Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 1 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν και είπε· | 1 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε. |
2 ἔντειλαι τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καὶ λαβέτωσάν σοι ἔλαιον ἐλάϊνον καθαρὸν κεκομμένον εἰς φῶς, καῦσαι λύχνον διὰ παντός. | 2 “δώσε εκ μέρους μου εντολήν στους Ισραηλίτας να πάρουν και να φέρουν εις σε ελαιόλαδον καθαρόν, κοπανισμένον, κατάλληλον προς φωτισμόν, δια να καίη πάντοτε η λυχνία της Σκηνής. | 2 «Διάταξε τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ πάρουν καὶ νὰ σοῦ φέρουν λάδι ἐλιᾶς, καθαρὸν καὶ ἀρίστης ποιότητος (κοπανισμένον, χωρὶς ὀξέα), κατάλληλον διὰ φωτισμόν, ὥστε νὰ καίῃ καὶ νὰ φωτίζῃ μὲ αὐτὸ ἡ Λυχνία συνεχῶς. |
3 ἔξωθεν τοῦ καταπετάσματος ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου καύσουσιν αὐτὸ ᾿Ααρὼν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ ἑσπέρας ἕως πρωΐ ἐνώπιον Κυρίου ἐνδελεχῶς· νόμιμον αἰώνιον εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν. | 3 Εντός της Σκηνής του Μαρτυρίου και έξω από το καταπέτασμα, που καλύπτει τα Αγια των Αγίων, θα ανάπτουν και θα καίουν το φως αυτό ο Ααρών και οι υιοί αυτού ενώπιον του Κυρίου από την εσπέραν έως το πρωϊ πάντοτε. Αυτό θα είναι αιώνιος νόμος εις τας γενεάς σας. | 3 Εἰς τὸ τμῆμα τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ποὺ εὐρίσκεται ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴν πλευρὰν τοῦ Καταπετάσματος ποὺ χωρίζει τὰ «Ἅγια» ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων», θὰ καίουν συνεχῶς τὸ λάδι αὐτὸ ὁ Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοί του ἀπὸ τὸ βράδυ μέχρι τὸ πρωΐ. Αὖτο θὰ εἶναι νόμος αἰώνιος εἰς τὰς γενεᾶς σας. |
4 ἐπὶ τῆς λυχνίας τῆς καθαρᾶς καύσετε τοὺς λύχνους ἐναντίον Κυρίου ἕως εἰς τὸ πρωΐ. | 4 Θα ανάψετε και θα μένουν έως το πρωϊ αναμμένοι ενώπιον του Κυρίου οι λύχνοι, οι οποίοι ευρίσκονται επάνω εις την επτάφωτον εκ καθαρού χρυσού λυχνίαν. | 4 Θὰ φροντίζετε νὰ καίουν οἱ λύχνοι μέχρι τὸ πρωΐ ἐνώπιον Κυρίου, ἐπάνω εἰς τὴν Λυχνίαν, ποὺ ἔχει κατασκευασθῇ μὲ καθαρὸ χρυσάφι. |
5 Καὶ λήψεσθε σεμίδαλιν καὶ ποιήσετε αὐτὴν δώδεκα ἄρτους, δύο δεκάτων ἔσται ὁ ἄρτος ὁ εἷς· | 5 Θα λάβετε σημιγδάλι και θα κάμετε με αυτό δώδεκα άρτους. Ο καθε άρτος θα είναι δύο δέκατα (επτά και ήμισυ πιρίπου κιλά). | 5 Θὰ πάρετε δὲ σιμιγδάλι καὶ ἀφοῦ τὸ ζυμώσετε, θὰ κάνετε δώδεκα ἄρτους. Ὁ κάθε ἄρτος θὰ ζυγίζῃ περίπου ὀκτὼ κιλά. |
6 καὶ ἐπιθήσετε αὐτοὺς δύο θέματα, ἓξ ἄρτους τὸ ἓν θέμα ἐπὶ τὴν τράπεζαν τὴν καθαρὰν ἔναντι Κυρίου. | 6 Θα θέσετε αυτούς επάνω εις την εκ καθαρού χρυσού τράπεζαν της προθέσεως ενώπιον του Κυρίου, εις δύο στήλας εξ άρτους εις την κάθε μίαν. | 6 Θὰ τοποθετήσετε δὲ τοὺς ἄρτους εἰς δύο σωρούς, τὸν ἕνα ἄρτον ἐπάνω εἰς τὸν ἄλλον. Κάθε σωρὸς θὰ ἔχει ἕξι ἄρτους, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται διαρκῶς ἐνώπιον Κυρίου, ἐπάνω εἰς τὴν τράπεζαν ποὺ ἔχει κατασκευασθῇ μὲ καθαρὸ χρυσάφι. |
7 καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τὸ θέμα λίβανον καθαρὸν καὶ ἅλα, καὶ ἔσονται εἰς ἄρτους εἰς ἀνάμνησιν προκείμενα τῷ Κυρίῳ. | 7 Εις κάθε μίαν από τας δύο αυτάς στήλας των άρτων θα θέσετε καθαρό λιβάνι και αλάτι και θα είναι οι άρτοι αυτοί προσφορά ενώπιον του Κυρίου εις ανάμνησιν των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. | 7 Θὰ βάλετε δὲ ἐπάνω εἰς τὴν κάθε στήλην τῶν ἄρτων λιβάνι καθαρὸ καὶ ἅλατι. Αὐτοὶ δὲ οἱ ἄρτοι, ποὺ θὰ τοποθετηθοῦν ἐνώπιον Κυρίου, θὰ εἶναι προσφορὰ εἰς ἀνάμνησιν τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. |
8 τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων προσθήσεται ἔναντι Κυρίου διὰ παντὸς ἐνώπιον τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, διαθήκην αἰώνιον. | 8 Παντοτε κάθε Σαββατον θα αντικαθιστάτε ενώπιον του Κυρίου και ενώπιον των Ισραηλιτών τους δώδεκα αυτούς άρτους εις διαρκή ανάμνησιν της συμφωνίας εμού και των Ισραηλιτών. | 8 Κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου θὰ τοποθετοῦνται νέοι ἄρτοι εἰς τὴν θέσιν τῶν παλαιῶν, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἐπὶ παρουσία τῶν Ἰσραηλιτῶν, πρᾶγμα ποὺ θὰ γίνεται συνεχῶς σὰν σημάδι τῆς αἰωνίου συμφωνίας, ποὺ συνῆψα μὲ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ. |
9 καὶ ἔσται ᾿Ααρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ, καὶ φάγονται αὐτὰ ἐν τόπῳ ἁγίῳ· ἔστι γὰρ ἅγια τῶν ἁγίων τοῦτο αὐτῶν ἀπὸ τῶν θυσιαζομένων τῷ Κυρίῳ, νόμιμον αἰώνιον. | 9 Αυτοί οι άρτοι θα ανήκουν στον Ααρών και τους υιούς του, οι οποίοι και θα τους τρώγουν στον ιερόν τόπον, διότι είναι αγιωτάτη προσφορά από τας προσφερομένας ως θυσία προς τον Κυριον. Αυτό θα είναι αιώνιος νόμος για σας”. | 9 Θὰ ἀνήκουν δὲ οἱ ἄρτοι αὐτοὶ εἰς τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς υἱούς του καὶ θὰ τοὺς τρώγουν εἰς τόπον ἅγιον καὶ ἱερόν· διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἁγιώτατον μερίδιον των ἀπὸ τὰ προσφερόμενα εἰς τὸν Κύριον. Αὐτὸ θὰ ἰσχύῃ ὡς νόμος αἰώνιος». |
10 Καὶ ἐξῆλθεν υἱὸς γυναικὸς ᾿Ισραηλίτιδος, καὶ οὗτος ἦν υἱὸς Αἰγυπτίου ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐμαχέσαντο ἐν τῇ παρεμβολῇ ὁ ἐκ τῆς ᾿Ισραηλίτιδος καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ ᾿Ισραηλίτης· | 10 Μαζή με τους Ισραηλίτας οι οποίοι έφυγαν από την Αίγυπτον εξήλθε και ο υιός μιας γυναικός Ισραηλίτιδος και Αιγυπτίου ανδρός. Ο υιός αυτός της Ισραηλίτιδος εφιλονείκησε και συνεπλάκη με ένα Ισραηλίτην. | 10 Μεταξὺ δὲ αὐτῶν, ποὺ ἠκολούθησαν τοὺς Ἰσραηλίτας κατὰ τὴν ἔξοδόν των ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, παρουσίασθη καὶ κάποιος υἱὸς μιᾶς Ἰσραηλίτιδος, ποὺ τὸν ἀπέκτησε μὲ ἄνδρα Αἰγύπτιον. Ἐφιλονείκησαν λοιπὸν μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς στρατοπεδεύσεως τοῦ Ἰσραὴλ ὁ μιγὰς αὐτὸς καὶ ἕνας καθαρόαιμος Ἑβραῖος. |
11 καὶ ἐπονομάσας ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς τῆς ᾿Ισραηλίτιδος τὸ ὄνομα κατηράσατο. καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς Μωυσῆν· καὶ τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Σαλωμεὶθ θυγάτηρ Δαβρεὶ ἐκ τῆς φυλῆς Δάν. | 11 Επάνω δε εις την μάχην αυτήν ο υιός της Ισραηλίτιδος ανέφερε το άγιον όνομα του Θεού, το οποίον και εβλασφήμησε. Αμέσως ωδήγησαν αυτόν προς τον Μωϋσήν. Η μήτηρ του ωνομάζετο Σαλωμείθ και ήτό θυγάτηρ Δαβρεί από την φυλήν Δαν. | 11 Καὶ ἀφοῦ ἐπρόφερεν ὁ υἱὸς αὐτὸς τῆς Ἰσραηλίτιδος τὸ ἅγιον Ὄνομα τοῦ Θεόν, τὸ κατηράσθη καὶ τὸ ἐβλασφήμησε. Κατόπιν τούτου τὸν ἔφεραν ἀμέσως εἰς τὸν Μωϋσῆν. Τὸ δὲ ὄνομα τῆς μητρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖνου, ἡ ὁποία ἦτο κόρη τοῦ Δαβρεῖ καὶ κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Δάν, ἦτο Σαλωμείθ. |
