Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν τῇ ἐρήμῳ Σινὰ ἐν τῷ ἔτει τῷ δευτέρῳ, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν τῷ μηνὶ τῷ πρώτῳ, λέγων· | 1 Κατά τον πρώτον μήνα του δευτέρου έτους από της εξόδου των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν εις την έρημον Σινά λέγων· | 1 Και ο Θεὸς ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινᾶ κατὰ τὸν πρῶτον μῆνα τοῦ δευτέρου ἔτους, ἀπὸ τότε ποὺ οἱ Ἰσραηλῖται ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, καὶ τοῦ εἶπε: |
2 εἶπον καὶ ποιείτωσαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ τὸ πάσχα καθ' ὥραν αὐτοῦ· | 2 “ειπέ να τελέσουν οι Ισραηλίται το Πασχα στον καθωρισμένον χρόνον, δηλαδή | 2 «Νὰ εἰπῇς εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ κάμουν τὸ Πάσχα τὴν ὡρισμένην ἐποχήν· |
3 τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρα τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου πρὸς ἑσπέραν ποιήσεις αὐτὸ κατὰ καιρούς, κατὰ τὸν νόμον αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ποιήσεις αὐτό. | 3 την εσπέραν της δεκάτης τετάρτης του πρώτου μηνός θα τελέσης το Πασχα στον καθωριαμένον χρόνον σύμφωνα με τον νόμον και την ερμηνείαν του νόμου, που εγώ σας έχω δώσει”. | 3 δηλαδὴ τὴν δεκάτην τετάρτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς αὐτοῦ, τοῦ πρώτου, κατὰ τὸ ἑσπέρας, θὰ κάμῃς τὸ Πάσχα εἰς τὸν ὡρισμένον καιρόν. Θὰ τὸ κάμῃς δὲ σύμφωνα μὲ τὸν τελετουργικὸν νόμον (τοῦ Πάσχα) καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ νόμου αὐτοῦ, ποὺ σᾶς ἔδωσα». |
4 καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ποιῆσαι τὸ πάσχα. | 4 Εδωσεν ο Μωϋσής την εντολήν του Θεού στους Ισραηλίτας να τελέσουν το Πασχα. | 4 Καὶ ὁ Μωυσῆς ἐμίλησε εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ τοὺς εἶπε νὰ κάμουν τὸ Πάσχα. |
5 ἐναρχομένου τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ Σινά, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, οὕτως ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ. | 5 Κατά την αρχήν της δεκάτης τετάρτης ημέρας του πρώτου μηνός έκαμαν οι Ισραηλίται το Πασχα εις την έρημον του Σινά, όπως διέταξεν ο Κυριος τον Μωϋσήν. | 5 Καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς δεκάτης τετάρτης ἡμέρας τοῦ πρώτου μηνὸς εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινᾶ, σύμφωνα πρὸς ὅσα διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν, ἔτσι ἀκριβῶς ἔκαμαν οἱ Ἰσραηλῖται. |
