Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· | 1 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών λέγων· | 1 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ εἶπε: |
2 λαλήσατε τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λέγοντες· ταῦτα τὰ κτήνη, ἃ φάγεσθε ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· | 2 “είπατε στους Ισραηλίτας τα εξής· Αυτά είναι τα ζώα, τα οποία θα έχετε το δικαίωμα να τρώγετε από όλα τα επί της γης ζώα. | 2 Νὰ ὁμιλήσετε εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ νὰ τοὺς εἰπῆτε: Αὐτὰ εἶναι τὰ ζῶα, ποὺ θὰ τρώγετε ἀπὸ ὅλα τὰ κτήνη, ποὺ ὑπάρχουν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν. |
3 πᾶν κτῆνος διχηλοῦν ὁπλὴν καὶ ὀνυχιστῆρας ὀνυχίζον δύο χηλῶν καὶ ἀνάγον μηρυκισμὸν ἐν τοῖς κτήνεσι, ταῦτα φάγεσθε. | 3 Καθε ζώον δίχηλον, αυτό που έχει σχισμένην εις δύο την οπλήν, και το οποίον μηρυκάζει, αυτά θα τρώγετε. | 3 Κάθε ζῶον δίχηλον, ποὺ ἔχει δηλαδὴ εἰς τὰ πόδια του δύο σχιστὰ νύχια καὶ μηρυκάζει, ἀναμασὰ δηλαδὴ τροφὰς ποὺ τρώγει, αὐτὰ τὰ ζῶα θὰ τὰ τρώγετε. |
4 πλὴν ἀπὸ τούτων οὐ φάγεσθε, ἀπὸ τῶν ἀναγόντων μηρυκισμὸν καὶ ἀπὸ τῶν διχηλούντων τὰς ὁπλὰς καὶ ὀνυχιζόντων ὀνυχιστῆρας· τὸν κάμηλον, ὅτι ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, ὁπλὴν δὲ οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· | 4 Δεν θα τρώγετε από τα ζώα εκείνα, τα οποία είναι μηρυκαστικά, χωρίς να είναι δίχηλα, όπως είναι η κάμηλος, διότι αυτή είναι μεν μηρυκαστικόν, αλλά δεν έχει τα νύχια της δίχηλα. Αυτό είναι ζώον ακάθαρτον. | 4 Ἀπὸ αὐτὰ ὅμως ποὺ μηρυκάζουν, ἢ ἔχουν ὁπλὰς σχιστὰς εἰς δύο νύχια, δὲν θὰ τρώγετε τὴν καμήλαν, διότι εἶναι μὲν ζῶον μηρυκαστικόν, δὲν εἶναι ὅμως δίχηλον. Θὰ τὴν θεωρῆτε ζῶον ἀκάθαρτον. |
5 καὶ τὸν δασύποδα, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· | 5 Επίσης δεν θα τρώγετε τον λαγωόν, διότι αυτός δεν είναι μηρυκαστικόν και δεν έχει δίχηλον οπλήν. Αυτός είναι ακάθαρτος δια σας. | 5 Δὲν θὰ τρώγετε καὶ τὸν δασύποδα (=λαγόν), διότι τὸ ζῶον αὐτὸ δεν εἶναι μηρυκαστικόν, ἀλλ' οὔτε καὶ δίχηλον. Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον ζῶον. |
6 καὶ τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῦτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῖ, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· | 6 Δεν θα τρώγετε τον ακανθόχοιρον, διότι δεν είναι μηρυκαστικόν και δεν είναι δίχηλον. Ακάθαρτον θα είναι και τούτο δια σας. | 6 Δὲν θὰ τρώγετε ἐπίσης καὶ τὸν σκαντζόχοιρον, διότι δεν μηρυκάζει καὶ δὲν ἔχει δύο σχιστὰ νύχια. Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον ζῶον. |
7 καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλὴν τοῦτο, καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς, καὶ τοῦτο οὐκ ἀνάγει μηρυκισμόν, ἀκάθαρτον τοῦτο ὑμῖν· | 7 Δεν θα τρώγετε τον χοίρον, διότι είναι μεν δίχηλον καθ' ο έχον δύο σχιστά νύχια, δεν είναι όμως μηρυκαστικόν. Και τούτο θα είναι ακάθαρτον δια σας. | 7 Δὲν θὰ τρώγετε καὶ τὸν χοῖρον, διότι εἶναι μὲν δίχηλον, δεν εἶναι ὅμως μηρυκαστικόν. Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτον ζῶον. |
