Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 1 Ελάλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· | 1 Καὶ ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
2 λάλησον τῇ συναγωγῇ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 2 “μίλησε προς όλους τους Ισραηλίτας και ειπέ εις αυτούς· Γινετε άγιοι, διότι εγώ ο Κυριος και Θεός σας είμαι άγιος. | 2 «Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ νὰ εἰπῇς πρὸς αὐτοὺς τὰ ἑξῆς: Νὰ εἶσθε ἅγιοι, ξεχωρισμένοι δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, διότι Ἐγὼ ὁ Κύριος, ποὺ εἶμαι ὁ Θεός σας, εἶμαι ἅγιος. Δὲν ἔχω καμμίαν ἀπολύτως σχέσιν μὲ τὴν ἁμαρτίαν. |
3 ἕκαστος πατέρα αὐτοῦ καὶ μητέρα αὐτοῦ φοβείσθω, καὶ τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 3 Ο καθένας να σέβεται τον πατέρα του και την μητέρα του. Να τηρήτε τα σάββατά μου. Εγώ ο Κυριος και Θεός σας δίδω την εντολήν. | 3 Καθένας σας πρέπει νὰ σέβεται καὶ νὰ τιμᾷ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ νὰ τηρῆτε τὰ Σάββατά μου, τὰς ἡμέρας δηλαδὴ ποὺ ὥρισα διὰ τὴν λατρείαν μου. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας. |
4 οὐκ ἐπακολουθήσετε εἰδώλοις καὶ θεοὺς χωνευτοὺς οὐ ποιήσετε ὑμῖν· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 4 Δεν θα ακολουθήσετε και δεν θα προσκυνήσετε είδωλα και δεν θα κάμετε ποτέ δια τον εαυτόν σας θεούς χυτούς. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. | 4 Δὲν θὰ ἀφήσετε Ἐμέ, διὰ νὰ ἀκολουθήσετε ὀπίσω ἀπὸ τὰ εἴδωλα, καὶ δὲν θὰ κατασκευάσετε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας εἰς τὸ χυτήριον θεοὺς ἀπὸ μέταλλον. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας. |
5 καὶ ἐὰν θύσητε θυσίαν σωτηρίου τῷ Κυρίῳ, δεκτὴν ὑμῶν θύσετε. | 5 Εάν προσφέρετε θυσίαν ειρηνικήν και ευχαριστήριον στον Κυριον, να την προσφέρετε κατά τρόπον ευλαβή, ώστε να γίνη δεκτή. | 5 Καὶ ὅταν προσφέρετε εἰς τὸν Κύριον θυσίαν «σωτηρίου», θυσίαν δηλαδὴ εὐχαριστήριον διὰ τὴν προστασίαν Του εἰς ὥρας δυσκόλους καὶ διὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ σᾶς ἐχάρισε, νὰ φροντίζετε, ὥστε νὰ γίνεται ἡ θυσία σας σνμφώνως πρὸς τὰς ὡρισμένας ὁδηγίας Του, διὰ νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτος. |
6 ᾗ ἂν ἡμέρᾳ θύσετε, βρωθήσεται καὶ τῇ αὔριον· καὶ ἐὰν καταλειφθῇ ἕως ἡμέρας τρίτης, ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται. | 6 Η θυσία που θα προσφέρετε, πρέπει να φαγωθή κατά την ιδίαν ημέραν η και κατά την επομένην. Εάν όμως υπολειφθή κάτι μέχρι της τρίτης ημέρας, πρέπει να κατακαή. | 6 Πρέπει νὰ τρώγεται ἡ προσφορὰ τῆς θυσίας αὐτῆς κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ προσφέρεται καὶ κατὰ τὴν ἑπομένην. Ἐὰν δὲ μείνῃ κάτι διὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, πρέπει να καῇ τελείως εἰς τὴν φωτιάν. |
