Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· | 1 Ο Κυριος ομίλησε προς τον Μωϋσήν και Ααρών και είπεν· | 1 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ εἶπε: |
2 ἀνθρώπῳ ἐάν τινι γένηται ἐν δέρματι χρωτὸς αὐτοῦ οὐλὴ σημασίας τηλαυγής, καὶ γένηται ἐν δέρματι χρωτὸς αὐτοῦ ἁφὴ λέπρας, ἀχθήσεται πρὸς ᾿Ααρὼν τὸν ἱερέα, ἢ ἕνα τῶν υἱῶν αὐτοῦ τῶν ἱερέων. | 2 “εάν στο δέρμα του σώματος ενός ανθρώπου παρουσιασθή πληγή εμφανή, στίλβουσα, ώστε να φαίνεται ότι πρόκειται περί προσβολής λέπρας, θα οδηγηθή αυτός προς τον Ααρών τον αρχιερέα η εις ένα από τους υιούς του τους ιερείς. | 2 «Ἐὰυ εἰς τὸ δέρμα τοῦ σώματος κάποιου ἀνθρώπου παρουσιασθῇ πληγή, ποὺ γυαλίζει ἀπὸ μακρυὰ καὶ σημαίνει ὅτι εἶναι ἀσθενής, καὶ ὅτι ἔχει παρουσιασῆ εἰς τὸ δέρμα τοῦ ἀνθρώπου σύμπτωμα λέπρας, πρέπει νὰ ὁδηγηθῇ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἰς τὸν Ἀαρών, τὸν ἀρχιερέα, ἢ εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς υἱούς του, τοὺς ἱερεῖς. |
3 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν ἐν δέρματι τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ, καὶ ἡ θρὶξ ἐν τῇ ἁφῇ μεταβάλῃ λευκή, καὶ ἡ ὄψις τῆς ἁφῆς ταπεινὴ ἀπὸ τοῦ δέρματος τοῦ χρωτός, ἁφὴ λέπτρας ἐστί· καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύς, καὶ μιανεῖ αὐτόν. | 3 Ο ιερεύς θα παρατηρήση και θα εξετάση την πληγήν αυτήν του δέρματος, και εάν αι τρίχες στο σημείον της πληγής είναι λευκαί και το προσβληθέν μέρος είναι χαμηλότερον από το άλλο δέρμα, τότε η πληγή αυτή είναι πληγή λέπρας. Αφού δε ο ιερεύς ίδη αυτά, θα χαρακτηρίση και θα κηρύξη αυτόν ακάθαρτον. | 3 Καὶ θὰ παρατηρήσῃ μὲ προσοχὴν ὁ ἱερεὺς τὴν πληγὴν εἰς τὸ δέρμα τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἐὰν ἴδῃ ὅτι οἱ τρίχες τοῦ δέρματος εἰς τὸ σημεῖον τῆς πληγῆς ἔχουν άσπρίσει καὶ ὅτι ἡ ἐπιφάνεια τοῦ δέρματος τοῦ σώματός του εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔχει ὑποχωρήσει, εἶναι βέβαιον ὅτι πρόκειται διὰ πληγὴν λέπρας. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐξετάσῃ ὁ ἱερεύς, θὰ τὸν κατατάξῃ εἰς τοὺς μολυσμένους καὶ ἀκαθάρτους. |
4 ἐὰν δὲ τηλαυγὴς λευκὴ ᾖ ἐν τῷ δέρματι τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ, καὶ ταπεινὴ μὴ ᾖ ἡ ὄψις αὐτῆς ἀπὸ τοῦ δέρματος, καὶ ἡ θρὶξ αὐτοῦ οὐ μετέβαλε τρίχα λευκήν, αὐτὴ δέ ἐστιν ἀμαυρά, καὶ ἀφοριεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν ἑπτὰ ἡμέρας. | 4 Εάν όμως η στίλβουσα πληγή του δέρματος δεν είναι χαμηλοτέρα από την επιφάνειαν του άλλου δέρματος, ούτε έχουν μεταβληθή αι τρίχες αυτού εις λευκάς, αλλά παραμένουν μαύραι, ο ιερεύς θα χωρίση αυτόν ως ακάθαρτον επί επτά ημέρας. | 4 Ἐὰν ὅμως ἡ πληγὴ εἶναι ἄσπρη καὶ γυαλίζῃ εἰς τὸ δέρμα τοῦ σώματός του, ἀλλὰ δεν ἔχῃ ὑποχωρήσει ἡ ἐπιφάνειά της ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὑπολοίπου δέρματος καὶ δεν ἔχουν ἀσπρίσει οἱ τρίχες του εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο, ἀλλ’ εἶναι σκοῦρες, θὰ ἀπομονώσῃ καὶ θὰ θεωρήσῃ ὡς ἀκάθαρτον ὁ ἱερεὺς τὸν πληγωμένον ἄνθρωπον ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. |
5 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ, καὶ ἰδοὺ ἡ ἁφὴ μένει ἐναντίον αὐτοῦ, οὐ μετέπεσεν ἡ ἁφὴ ἐν τῷ δέρματι, καὶ ἀφοριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεὺς ἑπτὰ ἡμέρας τὸ δεύτερον. | 5 Θα εξετάση όμως ο ιερεύς την πληγήν πάλιν κατά την εβδόμην ημέραν και εάν αυτή παραμένη, όπως και πριν και δεν εξηπλώθη επί πλέον επί του δέρματος, θα χωρίση αυτόν δια δευτέραν φοράν επί άλλας επτά ημέρας. | 5 Θὰ ἐξετάσῃ δὲ τὴν πληγὴν ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν καὶ ἐὰν ἡ πληγὴ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ ἱερέως φαίνεται στάσιμη καὶ δεν ἔχῃ ἑξαπλωθῇ ἡ πληγὴ εἰς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα, τότε θὰ τὸν ἀπομονώσῃ ὁ ἱερεὺς ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας διὰ δευτέραν φοράν. |
6 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς αὐτὸν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ τὸ δεύτερον. καὶ ἰδοὺ ἀμαυρὰ ἡ ἁφή, οὐ μετέπεσεν ἡ ἁφὴ ἐν τῷ δέρματι· καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς· σημασία γάρ ἐστι· καὶ πλυνάμενος τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καθαρὸς ἔσται. | 6 Παλιν δε ο ιερεύς κατά την εβδόμην ημέραν θα ίδη αυτόν δια δευτάραν φοράν και εάν η πληγή είναι θαμβή και όχι στίλβουσα, και δεν έχη απλωθή περισσότερον επί του δέρματος, ο ιερεύς θα κηρύξη αυτόν καθαρόν, διότι τα σημεία πείθουν ότι δεν πρόκειται περί λέπρας. Αυτός δε αφού πλύνη τα ιμάτιά του, θα είναι καθαρός. | 6 Καὶ θὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ πάλιν ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν καὶ ἐὰν ἡ πληγὴ εἶναι σκοτεινὴ καὶ δὲν ἔχῃ ἑξαπλωθῆ ἡ πληγὴ εἰς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα, θὰ κατατάξῃ ὁ ἱερεὺς τὸν ἄνθρωπον εἰς τοὺς καθαρούς. Διότι ἡ περίπτωσις φαίνεται μὲν ὡς λέπρα, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ εἶναι. Καὶ ἀφοῦ πλύνῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐνδύματά του, θὰ εἶναι καθαρός. |