8 ἀπὸ τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐ φάγεσθε καὶ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν οὐχ ἅψεσθε, ἀκάθαρτα ταῦτα ὑμῖν. | 8 Ούτε το κρέας αυτών θα φάγετε ούτε τα πτώματά των θα εγγίσετε. Αυτά θα είναι ακάθαρτα δια σας. | 8 Δὲν θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ κρέατα τῶν ζώων αὐτῶν δὲν θὰ ἐγγίζετε τὰ πτώματά των. Θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα τὰ ζῶα αὐτά. |
9 Καὶ ταῦτα, ἃ φάγεσθε ἀπὸ πάντων τῶν ἐν τοῖς ὕδασι· πάντα ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς πτερύγια καὶ λεπίδες ἐν τοῖς ὕδασι καὶ ἐν ταῖς θαλάσσαις καὶ ἐν τοῖς χειμάρροις, ταῦτα φάγεσθε. | 9 Αυτά τα οποία θα φάγετε από τα ζώα των υδάτων είναι τα εξής· Ολα όσα ευρίσκονται, εις τας θαλάσσας και στους χειμάρρους και τα οποία έχουν πτερύγια και λέπια· αυτά ημπορείτε να τα τρώγετε. | 9 Καὶ αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ θὰ τρώγετε ἀπὸ ὅλα τὰ ζῶα, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ νερά: Ὅσα ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια καὶ ζοῦν εἰς τὰ νερά, εἰς τὰς θαλάσσας καὶ εἰς τοὺς ποταμούς, αὐτὰ θὰ τὰ τρώγετε. |
10 καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν αὐτοῖς πτερύγια, οὐδὲ λεπίδες ἐν τῷ ὕδατι, ἢ ἐν ταῖς θαλάσσαις καὶ ἐν τοῖς χειμάρροις, ἀπὸ πάντων, ὧν ἐρεύγεται τὰ ὕδατα, καὶ ἀπὸ πάσης ψυχῆς τῆς ζώσης ἐν τῷ ὕδατι, βδέλυγμά ἐστι· | 10 Ολα όμως όσα δεν έχουν πτερύγια ούτε λέπια και ζουν εις τα ύδατα, εις τας θαλάσσας και τους χειμάρρους, κάθε ζωντανόν, που προέρχεται από τα ύδατα αλλά δεν έχει πτερύγια και λέπια είναι ακάθαρτον. | 10 Ἐκεῖνα ὅμως ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ νερὰ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑδρόβια ζῶα, ποὺ δὲν ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια καὶ εὑρίσκονται εἰς τὰ νερά, εἰς τὰς θαλάσσας καὶ τοὺς ποταμούς, εἶναι ἀκάθαρτα καὶ σιχαμερά. |
11 καὶ βδελύγματα ἔσονται ὑμῖν· ἀπὸ τῶν κρεῶν αὐτῶν οὐκ ἔδεσθε καὶ τὰ θνησιμαῖα αὐτῶν βδελύξεσθε· | 11 Ακάθαρτα θα είναι για σας· τα κρέατά των δεν θα τα τρώγετε και τα πτώματά των δεν θα τα εγγίζετε, καθ' ο μολυσμένα. | 11 Καὶ πρέπει νὰ τὰ θεωρῆτε καὶ σεῖς ἀκάθαρτα. Δὲν θὰ τρώγετε ἀπὸ τὰ κρέατά των καὶ θὰ σιχαίνεσθε τὰ πτώματά των. |
12 καὶ πάντα ὅσα οὐκ ἔστιν αὐτοῖς πτερύγια, οὐδὲ λεπίδες, τῶν ἐν τοῖς ὕδασι, βδέλυγμα τοῦτό ἐστιν ὑμῖν. | 12 Ολα όσα ζουν εις τα ύδατα, αλλά δεν έχουν πτερύγια και λέπια, θα είναι ακάθαρτα και βδελυκτά δια σας. | 12 Ὅλα λοιπὸν τὰ ὑδρόβια ζῶα, ποὺ δεν ἔχουν πτερύγια καὶ λέπια, θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα καὶ σιχαμερά. |
13 Καὶ ταῦτα, ἃ βδελύξεσθε ἀπὸ τῶν πετεινῶν, καὶ οὐ βρωθήσεται, βδέλυγμά ἐστι· τὸν ἀετὸν καὶ τὸν γρύπα καὶ τὸν ἁλιαίετον | 13 Αυτά δε είναι τα πτηνά, τα οποία θα αποστρέφεσθε, διότι είναι ακάθαρτα και δεν θα τα τρώγετε ως σιχαμερά· Ο αετός, ο γρυπάετος, ο θαλάσσιος αετός, | 13 Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ θὰ ἀπεχθάνεσθε μεταξὺ τῶν πτηνῶν καὶ δὲν θὰ τὰ τρώγετε, διότι ἡ βρῶσις των εἶναι κάτι ἀποκρουστικόν: Ὁ ἀετὸς καὶ ὁ γρυπαετός (ποὺ ἔχει σῶμα λέοντος καὶ πτερὰ ἀετοῦ) καὶ ὁ θαλάσσιος ἀετός. |
