Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:53
Σελ. 10 ημ.
286-80
16ος χρόνος, 6083η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26 (ΚϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΥ ποιήσετε ὑμῖν αὐτοῖς χειροποίητα, οὐδὲ γλυπτά, οὐδὲ στήλην ἀναστήσετε ὑμῖν, οὐδὲ λίθον σκοπὸν θήσετε ἐν τῇ γῇ ὑμῶν προσκυνῆσαι αὐτῷ· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. 1 Δεν θα κατασκευάσετε ποτέ δια τον εαυτόν σας χειροιποίητα είδωλα ούτε γλυπτά αγάλματα θεών, ούτε θα στήσετε ποτέ ειδωλολατρικήν στήλην, ούτε θα θέσετε εις κανένα σημείον της χώρας σας περίοπτον λίθον, ώστε να προσκυνήτε αυτόν. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. 1 Δὲν θὰ κατασκευάσετε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας χειροποίητα εἴδωλα, οὔτε γλυπτὰ ἀγάλματα θεῶν, οὔτε θὰ ὑψώσετε ἐμπρός σας σὰν τοὺς εἰδωλολάτρας στήλην, ποὺ νὰ συμβολίζῃ κάποιον θεόν, οὔτε θὰ τοποθετήσετε εἰς τὴν χώραν σας περίοπτον λίθον μὲ γλυπτὰς παραστάσεις, διὰ νὰ τὸν ἀτενίζετε καὶ νὰ τὸν προσκυνῆτε ὡς θεόν. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας.
2 τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε, καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων μου φοβηθήσεσθε· ἐγώ εἰμι Κύριος. 2 Θα φυλάξετε την αργίαν και αγιότητα των σαββάτων, θα σέβεσθε και θα φοβήσθε τα άγια μου, (την Σκηνήν του Μαρτυρίου και τα εν αυτή). Εγώ είμαι ο Κυριος. 2 Θὰ τηρῆτε τὰς ἡμέρας τῆς ἀργίας, ποὺ εἶναι ἀφιερωμέναι εἰς Ἐμέ, καὶ θὰ εὐλαβῆσθε τὰ ἅγια πράγματα καὶ πρόσωπα, ποὺ ἀνήκουν εἰς Ἐμέ. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος.
3 ᾿Εὰν τοῖς προστάγμασί μου πορεύησθε καὶ τὰς ἐντολάς μου φυλάσσησθε καὶ ποιήσητε αὐτάς, 3 Εάν πορεύεσθε σύμφωνα με τα προστάγματά μου, εάν φυλάττετε και εφαρμόζετε τας εντολάς μου, 3 Ἐὰν ζῆτε συμφώνως πρὸς τὰ προστάγματά μου καὶ τηρῆτε τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰς ἐφαρμόζετε,
4 καὶ δώσω τὸν ὑετὸν ὑμῖν ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καὶ ἡ γῆ δώσει τὰ γενήματα αὐτῆς καὶ τὰ ξύλα τῶν πεδίων ἀποδώσει τὸν καρπὸν αὐτῶν. 4 εγώ θα δώσω στον κατάλληλον καιρόν την βροχήν και η γη θα αποδώση τα γεννήματά της και τα καρποφόρα δένδρα των πεδιάδων θα δώσουν τους καρπούς των. 4 θὰ στέλλω ἐγὼ διὰ σᾶς τὴν βροχὴν εἰς τὸν καιρόν της καὶ ἡ γῆ θὰ δίδῃ ἄφθονα τὰ προϊόντα της καὶ τὰ δένδρα τῶν πεδιάδων θὰ δίδουν πλουσίους τοὺς καρπούς των.
5 καὶ καταλήψεται ὑμῖν ὁ ἁλοητὸς τὸν τρυγητόν, καὶ ὁ τρυγητὸς καταλήψεται τὸν σπόρον, καὶ φάγεσθε τὸν ἄρτον ὑμῶν εἰς πλησμονὴν καὶ κατοικήσετε μετὰ ἀσφαλείας ἐπὶ τῆς γῆς ὑμῶν, καὶ πόλεμος οὐ διελεύσεται διὰ τῆς γῆς ὑμῶν. 5 Η γη θα καρποφορή πλουσίως, ώστε το αλώνισμα των σιτηρών, πλούσιον καθώς θα είναι, θα διαρκή μέχρι του τρυγητού των αμπέλων και το τρύγημα των σταφυλών θα διαρκή έως την εποχήν της νέας σποράς. Θα φάγετε πλούσια τα αγαθά της γης, θα χορτάσετε από αυτά, θα κατοικήτε ασφαλείς εις την χώραν σας και πόλεμος δεν θα πέραση από αυτήν. 5 Θὰ εἶναι δὲ τόσον πολλὰ τὰ σιτηρά, ὥστε θὰ μένουν δι' ἁλώνισμα ἕως τὴν ἐποχὴν τοῦ τρύγου καὶ ὁ τρύγος θὰ συνεχίζεται ἕως τὸν καιρὸν τῆς σπορᾶς. Θὰ τρῶτε ἐπίσης ἄφθονον τὸ ψωμι σας καὶ θὰ χορταίνετε καὶ θὰ κατοικῆτε εἰς τὴν χώραν σας μὲ ἀσφάλειαν, χωρὶς καμμίαν ἀνησυχίαν καὶ δὲν θὰ περάσῃ πόλεμος καταστρεπτικὸς μέσα ἀπὸ τὴν χώραν σας.
6 καὶ δώσω εἰρήνην ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, καὶ κοιμηθήσεσθε, καὶ οὐκ ἔσται ὑμᾶς ὁ ἐκφοβῶν, καὶ ἀπολῶ θηρία πονηρὰ ἐκ τῆς γῆς ὑμῶν. 6 Θα δώσω ειρήνην εις την χώραν σας, θα κοιμάσθε ήσυχοι και δεν θα υπάρχη κανείς, που να σας εκφοβίζη. Θα καταστρέψω τα άγρια και αιμοβόρα θηρία από την χώραν σας· 6 Θὰ χαρίσω δὲ εἰρήνην εἰς τὴν χώραν σας καὶ θὰ κοιμᾶσθε ἥσυχοι καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ σᾶς ταράσσῃ καὶ νὰ σᾶς φοβίζῃ. Θὰ ἑξαφανίσω ἐπίσης ἀπὸ τὴν χώραν σας καὶ τὰ ἄγρια καὶ ἁρπακτικὰ θηρία.
7 καὶ διώξεσθε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καὶ πεσοῦνται ἐναντίον ὑμῶν φόνῳ· 7 θα καταδιώξετε και θα κατανικήσετε τους εχθρούς σας και θα τους ίδετε να πίπτουν φονευμένοι ενώπιόν σας. 7 Θὰ καταδιώξετε δὲ καὶ τοὺς ἐχθρούς σας καὶ θὰ πέσουν νεκροὶ ἐμπρός σας.
8 καὶ διώξονται ἐξ ὑμῶν πέντε ἑκατόν, καὶ ἑκατὸν ὑμῶν διώξονται μυριάδας. καὶ πεσοῦνται οἱ ἐχθροὶ ὑμῶν ἐναντίον ὑμῶν μαχαίρᾳ. 8 Πέντε από σας θα καταδιώκουν εκατόν εχθρούς και εκατόν από σας θα καταδιώκουν αναριθμήτους εχθρούς· και οι εχθροί σας θα πίπτουν εν στόματι μαχαίρας νεκροί ενώπιόν σας. 8 Θὰ ἔχετε μάλιστα τόσην δύναμιν, ὥστε πέντε ἄνδρες ἀπὸ σᾶς θὰ καταδιώκουν ἑκατὸν ἐχθροὺς καὶ ἑκατὸν ἰδικοί σας θὰ καταδιώκουν δεκάδες χιλιάδων ἐχθρούς. Καὶ θὰ πέφτουν οἱ ἐχθροί σας ἐμπρός σας, φονευμένοι ἀπὸ τὸ μαχαίρι σας.
9 καὶ ἐπιβλέψω ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ αὐξανῶ ὑμᾶς καὶ πληθυνῶ ὑμᾶς καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου μεθ᾿ ὑμῶν. 9 Εγώ θα επιβλέψω εις σας με στοργήν και ευμένειαν. Θα σας πληθύνω εις λαόν πολύν και θα κρατήσω και θα εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου προς σας. 9 Θὰ στηρίξω ἐπίσης τὸ βλέμμα μου ἐπάνω σας μὲ στοργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ θὰ αὐξήσω τὸν ἀριθμόν σας καὶ θὰ σᾶς πληθύνω καὶ θὰ κρατήσω ἀμετακίνητον τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἔκανα μαζί σας, καὶ θὰ τηρήσω τὰς ὑποσχέσεις μου.
10 καὶ φάγεσθε παλαιὰ καὶ παλαιὰ παλαιῶν, καὶ παλαιὰ ἐκ προσώπου νέων ἐξοίσετε. 10 Θα έχετε υπερπαραγωγήν αγαθών, ώστε να τρώγετε παλαιά και παλαιότερα προϊόντα της γης. Θα ρίπτετε έξω από τας αποθήκας σας παλαιά γεννήματα, δια να γεμίζετε αυτάς με τα πλούσια εισοδήματα νέας συγκομιδής. 10 Θὰ ἔχετε δὲ τόσον πολλὰ γεννήματα, ὥστε θὰ τρῶτε ἀπὸ τὰ παλαιὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἀκόμη παλαιότερα τῶν προηγουμένων ἐσοδειῶν θὰ ἀναγκάζεσθε μάλιστα νὰ ἀδειάζετε τὰς ἀποθήκας σας καὶ νὰ πετάτε τὰ παλαιά, διὰ νὰ βάλετε μέσα τὰ νέα γεννήματα σας.
11 καὶ θήσω τὴν σκηνήν μου ἐν ὑμῖν, καὶ οὐ βδελύξεται ἡ ψυχή μου ὑμᾶς, 11 Θα στήσω την Σκηνήν μου και το κατοικητήριόν μου ανά μέσον σας και δεν θα σας αηδιάση η ψυχή μου. 11 Θὰ ἐγκαταστήσω ἐπίσης τὴν ἱερὰν Σκηνὴν τῆς κατοικίας μου μέσα εἰς τὸν τόπον, ὅπου θὰ διαμένετε, καὶ δὲν θὰ σᾶς σιχαθῇ ἡ ψυχή μου παρ' ὅλας τὰς ἀδυναμίας σας.
12 καὶ ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καὶ ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός. 12 Θα περιπατώ εν μέσω υμών. Θα είμαι ο Θεός σας και σεις θα είσθε ο λαός μου. 12 Καὶ θὰ περιπατῶ ἀνάμεσά σας καὶ θὰ εἶμαι ὁ Θεός σας καὶ σεῖς θὰ εἶσθε ὁ λαὸς ὁ ἰδικός μου.
13 ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὄντων ὑμῶν δούλων, καὶ συνέτριψα τὸν δεσμὸν τοῦ ζυγοῦ ὑμῶν καὶ ἤγαγον ὑμᾶς μετὰ παρρησίας. 13 Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος, όταν ήσθε δούλοι εις την Αίγυπτον, σας έβγαλα από εκεί ελευθέρους και συνέτριψα τον ζυγόν της δουλείας σας και σας οδήγησα με δύναμιν εις την γην της επαγγελίας. 13 Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεός σας, Ἐγὼ ποὺ σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἦσθε σκλάβοι, καὶ συνέτριψα τὰ δεσμὰ τῆς τυραννίας σας καὶ σᾶς ὠδήγησα μέχρι τώρα μὲ ἐπεμβάσεις τῆς δυνάμεώς μου ἔτσι, ὥστε νὰ ἔχετε τὸ μέτωπον ὑψηλά.
