Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 1 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· | 1 Καὶ ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
2 λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ὃς ἂν εὔξηται εὐχὴν ὥστε τιμὴν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τῷ Κυρίῳ, | 2 “ομίλησε προς τους Ισραηλίτας και ειπέ προς αυτούς· Ανθρωπος, ο οποίος έταξε τον εαυτόν του στον Θεόν, επιθυμεί δε να απαλλαγή αυτού του ταξίματος, η αξία δια την ζωήν του που θα καταβάλη στον Κυριον, | 2 «Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Ὅταν κάποιος τάξῃ εἰς τὸν Κύριον τὸν ἑαυτόν του ἢ ἄλλο πρόσωπον καὶ Θελήσῃ κατόπιν νὰ ἑξαγοράσῃ τὸ τάμα του καὶ νὰ καταβάλῃ εἰς χρῆμα τὴν ἀνάλογον ἀξίαν του εἰς τὸν Κύριον, ἂς γνωρίζῃ τὰ ἑξῆς: |
3 ἔσται ἡ τιμὴ τοῦ ἄρσενος ἀπὸ εἰκοσαετοῦς ἕως ἑξηκονταετοῦς, ἔσται αὐτοῦ ἡ τιμὴ πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου τῷ σταθμῷ τῷ ἁγίῳ, | 3 θα είναι δια μεν τον άρρενα, από είκοσι έως εξήκοντα ετών, πεντήκοντα αργυρά δίδραχμα ζυγισμένα με τα ζύγια που ισχύουν στον ιερόν τόπον (το δίδραχμον είχε βάρος 10,4 γραμμαρ.). | 3 Ἡ τιμὴ ἑξαγορᾶς τάματος ἀνδρὸς ἡλικίας ἀπὸ εἴκοσι ἐτῶν μέχρι καὶ ἑξῆντα θὰ εἶναι πενῆντα ἀσημένια δίδραχμα, βάσει τῆς τιμῆς τοῦ διδράχμου ποὺ κυκλοφορεῖ εἰς τὸν ἱερὸν χῶρον τῆς λατρείας. |
4 τῆς δὲ θηλείας ἔσται ἡ συντίμησις τριάκοντα δίδραχμα. | 4 Εάν όμως είναι θήλυ, η τιμή της εξαγοράς θα είναι τριάκοντα δίδραχμα. | 4 Ἡ δὲ τιμὴ ἑξαγορᾶς τάματος γυναικὸς θὰ εἶναι τριάντα δίδραχμα. |
5 ἐὰν δὲ ἀπὸ πεντεαετοῦς ἕως εἴκοσιν ἐτῶν, ἔσται ἡ τιμὴ τοῦ ἄρσενος εἴκοσι δίδραχμα, τῆς δὲ θηλείας δέκα δίδραχμα. | 5 Εάν είναι από πέντε έως είκοσιν ετών, το τίμημα της εξαγοράς του άρρενος θα είναι είκοσι δίδραχμα, του δε θήλεος δέκα δίδραχμα. | 5 Ἐὰν δὲ τὸ πρόσωπον ἔχῃ ἡλικίαν ἀπὸ πέντε ἐτῶν μέχρι εἴκοσι, ἢ τιμὴ τῆς ἑξαγορᾶς του θὰ εἶναι διὰ μὲν τὸ ἀγόρι εἴκοσι δίδραχμα, διὰ δὲ τὴν κόρην δέκα δίδραχμα. |
6 ἀπὸ δὲ μηνιαίου ἕως πενταετοῦς ἔσται ἡ τιμὴ τοῦ ἄρσενος πέντε δίδραχμα, τῆς δὲ θηλείας τρία δίδραχμα ἀργυρίου. | 6 Εάν δε είναι ενός μηνός μέχρι πέντε ετών, του άρρενος η εξαγορά θα είναι πέντε δίδραχμα αργυρά, του δε θήλεος τρία. | 6 Ὅταν δὲ εἶναι ἡλικίας ἀπὸ ἐνὸς μηνὸς μέχρι πέντε ἐτῶν, ἡ τιμὴ θὰ εἶναι διὰ μὲν τὸ ἀγόρι πέντε δίδραχμα, διὰ δὲ τὴν κόρην τρία ἀσημένια δίδραχμα. |