7 ἐὰν δὲ μεταβαλοῦσα μεταπέσῃ ἡ σημασία ἐν τῷ δέρματι, μετὰ τὸ ἰδεῖν αὐτὸν τὸν ἱερέα τοῦ καθαρίσαι αὐτόν, καὶ ὀφθήσεται τὸ δεύτερον τῷ ἱερεῖ. | 7 Εάν όμως κατόπιν αυτών η πληγή μεταδοθή στο άλλο δέρμα, θα παρουσιασθή και πάλιν αυτός στον ιερέα. | 7 Ἐὰν ὅμως τὸ σύμπτωμα τῆς πληγῆς ἀλλάξῃ καὶ διαδοθῇ εἰς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα, μετὰ τὴν ἐξέτασίν του ἀπὸ τὸν ἱερέα κατὰ τὴν ὁποίαν ἐθεωρήθη καθαρὸς ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ παρουσιασθῇ ἐκ νέου εἰς τὸν ἱερέα. |
8 καὶ ὄψεται αὐτὸν ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ μετέπεσεν ἡ σημασία ἐν τῷ δέρματι, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς· λέπρα ἐστί. | 8 Ο ιερεύς θα τον εξετάση και εάν ίδη ότι η πληγή εξηπλώθη στο άλλο δέρμα, θα τον κηρύξη ακάθαρτον, διότι πρόκειται πλέον περί λέπρας. | 8 Θὰ τὸν ἐξετάσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι ἐξηπλώθησαν τὰ συμπτώματα εἰς τὸ δέρμα, θὰ τὸν κατατάξῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τοὺς μολνσμένους καὶ ἀκαθάρτους. Πρόκειται περὶ λέπρας. |
9 καὶ ἁφὴ λέπρας ἐὰν γένηται ἐν ἀνθρώπῳ, καὶ ἥξει πρὸς τόν ἱερέα· | 9 Εάν λοιπόν παρουσιασθή εις κάποιον άνθρωπον πληγή λέπρας, θα έλθη αυτός προς τον ιερέα· | 9 Ἐὰν παρουσιασθῇ κάποια πληγὴ λέπρας εἰς ἕνα ἄνθρωπον, πρέπει νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν ἱερέα. |
10 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ οὐλὴ λευκὴ ἐν τῷ δέρματι, καὶ αὕτη μετέβαλε τρίχα λευκήν, καὶ ἀπὸ τοῦ ὑγιοῦς τῆς σαρκὸς τῆς ζώσης ἐν τῇ οὐλῇ, | 10 ο ιερεύς θα τον εξετάση μετά προσοχής και εάν ίδη ότι η στο δέρμα πληγή είναι λευκή, έχη δε μεταβάλει τας τρίχας εις λευκάς και υπάρχουν σημεία τινά υγιούς σαρκός εν τη πληγή, | 10 Καὶ θὰ τὸν ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ ἐὰν ἡ πληγὴ εἰς τὸ δέρμα εἶναι ἄσπρη καὶ ἔχουν ἀσπρίσει οἱ τρίχες καὶ φυτρώνουν ἀπὸ ὑγιὲς τμῆμα τῆς σάρκας, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ζῇ εἰς τὸ σημεῖον τῆς πληγῆς, |
11 λέπρα παλαιουμένη ἐστὶν ἐν τῷ δέρματι τοῦ χρωτός, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεὺς καὶ ἀφοριεῖ αὐτόν, ὅτι ἀκάθαρτός ἐστιν. | 11 τότε η λέπρα είναι παλαιά στο δέρμα του. Ο δε ιερεύς θα κηρύξη αυτόν ακάθαρτον και θα τον χωρίση μακράν από τον λαόν, διότι είναι ακάθαρτος. | 11 πρόκειται διὰ χρονίαν λέπραν, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ δέρμα τοῦ σώματος τὸν ἀνθρώπου. Θὰ τὸν κατατάξῃ δὲ ὁ ἱερεὺς εἰς τοὺς μολυσμένους καὶ θὰ τὸν ἀπομονώσῃ, διότι εἶναι ἀκάθαρτος. |
12 ἐὰν δὲ ἀνθοῦσα ἐξανθήσῃ ἡ λέπρα ἐν τῷ δέρματι, καὶ καλύψῃ ἡ λέπρα πᾶν τὸ δέρμα τῆς ἁφῆς ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν, καθ᾿ ὅλην τὴν ὅρασιν τοῦ ἱερέως, | 12 Εάν η λέπρα, προοδεύουσα συνεχώς, καλύψη όλον το δέρμα από κεφαλής μέχρι ποδών, | 12 Ἐὰν δὲ τὰ ἐξανθήματα τῆς λέπρας ἑξαπλωθοῦν εἰς τὸ δέρμα καὶ καλύψῃ ἡ λέπρα ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ δέρματος ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια, καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν ποὺ ἠμπορεῖ να ἰδῇ ὁ ἱερεύς, |
13 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς καὶ ἰδού ἐκάλυψεν ἡ λέπρα πᾶν τὸ δέρμα τοῦ χρωτός, καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφήν, ὅτι πᾶν μετέβαλε λευκόν, καθαρόν ἐστι. | 13 ίδη δε αυτόν ο ιερεύς και διαπιστώση ότι η λέπρα εκάλυψεν όλον αυτού το δέρμα, θα κηρύξη ο ιερεύς καθαράν την ασθένειαν και αυτόν καθαρόν διότι όλον του το σώμα έγινε λευκόν (άρα δεν πρόκειται περί λέπρας αλλά περί λευκοπλασίας). | 13 καὶ ἀφοῦ ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ βεβαιωθῇ ὅτι ἡ λέπρα ἐσκέπασε τὸ δέρμα τοῦ σώματός του, θὰ κατατάξει ὁ ἱερεὺς τὸν πληγωμένον εἰς τοὺς καθαρούς, διότι ἔχουν ἀσπρίσει ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ σώματός του. Εἶναι καθαρός. |
14 καὶ ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ὀφθῇ ἐν αὐτῷ χρὼς ζῶν, μιανθήσεται, | 14 Κατά την ημέραν όμως, κατά την οποίαν θα φανή στο λευκόν αυτού δέρμα σαρξ υγιής με το προηγούμενον φυσικόν αυτής χρώμα, ο άνθρωπος αυτός θα είναι ακάθαρτος. | 14 Κατὰ τὴν ἡμέραν ὅμως, ποὺ θὰ ἐμφανισθῇ εἰς αὐτὸν σημεῖον ὑγιοῦς δέρματος, θὰ εἶναι ἐκεῖνος ἀκάθαρτος. |