6 Καὶ παρεγένοντο οἱ ἄνδρες, οἳ ἦσαν ἀκάθαρτοι ἐπὶ ψυχῇ ἀνθρώπου, καὶ οὐκ ἠδύναντο ποιῆσαι τὸ πάσχα ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. καὶ προσῆλθον ἐναντίον Μωυσῆ καὶ ᾿Ααρὼν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, | 6 Παρουσιάσθησαν όμως εκεί μερικοί άνδρες νομικώς ακάθαρτοι, διότι είχαν πλησιάσει άνθρωπον νεκρόν, και οι οποίοι, καθ' ο μολυσμένοι, δεν είχον το δικαίωμα να τελέσουν το Πασχα κατά την ημέραν εκείνην. Προσήλθον λοιπόν προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών κατά την ημέραν εκείνην | 6 Ὑπῆρχαν ὅμως ὡρισμένοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν νομικῶς ἀκάθαρτοι, διότι εἶχαν πλησιάσει νεκρὸν σῶμα ἀνθρώπου καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ κάμουν τὸ Πάσχα μὲ τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες τὴν ὡρισμένην ἐκείνην ἡμέραν. Αὐτοὶ παρουσιάσθησαν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· |
7 καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι πρὸς αὐτόν· ἡμεῖς ἀκάθαρτοι ἐπὶ ψυχῇ ἀνθρώπου, μὴ οὖν ὑστερήσωμεν προσενέγκαι τὸ δῶρον Κυρίῳ κατὰ καιρὸν αὐτοῦ ἐν μέσῳ υἱῶν ᾿Ισραήλ; | 7 οι άνδρες εκείνοι και είπον προς τον Μωϋσήν· “ημείς είμεθα ακάθαρτοι, διότι επλησιάσαμεν εις νεκρόν άνθρωπον. Μηπως λοιπόν θα αποκλεισθώμεν από του να προσφέρωμεν προς τον Κυριον κατά την ημέραν αυτήν του Πασχα τας θυσίας μας, ημείς μόνοι εκ μέσου ολών των Ισραηλιτών;” | 7 καὶ οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι εἶπαν πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Ἐμεῖς εἴμεθα νομικῶς ἀκάθαρτοι, διότι ἐπλησιάσαμεν νεκρὸν σῶμα ἀνθρώπου. Θὰ ἀποκλεισθῶμεν λοιπὸν ἀπὸ τοῦ νὰ προσφέρωμεν τὴν θυσίαν μας πρὸς τὸν Κύριον κατὰ τὴν ὡρισμένην αὐτὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἐμεῖς μόνον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες;» |
8 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Μωυσῆς· στῆτε αὐτοῦ, καὶ ἀκούσομαι τί ἐντελεῖται Κύριος περὶ ὑμῶν. | 8 Ο Μωϋσής απήντησε προς αυτούς· “σταθήτε αυτού και εγώ θα ακούσω, τι θα διατάξη ο Κυριος σχετικώς με σας”. | 8 Ὁ Μωϋσῆς τοὺς ἀπάντησε: «Περιμένετε ἐκεῖ καὶ Θὰ ἀκούσω τὶ θὰ διατάξῃ ὁ Κύριος σχετικὰ μὲ τὴν περίπτῶσίν σας». |
9 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 9 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν λέγων· | 9 Καὶ ὁ Κύριος ἐμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε: |
10 λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λέγων· ἄνθρωπος ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν γένηται ἀκάθαρτος ἐπὶ ψυχῇ ἀνθρώπου, ἢ ἐν ὁδῷ μακρὰν ὑμῖν, ἢ ἐν ταῖς γενεαῖς ὑμῶν, καὶ ποιήσει τὸ πάσχα Κυρίῳ· | 10 “ομίλησε και ειπέ προς τους Ισραηλίτας· Εάν κανείς από σας η από τους απογόνους σας ήθελε γίνει ακάθαρτος εξ αιτίας προσεγγίσεώς του εις νεκρόν η ήθελεν ευρεθή μακράν κατά τον χρόνον της εορτής του Πασχα, θα κάμη και αυτός Πασχα. | 10 «Μίλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ εἰπέ τους· ἐὰν κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἢ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους σας γίνῃ νομικῶς ἀκάθαρτος, ἐπειδὴ ἐπλησίασε νεκρὸν σῶμα ἀνθρώπου, ἢ ἐὰν ἀπουσιάζῃ εἰς ταξίδι μακριὰ ἀπὸ κοντά σας καὶ ἑπομένως δεν ἠμπορέσῃ νὰ κάμῃ τὸ Πάσχα κατὰ τὸν ὡρισμένον χρόνον, θὰ ἑορτάσῃ καὶ αὐτὸς τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἀργότερα· |
11 ἐν τῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ, ἐν τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ, τὸ πρὸς ἑσπέραν ποιήσουσιν αὐτό, ἐπ' ἀζύμων καὶ πικρίδων φάγονται αὐτό, | 11 Κατά την εσπέραν της δεκάτης τετάρτης ημέρας του δευτέρου μηνός θα εορτάσουν και αυτοί το Πασχα, θα φάγουν τον πασχάλιον αμνόν με αζύμους άρτους και πικρά χόρτα. | 11 οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ κάμουν τὸ Πάσχα τὴν δεκάτην τετάρτην ἡμέραν τοῦ δευτέρου μηνός, κατὰ τὸ ἑσπέρας· τότε θὰ ἐορτάσουν καὶ αὐτοὶ τὸ Πάσχα καὶ θὰ φάγουν τὸν ἀμνὸν τοῦ Πάσχα μὲ ἄζυμον ψωμὶ καὶ πικρὰ χόρτα (πικραλίδες). |
12 οὐ καταλείψουσιν ἀπ' αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ, καὶ ὀστοῦν οὐ συντρίψουσιν ἀπ' αὐτοῦ· κατὰ τὸν νόμον τοῦ πάσχα ποιήσουσιν αὐτό. | 12 Από τον πασχαλινόν αμνόν δεν θα μείνη τίποτε δια την επομένην ημέραν και κανένα οστούν αυτού δεν θα συντρίψουν. Οι Ισραηλίται οφείλουν να εορτάζουν το Πασχα σύμφωνα με τον νόμον, που καθορίζει τα του εορτασμού. | 12 Θὰ προσέξουν δὲ νὰ μὴ ἀφήσουν τίποτε ἀπὸ τὸν ἀμνὸν τοῦ Πάσχα διὰ τὴν ἄλλην ἡμέραν καὶ καθὼς τρώγουν νὰ μὴ σπάσουν κανένα κόκκαλο τοῦ ἀμνοῦ. Οἱ Ἰσραηλῖται αὐτοὶ θὰ κάμουν τὸ Πάσχα σύμφωνα μὲ τὸν νόμον καὶ ὅλες τὶς διατάξεις (τοῦ νόμου) διὰ τὸ Πάσχα. |
13 καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν καθαρὸς ᾖ καὶ ἐν ὁδῷ μακρὰν οὐκ ἔστι καὶ ὑστερήσῃ ποιῆσαι τὸ πάσχα, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς, ὅτι τὸ δῶρον Κυρίῳ οὐ προσήνεγκε κατὰ τὸν καιρὸν αὐτοῦ, ἁμαρτίαν αὐτοῦ λήψεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. | 13 Ο Ισραηλίτης εκείνος, ο οποίος είναι καθαρός και δεν ευρίσκεται μακράν εις ταξίδιον, αμελήση δε να εορτάση τα Πασχα και δεν προσφέρη την καθωρισμένην θυσίαν, θα εξολοθρευθή αυτός ο άνθρωπος εκ μέσου του λαού του· διότι δεν προσέφερε την θυσίαν του προς τον Κυριον κατά ταν ωρισμένον χρόνον και θα λάβη την πρέπουσαν τιμωρίαν δια την αμέλειάν του αυτήν. | 13 Ἐὰν ὅμως ὁ Ἰσραηλίτης, ποὺ εἶναι καθαρὸς καὶ δεν ἀπουσιάζῃ εἰς ταξίδι μακριὰ ἀπὸ σᾶς, παραλείψῃ καὶ ἀμελήσῃ νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρέπει νὰ τιμωρηθῇ, νὰ ἀποκοπῇ καὶ νὰ καταστραφῇ ἀπὸ τὸν λαόν του. Ἐπειδὴ παρέλειψε νὰ προσφέρῃ τὴν θυσίαν του εἰς τὸν Κύριον κατὰ τὸν ὡρισμένον χρόνον, ὁ Ἰσραηλίτης ἐκεῖνος θὰ ὑποστῇ τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας του, δηλαδὴ θὰ τιμωρηθῇ. |
