Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:40
Δύση: 17:13
Σελ. 26 ημ.
361-5
16ος χρόνος, 6158η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπάραντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ παρενέβαλον ἐπὶ δυσμῶν Μωὰβ παρὰ τὸν ᾿Ιορδάνην κατὰ ῾Ιεριχώ. 1 Από εκεί εξεκίνησαν και επροχώρησαν οι Ισραηλίται και στρατοπέδευσαν προς δυσμάς της χώρας Μωάβ, παρά τον Ιορδάνην ποταμόν απέναντι από την Ιεριχώ. 1 Οἱ Ἰσραηλῖται μετὰ τὴν νίκην των ἐναντίον τοῦ Ὢγ ἐπροχώρησαν καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὰ δυτικὰ τῆς Μωὰβ κοντὰ εἰς τὶς ἀνατολικὲς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ.
2 καὶ ἰδὼν Βαλὰκ υἱὸς Σεπφὼρ πάντα ὅσα ἐποίησεν ᾿Ισραὴλ τῷ ᾿Αμορραίῳ, 2 Ο Βαλάκ, υιός του Σεπφώρ, όταν είδε όσα έκαμαν οι Ισραηλίται εναντίον των Αμορραίων, 2 Καὶ ὁ Βαλάκ, ὁ υἱὸς τοῦ Σεπφώρ, ὅταν εἶδεν ὅλα ὅσα ἔκαμαν οἱ Ἰσραηλῖται εἰς τοὺς Ἀμορραίους,
3 καὶ ἐφοβήθη Μωὰβ τὸν λαὸν σφόδρα ὅτι πολλοὶ ἦσαν, καὶ προσώχθισε Μωὰβ ἀπὸ προσώπου υἱῶν ᾿Ισραήλ. 3 εφοβήθη πολύ, αυτός και οι Μωαβίται, τους Ισραηλίτας, διότι ήσαν πολλοί. Οι δε Μωαβίται είχον κυριευθή από μίσος και αγανάκτησιν εναντίον των Ισραηλιτών. 3 ἐφοβήθη καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του Μωαβῖται πάρα πολὺ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι ἦσαν πλῆθος πολύ. Οἱ Μωαβῖται ἀγανάκτησαν ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ εἰς τὴν ἀμηχανίαν των ἐμίσησαν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ·
4 καὶ εἶπε Μωὰβ τῇ γερουσίᾳ Μαδιάμ· νῦν ἐκλείξει ἡ συναγωγὴ αὕτη πάντας τοὺς κύκλῳ ὑμῶν, ὡσεὶ ἐκλείξαι ὁ μόσχος τὰ χλωρὰ ἐκ τοῦ πεδίου. καὶ Βαλὰκ υἱὸς Σεπφὼρ βασιλεὺς Μωὰβ ἦν κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον. 4 Είπον δε εις την γερουσίαν των Μαδιανιτών· “ο λαός αυτός των Ισραηλιτών τώρα πλέον θα σαρώση όλους τους γύρω μας λαούς και θα γλείψη την περιοχήν, όπως το μοσχάρι γλείφει το χλωρό χορτάρι της πεδιάδος”. Ο δε Βαλακ, ο υιός του Σεπφώρ, ήτο βασιλεύς των Μωαβιτών κατά τον καιρόν εκείνον. 4 Καὶ οἱ Μωαβῖται εἶπαν εἰς τὴν γερουσίαν τῶν Μαδιανιτῶν: «Τώρα ὅλο αὐτὸ τὸ πολὺ πλῆθος θὰ γλείψῃ καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ καὶ ἐμᾶς καὶ ὅλους τοὺς τριγύρω γείτονές μας, ὅπως γλείφει τὸ μοσχάρι τὸ χλωρὸ χορτάρι τοῦ λιβαδιοῦ· δὲν θὰ ἀφήσουν τίποτε». Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον βασιλιᾶς τῶν Μωαβιτῶν ἦταν ὁ Βαλάκ, ὁ υἱὸς τοῦ Σεπφώρ.
5 καὶ ἀπέστειλε πρέσβεις πρὸς Βαλαὰμ υἱὸν Βεὼρ Φαθουρά, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ γῆς υἱῶν λαοῦ αὐτοῦ, καλέσαι αὐτὸν λέγων· ἰδοὺ λαὸς ἐξελήλυθεν ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἰδοὺ κατεκάλυψε τὴν ὄψιν τῆς γῆς καὶ οὗτος ἐγκάθηται ἐχόμενός μου· 5 Αυτός λοιπόν έστειλε πρεσβευτάς προς τον Βαλαάμ, υιόν του Βεώρ, εις Φαθουρά, η οποία ευρίσκεται πλησίον του ποταμού Ευφράτου, εις την χώραν του λαού του Βαλαάμ, δια να προσκαλέσουν αυτόν, λέγοντες· “ιδού ένας λαός ισχυρός εβγήκεν από την Αίγυπτον και εκάλυψε την επιφάνειαν της γης. Αυτός είναι τώρα εγκατεστημένος πλησίον μου. 5 Ὁ Βαλάκ, διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὴν κρίσιμον κατάστασιν, ἔστειλε πρεσβευτὲς πρὸς τὸν Βαλαάμ, υἱὸν τοῦ Βεώρ, εἰς τὴν πόλιν Φαθουρά, ποὺ εἶναι κτισμένη εἰς τὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὴν χώραν τοῦ λαοῦ τοῦ Βαλαάμ, διὰ νὰ τὸν προσκαλέσουν ὡς ἐξῇς: «Νά· ἕνας ὁλόκληρος λαὸς ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον νά, ἐπλημμύρισε ὅλην τὴν γῆν, ἦλθε καὶ ἐγκατεστάθη κοντά μου καὶ ἀπειλεῖ τὴν χώραν μου.