15 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὸν χρῶτα τὸν ὑγιῆ, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ χρὼς ὁ ὑγιής, ὅτι ἀκάθαρτός ἐστι· λέπρα ἐστί. | 15 Ο ιερεύς θα ίδη τα υγιά μέρη του δέρματος εν αντιπαραβολή προς τα ασθενή και θα κηρύξη αυτόν ακάθαρτον, διότι πρόκειται περί λέπρας. | 15 Θὰ ἐξετάσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς τὸ ὑγιὲς αὐτὸ μέρος τοῦ δέρματος, τὸ ὁποῖον, ἐὰν ὑπάρχῃ, θὰ γίνῃ αἰτία, διὰ νὰ θεωρηθῇ αὐτὸς μολυσμένος, διότι τὸ δέρμα αὐτὸ εἶναι ἀκάθαρτον. Πρόκειται περὶ λέπρας. |
16 ἐὰν δέ ἀποκαταστῇ ὁ χρὼς ὁ ὑγιής, καὶ μεταβάλῃ λευκή, καὶ ἐλεύσεται πρὸς τὸν ἱερέα, | 16 Εάν έως μεταβληθή και πάλιν το υγιές μέρος του δέρματος και γίνη πάλιν λευκόν, ο ασθενής θα μεταβή προς τον ιερέα· | 16 Ἐὰν ὅμως τὸ ὑγιὲς δέρμα ἀλλάξῃ καὶ γίνῃ ἄσπρο, θὰ ἔλθῃ ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν ἱερέα, |
17 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ μετέβαλεν ἡ ἁφὴ εἰς τὸ λευκόν, καὶ καθαριεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφήν· καθαρός ἐστι. | 17 θα τον εξετάση ο ιερεύς και εάν ίδη ότι η νόσος έγινε λευκή, θα κηρύξη αυτήν καθαράν και ο ασθενής θα είναι καθαρός. | 17 καὶ θὰ ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι ἔχει ἀσπρίσει ἡ πληγή, θὰ θεωρήσῃ ὁ ἱερεὺς τὸν πληγωμένον καθαρόν. Εἶναι καθαρός. |
18 Καὶ σὰρξ ἐὰν γένηται ἐν τῷ δέρματι αὐτοῦ ἕλκος καὶ ὑγιασθῇ, | 18 Εάν δε δημιουργηθή έλκος στο δέρμα ενός ανθρώπου, το οποίον έλκος εθεραπεύθη, | 18 Καὶ ἐὰν εἰς τὸ σῶμα ἐνὸς ἀνθρώπου ἐμφανισθῇ ἕλκος καὶ θεραπευθῇ, |
19 καὶ γένηται ἐν τῷ τόπῳ τοῦ ἕλκους οὐλὴ λευκή, ἢ τηλαυγὴς λευκαίνουσα, ἢ πυρρίζουσα, καὶ ὀφθήσεται τῷ ἱερεῖ, | 19 αλλά εις την περιοχήν του έλκους αυτού παρουσιασθή πληγή λευκή η στίλβουσα η ξανθή, ο ασθενής θα παρουσιασθή εις τον ιερέα. | 19 καὶ παρουσιασθῇ κατόπιν εἰς τὸ σημεῖον τοῦ ἕλκους πληγὴ ἄσπρη, ἢ ἔχῃ χρῶμα ἄσπρο ποὺ γυαλίζει ἀπὸ μακρυά, ἢ ξανθοκόκκινο, πρέπει νὰ ἐμφανισθῇ ἐκεῖνος εἰς τὸν ἱερέα. |
20 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ ἡ ὄψις ταπεινοτέρα τοῦ δέρματος, καὶ ἡ θρὶξ αὐτῆς μετέβαλεν εἰς λευκήν, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς, ὅτι λέπρα ἐστίν, ἐν τῷ ἕλκει ἐξήνθησεν. | 20 Ο ιερεύς θα τον εξετάση και εάν ίδη ότι η επιφάνεια της πληγής είναι χαμηλοτέρα από το άλλο δέρμα και ότι αι εκεί τρίχες μετεβλήθησαν εις λευκάς, θα κηρύξη αυτόν ο ιερεύς λεπρόν, διότι πρόκειται περί λέπρας, η οποία εφυτρωσεν στο έλκος. | 20 Καὶ θὰ ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι ἡ ἐπιφάνεια τοῦ δέρματος ἔχει ὑποχωρήσει ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα καὶ ἔχουν ἀσπρίσει οἱ τρίχες τοῦ σημείου ἐκείνου, θὰ τὸν θεωρήσῃ ὁ ἱερεὺς μολυσμένον, διότι εἶναι λέπρα. Ἐφύτρωσε καὶ ἀνεπτύχθη εἰς τὸ ἕλκος. |
21 ἐὰν δὲ ἴδῃ ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ θρὶξ λευκή, καὶ ταπεινὸν μὴ ᾖ ἀπὸ τοῦ δέρματος τοῦ χρωτός, καὶ αὐτὴ ᾖ ἀμαυρά, καὶ ἀφοριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεὺς ἑπτὰ ἡμέρας. | 21 Εάν όμως ο ιερεύς ίδη ότι δεν υπάρχει εις την περιοχήν του έλκους λευκή τρίχα, αλλά αμαυρά, όπως και προηγουμένως, το δε προσβληθέν μέρος δεν είναι χαμηλότερον του άλλου δέρματος, θα χωρίση αυτόν ο ιερεύς επί επτά ημέρας. | 21 Ἐὰν ὅμως διαπιστώσῃ ὁ ἱερεὺς ὅτι δεν ὑπάρχει εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἄσπρη τρίχα καὶ ὅτι τὸ δέρμα εἶναι σκοῦρον καὶ δεν ἔχει ὑποχωρήσει εἰς τὸ σημεῖον τῆς πληγῆς ἡ ἐπιφάνειά του ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑπόλοιπον |
22 ἐὰν δὲ διαχύσει διαχέηται ἐν τῷ δέρματι, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς, ἁφὴ λέπρας ἐστίν, ἐν τῷ ἕλκει ἐξήνθησεν. | 22 Εάν δε διαχυθή και μεταδοθή και εις άλλα μέρη του δέρματος η πληγή αυτή, θα κηρύξη ο ιερεύς αυτόν ακάθαρτον, διότι πρόκειται πλέον περί λέπρας, η οποία εβγήκεν από το έλκος. | 22 Καὶ ἐὰν διαδοθῇ καὶ ἑξαπλωθῇ ἡ πληγὴ εἰς τὸ δέρμα, θὰ τὸν κατατάξῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τοὺς μολυσμένους. Εἶναι πληγὴ λέπρας, ποὺ ἐφύτρωσε καὶ ἀνεπτύχθη εἰς τὸ ἕλκος. |
23 ἐὰν δὲ κατὰ χώραν μείνῃ τὸ τηλαύγημα καὶ μὴ διαχέηται, οὐλὴ τοῦ ἕλκους ἐστί, καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς. | 23 Εάν όμως η γυαλίζουσα αυτή πληγή μείνη στάσιμος και δεν μεταδοθή, είναι πληγή έλκους. Ο ιερεύς θα κηρύξη τον ασθενή καθαρόν. | 23 Ἐὰν ὅμως ἡ γυαλιστερὴ πληγὴ μείνῃ εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ ἕλκους καὶ δὲν ἑξαπλωθῇ, εἶναι σημάδι ποὺ ἔμεινεν ἀπὸ ἕλκος καὶ ὄχι λέπρα. Θὰ τὸν θεωρήσῃ ὁ ἱερεὺς καθαρόν. |
