Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν τῷ ὄρει Σινὰ λέγων· | 1 Επάνω στο όρος Σινά μίλησε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· | 1 Καὶ ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ καὶ εἶπε: |
2 λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ὅταν εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν, καὶ ἀναπαύσεται ἡ γῆ, ἣν ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν, σάββατα τῷ Κυρίῳ. | 2 “ομίλησε προς τους Ισραηλίτας και ειπέ προς αυτούς· Οταν εισέλθετε εις την γην της Χαναάν, την οποίαν εγώ θα σας δώσω, θα αναπαύεται η γη αυτή που σας δίδω, θα έχη και αυτή σάββατα Κυρίου, δηλαδή ανάπαυσιν. | 2 «Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Ὅταν θὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν, ποὺ Ἐγὼ σᾶς χαρίζω, τότε καὶ ἡ χώρα, ποὺ Ἐγὼ σᾶς δίδω, θὰ ἔχῃ ὡρισμένον καιρὸν ἀναπαύσεως ὡς ἄλλην ἀργίαν Σαββάτου πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. |
3 ἓξ ἔτη σπερεῖς τὸν ἀγρόν σου καὶ ἓξ ἔτη τεμεῖς τὴν ἄμπελόν σου καὶ συνάξεις τὸν καρπὸν αὐτῆς. | 3 Εξ έτη κατά συνέχειαν θα σπείρης τον αγρόν σου και επί εξ έτη θα κλαδεύης την άμπελόν σου και θα συγκομίζης τον καρπόν της· | 3 Ἐπὶ ἕξι χρόνια δηλαδὴ θὰ σπέρνῃς τὸ χωράφι σου καὶ ἐπὶ ἕξι χρόνια θὰ κλαδεύῃς καὶ θὰ σκαλίζῃς τὸ ἀμπέλι σου καὶ θὰ συγκεντρώνῃς τὰ σταφύλια του. |
4 τῷ δὲ ἔτει τῷ ἑβδόμῳ σάββατα, ἀνάπαυσις ἔσται τῇ γῇ, σάββατα τῷ Κυρίῳ· τὸν ἀγρόν σου οὐ σπερεῖς καὶ τὴν ἄμπελόν σου οὐ τεμεῖς, | 4 το δε έβδομον έτος θα είναι σάββατον, δηλαδή ανάπαυσις, θα έχη και γη το σάββατον αυτής, την προς τιμήν του Κυρίου ανάπαυσίν της. Κατά το έτος αυτό δεν θα σπείρης τον αγρόν σου και δεν θα κλαδεύσης το αμπέλι σου. | 4 Κατὰ τὸν ἕβδομον ὅμως χρόνον θὰ γίνεται ἀνάπαυσις. Θὰ ἀναπαύεται ἡ γῆ. Θὰ ἔχῃ ἀργίαν Σαββάτου πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου. Δὲν θὰ σπέρνῃς κατὰ τὸν χρόνον αὐτὸν τὸ χωράφι σου καὶ δὲν θὰ κλαδεύῃς τὸ ἀμπέλι σου. |
5 καὶ τὰ αὐτόματα ἀναβαίνοντα τοῦ ἀγροῦ σου οὐκ ἐκθερίσεις καὶ τὴν σταφυλὴν τοῦ ἁγιάσματός σου οὐκ ἐκτρυγήσεις· ἐνιαυτὸς ἀναπαύσεως ἔσται τῇ γῇ. | 5 Τα αυτοφυή προϊόντα του αγρού σου δεν θα τα θερίσης και τα σταφύλια, των οποίων τας απαρχάς προσέφερες στον Θεόν, δεν θα τα τρυγήσης. Ετος αναπαύσεως θα είναι αυτό δια την γην σου. | 5 Καὶ δὲν θὰ θερίζῃς ἐντελῶς οὔτε αὐτὰ ποὺ φυτρώνουν μόνα των εἰς τὸ χωράφι σου, ἀπὸ σπόρους ποὺ εἶχαν πέσει κατὰ τὸ προηγούμενον ἔτος, οὔτε θὰ τρυγᾷς τελείως τὰ σταφύλια ἀπὸ τὸ ἀμπέλι, ποὺ σοῦ ἀνήκει καὶ τὸ φροντίζεις καὶ ξεχωρίζεις τὸν καρπόν του διὰ τὸν Κύριον. Ὁ ἕβδομος χρόνος θὰ εἶναι καιρὸς ἀναπαύσεως διὰ τὴν γῆν σου. |
6 καὶ ἔσται τὰ σάββατα τῆς γῆς βρώματά σοι. καὶ τῷ παιδί σου καὶ τῇ παιδίσκῃ σου καὶ τῷ μισθωτῷ σου καὶ τῷ παροίκῳ τῷ προσκειμένῳ πρὸς σὲ | 6 Τα δε αυτοφυή προϊόντα κατά τα έτη της αναπαύσεως θα είναι τροφή δια σέ, δια τον δούλον σου, την δούλην σου, τον ημερομίσθιον εργατήν σου και τον ξένον, ο οποίος παροικεί πλησίον σου, | 6 Τὸ χωράφι ὅμως, ποὺ θὰ ἀναπαύεται κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος, θὰ δίδῃ, μὲ αὐτὰ ποὺ θὰ φυτρώνουν μόνα των εἰς αὐτό, τὴν ἀπαραίτητον τροφὴν καὶ διὰ σὲ καὶ διὰ τὸν δοῦλον σου καὶ διὰ τὴν δούλην σου καὶ διὰ τὸν μισθωτὸν ἐργάτην σου καὶ διὰ τὸν ξένον, ποὺ διαμένει μαζί σου, |
7 καὶ τοῖς κτήνεσί σου, καὶ τοῖς θηρίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ σου ἔσται πᾶν τό γένημα αὐτοῦ εἰς βρῶσιν. | 7 και δια τα ζώα σου, δια τα άγρια θηρία της χώρας σου, όλα τα αυτοφυή προϊόντα των αγρών σου θα είναι εις τροφήν όλων. | 7 καὶ διὰ τὰ ζῶα σου καὶ διὰ τὰ θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὴν χώραν σου. Ὀτιδήποτε φυτρώνει μόνον του εἰς τὸ χωράφι, θὰ χρησιμεύῃ σὰν τροφὴ ὅλων σας. |
8 Καὶ ἐξαριθμήσεις σεαυτῷ ἑπτὰ ἀναπαύσεις αὐτῶν, ἑπτὰ ἔτη ἑπτάκις, καὶ ἔσονταί σοι ἑπτά ἑβδομάδες ἐτῶν ἐννέα καὶ τεσσαράκοντα ἔτη. | 8 Από το έτος τούτο της αγραναπαύσεως θα μετρήσης επτά φοράς επτά έτη και θα έχης εν όλω επτά εβδομάδας ετών, δηλαδή τεσσαράκοντα εννέα έτη. | 8 Μετὰ τὸ ἔτος τῆς ἀγραναπαύσεως θὰ μετρήσῃς ἑπτὰ σαββατικὰ ἔτη, ἑπτὰ δηλαδὴ ἔτη ἑπτὰ φορές, καὶ θὰ ἔχῃς ἑπτὰ ἑβδομάδας ἐτῶν, δηλαδὴ σαράντα ἐννέα χρόνια. |