14 ἐὰν δὲ προσέλθῃ πρὸς ὑμᾶς προσήλυτος ἐν τῇ γῇ ὑμῶν καὶ ποιήσῃ τὸ πάσχα Κυρίῳ, κατὰ τὸν νόμον τοῦ πάσχα καὶ κατὰ τὴν σύνταξιν αὐτοῦ ποιήσει αὐτό· νόμος εἷς ἔσται ὑμῖν καὶ τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ αὐτόχθονι τῆς γῆς. | 14 Εάν ένας ξένος προσέλθη εις την χώραν σας και εκφράση την επιθυμίαν να εορτάση το Πασχα του Κυρίου, θα το εορτάση σύμφωνα με τον νόμον και την ερμηνείαν του νόμου, που ορίζουν, τον χρόνον και τον τρόπον του εορτασμού. Ενας νόμος θα ισχύη δι' όλους ως προς την εορτήν του Πασχα, και δια τον ξένον, που ήλθεν από άλλην χώραν, και δια τον εντόπιον. | 14 Ἐὰν δὲ κάποιος ξένος ἔλθῃ εἰς τὴν χώραν σας καὶ θελήσῃ νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου, θὰ τὸ ἑορτάσῃ σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ νόμου τοῦ Πάσχα, ὁ ὁποῖος ὁρίζει τὸν μῆνα, τὴν ἡμέραν καὶ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἐορταζεται τὸ Πάσχα. Ἑπομένως διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα ἕνας καὶ ὁ ἴδιος νόμος θὰ ἰσχύῃ δι ὅλους σας· καὶ διὰ τὸν ξένον, ποὺ θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν χώραν σας ἀπὸ ἀλλοῦ, καὶ διὰ τὸν ἐντόπιον Ἰσραηλίτην». |
15 Καὶ τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐστάθη ἡ σκηνή, ἐκάλυψεν ἡ νεφέλη τὴν σκηνήν, τὸν οἶκον τοῦ μαρτυρίου· καὶ τὸ ἑσπέρας ἦν ἐπὶ τῆς σκηνῆς ὡς εἶδος πυρὸς ἕως πρωΐ. | 15 Την ημέραν κατά την οποίαν εστήθη η Σκηνή, εσκέπασεν η νεφέλη την Σκηνήν, τον οίκον αυτόν του Μαρτυρίου. Η νεφέλη από την εσπέραν καθ' όλην την νύκτα και έως το πρωϊ η το επάνω εις την Σκηνήν ωσάν είδος πυρός. | 15 Καὶ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐστήθη καὶ ὑψώθη ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον, ποὺ ἐφανέρωνε τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐσκέπασε τὴν Σκηνήν, τὸν ἅγιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Μαρτυρίου. Τὸ ὑπερφυσικὸν τοῦτο σύννεφον ἦταν ἀπὸ τὸ βράδυ μέχρι τὸ πρωῒ μὲ τὴν μορφὴν φωτιᾶς. |
16 οὕτως ἐγίνετο διαπαντός· ἡ νεφέλη ἐκάλυπτεν αὐτὴν ἡμέρας καὶ εἶδος πυρὸς τὴν νύκτα. | 16 Ετσι εγίνετο πάντοτε· νεφέλη εκάλυπτε την Σκηνήν κατά το διάστημα της ημέρας και είδος τι πυρός κατά τα διάστημα της νύκτας. | 16 Ἔτσι ἐγίνετο πάντα· τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον ἐσκέπαζε τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου τὴν ἡμέραν καὶ ὡσὰν ἕνα εἶδος φωτιᾶς κατὰ τὴν νύκτα. |
17 καὶ ἡνίκα ἀνέβη ἡ νεφέλη ἀπὸ τῆς σκηνῆς, καὶ μετὰ ταῦτα ἀπῇραν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· καὶ ἐν τῷ τόπῳ, οὗ ἂν ἔστη ἡ νεφέλη, ἐκεῖ παρενέβαλον οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ. | 17 Οταν δε ανυψώνετο και απεσύρετο η νεφέλη από την Σκηνήν, οι Ισραηλίται ανεχώρουν και εστρατοπέδευαν στον τόπον, στον οποίον θα εσταματούσεν η νεφέλη. | 17 Καὶ ὀποτεδήποτε τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον ἐσηκώνετο καὶ ἀπεσύρετο ἀπὸ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, οἱ Ἰσραηλῖται ἀναχωροῦσαν· καὶ εἰς τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐστέκετο τὸ σύννεφον, ἐκεῖ ἐσταματοῦσαν τὴν πορείαν των καὶ ἔστηναν τὶς σκηνές των οἱ Ἰσραηλῖται. |
18 διὰ προστάγματος Κυρίου παρεμβαλοῦσιν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ διὰ προστάγματος Κυρίου ἀπαροῦσι· πάσας τὰς ἡμέρας, ἐν αἷς σκιάζει ἡ νεφέλη ἐπὶ τῆς σκηνῆς, παρεμβαλοῦσιν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· | 18 Δια της προσταγής αυτής του Κυρίου, της στάσεως δηλαδή και της αναχωρήσεως της νεφέλης, έπρεπε οι Ισραηλίται να στρατοπεδεύουν και να αναχωρούν. Ολας τας ημέρας κατά τας οποίας η νεφέλη θα ευρίσκεται επάνω από την Σκηνήν ρίπτουσα την σκιάν της εις αυτήν, θα στρατοπεδεύουν εκεί οι Ισραηλίται. | 18 Σύμφωνα μὲ τὴν προσταγήν, ποὺ θὰ ἔπαιρναν ἀπὸ τὸν Κύριον, θὰ ἐστρατοπέδευαν οἱ Ἰσραηλῖται, καὶ μὲ τὴν προσταγήν, ποὺ θὰ ἔπαιρναν ἀπὸ τὸν Κύριον, θὰ ἔλυαν τις σκηνές των καὶ θὰ ἐξεκινοῦσαν, διὰ νὰ προχωρήσουν εἰς ἄλλο μέρος. Ὅλες τὶς ἡμέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον ἔμενε ἀκίνητον καὶ ἐσκέπαζε τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, οἱ Ἰσραηλῖται ἐστάθμευαν εἰς τὸ στρατόπεδόν των καὶ δὲν ἀναχωροῦσαν. |
19 καὶ ὅταν ἐφέλκηται ἡ νεφέλη ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἡμέρας πλείους, καὶ φυλάξονται οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὴν φυλακὴν τοῦ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἐξάρωσι. | 19 Οταν δηλαδή η νεφέλη παραμένη πολλάς ημέρας επάνω από την Σκηνήν, οι Ισραηλίται δεν θα αναχωρήσουν, αλλά θα τηρήσουν την εντολήν του Θεού και θα παραμείνουν εκεί στρατοπεδευμένοι. | 19 Καὶ ὅταν τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον στέκεται καὶ καθυστερῇ ἀκίνητον ἐπάνω ἀπὸ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες, οἱ Ἰσραηλῖται θὰ τηροῦν τὴν παραγγελίαν καὶ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θὰ ἀναχωροῦν. |
20 καὶ ἔσται ὅταν σκεπάζῃ ἡ νεφέλη ἡμέρας ἀριθμῷ ἐπὶ τῆς σκηνῆς, διὰ φωνῆς Κυρίου παρεμβαλοῦσι, καὶ διὰ προστάγματος Κυρίου ἀπαροῦσι· | 20 Το αυτό θα γίνεται και όταν επί ολίγας ημέρας σκεπάζη η νεφέλη την Σκηνήν. Οι Ισραηλίται πάντοτε θα στρατοπεδεύουν κατόπιν εντολής του Κυρίου, που δίδεται με το σημείον της νεφέλης, και κατόπιν εντολής Κυρίου πάλιν θα αναχωρούν. | 20 Τὸ ἴδιον θὰ γίνεται, ὅταν τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον θὰ στέκεται καὶ θὰ σκεπάζῃ τὴν Σκηνὴν ὀλίγες ἡμέρες· σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου οἱ Ἰσραηλῖται θὰ σταθμεύουν καὶ θὰ στρατοπεδεύουν καὶ μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου θὰ λύουν τὶς σκηνές των καὶ θὰ ἀναχωροῦν δι’ ἄλλον τόπον· |
21 καὶ ἔσται ὅταν γένηται ἡ νεφέλη ἀφ' ἑσπέρας ἕως πρωΐ καὶ ἀναβῇ ἡ νεφέλη τὸ πρωΐ, καὶ ἀπαροῦσιν ἡμέρας ἢ νυκτός· | 21 Οταν η νεφέλη σκεπάζη την Σκηνήν από το βράδυ έως το πρωϊ, το δε πρωί αποσυρθή, οι Ισραηλίται θα αναχωρήσουν κατά την ημέραν η κατά την νύκτα, σύμφωνα με την εντολήν, που θα σημάνη δι' αυτούς η νεφέλη. | 21 καὶ ὅταν τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον σκεπάζῃ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου ἀπὸ τὸ βράδυ μέχρι τὸ πρωῒ καὶ κατόπιν ἀποσυρθῇ τὸ πρωΐ, τότε οἱ Ἰσραηλῖται θὰ λύσουν τὶς σκηνές των καὶ θὰ ἀναχωρήσουν δι' ἄλλον τόπον, ὅταν ἀνατείλῃ ἡ ἡμέρα ἢ πολὺ πρωΐ· |
22 μηνὸς ἡμέρας πλεοναζούσης τῆς νεφέλης σκιαζούσης ἐπ' αὐτῆς παρεμβαλοῦσιν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, καὶ οὐ μὴ ἀπάρωσιν· | 22 Οταν η νεφέλη σκεπάζη και σκιάζη την Σκηνήν του Μαρτυρίου περισσότερον και από ένα μήνα, οι Ισραηλίται δεν θα βιασθούν δι' αναχώρησιν. Θα σταθμεύσουν καθ' όλον αυτό το διάστημα εκεί και δεν θα αναχωρήσουν. | 22 ἢ ὅταν τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον σκεπάζῃ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου περισσότερον ἀπὸ ἕνα μῆνα, οἱ Ἰσραηλῖται δὲν θὰ βιάζωνται, ἀλλὰ θὰ μένουν ἥσυχοι εἰς τὸ στρατόπεδόν των καὶ δὲν θὰ ἀναχωροῦν δι' ἄλλον τόπον· |
23 ὅτι διὰ προστάγματος Κυρίου ἀπαροῦσι, τὴν φυλακὴν Κυρίου ἐφυλάξαντο διὰ προστάγματος Κυρίου ἐν χειρὶ Μωυσῆ. | 23 Κατόπιν εντολής Κυρίου θα αναχωρούν”. Αυτήν την εντολήν του Κυρίου, την οποίαν έδωκεν ο Θεός δια του Μωυσέως, την ετήρησαν οι Ισραηλίται. | 23 διότι μόνον ὅταν λάβουν ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Κύριον θὰ λύουν τὶς σκηνές των καὶ θὰ ἀναχωροῦν δι' ἄλλον τόπον. Οἱ Ἰσραηλῖται ἐτήρησαν τὴν ἐντολὴν αὐτὴν τοῦ Κυρίου σύμφωνα μὲ τὴν προσταγήν, ποὺ τοὺς ἔδωσεν ὁ Κύριος διὰ τοῦ Μωϋσῆ. |