24 Καὶ σὰρξ ἐὰν γένηται ἐν τῷ δέρματι αὐτοῦ κατάκαυμα πυρός, καὶ γένηται ἐν τῷ δέρματι αὐτοῦ τὸ ὑγιασθὲν τοῦ κατακαύματος αὐγάζον τηλαυγὲς λευκόν, ὑποπυρρίζον ἢ ἔκλευκον, | 24 Εάν στο δέρμα κάποιου ανθρώπου γίνη έγκαυμα από πυρ, θεραπευθή δε το έγκαυμα, μείνη όμως στο θεραπευθέν μέρος εμφανές γυαλιστερόν λευκόν σημείον, υπέρυθρον η ολόλευκον, | 24 Καὶ ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος πάθῃ εἰς τὸ δέρμα τοῦ ἔγκαυμα ἀπὸ φωτιὰν καὶ παρουσιασθῇ εἰς τὸ δέρμα του μετὰ τὴν θεραπείαν τοῦ ἐγκαύματος σύμπτωμα ἄσπρο γυαλιστερόν, ἢ ὀλίγον ξανθοκόκκινον, ἢ κάτασπρον, |
25 καὶ ὄψεται αὐτὸν ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ μετέβαλε θρὶξ λευκὴ εἰς τὸ αὐγάζον, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ταπεινὴ ἀπὸ τοῦ δέρματος, λέπρα ἐστίν, ἐν τῷ κατακαύματι ἐξήνθησε· καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς, ἁφὴ λέπρας ἐστίν. | 25 θα τον ίδη ο ιερεύς και εάν διαπιστώση ότι στο γυαλιστερόν αυτό σημείον αι τρίχες μετεβλήθησαν εις λευκάς και η επιφάνεια αυτού είναι χαμηλοτέρα από την του δέρματος, πρόκειται περί λέπρας, η οποία εφύτρωσεν από το έγκαυμα. Ο ιερεύς θα κηρύξη τον ασθενή ακάθαρτον, διότι η ασθένειά του είναι λέπρα. | 25 καὶ τὸν ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ διαπιστώσῃ ὅτι εἰς τὸ σημεῖον του ἐξανθήματος ἔχουν ἀσπρίσει οἱ τρίχες καὶ ἠ ἐπιφάνεια τοῦ δέρματος ἔχει ὑποχωρήσει ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα, πρόκειται διὰ λέπραν, ποὺ ἐφύτρωσε καὶ ἀνεπτύχθη εἰς τὸ ἔγκαυμα. Θὰ θεωρήσῃ ὁ ἱερεὺς τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν μολυσμένον. Εἶναι πληγὴ λέπρας. |
26 ἐὰν δὲ ἴδῃ ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν ἐν τῷ αὐγάζοντι θρὶξ λευκή, καὶ ταπεινὸν μὴ ᾖ ἀπὸ τοῦ δέρματος, αὐτὸ δὲ ἀμαυρόν, καὶ ἀφοριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεὺς ἑπτὰ ἡμέρας. | 26 Εάν όμως ο ιερεύς ίδη ότι στο ασθενούν μέρος δεν υπάρχει λευκή τρίχα, ότι τούτο δεν είναι χαμηλότερον από το άλλο δέρμα, ότι το χρώμα του είναι θαμβόν, ο ιερεύς θα τον χωρίση επί επτά ημέρας. | 26 Ἐὰν ὅμως προσέξῃ ὁ ἱερεὺς καὶ διαπιστώσῃ ὅτι δὲν ὑπάρχει εἰς τὸ σύμπτωμα ἄσπρη τρίχα καὶ δεν ἔχῃ ὑποχωρήσει ἡ ἐπιφάνεια τοῦ δέρματος εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα, καὶ εἶναι τὸ δέρμα σκοῦρον, θὰ τὸν ἀπομονώσῃ ὁ ἱερεὺς ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. |
27 καὶ ὄψεται αὐτὸν ὁ ἱερεὺς τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ· ἐὰν δὲ διαχύσει διαχέηται ἐν τῷ δέρματι, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς· ἁφὴ λέπρας ἐστίν, ἐν τῷ ἕλκει ἐξήνθησεν. | 27 Κατά την εβδόμην ημέραν θα τον εξετάση και πάλιν και εάν ίδη ότι η πληγή εξηπλώθη και στο άλλο δέρμα, θα κηρύξη αυτόν ακάθαρτον, διότι πρόκειται περί λέπρας, η οποία ανεφάνη στο έλκος. | 27 Θὰ τὸν ἐξετάσῃ δὲ πάλιν ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν. Καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι διεδόθη καὶ ἐξηπλώθη ἡ πληγὴ εἰς τὸ δέρμα, θὰ τὸν κατατάξῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τοὺς μολυσμένους. Πρόκειται διὰ πληγὴν λέπρας, ποὺ ἐφύτρωσε καὶ ἀνεπτύχθη εἰς τὸ ἕλκος. |
28 ἐὰν δὲ κατὰ χώραν μείνῃ τὸ αὐγάζον, καὶ μὴ διαχυθῇ ἐν τῷ δέρματι, αὐτὴ δὲ ἀμαυρὰ ᾖ, οὐλὴ τοῦ κατακαύμαστός ἐστι, καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς· ὁ γὰρ χαρακτὴρ τοῦ κατακαύματός ἐστι. | 28 Εάν η αναφανείσα πληγή μείνη στο σημείον, που υπήρχε, και δεν απλωθή στο άλλο δέρμα, έχει δε χρώμα θαμβόν, η πληγή αυτή είναι από το έγκαυμα, και θα κηρύξη αυτόν ο ιερεύς καθαρόν, διότι η πληγή έχει το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του εγκαύματος μόνον. | 28 Ἐὰν ὅμως τὸ σύμπτωμα μείνῃ εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο καὶ δὲν ἑξαπλώθη εἰς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα καὶ εἶναι ἡ πληγὴ σκοτεινή, πρόκειται διὰ κλεισμένην πληγὴν τοῦ ἐγκαύματος. Θὰ θεωρήσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν καθαρόν, διότι πρόκειται διὰ τὸ χαρακτηριστικὸ σημάδι, ποὺ ἀφήνει τὸ ἔγκαυμα. |
29 Καὶ ἀνδρὶ ἢ γυναικὶ ἐὰν γένηται ἐν αὐτοῖς ἁφὴ λέπρας ἐν τῇ κεφαλῇ ἢ ἐν τῷ πώγωνι, | 29 Εάν εις την κεφαλήν η στου πώγωνα ανδρός η γυναικός παρουσιασθ·η πληγή λέπρας, | 29 Καὶ ἐὰν εἰς κάποιον ἄνδρα ἢ εἰς μίαν γυναῖκα παρουσιασθῇ πληγῂ λέπρας εἰς τὸ κεφάλι ἢ εἰς τὸ πηγούνι των, |
