Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 1 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· | 1 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπεν: |
2 οὗτος ὁ νόμος τοῦ λεπροῦ, ᾗ ἂν ἡμέρᾳ καθαρισθῇ· καὶ προσαχθήσεται πρὸς τὸν ἱερέα, | 2 “αυτή είναι η νομική διάταξις δια τον λεπρόν, η οποία θα τηρηθή κατά την ημέραν που αυτός θα έχη θεραπευθή από την λέπραν· θα οδηγηθή αυτός προς τον ιερέα, | 2 «Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀφορᾷ τὸν λεπρὸν καὶ πρέπει νὰ ἐφαρμοσθῇ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ καθαρισμοῦ του. Θὰ ὁδηγηθῇ πρὸς τὸν ἱερέα· |
3 καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἱερεὺς ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ ἰᾶται ἡ ἁφὴ τῆς λέπρας ἀπὸ τοῦ λεπροῦ. | 3 ο οποίος θα εξέλθη από την κατασκήνωσιν προς το μέρος, στο οποίον ευρίσκεται ο λεπρός. Θα εξετάση αυτόν και θα πεισθή ότι έχει θεραπευθή πλέον η λέπρα. | 3 καὶ θὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ τὸν κατοικημένον χῶρον καὶ θὰ ἐξετάσῃ ὁ ἱερεὺς τὸν λεπρὸν ἐπὶ τόπου καὶ θὰ διαπιστώσῃ ὅτι πράγματι ἐθεραπεύθη καὶ ἐξηφανίσθη ἡ πληγὴ τῆς λέπρας ἀπὸ τὸν λεπρόν. |
4 καὶ προστάξει ὁ ἱερεύς, καὶ λήψονται τῷ κεκαθαρισμένῳ δύο ὀρνίθια ζῶντα καθαρὰ καὶ ξύλον κέδρινον καὶ κεκλωσμένον κόκκινον καὶ ὕσσωπον· | 4 Θα διατάξη κατόπιν ο ιερεύς να φέρουν δια τον θεραπευθέντα λεπρόν δύο μικρά ζωντανά πτηνά, από τα καθαρά, δηλ. από εκείνα των οποίων επιτρέπεται η βρώσις, ένα κέδρινον ξύλον, ταινίαν από στριμμένον κόκκινον νήμα και κλωναράκι υσσώπου. | 4 Θὰ διατάξῃ δὲ ὁ ἱερεὺς καὶ θὰ πάρουν διὰ τὸν λεπρόν, ποὺ ἐκαθαρίσθη, δύο μικρά, ζωντανὰ πουλιά, καθαρὰ καὶ ξύλον ἀπὸ κέδρον καὶ ὕφασμα (κορδέλλα) ἀπὸ κλωσμένα κόκκινα νήματα καὶ κλαδὶ ἀπὸ ὕσσωπον. |
5 καὶ προστάξει ὁ ἱερεύς, καὶ σφάξουσι τὸ ὀρνίθιον τὸ ἓν εἰς ἀγγεῖον ὀστράκινον ἐφ᾿ ὕδατι ζῶντι. | 5 Θα διατάξη έπειτα ο ιερεύς να σφάξουν το ένα μικρόν πτηνόν εις πήλινον δοχείον, εντός του οποίου υπάρχει ύδωρ πηγαίον. | 5 Θὰ διατάξῃ ἐν συνεχείᾳ ὀ ἱερεὺς καὶ θὰ σφάξουν τὸ ἕνα πουλὶ εἰς πήλινον δοχεῖον, ποὺ περιέχει πηγαῖο νερό. |
6 καὶ τὸ ὀρνίθιον τὸ ζῶν λήψεται αὐτὸ καὶ τὸ ξύλον τὸ κέδρινον καὶ τὸ κλωστὸν κόκκινον καὶ τὸν ὕσσωπον, καὶ βάψει αὐτὰ καὶ τὸ ὀρνίθιον τὸ ζῶν εἰς τὸ αἷμα τοῦ ὀρνιθίου τοῦ σφαγέντος ἐφ᾿ ὕδατι ζῶντι· | 6 Θα λάβη κατόπιν το ζωντανόν πτηνόν, το κέδρινον ξύλον, την ερυθράν κλωστήν και τον ύσσωπον, θα βυθίση αυτά και το ζων πτηνόν στο αίμα του σφαγέντος πτηνού επάνω από το πηγαίον ύδωρ. | 6 Θὰ πάρῃ δὲ τὸ ζωντανὸ πουλὶ καὶ τὸ κέδρινο ξύλο καὶ τὸ κόκκινο κλωσμένον ὕφασμα καὶ τὸ κλαδὶ τοῦ ὑσσώπου καὶ θὰ τὰ βουτήσῃ μαζὶ μὲ τὸ ζωντανὸ πουλὶ εἰς τὸ αἷμα, ποὺ ἐχύθη ἀπὸ τὸ πουλὶ ποὺ ἐσφάγη ἐπάνω ἀπὸ τὸ πηγαῖο νερό. |
7 καὶ περιρρανεῖ ἐπὶ τὸν καθαρισθέντα ἀπὸ τῆς λέπρας ἑπτάκις, καὶ καθαρὸς ἔσται· καὶ ἐξαποστελεῖ τὸ ὀρνίθιον τὸ ζῶν εἰς τὸ πεδίον. | 7 Με αυτό θα ραντίση τον θεραπευθέντα λεπρόν επτά φοράς και αυτός θα είναι τότε καθαρός. Ο ιερεύς θα αφήση κατόπιν ελεύθερον το ζωντανόν πτηνόν να πετάξη εις την πεδιάδα. | 7 Θὰ ραντίσῃ κατόπιν ἑπτὰ φορὲς ἐπάνω εἰς αὐτόν, ποὺ ἐθεραπεύθη ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ θὰ εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς καθαρός. Καὶ θὰ ἀφήσῃ κατόπιν ἐλεύθερο τὸ ζωντανὸ πουλὶ νὰ πετάξη εἰς τὴν πεδιάδα. |
8 καὶ πλυνεῖ ὁ καθαρισθεὶς τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ξυρηθήσεται αὐτοῦ πᾶσαν τὴν τρίχα, καὶ λούσεται ἐν ὕδατι, καὶ καθαρὸς ἔσται, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσεται εἰς τὴν παρεμβολήν, καὶ διατρίψει ἔξω τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἑπτὰ ἡμέρας. | 8 Ο θεραπευθείς λεπρός θα πλύνη τα ενδύματά του, θα ξυρίση όλας τας τρίχας του σώματός του, θα λουσθή στο νερό και θα είναι πλέον καθαρός από την λέπραν. Κατόπιν θα εισέλθη εις την κατασκήνωσιν, αλλά επί επτά ημέρας θα ζη έξω από το σπίτι του. | 8 Ὁ δὲ ἄνθρωπος ποὺ ἐκαθαρίσθη, θὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ ξυρίσῃ ὅλας τὰς τρίχας τοῦ σώματός του καὶ θὰ λουσθῇ μὲ νερὸ καὶ θὰ εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς καθαρός. Καὶ κατόπιν αὐτῶν θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν κατοικημένην περιοχήν, ἀλλὰ θὰ παραμείνῃ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. |