7 ἐὰν δὲ βρώσει βρωθῇ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ἄθυτόν ἐστιν, οὐ δεχθήσεται. | 7 Εάν όμως φαγωθή κατά την τρίτην ημέραν είναι σαν να μη έχη προσφερθή προς θυσίαν. Η προσφορά της ως θυσίας δεν θα είναι δεκτή από τον Θεόν. | 7 Ἐὰν ἀντιθέτως φαγωθῇ τὸ ὑπόλοιπον τῆς Θυσίας αὐτῆς κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, τότε εἶναι σὰν νὰ μὴ ἔγινε θυσία. Δὲν θὰ γίνῃ δεκτὴ ἡ θυσία σας. |
8 ὁ δὲ ἔσθων αὐτὸ ἁμαρτίαν λήψεται, ὅτι τὰ ἅγια Κυρίου ἐβεβήλωσε· καὶ ἐξολοθρευθήσονται αἱ ψυχαὶ αἱ ἔσθουσαι ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῶν. | 8 Εκείνος δε ο οποίος θα φάγη αυτό κατά την τρίτην ημέραν, θα αμαρτήση, διότι εμόλυνε τα άγια του Κυρίου. Θα εξολοθρευθούν εκ μέσου του λαού εκείνοι, οι οποίοι τρώγουν έτσι τας θυσίας. | 8 Αὐτὸς δὲ ποὺ τρώγει κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν τὸ ὑπόλοιπον τῆς θυσίας «σωτηρίου» θὰ ἔχῃ ἁμαρτίαν, διότι ἐβεβήλωσεν αὐτὰ ποὺ ἦσαν ἅγια, ἀφιερωμένα εἰς τὸν Θεόν. Καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ θὰ τὰ φάγουν, θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ των. |
9 Καὶ ἐκθεριζόντων ὑμῶν τὸν θερισμὸν τῆς γῆς ὑμῶν, οὐ συντελέσετε τὸν θερισμὸν ὑμῶν τοῦ ἀγροῦ σου ἐκθερίσαι, καὶ τὰ ἀποπίπτοντα τοῦ θερισμοῦ σου οὐ συλλέξεις. | 9 Οταν θερίζετε τα χωράφια σας να μη κάμετε ολοκληρωτικόν και πλήρη τον θερισμόν των αγρών σας. Τα πίπτοντα κατά τον θερισμόν στάχυα δεν θα τα μαζεύσης. | 9 Ὅταν θὰ ἔχετε θερισμὸν καὶ θὰ συγκομίζετε τοὺς καρποὺς τῆς γῆς σας, νὰ μὴ τελειώνετε τὸν θερισμόν σας ἔτσι, ὥστε νὰ ἔχετε θερίσει ἐντελῶς τὸ χωράφι σας, ἀλλὰ νὰ ἀφήνετε καὶ κάτι ἀθέριστον. Οὔτε νὰ μαζεύετε τὰ στάχυα, ποὺ πέφτουν. |
10 καὶ τὸν ἀμπελῶνά σου οὐκ ἐπανατρυγήσεις, οὐδὲ τὰς ρῶγας τοῦ ἀμπελῶνός σου συλλέξεις· τῷ πτωχῷ καὶ τῷ προσηλύτῳ καταλείψεις αὐτά· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 10 Την άμπελόν σου δεν θα επανέλθης να την τρυγήσης δια δευτέραν φοράν ούτε τας ρώγας των κλημάτων σου θα συλλέξης. Θα αφήσης αυτά δια τον πτωχόν και τον ξένον. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, που δίδω αυτήν την εντολήν. | 10 Καὶ νὰ μὴ περάσῃς διὰ δευτέραν φορὰν εἰς τὸ ἀμπέλι σου, διὰ νὰ τὸ τρυγήσῃς καὶ πάλιν, οὔτε νὰ μαζεύσῃς τὶς ρῶγες ἀπὸ τὸ ἀμπέλι σου, ποὺ θὰ πέσουν εἰς τὸ χῶμα. Θὰ τὰ ἀφήσῃς διὰ τὸν πτωχὸν καὶ τὸν ξένον, ποὺ ζῇ μαζί σας. Τὰ ὁρίζω αὐτὰ Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σας. |