9 καὶ διαγγελεῖτε σάλπιγγος φωνῇ ἐν πάσῃ τῇ γῇ ὑμῶν ἐν τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ τῇ δεκάτῃ τοῦ μηνός· τῇ ἡμέρᾳ τοῦ ἱλασμοῦ διαγγελεῖτε σάλπιγγι ἐν πάσῃ τῇ γῇ ὑμῶν. | 9 Κατά την δεκάτην του εβδόμου, μηνός, του πεντηκοστού έτους, θα αναγγείλετε τούτο εις όλην την χώραν σας με σάλπιγγας. Κατά την ημέραν του εξιλασμού θα αναγγείλετε με σάλπιγγας εις όλην την χώραν σας την έλευσιν τούτου του έτους. | 9 Κατὰ δὲ τὴν δεκάτην ἡμέραν τοῦ ἑβδόμου μηνὸς τοῦ ἑπομένου χρόνου, δηλαδὴ τοῦ πεντηκοστοῦ, ὁπότε θὰ ἔχετε καὶ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἐξιλασμοῦ, θὰ σημάνετε μὲ ἦχον σάλπιγγος εἰς ὅλην τὴν χώραν σας τὴν ἔναρξιν τοῦ Ἰωβηλαίου ἔτους. Ἡ φωνὴ τῆς σάλπιγγος πρέπει νὰ ἀκουσθῇ εἰς ὅλην τὴν χώραν σας. |
10 καὶ ἁγιάσετε τὸ ἔτος τὸν πεντηκοστὸν ἐνιαυτὸν καὶ διαβοήσετε ἄφεσιν ἐπὶ τῆς γῆς πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν αὐτήν· ἐνιαυτὸς ἀφέσεως σημασία αὕτη ἔσται ὑμῖν, καὶ ἀπελεύσεται εἷς ἕκαστος εἰς τὴν κτῆσιν αὐτοῦ, καὶ ἕκαστος εἰς τὴν πατριὰν αὐτοῦ ἀπελεύσεσθε. | 10 Θα αγιάσετε το πεντηκοστόν αυτό έτος και θα διακηρύξετε εις την χώραν σας ελευθερίαν εις όλους τους κατοίκους της. Ετος αφέσεως, έτος δηλαδή ελευθερίας θα είναι το νόημα του σαλπίσματος. Ο καθένας από σας θα επανέλθη ως κύριος εις την ιδιοκτησίαν του, κάθε δούλος θα επανέλθη ελεύθερος εις την φυλήν του. | 10 Θὰ ξεχωρίσετε δὲ ὡς ἅγιον τὸ πεντηκοστὸν αὐτὸ ἔτος καὶ θὰ ἑξαγγείλετε ἄφεσιν καὶ ἐλευθερίαν δι’ ὅλους, ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὴν χώραν σας. Ἡ φωνὴ τῆς σάλπιγγος θὰ σημαίνη διὰ σᾶς ὅτι ἀρχίζει ὁ χρόνος τῆς ἀφέσεως καὶ ἐλευθερίας. Καὶ θὰ ἐπιστρέφῃ καθένας εἰς τὸ κτῆμα του ἐλεύθερος καὶ θὰ ἐπανέρχεσθε καθένας εἰς τὴν οἰκογένειαν καὶ τὴν φυλήν του. |
11 ἀφέσεως σημασία αὕτη, τὸ ἔτος τὸ πεντηκοστὸν ἐνιαυτὸς ἔσται ὑμῖν· οὐ σπερεῖτε, οὐδὲ ἀμήσετε τὰ αὐτόματα ἀναβαίνοντα αὐτῆς, καὶ οὐ τρυγήσετε τὰ ἡγιασμένα αὐτῆς, | 11 Το πεντηκοστόν έτος, το οποίον θα σημάνουν αι σάλπιγγες, θα είναι έτος απελευθερώσεως ανθρώπων, αποσβέσεως χρεών και αποδόσεως αγορασθέντων κτημάτων στον τέως ιδιοκτητήν των. Κατά το έτος αυτό δεν θα σπείρετε ούτε θα θερίσετε τα αυτοφυή προϊόντα των αγρών σας και δεν θα τρυγήσετε τα αμπέλια σας, δια να προσφέρετε θυσίας προς τον Κυριον, | 11 Αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία τοῦ πεντηκοστοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως διὰ σᾶς. Δὲν θὰ σπείρετε, οὔτε θὰ θερίσετε ὅσα φυτρώνουν μόνα των ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ θὰ τρυγήσετε τὰ σταφύλια ἀπὸ τὰ ἀμπέλια σας. Θὰ μένουν ἔτσι σὰν νὰ εἶναι ἀφιερωμένα εἰς τὸν Θεόν, ποὺ ὁρίζει τὴν γῆν. |
12 ὅτι ἀφέσεως σημασία ἐστίν, ἅγιον ἔσται ὑμῖν, ἀπὸ τῶν πεδίων φάγεσθε τὰ γενήματα αὐτῆς. | 12 διότι το έτος τούτο είναι έτος γενικής ελευθερίας. Θα είναι δια σας άγιον και αφιερωμένον στον Κυριον και θα τραφήτε από τα αυτοφυή γεννήματα των πεδιάδων σας. | 12 Θὰ γίνωνται ὅλα αὐτά, διότι τὸ πεντηκοστὸν ἔτος εἶναι ἔτος ἀφέσεως καὶ ἐλευθερίας. Θὰ εἶναι δὲ διὰ σᾶς ἅγιον καὶ ἱερόν. Θὰ τρώγετε κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ ἀπὸ τὰ προϊόντα, ποὺ παράγουν μόνα των τὰ χωράφια σας. |
13 ᾿Εν τῷ ἔτει τῆς ἀφέσεως σημασίας αὐτῆς ἐπανελεύσεται ἕκαστος εἰς τὴν κτῆσιν αὐτοῦ. | 13 Οταν σημάνη το έτος της αφέσεως, θα επανέλθη ο κάθε ιδιοκτήτης στο κτήμα του. | 13 Ὅταν ἀρχίζῃ ὁ χρόνος τῆς ἀφέσεως τῶν χρεῶν, θὰ ἐπιστρέφῃ καὶ πάλιν καθένας ἐλεύθερος εἰς τὸ κτῆμα του. |
14 ἐὰν δὲ ἀποδῷ πρᾶσιν τῷ πλησίον σου, ἐὰν δὲ καὶ κτήσῃ παρὰ τοῦ πλησίον σου, μὴ θλιβέτω ἄνθρωπος τὸν πλησίον· | 14 Εάν δε πωλήση κανείς εις άλλον η, αγοράση κάτι από τον άλλον, δεν πρέπει, εν όψει του έτους της αφέσεως, να εκμεταλλευθή και απατήση ο ένας τον άλλον. | 14 Ἐὰν δὲ ἐν τῷ μεταξὺ πωλήσῃς κάτι εἰς τὸν πλησίον σου, ἢ ἀγοράσῃς κάτι ἀπὸ τὸν συνάνθρωπόν σου, δὲν πρέπει νὰ ἐκμεταλλευῇ καὶ στενοχωρήσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως, ποὺ πλησιάζει καὶ κατὰ τὸ ὁποῖον ὅλα ἐπανέρχονται εἰς τοὺς κυρίους των. |
15 κατά ἀριθμὸν ἐτῶν μετὰ τὴν σημασίαν κτήσῃ παρὰ τοῦ πλησίον, κατὰ ἀριθμὸν ἐνιαυτῶν γενημάτων ἀποδώσεταί σοι. | 15 Θα αγοράσης από τον πλησίον σου ένα κτήμα υπολογίζων τον αριθμόν των ετών, τα οποία παρεντίθενται μέχρι του έτους της αφέσεως, θα πωλήσης το κτήμα βάσει των καρπών, που θα αποδώση αυτό κατά τα έτη τα μέχρι του έτους της αφέσεως. | 15 Ἐπειδὴ ὅλα ἐπανέρχονται εἰς τὸν ἰδιοκτήτην των κατὰ τὸ Ἰωβηλαῖον, ἡ τιμὴ τοῦ κτήματος, ποὺ θὰ ἀγοράσῃς ἀπὸ τὸν πλησίον σου, νὰ ὑπολογίζεται βάσει τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐτῶν ποὺ μεσολαβοῦν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μέχρι τὸ νέον Ἰωβηλαῖον. Καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ τὸ πωλήσῃ βάσει τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐτῶν μέχρι τὸ νέον Ἰωβηλαῖον, κατὰ τὰ ὁποῖα παράγει καρποὺς κανονικῶς. (Δὲν θὰ ὑπολογίζωνται δηλαδὴ τὰ σαββατικὰ ἔτη). |
16 καθότι ἂν πλεῖον τῶν ἐτῶν, πληθυνεῖ τὴν κτῆσιν αὐτοῦ, καὶ καθότι ἂν ἔλαττον τῶν ἐτῶν, ἐλαττονώσει τὴν κτῆσιν αὐτοῦ, ὅτι ἀριθμὸν γενημάτων αὐτοῦ οὕτως ἀποδώσεταί σοι. | 16 Οσον περισσότερα είναι τα έτη έχρι του έτους της αφέσεως, τόσον ακριβώτερα θα αγοράσης το κτήμα όσον δε ολιγώτερα είναι αυτά, τόσον και θα αλατώσης την αξίαν αυτού, διότι αυτό θα πωληθή εις σε εις τιμήν ανάλογον με τα προϊόντα, που θα σου αποδώση. | 16 Ὅσον περισσότερα εἶναι τὰ ἔτη μέχρι τὸ νέον Ἰωβηλαῖον, τόσον μεγαλυτέρα θὰ εἶναι ἡ τιμὴ τοῦ κτήματος. Ὅσον δὲ ὀλιγώτερα εἶναι τὰ ἔτη ποὺ ἀπομένουν, τόσον μικροτέρα θὰ εἶναι ἡ ἀξία τοῦ κτήματός του, διότι πρέπει νὰ σοῦ τὸ πωλήσῃ βάσει τῶν ἐτῶν, κατὰ τὰ ὁποῖα παράγονται κανονικῶς τὰ προϊόντα. |
17 μὴ θλιβέτω ἄνθρωπος τὸν πλησίον, καὶ φοβηθήσῃ Κύριον τὸν Θεόν σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 17 Ας μη εκμεταλλεύεται, λοιπόν, και ας μη εκβιάζη κανείς άνθρωπος τον πλησίον του. Πρέπει να φοβήσαι πάντοτε Κυριον τον Θεόν σου. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας ! | 17 Νὰ μὴ ἐκμεταλλεύεται καὶ στενοχωρῇ κανεὶς ἄνθρωπος τὸν συνάνθρωπόν του. Πρέπει νὰ φοβᾶσαι σὺ ὁ Ἰσραηλίτης τὸν Θεόν σου. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας. |
18 καὶ ποιήσετε πάντα τὰ δικαιώματά μου καὶ πάσας τὰς κρίσεις μου καὶ φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε αὐτὰ καὶ κατοικήσετε ἐπὶ τῆς γῆς πεποιθότες. | 18 Θα εφαρμόσετε όλας τας εντολάς μου και όλας τας αποφάσεις μου· θα φυλάξετε και θα τηρήσετε αυτάς και έτσι θα κατοικήσετε εις την χώραν σας ασφαλείς με την πεποίθησιν εις την προστασίαν μου. | 18 Νὰ τηρήσετε λοιπὸν ὅλας τὰς ἐντολάς μου καὶ ὅλας τὰς ἀποφάσεις μου καὶ νὰ τὰς φυλάξετε καὶ νὰ συμμορφωθῆτε πρὸς αὐτὰς καὶ σᾶς βεβαιῶ ὅτι θὰ κατοικήσετε εἰς τὴν χώραν μὲ ἀσφάλειαν, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς χαρίζῃ ἡ ἐμπιστοσύνη σας εἰς Ἐμέ. |
19 καὶ δώσει ἡ γῆ τὰ ἐκφόρια αὐτῆς καὶ φάγεσθε εἰς πλησμονὴν καὶ κατοικήσετε πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῆς. | 19 Η χώρα σας τότε θα αποδώση πλούσια τα προϊόντα της, θα φάγετε και θα χορτάσετε και θα κατοικήσετε ασφαλείς εις αυτήν έχοντες πεποίθησιν εις την προστασίαν μου. | 19 Σᾶς λέγω δὲ ὅτι θὰ δώσῃ ἡ γῆ ἄφθονα τὰ προϊόντα της καὶ θὰ τρώγετε καὶ θὰ χορταίνετε καὶ θὰ ζῆτε εἰς τὴν χώραν, χωρὶς καμμίαν ἀνησυχίαν διὰ τὴν διατροφήν σας. |
20 ἐὰν δὲ λέγητε, τί φαγόμεθα ἐν τῷ ἔτει τῷ ἑβδόμῳ τούτῳ, ἐὰν μὴ σπείρωμεν μηδὲ συναγάγωμεν τὰ γενήματα ἡμῶν; | 20 Εάν σας γεννηθή η απορία και είπετε· Εάν δεν σπείρωμεν και εάν δεν συγκομίσωμεν τα προϊόντα ημών, τι θα φάγωμεν κατά το έβδομον τούτο έτος της αγραναπαύσεως; | 20 Ἐὰν δὲ ἐρωτᾶτε: «Τί θὰ φάγωμεν κατὰ τὸ ἕβδομον τοῦτο ἔτος, ἀφοῦ δὲν θὰ σπείρωμεν καὶ δὲν θὰ συγκεντρώσωμεν τὰ γεννήματά μας;», σᾶς ἀπαντῶ: |
21 καὶ ἀποστέλλω τὴν εὐλογίαν μου ὑμῖν ἐν τῷ ἔτει τῷ ἕκτῳ, καὶ ποιήσει τὰ γενήματα αὐτῆς εἰς τὰ τρία ἔτη. | 21 Σας πληροφορώ ότι εγώ κάθε έκτον έτος θα αποστέλλω την ευλογίαν μου, ώστε η χώρα σας να αποδώση καρπούς δια τρία ολόκληρα έτη. | 21 Θὰ ἀποστέλλω Ἐγὼ τὴν εὐλογίαν μου εἰς σᾶς κατὰ τὸν ἕκτον χρόνον καὶ ἔτσι τὰ χωράφια σας θὰ δίδουν καρπούς, ποὺ θὰ ἐπαρκοῦν διὰ τρία χρόνια. |
22 καὶ σπερεῖτε τὸ ἔτος τὸ ὄγδοον καὶ φάγεσθε ἀπὸ τῶν γενημάτων παλαιὰ ἕως τοῦ ἔτους τοῦ ἐνάτου, ἕως ἂν ἔλθῃ τὸ γένημα αὐτῆς, φάγεσθε παλαιὰ παλαιῶν. | 22 Θα σπείρετε το όγδοον έτος και θα έχετε παλαιά προϊόντα από το έκτον έτος να τρώγετε έως το ένατον έτος. Μέχρις ότου έλθουν τα γεννήματα του ενάτου έτους, σεις θα τρώγετε από τους καρπούς του προπερασμένου έτους. | 22 Θὰ σπείρετε δὲ καὶ πάλιν κατὰ τὸν ὄγδοον χρόνον, ἄλλα θὰ ἔχετε καὶ θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ παλαιὰ γεννήματα τοῦ ἕκτου χρόνου μέχρι καὶ τὸν ἔνατον χρόνον, ὁπότε καὶ θὰ μαζεύσετε τὰ νέα προϊόντα τῆς γῆς σας. Μέχρι τότε θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ πολὺ παλαιὰ καὶ δὲν θὰ στερηθῆτε. |
23 καὶ ἡ γῆ οὐ πραθήσεται εἰς βεβαίωσιν. ἐμὴ γάρ ἐστιν ἡ γῆ, διότι προσήλυτοι καὶ πάροικοι ὑμεῖς ἐστε ἐναντίον μου· | 23 Τα χωράφια σας δεν θα πωλούνται οριστικώς και αμετακλήτως, διότι ιδική μου είναι η γη και σεις που κατοικείτε εις αυτήν, είσθε ξένοι και παρεπίδημοι ενώπιόν μου. | 23 Τὰ δὲ κτήματά σας δὲν θὰ πωλοῦνται μὲ τρόπον ὁριστικὸν καὶ ἀμετάκλητον, διότι ἡ χώρα εἶναι ἰδική μου καὶ σεῖς εἶσθε ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐνώπιόν μου. Διαμένετε προσωρινῶς εἰς τὴν χώραν μου. |
24 καὶ κατὰ πᾶσαν γῆν κατασχέσεως ὑμῶν λύτρα δώσετε τῆς γῆς. | 24 Δι' αυτό, όλα τα χωράφια, τα οποία θα αποκτάτε με αγοράν, θα είναι δυνατόν να εξαγορασθούν από τον πρώτον ιδιοκτήτην των. | 24 Δι’ ὅλα δὲ τὰ κτήματα, ποὺ θὰ ἀποκτάτε, θὰ δίδετε τὸ δικαίωμα τῆς ἑξαγορᾶς τῆς γῆς. Θὰ ὑπάρχῃ δηλαδὴ ἡ δυνατότης νὰ ἑξαγοράζωνται τὰ κτήματα αὐτὰ ἀπὸ τὸν προηγούμενον ἰδιοκτήτην των. |
25 ἐὰν δὲ πένηται ὁ ἀδελφός σου ὁ μετὰ σοῦ καὶ ἀποδῶται ἀπὸ τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ, καὶ ἔλθῃ ὁ ἀγχιστεύων ὁ ἐγγίζων αὐτῷ, καὶ λυτρώσεται τὴν πρᾶσιν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. | 25 Εάν, λοιπόν, ο πτωχός αδελφός σου, ο πλησίον σου, ευρεθή εις την ανάγκην και πωλήση το κτήμα του και έλθη ο πλησιέστερος συγγενής του, δύναται να εξαγοράση το πωληθέν υπό του συγγενούς του κτήμα. | 25 Καὶ ἐὰν ἕνας ἀδελφός σου (Ἰσραηλίτης), ποὺ ζῇ κοντά σου, πτωχύνῃ καὶ σοῦ πωλήσῃ κάτι ἀπὸ τὰ κτήματά του, θὰ ἠμπορῇ ἕνας στενὸς συγγενής του νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ ἑξαγοράσῃ αὐτό, ποὺ ἐπώλησεν ὁ ἀδελφός του. |
26 ἐὰν δὲ μὴ ᾖ τινι ὁ ἀγχιστεύων καὶ εὐπορηθῇ τῇ χειρὶ καὶ εὑρεθῇ αὐτῷ τὸ ἱκανὸν λύτρα αὐτοῦ, | 26 Εάν δε αυτός, που επώλησε το κτήμα, δεν έχη εύπορον συγγενή, ευπορήση όμως ο ίδιος και εύρη τα απαιτούμενα χρήματα δια την εξαγοράν του πωληθέντος κτήματός του, έχει το δικαίωμα να το εξαγοράση. | 26 Ἐὰν ὅμως κάποιος δὲν ἔχῃ συγγενεῖς, καὶ εὐπορήσῃ ὁ ἴδιος ἀργότερα καὶ ἀποκτήσῃ τὰ χρήματα, ποὺ χρειάζονται διὰ τὴν ἑξαγορὰν τοῦ κτήματος ποὺ εἶχε πωλήσει, |
27 καὶ συλλογιεῖται τὰ ἔτη τῆς πράσεως αὐτοῦ καὶ ἀποδώσει ὃ ὑπερέχει τῷ ἀνθρώπῳ, ᾧ ἀπέδοτο αὐτὸ αὐτῷ, καὶ ἀπελεύσεται εἰς τὴν κατάσχεσιν αὐτοῦ. | 27 Θα υπολογίση και θα αφαιρέση τα έτη της πωλήσεως του κτήματος και θα καταβάλη τα υπόλοιπα στον άνθρωπον, προς τον οποίον το είχε πωλήσει και θα επιστρέφη πάλιν ως ιδιοκτήτης στο κτήμα, το οποίον και προηγουμένως κατείχε. | 27 θὰ ὑπολογίσῃ τὰ χρόνια ἀπὸ τὴν πώλησιν τοῦ κτήματος καὶ θὰ πληρώσῃ τὰ ἐπὶ πλέον εἰσοδήματα τοῦ κτήματος μέχρι τὸν ἕβδομον χρόνον εἰς τὸν ἄνθρωπον, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ εἶχε πωλήσει, καὶ ἔτσι τὸ κτῆμα θὰ ἐπανέλθη καὶ πάλιν εἰς τὴν κυριότητα τοῦ πρώτου ἰδιοκτήτου του. |
28 ἐὰν δὲ μὴ εὐπορηθῇ αὐτοῦ ἡ χεὶρ τὸ ἱκανόν, ὥστε ἀποδοῦναι αὐτῷ, καὶ ἔσται ἡ πρᾶσις τῷ κτησαμένῳ αὐτὰ ἕως τοῦ ἕκτου ἔτους τῆς ἀφέσεως· καὶ ἐξελεύσεται ἐν τῇ ἀφέσει, καὶ ἀπελεύσεται εἰς τὴν κατάσχεσιν αὐτοῦ. | 28 Εάν όμως ο πωλητής δεν ευπορηθή οικονομικώς ώστε να αγοράση το κτήμά του δια να επαναποκτήση αυτό, η ισχύς της πωλήσεως θα παραταθή μέχρι του έκτου έτους της αφέσεως. Κατά το έτος αυτό της αφέσεως ο αγοραστής θα εγκαταλείψη το κτήμα και αυτό θα περιέλθη εις την κυριότητα του πωλήσαντος. | 28 Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχῃ τὴν οἰκονομικὴν εὐχέρειαν καὶ δὲν συγκεντρώσῃ τὸ ἀπαραίτητον ποσόν, διὰ νὰ τὸ καταβάλῃ εἰς τὸν ἀγοραστὴν τοῦ κτήματός του, τότε αὐτὸ ποὺ ἐπωλήθη, θὰ ἀνήκῃ εἰς αὐτὸν ποὺ τὸ ἀπέκτησε, μέχρι τὸν ἕκτον χρόνον, ποὺ προηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος. Κατὰ τὸ ἔτος ὅμως τῆς ἀφέσεως θὰ φεύγῃ αὐτὸ ἀπὸ τὴν κυριότητα τοῦ νέου ἰδιοκτήτου του καὶ θὰ ἐπιστρέφῃ εἰς τὸν παλαιόν. |
29 ᾿Εὰν δέ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητὴν ἐν πόλει τετειχισμένῃ, καὶ ἔσται ἡ λύτρωσις αὐτῆς, ἕως πληρωθῇ ἐνιαυτὸς ἡμερῶν, ἔσται ἡ λύτρωσις αὐτῆς. | 29 Εάν κανείς πωλήση κατοικήσιμον οικίαν εις πόλιν περιτειχισμένην, ημπορεί να εξαγοράση αυτήν, μέχρις ότου συμπληρωθή ένα έτος από της ημέρας της πωλήσεώς της. | 29 Ἐὰν δὲ κάποιος πωλήσῃ σπίτι, ποὺ εἶναι ἕτοιμον πρὸς κατοίκησιν καὶ εὑρίσκεται μέσα εἰς πόλιν περιτειχισμένην, καὶ θελήσῃ αὐτὸς νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ καὶ πάλιν, δικαιοῦται νὰ τὸ κάνη. Ἡ ἑξαγορὰ αὐτὴ ὅμως ἠμπορεῖ νὰ γίνὴ μόνον ἕως ὅτου συμπληρωθῇ ἕνας χρόνος, ἀπὸ τότε ποὺ ἐπωλήθη. |
30 ἐὰν δὲ μὴ λυτρωθῇ ἕως ἂν πληρωθῇ αὐτῆς ἐνιαυτὸς ὅλος, κυρωθήσεται ἡ οἰκία ἡ οὖσα ἐν πόλει τῇ ἐχούσῃ τεῖχος βεβαίως τῷ κτησαμένῳ αὐτὴν εἰς τὰς γενεὰς αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐξελεύσεται ἐν τῇ ἀφέσει. | 30 Εάν όμως κατά το διάστημα του έτους αυτού δεν καταβληθούν τα χρήματα προς εξαγοράν της οικίας, θα κατακυρωθή οριστικώς και αμετακλήτως η εντός της περιτειχισμένης πόλεως αυτή οικία στον αγοράσαντα αυτήν και στους απογόνους του και δεν θα εξέλθη αυτός από εκείνην ούτε κατά το έτος της αφέσεως. | 30 Διότι, ἐὰν δὲν ἑξαγορασθῇ κατὰ τὸ διάστημα τοῦ ἔτους μετὰ τὴν πώλησίν του τὸ σπίτι ἐκεῖνο, ποὺ εὑρίσκεται μέσα εἰς τὴν περιτειχισμένην πόλιν, θὰ ἐπικυρωθῇ ὁριστικῶς εἰς τὴν κυριότητα τοῦ νέου ἰδιοκτήτου του καὶ τῶν ἀπογόνων του καὶ δὲν θὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν κυριότητά των οὔτε καὶ κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως. |
31 αἱ δὲ οἰκίαι αἱ ἐν ἐπαύλεσιν, αἷς οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς τεῖχος κύκλῳ, πρὸς τὸν ἀγρὸν τῆς γῆς λογισθήσονται· λυτρωταὶ διαπαντὸς ἔσονται καὶ ἐν τῇ ἀφέσει ἐξελεύσονται. | 31 Αλλά αι οικίαι που είναι στους αγρούς, όπου δεν υπάρχει ολόγυρα τείχος, θα θεωρηθούν κατά την πώλησιν ως αγροί. Θα είναι εξαγορασταί δια χρημάτων πάντοτε και οι αγοράσαντες αυτάς θα εξέρχωνται από αυτάς υποχρεωτικώς κατά το έτος της αφέσεως. | 31 Ἀντιθέτως τὰ σπίτια, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἔξω ἀπὸ τὰς πόλεις ποὺ ἔχουν τεῖχος ὁλόγυρά των, θὰ ὑπολογίζωνται ὅπως τὰ κτήματα. Θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἑξαγοράζωνται ὀποτεδήποτε καὶ νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν κυριότητα τοῦ νέου ἰδιοκτήτου των κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως. |
32 καὶ αἱ πόλεις τῶν Λευιτῶν, οἰκίαι τῶν πόλεων κατασχέσεως αὐτῶν, λυτρωταὶ διαπαντὸς ἔσονται τοῖς Λευίταις· | 32 Αι οικίαι όμως των Λευϊτών, που υπάρχουν εις τας πόλεις, τας οποίας αυτοί κατέχουν εκ κληρονομίας, θα εξαγοράζωνται δια παντός από τους Λευΐτας καταβαλλομένου από αυτούς του αναλόγου τιμήματος. | 32 Εἰδικῶς δὲ διὰ τὰς πόλεις τῶν Λευϊτῶν θὰ ἰσχύῃ τὸ ἑξῆς: Τὰ σπίτια τῶν πόλεων ποὺ ἀνήκουν εἰς αὐτούς, ἔστω καὶ ἂν αἱ πόλεις εἶναι περιτειχισμέναι καὶ ἔχῃ περάσει πολὺς χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἐπωλήθησαν, θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἑξαγοράζωνται καὶ νὰ ἐπιστρέφουν εἰς τοὺς ἰδιοκτήτας των Λευΐτας ὀποτεδήποτε. |
33 καὶ ὃς ἂν λυτρώσηται παρὰ τῶν Λευιτῶν καὶ ἐξελεύσεται ἡ διάπρασις αὐτῶν οἰκιῶν πόλεως κατασχέσεως αὐτῶν ἐν τῇ ἀφέσει, ὅτι οἰκίαι τῶν πόλεων τῶν Λευιτῶν κατάσχεσις αὐτῶν ἐν μέσῳ υἱῶν ᾿Ισραήλ. | 33 Εάν κανείς αγοράση οικίαν Λευΐτου θα εξέλθη από αυτήν οπωσδήποτε κατά το έτος της αφέσεως, διότι λήγει το δικαίωμα της δι' αγοράς κατοχής της οικίας αυτής· και τούτο επειδή και αι πόλεις εντός των οποίων ευρίσκονται αι λευϊτικαί οικίαι είναι ιδιοκτησία εις μόνιμον κατοικίαν των Λευϊτών εν μέσω των περιοχών του Ισραηλιτικού λαού. | 33 Ἐὰν δὲ κάποιος ἀγοράσῃ ἕνα σπίτι, ποὺ ἀνήκει εἰς τοὺς Λευΐτας, (ὁ δὲ Λευΐτης δὲν ἀσκήσῃ τὸ δικαίωμα τῆς ἑξαγοράς του), τότε ἡ πώλησις αὐτὴ ποὺ ἔγινεν ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν πόλεων, ποὺ ἀποτελοῦν ἰδιοκτησίαν τῶν Λευϊτῶν, θὰ ἀκυρώνεται αὐτομάτως κατὰ τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως· διότι τὰ σπίτια τῶν πόλεων τῶν Λευϊτῶν ἀποτελοῦν ἰδιαιτέραν κληρονομίαν τῶν μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
34 καὶ οἱ ἀγροὶ ἀφωρισμένοι ταῖς πόλεσιν αὐτῶν οὐ πραθήσονται, ὅτι κατάσχεσις αἰωνία τοῦτο αὐτῶν ἐστιν. | 34 Και οι ωρισμένοι αγροί γύρω από τας πόλεις των Λευϊτών δεν θα πωλούνται ανεκκλήτως, διότι η κατοχή αυτών από τους Λευΐτας θα είναι πάντοτεινή. | 34 Καὶ τὰ κτήματα ἐπίσης, ποὺ ἔχουν ξεχωρισθῇ καὶ προσαρτηθῆ εἰς τὰς πόλεις τῶν Λευϊτῶν, δεν θὰ πωλοῦνται κατὰ τρόπον ὁριστικὸν καὶ ἀμετάκλητον, διότι αὐτὰ εἶναι αἰώνια ἰδιοκτησία τῶν Λευϊτῶν. |
35 ᾿Εὰν δὲ πένηται ὁ ἀδελφός σου ὁ μετὰ σοῦ καὶ ἀδυνατήσῃ ταῖς χερσὶ παρὰ σοί, ἀντιλήψῃ αὐτοῦ ὡς προσηλύτου καὶ παροίκου καὶ ζήσεται ὁ ἀδελφός σου μετὰ σοῦ. | 35 Εάν ο αδελφός σου, που ζη κοντά σου, είναι πτωχός και ευρεθή εις αδυναμίαν να επαρκέση με την εργασίαν των χεριών του εις τας οικονομικάς του ανάγκας, συ πρέπει να ενδιαφερθής δι' αυτόν, ως εάν πρόκειται περί ξένου και παρεπιδήμου και έτσι θα ζήση μαζή σου ο πτωχός αδελφός σου. | 35 Ἐὰν δὲ στερῆται ὁ ἀδελφός σου (ὁ Ἰσραηλίτης), ποὺ διαμένει κοντά σου, καὶ παρουσιασθῇ ἐνώπιόν σου εἰς κατάστασιν ἀδυναμίας, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, θὰ τὸν βοηθήσῃς, ὅπως θὰ τὸ ἔκαμνες καὶ δι' ἕνα ξένον καὶ παρεπίδημον καὶ ἔτσι θὰ ζήσῃ μαζί σου ὁ ἀδελφός σου. |
36 οὐ λήψῃ παρ᾿ αὐτοῦ τόκον, οὐδὲ ἐπὶ πλήθει· καὶ φοβηθήσῃ τὸν Θεόν σου, ἐγὼ Κύριος, καὶ ζήσεται ὁ ἀδελφός σου μετὰ σοῦ. | 36 Δεν θα λάβης από αυτόν τόκον δια τα χρήματα, που του εδάνεισες, ούτε και περισσότερα είδη από όσα του έδωσες· να φοβήσαι τον Θεόν σου, διότι εγώ είμαι Κυριος που διατάσσω, και θα ζήση ο αδελφός σου μαζή σου. | 36 Δὲν θὰ πάρῃς ἀπὸ αὐτὸν τόκον διὰ τὴν χρηματικὴν βοήθειαν (ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι πολὺ μεγάλη), οὔτε θὰ ζητῇς περισσότερα ἀπὸ ὅσα τοῦ ἐδάνεισες. Πρέπει νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεόν σου. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος ὅλων καὶ ὁρίζω νὰ ζήσῃ μαζί σου ὁ ἀδελφός σου. |
37 τὸ ἀργύριόν σου οὐ δώσεις αὐτῷ ἐπὶ τόκῳ καὶ ἐπὶ πλεονασμῷ οὐ δώσεις αὐτῷ τὰ βρώματά σου. | 37 Δεν θα δανείσης εις αυτόν τον πτωχόν αδελφόν σου χρήματα με τόκον και ούτε θα του δώσης τροφάς με τον σκοπόν να ζητήσης από αυτόν περισσοτέρας. | 37 Δὲν θὰ δανείσῃς τὰ χρήματά σου εἰς τὸν πτωχόν μὲ τόκον καὶ δὲν θὰ τοῦ δώσῃς τὰ τρόφιμά σου μὲ σκοπὸν να ἀποκτήσης περισσότερα. |
38 ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, δοῦναι ὑμῖν τὴν γῆν Χαναάν, ὥστε εἶναι ὑμῶν Θεός. | 38 Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος σας έβγαλα ελευθέρους από την γην της Αιγύπτου, δια να σας δώσω την γην Χαναάν, ώστε να είμαι πάντοτε Θεός σας σεβαστός και ακουστός από σας. | 38 Τὸ ὁρίζω Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σας, ποὺ σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ σᾶς χαρίσω τὴν γῆν Χαναὰν καὶ νὰ εἶμαι ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον θὰ λατρεύετε καὶ θὰ ὑπακούετε. |
39 ᾿Εὰν δὲ ταπεινωθῇ ὁ ἀδελφός σου παρὰ σοί, καὶ πραθῇ σοι, οὐ δουλεύσει σοι δουλείαν οἰκέτου· | 39 Εάν δε ο αδελφός σου ευρεθή εις απόλυτον ανάγκην και ταπεινωθή ενώπιόν σου και πωληθή εις σε ως δούλος, δεν θα εργασθή κοντά σου σκληράν δουλείαν του συνήθους δούλου. | 39 Ἐὰν δὲ ὁ ἀδελφός σου Ἰσραηλίτης ἀναγκασθῇ νὰ ταπεινωθῇ ἐμπρός σου καὶ νὰ πωληθῇ εἰς σέ, διὰ να ἐξοφλήσῃ χρέη του, δὲν θὰ δουλεύῃ εἰς τὴν ἐργασίαν σου σὰν σκλάβος. |
40 ὡς μισθωτὸς ἢ πάροικος ἔσται σοι, ἕως τοῦ ἔτους τῆς ἀφέσεως ἐργᾶται παρὰ σοί, | 40 Αλλά θα είναι δια σε ως ημερομίσθιος εργάτης η ως παρεπίδημος και θα εργάζεται κοντά σου μέχρι του ιωβηλαίου έτους της αφέσεως. | 40 Θὰ εἶναι διὰ σὲ σὰν μισθωτὸς ἐργάτης ἢ ξένος καὶ θὰ δουλεύῃ μαζί σου εἰς τὰς ἐργασίας σου μέχρι τὸ ἔτος τῆς ἀφέσεως. |
41 καὶ ἐξελεύσεται τῇ ἀφέσει καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀπελεύσεται εἰς τὴν γενεὰν αὐτοῦ, εἰς τὴν κατάσχεσιν τὴν πατρικὴν ἀποδραμεῖται, | 41 Κατά το έτος αυτό της αφέσεως ελεύθερος πλέον θα φύγη από σε αυτός μαζή με τα τέκνα του και θα επανέλθη εις την φυλήν αυτού, θα τρέξη εις την πατρικήν του κληρονομίαν, | 41 Κατὰ τὸ Ἰωβηλαῖον ὅμως ἔτος θὰ φύγῃ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν κυριότητά σου μαζί μὲ τὰ παιδιά του καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν οἰκογένειαν καὶ τὴν φυλήν του καὶ θὰ τρέξῃ καὶ πάλιν εἰς τὴν πατρικήν του κληρονομίαν. |
42 διότι οἰκέται μού εἰσιν οὗτοι, οὓς ἐξήγαγον ἐκ γῆς Αἰγύπτου· οὐ πραθήσεται ἐν πράσει οἰκέτου. | 42 διότι δούλοι ιδικοί μου είναι αυτοί, τους οποίους έβγαλα από την γην της Αιγύπτου. Δια τούτο δεν θα πωλούνται, όπως οι άλλοι, οι αλλοεθνείς δούλοι. | 42 42 Θὰ γίνεται δὲ αὐτό, διότι καὶ αὐτοί, ποὺ πτωχεύουν τόσον πολύ, εἶναι δοῦλοι ἰδικοί μου, τοὺς ὁποίους Ἐγὼ ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. Δὲν θὰ πωλοῦνται, ὅπως οἱ μὴ Ἰσραηλῖται, ποὺ πωλοῦνται ὡς ἰσόβιοι σκλάβοι εἰς τοὺς κυρίους των. |
43 οὐ κατατενεῖς αὐτὸν ἐν τῷ μόχθῳ, καὶ φοβηθήσῃ Κύριον τὸν Θεόν σου. | 43 Δεν θα καταβαρύνης αυτόν με πολλήν και εξαντλητικήν εργασίαν. Πρέπει να σε συνέχη πάντοτε ο φόβος Κυρίου του Θεού σου. | 43 43 Δὲν θὰ κατατυραννήσῃς τὸν ἀδελφόν σου Ἰσραηλίτην, ποὺ εὑρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σου. Θὰ φοβᾶσαι Κύριον τὸν Θεόν σου. |
44 καὶ παῖς καὶ παιδίσκη, ὅσοι ἂν γένωνταί σοι ἀπὸ τῶν ἐθνῶν, ὅσοι κύκλῳ σού εἰσιν, ἀπ᾿ αὐτῶν κτήσεσθε δοῦλον καὶ δούλην· | 44 Δούλον και δούλην θα αποκτήσετε από τα ειδωλολατρικά έθνη, που ευρίσκονται γύρω σας. Από αυτά θα αποκτήσετε δούλους και δούλας. | 44 Ὁ δοῦλος ὅμως καὶ ἡ δούλη, ποὺ θὰ σοῦ ἔλθουν ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ εἶναι γύρω σου, διαφέρουν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἀπὸ αὐτοὺς ἠμπορεῖτε νὰ ἀποκτήσετε δοῦλον καὶ δούλην ἰσοβίως. |
45 καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν παροίκων τῶν ὄντων ἐν ὑμῖν, ἀπὸ τούτων κτήσεσθε καὶ ἀπὸ τῶν συγγενῶν αὐτῶν, ὅσοι ἂν γένωνται ἐν γῇ ὑμῶν, ἔστωσαν ὑμῖν εἰς κατάσχεσιν. | 45 Επίσης από τα παιδιά των ξένων, που ευρίσκονται μαζή σας από αυτά θα αποκτήσετε δούλους και δούλας και από τους συγγενείς των· όσοι θα γεννηθούν εις την χώραν σας θα είναι εις ιδιοκτησίαν σας. | 45 Ἠμπορεῖτε ἐπίσης νὰ ἀποκτήσετε ἰσοβίους δούλους καὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῶν ξένων, ποὺ ζοῦν μαζί σας, καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς των, ποὺ θὰ εὐρεθοῦν εἰς τὴν χώραν σας. Αὐτοὶ ἂς ἀνήκουν εἰς σᾶς ὡς ἰδιοκτησία σας. |
46 καὶ καταμεριεῖτε αὐτοὺς τοῖς τέκνοις ὑμῶν μεθ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσονται ὑμῖν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα· τῶν δὲ ἀδελφῶν ὑμῶν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ οὐ κατατενεῖ αὐτὸν ἐν τοῖς μόχθοις. | 46 Και θα κατανείμετε αυτούς ως κληρονομίαν εις τα τέκνα σας τα κατόπιν από σας. Θα είναι υπό την κατοχήν σας πάντοτε. Κανένας όμως από τους Ισραηλίτας δεν θα καταβαρύνη τον αδελφόν του ως δούλον με έργα συνεχή και επίπονα. | 46 Θὰ τοὺς μοιράσετε δὲ σὰν κληρονομίαν εἰς τὰ παιδιά σας, ποὺ θὰ σᾶς διαδεχθοῦν, καὶ θὰ εἶναι διὰ σᾶς οἱ δοῦλοι αὐτοὶ ἰδιοκτησία αἰώνιος. Δὲν θὰ ἰσχύῃ ὅμως τὸ ἰδιο καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς σας Ἰσραηλίτας. Δὲν θὰ κατατυραννῇ καθένας σας τὸν ἀδελφόν του μὲ βαρυτάτην ἐργασίαν. |
47 ᾿Εὰν δὲ εὕρῃ ἡ χεὶρ τοῦ προσηλύτου ἢ τοῦ παροίκου τοῦ παρὰ σοί, καὶ ἀπορηθεὶς ὁ ἀδελφός σου πραθῇ τῷ προσηλύτῳ ᾒ τῷ παροίκῳ τῷ παρὰ σοὶ ἢ ἐκ γενετῆς προσηλύτῳ, | 47 Εάν ο ξένος η ο παρεπίδημος, που ευρίσκεται κοντά σου ευημερήση οικονομικώς, και ο αδελφός σου ο Ισραηλίτης πωληθή ως δούλος εις αυτόν τον ξένον η τον παρεπίδημρν η εις κάποιον γεννηθέντα από οικογένειαν ξένον, | 47 Ἐὰν δὲ πλουτήσῃ καὶ ἀποκτήσῃ οἰκονομικὴν εὐχέρειαν ὁ ξένος ἢ ὁ παρεπίδημος, ποὺ ζοῦν μαζί σου, καὶ κάποιος ἀδελφός σου Ἰσραηλίτης εὑρεθῇ εἰς μεγάλην οἰκονομικὴν δυσχέρειαν καὶ ἀναγκασθῇ νὰ πωληθῇ ὡς δοῦλος εἰς αὐτὸν τὸν ξένον καὶ παρεπίδημον, ποὺ εἶναι μαζί σου, ἢ εἰς κάποιον ἀπόγονον αὐτοῦ τοῦ ξένου, |
48 μετὰ τὸ πραθῆναι αὐτῷ, λύτρωσις ἔσται αὐτοῦ· εἷς τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ λυτρώσεται αὐτόν. | 48 δύναται και πρέπει να εξαγορασθή μετά την πώλησίν του. Ενας εκ των συμπατριωτών του Ισραηλιτών, κατά πρώτον λόγον συγγενής του, πρέπει να τον εξαγοράση. | 48 πρέπει νὰ γίνῃ ἡ ἑξαγορά του μετὰ τὴν πώλησίν του εἰς αὐτόν. Θὰ πληρώσῃ λύτρα καὶ θὰ τὸν ἑξαγοράσῃ ἕνας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του. |
49 ἀδελφὸς πατρὸς αὐτοῦ ἢ υἱὸς ἀδελφοῦ πατρὸς λυτρώσεται αὐτὸν ἢ ἀπὸ τῶν οἰκείων τῶν σαρκῶν αὐτοῦ, ἐκ τῆς φυλῆς αὐτοῦ, λυτροῦται αὐτόν· ἐὰν δὲ εὐπορηθεὶς ταῖς χερσὶ λυτρῶται ἑαυτόν, | 49 Θα τον εξαγοράση ο αδελφός του πατρός του η ο υιός του αδελφού του πατρός του η κάποιος από τους κατά σάρκα συγγενείς του από την φυλήν του οπωσδήποτε κάποιος πρέπει να τον εξαγοράση. Εάν δε ο ίδιος ευπορηθή οικονομικώς, θα ελευθερώση τον εαυτόν του από την δουλείαν | 49 Ἠμπορεῖ νὰ τὸν ἑξαγοράσῃ ὁ θεῖος ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἢ ὁ ἀνεψιὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἢ ὁποιοσδήποτε ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς του. Ἠμπορεῖ καὶ πρέπει νὰ τὸν ἑξαγοράσῃ οἰοσδήποτε ἄνθρωπος, ποὺ ἀνήκει εἰς τὴν ἰδίαν μὲ ἐκεῖνον φυλήν. Ἐὰν δὲ ἀποκτήσῃ ὀκονομικὴν εὐχέρειαν, ἠμπορεῖ νὰ ἑξαγοράσῃ καὶ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του. |
50 καὶ συλλογιεῖται πρὸς τὸν κεκτημένον αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἔτους, οὗ ἀπέδοτο ἑαυτὸν αὐτῷ ἕως τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς ἀφέσεως, καὶ ἔσται τὸ ἀργύριον τῆς πράσεως αὐτοῦ ὡς μισθίου· ἔτος ἐξ ἔτους ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ. | 50 Θα υπολογίση το χρέος του προς τον αγοράσαντα αυτόν από το έτος κατά το οποίον επωλήθη μέχρι του ιωβηλαίου, του έτους της γενικής αφέσεως. Τα οφειλόμενα χρήματα θα υπολογισθούν ως ημερομίσθια εργάτου. Το ένα μετά το άλλο έτος θα υπολογίζωνται έτσι. | 50 Θὰ ὑπολογίσῃ λοιπὸν μαζὶ μὲ αὐτόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχει πωληθῇ, τὸ χρονικὸν διάστημα ποὺ ἐμεσολάβησεν ἀπὸ τὸν χρόνον, κατὰ τὸν ὁποῖον ἐπώλησε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἐκεῖνον, μέχρι τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος. Καὶ θὰ καταβάλῃ τὸ χρηματικὸν ποσὸν διὰ τὴν ἑξαγορὰν τῆς πωλήσεώς του βάσει τῆς χρηματικῆς ἀξίας τοῦ ἡμερομισθίου ἑνὸς ἐργάτου καὶ συμφώνως πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν ποὺ ἦτο δοῦλος. Θὰ ὑπολογίζωνται μὲ τὴν σειρὰν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο ἀκριβῶς ὅλα τὰ χρόνια. Δὲν πρέπει νὰ ἀδικηθῇ κανείς. |
51 ἐὰν δέ τινι πλεῖον τῶν ἐτῶν ᾖ, πρὸς ταῦτα ἀποδώσει τὰ λύτρα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου τῆς πράσεως αὐτοῦ· | 51 Εαν δε στον πωληθέντα ως δούλον υπολείπωνται πολλά έτη μέχρι του ιωβηλαίου, ο θέλων να εξαγοράση αυτόν θα καταβάλη τα ανάλογα χρήματα δια την εξαγοράν του. | 51 Καὶ ἐὰν δι' αὐτόν, ποὺ ἐπωλήθη δοῦλος, ὑπολείπωνται πολλὰ ἀκόμη χρόνια μέχρι τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος, θὰ καταβάλῃ πολλὰ λύτρα διὰ τὴν ἑξαγοράν του, ἀνάλογα πρὸς τὰ χρόνια ποὺ ὑπολείπονται. |
52 ἐὰν δὲ ὀλίγον καταλειφθῇ ἀπὸ τῶν ἐτῶν εἰς τὸν ἐνιαυτὸν τῆς ἀφέσεως, καὶ συλλογιεῖται αὐτῷ κατὰ τὰ ἔτη αὐτοῦ, καὶ ἀποδώσει τὰ λύτρα αὐτοῦ. | 52 Εάν δε ολίγα έτη υπολείπωνται μέχρι του έτους της αφέσεως, θα υπολογίση και κατά τον αριθμόν των υπολειπομένων ετών θα καταβάλη τα ανάλογα χρήματα. | 52 Ἐὰν ἀντιθέτως ὑπολείπωνται ὀλίγα χρόνια μέχρι τὸ Ἰωβηλαῖον, θὰ ὑπολογίσῃ καὶ θὰ καταβάλῃ εἰς τὸν κύριόν του, βάσει τῶν ἐτῶν ποὺ ὑπολείπονται, ὀλιγώτερα λύτρα διὰ τὴν ἑξαγοράν του. |
53 ὡς μισθωτὸς ἐνιαυτὸν ἐξ ἐνιαυτοῦ ἔσται μετ᾿ αὐτοῦ· οὐ κατατενεῖς αὐτὸν ἐν τῷ μόχθῳ ἐνώπιόν σου. | 53 Ο δούλος αυτός θα θεωρήται ως ημερομίσθιος εργάτης σου δια τα έτη που θα είναι μαζή σου. Δεν θα τον καταθλίβης με εξαντλητικάς εργασίας. | 53 Ὁ Ἰσραηλίτης ποὺ ἐπωλήθη, θὰ ἐργάζεται εἰς τὸν ἰδιοκτήτην του ὡς μισθωτὸς ἐργάτης καθ' ὅλα τὰ ἔτη μέχρι τὸ Ἰωβηλαῖον. Καὶ δὲν θὰ τὸν θεωρῆτε σκλάβον σας, οὔτε θὰ τὸν βασανίζετε, μὲ τὸ νὰ ἐργάζεται ἐμπρός σας βαρυτάτην ἐργασίαν. |
54 ἐὰν δὲ μὴ λυτρῶται κατὰ ταῦτα, ἐξελεύσεται ἐν τῷ ἔτει τῆς ἀφέσεως αὐτὸς καὶ τὰ παιδία αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ· | 54 Εάν δε δεν εξαγορασθή αυτος σύμφωνα με τα προηγούμενα, θα φύγη οπωσδήποτε ελεύθερος κατά το έτος της αφέσεως αυτός και τα παιδιά του. | 54 Καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορέσῃ νὰ ἑξαγοράσὴ ἐν τῷ μεταξὺ τὸν ἑαυτόν του, βάσει αὐτῶν ποὺ ἀνεφέρθησαν προηγουμένως, θὰ φύγῃ ἐλεύθερος κατὰ τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος ἀπὸ τὸν κύριόν του καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του μαζί του. |
55 ὅτι ἐμοὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ οἰκέται εἰσί, παῖδές μου οὗτοί εἰσιν, οὓς ἐξήγαγον ἐκ γῆς Αἰγύπτου· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. | 55 Αυτά τα διατάσσω εγώ, διότι όλοι οι Ισραηλίται είναι οικέται μου, είναι ιδικοί σου δουλοί, αυτοί τους οποίους εγώ απηλευθέρωσα από την Αίγυπτον. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας ! | 55 Θὰ γίνωνται ὅλα, ὅπως τὰ ὁρίζω, διότι οἱ Ἰσραηλῖται εἶναι ἰδικοί μου δοῦλοι, εἶναι ὑπηρέται μου, τοὺς ὁποίους ἔβγαλα Ἐγὼ ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας. |