Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:40
Δύση: 17:13
Σελ. 26 ημ.
361-5
16ος χρόνος, 6158η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (ΚΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἰδὼν Βαλαὰμ ὅτι καλόν ἐστιν ἐναντίον Κυρίου εὐλογεῖν τὸν ᾿Ισραήλ, οὐκ ἐπορεύθη κατὰ τὸ εἰωθὸς εἰς συνάντησιν τοῖς οἰωνοῖς καὶ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ εἰς τὴν ἔρημον. 1 Ο Βαλαάμ επειδή είδεν ότι είναι ευάρεστον στον Θεόν να ευλογή τον ισραηλιτικόν λαόν, δεν επήγεν, όπως εσυνήθιζε προηγουμένως, να συμβουλευθή τους οιωνούς, αλλά έστρεψε κατ' ευθείαν το πρόσωπόν του εις την έρημον, όπου ήσαν στρατοπεδευμένοι οι Ισραηλίται. 1 Όταν ὁ Βαλαὰμ διεπίστωσεν ὅτι ἦταν εὐάρεστον εἰς τὸν Κύριον νὰ εὐλογῇ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, δὲν ἐπῆγε, ὅπως ἐσυνήθιζε ἄλλες φορές, νὰ σνμβουλευθῇ τοὺς οἰωνοὺς (τὰ συνήθη μαγικὰ σύμβολα καὶ σημεῖα), ἀλλὰ ἔστρεψε τὸ πρόσωπόν του καὶ προσήλωσε τὸ βλέμμα του πρὸς τὴν ἔρημον τῆς Μωάβ, εἰς τοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους Φογώρ.
2 καὶ ἐξάρας Βαλαὰμ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καθορᾷ τὸν ᾿Ισραὴλ ἐστρατοπεδευκότα κατὰ φυλάς, καὶ ἐγένετο πνεῦμα Θεοῦ ἐν αὐτῷ, 2 Εσήκωσε τα μάτια του και είδε τους Ισραηλίτας να έχουν στρατοπεδεύσει κατά φυλάς. Πνεύμα δε Θεού ήλθεν εις αυτόν. 2 Ἀφοῦ δὲ ὁ Βαλαὰμ ἐσήκωσε ὑψηλὰ τὸ βλέμμα του, εἶδε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν νὰ εἶναι στρατοπεδευμένος μὲ τάξιν κατὰ φυλές· τότε ἐκυρίευσε ὅλην τὴν ὑπαρξιν τοῦ Βαλαὰμ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ!
3 καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπε· φησὶ Βαλαὰμ υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς ὁρῶν, 3 Ηρχισε τον αλληγορικόν αυτού λόγον και είπεν· “εγώ ο Βαλαάμ, ο υιός του Βεώρ, ομιλώ ωσάν άνθρωπος, ο οποίος βλέπει πραγματικά το μέλλον. 3 Εὑρισκόμενος κάτω ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴν κυριαρχίαν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, καὶ εἶπε: «Ὁμιλεῖ ὁ Βαλαάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Βεώρ· λέγει ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τὰ πνευματικὰ μάτια, χάρις εἰς τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ, βλέπουν καθαρὰ καὶ πραγματικὰ ὅσα θὰ γίνουν εἰς τὸ μέλλον
4 φησὶν ἀκούων λόγια ἰσχυροῦ, ὅστις ὅρασιν Θεοῦ εἶδεν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ· 4 Ομιλεί αυτός, που ακούει τα λόγια του παντοδυνάμου Θεού, αυτός που βλέπει κατά τον ύπνον του οράματα Θεού. Ομιλεί εκείνος, του οποίου τα μάτια είναι ανοικτά, ώστε να βλέπη το μέλλον. Ομιλεί και λέγει· 4 ὁμιλεῖ αὐτὸς ποὺ ἀκούει μὲ τὰ πνευματικά του αὐτιὰ τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα τοῦ ὑπαγορεύει ὁ παντοδύναμος Θεός· ὁμιλεῖ αὐτός, ποὺ εἶδε θεία ὁράματα εἰς τὸν ὕπνον του καὶ τοῦ ὁποίου τὰ πνευματικὰ μάτια εἶναι ἀνοικτὰ καὶ βλέπουν τὸ μέλλον.
5 ὡς καλοὶ οἱ οἶκοί σου ᾿Ιακώβ, αἱ σκηναί σου ᾿Ισραήλ! 5 Ποσον ωραίοι είναι οι οίκοι σου, Ιακώβ, αι σκηναί σου, Ισραηλιτικέ λαέ ! 5 Ὁμιλεῖ καὶ λέγει τὰ ἀκόλουθα: Πόσον ὡραῖα εἶναι τὰ καταλύματά σου, Ἰακώβ, οἱ σκηνές σου, Ἰσραηλιτικὲ λαέ!
6 ὡσεὶ νάπαι σκιάζουσαι καὶ ὡσεὶ παράδεισοι ἐπὶ ποταμῷ καὶ ὡσεὶ σκηναί, ἃς ἔπηξε Κύριος, καὶ ὡσεὶ κέδροι παρ' ὕδατα. 6 Είναι ωσάν κοιλάδες με βαθύσκια δένδρα, ωσάν κήποι πλησίον ποταμού, ωσάν σκηναί, τας οποίας έστησεν ο Κυριος, ωσάν κέδροι πλησίον εις νερά ! 6 Εἶναι σὰν τὶς βαθύσκιες καὶ κατάφυτες κοιλάδες, σὰν ὡραιότατοι δενδροφυτευμένοι κῆποι κοντὰ εἰς ποταμὸν καὶ σὰν σκηνές, τὶς ὁποῖες ἔστησεν ὁ παντοδύναμος Κύριος καὶ ὄχι κάποιος ἀδύνατος ἄνθρωπος, καὶ σὰν κέδροι, ποὺ εἶναι φυτευμένοι κοντὰ εἰς πλούσια νερὰ καὶ ποτίζονται ἀπὸ αὐτά!
7 ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ καὶ κυριεύσει ἐθνῶν πολλῶν, καὶ ὑψωθήσεται ἢ Γὼγ βασιλεία αὐτοῦ, καὶ αὐξηθήσεται βασιλεία αὐτοῦ. 7 Από τους απογόνους του λαού αυτού θα προέλθη ένας ανήρ, ο οποίος θα γίνη κύριος εις πολλά έθνη και του οποίου η βασιλεία θα υψωθή περιοσότερον από την βασιλείαν του Γωγ. Η βασιλεία του θα μεγαλυνθή ! 7 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ λαοῦ θὰ γεννηθῇ ἕνας ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς θὰ νικήσῃ καὶ θὰ γίνῃ κύριος πολλῶν ἐθνῶν, καὶ ἡ βασιλεία του θὰ γίνῃ ἰσχυρότερη περισσότερον ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Γώγ (= Ἀγάγ), τοῦ περιφήμου καὶ ὁρμητικοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀμαληκιτῶν· ἡ βασιλεία του θὰ αὐξηθῇ εἰς ἔκτασιν καὶ εἰς δύναμιν.
8 Θεὸς ὡδήγησεν αὐτὸν ἐξ Αἰγύπτου, ὡς δόξα μονοκέρωτος αὐτῷ· ἔδεται ἔθνη ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ τὰ πάχη αὐτῶν ἐκμυελιεῖ καὶ ταῖς βολίσιν αὐτοῦ κατατοξεύσει ἐχθρόν· 8 Ο Θεός ωδήγησε τον λαόν αυτόν από την Αίγυπτον, και η δύναμίς του είναι ωσάν την δύναμιν του ρινοκέρωτος. Θα καταβροχθίση τα εχθρικά προς αυτόν έθνη, θα σπάση τα κόκκαλά των και θα απομυζήση το μεδούλι των, με τα βέλη του θα κατατοξεύση και θα εξοντώση τους εχθρούς του ! 8 Ὁ παντοδύναμος Θεὸς ὡδήγησε τὸν λαὸν τοῦτον ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἡ δύναμίς του εἶναι σὰν τοῦ ἀγρίου ἐκείνου ζώου, τοῦ ὁποίου ὅλη ἡ δύναμις συγκεντρώνεται εἰς ἕνα καὶ μόνον κέρας· θὰ καταβροχθίσῃ κυριολεκτικὰ τὰ ἔθνη, ποὺ εἶναι ἐχθροί του, καὶ θὰ τσακίσῃ τὰ κόκκαλά τους καὶ θὰ ρουφήξῃ τὸ μεδούλι τους καὶ μὲ τὰ βέλη του θὰ κτυπήσῃ καὶ θὰ διαπεράσῃ τοὺς ἐχθρούς του.
9 κατακλιθεὶς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἀναστήσει αὐτόν; οἱ εὐλογοῦντές σε εὐλόγηνται, καὶ οἱ καταρώμενοί σε κεκατήρανται. 9 Κατακλιθείς θα αναπαυθή ωσάν λέων και ωσάν νεαρό λιοντάρι γεμάτο δύναμιν ! Ποιός θα τολμήση να εξυπνήση αυτόν; Λαέ του Ισραήλ, εκείνοι που θα σε ευλογούν, θα είναι ευλογημένοι και όσοι σε καταρώνται, θα είναι κατηραμένοι”. 9 Ὁ λαὸς αὐτός, ὅταν κατακλιθῇ, θὰ κοιμηθῇ ὅπως κοιμᾶται τὸ λιοντάρι καὶ ἰδιαίτερα τὸ δυνατὸ μικρὸ λιονταράκι· ποιὸς θὰ τολμήσῃ νὰ ταράξῃ τὸν ὕπνον του καὶ νὰ τὸν ξυπνήση; Ὅσοι θὰ σὲ εὐλογοῦν, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, θὰ εἶναι εὐλογημένοι, καὶ ὅσοι θὰ σὲ καταρῶνται, θὰ εἶναι καταραμένοι».
10 καὶ ἐθυμώθη Βαλὰκ ἐπὶ Βαλαὰμ καὶ συνεκρότησε ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸς Βαλαάμ· καταρᾶσθαι τὸν ἐχθρόν μου κέκληκά σε, καὶ ἰδοὺ εὐλογῶν εὐλόγησας τρίτον τοῦτο· 10 Εθύμωσεν ο Βαλάκ εναντίον του Βαλαάμ, εκτύπησε με οργήν τα χέρια του και του είπε· “σε εκάλεσα να καταρασθής τον εχθρόν μου και ιδού ότι συ τρίτην αυτήν φοράν τον ευλόγησες. 10 Καὶ ὁ βασιλιᾶς Βαλὰκ ἐθύμωσε ἐναντίον τοῦ Βαλαὰμ τόσον πολύ, ὥστε ἀπὸ τὴν μεγάλην ἀγανάκτησίν του ἐχειρονομοῦσε καὶ ἐκτυποῦσε δυνατὰ τὰ χέρια του. Καὶ ὁ Βαλὰκ εἶπε πρὸς τὸν Βαλαάμ: «Ἐγὼ σὲ ἐκάλεσα νὰ καταρασθῇς τὸν ἐχθρόν μου καὶ νά· ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν καταρασθῇς, τὸν ἔχεις εὐλογήσει τώρα διὰ τρίτην φοράν.
11 νῦν οὖν φεῦγε εἰς τὸν τόπον σου· εἶπα, τιμήσω σε, καὶ νῦν ἐστέρησέ σε Κύριος τῆς δόξης. 11 Τωρα λοιπόν φύγε και πήγαινε στον τόπον σου. Είπα ότι θα σε αμείψω· αλλά τώρα ο Θεός σε εστέρησεν από την αμοιβήν αυτήν, την οποίαν είχα προορίσει δια σέ”. 11 Διὰ τοῦτο φύγε τώρα ἀμέσως καὶ πήγαινε εἰς τὴν πατρίδα σου. Ὑποσχέθηκα ὅτι θὰ σὲ τιμήσω, τώρα ὅμως ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον ἐπέμενες νὰ ἀκούῃς, σὲ ἐστέρησε ἀπὸ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν, μὲ τὶς ὁποῖες ἐλογάριαζα νὰ σὲ ἀμείψω».
12 καὶ εἶπε Βαλαὰμ πρὸς Βαλάκ· οὐχὶ καὶ τοῖς ἀγγέλοις σου, οὓς ἀπέστειλας πρός με, ἐλάλησα λέγων· 12 Είπε ο Βαλαάμ προς τον Βαλαάκ· “εγώ και προς τους αγγελιαφόρους, που μου έστειλες, δεν τους είπα ρητώς· 12 Ὁ Βαλαὰμ ἀπάντησε εἰς τὸν Βαλάκ: «Μήπως καὶ εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους σου, τοὺς ὁποίους ἔστειλες νὰ μὲ καλέσουν, δὲν ἐμίλησα καὶ δὲν εἶπα καθαρά·
13 ἐάν μοι δῷ Βαλὰκ πλήρη τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀργυρίου καὶ χρυσίου, οὐ δυνήσομαι παραβῆναι τὸ ρῆμα Κυρίου ποιῆσαι αὐτὸ καλὸν ἢ πονηρὸν παρ' ἐμαυτοῦ· ὅσα ἐὰν εἴπῃ ὁ Θεός, ταῦτα ἐρῶ. 13 Εάν ο Βαλάκ μου δώση τον οίκον του γεμάτον αργύριον και χρυσίον, δεν θα ημπορέσω να παραβώ αυθαιρέτως την εντολήν του Κυρίου, ώστε να μεταβάλω την καλήν προφητείαν εις κακήν η την κακήν εις καλήν; Οσα θα μου αποκαλύψη ο Θεός, αυτά εγώ θα είπω. 13 καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Βαλὰκ μοῦ δώσῃ ὅλο τὸ παλάτι του γεμᾶτο ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, ἐγὼ δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ παραβῶ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σκεφθῶ καὶ νὰ εἰπῶ μὲ τρόπον αὐθαίρετον λόγια περισσότερον εὐχάριστα ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ εἰπῶ, ἢ περισσότερον δυσάρεστα ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ εἰπῶ· δὲν τοὺς εἶπα καθαρὰ ὅτι ὅσα καὶ ὅ,τι θὰ μοῦ εἰπῇ ὁ Κύριος, αὐτὰ μόνον θὰ εἰπῶ;
14 καὶ νῦν ἰδοὺ ἀποτρέχω εἰς τὸν τόπον μου· δεῦρο συμβουλεύσω σοι, τί ποιήσει ὁ λαὸς οὗτος τὸν λαόν σου ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν. 14 Λοιπόν, ιδού εγώ τώρα επιστρέφω εις τον τόπον μου. Ελα όμως να σου φανερώσω, τι θα κάμη ο λαός αυτός στον λαόν σου κατά τους επομένους καιρούς”. 14 Καὶ τώρα νά· φεύγω καὶ ἐπιστρέφω εἰς τὴν πατρίδα μου. Πρὶν ὅμως φύγω, ἔλα νὰ σοῦ ἀνακοινώσω καθαρώτερα καὶ νὰ σὲ προειδοποιήσω τί θὰ κάμῃ ὁ Ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς λαὸς εἰς τὸν λαόν σου, κατὰ τὶς γενεὲς ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν».
15 καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπε· φυσὶ Βαλαὰμ υἱὸς Βεώρ, φησὶν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινῶς ὁρῶν, 15 Ηρχισεν ο Βαλαάμ τον αλληγορικόν λόγον και είπεν· “ομιλεί ο Βαλαάμ, ο υιός του Βεώρ· ομιλεί ο άνθρωπος, ο οποίος πράγματι βλέπει το μέλλον· 15 Ὁ Βαλαὰμ ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, καὶ εἶπε: «Ὁμιλεῖ ὁ Βαλαάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Βεώρ· λέγει ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τὰ πνευματικὰ μάτια, χάρις εἰς τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ, βλέπουν καθαρὰ καὶ πραγματικὰ ὅσα θὰ γίνουν εἰς τὸ μέλλον·
16 ἀκούων λόγια Θεοῦ, ἐπιστάμενος ἐπιστήμην παρὰ ὑψίστου καὶ ὅρασιν Θεοῦ ἰδὼν ἐν ὕπνῳ, ἀποκεκαλυμμένοι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ· 16 αυτός που ακούει τα λόγια του Θεού, που κατέχει την αληθινήν γνώσιν από τον Θεόν· αυτός που κατά τον ύπνον του βλέπει οράσεις Θεού και του οποίου τα μάτια είναι ανοικτά, ώστε να εισδύουν στο μέλλον. 16 ὁμιλεῖ αὐτὸς ποὺ ἀκούει μὲ τὰ πνευματικά του αὐτιὰ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν ἀκριβῆ γνῶσιν τῶν γεγονότων ἀπὸ τὸν Θεόν· αὐτὸς ποὺ εἶδε θεία ὁράματα εἰς τὸν ὕπνον του καὶ τοῦ ὁποίου τὰ πνευματικὰ μάτια εἶναι ἀνοικτὰ καὶ βλέπουν τὸ μέλλον·
17 δείξω αὐτῷ, καὶ οὐχὶ νῦν· μακαρίζω, καὶ οὐκ ἐγγίζει· ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ ᾿Ιακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ ᾿Ισραὴλ καὶ θραύσει τοὺς ἀρχηγοὺς Μωὰβ καὶ προνομεύσει πάντας υἱοὺς Σήθ. 17 Θα τον ίδω και θα τον δείξω τον Μεσσίαν, όχι όμως τώρα. Μακαρίζω αυτόν, αλλά δεν είναι πλησίον. Αργότερα θα ανατείλη άστρον από τους απογόνους του Ιακώβ, θα αναδειχθή άνθρωπος από τον ισραηλιτικόν λαόν και θα συντρίψη τους αρχηγούς των Μωαβιτών και θα λαφυραγωγήση όλους τους απογόνους του Σηθ. 17 βλέπω αὐτόν, τὸν Μεσσίαν, καὶ ἀναγγέλλω τὸν ἐρχομόν του· θὰ ἔλθῃ, ὄχι ὅμως τώρα. Τὸν μακαρίζω, τὸν καλοτυχίζω, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν εἶναι κοντά. Μετὰ ἀπὸ χρόνια θὰ ἀνατείλῃ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ λαμπερὸν Ἀστέρι, θὰ παρουσιασθῇ ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἄνθρωπος λαμπρός, ἔνδοξος καὶ ἀκατάβλητος, ὁ ὁποῖος θὰ συντρίψῃ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Μωαβιτῶν, θὰ καταστρέψῃ καὶ θὰ λεηλατήσῃ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Σήθ.
18 καὶ ἔσται ᾿Εδὼμ κληρονομία, καὶ ἔσται κληρονομία ῾Ησαῦ ὁ ἐχθρὸς αὐτοῦ· καὶ ᾿Ισραὴλ ἐποίησεν ἐν ἰσχύϊ. 18 Αυτός θα κληρονομήση την Ιδουμαίαν. Κληρονομία του θα είναι οι απόγονοι του Ησαύ, οι εχθροί του. Ο ισραηλιτικός λαός επραγματοποίησεν όλα αυτά με την δύναμίν του. 18 Θὰ κατακτήσῃ καὶ θὰ κάμῃ ἰδικήν του κληρονομίαν τὴν Ἰδουμαίαν, καὶ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ, τοῦ ἐχθροῦ του, ποὺ κατοικοῦν εἰς αὐτήν. Καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ πραγματοποιήσῃ τὴν νικηφόρον αὐτὴν κατάκτησιν μὲ γενναιότητα.
19 καὶ ἐξεγερθήσεται ἐξ ᾿Ιακὼβ καὶ ἀπολεῖ σῳζόμενον ἐκ πόλεως. 19 Και θα προέλθη από την φυλήν Ιακώβ ο άνθρωπος αυτός και θα εξολοθρεύση κάθε εχθρόν του, ο οποίος θα θελήση να σωθή φεύγων από την πόλιν”. 19 Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ Μεσσίας, θὰ εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ ἑξαφανίσῃ κάθε ἐχθρόν του, ὀ ὁποῖος θὰ φεύγῃ διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν πόλιν, ποὺ Ἐκεῖνος ἐκυρίευσε μὲ τὴν δύναμίν του».
20 καὶ ἰδὼν τὸν ᾿Αμαλὴκ καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ἀρχὴ ἐθνῶν ᾿Αμαλήκ, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπολεῖται. 20 Στρέψας δε το βλέμμα του ο Βαλαάμ προς τους Αμαληκίτας, είπεν άλλον αλληγορικόν λόγον· “πρώτοι μεταξύ των εθνών, που επολέμησαν τους Ισραηλίτας, είναι οι Αμαληκίται. Δια τούτο οι απόγονοί των θα καταστραφούν”. 20 Ἀκόμη ὁ Βαλαὰμ εἶδεν εἰς ὀπτασίαν τοὺς Ἀμαληκῖτες· καὶ ἀφοῦ ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, εἶπε: «Οἱ Ἀμαληκῖτες εἶναι οἱ πρῶτοι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, ποὺ ἐπολέμησαν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· διὰ τοῦτο ὅλοι οἰ ἀπόγονοί τους θὰ καταστραφοῦν καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν γιὰ πάντα».
21 καὶ ἰδὼν τὸν Κεναῖον καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ἰσχυρὰ ἡ κατοικία σου· καὶ ἐὰν θῇς ἐν πέτρᾳ τὴν νοσσιάν σου, 21 Ιδών δε τους Κεναίους, είπε νέον χρησμόν· “ισχυρά είναι η κατοικία σας. Αλλά εάν κτίσετε την φωλεάν σας στον βράχον, 21 Ἀκόμη ὁ Βαλαὰμ εἶδεν εἰς ὀπτασίαν τοὺς Κεναίους· καὶ ἀφοῦ ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, εἶπε: «Εἶναι ἰσχυρὴ καὶ ἀσφαλισμένη ἡ κατοικία σας, διότι κατοικεῖτε εἰς ἀπόκρημνα, ἀπρόσιτα καὶ βραχώδη μέρη. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη κτίσετε τὴν φωλιά σας εἰς τὴν τρύπαν τῶν βράχων,
22 καὶ ἐὰν γένηται τῷ Βεὼρ νοσσιὰ πανουργίας, ᾿Ασσύριοι αἰχμαλωτεύσουσί σε. 22 και εάν ακόμη κτισθή η φωλεά σας με την επιτηδειότητα του Βεώρ, οι Ασσύριοι θα σας αιχμαλωτίσουν”. 22 καὶ ἐὰν ἀκόμη κτίσετε τὴν φωλιά σας μὲ τὴν δεξιοτεχνίαν καὶ πανουργίαν τοῦ Βεώρ, οἱ Ἀσσύριοι θὰ σᾶς νικήσουν καὶ θὰ σᾶς αἰχμαλωτίσουν».
23 καὶ ἰδὼν τὸν ῍Ωγ καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν· ὦ ὦ, τίς ζήσεται, ὅταν θῇ ταῦτα ὁ Θεός; 23 Ιδών τον Ωγ, είπε νέον παραβολικόν λόγον· “Ω ! Ω ! Ποις θα ζήση, όταν θα στείλη ο Θεός την τιμωρίαν εναντίον σου; 23 Ἀκόμη ὁ Βαλαὰμ εἶδεν εἰς ὀπτασίαν τὸν Ὤγ, δηλαδὴ τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀμαληκιτῶν, καὶ εἰς τὸ πρόσωπόν του ὅλους τοὺς Ἀμαληκῖτες· καὶ ἀφοῦ ἄρχισε τὸν λόγον του μὲ μορφὴν ἀποφθεγματικὴν καὶ παραβολικήν, ποὺ κρύπτει σωτήρια μαθήματα, εἶπε: «Ὦ! Ὦ! Ἀλλοίμονον καὶ τρὶς ἀλλοίμονον! Ποιὸς θὰ ἐπιζήσῃ, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ πραγματοποιῇ τὴν μεγάλην τιμωρίαν καὶ καταστροφὴν τῶν Ἀσσυρίων;
24 καὶ ἐξελεύσεται ἐκ χειρῶν Κιτιαίων καὶ κακώσουσιν ᾿Ασσοὺρ καὶ κακώσουσιν ῾Εβραίους, καὶ αὐτοὶ ὁμοθυμαδὸν ἀπολοῦνται. 24 Στρατιωτικαί δυνάμεις θα εξέλθουν από την Κυπρον, θα ταλαιπωρήσουν και θα ταπεινώσουν τους Ασσυρίους και τους Εβραίους. Αλλά όλοι αυτοί οι λαοί και οι καταστρέψαντες αυτούς, θα καταστραφούν μαζή!” 24 Στόλος καὶ στρατὸς Κιτιαίων θὰ ξεκινήσουν καὶ θὰ ἔλθουν ἀπὸ τὶς ἀκτὲς τῆς Κύπρου καὶ θὰ βασανίσουν καὶ ταπεινώσουν τοὺς Ἀσσυρίους καὶ τοὺς Ἑβραίους. Ὅμως τόσον αὐτοὶ ποὺ ἐδέχθησαν τὴν ἐπίθεσιν (Ἀσσύριοι καὶ Ἑβραῖοι), ὅσον καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐπραγματοποίησαν τὴν εἰσβολήν (Κύπριοι, ἄλλοι Ἕλληνες τῆς Μεσογείου καὶ Ρωμαῖοι), θὰ καταστραφοῦν ὅλοι μαζὶ γιὰ πάντα. Θὰ ἐπιζήσῃ μόνον ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραήλ».
25 καὶ ἀναστὰς Βαλαὰμ ἀπῆλθεν ἀποστραφεὶς εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ Βαλὰκ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν. 25 Ο Βαλαάμ εξεκίνησε και επέστρεψεν στον τόπον του, ο δε Βαλάκ επανήλθεν στον οίκον του. 25 Μετὰ τὶς προφητεῖες αὐτὲς ὁ Βαλαὰμ ἀνεχώρησε καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὴν πατρίδα του· ἐπίσης καὶ ὁ βασιλιᾶς Βαλὰκ ἐπῆρε τὸν δρόμον καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸ σπίτι του.