Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:39
Δύση: 17:10
Σελ. 22 ημ.
357-9
16ος χρόνος, 6154η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 1 Ελάλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· 1 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
2 καὶ τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λαλήσεις· ἐάν τις ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἢ ἀπὸ τῶν γεγενημένων προσηλύτων ἐν ᾿Ισραήλ, ὃς ἂν δῷ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἄρχοντι, θανάτῳ θανατούσθω· τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις. 2 “αυτά θα είπης στους Ισραηλίτας· Εάν κανείς από τους Ισραηλίτας, η από τους ξένους που εγεννήθησαν μεταξύ των Ισραηλιτών, δώση κάποιον εκ των απογόνων του εις ειδωλολάτρην άρχοντα, πρέπει να θανατώνεται. Η κοινωνία της περιοχής εκείνης πρέπει να τον φονεύση με λιθοβολισμόν. 2 «Θὰ εἰπῇς καὶ πάλιν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας τὰ ἑξῆς: Ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐκ καταγωγῆς Ἰσραηλίτας, ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους ποὺ ἔγιναν προσήλυτοι καὶ διαμένουν μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, δώσῃ κάποιον ἀπόγονόν του ὡς δοῦλον εἰς ἄρχοντα εἰδωλολάτρην, πρέπει νὰ θανατώνεται. Ὁ λαός, ποὺ κατοικεῖ εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔγινε αὐτό, πρέπει νὰ λιθοβολήσῃ τὸν παραβάτην καὶ νὰ τὸν σκοτώσῃ μὲ τοὺς λίθους.
3 καὶ ἐγὼ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ ἀπολῶ αὐτὸν ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὅτι τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἔδωκεν ἄρχοντι, ἵνα μιάνῃ τὰ ἅγιά μου καὶ βεβηλώσῃ τὸ ὄνομα τῶν ἡγιασμένων μοι. 3 Εγώ θα στρέψω με οργήν το πρόσωπόν μου εναντίον του ανθρώπου αυτού και θα τον εξολοθρεύσω εκ μέσου του λαού του, διότι έδωσε εκ των απογόνων του εις ειδωλολάτρην άρχοντα και δια της πράξεώς του αυτής εμόλυνε τα άγιά μου, εβεβήλωσε το όνομα των ηγιασμένων και αφιερωμένων εις εμέ. 3 Ἐγὼ δὲ θὰ στραφῶ μὲ ὀργὴν ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ θὰ τὸν ἑξαφανίσω ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ του, διότι παρέδωσε κάποιον ἀπόγονόν του εἰς ἄρχοντα εἰδωλολάτρην, διὰ νὰ μολύνῃ ἔτσι ὅσα ἀνήκουν εἰς ἐμὲ καὶ εἶναι ἅγια καὶ νὰ βεβηλώσῃ τὸ ὄνομα αὐτῶν, ποὺ ἔχουν ἁγιασθῇ καὶ εἶναι ἰδικοί μου.