12 καὶ ἀπέθεντο αὐτὸν εἰς φυλακὴν διακρῖναι αὐτὸν διὰ προστάγματος Κυρίου. | 12 Εθεσαν τον βλάσφημον εις την φυλακήν, δια να αποφασίσουν περί της τύχης του κατόπιν εντολής του Κυρίου. | 12 Καὶ ἔβαλαν τὸν βλάσφημον εἰς φυλακήν, προκειμένου νὰ ἀποφασίσουν περὶ αὐτοῦ μετὰ ἀπὸ εἰδικὴν διαταγὴν τοῦ Κυρίου, διότι δὲν ὑπῆρχε σχετικὴ ἐντολὴ ἕως τότε. |
13 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 13 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν λέγων· | 13 Ὡμίλησε λοιπὸν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
14 ἐξάγαγε τὸν καταρασάμενον ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐπιθήσουσι πάντες οἱ ἀκούσαντες τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν πᾶσα ἡ συναγωγή. | 14 “βγάλε τον βλάσφημον αυτόν έξω από την κατασκήνωσιν. Ολοι εκείνοι οι οποίοι ήκουσαν την βλασφημίαν του, θα θέσουν τας χείρας των επάνω εις την κεφαλήν αυτού και θα καταθέσουν την μαρτυρίαν των εναντίον του. Επειτα δε θα τον λιθοβολήσουν όλος ο λαός των Ισραηλιτών. | 14 «Βγάλε ἔξω ἀπὸ τὸν καταυλισμὸν τὸν βλάσφημον καὶ νὰ βάλουν ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι του τὰ χέρια των ὅλοι, ὅσοι τὸν ἤκουσαν νὰ βλασφημῇ, καὶ νὰ τὸν λιθοβολήσῃ ὅλος ὁ λαός. |
15 καὶ τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λάλησον καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἄνθρωπος ὃς ἐὰν καταράσηται Θεόν, ἁμαρτίαν λήψεται· | 15 Ομίλησε προς τους Ισραλίτας και είπε προς αυτούς· Οιοσδήποτε άνθρωπος θα βλασφημήση τον Θεόν θα λάβη ενοχήν και τιμωρίαν δια την αμαρτίαν. | 15 Νὰ ὁμιλήσῃς δὲ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ καταρᾶται καὶ θὰ βλασφημῇ τὸν Θεόν, διαπράττει ἁμαρτίαν καὶ θὰ εἶναι ἔνοχος. |
16 ὀνομάζων δὲ τὸ ὄνομα Κυρίου, θανάτῳ θανατούσθω· λίθοις λιθοβολείτω αὐτὸν πᾶσα ἡ συναγωγὴ ᾿Ισραήλ· ἐάν τε προσήλυτος, ἐάν τε αὐτόχθων, ἐν τῷ ὀνομάσαι αὐτὸν τὸ ὄνομα Κυρίου, τελευτάτω. | 16 Εκείνος, δηλαδή, ο οποίος ασεβώς θα αναφέρη το όνομα του Θεού πρέπει να τιμωρήται δια θανάτου. Ολος ο λαός των Ισραηλιτών θα θανατώση δια λιθοβολισμού αυτόν. Είτε ξένος είναι είτε εντόπιος αυτός, που θα αναφέρη ασεβώς το όνομα του Κυρίου, θα τιμωρήται δια θανάτου. | 16 Αὐτὸς δὲ ποὺ προφέρει μὲ ἀσέβειαν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ βλασφημεῖ, νὰ τιμωρῆται μὲ θανατικὴν καταδίκην. Νὰ τὸν λιθοβολῇ ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ. Εἴτε εἶναι ξένος καὶ διαμένει μαζί σας, εἴτε εἶναι ἐκ καταγωγῆς Ἰσραηλίτης, ἐφ' ὅσον προφέρει ἀσεβῶς τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ βλασφημεῖ, νὰ θανατώνεται. |