30 καί ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφήν, καὶ ἰδοὺ ἡ ὄψις αὐτῆς ἐγκοιλοτέρα τοῦ δέρματος, ἐν αὐτῇ δὲ θρὶξ ξανθίζουσα λεπτή, καὶ μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς· θραῦσμά ἐστι, λέπρα τῆς κεφαλῆς ἢ λέπρα τοῦ πώγωνός ἐστι. | 30 ο ιερεύς θα εξετάση αυτήν. Και εάν η επιφάνεια αυτής εινα χαμηλοτέρα από την του άλλου δέρματος και αι εντός αυτής τρίχες είναι ξανθαί και λεπταί, θα κηρύξη τον άνθρωπον αυτόν ο ιερεύς ακάθαρτον, διότι πρόκειται περί προσβολής λέπρας της κεφαλής η λέπρας του πώγωνος. | 30 θὰ ἐξετάσῃ τὴν πληγὴν ὁ ἱερεὺς καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι ἡ ἐπιφάνειά της εἶναι βαθύτερα ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπον δέρμα καὶ ὅτι ὑπάρχουν εἰς αὐτὴν λεπταὶ ξανθαὶ τρίχες, θὰ κατατάξῃ τὸν ἄνθρωπον ὁ ἱερεὺς εἰς τοὺς μολυσμένους. Πρόκειται δι' ἀσθένειαν, ποὺ λέγεται κασίδα. Εἶναι λέπρα, ποὺ προσβάλλει τὸ κεφάλι ἢ τὸ πηγούνι. |
31 καὶ ἐὰν ἴδῃ ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν τοῦ θραύσματος, καὶ ἰδοὺ οὐχ ἡ ὄψις ἐγκοιλοτέρα τοῦ δέρματος, καὶ θρὶξ ξανθίζουσα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῇ, καὶ ἀφοριεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν τοῦ θραύσματος ἑπτὰ ἡμέρας. | 31 Εάν ο ιερεύς εξετάση την προσβολήν και ίδη ότι η εκεί επιφάνεια του δέρματος δεν είναι χαμηλοτέρα και τρίχα ξανθή δεν υπάρχει εις αυτήν, θα ξεχωρίση ο ιερεύς τον έχοντα την προσβολήν αυτήν επί επτά ημέρας. | 31 Καὶ ἐὰν ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς κασίδας καὶ διαπιστώσει ὅτι δεν ἔχει ὑποχωρήσει ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα καὶ δεν ὑπάρχει εἰς αὐτὴν ξανθὴ τρίχα, θὰ ἀπομονώσῃ ὁ ἱερεὺς τὸν ἄνθρωπον μὲ τὴν κασίδαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. |
32 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ, καὶ ἰδοὺ οὐ διεχύθη τὸ θραῦσμα, καὶ θρὶξ ξανθίζουσα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῇ, καὶ ἡ ὄψις τοῦ θραύσματος οὐκ ἔστι κοίλη ἀπὸ τοῦ δέρματος. | 32 Την εβδόμην ημέραν θα εξετάση και πάλιν ο ιερεύς την πληγήν και εάν ίδη ότι η πληγή δεν εξηπλώθη και ότι δεν υπάρχει εκεί τρίχα χρώματος ξανθού, η δε επιφάνεια του ασθενούντος δέρματος δεν είναι χαμηλοτέρα από την του άλλου δέρματος, | 32 Θὰ ἐξετάσῃ δὲ πάλιν ὁ ἱερεὺς τὴν πληγὴν κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν καὶ ἐὰν διαπιστώσω ὅτι δὲν διεδόθη ἢ κασίδα καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει ξανθὴ τρίχα εἰς αὐτὴν καὶ ὅτι ἡ ἐπιφάνεια τῆς κασίδας δὲν εἶναι βαθύτερα ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα, |
33 καὶ ξυρηθήσεται τὸ δέρμα, τὸ δὲ θραῦσμα οὐ ξυρηθήσεται, καὶ ἀφοριεῖ ὁ ἱερεὺς τὸ θραῦσμα ἑπτὰ ἡμέρας τὸ δεύτερον. | 33 θα δώση εντολήν ο ιερεύς να ξυρισθή το υγιές δέρμα, το δε προσβεβλημένον να μείνη αξύριστον. Και πάλιν θα απομονώση ο ιερεύς τον ασθενή επί άλλας επτά ημέρας. | 33 τότε θὰ ξυρισθῇ τὸ δέρμα, χωρὶς ὅμως νὰ ξυρισθῇ καὶ τὸ σημεῖον τῆς κασίδας καὶ θὰ ἀπομονώσῃ ὁ ἱερεὺς ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας διὰ δευτέραν φορὰν τὸν ἄνθρωπον μὲ τὴν κασίδαν. |
34 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὸ θραῦσμα τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ, καὶ ἰδοὺ οὐ διεχύθη τὸ θραῦσμα ἐν τῷ δέρματι μετὰ τὸ ξυρηθῆναι αὐτόν, καὶ ἡ ὄψις τοῦ θραύσματος οὐκ ἔστι κοίλη ἀπὸ τοῦ δέρματος, καὶ καθαριεῖ αὐτὴν ὁ ἱερεύς, καὶ πλυνάμενος τὰ ἱμάτια καθαρὸς ἔσται. | 34 Ο ιερεύς θα εξετάση την πληγήν κατά την εβδόμην ημέραν και εάν ίδη ότι η βλάβη δεν ηπλώθη στο άλλο δέρμα μετά το ξύρισμα, που είχε γίνει εις αυτό, η δε επιφάνεια της πληγής δεν είναι χαμηλοτέρα από την του άλλου δέρματος, θα κηρύξη αυτήν ο ιερεύς καθαράν, και ο ασθενής, αφού πλύνη τα ιμάτιά του, θα είναι καθαρός. | 34 Καὶ θὰ ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ πάλιν κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν τὴν κασίδαν, καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι μετὰ τὸ ξύρισμά του δὲν διεδόθη εἰς τὸ δέρμα του ἡ κασίδα καὶ ὅτι ἡ ἐπιφάνειά της δὲν εἶναι βαθύτερα ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑπόλοιπον δέρμα, θὰ θεωρήσῃ ὁ ἱερεὺς τὸν ἄνθρωπον μὲ τὴν κασίδαν καθαρόν. Καὶ ἀφοῦ πλύνῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τὰ ἐνδύματά του, θὰ εἶναι καθαρός. |
35 ἐὰν δὲ διαχύσει διαχέηται τὸ θραῦσμα ἐν τῷ δέρματι μετὰ τὸ καθαρισθῆναι αὐτόν, | 35 Εάν όμως η πληγή μετά την ανακήρυξιν αυτού ως καθαρού αρχίση να επεκτείνεται και στο άλλο δέρμα, | 35 Ἐὰν ὅμως μετὰ τὸν χαρακτηρισμόν του ὡς καθαροῦ διαδοθῇ εἰς τὸ δέρμα του ἡ κασίδα, |