4 ἐὰν δὲ ὑπερόψει ὑπερίδωσιν οἱ αὐτόχθονες τῆς γῆς τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ἐν τῷ δοῦναι αὐτὸν τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἄρχοντι, τοῦ μὴ ἀποκτεῖναι αὐτόν, 4 Εάν όμως δείξουν οι εντόπιοι αδιαφορίαν δια την πράξιν του ανθρώπου εκείνου, ο οποίος έδωκε απόγονόν του ως υπηρέτην εις ειδωλολάτρην άρχοντα και δεν τον θανατώσουν, 4 Ἐὰν ὅμως οἱ ἐντόπιοι κάτοικοι ἀδιαφορήσουν τελείως καὶ κλείσουν τὰ μάτια των, ἐνῷ αὐτὸς θὰ παραδίδῃ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀπογόνούς του εἰς εἰδωλολάτρην ἄρχοντα, διὰ νὰ μὴ ὑποχρεωθοῦν νὰ τὸν σκοτώσουν,
5 καὶ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ ἀπολῶ αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς ὁμονοοῦντας αὐτῷ, ὥστε ἐκπορνεύειν αὐτὸν εἰς τοὺς ἄρχοντας ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῶν. 5 εγώ θα στρέψω με οργήν το πρόσωπόν μου εναντίον του ανθρώπου εκείνου και της συγγενείας του και θα εξολοθρεύσω αυτόν και όλους εκείνους, που συμφωνούν με αυτόν και συγκατατίθενται, ώστε αυτός αρνούμενος τον αληθινόν Θεόν να παραδοθή εις αλλοφύλους άρχοντας. 5 θὰ στραφῶ τότε ἐγὼ μὲ ὀργὴν ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ ἐναντίον τῶν συγγενῶν του καὶ θὰ ἐξοντώσω καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους, ὅσοι συμφωνοῦν μαζί του. Ὅλους ὅσοι ἐγκρίνουν νὰ ἀφήνῃ αὐτὸς Ἐμὲ καὶ νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸν λαόν των καὶ νὰ παρασύρεται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας ἄρχοντας (καὶ τοὺς ψευδοθεος των).
6 καὶ ψυχή, ἣ ἐὰν ἐπακολουθήσῃ ἐγγαστριμύθοις ἢ ἐπαοιδοῖς, ὥστε ἐκπορνεῦσαι ὀπίσω αὐτῶν, ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἐκείνην καὶ ἀπολῶ αὐτὴν ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς. 6 Εάν κανείς ακολουθήση εγγαστριμύθους η αυτούς που ψάλλουν μαγικάς ωδάς, ώστε αρνούμενος τον αληθινόν Θεόν να ακολουθή εκείνους, εγώ θα στραφώ εναντίον του και θα τον εξολοθρεύσω εκ μέσου του λαού του. 6 Καὶ ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος ἐγκαταλείψῃ ἐμὲ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἀκολουθήσῃ αὐτούς, ποὺ μὲ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ δαίμονος φαίνεται ὅτι ὁμιλοῦν ἀπὸ τὴν κοιλίαν των, ἢ ὅσους γητεύουν μὲ μαγικὰ τραγούδια, καὶ ἔτσι μολυνθῇ μαζι των, θὰ στρέψω τὸ πρόσωπόν μου μὲ ὀργὴν ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ θὰ τὸν ἑξαφανίσω μέσα ἀπὸ τὸν λαόν του.
7 καὶ ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν· 7 Αγιοι θα είσθε, διότι εγώ ο Κυριος και Θεός σας είμαι άγιος. 7 Καὶ πρέπει να εἶσθε ἅγιοι, νὰ ἀπέχετε δηλαδὴ ἀπὸ κάθε τι βέβηλον, διότι Ἐγώ, ὁ μόνος Κύριος καὶ Θεός σας, εἶμαι ἅγιος· δὲν ἔχω καμμίαν σχέσιν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν.
8 καὶ φυλάξεσθε τὰ προστάγματά μου καὶ ποιήσετε αὐτά· ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς. 8 Θα φυλάξετε τας εντολάς μου και θα τας εφαρμόσετε. Εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος σας αγιάζω. 8 Πρέπει δὲ νὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς μου καὶ νὰ τὰς ἐφαρμόσετε. Τὰ ὁρίζω ἅλα αὐτὰ Ἐγώ, ὁ μόνος Κύριος, ποὺ σᾶς ἑξαγνίζω, ὥστε νὰ εἶσθε ἅγιοι καὶ νὰ μὴ μολύνεσθε μὲ τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας.
9 ἄνθρωπος ἄνθρωπος, ὃς ἂν κακῶς εἴπῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθω· πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ κακῶς εἶπεν; ἔνοχος ἔσται. 9 Ανθρωπος, ο οποίος θα κακολογήση τον πατέρα του η την μητέρα του, να τυμωρηθή με θάνατον. Εκακολόγησεν ένας υιός τον πατέρα του η την μητέρα του; Είναι ένοχος θανάτου. 9 Ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος θὰ ὁμιλήσῃ μὲ κακὸν τρόπον εἰς τὸν πατέρα του ἢ εἰς τὴν μητέρα του, νὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον. Ὡμίλησε κάποιος κακῶς (ὕβρισεν ἢ κατηράσθη) τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του; Θὰ εἶναι ἔνοχος καὶ θὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον.
10 ἄνθρωπος ὃς ἂν μοιχεύσηται γυναῖκα ἀνδρός, ἢ ὃς ἂν μοιχεύσηται γυναῖκα τοῦ πλησίον, θανάτῳ θανατούσθωσαν, ὁ μοιχεύων καὶ ἡ μοιχευομένη. 10 Ανθρωπος, ο οποίος θα κοιμηθή με γυναίκα ύπανδρον η με την γυναίκα του πλησίον του, θα τιμωρηθούν και οι δύο με θάνατον και ο μοιχός και η μοιχαλίς. 10 Ὃ ἄνθρωπος ποὺ θὰ διαπράξῃ μοιχείαν με ὁποιανδηποτε ὕπανδρον γυναῖκα, ἢ αὐτὸς ποὺ θὰ μοιχεύσῃ μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ γείτονός του, θὰ πρέπῃ καὶ ὁ μοιχὸς καὶ ἡ μοιχαλὶς νὰ τιμωροῦνται μὲ θάνατον.
11 καὶ ἐάν τις κοιμηθῇ μετὰ γυναικὸς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀσχημοσύνην τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀπεκάλυψε, θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἀμφότεροι ἔνοχοί εἰσι. 11 Εάν κανείς κοιμηθή με την μητρυιάν του, προσέβαλε τον πατέρα του. Είναι και οι δύο ένοχοι θανάτου και πρέπει να θανατωθούν. 11 Καὶ ἐὰν κάποιος συνάψῃ σχέσιν σαρκικὴν μὲ τὴν μητρυιάν του, προσβάλλει καὶ ἀτιμάζει τὸν πατέρα του. Νὰ τιμωροῦνται καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα μὲ θάνατον. Εἶναι ἔνοχοι καὶ οἱ δύο.
12 καὶ ἐάν τις κοιμηθῇ μετὰ νύμφης αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθωσαν ἀμφότεροι· ἠσεβήκασι γάρ, ἔνοχοί εἰσι. 12 Εάν κανείς κοιμηθή με την νύμφην του, και οι δύο πρέπει να τιμωρηθούν με θάνατον. Διότι ησέβησαν και είναι ένοχοι. 12 Καὶ ἐὰν κάποιος ἔλθῃ εἰς σαρκικὴν σχέσιν με τὴν νύμφην του, νὰ τιμωροῦνται μὲ θάνατον καὶ οἱ δύο, διότι ἠσέβησαν πρὸς τὸν ἱερὸν θεσμὸν τῆς οἰκογενείας καὶ εἶναι ἔνοχοι.
13 καὶ ὃς ἂν κοιμηθῇ μετά ἄρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα ἐποίησαν ἀμφότεροι· θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἔνοχοί εἰσιν. 13 Και εκείνος που εκοιμήθη με άρρενα, ως με γυναίκα, και οι δύο διέπραξαν μυσαράν αμαρτίαν. ΕΙναι ένοχοι και πρέπει να τιμωρηθούν με θάνατον. 13 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ συνάψῃ σαρκικὴν σχέσιν μὲ ἄνδρα, σὰν νὰ ἦτο γυναῖκα, διέπραξε μαζὲ μὲ τὸν ἄλλον πρᾶξιν ἀηδιαστικήν. Νὰ τιμωροῦνται καὶ οἱ δύο μὲ θάνατον. Εἶναι ἔνοχοι.
14 ὃς ἂν λάβῃ γυναῖκα καὶ τὴν μητέρα αὐτῆς, ἀνόμημά ἐστιν, ἐν πυρὶ κατακαύσουσιν αὐτὸν καὶ αὐτάς, καὶ οὐκ ἔσται ἀνομία ἐν ὑμῖν. 14 Εκείνός που θα λάβη ως συζύγους κόρην και μητέρα, διαπράττει ανόμημα. Αυτός και εκείναι πρέπει να καούν, δια να μη υπάρχη τέτοια παρανομία μεταξύ σας. 14 Αὐτὸς ποὺ θὰ πάρῃ καὶ θὰ ἔχῃ συγχρόνως ὡς συζύγους του μίαν γυναῖκα καὶ τὴν μητέρα της, κάμνει πρᾶξιν παράνομον. Πρέπει νὰ καύσουν εἰς τὴν φωτιὰν καὶ αὐτὸν καὶ ἐκείνας, ὥστε νὰ παραδειγματισθοῦν οἱ ἄλλοι καὶ νὰ μὴ ὑπάρχῃ παρομοία παρανομία μεταξύ σας.
15 καὶ ὃς ἂν δῷ κοιτασίαν αὐτοῦ ἐν τετράποδι, θανάτῳ θανατούσθω, καὶ τὸ τετράπουν ἀποκτενεῖτε. 15 Εκείνος ο οποίος θα διαπράξη κτηνοβασίαν, θα τιμωρηθή με θάνατον, το δε τετράποδον πρέπει να το φονεύσετε. 15 Αὐτὸς ἐπίσης ποὺ θὰ ἔχῃ σχέσιν σαρκικήν μὲ κτῆνος, νὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον. Θὰ σκοτώνετε δὲ καὶ τὸ ζῶον.
16 καὶ γυνή, ἥτις προσελεύσεται πρὸς πᾶν κτῆνος βιβασθῆναι αὐτὴν ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἀποκτενεῖτε τὴν γυναῖκα καὶ τὸ κτῆνος· θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἔνοχοί εἰσιν. 16 Η γυνή, η οποία ήθελε προσέλθει εις οιονδήποτε ζώον δια να αμαρτήση δι' αυτού, διαπράττει μεγάλην αμαρτίαν και πρέπει να θανατώσετε αυτήν και το κτήνος. Θα τιμωρηθούν δια θανάτου, διότι είναι ένοχοι. 16 Καὶ ἡ γυναῖκα, ποὺ θὰ προσέλθῃ εἰς ὁποιοδήποτε ζῶον καὶ θὰ σταθῇ νὰ βιασθῇ ἀπὸ αὐτό, θὰ πρέπῃ νὰ σκοτωθῇ καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὸ κτῆνος. Νὰ τιμωροῦνται μὲ θάνατον. Εἶναι ἔνοχοι.
17 ὃς ἂν λάβῃ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ ἐκ πατρὸς αὐτοῦ ἢ ἐκ μητρὸς αὐτοῦ καὶ ἴδῃ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς καὶ αὕτη ἴδῃ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ, ὄνειδός ἐστιν, ἐξολοθρευθήσονται ἐνώπιον υἱῶν γένους αὐτῶν· ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἁμαρτίαν κομιοῦνται. 17 Εκείνος ο οποίος ήθελε πλησιάσει την ομοπάτριον η ομομήτριον αδελφήν του δια να ίδη την ασχημοσύνην της και αυτή να ίδη την ασχημοσύνην εκείνου, διέπραξαν και οι δύο επονείδιστον πράξιν. Θα εξολοθρευθούν ενώπιον των συμπατριωτύν του, διότι αυτός απεκάλυψεν ο,τι δια λόγους αιδούς έπρεπε να είναι κεκρυμεμένον. Θα λάβουν την τιμωρίαν της αμαρτίας των. 17 Ἂν κάποιος πάρῃ διὰ σαρκικὴν σχέσιν τὴν ἀδελφήν του ἀπὸ τὸν ἴδιον πατέρα ἢ ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα καὶ ἰδῇ ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπήν της καὶ αὐτὴ ἰδῇ ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν ἐκείνου, αὐτὸ ποὺ ἔκαμαν εἶναι αἶσχος καὶ ἀτιμία δι' αὐτούς. Νὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν συγγενῶν καὶ συμπατριωτῶν των. Ἐφανέρωσεν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν τῆς ἀδελφής του. Θὰ πάρουν λοιπὸν τὴν πληρωμὴν τῆς ἁμαρτίας των.