6 καὶ νῦν δεῦρο ἄρασαί μοι τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι ἰσχύει οὗτος ἢ ὑμεῖς· ἐὰν δυνώμεθα πατάξαι ἐξ αὐτῶν, καὶ ἐκβαλῶ αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς· ὅτι οἶδα οὓς ἐὰν εὐλογήσῃς σύ, εὐλόγηνται, καὶ οὓς ἐὰν καταράσῃ σύ, κεκατήρανται. 6 Ελα λοιπόν τώρα εδώ και καταράσου προς χάριν μου τον λαόν αυτόν, διότι είναι πολύ ισχυρότερος από ημάς. Ισως τότε ημπορέσωμεν να κτυπήσωμεν αυτούς, να τους νικήσωμεν και να τους εκδιώξωμεν από την χώραν μας. Σου ζητώ να τους καταρασθής, διότι γνωρίζω, ότι εκείνοι, τους οποίους συ θα ευλογήσης, θα είναι ευλογημένοι· και εκείνοι, τους οποίους συ θα κοταρασθής, θα είναι καταραμένοι”. 6 Ἔλα λοιπόν, σὲ παρακαλῶ, τώρα καὶ καταράσου τὸν λαὸν αὐτὸν πρὸς χάριν μου, διότι αὐτὸς εἶναι δινατώτερός μας. Ἴσως ἠμπορέσωμεν ἔτσι νὰ τοὺς νικήσωμεν καὶ νὰ τοὺς διώξωμεν ἀπὸ τὴν χώραν μου. Διότι γνωρίζω καλά, ὅτι ἡ εὐλογία σου καὶ ἡ κατάρα σου πιάνουν· ὅποιους εὐλογήσῃς σύ, εἶναι εὐλογημένοι, καὶ ὅποιους καταρασθῇς σύ, εἶναι καταραμένοι».
7 καὶ ἐπορεύθη ἡ γερουσία Μωὰβ καὶ ἡ γερουσία Μαδιάμ, καὶ τὰ μαντεῖα ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, καὶ ἦλθον πρὸς Βαλαὰμ καὶ εἶπαν αὐτῷ τὰ ρήματα Βαλάκ. 7 Η γερουσία των Μωαβιτών και των Μαδιανιτών, έχοντες εις τα χέρια των και την αμοιβήν που θα έδιναν στον Βαλαάμ δια τα μαντικά, επορεύθησαν και ήλθαν προς τον Βαλαάμ και του διεβίδασαν τα λόγια του Βαλάκ. 7 Καὶ ἐπῆγαν εἰς αὐτὸν ἡ γερουσία τῶν Μωαβιτῶν καὶ ἡ γερουσία τῶν Μαδιανιτῶν κρατῶντας εἰς τὰ χέρια των τὰ δῶρα, ποὺ θὰ ἔδιδαν ὡς ἀμοιβὴν εἰς τὸν προφήτην. Καὶ ἦλθαν εἰς τὸν Βαλαὰμ καὶ τοῦ διεβίβασαν τὴν πρόσκλησιν καὶ τὰ λόγια τοῦ βασιλιᾶ Βαλάκ.
8 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· καταλύσατε αὐτοῦ τὴν νύκτα, καὶ ἀποκριθήσομαι ὑμῖν πράγματα, ἃ ἂν λαλήσῃ Κύριος πρός με· καὶ κατέμειναν οἱ ἄρχοντες Μωὰβ παρὰ Βαλαάμ. 8 Ο Βαλαάμ απήντησεν εις αυτούς· “μείνατε εδώ την νύκτα αυτήν και θα απαντήσω εις σας όσα ο Κυριος θα φανερώση εις εμέ”. Οι άρχοντες των Μωαβιτών έμειναν πλησίον του Βαλαάμ. 8 Ὁ Βαλαὰμ τοὺς εἶπε: «Ἀναπαυθῆτε τὴν νύκτα ἐδῶ καὶ αὔριον τὸ πρωῒ θὰ σᾶς δώσω ἀπάντησιν, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θὰ μοῦ εἰπῇ ὁ Κύριος τὴν νύκτα». Ἔτσι οἱ ἄρχοντες τῶν Μωαβιτῶν ἔμειναν κοντὰ εἰς τὸν Βαλαάμ.