14 καὶ τὸν γύπα καὶ τὸν ἴκτινον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ | 14 ο γυψ, ο ιέραξ και οι όμοιοι προς αυτόν ιέρακες. | 14 Θὰ σιχαίνεσθε ἐπίσης καὶ τὸν γύπα (τὸ ὄρνιο) καὶ τὸ περδικογεράκι καὶ τὰ ὅμοία του, |
15 καὶ στρουθὸν καὶ γλαῦκα καὶ λάρον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ | 15 Δεν θα τρώγετε το στρουθίον, την γλαύκα, τον γλάρον και τα ομοία προς αυτόν· | 15 καὶ τὸ σπουργίτι καὶ τὴν κουκουβάγιαν καὶ τὸν γλάρον καὶ τὰ ὅμοιά του, |
16 καὶ πάντα κόρακα καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ ἱέρακα καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ | 16 κάθε είδος κόρακος και τα όμοια προς αυτόν, τον ιέρακα και τα όμοια προς αυτόν, | 16 καὶ κάθε εἴδους κοράκι καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὸ γεράκι καὶ τὰ ὅμοιά του, |
17 καὶ νυκτικόρακα καὶ καταρράκτην καὶ ἶβιν | 17 τον νυκτοκόρακα, τον καταρράκτην και την ίβιν. | 17 καὶ τὸν νυκτοκόρακα (κλαψοποῦλι) καὶ τὸ θαλάσσιο ὄρνεο ποὺ λέγεται καταρράκτης καὶ τὴν ἶβιν (πελαργὸν τῆς Αἰγύπτου), |
18 καὶ πορφυρίωνα καὶ πελεκᾶνα καὶ κύκνον | 18 Τον πορφυρίωνα, τον πελεκάνον και τον κύκνον. | 18 καὶ τὴν πέρδικα μὲ τὰ πορφυρᾶ πόδια καὶ τὸν πελεκάνον καὶ τὸν κύκνον, |
19 καὶ ἐρωδιὸν καὶ χαραδριόν, καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ ἔποπα καὶ νυκτερίδα | 19 Τον ερωδιόν, τον χαραδριόν και τα όμοια προς αυτόν, όπως επίσης τον τσαλαπετεινόν και την νυκτερίδα, | 19 καὶ τὸν ἐρωδιὸν (τσικνιᾶν, ψαροφάγον) καὶ τὸν χαραδριόν, ποὺ ζῇ εἰς τὰς χαράδρας, καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὸν τσαλαπετεινὸν καὶ τὴν νυκτερίδα. |
20 καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῶν πετεινῶν, ἃ πορεύεται ἐπὶ τέσσαρα, βδελύγματά ἐστιν ὑμῖν. | 20 όλα τα ερπετά που πετούν και βαδίζουν επίσης με τα τέσσερα θα είναι σιχαμερά και δεν θα τα τρώγετε. | 20 Καὶ ὅσα ἀπὸ τὸν κόσμον τῶν πτηνῶν προχωροῦν μὲ τὰ τέσσερα (τὰ ζωΰφια δηλαδή), θὰ εἶναι διὰ σᾶς σιχαμερά. Δὲν θὰ τὰ τρώγετε. |
21 ἀλλὰ ταῦτα φάγεσθε ἀπὸ τῶν ἑρπετῶν τῶν πετεινῶν, ἃ πορεύεται ἐπὶ τέσσαρα, ἃ ἔχει σκέλη ἀνώτερον τῶν ποδῶν αὐτοῦ, πηδᾶν ἐν αὐτοῖς ἐπὶ τῆς γῆς. | 21 Επιτρέπεται να τρώγετε από τα ερπετά-πτηνά εκείνα, τα οποία βαδίζουν με τα τέσσερα πόδια και έχουν τα πίσω πόδια μεγαλύτερα από τα εμπρόσθια, δια να πηδούν στο έδαφος. | 21 Ἐκεῖνα μόνον θὰ τρώγετε ἀπὸ αὐτά, ποὺ πετοῦν καὶ προχωροῦν μὲ τὰ τέσσερα: Ὅσα ἔχουν τὰ ὀπίσθια πόδια μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἐμπροσθινὰ ἔτσι, ὥστε νὰ πηδοῦν μὲ αὐτὰ εἰς τὸ ἔδαφος. |