36 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ διακέχυται τὸ θραῦσμα ἐν τῷ δέρματι, οὐκ ἐπισκέψεται ὁ ἱερεὺς περὶ τῆς τριχὸς τῆς ξανθῆς, ὅτι ἀκάθαρτός ἐστιν. | 36 θα ίδη ο ιερεύς ότι έχει απλωθή η βλάβη στο δέρμα και δεν θα εξετάση πλέον αν η τρίχα είναι ξανθή, διότι ο ασθενής είναι πλέον λεπρός, ακάθαρτος. | 36 καὶ ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ διαπιστώσῃ ὅτι πράγματι ἔχει ἑξαπλωθῇ ἡ κασίδα εἰς τὸ δέρμα, δὲν θὰ παρατηρήσῃ ὁ ἱερεὺς ἐὰν εἶναι ξανθὲς ἢ ὄχι οἱ τρίχες του, διότι εἶναι εἶναι βέβαιον ὅτι εἶναι ἀκάθαρτος. |
37 ἐὰν δὲ ἐνώπιον μείνῃ ἐπὶ χώρας τὸ θραῦσμα, καὶ θρὶξ μέλαινα ἀνατείλῃ ἐν αὐτῷ, ὑγίακε τὸ θραῦσμα· καθαρός ἐστι, καὶ καθαριεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς. | 37 Εάν όμως η πληγή μείνη επί του αυτού σημείου, φυτρώσουν δε εντός της περιοχής της μαύρες τρίχες, η ασθένεια έχει θεραπευθή, ο ασθενής είναι καθαρός από της λέπρας και ο ιερεύς θα τον κηρύξη καθαρόν. | 37 Ἐὰν ὅμως ἰδῇ ὁ ἱερεὺς ὅτι ἡ κασίδα ἔχει παραμείνει ἐντοπισμένη εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο του δέρματος καὶ φυτρώσουν μαῦραι τρίχες εἰς τὴν κασίδαν, εἶναι φανερὸν ὅτι ἐθεραπεύθη ἡ κασίδα. Εἶναι πλέον καθαρὸς καὶ θὰ βεβαιώσῃ καὶ ὁ ἱερεὺς τὴν καθαρότητά του. |
38 Καὶ ἀνδρὶ ἢ γυναικί, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα λευκανθίζοντα, | 38 Εάν στο δέρμα ανδρός η γυναικός παρουσιασθούν φανερά νοσηρά συμπτώματα στίλβοντα υπόλευκα, | 38 Ἐὰν δὲ εἰς τὸ δέρμα τοῦ σώματος ἐνὸς ἀνδρὸς ἢ μιᾶς γυναικὸς ἐμφανισθοῦν λαμπερὰ ἐξανθήματα μὲ ἄσπρην ἐπιφάνειαν, |
39 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα λευκανθίζοντα, ἀλφός ἐστιν ἐξανθεῖ ἐν τῷ δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καθαρός ἐστι. | 39 θα εξετάση αυτόν ο ιερεύς και εάν ίδη τα στίλβοντα και λεακάζοντα αυτά συμπτώματα, ο ασθενής είναι υπόλευκος, έχει στο δέρμα του λευκήν μη μεταδοτικήν λεπράν. Ο ασθενής αυτός είναι καθαρός. | 39 καὶ τὰ ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς καὶ διαπιστώσῃ ὅτι εἰς τὸ δέρμα τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν λαμπερὰ ἐξανθήματα μὲ ἐπιφάνειαν ἄσπρην, πρόκειται διὰ τὴν ἀρρώστιαν, ποὺ λέγεται ἀλφὸς καὶ ἀναπτύσσεται εἰς τὸ δέρμα του. Ὁ ἄνθρωπός μὲ τὸν ἀλφὸν εἶναι καθαρός. |
40 ᾿Εὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, φαλακρός ἐστι, καθαρός ἐστιν. | 40 Εάν κανενός μαδήση η κεφαλή, αυτός είναι φαλακρός και όχι λεπρός. Είναι καθαρός. | 40 Ἐὰν δὲ μαδήσῃ τὸ κεφάλι κάποιου, αὐτὸς εἶναι φαλακρός. Ὁ φαλακρὸς εἶναι καθαρὸς ἔναντι τοῦ Νόμου. Δὲν θεωρεῖται λεπρός. |
41 ἐὰν δὲ κατὰ πρόσωπον μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, ἀναφάλαντός ἐστι, καθαρός ἐστιν. | 41 Εάν στο άνω μέρος του προσώπου επί της κεφαλής πέσουν αι τρίχες, αυτός είναι φαλακρός στο σημείον εκείνο. Είναι καθαρός. | 41 Ἐὰν δὲ μαδήσῃ τὸ κεφάλι του μόνον εἰς τὸ σημεῖον, ποὺ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὸ μέτωπον, αὐτὸς λέγεται ἀναφάλαντος. Καὶ αὐτὸς ἐπίσης εἶναι καθαρὸς ἔναντι τοῦ Νόμου. |
42 ἐὰν δὲ γένηται ἐν τῷ φαλακρώματι αὐτοῦ ἢ ἐν τῷ ἀναφαλαντώματι αὐτοῦ ἀφὴ λευκὴ ἢ πυρρίζουσα, λέπρα ἐστὶν ἐν τῷ φαλακρώματι αὐτοῦ, ἢ ἐν τῷ ἀναφαλαντώματι αὐτοῦ. | 42 Εάν όμως στο φαλάκρωμα της κεφαλής αυτού η του προσώπου παρουσιασθή λευκή πληγή η υπέρυθρος, είναι λέπρα στο φαλάκρωμα του κρανίου του η, του προσώπου του. | 42 Ἐὰν ὅμως ἐμφανισθῇ εἰς τὴν φαλάκραν του ἢ εἰς τὸ ἀναφαλάντωμά του πληγὴ ἄσπρη ἢ ξανθοκόκκινη, τοῦτο σημαίνει ὅτι ὑπάρχει λέπρα εἰς τὴν φαλάκραν του ἢ εἰς τὸ ἀναφαλάντωμά του. |
43 καὶ ὄψεται αὐτὸν ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ ἡ ὄψις τῆς ἁφῆς λευκὴ ἢ πυρρίζουσα ἐν τῷ φαλακρώματι αὐτοῦ ἢ ἐν τῷ φαλαντώματι αὐτοῦ, ὡς εἶδος λέπρας ἐν δέρματι τῆς σαρκός αὐτοῦ, | 43 Ο ιερεύς θα εξετάση αυτόν και εάν η εμψάνισις της πληγής είναι λευκή η υπέρυθρος εις την φαλάκραν του κρανίου η του προσώπου, ωσάν είδος λέπρας στο δέρμα του, | 43 Θὰ τὸν ἐξετάσῃ λοιπὸν ὁ ἱερεὺς καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι ἡ ἐπιφάνεια τῆς πληγῆς εἶναι ἄσπρη ἢ ξανθοκόκκινη εἰς τὴν φαλάκραν του ἢ εἰς τὸ ἀναφαλάντωμά του, ὅπως ὅταν ὑπάρχῃ λέπρα εἰς τὸ δέρμα τοῦ σώματος, |
44 ἄνθρωπος λεπρός ἐστι· μιάνσει μιανεῖ αὐτὸν ὁ ἱερεύς, ἐν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ ἡ ἁφὴ αὐτοῦ. | 44 ο άνθρωπος αυτός είναι λεπρός. Ο ιερεύς θα τον κηρύξη ακάθαρτον, διότι η λέπρα ευρίσκεται εις την κεφαλήν του. | 44 εἶναι φανερὸν ὅτι πρόκειται δι' ἄνθρωπον λεπρόν. Ὁ ἱερεὺς θὰ τὸν κατατάξῃ εἰς τοὺς ἀκαθάρτους. Ἡ πληγὴ τῆς λέπρας του εἶναι εἰς τὸ κεφάλι του. |
45 Καὶ ὁ λεπρὸς ἐν ᾧ ἐστιν ἡ ἁφή, τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔστω παραλελυμένα καὶ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀκάλυπτος, καὶ περὶ τὸ στόμα αὐτοῦ περιβαλέσθω, καὶ ἀκάθαρτος κεκλήσεται· | 45 Καθε λεπρός, ο οποίος έχει τα συμπτώματα της λέπρας, θα φορή τα ιμάτια αυτού σχισμένα, θα έχη την κεφαλήν ακάλυπτον με λυμένην την κόμην, το στόμα σκεπασμένον, δια να αναγνωρίζεται και να λέγεται “ακάθαρτος”. | 45 Τὰ ἐνδύματα τοῦ ἀνθρώπου, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ πληγὴ τῆς λέπρας, πρέπει νὰ εἶναι λυμένα καὶ σχισμένα καὶ τὸ κεφάλι του ἀκάλυπτον, νὰ ἔχῃ δὲ σκεπασμένον τὸ στόμα του. Ἐπὶ πλέον νὰ καλῆται «ἀκάθαρτος». |
46 πάσας τὰς ἡμέρας, ὅσας ἐὰν ᾖ ἐπ᾿ αὐτὸν ἡ ἁφή, ἀκάθαρτος ὢν ἀκάθαρτος ἔσται, κεχωρισμένος καθήσεται, ἔξω τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ ἔσται ἡ διατριβή. | 46 Καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον, καθ' ο λεπρός, θα είναι ακάθαρτος, θα μένη απομονωμένος και θα ζη έξω από την κατασκήνωσιν. | 46 Ὅλας τὰς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ ὑπάρχῃ ἐπάνω του ἡ πληγὴ τῆς λέπρας, ἀφοῦ θὰ εἶναι μολυσμένος, θὰ εἶναι ἀκάθαρτος. Θὰ κάθεται ἀποχωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἡ διαμονή του θὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν καταυλισμὸν τῶν ἀνθρώπων. |
47 Καὶ ἱματίῳ ἐὰν γένηται ἁφὴ ἐν αὐτῷ λέπρας ἐν ἱματίῳ ἐρέῳ, ἢ ἐν ἱματίῳ στυππυίνῳ, | 47 Εάν πληγή λέπρας παρατηρηθή εις ένδυμα μάλλινον η λινόν, | 47 Καὶ ἐὰν παρουσιασθῇ εἰς κάποιο ἔνδυμα σύμπτωμα λέπρας εἰς ἔνδυμα μάλλινον, ἢ εἰς ἔνδυμα λινόν, |
48 ἢ ἐν στήμονι, ἢ ἐν κρόκῃ, ἢ ἐν τοῖς λινοῖς, ἢ ἐν τοῖς ἐρέοις, ἢ ἐν δέρματι, ἢ ἐν παντὶ ἐργασίμῳ δέρματι, | 48 στο στημόνι η το υφάδι, εις λινά η μάλλινα, εις δέρμα ακατέργαστον η κατειργασμένον χρησιμοποιούμενον ως ένδυμα | 48 ἢ εἰς τὸ στημόνι, ἢ εἰς τὸ ὑφάδι, εἴτε εἰς τὰ λινάρια, εἴτε εἰς τὰ μαλλιά, εἴτε εἰς τὸ ἀκατέργαστον δέρμα, εἴτε εἰς κάθε εἴδους κατειργασμένον δέρμα, |
49 καὶ γένηται ἡ ἁφή χλωρίζουσα ἢ πυρρίζουσα ἐν τῷ δέρματι, ἢ ἐν τῷ ἱματίῳ, ἢ ἐν τῷ στήμονι, ἢ ἐν τῇ κρόκῃ, ἢ ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ δέρματος, ἁφὴ λέπρας ἐστί, καὶ δείξει τῷ ἱερεῖ. | 49 και η προσβολή είναι κιτρίνη η υπέρυθρος στο δέρμα η στο ιμάτιον η στο στημόνι η στο υφάδι η εις κάθε είδος κατειργασμένου δέρματος, είναι προσβολή λέπρας και ο κάτοχος του ενδύματος θα δείξη αυτό στον ιερέα. | 49 καὶ συμβῇ, ὥστε τὸ σύμπτωμα αὐτὸ νὰ πρασινίζει (σὰν μούχλα), ἢ νὰ ξανθοκοκκινίζῃ εἰς τὸ δέρμα, ἢ εἰς τὸ ἔνδυμα, ἢ εἰς τὸ στημόνι, ἢ εἰς τὸ ὑφάδι, ἢ εἰς κάθε δερμάτινον σκεῦος, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ εἰς ἐργασίαν, πρόκειται περὶ λέπρας. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκουν τὰ ἀντικείμενα αὐτά, πρέπει νὰ τὰ δείξῃ εἰς τὸν ἱερέα. |
50 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφήν, καὶ ἀφοριεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν ἑπτὰ ἡμέρας. | 50 Ο ιερεύς θα ίδη τα συμπτώματα αυτά και θα απομονώση το ένδυμα αυτό επί επτά ημέρας. | 50 Καὶ θὰ ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς τὸ σύμπτωμα καὶ θὰ ἀπομονώσῃ τὸ ἀντικείμενον μὲ τὸ σύμπτωμα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. |
51 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ· ἐὰν δὲ διαχέηται ἡ ἁφὴ ἐν τῷ ἱματίῳ, ἢ ἐν τῷ στήμονι, ἢ ἐν τῇ κρόκῃ, ἢ ἐν τῷ δέρματι, κατὰ πάντα ὅσα ἐὰν ποιηθῇ δέρματα ἐν τῇ ἐργασίῳ, λέπρα ἔμμονός ἐστιν ἡ ἁφή, ἀκάθαρτός ἐστι. | 51 Κατά την εβδόμην ημέραν θα ίδη πάλιν ο ιερεύς αυτό το σύμπτωμα. Εάν η προσβολή έχη εξαπλωθή στο υμάτιον η στο στημόνι η στο υφάδι η στο ακατέργαστον δέρμα η εις κάθε τι που έχει κατασκευασθή με κατειργασμένον δέρμα, η προσβολή αυτή είναι μόνιμος λέπρα, και το ένδυμα είναι ακάθαρτον. | 51 Καὶ θὰ ἰδῇ καὶ πάλιν τὴν πληγὴν αὐτὴν ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν. Καὶ ἐὰν ἔχῃ διαδοθῇ τὸ σύμπτωμα εἰς τὸ ἔνδυμα, ἢ εἰς τὸ στημόνι, ἢ εἰς τὸ ὕφαδι, ἢ εἰς τὸ ἀκατέργαστον δέρμα, ἢ εἰς κάθε τι, ποὺ κατασκευάζεται μὲ δέρμα, τότε τὸ σύμπτωμα ἐκεῖνο εἶναι λέπρα ἐπίμονος καὶ μεταδοτική, τὸ δὲ ἀντικείμενον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπαρουσιάσθη, εἶναι ἀκάθαρτον. |
52 κατακαύσει τὸ ἱμάτιον, ἢ τὸν στήμονα, ἢ τὴν κρόκην ἐν τοῖς ἐρέοις, ἢ ἐν τοῖς λινοῖς, ἢ ἐν παντὶ σκεύει δερματίνῳ, ἐν ᾧ ἂν ᾖ ἐν αὐτῷ ἡ ἁφή, ὅτι λέπρα ἔμμονός ἐστιν, ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται. | 52 Αυτό δε το ένδυμα, το στημόνι η το υφάδι, από το οποίον έχει υφανθή το μάλλινον η τα λινόν, και κάθε δερμάτινον είδος επάνω εις το οποίον ήθελε παρουσιασθή αυτή η προσβολή, επειδή είναι λέπρα μόνιμος και αθεράπευτος, θα κατακαούν στο πυρ όλα αυτά τα αντικείμενα. | 52 Πρέπει νὰ καύσῃ αὐτὸς ἐντελῶς τὸ ἔνδυμα, ἢ τὸ στημόνι, ἢ τὸ ὑφάδι με τὰ μαλλιὰ ἢ τὰ λινάρια ἢ κάθε δερμάτινον σκεῦος, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπαρουσιάσθη ἢ λέπρα, διότι πρόκειται διὰ λέπραν ἐπίμονον καὶ μεταδοτικήν. Νὰ κατακαοῦν αὐτὰ εἰς τὴν φωτιάν. |
53 ἐὰν δὲ ἴδῃ ὁ ἱερεύς, καὶ μὴ διαχέηται ἡ ἁφὴ ἐν τῷ ἱματίῳ, ἢ ἐν τῷ στήμονι, ἢ ἐν τῇ κρόκῃ, ἢ ἐν παντὶ σκεύει δερματίνῳ, | 53 Εάν ο ιερεύς ίδη ότι η προσβολή αυτή δεν μετεδόθη εις άλλα σημεία του ιματίου, του στημονιού, του υφαδιού και εις κάθε δερμάτινον είδος, | 53 Ἐὰν δὲ ἴδῃ ὁ ἱερεὺς καὶ διαπιστώσῃ ὅτι δὲν ἔχει ἀπλωθῇ ἡ προσβολὴ εἰς τὸ ἔνδυμα, ἢ εἰς τὸ στημόνι, ἢ εἰς τὸ ὑφάδι, ἢ εἰς κάθε δερμάτινον εἶδος, |
54 καὶ συντάξει ὁ ἱερεύς, καὶ πλυνεῖ ἐφ᾿ οὗ ἐὰν ᾖ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἡ ἁφή, καὶ ἀφοριεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν ἁφὴν ἑπτὰ ἡμέρας τὸ δεύτερον· | 54 θα διατάξη να πλυθή το ιμάτιον, επί του οποίου παρετηρήθη η προσβολή, και θα απομονώση αυτό επί άλλας επτά ημέρας. | 54 θὰ διατάξῃ ὁ ἱερεὺς νὰ πλυθῇ τὸ ἀντικείμενον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ὑπάρχει τὸ σύμπτωμα, καὶ θὰ ἀπομονώσῃ ὁ ἱερεὺς τὸ ἀντικείμενον μὲ τὴν πληγὴν αὐτὴν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας διὰ δευτέραν φοράν. |
55 καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺς μετὰ τὸ πλυθῦναι αὐτὸ τὴν ἁφήν, καὶ ἥδε οὐ μὴ μετέβαλεν ἡ ἁφὴ τὴν ὄψιν, καὶ ἡ ἁφὴ οὐ διαχεῖται, ἀκάθαρτόν ἐστιν, ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται· ἐστήρικται ἐν τῷ ἱματίῳ, ἢ ἐν τῷ στήμονι, ἢ ἐν τῇ κρόκῃ. | 55 Ο ιερεύς μετά το πλύσιμον του ιματίου θα εξετάση και πάλιν την προσβολήν και εάν αυτή δεν μετεβλήθη προς το καλύτερον ως προς την εμφάνισιν, έστω και αν δεν έχη επεκταθή, το ένδυμα είναι ακάθαρτον και πρέπει να κατακαή στο πυρ· η προσβολή στο ιμάτιον η στο στημόνι η στο υφάδι είναι πλέον μόνιμος. | 55 Θὰ ἐξετάσῃ δὲ καὶ πάλιν ὁ ἱερεὺς τὸ σύμπτωμα μετὰ τὸ πλύσιμο τοῦ ἀντικειμένου καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι ἢ προσβολὴ δεν ἄλλαξε μορφήν, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν δὲν διεδόθη, τὸ ἀντικείμενον εἶναι ἀκάθαρτον. Θὰ καῇ ἐντελῶς εἰς τὴν φωτιάν. Ἡ προσβολὴ ἔγινε μόνιμος κατάστασις εἰς τὸ ἔνδυμα, ἢ εἰς τὸ στημόνι, ἢ εἰς τὸ ὑφάδι. |
56 καὶ ἐὰν ἴδῃ ὁ ἱερεύς, καὶ ᾖ ἀμαυρὰ ἡ ἁφὴ μετὰ τὸ πλυθῆναι αὐτό, ἀπορρήξει αὐτὸ ἀπὸ τοῦ ἱματίου, ἢ ἀπὸ τοῦ στήμονος, ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης, ἢ ἀπὸ τοῦ δέρματος. | 56 Εάν όμως ο ιερεύς παρατηρήση ότι η προσβολή επήρε σκούρο χρώμα μετά το πλύσιμο του ιματίου, θα αποκόψη το προσβληθέν μέρος του ιματίου η του στημονιού η του υφαδιού η παντός δερματίνου είδους. | 56 Καὶ ἐὰν ἐξετάσῃ καὶ διαπιστώσῃ ὁ ἱερεὺς ὅτι μετὰ τὸ πλύσιμο τοῦ ἀντικειμένου ἡ πληγὴ ἔγινε σκοτεινή, θὰ κόψῃ καὶ θὰ βγάλῃ τὸ τμῆμα ἐκεῖνο ἀπὸ τὸ ἔνδυμα, ἢ ἀπὸ τὸ στημόνι, ἢ ἀπὸ τὸ ὑφάδι, ἢ ἀπὸ τὸ δέρμα. |
57 ἐὰν δὲ ὀφθῇ ἔτι ἐν τῷ ἱματίῳ, ἢ ἐν τῷ στήμονι, ἢ ἐν τῇ κρόκῃ, ἢ ἐν παντὶ σκεύει δερματίνῳ, λέπρα ἐξανθοῦσά ἐστιν· ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται ἐν ᾧ ἐστιν ἡ ἁφή. | 57 Εάν εμφανισθή και πάλιν στο ένδυμα η στο στημόνι η στο υφάδι η εις κάθε δερμάτινον είδος νέα προσβολή, τότε πρόκειται περί λέπρας η οποία αναπτύσσεται. Το αντικείμενον, επί του οποίου υπάρχει αυτή η λέπρα, πρέπει να καή. | 57 Ἐὰν ὅμως ἐμφανισθῇ πάλιν εἰς τὸ ἔνδυμα, ἢ εἰς τὸ στημόνι, ἢ εἰς τὸ ὑφάδι, ἢ εἰς κάθε δερμάτινον σκεῦος, τότε πρόκειται διὰ λέπραν ἀνεπτυγμένην. Τὸ ἀντικείμενον, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπάρχει τὸ σύμπτωμα, θὰ καῇ ἐντελῶς εἰς τὴν φωτιάν. |
58 καὶ τὸ ἱμάτιον, ἢ ὁ στήμων, ἢ ἡ κρόκη, ἢ πᾶν σκεῦος δερμάτινον, ὃ πλυθήσεται, καὶ ἀποστήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ἁφή, καὶ πλυθήσεται τὸ δεύτερον, καὶ καθαρὸν ἔσται. | 58 Το ιμάτιον όμως η το στημόνι η το υφάδι η κάθε δερμάτινον είδος, το οποίον θα πλυθή και από το οποίον θα εκλείψη η προσβολή, θα πλυθή δευτέραν φοράν και τότε θα είναι καθαρόν. | 58 Τὸ δὲ ἔνδυμα, ἢ τὸ στημόνι, ἢ τὸ ὑφάδι, ἢ κάθε δερμάτινον σκεῦος, ποὺ θά πλυθῇ καὶ θὰ ἑξαφανισθῇ ἀπὸ ἐπάνω του τὸ σύμπτωμα, θὰ πλυθῇ διὰ δευτέραν φορὰν καὶ θὰ εἶναι καθαρόν. |
59 οὗτος ὁ νόμος ἁφῆς λέπρας ἱματίου ἐρέου, ἢ στυππυίνου, ἢ στήμονος, ἢ κρόκης, ἢ παντὸς σκεύους δερματίνου, εἰς τὸ καθαρίσαι αὐτό, ἢ μιᾶναι αὐτό. | 59 Αυτός είναι ο νόμος της λέπρας μαλλίνου η, λινού ιματίου, στημονιου η υφαδιού και κάθε είδους δερματίνου αντικειμένου, δια να κηρυχθή τούτο καθαρόν η ακάθαρτον”. | 59 Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀφορᾷ τὴν λέπραν, ποὺ παρουσιάζεται εἰς ἔνδυμα μάλλινον, ἢ λινόν, ἢ εἰς στημόνι, ἢ εἰς ὑφάδι, ἢ εἰς κάθε δερμάτινον σκεῦος, καὶ κανονίζει πότε τὸ ἀντικείμενον αὐτὸ εἶναι καθαρὸν καὶ πότε μολυσμένον». |