17 καὶ ἄνθρωπος ὃς ἂν πατάξῃ ψυχὴν ἀνθρώπου καὶ ἀποθάνῃ, θανάτῳ θανατούσθω. | 17 Οπως επίσης και οποιοσδήποτε κτυπήση άνθρωπον και θανάτωση αυτόν θα τιμωρήται δια θανάτου. | 17 Ὁ δὲ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κτυπήσῃ ἄλλον ἄνθρωπον καὶ τὸν σκοτώσῃ, νὰ θανατώνεται. |
18 καὶ ὃς ἂν πατάξῃ κτῆνος καὶ ἀποθάνῃ, ἀποτισάτω ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς. | 18 Εκείνος που θα κτυπήση ζώον και το ζώο θα αποθάνη εκ του κτυπήματος, θα δώση στον ιδιοκτήτην άλλο ζώον αντί του θανατωθέντος. | 18 Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ κτυπήσῃ ἕνα ζῶον καὶ αὐτὸ ψοφήσῃ, πρέπει νὰ τὸ ἀντικαταστήσῃ μὲ ἄλλο, ποὺ θὰ ἀξίζῃ ὅσον καὶ ἐκεῖνο. |
19 καὶ ἐάν τις δῷ μῶμον τῷ πλησίον, ὡς ἐποίησεν αὐτῷ, ὡσαύτως ἀντιποιηθήσεται αὐτῷ· | 19 Και εκείνος ο οποίος θα πράξη κακόν τι εις βάρος του πλησίον, θα υποστή το ίδιον κακόν, το οποίον έπραξεν εναντίον του πλησίον. | 19 Καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ βλάψῃ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπον τὸν πλησίον του, πρέπει νὰ πάθη ὅ,τι ἀκριβῶς ἔκανε ὁ ἴδιος εἰς τὸν ἄλλον. |
20 σύντριμμα ἀντὶ συντρίμματος, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, καθότι ἂν δῷ μῶμον τῷ ἀνθρώπῳ, οὕτω δοθήσεται αὐτῷ. | 20 Κάταγμα αντί κατάγματος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, ο,τι κακόν και οιανδήποτε βλάβην έκαμεν στον πλησίον θα υποστή και ο ίδιος. | 20 Ἐὰν δηλαδὴ προεκάλεσε κάταγμα, πρέπει νὰ πάθῃ κάταγμα, ἐὰν ἔβγαλε μάτι, πρέπει νὰ βγῇ τὸ μάτι του, ἐὰν ἔσπασε δόντι, πρέπει νὰ τοῦ σπάσουν τὸ δόντι του καὶ οὕτω καθεξῆς. Θὰ τιμωρῆται μὲ τὴν ἰδίαν βλάβην, ποὺ ἐπροξένησεν εἰς τὸν ἄλλον. |
21 ὃς ἂν πατάξῃ ἄνθρωπον καὶ ἀποθάνῃ, θανάτῳ θανατούσθω· | 21 Εκείνος ο οποίος θα κτυπήση άνθρωπον και ο κτυπηθείς αποθάνη, θα τιμωρηθή δια θανάτου. | 21 Ἐὰν κάποιος κτυπήσῃ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπον καὶ τὸν σκοτώσῃ, νὰ θανατώνεται ὁ φονεύς, χωρὶς καμμίαν διάκρισιν. |
22 δικαίωσις μία ἔσται τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ ἐγχωρίῳ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 22 Μια και η αυτή θα είναι η απόδοσις δικαιοσύνης και η επιβολή κυρώσεων δια τον ξένον και δια τον εντόπιον. Εγώ δίδω αυτάς τας εντολάς, διότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας”. | 22 Μία δικαιοσύνη θὰ ἰσχύῃ καὶ διὰ τὸν ξένον, ποὺ ζῇ μαζί σας, καὶ διὰ τὸν ἐντόπιον Ἑβραῖον, διότι ἐγώ, ὁ Θεός σας, εἶμαι Κύριος ὅλων». |
23 καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐξήγαγον τὸν καταρασάμενον ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν ἐν λίθοις· καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐποίησαν καθάπερ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. | 23 Διέταξεν ο Μωϋσής τους Ισραηλίτας και έβγαλαν έξω από την κατασκήνωσιν τον βλάσφημον και εθανάτωσαν αυτόν δια λιθοβολισμού. έκαμαν οι Ισραηλίται, όπως ακριβώς διέταξεν ο Κυριος στον Μωϋσήν. | 23 Ἀνεκοίνωσε δὲ ὁ Μωϋσῆς τὰς ἐντολὰς αὐτὰς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἐκεῖνοι ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν κατοικημένον χῶρον τὸν βλάσφημον καὶ τὸν ἐσκότωσαν μὲ λιθοβολισμόν. Καὶ ἐνήργησαν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν. |