9 καὶ ἦλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Βαλαὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί οἱ ἄνθρωποι οὗτοι παρὰ σοι; 9 Ηλθεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ και του είπε. “Τι ζητούν οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι ευρίσκονται πλησίον σου;” 9 Τὴν νύκτα ἦλθε ὁ Θεὸς εἰς τὸν Βαλαάμ (πιθανώτατα μὲ ὄνειρον, ὅταν ὁ Βαλαὰμ ἐκοιμᾶτο) καὶ τοῦ εἶπε: «Ποῖοι εἶναι οἰ ἄνθρωποι αὐτοί, ποὺ εἶναι κοντά σου, καὶ τὶ ζητοῦν ἀπὸ σέ;»
10 καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς τὸν Θεόν· Βαλὰκ υἱὸς Σεπφώρ, βασιλεὺς Μωάβ, ἀπέστειλεν αὐτοὺς πρός με λέγων· 10 Ο Βαλαάμ απήντησεν προς τον Θεόν· “ο Βαλάκ, υιός του Σεπφώρ και βασιλεύς των Μωαβιτών, έστειλε αυτούς τους πρεσβευτάς εις εμέ, λέγων· 10 Ἀπεκρίθη ὁ Βαλαὰμ πρὸς τὸν Θεόν: «Ὁ Βαλάκ, ὁ υἱὸς τοῦ Σεπφώρ, βασιλιᾶς τῆς Μωάβ, τοὺς ἔστειλε πρὸς ἐμὲ μὲ τὴν παραγγελίαν:
11 ἰδοὺ λαὸς ἐξελήλυθεν ἐξ Αἰγύπτου καὶ κεκάλυφε τὴν ὄψιν τῆς γῆς καὶ οὗτος ἐγκάθηται ἐχόμενός μου· καὶ νῦν δεῦρο ἄρασαί μοι αὐτόν, εἰ ἄρα δυνήσομαι πατάξαι αὐτὸν καὶ ἐκβαλῶ αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς. 11 Ιδού λαός πολύς και ισχυρός εβγήκεν από την Αίγυπτον και εσκέπασεν εξ ολοκλήρου την όψιν της γης· έχει δε εγκατασταθή πλησίον μου. Ελα λοιπόν τώρα να καταρασθής προς χάριν μου αυτόν τον λαόν, μήπως και ημπορέσω να τον κτυπήσω και τον εκδιώξω από την χώραν μου”. 11 Νά, ἕνας ὁλόκληρος λαὸς ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἐπλημμύρισε τὴν γῆν, ἦλθε καὶ ἐγκατεστάθη κοντά μου καὶ ἀπειλεῖ τὴν χώραν μου. Ἔλα λοιπόν, σὲ παρακαλῶ, τώρα καὶ καταράσου τὸν λαὸν αὐτὸν πρὸς χάριν μου, μήπως ἠμπορέσω ἔτσι νὰ τὸν νικήσω καὶ τὸν διώξω ἀπὸ τὴν χώραν μου».
12 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Βαλαάμ· οὐ πορεύσῃ μετ' αὐτῶν, οὐδὲ καταράσῃ τὸν λαόν· ἔστι γὰρ εὐλογημένος. 12 Είπεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ· “δεν θα πορευθής μαζή με τους άρχοντας αυτούς, ούτε και θα καταρασθής τον λαόν αυτόν, διότι είναι ευλογημένος”. 12 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Βαλαάμ: «Πρόσεξε· δὲν θὰ πᾶς μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, οὔτε θὰ καταρασθῇς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· διότι εἶναι λαὸς εὐλογημένος ἀπὸ ἐμέ».
13 καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ τὸ πρωΐ εἶπε τοῖς ἄρχουσι Βαλάκ· ἀποτρέχετε πρὸς τὸν κύριον ὑμῶν· οὐκ ἀφίησί με ὁ Θεὸς πορεύεσθαι μεθ' ὑμῶν. 13 Εγερθείς ο Βαλαάμ την πρωΐαν είπεν στους άρχοντας του Βαλάκ· “επιστρέψατε προς τον κύριόν σας. Ο Θεός δεν με αφήνει να έλθω μαζή σας”. 13 Ὁ Βαλαάμ, ἀφοῦ ἐσηκώθη τὸ πρωΐ, εἶπεν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους ἄρχοντες τοῦ βασιλιᾶ Βαλάκ: «Φύγετε καὶ γυρίστε γρήγορα εἰς τὸν κύριον σας· ὁ Θεὸς ἀρνεῖται νὰ μοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ ἔλθω μαζί σας».
14 καὶ ἀναστάντες οἱ ἄρχοντες Μωὰβ ἦλθον πρὸς Βαλὰκ καὶ εἶπαν· οὐ θέλει Βαλαὰμ πορευθῆναι μεθ' ἡμῶν. 14 Οι άρχοντες των Μωαβιτών ανεχώρησαν άπρακτοι, ήλθον προς τον Βαλάκ και του είπαν· “δεν θέλει ο Βαλαάμ να έλθη μαζή μας”. 14 Καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Μωαβιτῶν, ἀφοῦ ἔφυγαν, ἦλθαν πίσω εἰς τὸν βασιλιᾶ Βαλὰκ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὁ Βαλαὰμ ἀρνεῖται νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ».
15 Καὶ προσέθετο Βαλὰκ ἔτι ἀποστεῖλαι ἄρχοντας πλείους καὶ ἐντιμοτέρους τούτων. 15 Ο Βαλάκ απέστειλε και πάλιν περισσοτέρους άρχοντας και περισσότερον επισήμους από τους πρώτους. 15 Ὁ Βαλὰκ ἔστειλε πάλιν ἄρχοντες περισσοτέρους, ποὺ εἶχαν μεγαλύτερον βαθμὸν καὶ ἀξίωμα ἀπὸ τοὺς προηγουμένους.
16 καὶ ἦλθον πρὸς Βαλαὰμ καὶ λέγουσιν αὐτῷ· τάδε λέγει Βαλὰκ ὁ τοῦ Σεπφώρ· ἀξιῶ σε, μὴ ὀκνήσῃς ἐλθεῖν πρός με· 16 Ηλθον αυτοί προς τον Βαλαάμ και του είπαν· “αυτά λέγει ο βασιλεύς Βαλάκ, ο υιός του Σεπφώρ· Εχω την αξίωσιν από σε να μη βραδύνης να έλθης προς εμέ. 16 Αὐτοὶ ἦλθαν εἰς τὸν Βαλαὰμ καὶ τοῦ εἶπαν: «Αὐτὰ παραγγέλλει ὁ βασιλιᾶς Βαλάκ, ὁ υἱὸς τοῦ Σεπφώρ· ζητῶ ἀπὸ σὲ νὰ μὴ ἀμελήσῃς νὰ ἔλθῃς πρὸς ἐμέ,
17 ἐντίμως γὰρ τιμήσω σε, καὶ ὅσα ἐὰν εἴπῃς, ποιήσω σοι· καὶ δεῦρο ἐπικατάρασαί μοι τὸν λαὸν τοῦτον. 17 Οταν δε έλθης εγώ θα σε τιμήσω και θα σε αμείψω πλουσίως και όσα μου είπης θα τα εκτελέσω. Ελα λοιπόν εδώ, δια να καταρασθής προς χάριν μου αυτόν τον λαόν”. 17 διότι ἐγὼ θὰ σὲ τιμήσω μὲ μεγάλες τιμές, θὰ σὲ ἀμείψω πλούσια καὶ θὰ σοῦ κάμω ὅ,τι μου ζητήσῃς· ἔλα μόνον νὰ καταρασθῇς πρὸς χάριν μου τὸν Ἰσραηλιτικὸν αὐτὸν λαόν».
18 καὶ ἀπεκρίθη Βαλαὰμ καὶ εἶπε τοῖς ἄρχουσι Βαλάκ· ἐὰν δῷ μοι Βαλὰκ πλήρη τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀργυρίου καὶ χρυσίου, οὐ δυνήσομαι παραβῆναι τὸ ρῆμα Κυρίου τοῦ Θεοῦ, ποιῆσαι αὐτὸ μικρὸν ἢ μέγα ἐν τῇ διανοίᾳ μου· 18 Ο Βαλαάμ απήντησεν στους άρχοντας του Βαλάκ, λέγων· “και αν ακόμη ο Βαλάκ μου δώση όλον τον οίκον του γεμάτον αργύριον και χρυσίον, δεν θα ημπορέσω να παραβώ τον λόγον Κυρίου του Θεού και να σκεφθώ κάτι μικρόν η μεγάλον ανίιθετον προς εκείνα που μου είπεν ο Θεός. 18 Ὁ Βαλαὰμ ἀπάντησε εἰς τοὺς ἄρχοντες, ποὺ ἦλθαν ἐκ μέρους τοῦ Βαλάκ: «Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὁ Βαλὰκ μοῦ δώσῃ ὅλο τὸ παλάτι του γεμᾶτο ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, ἐγὼ δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ παραβῶ τὸν λόγον Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σκεφθῶ νὰ εἴπω ὀλιγώτερα ἢ περισσότερα ἀπὸ αὐτό, ποὺ θὰ μοῦ εἰπῇ ὁ Κύριος.
19 καὶ νῦν ὑπομείνατε αὐτοῦ καὶ ὑμεῖς τὴν νύκτα ταύτην, καὶ γνώσομαι τί προσθήσει Κύριος λαλῆσαι πρός με. 19 Αλλά τώρα μείνατε και σεις εδώ αυτήν την νύκτα και θα μάθω τι θα θελήση ο Θεός να μου φανέρωση πάλιν”. 19 Τώρα περιμένετε ἐδῶ καὶ σεῖς τὴν νύκτα αὐτὴν καὶ θὰ ἰδῶ μήπως ὁ Κύριος μοῦ προσθέσῃ τίποτε ἄλλο περισσότερον».
20 καὶ ἦλθεν ὁ Θεὸς πρὸς Βαλαὰμ νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ καλέσαι σε πάρεισιν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι, ἀναστὰς ἀκολούθησον αὐτοῖς· ἀλλὰ τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν λαλήσω πρὸς σε, τοῦτο ποιήσεις. 20 Ηλθεν ο Θεός προς τον Βαλαάμ κατά το διάστημα της νυκτός και είπε προς τον Βαλαάμ· “εφ' όσον οι άνθρωποι αυτοί ήλθαν να σε καλέσουν, σήκω και ακολούθησέ τους. Αλλά θα κάμης σύμφωνα με εκείνα, τα οποία εγώ θα σου φανερώσω”. 20 Καὶ τὴν νύκτα ἦλθεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Βαλαάμ (πιθανώτατα μὲ ὄνειρον, ὅταν ὁ Βαλαὰμ ἐκοιμᾶτο) καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐάν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἐκράτησες ἀπόψε εἰς τὸ σπίτι σου, ἦλθαν διὰ νὰ σὲ καλέσουν, σήκω καὶ ἀκολούθησέ τους. Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶς, θὰ εἰπῇς αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ ἐγὼ καὶ θὰ κάμῃς αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ παραγγείλω ἐγώ».
21 καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ τὸ πρωΐ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη μετὰ τῶν ἀρχόντων Μωάβ. 21 Ηγέρθη το πρωϊ ο Βαλαάμ, εσαμάρωσε την όνον του και επορεύθη μαζή με τους άρχοντας των Μωαβιτών, (δελεασθείς και από την μεγάλην αμοιβήν). 21 Ὁ Βαλαάμ, ἀφοῦ ἐσηκώθη τὸ πρωΐ, ἐσαμάρωσε τὴν ὄνον του καὶ ἀνεχώρησε μὲ τοὺς ἄρχοντες τῶν Μωαβιτῶν διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν Βαλάκ.
22 καὶ ὠργίσθη θυμῷ ὁ Θεός, ὅτι ἐπορεύθη αὐτός, καὶ ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ διαβαλεῖν αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐπιβεβήκει ἐπὶ τῆς ὄνου αὐτοῦ, καὶ δύο παῖδες αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ. 22 Δια τούτο ωργίσθη ο Θεός, διότι ο Βαλαάμ επορεύθη με τους άρχοντας και άγγελος Θεού παρουσιάσθη, δια να αποτρέψη αυτόν. Αυτός δε εκάθητο επάνω εις την όνον, είχε δε μαζή του και δύο υπηρέτας. 22 Ὁ Θεὸς ὅμως ὠργίσθη ἐναντίον τοῦ Βαλαάμ, διότι, τυφλωμένος ἀπὸ τὰ δῶρα καὶ τὶς τιμὲς τοῦ Βαλάκ, ἀκολούθησε τοὺς ἄρχοντες τῶν Μωαβιτῶν διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν Βαλάκ· καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐμπῆκε ἐμπρὸς εἰς τὸν δρόμον του, διὰ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ εἰς τὸ ταξίδι καὶ νὰ τοῦ ἀντισταθῇ. Ὁ Βαλαὰμ εἶχε καβαλλικεύσει τὴν ὄνον του καὶ δύο ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του ἐπήγαιναν μαζί του.
23 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὴν ρομφαίαν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐξέκλινεν ἡ ὄνος ἐκ τῆς ὁδοῦ καὶ ἐπορεύετο εἰς τὸ πεδίον· καὶ ἐπάταξε τὴν ὄνον ἐν τῇ ράβδῳ αὐτοῦ τοῦ εὐθῦναι αὐτὴν ἐν τῇ ὁδῷ. 23 Η όνος, όταν είδε τον άγγελον του Θεού να της εμποδίζη τον δρόμον και να κρατή ρομφαίαν γυμνήν στο χέρι του, παρεξέκλινε από την οδόν και επήγαινε εις την πεδιάδα. Ο Βαλαάμ εκτύπησεν αυτήν με την ράβδον του, δια να την επαναφέρη και κατευθύνη εις την οδόν. 23 Καὶ ὅταν ἡ ὄνος εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ νὰ στέκεται εἰς τὸν δρόμον καὶ νὰ ἀντιστέκεται εἰς τὴν πορείαν καὶ νὰ κρατῇ εἰς τὸ χέρι του σπαθὶ ξεγυμνωμένο, ἕτοιμο νὰ κινηθῇ ἐναντίον του Βαλαάμ, ἐξέκλινε ἀπὸ τὸν χαραγμένον δρόμον καὶ ἐπροχωροῦσε εἰς τὰ χωράφια. Τότε ὁ Βαλαὰμ ἐκτύπησε τὴν ὄνον μὲ τὸ ραβδί του, διὰ νὰ τὴν ἀναγκάσῃ νὰ ξαναμπῇ εἰς τὸν χαραγμένον δρόμον.
24 καὶ ἔστη ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς αὔλαξι τῶν ἀμπέλων, φραγμὸς ἐντεῦθεν καὶ φραγμὸς ἐντεῦθεν· 24 Ο άγγελος του Θεού εστάθη εμπρός από την όνον εις τα αυλάκια των αμπέλων· από την μία μεριά των οποίων και την άλλη υπήρχον τοίχοι προς περίφραγμα αυτών. 24 Ἀλλὰ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐπροχώρησε καὶ ἐστάθη ἐμπρὸς εἰς τὴν ὄνον εἰς τὰ στενὰ μονοπάτια (αὐλάκια), ποὺ ὑπῆρχαν μεταξὺ τῶν ἀμπελιῶν· εἰς τὸ ἕνα μέρος τῶν στενῶν μονοπατιῶν (αὐλακιῶν) καὶ εἰς τὸ ἄλλο εὑρίσκοντο ἀμπέλια περιφραγμένα.
25 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ προσέθλιψεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον καὶ ἀπέθλιψε τὸν πόδα Βαλαὰμ πρὸς τὸν τοῖχον· καὶ προσέθετο ἔτι μαστίξαι αὐτήν. 25 Οταν η όνός είδε τον άγγελον του Θεού εστριμώχθη στον τοίχον και επίεσε προς αυτόν τον πόδα του Βαλαάμ. Ο δε Βαλαάμ την εκτύπησε και πάλιν. 25 Ὅταν ἡ ὄνος εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν σύγκρουσιν μαζί του, ἐπλεύρισε καὶ ἐστριμώχθη εἰς τὸν τοῖχον τοῦ φράχτη· κατὰ τὸ στρίμωγμά της ἐπίεσε καὶ ἐστρίμωξε τὸ πόδι τοῦ Βαλαὰμ εἰς τὸν τοῖχον. Ὁ Βαλαὰμ ἐκτύπησε καὶ πάλιν τὸ ζῶον.
26 καὶ προσέθετο ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπελθὼν ὑπέστη ἐν τόπῳ στενῷ, εἰς ὃν οὐκ ἦν ἐκκλῖναι δεξιὰν ἢ ἀριστεράν. 26 Ο άγγελος του Θεού επροχώρησεν, εσταμάτησεν εις δίοδον στενήν, όπου δεν ήτο δυνατόν εις την όνον να παρεκκλίνη δεξιά η αριστερά. 26 Ἀλλὰ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐπροχώρησε πιὸ πέρα καὶ ἐστάθη εἰς ἕνα στενωπὸν δρόμον, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἠμποροῦσε τὸ ζῶον νὰ παρεκκλίνῃ οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά.
27 καὶ ἰδοῦσα ἡ ὄνος τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ συνεκάθισεν ὑποκάτω Βαλαάμ· καὶ ἐθυμώθη Βαλαὰμ καὶ ἔτυπτε τὴν ὄνον τῇ ράβδῳ. 27 Οταν είδεν η όνος τον άγγελον του Θεού εμπρός, εκάθησεν στο έδαφος έχουσα επάνω της τον Βαλαάμ. Αυτός εθύμωσε και εκτυπούσε συνεχώς την όνον με την ράβδον του. 27 Αὐτὴν τὴν φοράν, ὅταν ἡ ὄνος εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ, ἐκάθισε κάτω μὲ τὸν Βαλαὰμ εἰς τὴν ράχην της. Ὁ Βαλαὰμ τότε ἐθύμωσε καὶ ἐκτυποῦσε πάλιν τὴν ὄνον μὲ τὸ ραβδί του.
28 καὶ ἤνοιξεν ὁ Θεὸς τὸ στόμα τῆς ὄνου, καὶ λέγει τῷ Βαλαάμ· τί ἐποίησά σοι ὅτι πέπαικάς με τρίτον τοῦτο; 28 Ηνοιξε τότε ο Θεός το στόμα της όνου, η οποία και είπε προς αυτόν· “τι σου έκαμα, ώστε τρίτην αυτήν φοράν να με κτυπάς;” 28 Τότε ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὸ στόμα τῆς ὄνου, τῆς ἔδωκε φωνὴν ἀνθρωπίνην καὶ μὲ αὐτὴν ἐμίλησε πρὸς τὸ ἀφεντικό της, τὸν Βαλαάμ, καὶ τοῦ εἶπε: «Τί σοῦ ἔκαμα καὶ μὲ ἐκτύπησες ἕως τώρα τρεῖς φορές;»
29 καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῇ ὄνῳ· ὅτι ἐμπέπαιχάς μοι· καὶ εἰ εἶχον μάχαιραν ἐν τῇ χειρί, ἤδη ἂν ἐξεκέντησά σε. 29 Και ο Βαλαάμ είπεν εις την όνον· “σε κτυπώ, διότι με περιπαίζεις, και αν είχα στο χέρι μου μαχαίρι, θα σε είχα σφάξει”. 29 Ὁ Βαλαὰμ εἶπεν εἰς τὴν ὄνον: «Σὲ ἐκτύπησα καὶ σὲ κτυπῶ, διότι μὲ ἔχεις περιπαίξει. Ἂν μάλιστα εἶχα μαχαίρι εἰς τὸ χέρι μου, θὰ σὲ εἶχα κιόλας μαχαιρώσει».
30 καὶ λέγει ἡ ὄνος τῷ Βαλαάμ· οὐκ ἐγὼ ἡ ὄνος σου, ἐφ' ἧς ἐπέβαινες ἀπὸ νεότητός σου ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας; μὴ ὑπεροράσει ὑπεριδοῦσα ἐποίησά σοι οὕτως; ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί. 30 Η όνος είπε προς τον Βαλαάμ· “δεν είμαι εγώ η όνος σου, επάνω εις την οποίαν εκάθησο από την νεότητά σου μέχρι της σημερινής ημέρας; Πές μου, μήπως τυχόν μέχρι σήμερα σε παρήκουσα και εφέρθην όπως τώρα;” Εκείνος της απήντησεν “όχι”. 30 Ἡ ὄνος ἀπάντησε εἰς τὸν Βαλαάμ: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ἡ ὄνος σου, τὴν ὁποίαν ἔχεις εἰς τὴν ὑπηρεσίαν σου καὶ μὲ καβαλλικεύεις ἀπὸ τὰ μικρά σου χρόνια μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Μήπως ἀδιαφόρησα καὶ ἐπαραπάτησα ποτὲ καὶ δὲν εἶδα καλὰ τὸν δρόμον, ποὺ ἔπρεπε νὰ βαδίσω, καὶ σοῦ ἐφερθηκα ἔτσι ἄλλην φοράν;» Ὁ Βαλαὰμ τῆς εἶπε: «Ὄχι!»
31 ἀπεκάλυψε δὲ ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς Βαλαάμ, καὶ ὁρᾷ τὸν ἄγγελον Κυρίου ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὴν μάχαιραν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ κύψας προσεκύνησε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ. 31 Τοτε ο Θεός ήνοιξεν τα μάτια του Βαλαάμ και είδε τον άγγελον του Θεού να αντιστέκεται στον δρόμον και να κρατή στο χέρι του γυμνήν την μάχαιραν. Ο Βαλαάμ έσκυψε το πρόσωπόν του κατά γης και επροσκύνησε τον άγγελον. 31 Τότε ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ Βαλαὰμ καὶ εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ νὰ στέκεται εἰς τὸν δρόμον καὶ νὰ ἀντιστέκεται εἰς τὴν πορείαν του καὶ νὰ κρατῇ εἰς τὸ χέρι τὸν τὸ ξεγυμνωμένο μαχαίρι. Ὁ Βαλαὰμ γεμᾶτος φόβον, ἀφοῦ ἔπεσε κάτω μὲ τὸ πρόσωπον ἀκουμπισμένον εἰς τὸ χῶμα, ἐπροσκύνησε τὸν ἄγγελον.
32 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ· διατί ἐπάταξας τὴν ὄνον σου τοῦτο τρίτον; καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐξῆλθον εἰς διαβολήν σου, ὅτι οὐκ ἀστεία ἡ ὁδός σου ἐναντίον μου, 32 Είπε δε προς αυτόν ο άγγελος του Θεού· “διατί εκτύπησες την όνον σου, τρίτην μάλιστα φοράν; Ιδού εγώ εβγήκα εις τον δρόμον σου, δια να σε παρεμποδίσω, διότι η πορεία σου αυτή δεν μου είναι αρεστή. 32 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ εἶπεν εἰς αὐτόν: «Διατὶ ἐκτύπησες τὴν ὄνον σου ἕως τώρα τρεῖς φορές; Νά· ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ ταξιδιοῦ σου ἐβγῆκα μπροστὰ νὰ σὲ ἐμποδίσω, διότι ὁ δρόμος ποὺ ἐπῆρες καὶ ποὺ βαδίζεις, δεν εἶναι εἰς ἐμὲ καλός· μὲ δυσαρεστεῖ.
33 καὶ ἰδοῦσά με ἡ ὄνος ἐξέκλινεν ἀπ' ἐμοῦ τρίτον τοῦτο· καὶ εἰ μὴ ἐξέκλινεν, νῦν οὖν σὲ μὲν ἀπέκτεινα, ἐκείνην δ' ἂν περιεποιησάμην. 33 Η όνος με είδε, παραμέρισεν από εμέ τρίτην φοράν. Εάν δε δεν ελοξοδρομούσε, σε μεν θα εφόνευον, εκείνην δε θα την άφηνα να ζήση”. 33 Καὶ ὅταν μὲ εἶδε ἡ ὄνος σου, ἐπαραμέρισε, ὥστε νὰ μὲ προσπεράσῃ διὰ τρίτην τώρα φοράν. Ἐὰν δὲν ἐπαραμέριζε, τώρα ἐσένα μὲν θὰ ἐφόνευα, ἐκείνην δὲ θὰ τὴν ἄφηνα ἀνέγγιχτη καὶ ζωντανή».
34 καὶ εἶπε Βαλαὰμ τῷ ἀγγέλῳ Κυρίου· ἡμάρτηκα, οὐ γὰρ ἠπιστάμην ὅτι σύ μοι ἀνθέστηκας ἐν τῇ ὁδῷ εἰς συνάντησιν· καὶ νῦν εἰ μή σοι ἀρκέσει, ἀποστραφήσομαι. 34 Συντετριμμένος τότε ο Βαλαάμ είπε προς τον άγγελον του Κυρίου· “ημάρτησα, διότι δεν εγνώριζα ότι συ εστάθης απέναντί μου και έφραξες τον δρόμον μου. Και τώρα εάν δεν είναι αρεστόν εις σέ, θα επιστρέψω στον τόπον μου”. 34 Καὶ ὁ Βαλαὰμ εἶπεν εἰς τὸν ἄγγελον τοῦ Κυρίου: «Ἔχω ἁμαρτήσει· διότι δεν ἐγνώριζα ὅτι σὺ ἤσουν ἐμπρὸς καὶ μοῦ ἔφραζες τὸν δρόμον, ὥστε νὰ μὴ προχωρήσω. Καὶ τώρα, ἐὰν δὲν σοῦ ἀρέσῃ νὰ συνεχίσω, εἶμαι ἕτοιμος νὰ γυρίσω πάλιν πίσω, ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἐξεκίνησα».
35 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πρὸς Βαλαάμ· συμπορεύθητι μετὰ τῶν ἀνθρώπων· πλὴν τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν εἴπω πρὸς σε, τοῦτο φυλάξῃ λαλῆσαι. καὶ ἐπορεύθη Βαλαὰμ μετὰ τῶν ἀρχόντων Βαλάκ. 35 Ο δε άγγελος του Θεού, είπε προς αυτόν· “πήγαινε μαζή με τους ανθρώπους αυτούς. Αλλά πρόσεξε τα λόγια, τα οποία εγώ θα είπω προς σέ, αυτά συ θα είπης προς τον Βαλάκ”. Ο Βαλαάμ επορεύθη μαζή με τους άρχοντας του Βαλάκ. 35 Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἀπάντησε εἰς τὸν Βαλαάμ: «Μὴ γυρίσῃς πίσω· πήγαινε μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σὲ συνοδεύουν. Πρόσεξε ὅμως καλά· νὰ εἰπῇς εἰς τὸν Βαλὰκ τὰ λόγια ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα θὰ σοῦ εἰπῶ ἐγῶ». Καὶ ὁ Βαλαὰμ συνέχισε τὸν δρόμον του καὶ ἐπῆγε μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντες τοῦ βασιλιᾶ Βαλάκ.
36 Καὶ ἀκούσας Βαλὰκ ὅτι ἥκει Βαλαάμ, ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ, εἰς πόλιν Μωάβ, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῶν ὁρίων ᾿Αρνῶν, ὅ ἐστιν ἐκ μέρους τῶν ὁρίων. 36 Ο Βαλάκ, όταν ήκουσεν ότι έρχεται ο Βαλαάμ, εβγήκεν εις συνάντησίν του εις μίαν πόλιν των Μωαβιτών, η οποία ευρίσκεται πλησίον του πόταμου Αρνών εις κάποιο μέρος των ορίων της χώρας Μωάβ. 36 Ὅταν ὀ Βαλὰκ ἄκουσε ὅτι φθάνει ὁ Βαλαάμ, ἐβγῆκε πρὸς συνάντησίν του εἰς μίαν πόλιν τῆς χώρας Μωάβ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ χειμάρρου Ἀρνῶν, εἰς τὰ ἄκρα τῶν συνόρων τῆς Μωάβ.
37 καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· οὐχὶ ἀπέστειλα πρὸς σὲ καλέσαι σε; διατί οὐκ ἤρχου πρός με; ὄντως οὐ δυνήσομαι τιμῆσαί σε; 37 Είπε δε ο Βαλάκ προς τον Βαλαάμ· “δεν απέστειλα προς σε ανθρώπους μου και σε εκάλεσα; Διατί δεν ήθελες να έλθης προς εμέ; Μηπως ενόμισες ότι δεν θα ημπορούσα να σε αμείψω, όπως σου αξίζει;” 37 Καὶ εἶπεν ὁ Βαλὰκ πρὸς τὸν Βαλαάμ: «Δὲν ἔστειλα ἐπίτηδες ἀπεσταλμένους νὰ σὲ καλέσω; Διατὶ δὲν ἀποφάσιζες νὰ ἔλθῃς πρὸς ἐμέ; Ἐφαντάσθης ὅτι δὲν θὰ ἠμποροῦσα νὰ σὲ τιμήσω ἄξια καὶ νὰ σὲ ὑποδεχθῶ μὲ κάθε τρόπον, ὥστε νὰ μείνῃς εἰς ὅλα εὐχαριστημένος;
38 καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· ἰδοὺ ἥκω πρὸς σὲ νῦν· δυνατὸς ἔσομαι λαλῆσαί τι; τὸ ρῆμα, ὃ ἐὰν ἐμβάλῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸ στόμα μου, τοῦτο λαλήσω. 38 Ο Βαλαάμ απήντησεν προς τον Βαλάκ· “ιδού τώρα έχω έλθει προς σέ. Μηπως όμως και έχω την δύναμιν να σου μιλήσω κάτι από τον εαυτόν μου; Εγώ θα σου ειπώ ο,τι ο Θεός θα βάλη στο στόμα μου”. 38 Ὁ Βαλαὰμ ἀπάντησε πρὸς τὸν Βαλάκ: «Νά, ἔφθασα τώρα κοντά σου· μήπως ὅμως ἠμπορῶ νὰ σοῦ μιλήσω καὶ νὰ σοῦ πῶ κάτι; Ὅσο καὶ ἂν θέλω να καταρασθῶ τὸν Ἰσραήλ, δὲν εἶμαι ἐλεύθερος νὰ τὸ κάμω· θὰ σοῦ εἰπῶ μόνον αὐτό, ποὺ θὰ βάλει εἰς τὸ στόμα μου ὁ Θεός».
39 καὶ ἐπορεύθη Βαλαὰμ μετὰ Βαλάκ, καὶ ἦλθον εἰς πόλεις ἐπαύλεων. 39 Ο Βαλαάμ επορεύθη μαζή με τον Βαλάκ και ήλθαν εις πόλεις αγροτικών περιοχών. 39 Καὶ ὁ Βαλαὰμ ἐπροχώρησε μὲ τὸν Βαλὰκ καὶ ἔφθασαν εἰς περιοχὴν μὲ πόλεις, ὅπου ὑπῆρχαν ἀγροτικὲς ἐπαύλεις.
40 καὶ ἔθυσε Βαλὰκ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ ἀπέστειλε τῷ Βαλαὰμ καὶ τοῖς ἄρχουσι τοῖς μετ' αὐτοῦ. 40 Ο Βαλάκ εθυσίασεν εκεί πρόβατα και μοσχάρια και έστειλε τεμάχια από αυτά στον Βαλαάμ και τους άρχοντας, που ήσαν μαζή του. 40 Καὶ ὁ Βαλὰκ ἐθυσίασε πρόβατα καὶ μοσχάρια καὶ ἔστειλε ἀπὸ τὰ κρέατα αὐτὰ εἰς τὸν Βαλαὰμ καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντες, ποὺ ἦσαν μαζί του.
41 καὶ ἐγενήθη πρωΐ καὶ παραλαβὼν Βαλὰκ τὸν Βαλαὰμ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν στήλην τοῦ Βαὰλ καὶ ἔδειξεν αὐτῷ ἐκεῖθεν μέρος τι τοῦ λαοῦ. 41 Οταν δε εξημέρωσε, παρέλαβεν ο Βαλάκ τον Βαλαάμ, τους ανεβίβασεν εις υψηλόν τόπον, όπου υπήρχε η ειδωλολατρική στήλη προς τιμήν του ειδώλου Βαάλ, και από εκεί, έδειξεν εις αυτόν ένα μέρος του ισραηλιτικού λαού. 41 Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν, ὅταν ἐξημέρωσε, ὁ Βαλάκ, ἀφοῦ παρέλαβε τὸν Βαλαάμ, τὸν ἀνέβασε εἰς μέρος ὑψηλόν, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένον εἰς τὸ εἴδωλον τοῦ Βάαλ, καὶ ἀπὸ τὸν ὑψηλὸν ἐκεῖνον τόπον ἔδειξεν εἰς τὸν Βαλαὰμ μέρος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ποὺ ἦταν στρατοπεδευμένος χαμηλὰ εἰς τὸν κάμπον.