9 καὶ ἔσται τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ, ξυρηθήσεται πᾶσαν τὴν τρίχα αὐτοῦ, τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ τὸν πώγωνα καὶ τὰς ὀφρῦς καὶ πᾶσαν τὴν τρίχα αὐτοῦ ξυρηθήσεται· καὶ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια, καὶ λούσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ὕδατι, καὶ καθαρὸς ἔσται. | 9 Κατά την εβδόμην ημέραν θα ξυρίση και πάλιν ο θεραπευθείς όλας τας τρίχας του σώματός του, την κεφαλήν, τον πώγωνά του, τα φρύδια του και κάθε τρίχα που υπάρχει στο σώμα του, θα πλύνη τα ενδύματά του, θα λούση το σώμα του με νερό και θα είναι πλέον καθαρός ενώπιον όλων με το δικαίωμα της ελευθέρας πλέον επικοινωνίας. | 9 Κατὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν θὰ ξυρίση ὅλας τὰς τρίχας του. Θὰ ξυρίσῃ δηλαδὴ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του, τὰ γένεια του καὶ τὰ φρύδια, καὶ ὅλας γενικῶς τὰς τρίχας τοῦ σώματός του. Θὰ πλύνῃ καὶ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ λούσῃ τὸ σῶμα του μὲ νερὸ καὶ θὰ εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς καθαρός. |
10 καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ λήψεται δύο ἀμνοὺς ἀμώμους ἐνιαυσίους καὶ πρόβατον ἄμωμον ἐνιαύσιον καὶ τρία δέκατα σεμιδάλεως εἰς θυσίαν περυραμένης ἐν ἐλαίῳ καὶ κοτύλην ἐλαίου μίαν. | 10 Κατά την ογδόην ημέραν θα πάρη ο θεραπευθείς δύο αμνούς ενός έτους χωρίς κανένα σωματικόν ελάττωμα, ένα πρόβατον ενός έτους, αρτιμελές και τρία δέκατα (εξ περίπου κιλά) σημιγδάλι ζυμωμένο με λάδι δι' αναίμακτον θυσίαν και μίαν κοτύλην (διακόσια ογδόντα περίπου γραμ.) λάδι. | 10 Κατὰ δὲ τὴν ὀγδόην ἡμέραν θὰ πάρῃ δύο ἀρνιά, χωρὶς κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα, ἡλικίας ἐνὸς ἔτους, καὶ ἕνα πρόβατον (θηλυκὸν) ἑνὸς ἔτους, χωρὶς κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα, καὶ δώδεκα περίπου κιλὰ σιμιγδάλι ζυμωμένο μὲ λάδι δι’ ἀναίμακτον θυσίαν καὶ πεντακόσια περίπου γραμμάρια ἐλαιολάδου. |
11 καὶ στήσει ὁ ἱερεὺς ὁ καθαρίζων τὸν ἄνθρωπον τὸν καθαριζόμενον καὶ ταῦτα ἔναντι Κυρίου, ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. | 11 Ο ιερεύς, ο οποίος θα επιτελέση τον νομικόν καθαρισμόν, θα θέση τον άνθρωπον αυτόν και αυτάς τας προσφοράς απέναντι του Κυρίου εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου. | 11 Ὁ δὲ ἱερεύς, ποὺ τελεῖ τὴν τελετὴν τοῦ καθαρισμοῦ θὰ φέρῃ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν, καθὼς καὶ τὰ ζῶα καὶ τὰ εἴδη καὶ θὰ τὰ στήσῃ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἐμπρὸς εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. |
12 καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς τὸν ἀμνὸν τὸν ἕνα, καὶ προσάξει αὐτὸν τῆς πλημμελείας, καὶ τὴν κοτύλην τοῦ ἐλαίου, καὶ ἀφοριεῖ αὐτὰ ἀφόρισμα ἔναντι Κυρίου· | 12 Θα λάβη τον ένα αμνόν, τον οποίον θα θυσιάση εις εξάλειψιν αμαρτίας και την κοτύλην του ελαίου. Θα προσφέρη δε αυτά ως θυσίαν αναφερομένην στον Κυριον. | 12 Καὶ θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς τὸ ἕνα ἀρνὶ καὶ θὰ τὸ προσφέρει ὡς θυσίαν δι’ ἐπανόρθωσιν πλημμελήματος, καθὼς καὶ τὰ πεντακόσια γραμμάρια τοῦ ἐλαιολάδου. Θὰ τὰ προσφέρῃ δὲ συμφώνως πρὸς τὸ εἰδικὸν τυπικὸν ὡς ἰδιαιτέραν προσφορὰν ἐνώπιον Κυρίου. |
13 καὶ σφάξουσι τὸν ἀμνὸν ἐν τόπῳ, οὗ σφάζουσι τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰ περὶ ἁμαρτίας, ἐν τόπῳ ἁγίῳ· ἔστι γὰρ τὸ περὶ ἁμαρτίας, ὥσπερ τὸ τῆς πλημμελείας ἐστὶ τῷ ἱερεῖ, ἅγια ἁγίων ἐστί. | 13 Θα σφάξουν τον αμνόν στον τόπον, όπου σφάζονται τα προς ολοκαύτωσιν και τα περί αμαρτίας ζώα, εις τόπον δηλαδή άγιον. Τα υπολειφθέντα από την υπέρ αμαρτίας θυσίαν, όπως και τα υπολειφθέντα από την θυσίαν περί βαρυτέρας ενοχής, θα ανήκουν στον ιερέα· είναι αγιώτατα. | 13 Θὰ σφάξουν κατόπιν τὸ ἀρνὶ εἰς τὸν ὡρισμένον τόπον, ὅπου σφάζουν τὰ ζῶα ποὺ προσφέρονται ὡς θυσίαι ὁλοκαυτώσεως καὶ θυσίαι δι’ ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας, εἰς τόπον ἅγιον καὶ ἱερόν. Τὰ ὑπόλοιπα βεβαίως τῶν θυσιῶν, ποὺ προσφέρονται δι' ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας, ὅπως καὶ δι’ ἐπανόρθωσιν πλημμελήματος, ἀνήκουν εἰς τὸν ἱερέα. Εἶναι ἁγιώτατα. |
14 καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ τῆς πλημμελείας, καὶ ἐπιθήσει ὁ ἱερεὺς ἐπὶ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτὸς τοῦ καθαριζομένου τοῦ δεξιοῦ, καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ ποδὸς τοῦ δεξιοῦ. | 14 Θα πάρη ο ιερεύς από το αίμα της θυσίας περί πλημμελείας και θα θέση στο κάτω άκρον του δεξιού ωτός του καθοριζομένου, εις τυ άκρον της δεξιάς χειρός του και στο άκρον του δεξιού ποδός του. | 14 Θὰ πάρῃ ἐπίσης ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς θυσίας, ποὺ προσφέρεται διὰ πλημμέλημα, καὶ θὰ βάλῃ εἰς τὴν κάτω ἄκρην τοῦ δεξιοῦ αὐτιοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ του. |
15 καὶ λαβὼν ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τῆς κοτύλης τοῦ ἐλαίου ἐπιχεεῖ ἐπὶ τὴν χεῖρα τοῦ ἱερέως τὴν ἀριστερὰν | 15 Λαβών δε από το έλαιον της κοτύλης θα θέση εις την χούφταν της αριστεράς χειρός του, | 15 Καὶ ἀφοῦ πάρῃ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὰ πεντακόσια γραμμάρια τοῦ ἐλαιολάδου, θὰ χύσῃ εἰς τὴν χούφταν τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ του |
16 καὶ βάψει τὸν δάκτυλον τὸν δεξιὸν ἀπὸ τοῦ ἐλαίου τοῦ ὄντος ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτοῦ τῆς ἀριστερᾶς καὶ ρανεῖ τῷ δακτύλῳ ἑπτάκις ἔναντι Κυρίου· | 16 θα βουτήξη τον δεξιόν δάκτυλόν του στο έλαιον που ευρίσκεται εις την αριστεράν του χείρα και θα ραντίση δια του δακτύλου του επτά φοράς ενώπιον του Κυρίου. | 16 καὶ θὰ βουτήσῃ τὸ δεξιόν του δάκτυλον εἰς τὸ λάδι, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ ἀριστερόν του χέρι, καὶ θὰ ραντίσῃ μὲ τὸ δάκτυλόν του ἑπτὰ φορὲς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου. |
17 τὸ δὲ καταλειφθὲν ἔλαιον τὸ ὂν ἐν τῇ χειρὶ ἐπιθήσει ὁ ἱερεὺς ἐπὶ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτὸς τοῦ καθαριζομένου τοῦ δεξιοῦ καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ ποδὸς τοῦ δεξιοῦ. ἐπὶ τὸν τόπον τοῦ αἵματος τοῦ τῆς πλημμελείας· | 17 Από δε το υπολειφθέν έλαιον εις την αριστεράν του χείρα θα θέση ο ιερεύς στο κάτω μέρος του δεξιού ωτός του καθοριζομένου, στο άκρον της δεξιάς χειρός του, στο άκρον του δεξιού ποδός του, στον τόπον όπου τίθεται το αίμα της θυσίας περί πλημμελείας. | 17 Τὸ δὲ ὑπόλοιπον λάδι, ποὺ θὰ μείνῃ εἰς τὸ χέρι του, θὰ τὸ βάλῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τὴν κάτω ἄκρην τοῦ δεξιοῦ αὐτιοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ του, ἐκεῖ ὅπου βάζουν καὶ τὸ αἷμα τῆς θυσίας, ποὺ προσφέρεται διὰ πλημμέλημα. |
18 τὸ δὲ καταλειφθὲν ἔλαιον τὸ ἐπὶ τῆς χειρὸς τοῦ ἱερέως ἐπιθήσει ὁ ἱερεὺς ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ καθαρισθέντος, καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς ἔναντι Κυρίου. | 18 Το στο χέρι του υπόλοιπον έλαιον θα θέση ο ιερεύς εις την κεφαλήν του καθοριζομένου λεπρού και έτσι θα τον εξιλεώση ενώπιον του Κυρίου. | 18 Ὅ,τι δὲ ἀπομείνῃ ἀκόμη ἀπὸ τὸ λάδι, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ χέρι τοῦ ἱερέως, θὰ τὸ βάλῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τὸ κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐκαθαρίσθη ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ ἔτσι θὰ τὸν ἐξιλεώσῃ ὁ ἱερεὺς ἐνώπιόν τοῦ Κυρίου. |
19 καὶ ποιήσει ὁ ἱερεὺς τὸ περὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐξιλάσεται ὁ ἱερεὺς περὶ τοῦ καθαριζομένου ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ· καὶ μετά τοῦτο σφάξει ὁ ἱερεὺς τὸ ὁλοκαύτωμα. | 19 Θα προσφέρη ο ιερεύς την θυοίαν περί αμαρτίας και θα εξιλεώση τας αμαρτίας του καθοριζομένου· κατόπιν δε θα σφάξη ο ιερεύς το ζώον, το προοριζόμενον δι' ολοκαύτωσιν. | 19 Θὰ προσφέρῃ κατόπιν ὁ ἱερεὺς καὶ τὴν θυσίαν δι’ ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας καὶ θὰ κάνῃ ὁ ἱερεὺς ὅ,τι εἶναι ὡρισμένον, διὰ νὰ ἐξιλεωθῇ διὰ τὴν ἁμαρτίαν του ὁ ἄνθρωπος, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν. Καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ σφάξῃ ὁ ἱερεὺς τὸ ζῶον, ποὺ προσφέρεται ὡς θυσία ὁλοκαυτώσεως. |
20 καὶ ἀνοίσει ὁ ἱερεὺς τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ τὴν θυσίαν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἔναντι Κυρίου· καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεύς, καὶ καθαρισθήσεται. | 20 Θα προσφέρη το ολοκαύτωμα και την θυσίαν επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων ενώπιον του Κυρίου. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα εξιλεώση αυτόν από την αμαρτίαν του και έτσι θα καθαρισθή ούτος σύμφωνα με την νομικήν διάταξιν. | 20 Καὶ θὰ προσφέρῃ ὁ ἱερεὺς τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν ἐπανῶ εἰς τὸ θυσιαστήριον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ κάνῃ ἐξιλασμὸν ὑπὲρ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς καὶ θὰ εἶναι πλέον καθαρὸς ἔναντι τοῦ Νόμου. |
21 ᾿Εὰν δὲ πένηται καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ μὴ εὑρίσκῃ, λήψεται ἀμνὸν ἕνα εἰς ὃ ἐπλημμέλησεν εἰς ἀφαίρεμα, ὥστε ἐξιλάσασθαι περὶ αὐτοῦ, καὶ δέκατον σεμιδάλεως πεφυραμένης ἐν ἐλαίῳ εἰς θυσίαν, καὶ κοτύλην ἐλαίου μίαν, | 21 Εαν όμως είναι πτωχός και δεν έχη την οικονομικήν δυνατότητα να προσφέρη όλα αυτά, θα πάρη ένα μόνον αμνόν, τον οποίον θα θυσιάση κατά τον καθοριζόμενον τρόπον ως θυσίαν πλημμελείας, ώστε να εξιλεωθή η αμαρτία του. Επίσης θα προσφέρη σημιγδάλι τέσσερα περίπου χιλιόγραμμα ζυμωμένο με λάδι και διακόσια ογδοήκοντα περίπου γραμ. έλαιον. | 21 Ἐὰν ὅμως εἶναι πτωχὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ δὲν ἠμπορῇ νὰ ἀπλώσῃ τὸ χέρι του διὰ μεγάλα ἔξοδα, θὰ πάρῃ ἕνα ἀρνί, διὰ νὰ προσφερθῇ ὡς εἰδικὴ προσφορὰ εἰς τὸν Κύριον διὰ τὸ πλημμέλημα, ὥστε νὰ ἐξιλεωθῇ διὰ τὴν ἁμαρτίαν του. Θὰ πάρῃ καὶ τέσσερα περίπου κιλὰ σιμιγδάλι ζυμωμένο μὲ λάδι δι’ ἀναίμακτον θυσίαν καὶ πεντακόσια περίπου γραμμάρια ἐλαιολάδου, |
22 καὶ δύο τρυγόνας, ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν, ὅσα εὗρεν ἡ χεὶρ αὐτοῦ, καὶ ἔσται ἡ μία περὶ ἁμαρτίας καὶ ἡ μία εἰς ὁλοκαύτωμα· | 22 Θα προσφέρη μαζή με αυτά και δύο τρυγόνας η δύο νεοσσούς περιστερών, αυτά που αντέχει οικονομικώς. Το ένα θα το προσφέρη περί αμαρτίας και το άλλο προς ολοκαύτωσιν. | 22 καὶ δύο τρυγόνια ἢ δύο νεογέννητα περιστέρια ἀναλόγως πρὸς τὴν οἰκονομικήν του δυνατότητα. Τὸ ἕνα πουλὶ θὰ εἶναι διὰ τὴν θυσίαν δι’ ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας, τὸ δὲ ἄλλο διὰ θυσίαν ὁλοκαυτώσεως. |
23 καὶ προσοίσει αὐτὰ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ εἰς τὸ καθαρίσαι αὐτὸν πρὸς τὸν ἱερέα, ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἔναντι Κυρίου. | 23 Θα προσφέρη αυτά στον ιερέα κατά την ογδόην ημέραν, δια να καθαρισθή εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου, απέναντι του Κυρίου. | 23 Θὰ τὰ προοφέρῃ δὲ διὰ τὸν καθαρισμόν του κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τὸν Μαρτυρίου, ἐνώπιον Κυρίου. |
24 καὶ λαβὼν ὁ ἱερεύς τὸν ἀμνὸν τῆς πλημμελείας καὶ τὴν κοτύλην τοῦ ἐλαίου, ἐπιθήσει αὐτὰ ἐπίθεμα ἔναντι Κυρίου. | 24 Ο ιερεύς θα πάρη τον αμνόν περί της πλημμελείας και την κοτύλην του ελαίου και θα τα προσφέρη κατά ειδικόν τρόπον, που λέγεται “επίθεμα ενώπιον του Κυρίου”. | 24 Καὶ θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς τὸ ἀρνί, ποὺ προσφέρεται ὡς θυσία δι' ἐπανόρθωσιν πλημμελήματος, καὶ τὰ πεντακόσια γραμμάρια τοῦ ἐλαιολάδου καὶ θὰ τὰ προσφέρῃ, μὲ τὸν ὡρισμένον τρόπον καὶ τὰς ἰδιαιτέρας κινήσεις τῆς θυσίας αὐτῆς, ἐνώπιον Κυρίου. |
25 καὶ σφάξει τὸν ἀμνὸν τὸν τῆς πλημμελείας, καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ τῆς πλημμελείας καὶ ἐπιθήσει ἐπὶ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτὸς τοῦ καθαριζομένου τοῦ δεξιοῦ καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ ποδὸς τοῦ δεξιοῦ. | 25 Θα σφάξη τον αμνόν της πλημμελείας ο ιερεύς, θα πάρη από το αίμα του σφαγέντος ζώου και θα θέση στο δεξιόν κάτω άκρον του ωτός του καθαριζομένου, στο άκρον της δεξιάς χειρός του, και στο άκρον του δεξιού του ποδός. | 25 Θὰ σφάξῃ κατόπιν τὸ ἀρνί, ποὺ προσφέρεται ὡς θυσία διὰ πλημμέλημα, καὶ θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς θυσίας διὰ πλημμέλημα καὶ θὰ βάλῃ εἰς τὴν κάτω ἄκρην τοῦ δεξιοῦ αὐτιοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ του. |
26 καὶ ἀπὸ τοῦ ἐλαίου ἐπιχεεῖ ὁ ἱερεὺς ἐπὶ τὴν χεῖρα τοῦ ἱερέως τὴν ἀριστεράν, | 26 Από το έλαιον θα χύση ο ιερεύς εις την χούφταν του αριστερού χεριού του, | 26 Θὰ χύσῃ ἔπειτα ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸ λάδι εἰς τὴν χούφταν τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ του, |
27 καὶ ρανεῖ ὁ ἱερεὺς τῷ δακτύλῳ τῷ δεξιῷ ἀπὸ τοῦ ἐλαίου τοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τῇ ἀριστερᾷ ἑπτάκις ἔναντι Κυρίου· | 27 θα ραντίση με το δάκτυλόν του το δεξιόν από το έλαιον τούτο επτά φοράς ενώπιον του Κυρίου, | 27 καὶ θὰ ραντίσῃ ὁ ἱερεὺς μὲ τὸ δεξιόν του δάκτυλον ἀπὸ τὸ λάδι, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ ἀριστερόν του χέρι, ἑπτὰ φορὲς ἐνώπιον Κυρίου. |
28 καὶ ἐπιθήσει ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ ἐλαίου τοῦ ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἐπὶ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτὸς τοῦ καθαριζομένου τοῦ δεξιοῦ καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς χειρὸς αὐτοῦ τῆς δεξιᾶς καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ ποδὸς αὐτοῦ τοῦ δεξιοῦ, ἐπὶ τὸν τόπον τοῦ αἵματος τοῦ τῆς πλημμελείας· | 28 θα θέση από το έλαιον αυτό, που υπάρχει στο χέρι του, στο κάτω άκρον του δεξιού αυτιού του καθαριζομένου, στο άκρον της δεξιάς χειρός του, στο άκρον του δεξιού ποδός του, στον τόπον όπου τίθεται και το αίμα της περί πλημμελείας θυσίας. | 28 Καὶ θὰ βάλῃ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸ λάδι, ποὺ εἶναι εἰς τὴν χούφταν του, εἰς τὴν κάτω ἄκρην τοῦ δεξιοῦ αὐτιοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ του, ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου ἐτέθη τὸ αἷμα τοῦ ζώου, ποὺ προσεφέρθη διὰ πλημμέλημα. |
29 τὸ δὲ καταλειφθὲν ἀπὸ τοῦ ἐλαίου τὸ ὂν ἐπὶ τῆς χειρὸς τοῦ ἱερέως ἐπιθήσει ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ καθαρισθέντος, καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς ἔναντι Κυρίου. | 29 Το δε υπόλοιπον έλαιον, που έχει ο ιερεύς στο χέρι του, θα το θέση εις την κεφαλήν του καθορισθέντος και θα εξιλεώση αυτόν ενώπιον του Κυρίου. | 29 Τὸ δὲ ὑπόλοιπον ἀπὸ τὸ λάδι, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν χούφταν του, θὰ τὸ βάλῃ ὁ ἱερεὺς ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐκαθαρίσθη ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ ἔτσι θὰ τὸν ἐξιλεώσῃ ὁ ἱερεὺς ἐνώπιον Κυρίου. |
30 καὶ ποιήσει μίαν ἀπὸ τῶν τρυγόνων ἢ ἀπὸ τῶν νεοσσῶν τῶν περιστερῶν, καθότι εὗρεν αὐτοῦ ἡ χείρ, | 30 Θα προσφέρη ο τέως λεπρός, εάν είναι πτωχός, μίαν από τας τρυγόνας, η από τους νεοσσούς των περιστερών, κατά την οικονομικήν του δυνατότητα· | 30 Θὰ κάνῃ καὶ μίαν προσφορὰν ἀπὸ τὰ τρυγόνια ἢ ἀπὸ τὰ νεογέννητα περιστέρια, ἀναλόγως τῆς οἰκονομικῆς του δυνατότητος. |
31 τὴν μίαν περὶ ἁμαρτίας καὶ τὴν μίαν εἰς ὁλοκαύτωμα σὺν τῇ θυσίᾳ, καὶ ἐξιλάσεται ὁ ἱερεὺς περὶ τοῦ καθαριζομένου ἔναντι Κυρίου. | 31 την μεν μίαν περί αμαρτίας, και την άλλην δι' ολοκαύτωμα μαζή με την αναίμακτον θυσίαν. Ετσι δε ο ιερεύς θα εξιλεώση ενώπιον του Κυρίου τον καθαριζόμενον τέως λεπρόν. | 31 Θὰ προσφέρῃ τὸ ἕνα ὡς θυσίαν δι' ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας καὶ τὸ ἄλλο ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώματος. Θὰ τὰ προσφέρῃ δὲ μαζὶ μὲ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν καὶ ἔτσι θὰ τὸν ἐξιλεώσῃ ὁ ἱερεὺς ἐνώπιον Κυρίου. |
32 οὗτος ὁ νόμος, ἐν ᾧ ἐστιν ἡ ἁφὴ τῆς λέπρας, καὶ τοῦ μὴ εὑρίσκοντος τῇ χειρὶ εἰς τὸν καθαρισμὸν αὐτοῦ. | 32 Αυτή είναι η νομική διάταξις δια τον καθαρισμόν του λεπρού, ο οποίος δεν έχει οικονομικάς δυνατότητας”. | 32 Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀφορᾷ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἐπληγώθη ἀπὸ λέπραν καὶ δεν ἔχει μεγάλην οἰκονομικὴν ἄνεσιν, διὰ να κάνῃ ὅσα πρέπει διὰ τὸν καθαρισμόν του». |
33 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· | 33 Ελάλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών λέγων· | 33 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσὴν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς εἶπε: |
34 ὡς ἂν εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων, ἣν ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν ἐν κτήσει, καὶ δώσω ἁφὴν λέπρας ἐν ταῖς οἰκίαις τῆς γῆς τῆς ἐγκτήτου ὑμῖν, | 34 “όταν εισέλθετε εις την χώραν των Χαναναίων, την οποίαν εγώ θα σας δώσω ως ιδικήν σας, και παραχωρήσω να εμφανισθή λέπρα εις τας οικίας της χώρας, που θα κατακτήσετε, | 34 (Ὅταν θὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν τῶν Χαναναίων, ποὺ σᾶς τὴν δίδω ἐγὼ ὡς ἰδιοκτησίαν σας, καὶ συμβῇ νὰ στείλω πληγὴν λέπρας εἰς τὰ σπίτια τῆς χώρας, ποὺ θὰ κατακτήσετε, |
35 καὶ ἥξει τινὸς αὐτοῦ ἡ οἰκία, καὶ ἀναγγελεῖ τῷ ἱερεῖ λέγων· ὥσπερ ἁφὴ ἑώραταί μοι ἐν τῇ οἰκίᾳ. | 35 εκείνος του οποίου η οικία θα έχη προσβληθή από λέπραν θα έλθη στον ιερέα και θα το αναγγείλη λέγων· “κάτι σαν πληγή λέπρας έχει φανή εις την οικίαν μου”. | 35 θὰ ἔλθῃ αὐτός, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει τὸ σπίτι ποὺ προσεβλήθη ἀπὸ λέπραν, καὶ θὰ τὸ ἀνακοινώσῃ εἰς τὸν ἱερέα καὶ θὰ τοῦ εἰπῇ: «Εἰς τὸ σπίτι μου παρετήρησα κάτι σὰν τὰ συμπτώματα τῆς λέπρας». |
36 καὶ προστάξει ὁ ἱερεὺς ἀποσκευάσαι τὴν οἰκίαν, πρὸ τοῦ εἰσελθόντα τὸν ἱερέα ἰδεῖν τὴν ἁφήν, καὶ οὐ μὴ ἀκάθαρτα γένηται ὅσα ἂν ᾖ ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσεται ὁ ἱερεὺς καταμαθεῖν τὴν οἰκίαν. | 36 Θα διατάξη ο ιερεύς να εκκενωθή η οικία από όλα τα σκεύη και έπιπλα, πριν εισέλθη αυτός (ο ιερεύς) και ίδη την προσβολήν της λέπρας· έτσι δε εάν η οικία είναι ακάθαρτος δεν θα θεωρηθούν ακάθαρτα και όσα πράγματα θα ευρίσκωνται εις αυτήν. Αφού αδειάση η οικία, θα εισέλθη ο ιερεύς, δια να την εξετάση. | 36 Θὰ διατάξῃ τότε ὁ ἱερεὺς νὰ ἀδειάσῃ τὸ σπίτι ἀπὸ ὅλα τὰ σκεύη του, πρὶν νὰ ἐμβῇ εἰς αὐτὸ ὁ ἱερεύς, διὰ νὰ ἰδῇ τὴν προσβολήν, διὰ νὰ μὴ θεωρηθοῦν ἀκάθαρτα καὶ τὰ σκεύη, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὸ σπίτι, εἰς περίπτωσιν ποὺ θὰ κριθῇ αὐτὸ ἀκάθαρτον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀδειάσῃ τὸ σπίτι, θὰ εἰσέλθῃ ὁ ἱερεύς, διὰ νὰ τὸ ἐρευνήσῃ μὲ προσοχήν. |
37 καὶ ὄψεται τὴν ἁφήν, καὶ ἰδοὺ ἡ ἁφὴ ἐν τοῖς τοίχοις τῆς οἰκίας, κοιλάδας χλωριζούσας, ἢ πυρριζούσας, καὶ ἡ ὄψις αὐτῶν ταπεινοτέρα τῶν τοίχων, | 37 Θα ίδη τα συμπτώματα στους τοίχους της οικίας και εάν κατά τόπους αυτά είναι πρασινοκίτρινα η ερυθρωπά και η επιφάνεια αυτών χαμηλοτέρα από την άλλην επιφάνειαν των τοίχων, | 37 Καὶ θὰ ἐξετάσῃ τὴν προσβολὴν καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι ἡ πληγὴ εἰς τοὺς τοίχους τῆς οἰκίας ἔχει σχηματίσει βαθουλώματα πρασινοκίτρινα ἢ ξανθοκόκκινα καὶ ἢ ἐπιφάνειά των ἔχει ὑποχωρήσει ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἄλλους τοίχους, |
38 καὶ ἐξελθὼν ὁ ἱερεὺς ἐκ τῆς οἰκίας ἐπὶ τὴν θύραν τῆς οἰκίας, καὶ ἀφοριεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν οἰκίαν ἑπτὰ ἡμέρας. | 38 θα εξέλθη ο ιερεύς από την οικίαν αυτήν, θα κλείση την θύραν της και θα απομονώση αυτήν επί επτά ημέρας. | 38 τότε, ἀφοῦ βγῇ ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ ἱερεύς, θὰ σταθῇ εἰς τὴν εἴσοδόν του καὶ θὰ σφραγίσῃ καὶ θὰ ἀπομονώσῃ τὸ σπίτι ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. |
39 καὶ ἐπανήξει ὁ ἱερεὺς τῇ ἑβδόμῃ καὶ ὄψεται τὴν οἰκίαν, καὶ ἰδοὺ διεχύθη ἡ ἁφὴ ἐν τοῖς τοίχοις τῆς οἰκίας, | 39 Θα επανέλθη κατά την εβδόμην ημέραν, θα εξετάση πάλιν την οικίαν και εάν ίδη ότι η προσβολή έχει απλωθή και εις άλλα μέρη των τοίχων, | 39 Θὰ ἐπανέλθῃ δὲ ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν καὶ θὰ ἐξετάσῃ τὸ σπίτι, καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι διεδόθη ἡ προσβολὴ εἰς τοὺς τοίχους του, |
40 καὶ προστάξει ὁ ἱερεύς, καὶ ἐξελοῦσι τοὺς λίθους, ἐν οἷς ἐστιν ἡ ἁφή, καὶ ἐκβαλοῦσιν αὐτοὺς ἔξω τῆς πόλεως εἰς τόπον ἀκάθαρτον. | 40 θα διατάξη ο ιερεύς να αποσπάσουν τους λίθους, όπου έχει παρουσιασθή η προσβολή, και να τους βγάλουν έξω από την πόλιν εις τόπον ακάθαρτον. | 40 θὰ διατάξῃ ὁ ἱερεὺς καὶ θὰ βγάλουν τοὺς λίθους, εἰς τοὺς ὁποίους παρετηρήθη ἢ προσβολή, καὶ θὰ τοὺς πετάξουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, εἰς τόπον ἀκάθαρτον. |
41 καὶ τὴν οἰκίαν ἀποξύσουσιν ἔσωθεν κύκλῳ καὶ ἐκχεοῦσι τὸν χοῦν τὸν ἀπεξυσμένον ἔξω τῆς πόλεως εἰς τόπον ἀκάθαρτον. | 41 Θα ξύσουν την οικίαν εσωτερικώς ολόγυρα από το προσβληθέν μέρος, και το αποξεσθέν χώμα θα το πετάξουν έξω από την πόλιν εις τόπον ακάθαρτον. | 41 Θὰ ξύσουν κατόπιν ὁλόγυρα τὸ σπίτι ἀπὸ μέσα καὶ θὰ χύσουν τὸ χῶμα, ποὺ θὰ πέσῃ μετὰ τὴν ἀπόξεσιν, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν εἰς τόπον ἀκάθαρτον. |
42 καὶ λήψονται λίθους ἀπεξυσμένους ἑτέρους, καὶ ἀντιθήσουσιν ἀντὶ τῶν λίθων καὶ χοῦν ἕτερον λήψονται καὶ ἐξαλείψουσι τὴν οἰκίαν. | 42 Θα πάρουν έπειτα άλλους λίθους ξυσμένους, καθαρούς και θα τους θέσουν εις αντικατάστασιν των αφαιρεθέντων λίθων, θα πάρουν επίσης άλλο χώμα και θα κάμουν πηλόν, δια να αλείψουν εκ νέου την οικίαν. | 42 Θὰ πάρουν ἔπειτα ἄλλους λίθους πελεκημένους καὶ ξυσμένους καὶ θὰ τοὺς τοποθετήσουν εἰς τὴν θέσιν, ποὺ ἦσαν οἱ προηγούμενοι λίθοι. Θὰ πάρουν δὲ καὶ ἄλλο χῶμα καὶ θὰ σοβατίσουν τὸ σπίτι καὶ πάλιν. |
43 ἐὰν δὲ ἐπέλθῃ πάλιν ἁφὴ καὶ ἀνατείλῃ ἐν τῇ οἰκίᾳ μετὰ τὸ ἐξελεῖν τοὺς λίθους καὶ μετά τὸ ἀποξυσθῆναι τὴν οἰκίαν καὶ μετὰ τὸ ἐξαλειφθῆναι, | 43 Εάν όμως παρουσιασθή πάλιν προσβολή της λέπρας και αναφανή εις την οικίαν μετά την αφαίρεσιν του λίθου και την απόξεσιν της οικίας και μετά την επάλειψιν αυτής, | 43 Ἐὰν ὅμως μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν λίθων καὶ μετὰ τὴν ἀπόξεσιν τῶν τοίχων τῆς οἰκίας καὶ μετὰ τὸ νέον σοβάτισμα τῶν παρουσιασθῇ καὶ πάλιν πληγῇ λέπρας εἰς τὸ σπίτι καὶ εἶναι ἔκδηλος, |
44 καὶ εἰσελεύσεται ὁ ἱερεὺς καὶ ὄψεται· εἰ διακέχυται ἡ ἁφὴ ἐν τῇ οἰκίᾳ, λέπρα ἔμμονός ἐστιν ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἀκάθαρτός ἐστι. | 44 θα εισέλθη ο ιερεύς και θα εξετάση πάλιν την οικίαν εάν η προσβολή διεδόθη εις την οικίαν, τότε η λέπρα είναι μόνιμος εις την οικίαν και αυτή είναι ακάθαρτος. | 44 θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὸ ὁ ἱερεὺς καὶ θὰ ἐξετάσῃ, καὶ ἐὰν ἔχῃ διαδοθῇ ἡ προσβολὴ τῆς λέπρας εἰς ὅλον τὸ σπίτι, πρόκειται διὰ λέπραν ἐπίμονον ποὺ ἔπληξε τὸ σπίτι, τὸ ὁποῖον ἐξ αἰτίας της εἶναι πλέον ἀκάθαρτον. |
45 καὶ καθελοῦσι τὴν οἰκίαν καὶ τὰ ξύλα αὐτῆς καὶ τοὺς λίθους αὐτῆς καὶ πάντα τὸν χοῦν ἐξοίσουσιν ἔξω τῆς πόλεως εἰς τόπον ἀκάθαρτον. | 45 Θα κρημνίσουν την οικίαν και τα ξύλα της και τους λίθους της και όλον το χώμα της και θα μεταφέρουν αυτά έξω από την πόλιν εις τόπον ακάθαρτον. | 45 Εἰς αὐτὴν τὴν περίπτωσιν πρέπει νὰ κρημνίσουν τὸ σπίτι καὶ νὰ βγάλουν τὰ ξύλα του καὶ τοὺς λίθους του καὶ ὅλα τὰ χώματά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, εἰς τόπον ἀκάθαρτον. |
46 καὶ ὁ εἰσπορευόμενος εἰς τὴν οἰκίαν πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἀφωρισμένη ἐστίν, ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 46 Εκείνος δέ που θα εισέλθη εις την οικίαν κατά τας ημέρας, κατά τας οποίας αυτή είναι απομονωμένη, θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 46 Καθένας δὲ ποὺ εἰσέρχεται εἰς τὸ σπίτι ὅλας τὰς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ ἔχῃ ἀπομονωθῇ ἀπὸ τὸν ἱερέα, θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
47 καὶ ὁ κοιμώμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας· καὶ ὁ ἔσθων ἐν τῇ οἰκίᾳ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 47 Εκείνος που θα κοιμηθή εις αυτήν την οικίαν, θα πλύνη τα ενδύματά του και θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. Εκείνος επίσης που θα φάγη εις την οικίαν αυτήν, θα πλύνη τα ενδύματά του και θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 47 Αὐτὸς δὲ ποὺ κοιμᾶται εἰς τὸ σπίτι αὐτό, πρέπει νὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἡμέρας ἐκείνης. Ὁ δὲ ἄνθρωπος ποὺ τρώγει εἰς ἐκεῖνο τὸ σπίτι, πρέπει νὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
48 ἐὰν δὲ παραγενόμενος εἰσέλθῃ ὁ ἱερεὺς καὶ ἴδῃ, καὶ ἰδοὺ διαχύσει οὐ διαχεῖται ἡ ἁφὴ ἐν τῇ οἰκίᾳ μετὰ τὸ ἐξαλειφθῆναι τὴν οἰκίαν, καὶ καθαριεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν οἰκίαν, ὅτι ἰάθη ἡ ἁφή. | 48 Εάν δε εισέλθη ο ιερεύς εις την οικίαν και ίδη ότι δεν έχει διαδοθή η προσβολή εις αυτήν μετά την μερικήν κάθαρσιν που είχε γίνει, θα κηρύξη αυτήν ο ιερεύς καθαράν, διότι η προσβολή έχει πλέον θεραπευθή. | 48 Ἐὰν ὅμως ἔλθῃ ὁ ἱερεὺς καὶ εἰσέλθῃ εἰς τὸ σπίτι καὶ ἐξετάσῃ καὶ διαπιστώσῃ ὅτι δὲν διεδόθη πλέον ἡ προσβολὴ τῆς λέπρας εἰς τὸ σπίτι μετὰ τὸ σοβάτισμά του, θὰ κατατάξῃ ὁ ἱερεὺς τὸ σπίτι εἰς τὰ καθαρά, διότι ἐθεραπεύθη πλέον ἡ πληγή του. |
49 καὶ λήψεται ἀφαγνίσαι τὴν οἰκίαν δύο ὀρνίθια ζῶντα καθαρὰ καὶ ξύλον κέδρινον καὶ κεκλωσμένον κόκκινον καὶ ὕσσωπον· | 49 Δια τον αγνισμόν δε της οικίας θα πάρη ο ιερεύς δύο μικρά ζώντα πτηνά καθαρά, των οποίων επιτρέπεται η βρώσις, ένα κέδρινο ξύλο, σχοινί από στριμμένην κοκκίνην κλωστήν και ένα κλωναράκι υσσώπου. | 49 Διὰ νὰ καθαρίσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς καὶ ἔναντι τοῦ Νόμου τὸ σπίτι, θὰ πάρῃ δύο μικρά, ζωντανὰ καὶ καθαρὰ πουλιὰ καὶ ξύλον ἀπὸ κέδρον καὶ κόκκινο νῆμα καὶ κλαδὶ ἀπὸ ὕσσωπον. |
50 καὶ σφάξει τὸ ὀρνίθιον τὸ ἓν εἰς σκεῦος ὀστράκινον ἐφ᾿ ὕδατι ζῶντι, | 50 Θα σφάξη το ένα μικρόν πτηνόν εις ένα πήλινον δοχείον που περιέχει πηγαίον ύδωρ. | 50 Καὶ θὰ σφάξῃ κατόπιν τὸ ἕνα πουλὶ εἰς πήλινον δοχεῖον, ποὺ ἔχει μέσα νερὸ πηγαῖον (ἢ καὶ τρεχούμενον). |
51 καὶ λήψεται τὸ ξύλον τὸ κέδρινον καὶ τὸ κεκλωσμένον κόκκινον καὶ τὸν ὕσσωπον καὶ τὸ ὀρνίθιον τὸ ζῶν, καὶ βάψει αὐτὸ εἰς τὸ αἷμα τοῦ ὀρνιθίου τοῦ ἐσφαγμένου ἐφ᾿ ὕδατι ζῶντι, καὶ περιρρανεῖ ἐν αὐτοῖς ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἑπτάκις, | 51 Θα πάρη το κέδρινον ξύλο και το σχοινί το καμωμένον με την κοκκίνην στρυμμένην κλωστήν, το κλωναράκι του υσσώπου, και το ζωντανόν μικρόν πτηνόν, θα βυθίση αυτά στο αίμα του μικρού πτηνού, που εσφάγη επάνω από το πηγαίον ύδωρ, και θα ραντίση με το ύδωρ αυτό την οικίαν επτά φοράς. | 51 Θὰ πάρῃ δὲ τὸ κέδρινον ξύλον, τὸ κόκκινο νῆμα, τὸ κλαδὶ τοῦ ὕσσωπου καὶ τὸ ζωντανὸ πουλὶ καὶ θὰ τὰ βουτήσῃ εἰς τὸ αἷμα, ποὺ ἐχύθη ἀπὸ τὸ ἄλλο πουλὶ ποὺ ἐσφάγη εἰς τὸ πηγαῖο νερό, καὶ θὰ ραντίσῃ μὲ αὐτὰ ὁλόγυρα εἰς τὸ σπίτι ἑπτὰ φορές. |
52 καὶ ἀφαγνιεῖ τὴν οἰκίαν ἐν τῷ αἵματι τοῦ ὀρνιθίου καὶ ἐν τῷ ὕδατι τῷ ζῶντι καὶ ἐν τῷ ὀρνιθίῳ τῷ ζῶντι καὶ ἐν τῷ ξύλῳ τῷ κεδρίνῳ καὶ ἐν τῷ ὑσσώπῳ καὶ ἐν τῷ κεκλωσμένῳ κοκκίνῳ. | 52 Θα εξαγνίση έτσι την οικίαν με το αίμα του σφαγέντος μικρού πτηνού και με το πηγαίον ύδωρ, με το ζων μικρόν πτηνόν, με το κέδρινον ξύλον και με το σχοινί το καμώμενον από κοκκίνην στρυμμένην κλωστήν. | 52 Καὶ ἔτσι θὰ καθαρίσῃ ὁ ἱερεὺς τὸ σπίτι μὲ τὸ αἷμα τοῦ πουλιοῦ καὶ τὸ πηγαῖο νερό, μὲ τὸ ζωντανὸ πουλὶ καὶ τὸ κέδρινο ξύλο καὶ μὲ τὸ κλαδὶ τοῦ ὑσσώπου καὶ τὸ κόκκινο νῆμα. |
53 καὶ ἐξαποστελεῖ τὸ ὀρνίθιον τὸ ζῶν ἔξω τῆς πόλεως εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐξιλάσεται περὶ τῆς οἰκίας, καὶ καθαρὰ ἔσται. | 53 Θα αφήση ελεύθερον το ζωντανόν μικρόν πτηνόν έξω από την πόλιν εις την πεδιάδα, θα εξιλεώση έτσι την οικίαν και θα είναι αυτή καθαρά. | 53 Θὰ ἀφήσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς ἐλεύθερο τὸ ζωντανὸ πουλὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν εἰς τὴν πεδιάδα. Ἔτσι θὰ ἔχῃ κάμει αὐτὰ ποὺ πρέπει, διὰ νὰ ἐξιλεωθῇ τὸ σπίτι ἐκεῖνο ἔναντι τοῦ Νόμου καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ εἶναι καθαρόν». |
54 Οὗτος ὁ νόμος κατὰ πᾶσαν ἁφὴν λέπρας καὶ θραύσματος | 54 Αυτή η νομική διάταξις, που θα εφαρμόζεται κάθε φοράν κατά την οποίαν ήθελε παρουσιασθή προσβολή λέπρας, | 54 Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀφορᾷ κάθε προσβολὴν λέπρας καὶ πληγὴν τοῦ σώματος, σὰν τὴν κασίδαν ἢ τὴν ψώραν, |
55 καὶ τῆς λέπρας ἱματίου καὶ οἰκίας | 55 όπως επίσης και επί της λέπρας, που ήθελε παρουσιασθή εις ένδυμα η εις οικίαν. | 55 καὶ τὴν λέπραν ἐνδύματος καὶ οἰκίας |
56 καὶ οὐλῆς καὶ σημασίας καὶ τοῦ αὐγάζοντος | 56 Αυτή είναι επίσης η νομική διάταξις και δια τας υποτιθεμένας πληγάς λέπρας, όπως επίσης και δια τα λευκάζοντα σημεία του δέρματος εξ αιτίας της λευκοπλασίας. | 56 καὶ τὴν κλεισμένην πληγὴν καὶ κάθε σημάδι, ποὺ φανερώνει πιθανὴν λέπραν, καὶ τὸ ἐξάνθημα, ποὺ γυαλίζει εἰς τὸ δέρμα. |
57 καὶ τοῦ ἐξηγήσασθαι ᾗ ἡμέρᾳ ἀκάθαρτον, καὶ ᾗ ἡμέρᾳ καθαρισθήσεται. οὗτος ὁ νόμος τῆς λέπρας. | 57 Αυτός είναι ο νόμος, δια του οποίου καθορίζεται πότε είναι κάποιος ακάθαρτος και πότε είναι ούτος καθαρός. Αυτός γενικώς είναι ο νόμος της λέπρας των ανθρώπων, των ενδυμάτων και των οικιών”. | 57 Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, βάσει τοῦ ὁποίου θὰ κρίνεται πότε ἕνα πρόσωπον ἢ πρᾶγμα εἶναι ἀκάθαρτον καὶ πότε καθαρόν. Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀναφέρεται εἰς ὅλας γενικῶς τὰς περιπτώσεις τῆς λέπρας. |