14 ἐὰν δέ μὴ ὑπακούσητέ μου, μὴ δὲ ποιήσητε τὰ προστάγματά μου ταῦτα, 14 Εάν όμως δεν με υπακούσετε και δεν εφαρμόσετε αυτάς τας εντολάς μου, 14 Ἐὰν ὅμὼς δεν ὑπακούσετε εἰς Ἐμὲ καὶ δὲν τηρήσετε τὰς διαταγάς μου αὐτάς,
15 ἀλλὰ ἀπειθήσητε αὐτοῖς καὶ τοῖς κρίμασί μου προσοχθίσῃ ἡ ψυχὴ ὑμῶν, ὥστε ὑμᾶς μὴ ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολάς μου, ὥστε διασκεδάσαι τήν διαθήκην μου, 15 αλλά παρακούσετε και παραβήτε αυτάς, αποστραφή δε και αηδιάση η ψυχή σας τας αποφάσεις μου, ώστε με την παρακοήν σας αυτήν να διαλύσετε την συμφωνίαν μου, 15 ἀλλὰ δείξετε ἀπείθειαν εἰς τὰ προστάγματά μου καὶ ἀποστραφῇ ἡ ψυχή σας τὰς ἐντολάς μου ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ τηρήσετε ὅλας τὰς ἐντολάς μου καὶ νὰ διαλύσετε μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τὴν συμφωνίαν μου μαζί σας,
16 καὶ ἐγὼ ποιήσω οὕτως ὑμῖν· καὶ ἐπιστήσω ἐφ᾿ ὑμᾶς τὴν ἀπορίαν, τήν τε ψώραν, καὶ τὸν ἴκτερα σφακελίζοντα τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν, καὶ τὴν ψυχὴν ὑμῶν ἐκτήκουσαν, καὶ σπερεῖτε διακενῆς τὰ σπέρματα ὑμῶν, καὶ ἔδονται οἱ ὑπεναντίοι ὑμῶν. 16 και εγώ θα κάμω το ίδιο προς σας θα παραμερίσω την υπόσχεσιν, που σας έχω δώσει, και θα αποστείλω εναντίον σας φτώχειαν και ψώραν και ίκτερον, που εξασθενίζει τους οφθαλμούς σας και λυώνει την ζωήν σας. Θα σπείρετε εις τα χαμένα τους σπόρους σας και τα προϊόντα των αγρών σας θα τα τρώγουν οι εχθροί σας. 16 θὰ φερθῶ καὶ Ἐγὼ ἀπέναντί σας ὡς ἑξῆς: Θὰ στείλω ἐπάνω σας τὴν θλῖψιν καὶ ἀνέχειαν καὶ τὴν ψώραν καὶ τὴν χρυσῆν, ποὺ θὰ κτυπᾷ σὰν γάγγραινα τὰ μάτια σας, καὶ θὰ λειώνῃ καὶ θὰ σβήνῃ ἡ ζωή σας. Θὰ σπέρνετε δὲ ματαίως τοὺς σπόρους σας, διότι δὲν θὰ ἀπολαμβάνετε σεῖς τὰ προϊόντα τῆς γῆς, ἀλλὰ θὰ τὰ τρώγουν οἱ ἐχθροί σας.
17 καὶ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ πεσεῖσθε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν, καὶ διώξονται ὑμᾶς οἱ μισοῦντες ὑμᾶς, καὶ φεύξεσθε οὐδενὸς διώκοντος ὑμᾶς. 17 Θα στρέψω ωργισμένον το πρόσωπόν μου εναντίον σας και θα πέσετε νικημένοι ενώπιον των εχθρών σας και αυτοί, που σας μισούν, θα σας καταδιώκουν. Θα ελθουν δε και περιστάσεις, κατά τας οποίας πανικόβλητοι θα φύγετε, χωρίς κανείς να σας καταδιώκη. 17 Θὰ ρίξω ἐπίσης ὠργισμένος τὸ βλέμμα μου ἐπάνω σας καὶ θὰ πέσετε νικημένοι καὶ νεκροὶ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἐχθρούς σας. Θὰ σᾶς καταδιώξουν δὲ ὅσοι σᾶς μισοῦν καὶ θὰ ἔχετε τόσον φόβον, ὥστε θὰ τρέχετε κυνηγημένοι, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν σᾶς καταδιώκῃ κανείς.
18 καὶ ἐὰν ἕως τούτου μὴ ὑπακούσητέ μου, καὶ προσθήσω τοῦ παιδεῦσαι ὑμᾶς ἑπτάκις ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. 18 Και εάν, παρ' όλας τας τιμωρίας αυτάς, δεν μετανοήσετε και δεν με υπακούσετε, θα προσθέσω νέας και θα σας τιμωρήσω επτά φοράς περισσότερον δια τας αμαρτίας σας. 18 Ἐὰν δὲ παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν θελήσετε νὰ μὲ ὑπακούσετε, θὰ προσθέσω νέας παιδαγωγίας, ὥστε νὰ σᾶς τιμωρήσω ἑπτὰ φορὲς περισσότερον διὰ τὰς ἁμαρτίας σας.
19 καὶ συντρίψω τὴν ὕβριν τῆς ὑπερηφανίας ὑμῶν, καὶ θήσω τὸν οὐρανὸν ὑμῖν σιδηροῦν καὶ τὴν γῆν ὑμῶν ὡσεὶ χαλκῆν. 19 Θα συντρίψω την αλαζονείαν της υπερηφανείας σας και δεν θα στείλω βροχάς, ώστε ο ουρανός να φαίνεται σαν σίδηρος και η γη από την ξηρασίαν σαν χαλκός. 19 Καὶ θὰ τσακίσω τὴν αὐθάδειαν τῆς ὑπερηφανείας σας. Θὰ συντελέσω ὥστε νὰ μὴ βρέχῃ εἰς τὴν χώραν σας ὁ οὐρανός, ἀλλὰ νὰ εἶναι σὰν σίδηρος, ἡ δὲ γῆ σας νὰ γίνῃ σὰν τὸν χαλκὸν ἀπὸ τὴν ἀνομβρίαν καὶ ξηρασίαν.
20 καὶ ἔσται εἰς κενὸν ἡ ἰσχὺς ὑμῶν, καὶ οὐ δώσει ἡ γῆ ὑμῶν τὸν σπόρον αὐτῆς, καὶ τὸ ξύλον τοῦ ἀγροῦ ὑμῶν οὐ δώσει τὸν καρπὸν αὐτοῦ. 20 Η δύναμίς σας και οι κόποι σας θα είναι επί ματαίω. Η γη δεν θα δώση ούτε τον σπόρον, που ερρίψατε εις αυτήν, και τα καρποφόρα δένδρα των αγρών σας δεν θα φέρουν καρπούς. 20 Ἡ δὲ δύναμις τῶν χειρῶν σας, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ καλλιεργῆτε τὴν γῆν, θὰ ἀποδεικνύεται ματαία. Τὰ χωράφια σας δὲν θὰ ἀποδίδουν οὔτε τοὺς σπόρους ποὺ ἐσπείρατε, καὶ τὰ δένδρα τῶν ἀγρῶν σας δὲν θὰ δίδουν τοὺς καρπούς των.
21 καὶ ἐὰν μετὰ ταῦτα πορεύησθε πλάγιοι, καὶ μὴ βούλησθε ὑπακούειν μου, προσθήσω ὑμῖν πληγὰς ἑπτὰ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν. 21 Και εάν παρ' όλα αυτά εξακολουθήτε να ζήτε αμετανόητοι και να φέρεσθε με δολιότητα απέναντι, μου και δεν θελήσετε να υπακούσετε εις τας εντολάς μου, εγώ θα επιφέρω εναντίον σας και άλλας πολλάς τιμωρίας, σύμφωνα με τας αμαρτίας που θα διαπράττετε. 21 Ἐὰν δέ, παρὰ ταῦτα, ἑξακολουθῆτε νὰ ζῆτε χωρὶς εὐθύτητα ἀπέναντί μου καὶ δεν θέλετε νὰ μὲ ὑπακούσετε, θὰ προσθέσω εἰς σᾶς καὶ ἄλλας πολλὰς τιμωρίας ἀναλόγως πρὸς τὰς ἁμαρτίας σας.
22 καὶ ἀποστελῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς τὰ θηρία τὰ ἄγρια τῆς γῆς καὶ κατέδεται ὑμᾶς καὶ ἐξαναλώσει τὰ κτήνη ὑμῶν, καὶ ὀλιγοστοὺς ποιήσω ὑμᾶς, καὶ ἐρημωθήσονται αἱ ὁδοὶ ὑμῶν. 22 Θα εξαπολύσω εναντίον σας τα άγρια θηρία της γης, τα οποία και σας θα κατασπαράξουν και τα ζώα σας θα καταστρέψουν· και έτσι θα σας κάμω ολιγοστούς εις την χώραν σας και θα μείνουν έρημοι από ανθρώπους οι δρόμοι σας. 22 Θὰ στείλω λοιπὸν ἐναντίον σας τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς καὶ θὰ σᾶς καταφάγουν καὶ θὰ ἀφανίσουν τὰ ζῶα σας καὶ θὰ ἐλαττώσω τὸν ἀριθμόν σας καὶ θὰ μείνουν οἱ δρόμοι σας ἔρημοι ἀπὸ ἀνθρώπους.
23 καὶ ἐπὶ τούτοις ἐὰν μὴ παιδευθῆτε, ἀλλὰ πορεύησθε πρός με πλάγιοι, 23 Και αν πάλιν με αυτά δεν παιδαγωγηθήτε και δεν αλλάξετε ζωήν, αλλά εξακολουθήτε να φέρεσθε με υποκρισίαν και πονηρίαν απέναντί μου, 23 Καὶ ἐὰν καὶ πάλιν δεν παιδαγωγηθῆτε, ἀλλὰ συνεχίζετε νὰ ζῆτε μὲ πονηρίαν καὶ χωρὶς εὐθύτητα ἀπέναντί μου,
24 πορεύσομαι κἀγὼ μεθ᾿ ὑμῶν θυμῷ πλαγίῳ, καὶ πατάξω ὑμᾶς κἀγὼ ἑπτάκις ἀντὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν. 24 θα φερθώ και εγώ απέναντί σας με θυμόν αιφνίδιον και θα σας τιμωρήσω πολλαπλασίως δια τας αμαρτίας σας. 24 θὰ φερθῶ καὶ Ἐγὼ ἀναλόγως πρὸς σᾶς μὲ θυμὸν ἑξαφνικόν, ποὺ θὰ ξεσπάσῃ τότε ποὺ δὲν θὰ τὸ περιμένετε. Θὰ σᾶς κτυπήσω δὲ ἑπτὰ φορές (μὲ μεγάλην δηλαδὴ αὐστηρότητα καὶ πολλὰς τιμωρίας) διὰ τὰς ἁμαρτίας σας.
25 καὶ ἐπάξω ἐφ᾿ ὑμᾶς μάχαιραν ἐκδικοῦσαν δίκην διαθήκης, καὶ καταφεύξεσθε εἰς τὰς πόλεις ὑμῶν· καὶ ἐξαποστελῶ θάνατον εἰς ὑμᾶς, καὶ παραδοθήσεσθε εἰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν. 25 Θα φέρω εναντίον σας εκδικητικήν των εχθρών σας την μάχαιραν, η οποία θα σας τιμωρήση δια την καταπάτησιν της διαθήκης μου. Και δια τον φόρον της σφαγής σας θα καταφύγετε από την ύπαιθρον εις τας πόλεις. Αλλά και εκεί δεν θα είσθε ασφαλείς· θα αποστείλω εναντίον σας θάνατον και θα παραδοθήτε εις τας χείρας των εχθρών σας. 25 Καὶ θὰ φέρω ἐπάνω σας φονικὸ μαχαίρι, ποὺ θὰ πάρῃ ἐκδίκησιν διὰ τὴν ἀθέτησιν ἐκ μέρους σας τῆς συμφωνίας, ποὺ ἔκανα μαζί σας. Θὰ καταφύγετε δὲ διὰ να ἀσφαλισθῆτε εἰς τὰς πόλεις σας. Ἀλλ’ ὅμως θὰ στείλω καὶ ἐκεῖ τὸν θάνατον ἐπάνω σας καὶ θὰ παραδοθῆτε εἰς τὰ φονικὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σας.
26 ἐν τῷ θλῖψαι ὑμᾶς σιτοδείᾳ ἄρτων, καὶ πέψουσι δέκα γυναῖκες τοὺς ἄρτους ὑμῶν ἐν κλιβάνῳ ἑνί, καὶ ἀποδώσουσι τοὺς ἄρτους ὑμῶν ἐν σταθμῷ, καὶ φάγεσθε καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῆτε. 26 Οταν θα σας τιμωρήσω με έλλειψιν άρτων, δέκα γυναίκες, διότι δεν θα υπάρχουν άλευρα ικανά, θα ψήνουν τους ολίγους άρτους σας εις ένα μόνον κλίβανον. Θα σας δίδουν το ψωμί με το ζύγι και δεν θα χορταίνετε. 26 Καὶ ὅταν θὰ σᾶς τιμωρήσω μὲ ἔλλειψιν ἄρτων, θὰ ἔχετε τόσον ὀλίγα ἄλευρα, ὥστε δέκα γυναῖκες σας, ποὺ ἄλλοτε θὰ ἄναβαν δέκα φούρνους, θὰ ψήνουν τὰ ψωμιά σας εἰς ἕνα καὶ μόνον φοῦρνον, καὶ θὰ σᾶς μοιράζουν τὸ ψωμί σας μὲ τὸ ζύγι (μὲ δελτίον) καὶ ἔτσι θὰ τρῶτε καὶ δὲν θὰ χορταίνετε.
27 ἐὰν δὲ ἐπὶ τούτοις μὴ ὑπακούσητέ μου, καὶ πορεύησθε πρός με πλάγιοι, 27 Εάν δε παρ' όλα αυτά και πάλιν δεν υπακούσετε εις εμέ, αλλά πορεύεσθε εις δρόμους πλαγίους, που απομακρύνουν από εμέ, 27 Ἐὰν ὅμως, παρ' ὅλα ταῦτα, μὲ ὑπακούσετε καὶ ἐξακολουθῆτε νὰ ζῆτε ἐνώπιόν μου μὲ πονηρίαν καὶ χωρὶς εὐθύτητα,
28 καὶ αὐτὸς πορεύσομαι μεθ᾿ ὑμῶν ἐν θυμῷ πλαγίῳ, καὶ παιδεύσω ὑμᾶς ἐγὼ ἑπτάκις κατὰ τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν. 28 και εγώ θα φερθώ απέναντί σας με θυμόν που δεν περιμένετε, και θα σας τιμωρήσω σκληρότερον ανάλογα με τας αμαρτίας σας. 28 θὰ φερθῶ καὶ Ἐγὼ μαζί σας ἀναλόγως, μὲ θυμὸν ποὺ θὰ ξεσπάσῃ τότε ποὺ δὲν θὰ τὸ περιμένετε. Θὰ σᾶς τιμωρήσω δὲ ἑπτὰ φορές (μὲ πολλὰς δηλαδὴ καὶ σκληρὰς τιμωρίας) συμφώνως πρὸ τὰς ἁμαρτίας σας.
29 καὶ φάγεσθε τὰς σάρκας τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ τὰς σάρκας τῶν θυγατέρων ὑμῶν φάγεσθε, 29 Τοση δε θα είναι η πείνα σας και η αλλοφροσύνη σας, ώστε θα φάγετε τας σάρκας των υιών σας και τας σάρκας των θυγατέρων σας. 29 Θὰ πεινάσετε δὲ τόσον πολύ, ὥστε θὰ φάγετε τὰς σάρκας τῶν υἱῶν σας. Θὰ φάγετε ἐπίσης καὶ τὰς σάρκας τῶν θυγατέρων σας.
30 καὶ ἐρημώσω τὰς στήλας ὑμῶν, καὶ ἐξολοθρεύσω τὰ ξύλινα χειροποίητα ὑμῶν, καὶ θήσω τὰ κῶλα ὑμῶν ἐπὶ τὰ κῶλα τῶν εἰδώλων ὑμῶν, καὶ προσοχθιεῖ ἡ ψυχή μου ὑμῖν. 30 Θα κάμω ερήμους εγώ τας ειδωλολατρικάς σας στήλας, θα εξολοθρεύσω τα ξύλινα χειροποίητα αγάλματά σας και θα απορρίψω τα μέλη του σώματός σας επάνω εις τα συντρίμματα των ειδώλων σας, θα σας αποστραφή και θα σας αηδιάση η ψυχή μου. 30 Καὶ θὰ ἐρημώσω τὰς στήλας, (ποὺ ἔχετε στημένας σὰν τοὺς εἰδωλολάτρας εἰς τὰ ἄλση τῶν λόφων σας), καὶ θὰ καταστρέψω τελείως τὰ ξύλινα χειροποίητα ἀγάλματα τῶν θεῶν σας. Θὰ βάλω δὲ τὰ νεκρὰ μέλη σας ἐπάνω εἰς τὰ ἄψυχα μέλη τῶν εἰδώλων σας καὶ θὰ σᾶς σιχαθῇ ἡ ψυχή μου.
31 καὶ θήσω τὰς πόλεις ὑμῶν ἐρήμους καὶ ἐξερημώσω τὰ ἅγια ὑμῶν, καὶ οὐ μὴ ὀσφρανθῶ τῆς ὀσμῆς τῶν θυσιῶν ὑμῶν. 31 Θα καταστήσω τας πόλεις σας ερήμους, έρημα θα κάμω τα άγια μέρη της Σκηνής του Μαρτυρίου και δεν θα οσφρανθώ πλέον την οσμήν των θυσιών σας. 31 Θὰ ἐρημώσω ἐπίσης τὰς πόλεις σας καὶ θὰ ἀφήσω ἐγκαταλελειμμένους καὶ τοὺς ἱεροὺς χώρους σας καὶ δεν θὰ ὀσφρανθῶ εἰς τὸ ἑξῆς τὴν ὀσμὴν τῶν θυσιῶν σας.