7 ἐὰν δὲ ἀπὸ ἑξηκονταετῶν καὶ ἐπάνω, ἐὰν μὲν ἄρσεν ᾖ, ἔσται ἡ τιμὴ αὐτοῦ πεντεκαίδεκα δίδραχμα ἀργυρίου, ἐὰν δὲ θήλεια, δέκα δίδραχμα. | 7 Εάν δε είναι εξήκοντα ετών και άνω, αν μεν είναι άρρην η τιμή της εξαγοράς αυτού θα είναι δεκαπέντε αργυρά δίδραχμα, εάν δε είναι θήλυ, δέκα. | 7 Ἐὰν δὲ τὸ πρόσωπον ἔχῃ ἡλικίαν ἀπὸ ἑξῆντα ἐτῶν καὶ ἄνω, ἡ τιμὴ ἑξαγορᾶς του, ἐὰν μὲν εἶναι ἄνδρας, θὰ εἶναι δεκαπέντε ἀσημένια δίδραχμα, καὶ ἐὰν εἶναι γυναῖκα, δέκα δίδραχμα. |
8 ἐὰν δὲ ταπεινὸς ᾖ τῇ τιμῇ, στήσεται ἐναντίον τοῦ ἱερέως, καὶ τιμήσεται αὐτὸν ὁ ἱερεύς· καθάπερ ἰσχύει ἡ χεὶρ τοῦ εὐξαμένου, τιμήσεται αὐτὸν ὁ ἱερεύς. | 8 Εάν όμως κανείς είναι πτωχός και αδυνατή να καταβάλη την τιμήν της εξαγοράς του, θα παρουσιασθή ενώπιον του ιερέως, και ο ιερεύς θα κανονίση την τιμήν. Θα την κανονίση αναλόγως της οικονομικής αντοχής αυτού, ο οποίος έκαμε το τάμα. | 8 Ἐὰν ὅμως αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ τάμα εἶναι πτωχὸς καὶ δὲν ἠμπορῇ νὰ ἀνταποκριθῇ εἰς τὴν ἀξίαν τοῦ τάματος, θὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τοῦ ἱερέως καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ προσδιορίσῃ ἐκεῖ τὴν τιμήν, ποὺ πρέπει νὰ καταβάλῃ. Θὰ ὁρίσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς τὸ ποσὸν ἀναλόγως πρὸς τὴν οἰκονομικὴν εὐχέρειαν ἐκείνου, ποὺ ἔκανε τὸ τάμα. |
9 ᾿Εὰν δὲ ἀπὸ τῶν πτηνῶν τῶν προσφερομένων ἀπ᾿ αὐτῶν δῶρον τῷ Κυρίῳ, ὃς ἂν δῷ ἀπὸ τούτων τῷ Κυρίῳ, ἔσται ἅγιον. | 9 Εάν κανείς έχη τάξει στον Κυριον ένα από τα καθαρά πτηνά, που προσφέρονται ως θυσία, θα προσφέρη στον Κυριον αυτό τούτο το πτηνόν. | 9 Ἐὰν δὲ κάποιος κάνῃ τάμα καὶ ὑποσχεθῇ νὰ προσφέρῃ ὡς δῶρον εἰς τὸν Κύριον ἕνα ἀπὸ τὰ πτηνὰ τὰ καθαρά, ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρωνται διὰ θυσίαν, ὀτιδήποτε θὰ προσφέρῃ ἀπὸ αὐτὰ εἰς τὸν Κύριον, θὰ εἶναι ἅγιον καὶ ἱερόν, ξεχωρισμένον διὰ τὸν ἅγιον Θεόν. |
10 οὐκ ἀλλάξει αὐτὸ καλὸν πονηρῷ, οὐδὲ πονηρὸν καλῷ· ἐὰν δὲ ἀλλάσσων ἀλλάξῃ αὐτὸ κτῆνος κτήνει, ἔσται αὐτὸ καὶ τὸ ἄλλαγμα ἅγια. | 10 Δεν θα αντικαταστήση το καθαρόν τούτο πτηνόν με άλλο κατώτερον ούτε το κατώτερον με άλλο καλύτερον. Εάν δε τάξης ένα από τα ζώα σου και αλλάξης αυτό με άλλο, θα προσφέρης στον Θεόν και το ζώον που έταξες, και το ζώον που προσέφερες ως αντάλλαγμα. | 10 Δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀλλάξῃ καὶ νὰ δώσῃ ἀντὶ τοῦ καλοῦ κάποιο ἄλλο χειρότερον, ἢ ἀντὶ τοῦ κατωτέρου κάποιο ἀνώτερον. Ἐὰν ὅμως ἀλλάξῃ ὁπωσδήποτε τὸ ζῶον ποὺ ἔταξε μὲ ἄλλο ζῶον, τότε καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο θὰ εἶναι ἅγια καὶ θὰ ἀνήκουν εἰς τὸν Κύριον. |
11 ἐὰν δὲ πᾶν κτῆνος ἀκάθαρτον, ἀφ᾿ ὧν οὐ προσφέρεται ἀπ᾿ αὐτῶν δῶρον τῷ Κυρίῳ, στήσει τὸ κτῆνος ἔναντι τοῦ ἱερέως, | 11 Εάν όμως τάξης προς τον Θεόν ζώον ακάθαρτον, από εκείνα τα οποία δεν πρέπει να πρασφέρωνται θυσία προς τον Θεόν, θα παρουσιάσης το ζώον ενώπιον του ιερέως, | 11 Καὶ ἐὰν τάξῃ εἰς τὸν Θεὸν ὁποιοδήποτε ἀκάθαρτον ζῶον, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρωνται διὰ θυσίαν εἰς τὸν Κύριον, θὰ φέρῃ καὶ θὰ παρουσιάσῃ τὸ ζῶον ἐνώπιον τοῦ ἱερέως· |
12 καὶ τιμήσεται αὐτὸ ὁ ἱερεὺς ἀνὰ μέσον καλοῦ καὶ ἀνὰ μέσον πονηροῦ, καὶ καθότι ἂν τιμήσηται αὐτὸ ὁ ἱερεύς, οὕτω στήσεται. | 12 ο δε ιερεύς θα εκτιμήση αυτό κατά τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που έχει, και κατά την εκτίμησιν του ιερέως θα κανονισθή εις χρήμα η αξία του. | 12 καὶ ὁ ἱερεὺς θὰ διατιμήσῃ τὸ ζῶον ἀναλόγως πρὸς τὰ πλεονεκτήματα καὶ μειονεκτήματά του. Συμφώνως δὲ πρὸς τὴν ἐκτίμησιν, ποὺ θὰ κάνῃ ὁ ἱερεύς, θὰ ὁρισθῇ σταθερὰ ἡ ἀξία του. |
13 ἐὰν δέ λυτρούμενος λυτρώσηται αὐτό, προσθήσει τὸ ἐπίπεμπτον πρὸς τὴν τιμὴν αὐτοῦ. | 13 Οταν, λοιπόν, θεληση ο ιδιοκτήτης του, να εξαγοράση το ζώον του ταξίματός του, θα πληρώση την τιμήν, που καθώρισεν ο ιερεύς, εις την οποίαν θα προσθέση και το εν πέμπτον της καθορισθείσης τιμής. | 13 Ἐὰν δὲ αὐτὸς ποὺ τὸ ἔταξε, θελήσῃ νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ μὲ χρήματα, θὰ πληρώσῃ καὶ ἓν πέμπτον ἐπὶ πλέον τῆς ὡρισμένης ἀξίας του. |
14 Καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἂν ἁγιάσῃ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἁγίαν τῷ Κυρίῳ, καὶ τιμήσεται αὐτὴν ὁ ἱερεύς, ἀνὰ μέσον καλῆς καὶ ἀνὰ μέσον πονηρᾶς· ὡς ἂν τιμήσηται αὐτὴν ὁ ἱερεύς, οὕτω σταθήσεται. | 14 Εάν ένας άνθρωπος θελήση να αφιερώση στον Κυριον την οικίαν του, ο ιερεύς θα εκτιμήση αυτήν αναλόγως των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της και η εκτίμησις αυτή του ιερέως θα έχη υσχύν. | 14 Ὅταν δὲ κάποιος ἄνθρωπος ἀφιερώσῃ τὸ σπίτι του εἰς τὸν Κύριον, διὰ νὰ εἶναι πλέον ἅγιον καὶ ἱερόν, θὰ τὸ διατιμήσῃ ὁ ἱερεὺς ἀναλόγως πρὸς τὰ πλεονεκτήματα καὶ τὰ μειονεκτήματά του. Καὶ θὰ μείνῃ πλέον σταθερὰ ἡ ἀξία του, ὅπως θὰ τὸ ἐκτιμήσῃ ὁ ἱερεύς. |
15 ἐὰν δὲ ὁ ἁγιάσας αὐτὴν λυτρῶται τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, προσθήσει ἐπ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπίπεμπτον τοῦ ἀργυρίου τῆς τιμῆς, καὶ ἔσται αὐτῷ. | 15 Εάν δε αυτός που έταξε την οικίαν του, θελήση να την εξαγοράση, θα προσθέση και το εν πέμπτον της αξίας της εις άργυρον, και η οικία θα είναι και θα μείνη ιδική του. | 15 Ἐὰν ὅμως αὐτός, ποὺ ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Κύριον τὸ σπίτι του, θελήσῃ νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ μὲ χρῆμα, θὰ καταβάλῃ ἐπὶ πλέον καὶ τὸ ἓν πέμπτον τῆς ἀξίας του εἰς χρῆμα καὶ τότε θὰ εἶναι ἰδικόν του. |
16 ᾿Εὰν δὲ ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ ἁγιάσῃ ἄνθρωπος τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔσται ἡ τιμὴ κατὰ τὸν σπόρον αὐτοῦ, κόρου κριθῶν πεντήκοντα δίδραχμα ἀργυρίου. | 16 Εάν δε κανείς τάξη στον Κυριον αγρόν από την κληρονομίαν του, η τιμή δια την εξαγοράν αυτού θα κανονισθή αναλόγως του ριπτομένου εις αυτόν σπόρου. Εάν ο σπόρος είναι βάρους ενός κόρου (201 περίπου κιλά), θα καταβάλη πεντήκοντα αργυρά δίδραχμα. | 16 Ἐὰν δὲ κάποιος ἄνθρωπος κάνῃ τάμα νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Κύριον μέρος ἀπὸ τὰ χωράφια, ποὺ εἶναι ἰδικά του κληρονομικῶς, ἡ ἀξία αὐτοῦ τοῦ κτήματος θὰ ὑπολογίζεται συμφώνως πρὸς τὸν σπόρον, ποὺ χρησιμοποιεῖται διὰ τὴν σποράν του, πενήντα δίδραχμα ἀσημένια διὰ κάθε κόρον, μὲ τὸν ὁποῖον ζυγίζουν τὸ κριθάρι. |
17 ἐὰν δὲ ἀπὸ τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς ἀφέσεως ἁγιάσῃ τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ, κατὰ τὴν τιμὴν αὐτοῦ στήσεται. | 17 Εάν κανείς τάξη τον αγρόν του από την αρχήν του έτους της αφέσεως, θα υπολογισθή ολόκληρος η αξία του, | 17 Καὶ ἐὰν τάξῃ τὸ χωράφι του εἰς τὸν Κύριον μὲ τὴν ἔναρξιν τοῦ Ἰωβηλαίου ἔτους, ὁπότε οὔτε θὰ τὸ σπείρῃ οὔτε θὰ τὸ θερίσῃ, θὰ καταβάλῃ εἰς τὸ ἀκέραιον ὅλον τὸ ποσόν, συμφώνως πρὸς τὴν ἐκτίμησίν τοῦ ἱερέως. |
18 ἐὰν δὲ ἔσχατον μετὰ τήν ἄφεσιν ἁγιάσῃ τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ, προσλογιεῖται αὐτῷ ὁ ἱερεὺς τὸ ἀργύριον ἐπὶ τὰ ἔτη τὰ ἐπίλοιπα, ἕως εἰς τὸν ἐνιαυτὸν τῆς ἀφέσεως, καὶ ἀνθυφαιρεθήσεται ἀπὸ τῆς συντιμήσεως αὐτοῦ. | 18 Εάν όμως τάξη τον αγρόν του μετά το έτος της αφέσεως, ο ιερεύς θα υπολογίση το αργύριον, που πρέπει να καταβληθή, αναλόγως του αριθμού των ετών, τα οποία υπολείπονται μέχρι του έτους της αφέσεως και θα αφαιρέση από την αξίαν του αγρού το σχετικόν ποσόν. | 18 Ἐὰν ὅμως τάξῃ τὸ χωράφι του, ἀφοῦ θὰ ἔχῃ περάσει πλέον τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος τῆς ἀφέσεως, θὰ λογαριάσῃ ὁ ἱερεὺς τὸ χρηματικὸν ποσόν, ποὺ θὰ ἐξοδεύσῃ αὐτὸς διὰ τὸ χωράφι μέσα εἰς τὰ χρόνια ποὺ ὑπολείπονται ἕως τὸ ἑπόμενον Ἰωβηλαῖον ἔτος, καὶ θὰ ἀφαιρέσῃ τὰ ἔξοδά του ἀπὸ τὴν ὁλικὴν ἀξίαν τοῦ κτήματος. |
19 ἐὰν δὲ λυτρῶται τὸν ἀγρὸν ὁ ἁγιάσας αὐτόν, προσθήσει τὸ ἐπίπεμπτον τοῦ ἀργυρίου πρὸς τὴντιμὴν αὐτοῦ, καὶ ἔσται αὐτῷ. | 19 Οπωσδήποτε εκείνος ο οποίος θα θελήση να εξαγοράση τον αγρόν του ταξίματός του, θα προσθέση εις την τιμήν, που θα καθορισθή, και το εν πέμπτον ακόμη, και έτσι ο αγρός θα είναι ιδικός του. | 19 Ἐὰν κάποιος, ποὺ ἔταξε τὸ χωράφι του, θελήσῃ νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ μὲ χρήματα, θὰ καταβάλῃ καὶ ἓν πέμπτον ἐπὶ πλέον τῆς χρηματικῆς ἀξίας του καὶ τότε θὰ εἶναι ἰδικόν του. |
20 ἐὰν δὲ μὴ λυτρῶται τὸν ἀγρόν, καὶ ἀποδῶται τὸν ἀγρὸν ἀνθρώπῳ ἑτέρῳ, οὐκέτι μὴ λυτρώσηται αὐτόν. | 20 Εάν όμως δεν θέλη να εξαγοράση τον αγρόν του, τον πωλήση δε βεβαρημένον, όπως είναι, εις άλλον άνθρωπον, δεν δύναται πλέον να τον εξαγοράση· | 20 Ἐὰν ὅμως δὲν καταβάλῃ τὰ λύτρα διὰ τὴν ἑξαγορὰν τοῦ κτήματος ποὺ ἔταξε, ἀλλὰ τὸ πωλήσῃ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς ἄλλον ἄνθρωπον, δὲν θὰ δικαιοῦται πλέον νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ οὐδέποτε. |
21 ἀλλ᾿ ἔσται ὁ ἀγρὸς ἐξεληλυθυίας τῆς ἀφέσεως ἅγιος τῷ Κυρίῳ, ὥσπερ ἡ γῆ ἡ ἀφωρισμένῃ· τῷ ἱερεῖ ἔσται κατάσχεσις αὐτοῦ. | 21 αλλά όταν θα έλθη το έτος της αφέσεως, ο αγρός θα είναι αφιερωμένος στον Κυριον, όπως άλλωστε όλη η γη ανήκει στον Κυριον. Ο αγρός θα γίνη ιδιοκτησία των ιερέων. | 21 Τὸ χωράφι αὐτό, ὅταν θὰ περάσῃ τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος τῆς ἀφέσεως, κατὰ τὸ ὁποῖον ἀκυρώνονται αἱ ἀγοραπωλησίαι, θὰ ἀνήκῃ εἰς τὸν Κύριον, ὅπως κάθε κτῆμα ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν. Θὰ περιέλθῃ εἰς τὰ χέρια τῶν ἱερέων. |
22 ᾿Εὰν δὲ ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ οὗ κέκτηται, ὃς οὐκ ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ, ἁγιάσῃ τῷ Κυρίῳ, | 22 Εάν τάξη αγρόν, ο οποίος δεν περιήλθεν εις την ιδιοκτησίαν του από κληρονομίαν αλλά από αγοράν, | 22 Ἐὰν ὅμως τάξῃ εἰς τὸν Κύριον μέρος ἀπὸ τὰ χωράφια, ποὺ ἀπέκτησεν ὁ ἴδιος, καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχε κληρονομικῶς, |
23 ὁ ἱερεὺς λογιεῖται πρὸς αὐτὸν τὸ τέλος τῆς τιμῆς ἐκ τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς ἀφέσεως, καί ἀποδώσει τὴν τιμὴν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἅγιον τῷ Κυρίῳ. | 23 ο ιερεύς θα λογαριάση την αξαν του αγρού αναλόγως των ετών, που υπολείπονται μέχρι του έτους της αφέσεως, και ο θέλων να εξαγοράση αυτόν τον αγρόν του ταξίματός του θα καταβάλη προς τον Κυριον κατά την ημέραν αυτήν το κανονισθέν τίμημα. | 23 ὁ ἱερεὺς θὰ λογαριάσῃ εἰς αὐτὸν τὴν χρηματικὴν ἀξίαν τοῦ κτήματος ἀναλόγως τοῦ χρόνου, ποὺ μεσολαβεῖ μέχρι τοῦ νέου Ἰωβηλαίου ἔτους, καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ καταβάλῃ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν ὡρισμένην ἀξίαν ὡς ἁγίαν προσφορὰν διὰ τὸν Κύριον. |
24 καὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῆς ἀφέσεως ἀποδοθήσεται ὁ ἀγρὸς τῷ ἀνθρώπῳ παρ᾿ οὗ κέκτηται αὐτόν, οὗ ἦν ἡ κατάσχεσις τῆς γῆς. | 24 Κατά δε το έτος της αφέσεως ο αγρός θα αποδοθή στον πρώτον αυτού ιδιοκτήτην, ο οποίος εκ κληρονομίας είχεν αυτόν ως ιδιοκτησίαν. | 24 Ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ Ἰωβηλαῖον ἔτος, τὸ χωράφι αὐτὸ θὰ ἐπιστραφῇ εἰς τὸν πρῶτον ἰδιοκτήτην του, ποὺ τὸ εἶχε κληρονομικῶς καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον τὸ ἀγόρασεν ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔταξε. |
25 καὶ πᾶσα τιμὴ ἔσται σταθμίοις ἁγίοις· εἴκοσιν ὀβολοὶ ἔσται τὸ δίδραχμον. | 25 Καθε εκτίμησις θα γίνεται σύμφωνα με τα ιερά ζύγια. Είκοσι οβολοί θα είναι ένα δίδραχμον. | 25 Κάθε δὲ ἐκτίμησις θὰ γίνεται μὲ τὰ μέτρα καὶ σταθμὰ καὶ νομίσματα, ποὺ κυκλοφοροῦν εἰς τὸν ἅγιον τόπον τῆς λατρείας. Τὸ δίδραχμον θὰ ἰσοῦται μὲ εἴκοσι ὀβολούς. |
26 Καὶ πᾶν πρωτότοκον ὃ ἐὰν γένηται ἐν τοῖς κτήνεσί σου, ἔσται τῷ Κυρίῳ, καὶ οὐ καθαγιάσει αὐτὸ οὐδείς· ἐάν τε μόσχον ἐάν τε πρόβατον, τῷ Κυρίῳ ἐστίν. | 26 Καθε πρωτότοκον, το οποίον θα γεννήσουν τα ζώα σου ανήκει στον Κυριον, και άρα δεν ημπορεί κανείς να το τάξη, διότι είτε μόσχος είναι είτε πρόβατον, ανήκει στον Κυριον. | 26 Κάθε δὲ πρωτότοκον, ποὺ θὰ γεννηθῇ εἰς τὰ ζῶα σου, θὰ ἀνήκῃ εἰς τὸν Κύριον. Καὶ δὲν δικαιοῦται κανεὶς νὰ τάξῃ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ εἰς τὸν Κύριον, διότι αὐτά, εἴτε εἶναι μοσχάρι εἴτε πρόβατον, ἀνήκουν αὐτοδικαίως ἀπὸ τὴν στιγμὴν τῆς γεννήσεώς των εἰς τὸν Κύριον. |
27 ἐὰν δὲ τῶν τετραπόδων τῶν ἀκαθάρτων ἀλλάξῃ κατὰ τὴν τιμὴν αὐτοῦ, καὶ προσθήσει τὸ ἐπίπεμπτον πρὸς αὐτό, καὶ ἔσται αὐτῷ· ἐὰν δὲ μὴ λυτρῶται, πραθήσεται κατὰ τὸ τίμημα αὐτοῦ. | 27 Εάν τάξη ένα από τα τετράποδα ακάθαρτα ζώα, θα ανταλλάξη αυτό με χρήματα, θα προσθέση το εν πέμπτον της αξίας επί πλέον, και έτσι το ζώον του ταξίματος θα του ανήκη. Εάν όμως δεν το εξαγοράση, τότε αυτό θα πωληθή εις άλλον εις την τιμήν, την οποίαν έχει ορίσει ο ιερεύς. | 27 Ἐὰν ὅμως κάποιος τάξῃ ἀπὸ τὰ πρωτότοκα, ποὺ περιλαμβάνονται εἰς τὰ ἀκάθαρτα ζῶα, τὰ ὁποῖα δὲν προσφέρονται ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον, ἠμπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσῃ τὸ τάμα του μὲ τὴν ἀνάλογον χρηματικὴν ἀξίαν του καὶ νὰ καταβάλῃ καὶ ἓν πέμπτον ἐπὶ πλέον τῆς ἀξίας του καὶ θὰ εἶναι πλέον τὸ ζῶον ἰδικόν του. Ἐὰν ὅμὼς δὲν θέλῃ νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ μὲ χρήματα, θὰ πωληθῇ αὐτὸ εἰς ἄλλον ἀναλόγως πρὸς τὴν ἐκτίμησίν του ἀπὸ τὸν ἱερέα. |
28 πᾶν δὲ ἀνάθεμα, ὃ ἐὰν ἀναθῇ ἄνθρωπος τῷ Κυρίῳ ἀπὸ πάντων, ὅσα αὐτῷ ἐστιν, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἀπὸ ἀγροῦ κατασχέσεως αὐτοῦ, οὐκ ἀποδώσεται, οὐδὲ λυτρώσεται· πᾶν ἀνάθεμα ἅγιον ἁγίων ἔσται τῷ Κυρίῳ. | 28 Καθε τι που έχει αφιερώσει κανείς προς τον Θεόν, από όλα όσα του ανήκουν, με τάξιμον ανέκκλητον, από άνθρωπον έως ζώον και από αγρόν της κληρονομίας του, δεν επιτρέπεται να το πωλήση εις άλλον ούτε να το εξαγοράση. Καθε τέτοιο αφιέρωμα θα είναι αγιώτατον, αφιερωμένον οριστικώς στον Κυριον. | 28 Κάθε δὲ ἀφιέρωμα, ποὺ θὰ τὸ ἀφιερώσῃ ἕνας ἄνθρωπος εἰς τὸν Κύριον ἐπισήμως, ἐνόρκως καὶ ἀμετακλήτως ἀπὸ ὅλα, ὅσα εἶναι ἰδικά του, δηλαδὴ ἀπὸ ἀνθρώπου μέχρι ζώου καὶ μέχρι κτήματος, ποὺ εἶναι ἰδικόν του κληρονομικῶς, δὲν δικαιοῦται πλέον νὰ τὸ πωλήσῃ ἢ νὰ τὸ ἑξαγοράσῃ μὲ χρήματα. Κάθε τέτοιο ἀφιέρωμα εἶναι ἁγιώτατον, ξεχωρισμένον ὁριστικῶς διὰ τὸν Κύριον. |
29 καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἀνατεθῇ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων, οὐ λυτρωθήσεται, ἀλλὰ θανάτῳ θανατωθήσεται. | 29 Καθε άνθρωπος, ο οποίος δια ταξίματος ανεκκλήτου θα ταχθή εξ ολοκλήρου στον Κυριον, δεν είναι δυνατόν να εξαγορασθή αλλά θα μένη αφιερωμένος μέχρι θανάτου στον Θεόν. | 29 Ὁποιοσδήποτε ἐπίσης ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀφιερωθῇ εἰς τὸν Κύριον ἐπισήμως, ἐνόρκως καὶ ὁριστικῶς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑξαγορασθῇ μὲ χρήματα, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀφιερωμένος ἕως θανάτου εἰς τὸν Θεόν. |
30 Πᾶσα δεκάτη τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ σπέρματος τῆς γῆς καὶ τοῦ καρποῦ τοῦ ξυλίνου τῷ Κυρίῳ ἐστίν, ἅγιον τῷ Κυρίῳ. | 30 Το εν δέκατον από όσα σπείρονται στους αγρούς και το εν δέκατον από τους καρπούς των καρποφόρων δένδρων ανήκει στον Κυριον· θα είναι αφιερωμένον εις αυτόν. | 30 Τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ ὅσα παράγει ἡ γῆ, ἀπὸ τὰ προϊόντα δηλαδὴ ποὺ σπείρονται εἰς τὰ χωράφια, καὶ ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων, ἀνήκει εἰς τὸν Κύριον. Εἶναι ἰδιαιτέρα ἁγία μερὶς τοῦ Κυρίου. |
31 ἐὰν δὲ λυτρῶται λύτρῳ ἄνθρωπος τὴν δεκάτην αὐτοῦ, τὸ ἐπίπεμπτον προσθήσει πρὸς αὐτόν, καὶ ἔσται αὐτῷ. | 31 Εάν όμως θελήση κανείς να εξαγοράση αυτήν την δεκάτην, θα καταβάλη επί πλέον και το εν πέμπτον της αξίας της, και η δεκάτη θα είναι ιδική του. | 31 Ἐὰν δὲ κάποιος ἄνθρωπος θελήσῃ νὰ ἑξαγοράσῃ μὲ χρηματικὸν λύτρον αὐτὸ τὸ ἓν δέκατον τῶν προϊόντων του, ποὺ ἀνήκει εἰς τὸν Κύριον, θὰ καταβάλῃ καὶ ἓν πέμπτον ἐπὶ πλέον τῆς ἀξίας του καὶ τότε θὰ εἶναι ἰδικόν του. |
32 καὶ πᾶσα δεκάτη βοῶν, καὶ προβάτων καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῷ ἀριθμῷ ὑπὸ τὴν ράβδον, τὸ δέκατον ἔσται ἅγιον τῷ Κυρίῳ. | 32 Το εν δέκατον των βοών και των προβάτων, όπως επίσης και το εν δέκατον παντός άλλου ζώου, από εκείνα που αριθμούνται με την ειδικώς βαμμένην δι' ερυθρού χρώματος ράβδον, θα ανήκη στον Κυριον. | 32 Καὶ τὸ ἓν δέκατον ἐπίσης ἀπὸ τὰ βόδια καὶ ἀπὸ τὰ πρόβατα, καθὼς καὶ τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ ὅλα τὰ ζῶα, ποὺ τὰ ἀριθμεῖ καὶ τὰ σημαδεύει μὲ τὸ κοκκινοβαμμένο ραβδί του ὁ βοσκὸς εἰς τὴν στάνην, θὰ εἶναι ἅγιον, ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον. |
33 οὐκ ἀλλάξεις καλὸν πονηρῷ, οὐδὲ πονηρὸν καλῷ· ἐὰν δὲ ἀλλάσσων ἀλλάξῃς αὐτό, καὶ τὸ ἄλλαγμα αὐτοῦ ἔσται ἅγιον, οὐ λυτρωθήσεται. | 33 Δεν θα αντικαταστήσης το καλόν με το κατώτερον, ούτε το κατώτερον με το καλύτερον. Εάν τυχόν και κάμης αυτήν την ανταλλαγήν, θα αφιερώσης και τα δύο ζώα στον Κυριον και δεν επιτρέπεται να εξαγοράσης αυτά”. | 33 Δὲν θὰ ἀνταλλάξῃς ἕνα καλὸν ζώον μὲ κάποιο χειρότερον, ἢ ἕνα κατώτερον μὲ κάποιο ἀνώτερον. Ἐὰν ὅμως κάνῃς τὴν ἀνταλλαγήν, τότε καὶ τὸ δεύτερον ζῶον, ὅπως καὶ τὸ πρῶτον, θὰ εἶναι ἅγιον, ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον καὶ δεν θὰ εἶναι δυνατὸν να ἑξαγορασθῇ καὶ αὐτὸ μὲ χρήματα». |
34 Αὗταί εἰσιν αἱ ἐντολαί, ἃς ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ πρὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ ὄρει Σινά. | 34 Αυταί είναι αι εντολαί, τας οποίας έδωσεν ο Κυριος δια του Μωϋσέως προς τους Ισραηλίτας στο όρος Σινά. | 34 Αὐταὶ εἶναι αἱ ἐντολαὶ τὰς ὁποίας παρήγγειλεν ὁ Κύριος εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ τοῦ Μωϋσέως εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ. |