11 Οὐ κλέψετε, οὐ ψεύσεσθε, οὐδὲ συκοφαντήσει ἕκαστος τὸν πλησίον. | 11 Δεν θα κλέψετε, δεν θα πήτε ψέματα, δεν θα συκοφαντήσετε ο ένας τον άλλον. | 11 Δὲν θὰ κλέψετε τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἄλλου. Δὲν θὰ λέγετε ἐπίσης ψέματα καὶ δὲν θὰ συκοφαντῆτε καθένας τὸν πλησίον του. |
12 καὶ οὐκ ὀμεῖσθε τῷ ὀνόματί μου ἐπ᾿ ἀδίκῳ καὶ οὐ βεβηλώσετε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 12 Δεν θα ορκισθήτε ψευδώς στο όνομά μου, δεν θα αδικήσετε κάποιον, και δεν θα μολύνετε το άγιον όνομα του Θεού σας. Εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός σας. | 12 Δὲν θὰ ὁρκίζεσθε ἐπίσης εἰς τὸ Ὄνομά μου, διὰ νὰ ἀδικήσετε καὶ ἐξαπατήσετε τὸν πλησίον σας, καὶ δὲν θὰ βεβηλώσετε τὸ Ὄνομα τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ σας. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας. |
13 οὐκ ἀδικήσεις τὸν πλησίον καὶ οὐχ ἁρπάσεις καὶ οὐ μὴ κοιμηθήσεται ὁ μισθὸς τοῦ μισθωτοῦ σου παρὰ σοὶ ἕως πρωΐ. | 13 Δεν θα αδικήσης τον πλησίον σου, δεν θα αρπάσης ο,τι του ανήκει. Το ημερομίσθιον του εργάτου σου δεν θα μείνη μαζή σου έως το πρωϊ. Θα πληρώσης αυτόν το ίδιο βράδυ. | 13 Δὲν θὰ ἀδικήσῃς μὲ κανένα τρόπον τὸν πλησίον σου καὶ δὲν θὰ ἀρπάξῃς ὅσα ἀνήκουν εἰς ἐκεῖνον καὶ δὲν θὰ παραμείνῃ μαζί σου τὴν νύκτα μέχρι τὸ πρωῒ ὁ μισθός, ποὺ πρέπει νὰ δώσῃς εἰς τὸν μισθωτὸν ἐργάτην σου. |
14 οὐ κακῶς ἐρεῖς κωφόν, καὶ ἀπέναντι τυφλοῦ οὐ προσθήσεις σκάνδαλον, καὶ φοβηθήσῃ Κύριον τὸν Θεόν σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 14 Δεν θα κακολογήσης τον κωφόν, και στον δρόμον του τυφλού δεν θα βάλης πρόσκομμα δια να σκοντάψη. Θα φοβηθής Κυριον τον Θεόν σου και θα αποφύγης αυτά. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου. | 14 Δὲν θὰ εἰρωνευθῇς καὶ δὲν θὰ κακολογήσῃς κάποιον κωφὸν καὶ ἐμπρὸς εἰς τυφλὸν ἄνθρωπον δὲν θὰ βάλῃς κάτι, ποὺ νὰ ἐμποδίζῃ τὴν πορείαν του εἰς τὸν δρόμον. Νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ σέβεσαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ νὰ μὴ κάνῃς τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας. |
15 Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει· οὐ λήψῃ πρόσωπον πτωχοῦ, οὐδὲ μὴ θαυμάσῃς πρόσωπον δυνάστου· ἐν δικαιοσύνῃ κρινεῖς τὸν πλησίον σου. | 15 Δεν θα επιζητήσετε να αδικήσετε κανένα, όταν θα γίνεται δίκη. Ως δικαστής δεν θα επηρεασθής δυσμενώς από το πρόσωπον του πτωχού ούτε θα καταληφθής από θαυμασμόν και θα επηρεασθής ευμενώς από πρόσωπον άρχοντος. Δικαίως θα κρίνης τον πλησίον σου, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός. | 15 Δὲν θὰ ἀδικήσετε κανένα, ὅταν γίνεται δίκη. Σὺ ὁ δικαστὴς δεν θὰ μεροληπτήσῃς ὑπὲρ τοῦ πτωχοῦ λόγῳ τῆς πτωχείας του καὶ δεν θὰ ἐπηρεασθῇς ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ τὴν ἐξουσίαν κάποιου ἄρχοντος. Θὰ δικάσῃς κάθε συνάνθρωπόν σου μὲ δικαιοσύνην. |