18 καὶ ἀνήρ, ὃς ἂν κοιμηθῇ μετὰ γυναικὸς ἀποκαθημένης καὶ ἀποκαλύψῃ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς, τὴν πηγὴν αὐτῆς ἀπεκάλυψε, καὶ αὕτη ἀπεκάλυψε τὴν ρύσιν τοῦ αἵματος αὐτῆς· ἐξολοθρευθήσονται ἀμφότεροι ἐκ τῆς γενεᾶς αὐτῶν. 18 Εάν κάποιος άνδρας κουμηθή μετά γυναικός, η οποία ευρίσκεται εις την έμμηνον περίοδόν της, και ξεσικεπάση την ασχημοσύνην αυτής, την πηγήν της εκροής του αίματος, και αυτή εκουσίως απεκάλυψε την ροήν του αίματος αυτής, θα εξολοθρευθούν και οι δύο εκ μέσου της γενεάς αυτών. 18 Καὶ ὁ ἄνδρας ποὺ θὰ ἔλθῃ εἰς σαρκικὴν σχέσιν μὲ γυναῖκα, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν περίοδον τῶν ἐμμήνων της, καὶ φανερώσῃ ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπήν της, ἐφανέρωσε, μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, τὴν πηγὴν τῆς ρεύσεως τοῦ αἵματος της. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Ἐφανέρωσε τὴν ρεῦσιν τοῦ αἵματός της. Εἶναι ἔνοχοι καὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν γενεάν των.
19 καὶ ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς πατρός σου καὶ ἀδελφῆς μητρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις· τὴν γὰρ οἰκειότητα ἀπεκάλυψεν, ἁμαρτίαν ἀποίσονται. 19 Δεν θα ξεσκεπάσης την ασχημοσύνην της αδελφής του πατρός σου η της αδελφής της μητρός σου, της θείας σου (δια να έλθης εις γάμον με αυτήν). Αυτός διαπράττει μεγάλην αμαρτίαν, διότι απογυμνώνει στενήν συγγενή του. Και οι δύο φέρουν την ευθύνην της ανομίας των. 19 Δὲν θὰ φανερώσῃς ἐπίσης ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν τῆς θείας σου ἀπὸ τὸν πατέρα σου ἢ ἀπὸ τὴν μητέρα σου, μὲ τὸ νὰ ἔχῃς σαρκικὰς σχέσεις μὲ αὐτήν. Ἡ πρᾶξις αὐτὴ ἀποτελεῖ ἀτίμωσιν καὶ προσβολὴν πρὸς συγγενικὸν πρόσωπον. Αὐτοὶ ποὺ τὸ κάνουν, θὰ πάρουν ἐπάνω των καὶ οἱ δύο τὴν ἐνοχὴν τῆς ἁμαρτίας των.
20 ὃς ἂν κοιμηθῇ μετὰ τῆς συγγενοῦς αὐτοῦ, ἀσχημοσύνην τῆς συγγενείας αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἄτεκνοι ἀποθανοῦνται. 20 Οιοσδηποτε θα κοιμηθή με συγγενικόν πρόσωπον και θα αποκαλύψη την ασχημοσύνην του συγγενούς αυτού, αυτός και εκείνη θα αποθάνουν άτεκνοι. 20 Ὁποιοσδήποτε θὰ ἔλθῃ εἰς σαρκικὴν σχέσιν μὲ ἕνα συγγενικόν του πρόσωπον, ἐφανέρωσε, μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν συγγενοῦς του καὶ διέπραξεν ἀτιμίαν. Εἶναι ἔνοχοι καὶ δι' αὐτὸ θὰ πεθάνουν ἄτεκνοι καὶ οἱ δύο.
21 ὃς ἐὰν λάβῃ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἀκαθαρσία ἐστίν· ἀσχημοσύνην τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἄτεκνοι ἀποθανοῦνται. 21 Εκείνος ο οποίος θα λάβη ως σύζυγον την γυναίκα του αδελφού του, διαπράττει ακάθαρτον πράξιν. Απεκάλυψε την ασχημοσύνην του αδελφού του. Αυτός και εκείνη θα αποθάνουν άτεκνοι. 21 Αὐτὸς ποὺ θὰ πάρῃ σὰν γυναῖκα του τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, διαπράττει πρᾶξιν ἀκάθαρτον. Προσέβαλε τὴν τιμὴν τοῦ ἀδελφοῦ του, μὲ τὸ νὰ φανερώσῃ ὅσα προκαλοῦν τὴν ἐντροπὴν τῆς γυναικός του. Θὰ ἀποθάνουν ἄτεκνοι καὶ οἱ δύο.
22 Καὶ φυλάξασθε πάντα τὰ προστάγματά μου, καὶ τὰ κρίματά μου καὶ ποιήσετε αὐτά, καὶ οὐ μὴ προσοχθίσῃ ὑμῖν ἡ γῆ, εἰς ἣν ἐγὼ εἰσάγω ὑμᾶς ἐκεῖ κατοικεῖν ἐπ᾿ αὐτῆς. 22 Προσέχετε ! Θα φυλάξετε όλας τας εντολάς μου και θα εφαρμόσετε όλας τας αποφάσεις μου, δια να μη αγανακτήση και σας μισήση η γη, εις την οποίαν εγώ σας οδηγώ δια να κατοικήσετε εις αυτήν. 22 Καὶ νὰ προσέξετε ὅλας τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰς ἀποφάσεις μου καὶ νὰ τὰς ἐφαρμόσετε, ὥστε νὰ μὴ σᾶς ἀηδιάσῃ ἡ χώρα, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν σᾶς ὁδηγῶ ἤδη Ἐγώ, διὰ νὰ κατοικῆτε ἐκεῖ εἰς αὐτήν.
23 καὶ οὐχὶ πορεύεσθε τοῖς νομίμοις τῶν ἐθνῶν, οὓς ἐξαποστέλλω ἀφ᾿ ὑμῶν· ὅτι ταῦτα πάντα ἐποίησαν, καὶ ἐβδελυξάμην αὐτούς. 23 Δεν θα πορευθήτε σύμφωνα με τα έθιμα των εθνών, τα οποία εγώ εκδιώκω από το πρόσωπόν σας. Επειδή ακριβώς τα έθνη αυτά διέπραξαν τοιαύτας μυσαράς πράξεις, τα εμίσησα. 23 Καὶ δὲν θὰ συμμορφώνεσθε πρὸς τὰς συνηθείας τῶν εἰδωλολατρῶν, τοὺς ὁποίους ἐκδιώκω Ἐγὼ καὶ ἀπομακρύνω ἀπὸ ἐμπρός σας. Διότι οἱ λαοὶ αὐτοὶ διέπραξαν ὅλας αὐτὰς τὰς βδελυρὰς ἀνηθικότητας καὶ τοὺς ἐσιχάθηκα.
24 καὶ εἶπα ὑμῖν· ὑμεῖς κληρονομήσετε τὴν γῆν αὐτῶν, καὶ ἐγὼ δώσω ὑμῖν αὐτὴν ἐν κτήσει, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὃς διώρισα ὑμᾶς ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν. 24 Και είπα προς σας· σεις θα κληρονομήσετε την χώρα των και εγώ θα δώσω εις σας ως ιδιοκτησίαν σας αυτήν, γην ρέουσαν γάλα και μέλι. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος σας εξεχώρισα και σας εξέλεξα από όλα τα έθνη. 24 Καὶ σᾶς τὸ εἶπα ἤδη: Σεῖς θὰ κληρονομήσετε τὴν χώραν των καὶ θὰ σᾶς χαρίσω Ἐγὼ ὡς ἰδιοκτησίαν σας τὴν γῆν αὐτήν, ποὺ εἶναι τόπος ὅπου τρέχει γάλα καὶ μέλι. Ἐγὼ ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός σας εἶμαι Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἐξεχώρισα ὡς ἰδικούς μου μεταξὺ ὅλων τῶν λαῶν.
25 καὶ ἀφοριεῖτε αὐτοὺς ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν ἀκαθάρτων καὶ ἀνὰ μέσον τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, καὶ οὐ βδελύξετε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ἐν τοῖς κτήνεσι, καὶ ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἑρπετοῖς τῆς γῆς, ἃ ἐγὼ ἀφώρισα ὑμῖν ἐν ἀκαθαρσίᾳ. 25 Σεις δε θα διαχωρίσετε τα καθαρά ζώα από τα ακάθαρτα, τα καθαρά πτηνά από τα ακάθαρτα και δεν θα μολύνετε την ζωήν σας τρώγοντες ακάθαρτα κτήνη και ακάθαρτα πτηνά και από όλα τα ερπετά της γης τα ακάθαρτα, τα οποία εγώ έχω ορίσει ως ακάθαρτα. 25 Καὶ θὰ κάμνετε διάκρισιν μεταξὺ τῶν ζώων, ποὺ εἶναι καθαρά, καὶ τῶν ζώων, ποὺ εἶναι ἀκάθαρτα, καὶ μεταξὺ τῶν καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων πτηνῶν καὶ ἔτσι δὲν θὰ μολύνετε τοὺς ἑαυτούς σας μὲ τὰ ἀκάθαρτα ζῶα καὶ πουλιὰ καὶ μὲ ὅλα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς, ποὺ τὰ ἐξεχώρισα Ἐγὼ καὶ σᾶς εἶπα ὅτι εἶναι ἀκάθαρτα.
26 καὶ ἔσεσθέ μοι ἅγιοι, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὁ ἀφορίσας ὑμᾶς ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν, εἶναι ἐμοί. 26 Θα είσθε άγιοι εις εμέ, διότι είμαι άγιος εγώ, ο Κυριος και ο Θεός σας, ο οποίος σας εξεχώρισα, από όλα τα έθνη, δια να είσθε ιδικοί μου. 26 Καὶ θὰ μοῦ εἶσθε ἅγιοι, καθαροὶ ἀπὸ κάθε μολυσμόν, διότι εἶμαι ἅγιος Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σας, ποὺ σᾶς ἐξεχώρισα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, διὰ νὰ ἀνῄκετε εἰς Ἐμέ.
27 Καὶ ἀνὴρ ἢ γυνή, ὃς ἂν γένηται αὐτῶν ἐγγαστρίμυθος ἢ ἐπαοιδός, θανάτῳ θανατούσθωσαν ἀμφότεροι· λίθοις λιθοβολήσετε αὐτούς, ἔνοχοί εἰσι. 27 Ανήρ η γυνή οι οποίοι ήθελον γίνει εγγαστρίμυθοι η μάγοι ψάλλοντες μαγικάς ωδάς, θα τιμωρηθούν και οι δύο δια θανάτου, θα τους εκτελέσετε δια λιθοβολισμού. Είναι ένοχοι. 27 Ὁ ἄνδρας δὲ ἢ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὸν λαόν μου, ποὺ θὰ γίνουν ἐγγαστρίμυθοι, θὰ κυριευθοῦν δηλαδὴ ἀπὸ δαιμόνων καὶ θὰ φαίνεται ὅτι ὁμιλοῦν ἀπὸ τὴν κοιλίαν των, ἢ θὰ γίνουν μάγοι ποὺ θὰ γητεύουν τοὺς ἄλλους μὲ μαγικὰ τραγούδια, πρέπει καὶ οἱ δύο νὰ θανατώνωνται. Εἶναι ἔνοχοι. Νὰ τοὺς σκοτώσετε μὲ λιθοβολισμόν».