32 καὶ ἐξερημώσω ἐγὼ τὴν γῆν ὑμῶν, καὶ θαυμάσονται ἐπ᾿ αὐτῇ οἱ ἐχθροὶ ὑμῶν οἱ ἐνοικοῦντες ἐν αὐτῇ. 32 Θα καταστήσω εγώ έρημον την χώραν σας, ώστε και αυτοί ακόμη οι εχθροί σας, οι οποίοι θα την κατοικήσουν, να μένουν κατάπληκτοι. 32 Καὶ θὰ ἐρημώσω τελείως Ἐγὼ τὴν χώραν σας καὶ θὰ θαυμάζουν διὰ τὴν ἐρήμωσίν της ἀκόμη καὶ οἱ ἐχθροί σας, ποὺ θὰ κατοικοῦν εἰς αὐτήν.
33 καὶ διασπερῶ ὑμᾶς εἰς τὰ ἔθνη, καὶ ἐξαναλώσει ὑμᾶς ἐπιπορευομένη ἡ μάχαιρα· καὶ ἔσται ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, καὶ αἱ πόλεις ὑμῶν ἔσονται ἔρημοι. 33 Θα σας διασκορπίσω εις τα διάφορα έθνη και εκεί θα σας εξολοθρεύση εναντίον σας επερχομένη μάχαιρα. Η χώρα σας θα ερημωθή από κατοίκους και αι πόλεις σας θα μείνουν έρημοι και ακατοίκητοι. 33 Θὰ σᾶς διασκορπίσω δὲ ἀνάμεσα εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ θὰ σᾶς ἐξολοθρεύσῃ τὸ μαχαίρι, ποὺ θὰ σᾶς καταδιώκῃ ὅπου καὶ ἂν πηγαίνετε. Θὰ ἐρημωθῇ λοιπὸν ἡ χώρα σας, αἱ δὲ πόλεις σας θὰ μείνουν ἔρημοι, χωρὶς κατοίκους.
34 τότε εὐδοκήσει ἡ γῆ τὰ σάββατα αὐτῆς πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ἐρημώσεως αὐτῆς, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθε ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν· τότε σαββατιεῖ ἡ γῆ, καὶ εὐδοκήσει ἡ γῆ τὰ σάββατα αὐτῆς. 34 Τοτε που σεις θα έχετε απαχθή ως δούλοι εις τα διάφορα έθνη, η ερημωμένη χώρα σας θα χαρή την αργίαν των σαββάτων, τότε η γη θα αναπαυθή και θα χαρή τον σαββατισμόν της αγραναπαύσεώς της, διότι δεν θα ζήτε πλέον σεις εκεί, δια να καταλύετε την αργίαν του Σαββάτου και την αγρανάπαυσιν του έτους της αφέσεως. 34 Θὰ χαρῇ δὲ τότε ἡ γῆ καὶ θὰ ἀπολαύσῃ τὰ Σάββατά της, ἀφοῦ θὰ μένῃ ἀκαλλιέργητος καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ἐρημώσεώς της, ἐνῷ σεῖς θὰ εὑρίσκεσθε αἰχμάλωτοι εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν σας. Τότε θὰ ἀναπαύεται ἡ γῆ καὶ θὰ χαίρεται τὰ Σάββατά της μὲ τὴν ἀγρανάπαυσιν.
35 πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ἐρημώσεως αὐτῆς σαββατιεῖ, ἃ οὐκ ἐσαββάτισεν ἐν τοῖς σαββάτοις ὑμῶν, ἡνίκα κατῳκεῖτε αὐτήν. 35 Καθ' όλον το διάστημα της ερημώσεώς της η χώρα σας θα αναπαυθή και θα έχη σάββατα, δι' όσα σάββατα δεν ανεπαύθη, όταν σεις εμένατε εις αυτήν και με την εργασίαν σας εβεβηλώνατε τα σάββατα. 35 Καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ἐρημώσεώς της ἡ χώρα θὰ ἔχῃ ἀγρανάπαυσιν. Θὰ ἀναπαύεται δι’ ὅσα Σάββατα δεν ἀνεπαύθη, ὅταν διεμένατε εἰς αὐτήν.
36 καὶ τοῖς καταλειφθεῖσιν ἐξ ὑμῶν ἐπάξω δουλείαν εἰς τὴν καρδίαν αὐτῶν ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, καί διώξεται αὐτοὺς φωνὴ φύλλου φερομένου, καὶ φεύξονται ὡς φεύγοντες ἀπὸ πολέμου, καὶ πεσοῦνται οὐδενὸς διώκοντος· 36 Οσοι απολειφθούν από την σφαγήν και τον θάνατον θα γίνουν δούλοι, θα έχουν δουλικόν και περί φόβον φρόνημα εις την χώραν των εχθρών των. Το ελαφρόν θρόϊσμα του φύλλου, που παρασύρεται από τον άνεμον. Θα τους τρομάζη και θα τους τρέπη εις φυγήν. Θα φεύγουν πανικόβλητοι ωσάν εις επιδρομήν εχθρών και θα πίπτουν χωρίς κανείς να τους καταδιώκη. 36 Καὶ εἰς ὅσους ἀπὸ σᾶς ἐπιζήσουν μετὰ τὰς συμφοράς, ἐκεῖ ποὺ θὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των, θὰ δώσω εἰς τὴν καρδίαν των πνεῦμα δουλικὸν καὶ θὰ φοβοῦνται τόσον πολύ, ὥστε θὰ τοὺς τρέπῇ εἰς φυγὴν ἀκόμη καὶ τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων, ποὺ κινοῦνται ἀπὸ τὸν ἄνεμον. Καὶ θὰ φεύγουν σὰν αὐτοὺς ποὺ παθαίνουν πανικὸν εἰς τὸν πόλεμον. Θὰ σκοντάφτουν δὲ καὶ θὰ πέφτουν, ἐνῷ δὲν θὰ τοὺς καταδιώκῃ κανείς.