16 οὐ πορεύσῃ δόλῳ ἐν τῷ ἔθνει σου, οὐκ ἐπιστήσῃ ἐφ᾿ αἷμα τοῦ πλησίον σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 16 Δεν θα συμπεριφέρεσαι δολίως μεταξύ των ομοεθνών σου και ποτέ δεν θα λάβης φονικάς αποφάσεις εναντίον του πλησίον σου. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. | 16 Δὲν θὰ συμπεριφέρεσαι μὲ δολιότητα εἰς τὸ ἔθνος σου καὶ δεν θὰ ἐπιβουλευθῇς μόνος σου, ἤ μὲ τὴν σύμπραξιν καὶ ἄλλων, τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον σου. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεὸς σας. |
17 οὐ μισήσεις τὸν ἀδελφόν σου τῇ διανοίᾳ σου· ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν πλησίον σου καί οὐ λήψῃ δι᾿ αὐτὸν ἁμαρτίαν. | 17 Δεν θα τρέφης εις την καρδίαν σου μίσος εναντίον του αδελφού σου. Θα ελέγξης τον πλησίον σου, εάν σου προτείνη κάτι κακόν και δεν θα θελήσης ποτέ να αναλάβης ενοχήν αμαρτίας προς χάριν αυτού. | 17 Δὲν θὰ μισήσῃς μέσα εἰς τὴν ψυχήν σου τὸν ἀδελφὸν σου. Θὰ ἐλέγξῃς ὅμως ὁπωσδήποτε τὸν πλησίον σου, διὰ νὰ μὴ ἔχῃς ἐξ αἰτίας του ἁμαρτίαν, ποὺ θὰ τὴν εἶχες, ἂν ἔδειχνες ἀδιαφορίαν διὰ τὴν διόρθωσίν του. |
18 καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι Κύριος. | 18 Δεν θα χειροδικής και δεν θα τρέφης οργήν εναντίον των συμπατριωτών σου. Θα αγαπήσης τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου. Εγώ είμαι ο Κυριος, που διατάσσω αυτά. | 18 Καὶ δὲν θὰ ἐκδικῆται τὸ χέρι σου (δὲν θὰ χειροδικῇς δηλαδὴ διὰ τὸ δίκαιον σου), οὔτε θὰ ὀργίζεσαι ἐναντίον τῶν συμπατριωτῶν σου. Θὰ ἀγαπᾷς δὲ τὸν συνάνθρωπόν σου, ὅπως ἀκριβῶς τὸν ἑαυτόν σου. Ἐγώ, ποὺ τὰ ὁρίζω αὐτά, εἶμαι ὁ Κύριος ὅλων. |
19 Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε· τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγῳ, καὶ τὸν ἀμπελῶνά σου οὐ κατασπερεῖς διάφορον, καὶ ἱμάτιον ἐκ δύο ὑφασμένον κίβδηλον οὐκ ἐπιβαλεῖς σεαυτῷ. | 19 Θα φυλάξετε τον Νομον μου. Δεν θα ζευγαρώσής προς ένωσιν ζώα διαφόρων γενών. Δεν θα σπείρης στον αμπελώνα σου διαφόρους άλλους σπόρους. Να μη ενδυθής ιμάτιον κίβδηλον, υφασμένον από νήματα διαφόρων ποιοτήτων. | 19 Θὰ τηρήσετε εἰς ὅλα τὸν νόμον μου. Δὲν θὰ ὁδηγήσῃς πρὸς σαρκικὴν ἕνωσιν μεταξύ των τὰ ζῶα σου, ποὺ ἀνήκουν εἰς διαφορετικὰ εἴδη. Καὶ δὲν θὰ γεμίσῃς κατὰ τὴν σπορὰν τὸ ἀμπέλι σου μὲ διαφορετικοὺς σπόρους, οὔτε θὰ φορέσῃς ἐπάνω σουῦ ἔνδυμα ὑφασμένον μὲ νήματα δύο ποιοτήτων, νοθευμένον ἐκ κατασκευῆς. |