22 καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν· τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ ὀφιομάχην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ καὶ τὴν ἀκρίδα καὶ τὰ ὅμοια αὐτῇ. | 22 Ημπορείτε να τρώγετε από αυτά τα εξής είδη των ακρίδων· Τον βρούχον και τα όμοια με αυτόν, τον αττάκην και τα όμοια προς αυτόν, τον οφιομάχην και τα όμοια προς αυτόν, την κυρίως ακρίδα και τα όμοια προς αυτήν. | 22 Αὐτὰ τὰ εἴδη μεταξὺ αὐτῶν θὰ τρώγετε: Τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὸν ὀφιομάχην (εἶδος ἀκρίδας ποὺ κτυπᾷ τὰ φίδια) καὶ τὰ ὅμοιά του καὶ τὴν ἀκρίδα καὶ τὰ ὅμοιά της. |
23 πᾶν ἑρπετὸν ἀπὸ τῶν πετεινῶν, οἷς εἰσι τέσσαρες πόδες, βδελύγματά ἐστιν ὑμῖν, | 23 Καθε άλλο ερπετόν, που πετά και το οποίον έχει τέσσερα πόδια, θα είναι δια σας ακάθαρτον. | 23 Ὅσα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πετοῦν, ἔχουν τέσσερα πόδια καὶ προχωροῦν μὲ αὐτά, εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. |
24 καὶ ἐν τούτοις μιανθήσεσθε, πᾶς ὁ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας, | 24 Με αυτά μολύνεται ο άνθρωπος. Μολύνεται επίσης και εκείνος, που εγγίζει τα θνησιμαία αυτών· θα είναι ακάθαρτος μέχρις εσπέρας. | 24 Καὶ μὲ αὐτὰ ἐπίσης θὰ εἶσθε μολυσμένοι: Αὐτὸς ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματα τῶν ἀνωτέρω ζώων θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
25 καὶ πᾶς ὁ αἴρων τῶν θνησιμαίων αὐτῶν πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 25 Εάν όμως ευρεθή κανείς εις την ανάγκην να σηκώση και να πετάξη ένα πτώμα από τα ακάθαρτα αυτά ζώα, θα πλύνη τα ιμάτιά του και θα είναι ακάθαρτος μέχρις εσπέρας. | 25 Αὐτὸς δὲ ποὺ σηκώνει τὰ πτώματα τῶν ζώων, διὰ νὰ τὰ μεταφέρῃ, θὰ πρέπῃ νὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
26 καὶ ἐν πᾶσι τοῖς κτήνεσιν, ὅ ἐστι διχηλοῦν ὁπλήν, καὶ ὀνυχιστῆρας ὀνυχίζει καὶ μηρυκισμὸν οὐ μηρυκᾶται, ἀκάθαρτα ἔσονται ὑμῖν· πᾶς ὁ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 26 Μεταξύ των κτηνών καθένα, το οποίον είναι δίχηλον, έχει δηλαδή δύο νύχια σχιστά, δεν μηρυκάζει όμως, θα είναι δια σας ακάθαρτον. Και καθένας που εγγίζει τα πτώματα αυτών θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 26 Ὅσα δὲ μεταξὺ ὅλων τῶν τετραπόδων εἶναι δίχηλα καὶ ἔχουν εἰς τὰ πόδια των δύο σχιστὰ νύχια καὶ δὲν μηρυκάζουν, θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. Αὐτὸς ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματά των θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
27 καὶ πᾶς ὃς πορεύεται ἐπὶ χειρῶν ἐν πᾶσι τοῖς θηρίοις, ἃ πορεύεται ἐπί τέσσαρα, ἀκάθαρτά ἐστιν ὑμῖν· πᾶς ὁ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας, | 27 Καθε άγριον ζώον το οποίον βαδίζει με τα τέσσερα, αλλά χρησιμοποιεί τους εμπροσθίους πόδας και ως χέρια θα είναι ακάθαρτον δια σας και οποίος εγγίζει τα πτώματα αυτών θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 27 Καὶ ὅλα ἐκεῖνα μεταξὺ τῶν θηρίων ποὺ βαδίζουν μὲ τὰ τέσσερα καὶ χρησιμοποιοῦν τὰ ἐμπροσθινὰ πόδια σὰν χέρια (ὅπως ἡ ἀρκούδα), εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. Αὐτὸς ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματά των θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