37 καὶ ὑπερόψεται ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν ὡσεὶ ἐν πολέμῳ, οὐδενὸς κατατρέχοντος, καὶ οὐ δυνήσεσθε ἀντιστῆναι τοῖς ἐχθροῖς ὑμῶν. 37 Θα αδιαφορήση ο αδελφός δια τον αδελφόν του, όπως εις καιρόν μάχης· και ενώ κανείς δεν θα σας καταδιώκη, σεις δεν θα έχετε ψυχικόν σθένος να αντισταθήτε στους εχθρούς σας. 37 Θὰ ἀδιαφορήσῃ δὲ ὁ ἀδελφὸς διὰ τὸν ἀδελφόν του, ὅπως συμβαίνει εἰς καιρὸν πολέμου, ὁπότε καθένας ἐνδιαφέρεται διὰ τὸ ἄτομόν του, μολονότι δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ νὰ σᾶς καταδιώκῃ. Καὶ ἔτσι, καθὼς θὰ εἶσθε ἀπομονωμένοι, δὲν θὰ ἠμπορέσετε νὰ ἀντιμετωπίσετε τοὺς ἐχθρούς σας.
38 καὶ ἀπολεῖσθε ἐν τοῖς ἔθνεσι, καὶ κατέδεται ὑμᾶς ἡ γῆ τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν. 38 Θα αποθάνετε ως ξένοι και δούλοι ανάμεσα στους ειδωλολατρικούς λαούς και η ξένη γη, η γη των εχθρών σας, θα σας καταφάγη. 38 Καὶ θὰ χαθῆτε μέσα εἰς τὰ εἰδωλολατρικά ἔθνη καὶ θὰ σᾶς καταφάγῃ νεκροὺς ἡ χώρα τῶν ἐχθρῶν σας.
39 καὶ οἱ καταλειφθέντες ἀφ᾿ ὑμῶν καταφθαρήσονται διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν πατέρων αὐτῶν, ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν τακήσονται. 39 Και όσοι από σας απολειφθούν, θα καταστραφούν δια τας ιδικάς των αμαρτίας και δια τας αμαρτίας των πατέρων των (τας οποίας και αυτοί θα έχουν υιοθετήσει) και θα λυώσουν αιχμάλωτοι εις την χώραν των εχθρών των. 39 Ὅσοι δὲ ἀπὸ σᾶς θὰ ἐπιζήσουν, θὰ καταστραφοῦν ἐντελῶς ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν των καὶ ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τῶν πατέρων των. Θὰ λειώσουν εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των σὰν σκλάβοι.
40 καὶ ἐξαγορεύσουσι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν καὶ τὰς ἁμαρτίας τῶν πατέρων αὐτῶν, ὅτι παρέβησαν καὶ ὑπερεῖδόν με, καὶ ὅτι ἐπορεύθησαν ἐναντίον μου πλάγιοι, 40 Και τότε συντετριμμένοι από το βάρος της ενοχής των θα εξομολογηθούν εν μετανοία τας ιδικάς των αμαρτίας και τας των πατέρων των, θα ομολογήσουν ότι παρέβησαν τας εντολάς μου, ότι δεν με ελογάριασαν ως Θεόν των και ότι επορεύθησαν δολίως εναντίον μου. 40 Θὰ ἔλθῃ ὅμως ὁ καιρὸς ποὺ θὰ ὁμολογήσουν οἱ Ἰσραηλῖται δημοσία τὰς ἁμαρτίας των καὶ τὰς ἁμαρτίας τῶν πατέρων των, ὅτι δηλαδὴ παρέβησαν τὰς ἐντολάς μου καὶ μὲ περιεφρόνησαν καὶ ὅτι ἐφέρθησαν χωρὶς εὐθύτητα ἀπέναντί μου.
41 καὶ ἐγὼ ἐπορεύθην μετ᾿ αὐτῶν ἐν θυμῷ πλαγίῳ, καὶ ἀπολῷ αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν· τότε ἐντραπήσεται ἡ καρδία αὐτῶν ἡ ἀπερίτμητος, καὶ τότε εὐδοκήσουσι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 41 Θα αναγνωρίσουν ότι και εγώ εξ αιτίας των εφέρθην προς αυτούς με θυμόν και αγανάκτησιν και κατέστρεψα αυτούς εις την χώραν των εχθρών των. Τοτε η σκληρά των καρδιά θα συγκινηθή και θα εντραπή, θα κατανοήσουν και θα αισθανθούν το βάρος των αμαρτιών των. 41 Θὰ ἀντιληφθοῦν δὲ ὅτι δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἐφέρθην καὶ Ἐγὼ ἐναντίον των μὲ θυμόν, ποὺ ἐξέσπασε τότε ποὺ (δὲν τὸ ἐπερίμεναν, καὶ τοὺς ἄφησα νὰ χαθοῦν μέσα εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των. Θὰ συντριβῇ δὲ τότε καὶ θὰ ταπεινωθῇ ἡ ἀπερίτμητος καὶ σκληρὰ καρδία των καὶ θὰ θελήσουν νὰ ἐνδιαφερθοῦν διὰ τὴν ἐξιλέωσιν τῶν ἁμαρτιῶν των.