20 Καὶ ἐάν τις κοιμηθῇ μετὰ γυναικὸς κοίτην σπέρματος, καὶ αὕτη ᾖ οἰκέτις διαπεφυλαγμένη ἀνθρώπῳ, καὶ αὐτὴ λύτροις οὐ λελύτρωται, ἢ ἐλευθερία οὐκ ἐδόθη αὐτῇ, ἐπισκοπὴ ἔσται αὐτοῖς, οὐκ ἀποθανοῦνται, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη. | 20 Εάν ένας ανήρ έλθη, εις σαρκικήν συνάφειαν με γυναίκα δούλην, η οποία όμως ήτο προωρισμένη δι' άλλον άνθρωπον, εφ' όσον αυτή δεν είχεν εξαγορασθή με χρήματα, ούτε κατ' άλλον τινά τρόπον της εδόθη ελευθερία, θα υποβληθούν και οι δύο εις ανάκρισιν και δίκην, και θα τιμωρηθούν, όχι όμως δια θανάτου, διότι η δούλη αυτή γυνή δεν είχεν αποκτήσει την ελευθερίαν της. | 20 Καὶ ἐὰν κάποιος ἔλθῃ εἰς σχέσιν σαρκικήν μὲ γυναῖκα δούλην, ποὺ ἐφυλέσσετο καὶ προωρίζετο δι’ ἄλλον ἄνδρα καὶ αὐτὴ δὲν εἶχεν ἀπελευθερωθῆ ἀπὸ τὴν δουλείαν της μὲ χρηματικὰ λύτρα, ἢ δὲν τῆς εἶχε χαρισθῇ ἡ ἐλευθερία, θὰ πρέπῃ νὰ ἀνακριθοῦν καὶ νὰ θεωρηθοῦν ἔνοχοι, ἀλλὰ δὲν θὰ θανατωθοῦν, διότι δὲν ἦτο ἐλευθέρα ἡ γυναῖκα. |
21 καὶ προσάξει τῆς πλημμελείας αὐτοῦ τῷ Κυρίῳ παρὰ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου κριὸν πλημμελείας· | 21 Ο εξαπατήσας αυτήν, εις ένδειξιν μετανοίας δια την κακήν του αυτήν πράξιν, θα προσφέρη εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου κριον της πλημμελείας του. | 21 Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔκανε αὐτὴν τὴν πρᾶξιν, θὰ προσφέρῃ διὰ τὸ πλημμέλημά του εἰς τὸν Κύριον, εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ἕνα κριάρι ὡς θυσίαν ἐπανορθώσεως τοῦ πλημμελήματος. |
22 καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς ἐν τῷ κριῷ τῆς πλημμελείας ἔναντι Κυρίου περὶ τῆς ἁμαρτίας, ἧς ἥμαρτε, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ ἡ ἁμαρτία, ἣν ἥμαρτεν. | 22 Ο ιερεύς θα προσφέρη την εξιλεωτικήν θυσίαν υπέρ αυτού δια του κριου της πλημμελείας ενώπιον του Κυρίου και θα του συγχωρηθή η αμαρτία, την οποίαν διέπραξε. | 22 Καὶ μὲ τὸ κριάρι, ποὺ θυσιάζεται διὰ τὸ πλημμέλημα ἐνώπιον Κυρίου, θὰ τὸν ἐξιλεώση ὁ ἱερεὺς διὰ τὴν ἁμαρτίαν ποὺ διέπραξε καὶ ἔτσι θὰ τοῦ συγχωρηθῇ ἡ ἁμαρτί του. |
23 ῞Οταν δὲ εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν, καὶ καταφυτεύσετε πᾶν ξύλον βρώσιμον καὶ περικαθαριεῖτε τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ· ὁ καρπὸς αὐτοῦ τρία ἔτη ἔσται ὑμῖν ἀπερικάθαρτος, οὐ βρωθήσεται. | 23 Οταν εισέλθετε εις την γην, την οποίαν Κυριος ο Θεός θα σας δώση, θα καταφυτεύσετε εις αυτήν κάθε καρποφόρον δένδρον, τους δε πρώτους