28 καὶ ὁ αἴρων τῶν θνησιμαίων αὐτῶν πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας· ἀκάθαρτα ταῦτά ἐστιν ὑμῖν. | 28 Εκείνος που θα σηκώση εξ ανάγκης ένα πτώμα από τα ζώα αυτά, δια να το πετάξη, θα πλύνη τα ενδύματά του, και θα είναι δια σας ακάθαρτος έως την εσπέραν. Αυτά είναι ακάθαρτα δια σας. | 28 Αὐτὸς δὲ ποὺ σηκώνει τὰ πτώματά των, διὰ νὰ τὰ μεταφέρῃ, πρέπει νὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. Αὐτὰ θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. |
29 Καὶ ταῦτα ὑμῖν ἀκάθαρτα ἀπὸ τῶν ἑρπετῶν τῶν ἐπί τῆς γῆς· ἡ γαλῆ καὶ ὁ μῦς καὶ ὁ κροκόδειλος ὁ χερσαῖος, | 29 Από τα ζώα, τα οποία περιπατούν στο έδαφος, αυτά είναι τα ακάθαρτα. Η γάτα, ο ποντικός, ο χερσαίος κροκόδειλος. | 29 Ἀπὸ δὲ τὰ ἑρπετά, ποὺ βαδίζουν σὰν νὰ σύρωνται εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα τὰ ἑξῆς: Ἡ γάτα (ἢ νυφίτσα) καὶ ὁ ποντικὸς καὶ ὁ χερσαῖος κροκόδειλος, |
30 μυγάλη καὶ χαμαιλέων, καὶ χαλαβώτης καὶ σαῦρα καὶ ἀσπάλαξ. | 30 Ο αρουραίος, ο χαμαιλέων, η παρδαλή σαύρα, η σαύρα και ο τυφλοπόντικας. | 30 ὁ ἀρουραῖος καὶ ὁ χαμαιλέων καὶ ἢ παρδαλὴ σαύρα (γουστέρα) καὶ ἡ κοινὴ σαύρα καὶ ὁ τυφλοπόντικας. |
31 ταῦτα ἀκάθαρτα ὑμῖν ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· πᾶς ὁ ἁπτόμενος αὐτῶν τεθνηκότων ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 31 Αυτά είναι ακάθαρτα από τα άλλα ζώα, που περιπατούν στο έδαφος. Και καθένας που εγγίζει τα πτώματά των, θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 31 Τὰ ζῶα αὐτὰ μεταξὺ ὅλων τῶν ἑρπετῶν, ποὺ σύρονται ἐπὶ τῆς γῆς, εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτα. Καθένας ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματά των θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
32 καὶ πᾶν, ἐφ᾿ ὃ ἂν ἐπιπέσῃ ἀπ᾿ αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτὸ τεθνηκότων αὐτῶν, ἀκάθαρτον ἔσται ἀπὸ παντὸς σκεύους ξυλίνου ἢ ἱματίου ἢ δέρματος ἢ σάκκου· πᾶν σκεῦος, ὃ ἂν ποιηθῇ ἔργον ἐν αὐτῷ, εἰς ὕδωρ βαφήσεται καὶ ἀκάθαρτον ἔσται ἕως ἑσπέρας· καὶ καθαρὸν ἔσται. | 32 Καθε πράγμα, επάνω στο οποίον θα πέση το πτώμα ενός από αυτά τα ζώα, θα είναι ακάθαρτον, είτε ξύλινον σκεύος είναι τούτο η ένδυμα η δέρμα η σάκκος. Καθε σκεύος, στο οποίον θα συμβή να πέση ένα τέτοιο ζώον, θα πλυθή με νερό και θα μείνη ακάθαρτον έως την εσπέραν. Κατόπιν θα είναι καθαρόν. | 32 Καὶ κάθε τι, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ κάποιο ἀπὸ τὰ πτώματα τῶν ζώων αὐτῶν, θὰ εἶναι ἀκάθαρτον, ὀτιδήποτε εἶναι αὐτό, ἢ σκεῦος ξύλινον ἢ ἔνδυμα, ἢ δέρμα ἢ σακκί. Κάθε σκεῦος, ἀπὸ ὅσα χρησιμοποιοῦνται δι’ ὁποιανδήποτε χρῆσιν, ἐμολύνθη, πρέπει νὰ βυθίζεται εἰς τὸ νερὸ καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτον μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. Κατόπιν ὅμως θὰ εἶναι καθαρὸν καὶ κατάλληλον πρὸς χρῆσιν. |
33 καὶ πᾶν σκεῦος ὀστράκινον, εἰς ὃ ἐὰν πέσῃ ἀπὸ τούτων ἔνδον, ὅσα ἐὰν ἔνδον ᾖ, ἀκάθαρτα ἔσται, καὶ αὐτὸ συντριβήσεται. | 33 Και κάθε πήλινον δοχείον, μέσα στο οποίον θα πέση ένα από τα ακάθαρτα αυτά ζώα, το περιεχόμενον του δοχείου θα είναι ακάθαρτον και το δοχείον πρέπει να συντριβή. | 33 Κάθε πήλινον σκεῦος ἐπίσης, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα τῶν ζώων αὐτῶν, θὰ εἶναι ἀκάθαρτον μαζὶ μὲ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς αὐτό. Τὸ σκεῦος αὐτὸ πρέπει νὰ συντριβῇ. |
34 καὶ πᾶν βρῶμα, ὃ ἔσθεται, εἰς ὃ ἂν ἐπέλθῃ ἐπ᾿ αὐτὸ ὕδωρ, ἀκάθαρτον ἔσται· καὶ πᾶν ποτόν, ὃ πίνεται ἐν παντὶ ἀγγείῳ, ἀκάθαρτον ἔσται. | 34 Από τα μολυσμένα αυτά δοχεία, εντός των οποίων έπεσεν ένα τέτοιο ακάθαρτον ζώον, εάν πέση νερό εις κάθε φαγώσιμον είδος, αυτό θα είναι ακάθαρτον. Επίσης κάθε ποτόν στο δοχείον, εντός του οποίου ευρίσκεται, εάν πέση ακάθαρτον νερό, θα είναι και αυτό ακάθαρτον. | 34 Καὶ κάθε φαγώσιμον εἶδος, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ νερὸ ἀπὸ μολυσμένα δοχεῖα, θὰ εἶναι ἀκάθαρτον. Κάθε ποτὸν ἐπίσης, ποὺ πίνεται εἰς οἰονδήποτε μολυσμένον δοχεῖον, θὰ εἶναι ἀκάθαρτον. |
35 καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἐπιπέσῃ ἀπὸ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτό, ἀκάθαρτον ἔσται· κλίβανοι καὶ χυτρόποδες καθαιρεθήσονται· ἀκάθαρτα ταῦτά ἐστι καὶ ἀκάθαρτα ταῦτα ὑμῖν ἔσονται· | 35 Αλλά και κάθε αντικείμενον, στο οποίον θα πέση κάποιο από αυτά τα θνησιμαία, θα είναι ακάθαρτον, κλίβανοι, χύτραι με πόδας θα καταστραφούν. Είναι αυτά ακάθαρτα, και ακάθαρτα πρέπει να θεωρούνται από σας. | 35 Κάθε δὲ ἀντικείμενον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα τῶν ἀνωτέρω ζώων, θὰ εἶναι ἀκάθαρτον· φοῦρνοι δηλαδὴ καὶ χύτρες μὲ πόδια (ἢ πυροστιὲς) θὰ πρέπῃ νὰ καταστρέφωνται. Αὐτὰ εἶναι ἀκάθαρτα καὶ πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀκάθαρτα ἀπὸ σᾶς. |
36 πλὴν πηγῶν ὑδάτων καὶ λάκκου καὶ συναγωγῆς ὕδατος, ἔσται καθαρόν· ὁ δὲ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται. | 36 Εάν όμως εις πηγήν υδάτων η εις φρέαρ η εις δεξαμένην ύδατος πέση ένα θνησιμαίον, αυτά θα είναι καθαρά αλλά ο εγγίζων τα πτώματα των ακαθάρτων ζώων, που έπεσαν εις αυτά τα ύδατα, θα είναι ακάθαρτος. | 36 Ἑξαιροῦνται ὅμως αἱ πηγαὶ τῶν ὑδάτων καὶ αἱ στέρναι καὶ αἱ δεξαμεναὶ τοῦ νεροῦ. Τὸ νερὸ αὐτό, ἔστω καὶ ἂν πέσὴ πτῶμα ζώου εἰς αὐτό, θὰ εἶναι καθαρόν. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θὰ ἐγγίσῃ τὸ πτῶμα τοῦ ζώου, διὰ νὰ τὸ σύρῃ ἔξω ἀπὸ τὰ νερά, θὰ εἶναι ἀκάθαρτος. |
37 ἐὰν δὲ ἐπιπέσῃ ἀπὸ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἐπὶ πᾶν σπέρμα σπόριμον, ὃ σπαρήσεται, καθαρὸν ἔσται. | 37 Εάν πτώμα ακάθαρτον ζώου πέση εις ξηρόν σπέρμα, που προορίζεται δια σποράν, το σπέρμα αυτό θα είναι καθαρόν. | 37 Ἐὰν ἐπίσης πέσῃ κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα ζώων ἐπάνω εἰς κάθε εἴδους σπόρον, ποὺ σπείρεται εἰς τὴν γῆν, αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ σπαρῇ θὰ εἶναι καθαρόν. |
38 ἐὰν δὲ ἐπιχυθῇ ὕδωρ ἐπί πᾶν σπέρμα καὶ ἐπιπέσῃ τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτό, ἀκάθαρτόν ἐστιν ὑμῖν. | 38 Εάν όμως πέση νερό εις αυτό το σπέρμα, επάνω δε εις αυτό πέση πτώμα ακαθάρτου ζώου, το σπέρμα αυτό θα είναι δια σας ακάθαρτον. | 38 Ἐὰν ὅμως χυθῇ ἐπάνω εἰς κάθε εἶδους σπόρον νερὸ |
39 ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ τῶν κτηνῶν, ὃ ἐστιν ὑμῖν φαγεῖν τοῦτο, ὁ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων αὐτῶν ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας· | 39 Εάν ένα από τα καθαρά ζώα, το οποίον σας επιτρέπεται να φάγετε, αποθάνη, ο έγγιζων το πτώμα αυτού θα είναι ακάθαρτος μέχρι την εσπέραν. | 39 Καὶ ἐὰν πεθάνῃ κάποιο ἀπὸ τὰ ζῶα, ποὺ θεωρεῖται καθαρὸν καὶ δικαιοῦσθε νὰ τὸ τρώγετε, αὐτὸς ποὺ ἐγγίζει τὰ πτώματα τῶν ζώων αὐτοῦ τοῦ εἴδους, θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
40 καὶ ὁ ἐσθίων ἀπὸ τῶν θνησιμαίων τούτων πλυνεῖ τὰ ἱμάτια καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας· καὶ ὁ αἴρων ἀπὸ θνησιμαίων αὐτῶν πλυνεῖ τὰ ἱμάτια καὶ λούσεται ὕδατι καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 40 Εκείνος που τρώγει από το θνησιμαίον, έστω και καθαρού ζώου, θα πλύνη τα ενδύματά του, θα λουσθή ο ίδιος με νερό και θα είναι ακάθαρτος έως εσπέρας. | 40 Αὐτὸς δὲ ποὺ τρώγει κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα τῶν ἀνωτέρω ζώων, θὰ πλένῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. Καὶ αὐτὸς ποὺ σηκώνει κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα αὐτὰ πρέπει νὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ νὰ λουσθῇ μὲ νερὸ καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. |
41 Καὶ πᾶν ἑρπετόν, ὃ ἕρπει ἐπὶ τῆς γῆς, βδέλυγμα ἔσται τοῦτο ὑμῖν, οὐ βρωθήσεται. | 41 Καθε ερπετόν, που έρπει επί του εδάφους, θα είναι δια σας ακάθαρτον και δεν θα φαγωθή. | 41 Κάθε ἑρπετὸν ἐπίσης, ποὺ σύρεται ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ εἶναι σιχαμερὸν καὶ ἀκάθαρτον διὰ σᾶς. Δὲν θὰ τρώγεται. |
42 καὶ πᾶς ὁ πορευόμενος ἐπὶ κοιλίας καὶ πᾶς ὁ πορευόμενος ἐπὶ τέσσαρα διαπαντός, ὃ πολυπληθεῖ ποσὶν ἐν πᾶσι τοῖς ἑρπετοῖς τοῖς ἕρπουσιν ἐπὶ τῆς γῆς, οὐ φάγεσθε αὐτό, ὅτι βδέλυγμα ὑμῖν ἐστι. | 42 Καθε ζώον, το οποίον σύρεται με την κοιλίαν του και κάθε ένα το οποίον σύρεται πάντοτε με τα τέσσερα, όπως επίσης παν ερπετόν το οποίον έχει πολυάριθμα πόδια μεταξύ των άλλων ερπετών που έρπουν επί της γης, δεν θα φάγετε αυτό, διότι είναι ακάθαρτον. | 42 Καὶ κάθε εἴδους ζῶον, ποὺ μετακινεῖται συρόμενον ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὴν κοιλίαν του, καὶ καθένα ποὺ κινεῖται σὰν νὰ σύρεται συνεχῶς μὲ τὰ τέσσερα πόδια του, ἢ αὐτὸ ποὺ ἔχει πολλὰ πόδια (ὅπως ἡ κάμπη), μεταξὺ ὅλων τῶν ἑρπετῶν ποὺ σύρονται ἐπὶ τῆς γῆς, δεν θὰ τὸ τρώγετε, διότι εἶναι σιχαμερὸν καὶ ἀκάθαρτον διὰ σᾶς. καὶ πέσῃ ἐπάνω του κάτι ἀπὸ τὰ πτώματα τῶν ζώων, ὁ σπόρος αὐτὸς εἶναι διὰ σᾶς ἀκάθαρτος. |
43 καὶ οὐ μὴ βδελύξητε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖς ἑρπετοῖς τοῖς ἕρπουσιν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ οὐ μιανθήσεσθε ἐν τούτοις καὶ οὐκ ἀκάθαρτοι ἔσεσθε ἐν αὐτοῖς, | 43 Τηρήσατε αυτά και μη καταστήσετε ακαθάρτους τας ψυχάς σας τρώγοντες τα ερπετά αυτά, που σύρονται επί της γης· προσέξετε να μη μολυνθήτε τρώγοντες αυτά και γίνετε έτσι, εξ αιτίας των, ακάθαρτοι. | 43 Δὲν θὰ κάμνετε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας σιχαμεροὺς καὶ ἀκαθάρτους, μὲ τὸ νὰ τρώγετε ὅλα αὐτὰ τὰ ἑρπετά, ποὺ σύρονται ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ δεν θὰ μολύνεσθε μὲ αὐτὰ καὶ δέν θὰ εἶσθε ἀκάθαρτοι ἐξ αἰτίας των. |
44 ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, καὶ ἁγιασθήσεσθε καὶ ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιός εἰμι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, καὶ οὐ μιανεῖτε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖς ἑρπετοῖς τοῖς κινουμένοις ἐπὶ τῆς γῆς· | 44 Εγώ παραγγέλλω αυτά, διότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας· θα αγιάζεσθε και θα είσθε άγιοι, διότι εγώ ο Κυριος και Θεός σας είμαι άγιος. Μη μολύνεσθε με τα ερπετά, τα οποία κινούνται επάνω εις την γην. | 44 Παραγγέλλω δὲ νὰ μὴ μολύνεσθε μὲ αὐτά, διότι Ἑγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας καὶ πρέπει νὰ ἐξαγνισθῆτε καὶ νὰ εἶσθε ἅγιοι, ἐπειδὴ εἶμαι ἅγιος Ἑγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σας. Μὴ μολύνετε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἑρπετά, ποὺ σύρονται καὶ κινοῦνται ἐπὶ τῆς γῆς. |
45 ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ ἀναγαγὼν ὑμᾶς ἐκ τῆς Αἰγύπτου εἶναι ὑμῶν Θεός, καὶ ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιός εἰμι ἐγὼ Κύριος. | 45 Εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος σας έβγαλα ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου, δια να είμαι πάντοτε ο Θεός σας· να είσθε άγιοι, διότι άγιος είμαι εγώ ο Κυριος. | 45 Προσέχετε εἰς ὅσα σᾶς λέγω, διότι Ἑγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ποὺ σᾶς ἐπῆρα καὶ σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ εἶμαι ὁ Θεός σας, καὶ πρέπει νὰ εἶσθε ἅγιοι, διότι εἶμαι ἅγιος Ἑγώ, ὁ Κύριός σας. |
46 Οὗτος ὁ νόμος περὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν πετεινῶν καὶ πάσης ψυχῆς τῆς κινουμένης ἐν τῷ ὕδατι καὶ πάσης ψυχῆς ἑρπούσης ἐπὶ τῆς γῆς, | 46 Αυτός είναι ο νόμος ο περί των ζώων, και των πτηνών και πάσης ζωϊκής υπάρξεως, που ζη εις τα ύδατα και παντός ζώου, που έρπει εις την γην. | 46 Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀφορᾷ τὰ τετράποδα καὶ τὰ πτηνὰ καὶ κάθε ὑπαρξιν, ποὺ ζῇ καὶ κινεῖται μέσα εἰς τὰ νερά, καὶ κάθε ζῶον, ποὺ ἔρπει καὶ σύρεται εἰς τὴν γῆν. |
47 διαστεῖλαι ἀνὰ μέσον τῶν ἀκαθάρτων καὶ ἀνὰ μέσον τῶν καθαρῶν καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ζωογονούντων τὰ ἐσθιόμενα, καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ζωογονούντων τὰ μὴ ἐσθιόμενα. | 47 Αυτός είναι ο νόμος του διαχωρισμού μεταξύ των ακαθάρτων και των καθαρών, των ζωϊκών υπάρξεων που θα τρώγωνται, και των ζωϊκών υπάρξεων που δεν πρέπει να τρώγωνται”. | 47 Καὶ σᾶς δίδεται ὁ νόμος αὐτός, διὰ νὰ διακρίνετε μεταξὺ τῶν ἀκαθάρτων καὶ τῶν καθαρῶν καὶ μεταξὺ τῶν ζωϊκῶν ὀργανισμῶν, ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ τρώγωνται καὶ τῶν ζωϊκῶν ὀργανισμῶν, ποὺ δεν πρέπει νὰ τρώγωνται». |