Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΑΝ δὲ ψυχὴ ἁμάρτῃ, καὶ ἀκούσῃ φωνὴν ὁρκισμοῦ, καὶ οὗτος μάρτυς, ἢ ἑώρακεν, ἢ σύνοιδεν, ἐὰν μὴ ἀπαγγείλῃ, λήψεται τὴν ἁμαρτίαν. | 1 Εάν κανείς αμαρτήση δι' απόκρυψιν αληθείας, όταν καλούμενος ως αυτόπτης η ως πληροφορημένος εξ ακοής μάρτυς να καταθέση ενόρκως, αυτός δε αρνηθή να καταθέση ο,τι γνωρίζει, θα του καταλογισθή αμαρτία και ενοχή. | 1 Εὰν δὲ κάποιος κληθῇ ἐνόρκως νὰ καταθέσῃ διὰ κάποιο γεγονός, τοῦ ὁποίου ἦτο αὐτόπτης μάρτυς, ἢ ἔλαβε σαφῆ γνῶσιν καὶ δεν τὸ κάνῃ, ἁμαρτάνει καὶ θὰ ἔχῃ ἐπάνω του τὴν ἐνοχὴν τῆς ἁμαρτίας του. |
2 ἡ ψυχὴ ἐκείνη, ἥτις ἐὰν ἅψηται παντὸς πράγματος ἀκαθάρτου, ἢ θνησιμαίου, ἢ θηριαλώτου ἀκαθάρτου, ἢ τῶν θνησιμαίων βδελυγμάτων τῶν ἀκαθάρτων, ἢ τῶν θνησιμαίων κτηνῶν τῶν ἀκαθάρτων, | 2 Εάν κανείς εγγίση οιονδήποτε ακάθαρτον πράγμα, δηλαδή θνησιμαίον ζώον η ζώον κατασπαραχθέν υπό θηρίου, είτε τούτο είναι από τα βδελυκτά ακάθαρτα ζώα άλλων λαών είτε από τα συνήθη κατοικίδια ζώα των Εβραίων, | 2 Ἐὰν ἐπίσης κάποιος ἐγγίσῃ ὀτιδήποτε ἀκάθαρτον πρᾶγμα, εἴτε πτῶμα, εἴτε ἀκάθαρτον ζῶον, ποὺ τὸ κατεσπάραξεν ἄλλο ἄγριον ζῶον, εἴτε κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα ζώων, ποὺ τὰ θεωροῦν ἱερὰ ὡρισμένοι λαοί, ἢ ἀπὸ τὰ πτώματα ἀκαθάρτων κατοικιδίων ζώων, |
3 ἢ ἅψηται ἀπὸ ἀκαθαρσίας ἀνθρώπου, ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας αὐτοῦ, ἧς ἂν ἁψάμενος μιανθῇ, καί ἔλαθεν αὐτόν, μετὰ τοῦτο δὲ γνῷ, καὶ πλημμελήσῃ· | 3 η εγγίση ακαθαρσίαν ανθρώπου, κάθε είδος ακαθαρσίας αυτού, δια της οποίας ο εγγίσας μολύνεται, και έπραξε τούτο εξ αγνοίας, κατόπιν δε κατενόησε και συνησθάνθη τον μολυσμόν, είναι ένοχος ενώπιον του θείου Νομου και πρέπει να καθαρισθή. | 3 ἢ ἐὰν ἐγγίσῃ κάτι ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσίαν ἀνθρώπου, ὁποιανδηποτε ἀκαθαρσίαν του, ποὺ ὅταν τὴν ἐγγίσῃ κανεὶς μολύνεται, καὶ δὲν ἀντιληφθῇ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ σφάλμα του, ἀλλὰ τὸ συναισθανθῇ κατόπιν, εἶναι παραβάτης καὶ ἔνοχος ἔναντι τοῦ Νόμου. |
4 ἡ ψυχή, ἣ ἂν ὀμόσῃ διαστέλλουσα τοῖς χείλεσι κακοποιῆσαι ἢ καλῶς ποιῆσαι κατὰ πάντα, ὅσα ἐὰν διαστείλῃ ὁ ἄνθρωπος μεθ᾿ ὅρκου, καὶ λάθῃ αὐτὸν πρὸ ὀφθαλμῶν, καὶ οὗτος γνῷ, καὶ ἁμάρτῃ ἕν τι τούτων, | 4 Εάν κανείς υποσχεθή να κάμη τούτο η εκείνο και βεβαιώση την υπόσχεσίν του με προφορικόν όρκον οιονδήποτε και αν είναι αυτό που ενόρκως υπεσχέθη να κάμη, του διαφύγη όμως από τον νουν και το ενθυμηθή κατόπιν, είναι ένοχος δι' αυτό που ωρκίσθη να κάμη και δεν το έκαμε. | 4 Ἐὰν κάποιος ὁρκισθῇ ἐπιπολαίως καὶ ἀναγγείλῃ μὲ τὰ χείλη του ὅτι θὰ κάνῃ κάτι, εἴτε κακὸν εἴτε καλόν, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συνήθως ὁρκίζονται καὶ ὑπόσχονται νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ διαφύγῃ αὐτὸ ἀπὸ τὸν νοῦν του καὶ τὸ συναισθανθῇ κατόπιν, εἶναι ἔνοχος δι ἐκεῖνο, περὶ τοῦ ὁποίου ὡρκίσθη. |
5 καὶ ἐξαγορεύσει τὴν ἁμαρτίαν, περὶ ὧν ἡμάρτηκε κατ᾿ αὐτῆς, | 5 Αυτός πρέπει να ομολογήση την αμαρτίαν αυτήν, την οποίαν έκαμε λησμονήσας τον όρκον του. | 5 Θὰ πρέπῃ νὰ ὁμολογήσῃ δημοσίως τὴν ἁμαρτίαν του διὰ κάθε τι, ποὺ παρέλειψε νὰ κάνῃ. |
6 καὶ οἴσει περὶ ὧν ἐπλημμέλησε Κυρίῳ, περὶ τῆς ἁμαρτίας ἧς ἥμαρτε, θῆλυ ἀπὸ τῶν προβάτων, ἀμνάδα ἢ χίμαιραν ἐξ αἰγῶν, περὶ ἁμαρτίας· καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ, ἧς ἥμαρτε, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ ἡ ἁμαρτία. | 6 Θα φέρη εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου δια την διαπραχθείσαν αμαρτίαν του αμνάδα η αίγα δια την συγχώρησιν της αμαρτίας. Ο ιερεύς θα προσφέρη την περί αμαρτίας εξιλαστήριον αυτήν θυσίαν, και θα του συγχωρηθή αυτή η αμαρτία του. | 6 Θὰ προσφέρῃ δὲ εἰς τὸν Κύριον δι' ὅσα ἐπλημμέλησε, διὰ τὴν ἁμαρτίαν ποὺ διέπραξε, ζῶον θηλυκὸν ἀπὸ τὰ πρόβατα, μίαν ἀμνάδα, ἢ μίαν γίδαν ἀπὸ τὰ κατσίκια ὡς θυσίαν ἐξιλαστήριον διὰ τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ προσφέρῃ δι’ αὐτὸν τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν του, τὴν ὁποίαν διέπραξε, καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ ἡ ἁμαρτία. |
7 ᾿Εὰν δὲ μὴ ἰσχύῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ τὸ ἱκανὸν εἰς τὸ πρόβατον, οἴσει περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ, ἧς ἥμαρτε, δύο τρυγόνας, ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν Κυρίῳ, ἕνα περὶ ἁμαρτίας καὶ ἕνα εἰς ὁλοκαύτωμα. | 7 Εάν όμως ο παραβάτης δεν έχη την δυνατότητα και την οικονομικήν ευχέρειαν να δώση πρόβατον, θα προσφέρη δια την αμαρτίαν, την οποίαν διέπραξε, δύο τρυγόνας η δύο νεοσσούς περιστερών. Το ένα ως θυσίαν δια την αμαρτίαν και το άλλο ως ολοκαύτωμα προς τον Κυριον. | 7 Ἐὰν ὅμως ὁ ἔνοχος ἄνθρωπος δεν εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀγοράσῃ καὶ νὰ προσφέρῃ πρόβατον, τότε θὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Κύριον διὰ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ διέπραξε, δύο τρυγόνια ἢ δύο μικρὰ περιστέρια, ἕνα διὰ τὴν θυσίαν περὶ ἁμαρτίας καὶ ἕνα διὰ νὰ καῇ ἐντελῶς εἰς τὸ θυσιαστήριον. |
8 καὶ οἴσει αὐτὰ πρὸς τὸν ἱερέα, καὶ προσάξει ὁ ἱερεὺς τὸ περὶ τῆς ἁμαρτίας πρότερον· καὶ ἀποκνίσει ὁ ἱερεὺς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ σφονδύλου, καὶ οὐ διελεῖ· | 8 Θα φέρη αυτάς προς τον ιερέα ο οποίος θα προσφέρη θυσίαν πρώτον το περί αμαρτίας. Θα αποκόψη με τα νύχια του την κεφαλήν του πτηνού από τον σπόνδυλον, χωρίς να την αποχωρίση από τον κορμόν. | 8 Θὰ τὰ φέρῃ δὲ πρὸς τὸν ἱερέα καὶ θὰ προσφέρῃ ὁ ἱερεὺς πρῶτον αὐτό, ποὺ προορίζεται διὰ τὴν θυσίαν περὶ ἁμαρτίας. Καὶ θὰ ἀποκόψῃ μὲ τὰ νύχια του καὶ στρέφοντάς το ὁ ἱερεὺς τὸ κεφάλι τοῦ ζώου ἀπὸ τὸν σπόνδυλον τοῦ λαιμοῦ, ἀλλὰ δεν θὰ τὸ ἀποχωρίσῃ τελείως ἀπὸ τὸν κορμόν. |
9 καὶ ρανεῖ ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ περὶ τῆς ἁμαρτίας ἐπὶ τὸν τοῖχον τοῦ θυσιαστηρίου, τὸ δὲ κατάλοιπον τοῦ αἵματος καταστραγγιεῖ ἐπὶ τὴν βάσιν τοῦ θυσιαστηρίου· ἁμαρτία γάρ ἐστι. | 9 Θα ραντίση από το αίμα του προσφερομένου πτηνού περί αμαρτίας εις την πλευράν του θυσιαστηρίου, το δε υπόλοιπον αίμα θα το στραγγίση εις την βάσιν του θυσιαστηρίου. Τούτο δέ, διότι η θυσία αυτή προσφέρεται δι' άφεσιν αμαρτίας. | 9 Θὰ ραντίσῃ κατόπιν μὲ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ ζώου, ποὺ προσφέρεται δι' ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας, τὰ τοιχώματα τοῦ θυσιαστηρίου· τὸ δὲ ὑπόλοιπον ἀπὸ τὸ αἷμα θὰ τὸ στραγγίσῃ εἰς τὴν βάσιν τοῦ θυσιαστηρίου. Γίνεται τοῦτο, διότι ἡ θυσία αὐτὴ προσφέρεται δι’ ἐξιλέωσιν ἀπὸ τὴν ἐνοχηὴν τῆς ἁμαρτίας. |
10 καὶ τὸ δεύτερον ποιήσει ὁλοκάρπωμα, ὡς καθήκει. καὶ ἐξιλάσεται ὁ ἱερεὺς περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ, ἧς ἥμαρτε, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ. | 10 Το δεύτερον πτηνόν θα το προσφέρη ολοκαύτωμα, όπως είναι καθωρισμένον και πρέπον. Και με τον τρόπον αυτόν θα εξιλεώση ο ιερεύς τον Θεόν δια την αμαρτίαν, την οποίαν ο προσφέρων και θα του συγχωρηθή αυτή. | 10 Τὸ δὲ δεύτερον ζῶον θὰ τὸ βάλῃ εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ νὰ καῇ ἐντελῶς συμφώνως πρὸς τὸ σχετικὸν τυπικόν. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ προσφέρῃ ὁ ἱερεὺς τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν αὐτοῦ ποὺ τὴν διέπραξε καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ τὸ ἁμάρτημα. |
11 ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ζεῦγος τρυγόνων, ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν, καὶ οἴσει τὸ δῶρον αὐτοῦ, περὶ οὗ ἥμαρτε, τὸ δέκατον τοῦ οἰφὶ σεμιδάλεως περὶ ἁμαρτίας· οὐκ ἐπιχεεῖ ἐπ᾿ αὐτὸ ἔλαιον, οὐδὲ ἐπιθήσει ἐπ᾿ αὐτῷ λίβανον, ὅτι περὶ ἁμαρτίας ἐστί· | 11 Εάν όμως δεν έχη την οικονομικήν δυνατότητα να αγοράση και προσφέρη ζεύγος τρυγόνων η δύο νεοσσούς περιστεριών, θα προσφέρη ως θυσίαν δια την αμαρτίαν, που διέπραξε το εν δέκατον του οιφί σημιγδάλι (δύο περίπου χιλιόγραμμα). Δεν θα χύση επάνω εις αυτό έλαιον ούτε θα θέση λιβάνι, διότι πρόκειται περί θυσίας εις εξιλέωσιν αμαρτίας. | 11 Ἐὰν δὲ δὲν ἔχῃ τὴν οἰκονομικὴν δυνατότητα νὰ προμηθευθῇ ἕνα ζευγάρι τρυγόνια, ἢ δύο μικρὰ περιστέρια, τότε νὰ προσφέρῃ σὰν θυσίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ διέπραξεν, ἓν δέκατον τοῦ οἰφὶ σιμιγδάλι (τέσσερα κιλὰ περίπου). Δὲν θὰ χύσῃ ἐπάνω εἰς αὐτὸ λάδι, οὔτε θὰ βάλῃ ἐπάνω του λιβάνι, διότι πρόκειται διὰ θυσίαν, ποὺ προσφέρεται δι’ ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας. |
12 καὶ οἴσει αὐτὸ πρὸς τὸν ἱερέα. καὶ δραξάμενος ὁ ἱερεὺς ἀπ᾿ αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα, τὸ μνημόσυνον αὐτῆς ἐπιθήσει ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων Κυρίῳ· ἁμαρτία ἐστί. | 12 Θα φέρη αυτό στον ιερέα. Ο δε ιερεύς, εις ανάμνησιν υπέρ του προσφέροντας θα πάρη από αυτό μίαν γεμάτην χούφταν και θα το βάλη επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων δια τον Κυριον. Τούτο, επειδή η θυσία αυτή είναι περί αμαρτίας. | 12 Θὰ φέρῃ δὲ τὸ σιμιγδάλι εἰς τὸν ἱερέα καὶ ἀφοῦ πάρῃ ἀπὸ αὐτὸ καὶ γεμίσῃ ὅλην τὴν χούφταν του ὁ ἱερεύς, θὰ τὸ βάλῃ εἰς μνημόσυνον αὐτοῦ, ποὺ τὸ προσφέρει, ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, διὰ νὰ καῇ ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον. Εἶναι καὶ τοῦτο θυσία περὶ ἁμαρτίας. |
13 καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ, ἧς ἥμαρτεν, ἀφ᾿ ἑνὸς τούτων, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ. τὸ δὲ καταλειφθὲν ἔσται τῷ ἱερεῖ, ὡς ἡ θυσία τῆς σεμιδάλεως. | 13 Ετσι δε ο ιερεύς θα εξιλεώση αυτόν δια την αμαρτίαν, την οποίαν διέπραξε και η οποία θα του συγχωρηθή. Το υπόλοιπον από την θυσίαν αλεύρι θα ανήκη στον ιερέα, όπως η θυσία του σημιγδαλιού”. | 13 Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ τὸν ἐξιλεώσῃ ὁ ἱερεὺς ἐνώπιον Κυρίου διὰ τὴν ἁμαρτίαν του, τὴν ὁποίαν διέπραξε μὲ τὸ νὰ κάνῃ κάτι ἀπὸ ὅσα ἀνεφέρθησαν προηγουμένως καὶ ἔτσι θὰ τοῦ συγχωρηθῇ τὸ ἁμάρτημα. Αὐτὸ δέ, ποὺ θὰ ἀπομείνῃ ἀπὸ τὸ σιμιγδάλι, θὰ ἀνήκῃ εἰς τὸν ἱερέα, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ εἰς τὸ τυπικὸν ἀναιμάκτου θυσίας, ὅταν προσφέρεται σιμιγδάλι». |
14 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν, λέγων· | 14 Ωμίλησεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπε· | 14 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε: |
15 ψυχὴ ἣ ἂν λάθῃ αὐτὸν λήθῃ καὶ ἁμάρτῃ ἀκουσίως ἀπὸ τῶν ἁγίων Κυρίου, καὶ οἴσει τῆς πλημμελείας αὐτοῦ τῷ Κυρίῳ κριὸν ἄμωμον ἐκ τῶν προβάτων, τιμῆς ἀργυρίου σίκλων, τῷ σίκλῳ τῶν ἁγίων, περὶ οὗ ἐπλημμέλησε. | 15 “εάν κανείς ακουσίως και εξ αγνοίας αμαρτήση ασυναισθήτως εις τα άγια του Κυρίου πράγματα, θα προσφέρη θυσίαν προς τον Κυριον δια το εξ αγνοίας αυτό πλημμέλημά του ένα κριον από τα πρόβατά του, χωρίς κανένα σωματικόν ελάττωμα, αξίας δύο τουλάχιστον αργυρών σίκλων από τους σίκλους τους κυκλοφορούντας ως νόμισμα εις την περιοχήν της Σκηνής του Μαρτυρίου (τέσσαρες αττικαί δραχμαί). | 15 «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἁμαρτήσῃ ἀπὸ ἀπροσεξίαν καὶ παραβῇ, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, μίαν ἀπὸ τὰς διατάξεις ποὺ ἀφοροῦν τὰ ἅγια πράγματα τοῦ Θεοῦ, τὰς προσφορὰς δηλαδὴ καὶ τὴν λατρείαν, πρέπει νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Κύριον ὡς θυσίαν ἐπανορθώσεως διὰ τὸ σφάλμα, ποὺ διέπραξε, ἕνα κριάρι ἀπὸ τὰ πρόβατα χωρὶς κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα. Ἡ ἀξία τοῦ ζώου θὰ ἐκτιμᾶται εἰς σίκλους ἀπὸ ἀσῆμι, βάσει τῆς τιμῆς τοῦ νομίσματος τοῦ σίκλου, ποὺ κυκλοφορεῖ εἰς τὸν τόπον τῆς λατρείας καὶ ἔχει ἀξίαν σταθεράν. |
16 καὶ ὃ ἥμαρτεν ἀπὸ τῶν ἁγίων ἀποτίσει αὐτό. καὶ τὸ ἐπίπεμπτον προσθήσει ἐπ᾿ αὐτὸ καὶ δώσει αὐτὸ τῷ ἱερεῖ· καὶ ὁ ἱερεὺς ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ἐν τῷ κριῷ τῆς πλημμελείας, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ. | 16 Θα πληρώση δε και την ζημίαν, που επροξένησεν εις τα άγια πράγματα, θα προσθέση επί πλέον και το εν πέμπτον της αξίας, αυτά δε θα τα δώση στον ιερέα. Ο ιερεύς προσφέρων τον κριον θυσίαν θα εξιλεώση αυτόν δια την αμαρτίαν του και θα του συγχωρηθή αυτή η αμαρτία. | 16 Θὰ ἀποκαταστήσῃ δὲ καὶ διὰ πληρωμῆς κάθε σφάλμα του ὡς πρὸς τὰ ἅγια πράγματα. Θὰ προσθέσῃ ἐπίσης καὶ τὸ ἐν πέμπτον τῆς ἀξίας των καὶ θὰ τὸ δώσῃ εἰς τὸν ἱερέα. Ὁ δὲ ἱερεὺς θὰ προσφέρῃ δι’ αὐτόν μὲ τὸ κριάρι τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν διὰ τὸ πλημμέλημα του καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ τὸ ἁμάρτημα. |
17 Καὶ ἡ ψυχὴ ἣ ἂν ἁμάρτῃ καὶ ποιήσῃ μίαν ἀπὸ πασῶν τῶν ἐντολῶν Κυρίου, ὧν οὐ δεῖ ποιεῖν, καὶ οὐκ ἔγνω, καὶ πλημμελήσῃ καὶ λάβῃ τὴν ἁμαρτίαν, | 17 Εάν κανείς από άγνοιαν αμαρτήση παραβαίνων μίαν από όλας τας εντολάς του Κυρίου, την οποίαν δεν θα έπρεπε να παραβή, είναι ένοχος δια την αμαρτίαν αυτήν. | 17 Αὐτὸς δὲ ποὺ θὰ ἁμαρτήσῃ καὶ θὰ κάνῃ κάτι ἀντίθετον πρὸς μίαν ἀπὸ ὅλας τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, ποὺ δεν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνῃ, καὶ γίνῃ ἐν ἀγνοίᾳ του παραβάτης καὶ συναισθανθῇ κατόπιν τὴν ἐνοχήν του, |
18 καὶ οἴσει κριὸν ἄμωμον ἐκ τῶν προβάτων, τιμῆς ἀργυρίου εἰς πλημμέλειαν πρὸς τὸν ἱερέα. καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς περὶ τῆς ἀγνοίας αὐτοῦ, ἧς ἠγνόησε, καὶ αὐτὸς οὐκ ᾔδει, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ· | 18 Δια την συγχώρησιν της αμαρτίας του θα προσφέρη από τα πρόβατά του αρτιμελή κριον αξίας ενός αργυρού σίκλου, προς τον ιερέα· ο δε ιερεύς προσφέρων αυτήν την θυσίαν θα εξιλεώση αυτόν δια την αμαρτίαν, την οποίαν αυτός εξ αγνοίας και χωρίς να γνωρίζη διέπραξε, η οποία και θα του συγχωρηθή. | 18 πρέπει νὰ φέρῃ εἰς τὸν ἱερέα ἕνα κριάρι ἀπὸ τὰ πρόβατα, χωρὶς κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα. Ἡ ἀξία του θὰ ὑπολογισθῇ εἰς χρῆμα, βάσει τῆς τιμῆς ποὺ ἔχει ὁρισθῆ διὰ τὰς θυσίας τῆς ἐπανορθώσεως τῶν πλημμελημάτων. Ὁ δὲ ἱερεὺς θὰ προσφέρῃ δι αὐτὸν τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν διὰ τὸ σφάλμα, ποὺ διέπραξε χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζῃ, καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ τὸ παράπτωμα. |
19 ἐπλημμέλησε γὰρ πλημμελείᾳ ἔναντι Κυρίου. | 19 Ημάρτησε, διότι εφάνη τόσον επιπόλαιος και αμελής ενώπιον του Κυρίου”. | 19 Προσφέρεται δὲ ἡ θυσία, διότι ἔκανε παράβασιν καὶ ἔγινεν ἔνοχος ἔναντι τοῦ Κυρίου». |
20 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 20 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν και είπεν | 20 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε: |
21 ψυχὴ ἣ ἐὰν ἁμάρτῃ καὶ παριδὼν παρίδῃ τὰς ἐντολὰς Κυρίου καὶ ψεύσηται τὰ πρὸς τὸν πλησίον ἐν παραθήκῃ ἢ περὶ κοινωνίας ἢ περὶ ἁρπαγῆς ἢ ἠδίκησέ τι τὸν πλησίον | 21 “εάν κανείς αμαρτήση παραβλέπων και παραβαίνων τας εντολάς του Κυρίου, και είπη ψέματα προς τον πλησίον του δια πράγμα που έχει κατατεθή εις αυτόν προς φύλαξιν η δι' ενέχυρον η δι' αρπαγήν η δι' άλλην τινά αδικίαν εναντίον του πλησίον, | 21 «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἁμαρτήσῃ καὶ θὰ παραβῇ ὁπωσδήποτε τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ νὰ εἴπῃ ψέματα εἰς τὸν πλησίον του διὰ κάτι, ποὺ τοῦ ἐνεπιστεύθη πρὸς φύλαξιν, ἢ τὸν ἐξαπατήσῃ εἰς κάτι ποὺ συνεφώνησαν μεταξύ των, ἢ ἀρπάξῃ τὰ πράγματα τοῦ ἄλλου, ἢ ἀδικήσῃ εἰς κάτι τὸν πλησίον του, |
22 ἢ εὗρεν ἀπώλειαν καὶ ψεύσηται περὶ αὐτῆς καὶ ὀμόσῃ ἀδίκως περὶ ἑνὸς ἀπὸ πάντων, ὧν ἐὰν ποιήσῃ ὁ ἄνθρωπος, ὥστε ἁμαρτεῖν ἐν τούτοις, | 22 η εύρε χαμένον πράγμα και είπη ψέματα δι' αυτό και ορκισθή ψευδώς, και γενικώς αν διαπράξη άλλην τινά αμαρτίαν παραβαίνων τας εντολάς του Κυρίου, ώστε να γίνη παραβάτης αυτών, | 22 ἢ εὕρῃ κάτι, ποὺ εἶχε χαθῆ, καὶ εἴπῃ ψέματα δι’ αὐτὸ καὶ γενικῶς ὁρκισθῇ ψευδῶς δι’ ἕνα ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ κάμνουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι καὶ ἁμαρτάνουν μὲ αὐτά, |
23 καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν ἁμάρτῃ καὶ πλημμελήσῃ, καὶ ἀποδῷ τὸ ἅρπαγμα, ὃ ἥρπασεν, ἢ τὸ ἀδίκημα, ὃ ἠδίκησεν, ἢ τὴν παραθήκην, ἥτις παρετέθη αὐτῷ, ἢ τὴν ἀπώλειαν, ἣν εὗρεν, | 23 εάν λοιπόν αμαρτήση και κατόπιν συναισθανθή το αμάρτημά του, θα αποδώση αυτό το οποίον ήρπασεν η θα αποκαταστήση την αδικίαν που διέπραξεν η θα επιοτρέψη την παρακαταθήκην που του είχαν εμπιστευθή η θα αποδώση το χαιμένον πράγμα που ευρήκεν στον κύριόν του, | 23 εἶναι παραβάτης καὶ ἔνοχος. Εἰς αὐτὰς λοιπὸν τὰς περιπτώσεις πρέπει νὰ ἀποκαταστήσῃ μὲ πληρωμὴν τὴν ἁρπαγὴν ποὺ ἔκανε, ἢ τὴν ἀδικίαν ποὺ διέπραξε, ἢ αὐτὸ ποὺ ἐθεώρησεν ὡς ἰδικόν του, ἐνῷ τοῦ τὸ εἶχαν ἐμπιστευθῆ πρὸς φύλαξιν, ἢ ἐκράτησε καὶ δεν ἐπέστρεψε τὸ χαμένο πρᾶγμα ποὺ εὑρῆκε. |
24 ἀπὸ παντὸς πράγματος, οὗ ὤμοσε περὶ αὐτοῦ ἀδίκως, καὶ ἀποτίσει αὐτὸ τὸ κεφάλαιον καὶ τὸ ἐπίπεμπτον προσθήσει ἐπ᾿ αὐτό· τίνος ἐστίν, αὐτῷ ἀποδώσει ᾗ ἡμέρᾳ ἐλεγχθῇ. | 24 δια κάθε γενικώς πράγμα, δια το οποίον εψευδόρκησε θα δώση ολόκληρον το κεφάλαιον και επί πλέον το εν πέμπτον του κεφαλαίου ως πρόστιμον. Θα επιστρέψη αυτό στον ιδιοκτήτην του, όταν συναισθανθή και κατανοήση το σφάλμα του. | 24 Πρέπει νὰ δώσῃ ἀποζημίωσιν διὰ κάθε πρᾶγμα, διὰ τὸ ὁποῖον ἐπῆρεν ὅρκον ψευδῆ. Θὰ καταβάλῃ δὲ ὁλόκληρον τὸ σχετικὸν ποσὸν καὶ θὰ προσθέσῃ εἰς αὐτὸ καὶ τὸ ἓν πέμπτον τῆς ἀξίας του. Θὰ τὰ δώσῃ εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐζημιώθη, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ ἀποκαλυφθῇ τὸ σφάλμα του. |
25 καὶ τῆς πλημμελείας αὐτοῦ οἴσει τῷ Κυρίῳ κριὸν ἀπὸ τῶν προβάτων ἄμωμον, τιμῆς, εἰς ὃ ἐπλημμέλησε. | 25 Δια την αδικίαν αυτήν, που διέπραξε, θα προσφέρη προς τον Κυριον από τα πρόβατά του προς θυσίαν κριον αρτιμελή αξίας αναλόγου προς την αδικίαν, που διέπραξε. | 25 Διὰ δὲ τὴν παράβασίν του ἔναντι τοῦ Νόμου θὰ προσφέρῃ συγχρόνως εἰς τὸν Κύριον ὡς θυσίαν ἀποκαταστάσεως τοῦ πλημμελήματος ἕνα κριάρι ἀπὸ τὰ πρόβατα χωρὶς κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα, ἢ ἀξία τοῦ ὁποίου θὰ εἶναι ἀνάλογος πρὸς τὸ πλημμέλημα ποὺ διέπραξε. |
26 καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ περὶ ἑνὸς ἀπὸ πάντων, ὧν ἐποίησε καὶ ἐπλημμέλησεν αὐτῷ. | 26 Ο ιερεύς δια της θυσίας του κριου θα εξιλεώση υπέρ αυτού τον Κυριον δια την παράβασιν και θα του συγχωρηθή η οιαδήποτε αμαρτία, την οποίαν διέπραξε. | 26 Καὶ θὰ προσφέρῃ δι’ αὐτὸν ὁ ἱερεὺς ἐξιλαστήριον θυσίαν ἐνώπιον Κυρίου καὶ θὰ τοῦ συγχωρηθῇ ἡ ἁμαρτία διὰ καθένα ἀπὸ ὅλα, ὅσα ἔκανε καὶ ἔγινε ἔτσι παραβάτης». |