αυτού καρπούς θα τους απορρίψετε ως ακαθάρτους. Ο καρπός του νεοφυτευμένου δένδρου θα είναι ακάθαρτος επί τρία έτη και δεν πρέπει να τρώγεται. | 23 Ὅταν δὲ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν, ποὺ σᾶς δίδει Κύριος ὁ Θεός σας, καὶ τὴν φυτεύσετε ὅλην μὲ κάθε εἴδους καρποφόρον δένδρον, θὰ ἑξαγνίσετε τὰ δένδρα αὐτά, σὰν νὰ ἦσαν ἀκάθαρτα ἀντικείμενα. Ὁ καρπός των δηλαδὴ θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτος ἐπὶ τρία χρόνια, δὲν θὰ τρώγεται. |
24 καὶ τῷ ἔτει τῷ τετάρτῳ ἔσται πᾶς ὁ καρπὸς αὐτοῦ ἅγιος αἰνετὸς τῷ Κυρίῳ. | 24 Κατά το τέταρτον έτος ο καρπός του θα είναι άγιος, άξιος να προσφερθή εις δόξαν του Κυρίου. | 24 Κατὰ τὸν τέταρτον ὅμως χρόνον ὅλοι οἱ καρποὶ τῶν δένδρων αὐτῶν θὰ εἶναι καθαροὶ καὶ ἄξιοι νὰ προσφερθοῦν ὡς ἔκφρασις δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριον. |
25 ἐν δὲ τῷ ἔτει τῷ πέμπτῳ φάγεσθε τὸν καρπόν, πρόσθεμα ὑμῖν τὰ γενήματα αὐτοῦ· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 25 Κατά το πέμπτον έτος θα φάγετε σστον καρπόν και από του έτους αυτού και εφεξής τα προϊόντα αυτού θα προστίθενται εις τα εισοδήματά σας. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, που διατάσσω αυτά. | 25 Κατὰ δὲ τὸ πέμπτον ἔτος θὰ ἠμπορῆτε πλέον νὰ τρώγετε τοὺς καρποὺς αὐτῶν τῶν δένδρων καὶ σεῖς. Αὐτὰ δὲ ποὺ θὰ παράγουν τὰ δένδρα, θὰ προστίθενται εἰς τὰ εἰσοδήματά σας. |
26 Μὴ ἔσθετε ἐπὶ τῶν ὀρέων καὶ οὐκ οἰωνιεῖσθε, οὐδὲ ὀρνιθοσκοπήσεσθε. | 26 Μη αναβαίνετε εις τα όρη κατ' απομίμησιν των ειδωλολατρών, δια να τρώγετε εκεί. Μη δίδετε πίστιν εις την μαντείαν και μη προσπαθήτε να γνωρίσετε το μέλλον από το πέταγμα των πτηνών. | 26 Μὴ τρώγετε ἐπάνω εἰς τὰ βουνά, ὅπως αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν ἐκεῖ τοὺς δαίμονας καὶ τελοῦν θυσίας. Μὴ μαντεύετε μὲ τὸ πέταγμα τῶν ὀρνέων ὅπως οἱ μάντεις καὶ μὴ προσέχετε τὰ πτηνὰ ὅπως οἱ μάγοι. |
27 οὐ ποιήσετε σισόην ἐκ τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς ὑμῶν, οὐδὲ φθερεῖτε τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος ὑμῶν. | 27 Δεν θα κάμετε εις την κεφαλήν σας κόρυμβον (κότσον) όπως οι ειδωλολάτραι και δεν θα ξυρίζετε το έμπροσθεν της γιενειάδος σας. | 27 Δὲν θὰ κάμνετε εἰς τὸ κεφάλι σας μὲ τὰ μαλλιά σας πλεξίδα (σὰν κότσον), οὔτε θὰ παραποιῆτε τὴν γενειάδα σας, μὲ τὸ νὰ ξυρίζετε τὴν πρόσοψίν της. |
28 καὶ ἐντομίδας οὐ ποιήσετε ἐπὶ ψυχῇ ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 28 Δεν θα κάμετε εντομάς στο σώμα σας, ούτε θα χαράξετε γράμματα στο δέρμα σας. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. | 28 Δὲν θὰ χαράζετε ἐπίσης, οὔτε θὰ κόβετε τὸ σῶμα σας, διὰ νὰ πενθήσετε διὰ τὴν ψυχὴν κάποιου συγγενοῦς σας ποὺ ἀπέθανεν, οὔτε θὰ κεντάτε μὲ βελόνην τὸ δέρμα σας, διὰ νὰ γίνουν γράμματα εἰς αὐτό, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτραι, ποὺ σχεδιάζουν ἐπάνω των τοὺς θεούς των. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας. |
29 οὐ βεβηλώσεις τὴν θυγατέρα σου ἐκπορνεῦσαι αὐτὴν καὶ οὐκ ἐκπορνεύσει ἡ γῆ, καὶ ἡ γῆ πλησθήσεται ἀνομίας. | 29 Δεν θα μολύνης την θυγατέρα σου εκδίδων αυτήν εις διαφθοράν, και δεν θα μολύνης την γην με τοιαύτα μυσαρά έργα, δια να μη γέμιση αυτή από αμαρτίας. | 29 Δὲν θὰ μολύνῃς τὴν θυγατέρα σου, μὲ τὸ νὰ τὴν κάνῃς πόρνην, καὶ δὲν θὰ διαδοθῇ αὐτὴ ἡ μόλυνσις εἰς τὴν χώραν, ὥστε νὰ γεμίσῃ αὐτὴ ἀπὸ ἁμαρτίας. |
30 Τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων μου φοβηθήσεσθε· ἐγώ εἰμι Κύριος. | 30 Θα φυλάξετε τα Σαββατα μου και θα τρέφετε σεβασμόν και φόβον προς τα άγιά μου πράγματα. Εγώ είμαι ο Κυριος ! | 30 Τὰς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου, ποὺ εἶναι ἀφιερωμέναι εἰς Ἐμέ, θὰ τὰς τηρῆτε καὶ θὰ φοβῆσθε καὶ θὰ σέβεσθε τὰ ἅγιά μου (πράγματα καὶ πρόσωπα). Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος. |
31 οὐκ ἐπακολουθήσετε ἐγγαστριμύθοις καὶ τοῖς ἐπαοιδοῖς οὐ προσκολληθήσεσθε, ἐκμιανθῆναι ἐν αὐτοῖς· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 31 Δεν θα ακολουθήσετε τους εγγαστριμύθους και δεν θα προσκολληθήτε εις αυτούς, που ψάλλουν μαγικάς ωδάς. Προσέχετε να μη μολυνθήτε δι' αυτών. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. | 31 Δὲν θὰ ἀκολουθήσετε τοὺς ἐγγαστριμύθους (οὕτως ὥστε νὰ πέσετε θύματα τοῦ δαίμονος, ποὺ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὴν κοιλίαν των), οὔτε θὰ προσκολληθῆτε εἰς αὐτούς, ποὺ γητεύουν μὲ μαγικὰ τραγούδια, ὥστε νὰ μολυνθῆτε μαζί των. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας. |
32 ἀπὸ προσώπου πολιοῦ ἐξαναστήσῃ καὶ τιμήσεις πρόσωπον πρεσβυτέρου καὶ φοβηθήσῃ τὸν Θεόν σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 32 Θα εγερθής με σεβασμόν ενώπιον ανθρώπου, που έχει λευκήν την κόμην, και θα τιμήσης το πρόσωπον του γέροντος, και θα φοβήσαι πάντοτε τον Θεόν σου. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεάς σας. | 32 Θὰ σηκωθῇς ὄρθιος ἐμπρὸς εἰς ἄνθρωπον ἀσπρομάλλην καὶ θὰ τιμήσῃς κάθε ἠλικιωμένον πρόσωπον καὶ θὰ φοβᾶσαι τὸν Θεόν σου. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας. |
33 ᾿Εὰν δέ τις προσέλθῃ ὑμῖν προσήλυτος ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, οὐ θλίψετε αὐτόν· | 33 Εάν ξένος τις έλθη εις την χώραν σας, δεν θα τον θλίψετε. | 33 Καὶ ἐὰν ἔλθῃ εἰς τὴν χώραν σας κάποιος ξένος ἄνθρωπος, δὲν θὰ τὸν καταπιέσετε. |
34 ὡς ὁ αὐτόχθων ἐν ὑμῖν ἔσται ὁ προσήλυτος ὁ προσπορευόμενος πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἀγαπήσεις αὐτὸν ὡς σεαυτόν, ὅτι προσήλυτοι ἐγενήθητε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 34 Ο ξένος αυτός ο ερχόμενος από άλλην χώραν προς σας θα είναι, όπως ο εντόπιος, ο συμπατριώτης σας. Θα αγαπήσης και αυτόν όπως τον εαυτόν σου, διότι και σεις υπήρξατε ξένοι εις την Αίγυπτον. Εγώ είμαι ο Κυριος ο Θεός σας, που διατάσσω αυτά. | 34 Θὰ ζῇ καὶ θὰ κινῆται μεταξύ σας ὁ ξένος, ποὺ ἔρχεται νὰ μείνῃ μαζί σας, ὅπως καὶ ὁ ἐκ καταγωγῆς Ἰσραηλίτης. Θὰ τὸν ἀγαπήσῃς δέ, ὅπως ἀκριβῶς τὸν ἑαυτόν σου, διότι ἐζήσατε καὶ σεῖς ὡς ξένοι εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. Τὸ ὁρίζω Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σας. |
35 οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει, ἐν μέτροις καὶ ἐν σταθμοῖς καὶ ἐν ζυγοῖς. | 35 Δεν θα αδικήσετε κανένα, ούτε στο δικαστήριον ούτε εις τα μέτρα μήκους, βάρους και χωρητικότητος· με κανένα από τα ζυγίσματά σας. | 35 Δὲν θὰ ἀδικήσετε κανένα εἰς τὰς κρίσεις σας (κατὰ τὰ δικαστήρια), οὔτε εἰς τὰ μέτρα μήκους καὶ εἰς τὰς μονάδας τοῦ βάρους καὶ εἰς τὰ ζύγια, ποὺ χρησιμοποιεῖτε εἰς τὰς συναλλαγάς σας. |
36 ζυγὰ δίκαια καὶ σταθμία δίκαια καὶ χοῦς δίκαιος ἔσται ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου. | 36 Η ζυγαριά σας να είναι ακριβής, τα σταθμά δίκαια, το πήλινον μέτρον των υγρών προϊόντων πρέπει να είναι σωστόν. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος σας έβγαλα ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου. | 36 Τὰ ζύγια, μὲ τὰ ὁποῖα ζυγίζετε, νὰ εἶναι δίκαια καὶ τὰ βαρίδια, μὲ τὰ ὁποῖα ὑπολογίζετε τὰ βάρη, δίκαια καὶ τὰ πήλινα δοχεῖα, ποὺ χρησιμοποιεῖτε διὰ νὰ ὑπολογίζετε τὰ ὑγρά, νὰ εἶναι ἐπίσης δίκαια. Ἐγώ, ποὺ ὁρίζω αὐτά, εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός σας, ποὺ σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. |
37 Καὶ φυλάξεσθε πάντα τὸν νόμον μου καὶ πάντα τὰ προστάγματά μου καὶ ποιήσετε αὐτά· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 37 Θα φυλάξετε όλον τον νόμον και όλας τας εντολάς μου· θα εφαρμόσετε αυτάς. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, που σας δίδω αυτάς τας εντολάς. | 37 Καὶ πρέπει νὰ τηρήσετε ὅλον τὸν νόμον μου καὶ ὅλας τὰς ἐντολάς μου καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόσετε ὅλα. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας». |