῦται. | 12 Η υψηλοφροσύνη της καρδίας προηγείται από την συντριβήν του αλαζόνος, όπως και η ταπεινοφροσύνη προηγείται από την δόξαν του ταπεινού. | 12 Προτοῦ νὰ ἐπέλθῃ συντριβή, προηγήθη ὑψηλοφροσύνη καὶ ὑπερηφάνεια τῆς καρδίας, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον προηγεῖται ταπείνωσις αὐτῆς. |
13 ὃς ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκοῦσαι, ἀφροσύνη αὐτῷ ἐστι καὶ ὄνειδος. | 13 Εκείνος ο οποίος δίδει απάντησιν, πριν ακούση τι του λέγουν, είναι ασύνετος και εντροπιάζεται. | 13 Ὅποιος ἀπαντᾷ, προτοῦ νὰ ἀκούσῃ, ἀποδεικνύεται ἀσύνετος καὶ ἐντροπιάζεται. |
14 θυμὸν ἀνδρὸς πραΰνει θεράπων φρόνιμος, ὀλιγόψυχον δὲ ἄνδρα τίς ὑποίσει; | 14 Τον θυμόν ενός οργισμένου κυρίου ημπορεί να καταπραΰνη και διαλύση ένας συνετός υπηρέτής. Τον μικρόψυχον όμως και λεπτολόγον άνθρωπον ποιός ημπορεί να τον υποφέρη; | 14 Τὸν θυμὸν καὶ τὴν παραφορὰν κάθε ἀνθρώπου μαλακώνει καὶ καταπραύνει φίλος ἢ ὑπηρέτης φρόνιμος, τὸν μικρόψυχον δὲ καὶ τὸν δειλὸν ποῖος ἠμπορεῖ νὰ τὸν ἀνεχθῇ καὶ τὸν βαστάσῃ; |
15 καρδία φρονίμου κτᾶται αἴσθησιν, ὦτα δὲ σοφῶν ζητεῖ ἔννοιαν. | 15 Ο νους και η καρδιά του συνετού ανθρώπου ζητεί και αποκτά συνεχώς την αληθινήν γνώσιν. Τα αυτιά δε των σοφών ευχαριστούνται να ακούουν υψηλάς εννοίας. | 15 Ὁ νοῦς τοῦ φρονίμου ἀποκτᾷ συνεχῶς τὴν θείαν γνῶσιν καὶ διάκρισιν, τὰ αὐτιὰ δὲ τῶν σοφῶν ἀρέσκονται καὶ ἐπιζητοῦν νὰ ἀκούουν καὶ νὰ μανθάνουν λόγους στοχαστικούς. |
16 δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτὸν καὶ παρὰ δυνάσταις καθιζάνει αὐτόν. | 16 Το δώρον, που με αγάπην και φιλίαν προσφέρει κανείς, ανοίγει εμπρός του πλατείς τους δρόμους της προόδου και επιτυχίας, και τον βάζει να καθήση κοντά εις άρχοντας και επισήμους. | 16 Τὸ δῶρον, ποὺ προσφέρει κανεὶς ὄχι διὰ δωροδοκίαν, ἀλλὰ φιλικῶς εἰς ἐκδήλωσιν σεβασμοῦ καὶ ἐκτιμήσεως, τοῦ ἀνοίγει δρόμους πλατεῖς καὶ τὸν βάζει νὰ καθήσῃ κοντὰ εἰς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντας. |
17 δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ, ὡς δ’ ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀντίδικος ἐλέγχεται. | 17 Ο δίκαιος, όταν παρασυρθή εις κάποιαν αδικίαν, πρώτος θα κατηγορήση τον εαυτόν του ενώπιον του δικαστηρίου, διότι εάν τον προλάβη ο κατήγορός του και τον ελέγξη, η θέσις του θα επιβαρυνθή. | 17 Ὁ δίκαιος καὶ εἰλικρινὴς ἄνθρωπος, ὅταν προσαχθῇ εἰς δίκην ὡς κατηγορούμενος, λαμβάνει πρῶτος τὸν λόγον καὶ ὁμολογεῖ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου τὸ σφάλμα του καὶ κατηγορεῖ πρῶτος τὸν ἑαυτόν του, ἄλλως, ἐὰν δὲν ταπεινωθῇ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἔρχεται ὁ ἀντίδικος καὶ τὸν ἐλέγχει ὡς ἔνοχον καὶ οὕτω πῶς ἡ θέσις του ἐπιβαρύνεται. |
18 ἀντιλογίας παύει σιγηρός, ἐν δὲ δυναστείαις ὁρίζει. | 18 Η άφωνος κλήρωσις καταπαύει αντιθέσεις και φιλονεικίας. Και κατά τας διαφωνίας των αρχόντων ο ανασυρόμενος κλήρος ορίζει το ορθόν. | 18 Τὰς ἀντιλογίας καὶ λογομαχίας καταπαύει ὁ ἄφωνος καὶ σιωπηλὸς λαχνός, εἰς τὸν ὁποῖον καταφεύγουν διὰ νὰ λύσουν τὴν διαφοράν των οἱ μὴ συμφωνοῦντες, εἰς δὲ τὰς συζητήσεις τῶν ἀρχόντων ἀνασύρεται ὁ κλῆρος καὶ ὁρίζει αὐτὸς τί θὰ γίνῃ. |
19 ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή, ἰσχύει δὲ ὥσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον. | 19 Αδελφός, όταν με αγάπην βοηθήται από τον αδελφόν, είναι ωσάν ωχυρωμένη και απόρθητος πόλις, κτισμένη επάνω εις υψηλόν μέρος. Είναι δε ισχυρός ωσάν το ασάλευτον ανάκτορον, που έχει θεμελιωθή εις στερεόν έδαφος. | 19 Ἀδελφός, ὅταν βοηθῆται εἰς τὰς ὑλικὰς καὶ πνευματικάς του ἀνάγκας ἀπὸ ἄλλον ἀδελφὸν ἀνιδιοτελῆ, ὁμοιάζει πρὸς τὴν ὑψηλὴν καὶ ὠχυρωμένην πόλιν, εἶναι δὲ ἰσχυρός, ὅπως τὸ βασιλικὸν ἀνάκτορον, τὸ ὁποῖον ἔχει γερὰ καὶ βαθιὰ θεμέλια καὶ δὲν εἶναι εὔκολον νὰ τὸ σείσῃ κανείς. |
20 ἀπὸ καρπῶν στόματος ἀνὴρ πίμπλησι κοιλίαν αὐτοῦ, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειλέων αὐτοῦ ἐμπλησθήσεται. | 20 Από τα λόγια του, ωσάν από άλλους καρπούς, θα γεμίση κάθε άνθρωπος την ψυχήν του. Από τα λόγια του τα καλά η κακά θα πλημμυρίση και θα χορτάση ο ίδιος. | 20 Ὁ ἄνθρωπος γεμίζει τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ὡς καρποὶ γλυκεῖς ἢ πικροὶ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα, ὁ ἴδιος δὲ θὰ χορτάσῃ ἀπὸ τοὺς καρποὺς καὶ τὰς συνεπείας τῶν λόγων του. |
21 θάνατος καὶ ζωὴ ἐν χειρὶ γλώσσης, οἱ δὲ κρατοῦντες αὐτῆς ἔδονται τοὺς καρποὺς αὐτῆς. | 21 Εις την εξουσίαν της γλώσσης είναι ο θάνατος και η ζωη. Οσοι κατορθώνουν να συγκρατούν την γλώσσαν των, θα φάγουν τους γλυκείς και θρεπτικούς αυτής καρπούς. | 21 Θάνατος καὶ ζωὴ εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν τῆς γλώσσης, ὅσοι δὲ τὴν συγκρατοῦν, θὰ φάγουν καὶ θὰ γευθοῦν τοὺς γλυκεῖς καρπούς της. |
22 ὃς εὗρε γυναῖκα ἀγαθήν, εὗρε χάριτας, ἔλαβε δὲ παρὰ Θεοῦ ἱλαρότητα. 22α ὃς ἐκβάλλει γυναῖκα ἀγαθήν, ἐκβάλλει τὰ ἀγαθά, ὁ δὲ κατέχων μοιχαλίδα ἄφρων καὶ ἀσεβής. | 22 Εκείνος, που με τον φωτισμόν του Θεού ευρήκε σύζυγον ενάρετον, επέτυχε πολλάς ωφελείας και κέρδη. Επῇρε από τον ίδιον τον Θεόν ήρεμον και ευχέριστον ζωήν. 22α Οποιος όμως διώχνει την ενάρετον σύζυγόν του, διώχνει μαζή με αυτήν και τα αγαθά. Εκείνος δε ο οποίος κρατεί πλησίον του και συζή με μοιχαλίδα, είναι ασύνετος και ασεβής ενώπιον του Θεού. | 22 Ὅποιος ἠξιώθη ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ εὕρῃ σύζυγον ἐνάρετον, αὐτὸς εὑρῆκε πολλὰς ὠφελείας καὶ κέρδη, ἔλαβε δὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἰσόβιον καλωσύνην καὶ εὐχαρίστησιν. 22α Ὅποιος χωρίζει καὶ διώχνει τὴν ἐνάρετον σύζυγόν του, διώχνει μαζί της καὶ τὰ ἀγαθά· ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος κρατεῖ κοντά του γυναῖκα μοιχαλίδα, εἶναι ἄφρων καὶ παραβάτης τοῦ θείου νόμου. |
23 Δεήσεις φθέγγεται
πένης, ὁ δὲ πλούσιος
ἀποκρίνεται σκληρά. | 23 Παρακλητικά αποκρίνεται ο φτωχός ενώ ο πλούσιος
απαντά σκληρά | 23 Ὁ πτωχὸς λέγει λόγια παρακλητικὰ καὶ ἱκετευτικά, ὁ πλούσιος ὅμως, τετυφωμένος ἀπὸ τὸν πλοῦτον του καὶ μὴ αἰσθανόμενος τί σημαίνει πτωχεία καὶ στέρησις, ἅπαντα εἰς τὰς δεήσεις τοῦ πτωχοῦ μὲ σκληρότητα καὶ ἀσπλαγχνίαν. |
24 Ἀνὴρ ἑταίρων πρὸς
ἑταιρἰαν· καὶ ἔστι φίλος
προσκολληθεὶς ὑπὲρ
ἀδελφόν. | 24 Υπάρχει άνθρωπος που επιδιώκει συναιτερισμούς
για ίδια συμφέροντα, ο φίλος όμως ειλιρικώς
επιδιώκει φιλίες για να καταστήσει τον άλλο αδελφό
του | 24 Ἄνθρωπος συνεταιρισμῶν συνδέεται πρὸς συμφεροντολογικὸν σκοπόν, ἀποβλέπων εἰς τὸ νὰ καρπωθῇ τὰ κέρδη τῆς ἑταιρείας· ὑπάρχει ὅμως καὶ φίλος εἰλικρινής, ὁ ὁποῖος συνδέεται καὶ προσκολλᾶται πρὸς τὸν φίλον παραπάνω ἀπὸ τὸν ἀδελφόν. |