42 καὶ μνησθήσομαι τῆς διαθήκης ᾿Ιακὼβ καὶ τῆς διαθήκης ᾿Ισαάκ, καὶ τῆς διαθήκης ῾Αβραὰμ μνησθήσομαι, καὶ τῆς γῆς μνησθήσομαι. 42 Και εγώ θα ενθυμηθώ την υπόσχεσιν, την οποίαν έδωσα στον Ιακώβ, στον Ισαάκ και στον Αβραάμ· και την χώραν θα ενθυμηθώ. 42 Θὰ ἐνθυμηθῶ λοιπὸν τότε καὶ Ἐγὼ τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἔκανα μὲ τὸν Ἰακώβ, καὶ τὴν συμφωνίαν μου μὲ τὸν Ἰσαάκ. Θὰ ἐνθυμηθῶ ἀκόμη καὶ τὴν συμφωνίαν μου μὲ τὸν Ἀβραάμ, ὅπως ἐπίσης θὰ ἐνθυμηθῶ καὶ τὴν χώραν, ποὺ ἔδωσα ὑπόσχεσιν νὰ τοὺς χαρίσω.
43 καὶ ἡ γῆ ἐγκαταλειφθήσεται ἀπ᾿ αὐτῶν· τότε προσδέξεται ἡ γῆ τὰ σάββατα αὐτῆς, ἐν τῷ ἐρημωθῆναι αὐτὴν δι᾿ αὐτούς, καὶ αὐτοὶ προσδέξονται τὰς αὐτῶν ἀνομίας, ἀνθ᾿ ὧν τὰ κρίματά μου ὑπερεῖδον, καὶ τοῖς προστάγμασί μου προσώχθισαν τῇ ψυχῇ αὐτῶν. 43 Θα ενθυμηθώ ότι η γη Χαναάν εγκατελείφθη από σας τους Ισραηλίτας. Και καθώς έμεινεν έρημος και ακατοίκητος έλαβεν όλα τα σάββατά της, τας αργίας και αναπαύσεις της, δια την ερήμωσίν της εξ αιτίας των κατοίκων της. Και αυτοί οι ίδιοι έλαβον τιμωρίας κατά τας ανομίας αυτών, διότι κατεφρόνησαν τας εντολάς μου, εδυσφόρησαν και εβαρύνθησαν τα προστάγματά μου με όλην των την ψυχήν. 43 Ἡ χώρα αὐτὴ ἐν τῷ μεταξὺ θὰ ἔχῃ ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ αὐτούς. Καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ ἔχῃ ἐρημωθῇ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτωλῶν κατοίκων της καὶ θὰ μένῃ ἀκαλλιέργητος, θὰ πάρῃ καὶ θὰ χαρῇ τὰ Σάββατά της καὶ θὰ ἀναπαυθῇ. Ἀντιθέτως ἐκεῖνοι θὰ πάρουν καὶ θὰ «ἀπολαύσουν» τοὺς καρποὺς τῶν ἀνομιῶν των, ἐπειδὴ περιεφρόνησαν τὰς ἐντολάς μου καὶ ἐβαρέθηκαν καὶ ἀηδίασαν μὲ τὴν ψυχήν των τὰ προστάγματά μου.
44 καὶ οὐδ᾿ ὡς ὄντων αὐτῶν ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν οὐχ ὑπερεῖδον αὐτούς, οὐδὲ προσώχθισα αὐτοῖς ὥστε ἐξαναλῶσαι αὐτούς, τοῦ διασκεδάσαι τὴν διαθήκην μου τὴν πρὸς αὐτούς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτῶν. 44 Εγώ, και όταν ακόμη αυτοί ευρίσκοντο δούλοι εις την χώραν των εχθρών των, δεν τους κατεφρόνησα, δεν τους απεστράφην, ούτε ηγανάκτησα εναντίον των, ώστε να τους καταστρέψω και να διαλύσω την διαθήκην μου, την οποίαν έκαμα με αυτούς. Διότι εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός των. 44 Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔδειξα περιφρόνησιν πρὸς αὐτούς, ἀκόμη καὶ τότε ποὺ εὑρίσκοντο τιμωρημένοι εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των· οὔτε τοὺς ἀπεστράφην, ὥστε νὰ τοὺς καταστρέψω τελείως καὶ νὰ διαλύσω τὴν συμφωνίαν μου, ποὺ ἔκανα μαζί των· διότι Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός των.
45 καί μνησθήσομαι διαθήκης αὐτῶν τῆς προτέρας, ὅτε ἐξήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας ἔναντι τῶν ἐθνῶν, τοῦ εἶναι αὐτῶν Θεός· ἐγώ εἰμι Κύριος. 45 Θα ενθυμηθώ την υπόσχεσιν, που τους είχα δώσει προηγουμένως, όταν ελευθέρους τους είχα βγάλει από την γην της Αιγύπτου, από τον τόπον εκείνον της δουλείας, ενώπιον των ειδωλολατρικών εθνών, ότι θα είμαι ο Θεός των. Εγώ είμαι ο Κυριος. 45 Καὶ θὰ ἐνθυμηθῶ τὴν προηγουμένην συμφωνίαν, ποὺ ἔκανα μὲ τοὺς πατέρας των, τότε ποὺ τοὺς ἔβγαζα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, τὴν χώραν τῆς τυραννίας, ἐνώπιον τῶν διαφόρων ἐθνῶν καὶ ὑπεσχέθην ὅτι θὰ εἶμαι ὁ Θεός των. Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος Κύριος.
46 ταῦτα τὰ κρίματά μου καὶ τὰ προστάγματά μου καὶ ὁ νόμος, ὃν ἔδωκε Κύριος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἐν τῷ ὄρει Σινά, ἐν χειρὶ Μωυσῆ. 46 Αυταί είναι αι κρίσεις μου και αι εντολαί μου και ο νόμος, τον οποίον έδωκεν ο Κυριος μεταξύ αυτού και των Ισραηλιτών στο όρος Σινά δια μέσου του Μωϋσέως”. 46 Αὐταὶ εἶναι αἱ ἀποφάσεις μου καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ προστάγματά μου». Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ Νόμος, ποὺ ἔδωσεν ὁ Κύριος εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ, διὰ μέσου τοῦ Μωϋσέως, διὰ νὰ ἰσχύῃ ὡς συμφωνία μεταξὺ Ἐκείνου καὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν.