Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· εἶπον τοῖς ἱερεῦσι τοῖς υἱοῖς ᾿Ααρὼν καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἐν ταῖς ψυχαῖς οὐ μιανθήσονται ἐν τῷ ἔθνει αὐτῶν, | 1 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “Λαλησε προς τους υιούς του Ααρών, τους ιερείς, και ειπέ προς αυτούς· Δεν πρέπει να μιανθούν και να καταστούν ακάθαρτοι πλησιάζοντες νεκρόν από τους ομοεθνείς των· | 1 |
2 ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ οἰκείῳ τῷ ἔγγιστα αὐτῶν, ἐπὶ πατρὶ καὶ μητρὶ καὶ υἱοῖς καὶ θυγατράσιν, ἐπ᾿ ἀδελφῷ | 2 μόνον επί τω θανάτω των πολύ στενών συγγενών των, δηλαδή του πατρός, της μητρός, των υιών και θυγατέρων, του αδελφού των, | 2 |
3 καὶ ἐπ᾿ ἀδελφῇ παρθένῳ τῇ ἐγγιζούσῃ αὐτῷ, τῇ μὴ ἐκδεδομένῃ ἀνδρί, ἐπὶ τούτοις μιανθήσεται. | 3 της αδελφής των η οποία είναι παρθένος, μένει μαζή των και δεν έχει ακόμη υπανδρευθή, επιτρέπεται να μιανθούν πλησιάζοντες αυτούς ως νεκρούς. | 3 |
4 οὐ μιανθήσεται ἐξάπινα ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ εἰς βεβήλωσιν αὐτοῦ. | 4 Δεν επιτρέπεται κανείς από τους υιούς Ααρών τους ιερείς να μιανθή και να γίνη ακάθαρτος, βεβηλώνων έτσι το αξίωμά του, με το να πλησιάση άλλον τινά νεκρόν εκ του λαού. | 4 |
5 καὶ φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ νεκρῷ καὶ τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος οὐ ξυρήσονται καὶ ἐπὶ τὰς σάρκας αὐτῶν οὐ κατατεμοῦσιν ἐντομίδας. | 5 Δεν θα ξυρίσουν την κεφαλήν των εις ένδειξιν πένθους δια τον θάνατον τινος, ούτε θα ξυρίσουν το έμπρασθεν από την γενειάδα των και δεν θα κάμουν εντομάς στο σώμα των. | 5 |
6 ἅγιοι ἔσονται τῷ Θεῷ αὐτῶν καὶ οὐ βεβηλώσουσι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ αὐτῶν· τὰς γὰρ θυσίας Κυρίου δῶρα τοῦ Θεοῦ αὐτῶν αὐτοὶ προσφέρουσι καὶ ἔσονται ἅγιοι. | 6 Πρέπει να είναι άγιοι αφιερωμένοι στον Θεόν και να μη μιαίνουν το όνομα του Θεού των με τοιαύτας νομικώς ακαθάρτους πράξεις, διότι αυτοί προσφέρουν τας αιματηράς και αναιμάκτους θυσίας προς τον Θεόν των. Δι' αυτό και πρέπει να είναι καθαροί και αμόλυντοι. | 6 |
7 γυναῖκα πόρνην καὶ βεβηλωμένην οὐ λήψονται καὶ γυναῖκα ἐκβεβλημένην ἀπὸ ἀνδρὸς αὐτῆς, ὅτι ἅγιός ἐστι Κυρίῳ τῷ Θεῷ αὐτοῦ. | 7 Οι ιερείς δεν θα νυμφευθούν γυναίκα πόρνην η και απλώς απωλέσασαν την τιμήν της η γυναίκα την οποίαν διεζεύχθη ο ανήρ της, διότι ο ιερεύς είναι άγιος, αφιερωμένος εις Κυριον τον Θεόν του. | 7 |
8 καὶ ἁγιάσεις αὐτόν. τὰ δῶρα Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν οὗτος προσφέρει· ἅγιος ἔσται, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων αὐτούς. | 8 Αυτόν τον καθαρόν και αμόλυντον ιερέα θα αφιερώσης εις την υπηρεσίαν του Θεού. Αυτός θα προσφέρη τας θυσίας προς Κυριον τον Θεόν. Θα είναι άγιος, διότι και εγώ, τον οποίον αυτός υπηρετεί, είμαι άγιος Κυριος, και εγώ αγιάζω αυτούς. | 8 |
9 καὶ θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι, τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτῆς αὐτὴ βεβηλοῖ, ἐπὶ πυρὸς κατακαυθήσεται. | 9 Εάν θυγάτηρ ιερέως μολυνθή εκτραπείσα εις πορνείαν και κηλυδώση έτσι το όνομα του πατρός της, θα καταδικάζεται στον δια πυρός θάνατον. | 9 |
10 Καὶ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, τοῦ ἐπικεχυμένου ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐλαίου τοῦ χριστοῦ καὶ τετελειωμένου ἐνδύσασθαι τὰ ἱμάτια, τὴν κεφαλὴν οὐκ ἀποκιδαρώσει καὶ τὰ ἱμάτια οὐ διαρρήξει, | 10 Ο μέγας όμως ιερεύς, ο αρχιερεύς μεταξύ όλου του λαού, εις την κεφαλήν του οποίου εχύθη το άγιον έλαιον και εχρίσθη και έγινε χριστός Κυρίου και κατέστη ικανός να ενδύεται τα αρχιερατικά άμφια, δεν θα αφαιρέση το κάλυμμα της κεφαλής του, δεν θα γυμνώση αυτήν εις ένδειξιν πένθους και δεν θα διαρρήξη τα ιμάτιά του. | 10 |
11 καὶ ἐπὶ πάσῃ ψυχῇ τετελευτηκυίᾳ οὐκ εἰσελεύσεται, ἐπὶ πατρὶ αὐτοῦ οὐδὲ ἐπὶ μητρὶ αὐτοῦ οὐ μιανθήσεται. | 11 Δεν θα πλησιάση κανένα απολύτως νεκρόν. Ούτε τον νεκρόν πατέρα του, ούτε την νεκράν μητέρα του, δια να μη μολυνθή και καταστή νομικώς ακάθαρτος πλησιάζων τα νεκρά σώματα εκείνων. | 11 |
12 καὶ ἐκ τῶν ἁγίων οὐκ ἐξελεύσεται καὶ οὐ βεβηλώσει τὸ ἡγιασμένον τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, ὅτι τὸ ἅγιον ἔλαιον τὸ χριστὸν τοῦ Θεοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ· ἐγὼ Κύριος. | 12 Δεν θα εξέλθη από την περιοχήν των ιερών τόπων, δια να παρακολουθήση την κηδείαν, έστω και των γονέων του, δια να μη μολύνη το αγιαστήριον του Θεού του, διότι αυτός ως χριστός Κυρίου εχρίσθη με το άγιον έλαιον του Θεού, το οποίον εχύθη εις την κεφαλήν του και ευρίσκεται εις αυτόν. Εγώ ο Κυριος παραγγέλλω ! | 12 |
13 οὗτος γυναῖκα παρθένον ἐκ τοῦ γένους αὐτοῦ λήψεται· | 13 Ο αρχιερεύς θα λάβη ως σύζυγον παρθένον εκ του γένους του. | 13 |
14 χήραν δὲ καὶ ἐκβεβλημένην καὶ βεβηλωμένην καὶ πόρνην, ταύτας οὐ λήψεται, ἀλλ᾿ ἢ παρθένον ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ λήψεται γυναῖκα. | 14 Δεν θα νυμφευθή χήραν η διεζευμένην η απολέσαααν την τιμήν της η πόρνην. Θα νυμφευθή παρθένον εκ του λαού του. | 14 |
15 καὶ οὐ βεβηλώσει τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ· ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων αὐτόν. | 15 Δεν θα μολύνη τους απογόνους του εγκαταλείπων υιούς από διαβεβλημένην σύζυγόν του. Εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος αγιάζω και θέλω άγιον αυτόν”. | 15 |
16 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 16 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· | 16 |
17 εἶπον ᾿Ααρών· ἄνθρωπος ἐκ τοῦ γένους σου εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, τινὶ ἐὰν ᾖ ἐν αὐτῷ μῶμος, οὐ προσελεύσεται προσφέρειν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ. | 17 “ειπέ στον Ααρών· άνθρωπος από το γένος σου και εις τας μετέπειτα γενεάς, ο οποίος θα έχη κάποιο σωματικόν ελάττωμα, δεν θα προσέλθη να γίνη ιερεύς και να προσφέρη τας θυσίας προς τον Θεόν αυτού. | 17 |
18 πᾶς ἄνθρωπος, ᾧ ἐστιν ἐν αὐτῷ μῶμος, οὐ προσελεύσεται, ἄνθρωπος τυφλὸς ἢ χωλὸς ἢ κολοβόριν ἢ ὠτότμητος | 18 Καθε άνθρωπος, δηλαδή, από τους απογόνους του Ααρών, ο οποίος έχει κάποιο σωματικόν ελάττωμα, κάποιαν αναπηρίαν, ο οποίος είναι τυφλός η χωλός η έχει κολοβήν και αντιφυσιολογικώς μικράν την ρίνα η έχει κομμένα τα αυτιά, | 18 |
19 ἢ ἄνθρωπος, ᾧ ἂν ᾖ ἐν αὐτῷ σύντριμμα χειρός, ἢ σύντριμμα ποδὸς | 19 η άνθρωπος ο οποίος έχει σπασμένον το χέρι η σπασμένον το ποδί, | 19 |
20 ἢ κυρτὸς ἢ ἔφηλος ἢ πτίλλος τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ ἄνθρωπος, ᾧ ἂν ᾖ ἐν αὐτῷ ψώρα ἀγρία, ἢ λειχὴν ἢ μονόρχις, | 20 η είναι κύρτος η έχει στίγματα ωσάν καρφιά στο πρόσωπόν του η έχει πρησμένα και μαδημένα τα βλέφαρα η έχει, αγρίαν ψώραν η λειχήνας, η είναι μονόρχις, | 20 |
21 πᾶς ᾧ ἐστιν ἐν αὐτῷ μῶμος ἐκ τοῦ σπέρματος ᾿Ααρὼν τοῦ ἱερέως, οὐκ ἐγγιεῖ τοῦ προσενεγκεῖν τὰς θυσίας τῷ Θεῷ σου, ὅτι μῶμος ἐν αὐτῷ· τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ οὐ προσελεύσεται προσενεγκεῖν. | 21 οιοσδήποτε από τους απογόνους του Ααρών, ο οποίος έχει κάποιο σωματικόν ελάττωμα, δεν θα πλησιάση στο θυσιαστήριον, δια να προσφέρη θυσίας στον Θεόν, διότι έχει σωματικόν μειονέκτημα· όχι, δεν θα πλησιάση να προσφέρη τα δώρα του Θεού. | 21 |
22 τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων φάγεται· | 22 Τα δώρα του Θεού είναι αγιώτατα, και από τα άγια αυτά επιτρέπεται να φάγη ο ιερεύς ο έχων σωματικόν ελάττωμα. | 22 |
23 πλὴν πρὸς τὸ καταπέτασμα οὐ προσελεύσεται καὶ πρὸς τὸ θυσιαστήριον οὐκ ἐγγιεῖ, ὅτι μῶμον ἔχει· καὶ οὐ βεβηλώσει τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ ἁγιάζων αὐτούς. | 23 Αλλά δεν θα πλησιάση στο καταπέτασμα και δεν θα εγγίση στο θυσιαστήριον, διότι έχει σωματικήν αναπηρίαν. Δεν θα μολύνη τον ιερόν χώρον του Θεού του, διότι εγώ είμαι ο Κυριος ο οποίος αγιάζω τους ιερείς”. | 23 |
24 καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς πρὸς ᾿Ααρὼν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πρὸς πάντας υἱοὺς ᾿Ισραήλ. | 24 Αυτάς τας εντολάς του Θεού τας ανεκοίνωσεν ο Μωϋσής στον Ααρών, στους υιούς του Ααρών και εις όλους τους Ισραηλίτας. | 24 |