Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἀναλαβοῦσα πᾶσα ἡ συναγωγὴ ἐνέδωκε φωνήν, καὶ ἔκλαιεν ὁ λαὸς ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην. | 1 Εξ αιτίας των αποθαρρυντικών αυτών πληροφοριών συνεκλονίσθη και ηγέρθη όλος ο λαός του Ισραήλ, ύψωσαν την φωνήν και εθρηναλογούσαν ολόκληρον την νύκτα. | 1 Τότε ὅλον τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν ὕψωσε τὴν φωνήν του, ἐφώναζε γεμᾶτο ἀπελπισίαν καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἔκλαιε ἀπαρηγόρητα ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα. |
2 καὶ διεγόγγυζον ἐπὶ Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν πάντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτοὺς πᾶσα ἡ συναγωγή· ὄφελον ἀπεθάνομεν ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, ἢ ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ εἰ ἀπεθάνομεν. | 2 Ολοι εγόγγυζον εναντίον του Μωϋσέως και του Ααρών. Ολον αυτό το πλήθος είπαν προς αυτούς. “Είθε να είχομεν αποθάνει εις την Αίγυπτον παρά να αποθάνωμεν εις την έρημον αυτήν τώρα. | 2 Ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἐγόγγυζαν καὶ παρεπονοῦντο ἐναντίον τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἀαρών· καὶ ὅλο τὸ πλῆθος εἶπε πρὸς αὐτούς: «Μακάρι νὰ ἀπεθνήσκαμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, παρὰ νὰ ἀποθάνωμεν τώρα εἰς τὴν ἔρημον αὐτήν (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Μακάρι νὰ ἀποθάνωμεν τώρα εἰς αὐτὴν ἐδὼ τὴν ἔρημον!) |
3 καὶ ἱνατί Κύριος εἰσάγει ἡμᾶς εἰς τὴν γῆν ταύτην πεσεῖν ἐν πολέμῳ; αἱ γυναῖκες ἡμῶν καὶ τὰ παιδία ἔσονται εἰς διαρπαγήν· νῦν οὖν βέλτιον ἡμῖν ἐστιν ἀποστραφῆναι εἰς Αἴγυπτον. | 3 Διατί ο Κυριος μας εισάγει εις την χώραν αυτήν, ώστε ημείς μεν να φονευθώμεν στον πόλεμον, αι δε γυναίκες και τα παιδιά μας να πέσουν αιχμάλωτοι εις τα χέρια εκείνων; Το καλύτερον λοιπόν που έχομεν να κάμωμεν τώρα, είναι να επιστρέψωμεν εις την Αίγυπτον. | 3 Διατὶ ὁ Κύριος μᾶς ὡδήγησε καὶ μᾶς ἔφερεν εἰς τὴν χώραν αὐτήν, τὴν Χαναάν, διὰ νὰ πέσωμεν πολεμοῦντες ἐναντίον τῶν Χαναναίων; Οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά μας θὰ μείνουν ἀπροστάτευτοι καὶ θὰ τὰ σύρουν αἰχμαλώτους οἰ ἐχθροί· τώρα λοιπὸν εἶναι καλύτερα δι' ἡμᾶς νὰ γυρίσωμεν πίσῳ εἰς τὴν Αἴγυπτον!» |
4 καὶ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ· δῶμεν ἀρχηγὸν καὶ ἀποστρέψωμεν εἰς Αἴγυπτον. | 4 Εν συνεχεία δε εξερεθισμένοι είπαν ο ένας προς τον άλλον· ας εκλέξωμεν αρχηγόν, δια να μας οδηγήση αυτός πλέον και να επιστρέψωμεν εις την Αίγυπτον. | 4 Καὶ εἶπαν μεταξύ των, ὅ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον: «Ἂς ἐκλέξωμεν ἀρχηγὸν καὶ ἂς γυρίσωμεν πίσῳ εἰς τὴν Αἴγυπτον». |
5 καὶ ἔπεσε Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν ἐπὶ πρόσωπον ἐναντίον πάσης συναγωγῆς υἱῶν ᾿Ισραήλ. | 5 Οταν ήκουσεν αυτά ο Μωϋσής και ο Ααρών έπεσαν κατά γης ενώπιον όλου του λαού των Ισραηλιτών παρακαλούντες αυτούς, να μη προχωρήσουν εις την ανταρσίαν αυτήν. | 5 Κατάπληκτοι καὶ φοβισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν καὶ τὴν ἀπιστίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔπεσαν καὶ παρακαλοῦσαν τὸν λαὸν νὰ σταματήσῃ τὴν ἐπανάστασιν. |
6 ᾿Ιησοῦς δὲ ὁ τοῦ Ναυὴ καὶ Χάλεβ ὁ τοῦ ᾿Ιεφοννή, τῶν κατασκεψαμένων τὴν γῆν, διέρρηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν | 6 Ο δε Ιησούς του Ναυή και ο Χαλεβ ο υιός του Ιεφονν, εξ εκείνων που κατεσκόπευσαν την χώραν, ακούσαντες αυτά έσχισαν τα ενδύματά των | 6 Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, καὶ ὁ Χάλεβ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεφοννῆ, οἱ δύο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν σταλῇ ὡς κατάσκοποι εἰς τὴν γῆν Χαναάν, γεμᾶτοι θλῖψιν, πικρίαν καὶ ἱερὰν ἀγανάκτησιν διὰ τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀνταρσίαν τοῦ λαοῦ, ἐξέσχισαν τὰ ροῦχα τους |
7 καὶ εἶπαν πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶν ᾿Ισραὴλ λέγοντες· ἡ γῆ, ἣν κατεσκεψάμεθα αὐτήν, ἀγαθή ἐστι σφόδρα σφόδρα· | 7 και είπαν προς όλον το πλήθος των Ισραηλιτών· “η γη την οποίαν κατεσκοπεύσαμεν είναι πολύ πάρα πολύ ωραία και εύφορος. | 7 καὶ εἶπαν πρὸς ὅλο τὸ πλῆθος τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰσραηλιτῶν: «Ἡ χώρα, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαμε διὰ νὰ τὴν κατασκοπεύσωμεν, εἶναι χώρα ὡραία, πάρα πολὺ ὡραία, τιλουσία καὶ εὔφορος. |
8 εἰ αἱρετίζει ἡμᾶς Κύριος, εἰσάξει ἡμᾶς εἰς τὴν γῆν ταύτην καὶ δώσει αὐτὴν ἡμῖν, γῆ ἥτις ἐστὶ ρέουσα γάλα καὶ μέλι. | 8 Εφ' όσον δε ο Κυριος μας έχει εκλέξει ως λαόν του. Θα μας εισαγάγη ως κατακτητάς και κυρίους και θα δώση εις ημάς την γην αυτήν, η οποία ρέει γάλα και μέλι. | 8 Ἐὰν ὁ Κύριος μᾶς εὐνοῇ, μᾶς ἀγαπᾷ καὶ εἶναι εὐχαριστημένος μαζί μας, ἀσφαλῶς θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ καὶ θὰ μᾶς φέρῃ εἰς τὴν χώραν αὐτήν, καὶ θὰ μᾶς τὴν δώσῃ ὡς κληρονομίαν· θὰ δώσῃ ἰδικήν μας τὴν χώραν αὐτήν, ποὺ εἶναι τόσον πλούσια καὶ εὔφορος, ὥστε ἀναβρύζει ἀπὸ αὐτὴν γάλα καὶ μέλι. |
9 ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ Κυρίου μὴ ἀποστάται γίνεσθε· ὑμεῖς δὲ μὴ φοβηθῆτε τὸν λαὸν τῆς γῆς, ὅτι κατάβρωμα ἡμῖν ἐστιν· ἀφέστηκε γὰρ ὁ καιρὸς ἀπ' αὐτῶν, ὁ δὲ Κύριος ἐν ἡμῖν· μὴ φοβηθῆτε αὐτούς. | 9 Λοιπόν μη επαναστατήτε εναντίον του Κυρίου και μη φοφηθήτε τον λαόν της χώρας αυτής, διότι θα τον κατακτήσωμεν και θα τον καταφάγωμεν ωσάν ένα κομμάτι ψωμιού. Εχει πλέον λήξει ο καιρός της προστασίας των ανθρώπων αυτών υπό του Θεού. Ο Κυριος είναι μαζή μας. Μη φοβηθήτε αυτούς” ! | 9 Προσέξετε μόνον νὰ μὴ ἀποστατήσετε ἀπὸ τὸν Κύριον· οὔτε σεῖς νὰ φοβηθῆτε τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς ἄλλους λαοὺς τῆς χώρας αὐτῆς, διότι ὅσον πολλοὶ καὶ δυνατοὶ καὶ ἂν εἶναι, θὰ τοὺς νικήσωμεν, θὰ τοὺς συντρίψωμεν καὶ κυριολεκτικὰ θὰ τοὺς καταφάγωμεν. Διότι ἐπέρασε καὶ συνεπληρώθη ὁ χρόνος τῆς κυριαρχίας των εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ποὺ τοὺς ἔχει προσδιορισθῆ κατὰ θείαν συγκατάβασιν. Ὁ δὲ Κύριος εἶναι μαζί μας. Λοιπόν, μὴ τοὺς φοβηθῆτε καθόλου». |
10 καὶ εἶπε πᾶσα ἡ συναγωγὴ καταλιθοβολῆσαι αὐτοὺς ἐν λίθοις. καὶ ἡ δόξα Κυρίου ὤφθη ἐν τῇ νεφέλῃ ἐπὶ τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πᾶσι τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. | 10 Ολον όμως το πλήθος των Ισραηλιτών, εξαγριωμένον και έξαλλον, ώρμησε να λιθοβολήση τον Ιησούν του Ναυή και τον Χαλεβ. Αλλά θεία λάμψις εφάνη εις την νεφέλην επάνω από την Σκηνήν του Μαρτυρίου, ενώπιον όλων των Ισραηλιτών και τους ανεχαίτισεν από το έγκλημα. | 10 Ἀλλὰ εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοῦ Χάλεβ ἐρεθίσθη περισσότερον ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ ἀπεφάσισαν ὅλοι νὰ τοὺς λιθοβολήσουν καὶ νὰ τοὺς σκοτώσουν. Τότε ὅμως ἡ δόξα τοῦ Κυρίου ἔκαμε φανερὴ τὴν παρουσίαν της μὲ τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον, ἄστραψε καὶ ἔλαμψε εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τοὺς ἐμπόδισε. |
11 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἕως τίνος παροξύνει με ὁ λαὸς οὗτος καὶ ἕως τίνος οὐ πιστεύουσί μοι ἐπὶ πᾶσι τοῖς σημείοις, οἷς ἐποίησα ἐν αὐτοῖς; | 11 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “έως πότε θα με εξοργίζη αυτός ο λαός; Εως πότε δεν θα πιστεύουν εις όλα τα θαύματά μου, τα οποία έκαμα εις αυτούς; | 11 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Μέχρι πότε ὁ λαὸς αὐτὸς θὰ μὲ προκαλῇ καὶ θὰ κινῇ τὴν ὀργήν μου; Καὶ μέχρι πότε δὲν θὰ πιστεύῃ εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τὰ λόγια μου καὶ εἰς ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ ἔκαμα ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τους; |
12 πατάξω αὐτοὺς θανάτῳ καὶ ἀπολῶ αὐτοὺς καὶ ποιήσω σὲ καὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολὺ μᾶλλον ἢ τοῦτο. | 12 Και λοιπόν θα τους κτυπήσω δια θανάτου, θα τους εξολοθρεύσω και θα αναδείξω σε και τον πατρικόν σου οίκον έθνός μέγα, πολύ ισχυρότερον από τον λαυν αυτόν”. | 12 Ἐπειδὴ εἶναι ἄπιστοι καὶ ἄφρονες, θὰ τοὺς κτυπήσω δυνατὰ μὲ θάνατον καὶ θὰ τοὺς ἑξαφανίσω καὶ θὰ πληθύνω σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους τοῦ πατέρα σου καὶ θὰ σᾶς ἀναδείξω ἔθνος μεγάλο· ἔθνος πολὺ μεγαλύτερον καὶ δυνατώτερον ἀπὸ ὅ,τι εἶναι τὸ ἔθνος αὐτό, ποὺ θὰ καταστρέψω». |
13 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κύριον· καὶ ἀκούσεται Αἴγυπτος, ὅτι ἀνήγαγες τῇ ἰσχύϊ σου τὸν λαὸν τοῦτον ἐξ αὐτῶν, | 13 Ο Μωϋσής είπε τότε προς τον Κυριον· “οι Αιγύπτιοι έχουν πλέον ακούσει και μάθει ότι συ με την ακατανίκητον δύναμίν σου έβγαλες ελεύθερον τον λαόν τούτον εκ μέσου αυτών. | 13 Ἀλλὰ ὁ Μωϋσῆς εἶπε πρὸς τὸν Κύριον: «Νὰ τοὺς ἑξαφανίσῃς· ὅμως οἱ Αἰγύπτιοι ἔχουν ἀκούσει καὶ ἔχουν πληροφορηθῆ, ὅτι σὺ μὲ τὴν δύναμιν καὶ τὰ θαύματά σου ἐπῆρες τὸν λαὸν τοῦτον ἀπὸ τὰ χέρια τους καὶ τὸν ὡδήγησες ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν τους· |
14 ἀλλὰ καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς ταύτης ἀκηκόασιν, ὅτι σὺ εἶ Κύριος ἐν τῷ λαῷ τούτῳ, ὅστις ὀφθαλμοῖς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε, καὶ ἡ νεφέλη σου ἐφέστηκεν ἐπ' αὐτῶν, καὶ ἐν στύλῳ νεφέλης σὺ πορεύῃ πρότερος αὐτῶν τὴν ἡμέραν καὶ ἐν στύλῳ πυρὸς τὴν νύκτα. | 14 Αλλά και όλοι όσοι κατοικούν την χώραν αυτήν έχουν ακούσει δια τα θαύματά σου και έχουν πεισθή, ότι συ είσαι ο Κυριος και Θεός του λαού τούτου, του λαού ο οποίος σε βλέπει πρόσωπον προς πρόσωπον, και ότι η νεφέλη σου ευρίσκεται επάνω από αυτούς, συ δε προπορεύεσαι εις αυτούς ως οδηγός κατά μεν την ημέραν σαν στήλη νεφέλης κατά δε την νύκτα σαν στήλη πυρός. | 14 τὸ ἔχουν πληροφορηθῆ ὅμως καὶ ὅλοι οἱ λαοί, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν χώραν αὐτήν, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ προστάτης μεταξὺ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ· τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ κυττάζει εἰς τὰ μάτια καὶ μὲ τὸν ὁποῖον βλέπεσθε πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον, δεῖγμα τῆς παρουσίας καὶ προστασίας σου, στέκεται ἀπὸ πάνω του καὶ μὲ τὸν στῦλον τοῦ ὑπερφυσικοῦ νέφους προπορεύεσαι καὶ τὸν ὁδηγεῖς τὴν ἡμέραν καὶ μὲ τὸν πύρινον στῦλον τὸν ὁδηγεῖς τὴν νύκτα. |
15 καὶ ἐκτρίψεις τὸν λαὸν τοῦτον ὡσεὶ ἄνθρωπον ἕνα, καὶ ἐροῦσι τὰ ἔθνη, ὅσοι ἀκηκόασι τὸ ὄνομά σου, λέγοντες· | 15 Εάν λοιπόν εξοντώσης τον λαόν αυτόν αμέσως, ως εάν πρόκειται δι' ένα άνθρωπον, όσα έθνη έχουν ακούσει δια το θαυμαστόν και παντοδύναμον όνομα σου, θα είπουν· | 15 Ἐὰν λοιπὸν θανατώσῃς καὶ ἀφανίσῃς τὸν λαὸν αὐτὸν ἀμέσως καὶ χωρὶς ἐξαίρεσιν ὅλους, σὰν ἕνα ἄνθρωπον, τότε οἱ λαοί, ποὺ ἔχουν ἀκούσει καὶ μάθει διὰ τὸ παντοδύναμον ὅνομά σου, θὰ εἴπουν: |
16 παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι Κύριον εἰσαγαγεῖν τὸν λαὸν τοῦτον εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσεν αὐτοῖς, κατέστρωσεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ. | 16 Επειδή δεν κατόρθωσε να οδηγήση ο Θεός και φέρη τον λαόν τούτον εις την χώραν, την οποίαν με όρκον είχεν υποσχεθή να τους δώση, τους κατέστρωσε νεκρούς εις την έρημον αυτήν γην ! | 16 Ἐπειδὴ ὁ Κύριος δὲν ἠμπόρεσε να ὁδηγήσῃ τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἐγκαταστήσῃ εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς αὐτοὺς μὲ ὅρκον, τοὺς ἔστρωσε νεκροὺς εἰς τὴν ἔρημον. Ἔτσι ἀντὶ νὰ δοξασθῇ τὸ ὄνομά σου, θὰ ὑβρισθῇ περισσότερον! |
17 καὶ νῦν ὑψωθήτω ἡ ἰσχύς, Κύριε, ὃν τρόπον εἶπας λέγων· | 17 Αλλά, Κυριε, ας φανή και ας υψωθή και τώρα το μεγαλείον της δυνάμεώς σου, όπως άλλοτε είχες διακηρύξει λέγων ότι είσαι | 17 Μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς καὶ δυνατὸς ἐδείχθης, ὅταν συνέτριβες τὸν Φαραὼ καὶ τὴν δύναμίν του· σὲ ἱκετεύω λοιπόν, Κύριε, ἂς φανῇ καὶ τώρα τὸ μεγαλεῖον τῆς δυνάμεως, τῆς εὐεργεσίας, τῆς ἐπιεικείας σου, σύμφωνα μὲ ὅσα μᾶς εἶπες ἄλλοτε, ὅτι |
18 Κύριος μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός, ἀφαιρῶν ἀνομίας καὶ ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας, καὶ καθαρισμῷ οὐ καθαριεῖ τὸν ἔνοχον ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς. | 18 Κυριος, μακρόθυμος και πολυέλεος και αξιόπιστος εις τα λόγια σου. Είσαι συ Κυριος, ο οποίος συγχωρεί και εξαλείφει παρανομίας και αδικίας και γενικώς τας αμαρτίας, αλλά και δεν αφήνει ατιμώρητον τον ένοχον φθάνων μέχρι του σημείου να καταλογίζη ευθύνην και να τιμωρή τα τέκνα μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς δια τας αμαρτίας των πατέρων των. | 18 ὁ Κύριος εἶναι μακρόθυμος πρὸς ἐκείνους ποὺ τοῦ πταίουν καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινὸς εἰς τὰ λόγια του καὶ ἐκτελεῖ πάντοτε πιστὰ τὶς ὑποσχέσεις του· εἶναι αὐτός, ποὺ ἀφαιρεῖ καὶ ἐξαλείφει ἀνομίες καὶ ἀδικίες καὶ ἁμαρτίες· εἶναι αὐτός, ποὺ μισεῖ τὴν ἁμαρτίαν, διὰ τοῦτο τὸν ἀμετανόητον ἔνοχον δὲν τὸν ἀθωώνει καὶ δὲν τὸν καθαρίζει, ἀλλὰ ἐπιβάλλει ποινὲς διὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ παραβάσεις τῶν ἀμετανοήτων προγόνων καὶ προπάππων εἰς τὰ τέκνα των μέχρι τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς· μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ζητεῖ, ὡς ἀγαθός, να μετανοήσουν τουλάχιστον οἱ ἀπόγονοί τους. |
19 ἄφες τὴν ἁμαρτίαν τῷ λαῷ τούτῳ κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καθάπερ ἵλεως ἐγένου αὐτοῖς ἀπ' Αἰγύπτου ἕως τοῦ νῦν. | 19 Αλλά, συγχώρησε, Κυριε, κατά το μέγα σου έλεος την αμαρτίαν στον λαόν τούτον. Γινε εύσπλαγχνος, όπως εύσπλαγχνος έγινες εις αυτούς από την ημέραν της εξόδου των από της Αιγύπτου μέχρι τώρα” ! | 19 Σὲ ἱκετεύω λοιπόν, Κύριε, συγχώρησε εἰς τὸν λαὸν τοῦτον τὴν μεγάλην ἁμαρτίαν ποὺ ἔκαμε, σύμφωνα μὲ τὸ ἄπειρον, ἀνεξάντλητον καὶ πλούσιον ἔλεός σου, ὅπως ἀκριβῶς ἐδείχθης συμπαθὴς καὶ οἰκτίρμων εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τότε, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, μέχρι τώρα». |
20 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἵλεως αὐτοῖς εἰμι κατὰ τὸ ρῆμά σου· | 20 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “θα γίνω εις αυτούς ίλεως σύμφωνα με την παράκλησίν σου. | 20 Ὁ Κύριος ἀπάντησε ἀμέσως εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Μωϋσῆ καὶ εἶπε: «Ἀφοῦ τὸ θέλεις καὶ μοῦ τὸ ζητεῖς μὲ τόσην θέρμην, γίνομαι συμπαθὴς καὶ οἰκτίρμων εἰς αὐτοὺς καὶ τοὺς τὸ συγχωρῶ· |
21 ἀλλὰ ζῶ ἐγὼ καὶ ζῶν τὸ ὄνομά μου καὶ ἐμπλήσει ἡ δόξα Κυρίου πᾶσαν τὴν γῆν, | 21 Αλλά εγώ ζω και ζων είναι το όνομα μου, και θα πλημμυρίση ολόκληρον την γην η δόξα και η δύναμις της δικαιοσύνης μου | 21 ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ζωντανὸς καὶ εἶναι ζωντανὸν τὸ ὄνομά μου καὶ μὲ τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ὑποσχέσεώς μου θὰ πλημμυρίσῃ ὅλη ἡ γῆ μὲ τὴν δόξαν μου ὡς ἁγίου, δικαίου, ἀμώμου καὶ παντοδυνάμου Θεοῦ. |
22 ὅτι πάντες οἱ ἄνδρες οἱ ὁρῶντες τὴν δόξαν μου καὶ τὰ σημεῖα, ἃ ἐποίησα ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἐπείρασάν με τοῦτο δέκατον, καὶ οὐκ εἰσήκουσαν τῆς φωνῆς μου, | 22 διότι όλοι οι Ισραηλίται, οι οποίοι είδον την δόξαν μου και τα θαύματα, τα οποία έκαμα εις την Αίγυπτον και εις την έρημον, και παρ' όλον τούτο με παρώργισαν τώρα δια δεκάτην φοράν και δεν υπήκουσαν εις την εντολήν μου, | 22 Διότι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶδαν τὴν ἁγιότητα, τὴν ἔνδοξον δύναμιν καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμα διὰ τὴν προστασίαν των εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τὴν ἔρημον καὶ παρ' ὅλα αὐτὰ μὲ ἐξώργισαν μὲ τὴν ἀγνωμοσύνην καὶ τὴν ἀπιστίαν των διὰ δεκάτην τώρα φορὰν καὶ δὲν ἐδείχθησαν ὑπάκουοι εἰς τὴν φωνήν μου, |
23 ᾖ μὴν οὐκ ὄψονται τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, ἀλλ' ἢ τὰ τέκνα αὐτῶν, ἅ ἐστι μετ' ἐμοῦ ὧδε, ὅσοι οὐκ οἴδασιν ἀγαθὸν οὐδὲ κακόν, πᾶς νεώτερος ἄπειρος, τούτοις δώσω τὴν γῆν, πάντες δὲ οἱ παροξύναντές με οὐκ ὄψονται αὐτήν. | 23 κατ' αμετάκλητον απόφασίν μου δεν θα ίδουν την χώραν, την οποίαν δι' όρκου υπεσχέθην στους πατέρας των, αλλά θα την ίδουν μόνον τα τέκνα των, τα οποία είναι εδώ μαζή μου, που δεν ημπορούν ακόμη να κάμουν διάκρισιν μεταξύ καλού και κακού, κάθε νεώτερος και άπειρος. Εις αυτά εγώ θα δώσω την χώραν. Ολοι δε εκείνοι, που με παρώξυναν δεν θα την ιδούν. | 23 ὅλοι αὐτοὶ δὲν θὰ ἰδοῦν οὔτε θὰ ἀπολαύσουν τὴν χώραν τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν ἔχω ὑποσχεθῆ μὲ ὅρκον εἰς τοὺς προγόνους καὶ τοὺς προπάτορές τους· τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας θὰ τὴν ἴδουν, θὰ τὴν πατήσουν καὶ θὰ τὴν ἀπολαύσουν μόνον τὰ παιδιά τους, ὅσα εἶναι καὶ ζοῦν μαζί μου ἐδῶ εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραήλ· ὅσα εἶναι τώρα μικρὰ καὶ δὲν ἔχουν ἀκόμη συνείδησιν διὰ τὸ ποῖον εἶναι ἀγαθὸν καὶ ποῖον εἶναι κακόν· ὅλα αὐτὰ τὰ νεώτερα, τὰ ἀθῶα καὶ ἀπονήρευτα παιδιά, ποὺ δὲν ἔχουν πεῖραν τοῦ κακοῦ. Εἰς αὐτὰ τὰ παιδιά, ποὺ δὲν ἔγιναν συνένοχα εἰς τὸν καταγογγυσμὸν μὲ τοὺς γονεῖς των, θὰ δώσω ὡς κληρονομίαν τὴν γῆν Χαναάν. Ὅλοι δὲ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐξώργισαν, μὲ ἐπεριφρόνησαν καὶ μὲ ἐπίκραναν, δὲν θὰ ἴδουν οὔτε θὰ ἀπολαύσουν τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας. |
24 ὁ δὲ παῖς μου Χάλεβ, ὅτι πνεῦμα ἕτερον ἐν αὐτῷ καὶ ἐπηκολούθησέ μοι, εἰσάξω αὐτὸν εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν εἰσῆλθεν ἐκεῖ, καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ κληρονομήσει αὐτήν. | 24 Τον δούλον μου όμως τον Χαλεβ, διότι είναι αλλού πνεύματος από τον λαόν αυτόν και με ηκολούθησε, θα τον εισαγάγω εις την χώραν, όπου εισήλθεν ως κατάσκοπος και οι απόγονοί του θα κληρονομήσουν αυτήν. | 24 Ἀλλὰ τὸν δοῦλον μου Χάλεβ, ἐπειδὴ ἔχει μέσα του ἄλλο φρόνημα ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ὑπολοίπων κατασκόπων, πνεῦμα ἐμπιστοσύνης καὶ ὑποταγῆς εἰς ἐμέ, καὶ μὲ ἔχει ἀκολουθήσει μὲ πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν, θὰ τὸν ὁδηγήσω καὶ θὰ τὸν φέρω εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐμπῆκε ὡς κατάσκοπος· καὶ οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν καὶ θὰ κατακτήσουν τὴν χώραν αὐτήν, τὴν Χαναάν. |
25 ὁ δὲ ᾿Αμαλὴκ καὶ ὁ Χαναναῖος κατοικοῦσιν ἐν τῇ κοιλάδι· αὔριον ἐπιστράφητε καὶ ἀπάρατε ὑμεῖς εἰς τὴν ἔρημον, ὁδὸν θάλασσαν ἐρυθράν. | 25 Ο Αμαλήκ και ο Χαναναίος θα κατοικούν τώρα αυτήν την κοιλάδα. Σεις δε αύριον αναχωρήσατε και επιστρέψατε εις την έρημον προς την κατεύθυνσιν της Ερυθράς Θαλάσσης”. | 25 Τώρα δὲ ἐπειδὴ οἱ Ἀμαληκῖται καὶ οἱ Χαναναῖοι, οἱ ἐχθροί σας, κατοικοῦν εἰς τὴν κοιλάδα, αὔριον νὰ ἐπιστρέψετε καὶ νὰ φύγετε καὶ νὰ προχωρήσετε πίσω εἰς τὴν ἔρημον Φαράν, πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, πρὸς τὴν πλευρὰν τοῦ Ἐλανιτικοῦ κόλπου (τοῦ κόλπου τῆς Ἄκαμπα)». |
26 Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· | 26 Είπεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών· | 26 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς εἶπε: |
27 ἕως τίνος τὴν συναγωγὴν τὴν πονηρὰν ταύτην; ἃ αὐτοὶ γογγύζουσιν ἐναντίον μου, τὴν γόγγυσιν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἣν ἐγόγγυσαν περὶ ὑμῶν, ἀκήκοα. | 27 “έως πότε θα ανέχωμαι τον πονηρόν αυτόν λαόν; Οσα αυτοί γογγύζουν εναντίον μου, όπως και τον γογγυσμόν αυτόν εναντίον σας, όλα τα έχω ακούσει. | 27 «Ἐπὶ πόσον χρόνον θὰ ὑποφέρω τὴν Ἰουδαϊκὴν αὐτὴν συναγωγήν, τὴν πονηρὰν καὶ ἄπιστον; Ὅσα αὐτοὶ καταγογγύζουν καὶ παραπονοῦνται ἐναντίον μου, ὅπως ἐπίσης τὴν ἀγνωμοσύνην, τὸν γογγυσμὸν καὶ τὰ παράπονα τῶν Ἰσραηλιτῶν, τὰ ὁποῖα διατυπώνουν ἐναντίον σας, τὰ ἔχω ἀκούσει |
28 εἰπὸν αὐτοῖς· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ᾖ μὴν ὃν τρόπον λελαλήκατε εἰς τὰ ὦτά μου, οὕτω ποιήσω ὑμῖν. | 28 Είπε λοιπόν εις αυτούς· Ζω εγώ, λέγει Κυριος, κατ' αμετάκλητον απόφασίν μου, ακριβώς όπως μου είπατε και ήκουσα, έτσι θα κάμω εις σας· | 28 Νὰ εἰπῇς πρὸς αὐτούς: Ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ζωντανός, λέγει ὁ Κύριος· σᾶς βεβαιώνω, ὅτι ὅπως ἐμιλήσατε εἰς τὰ αὐτιά μου καὶ μοῦ τὸ ἐζητήσατε, ἔτσι ἀκριβῶς θὰ κάμω εἰς σᾶς. |
29 ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ πεσεῖται τὰ κῶλα ὑμῶν, καὶ πᾶσα ἡ ἐπισκοπὴ ὑμῶν καὶ οἱ κατηριθμημένοι ὑμῶν ἀπὸ εἰκοσαετοῦς καὶ ἐπάνω, ὅσοι ἐγόγγυζον ἐπ' ἐμοί· | 29 δηλαδή εις την έρημον θα πέσουν νεκρά τα σώματά σας. Εδώ θα αποθάνετε όλοι όσοι κατά την απογραφήν, που έγινε και ηριθμήθησαν από είκοσιν ετών και άνω, όλοι όσοι εγόγγυσαν εναντίον μου. | 29 Εἰς τὴν ἔρημον αὐτὴν θὰ πέσουν νεκρὰ τὰ σώματά σας καὶ θὰ μείνουν τὰ πτώματα καὶ τὰ κόκκαλά σας, καὶ ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀπογραφῆ, καταγραφῆ καὶ ἀριθμηθῆ ἀπὸ τῆς ἡλικίας τῶν εἴκοσι ἐτῶν καὶ ἄνω, ὅσοι ἐγόγγυσαν, παρεπονέθησαν καὶ ἐφάνησαν ἀγνώμονες ἀπέναντί μου· |
30 εἰ ὑμεῖς εἰσελεύσεσθε εἰς τὴν γῆν, ἐφ' ἣν ἐξέτεινα τὴν χεῖρά μου κατασκηνῶσαι ὑμᾶς ἐπ' αὐτῆς, ἀλλ' ἢ Χάλεβ υἱὸς ᾿Ιεφοννὴ καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ Ναυή· | 30 Κανείς από σας δεν θα εισέλθη εις την γην, επάνω από την οποίαν άπλωσα εγώ τα παντοδύναμον χέρι μου και ωρκίσθην να σας εγκαταστήσω, αλλά θα εισέλθουν εις αυτήν μόνον ο Χαλεβ υιός του Ιεφοννή, και ο Ιησούς ο υιός του Ναυη· | 30 ἀσφαλῶς σεῖς δὲν θὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν Χαναάν, τὴν ὁποίαν ἔχω ὁρκισθῆ ὅτι θὰ κατακτήσετε καὶ θὰ κληρονομήσετε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χάλεβ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεφοννῆ, καὶ τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ναυῆ· |
31 καὶ τὰ παιδία, ἃ εἴπατε ἐν διαρπαγῇ ἔσεσθαι, εἰσάξω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, καὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν, ἣν ὑμεῖς ἀπέστητε ἀπ' αὐτῆς. | 31 και τα παιδιά, δια τα οποία είπατε ότι θα πέσουν, τάχα, αιχμάλωτα εις τα χέρια των εχθρών, θα οδηγήσω εις την γην της επαγγελίας και θα κληρονομήσουν την χώραν, την οποίαν σεις δια τας αμαρτίας σας εχάσατε. | 31 ἐπίσης καὶ τὰ παιδιά, διὰ τὰ ὁποῖα εἴπατε ὅτι θὰ μείνουν ἀπροστάτευτα καὶ θὰ αἰχμαλωτισθοῦν, θὰ τὰ ὁδηγήσω καὶ θὰ τὰ φέρω εἰς τὴν γῆν Χαναάν, καὶ θὰ κληρονομήσουν καὶ θὰ ἀπολαύσουν τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν σεῖς ἔχετε καταφρονήσει καὶ ἔχετε στερηθῇ. |
32 καὶ τὰ κῶλα ὑμῶν πεσεῖται ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ, | 32 Τα μέλη του σώματός σας θα πέσουν και θα μείνουν εις την έρημον αυτήν, | 32 Τὰ σώματά σας ὅμως θὰ πέσουν νεκρὰ καὶ τὰ πτώματα καὶ τὰ κόκκαλά σας θὰ μείνουν εἰς τὴν ἔρημον αὐτήν, |
33 οἱ δὲ υἱοὶ ὑμῶν ἔσονται νεμόμενοι ἐν τῇ ἐρήμῳ τεσσαράκοντα ἔτη καὶ ἀνοίσουσι τὴν πορνείαν ὑμῶν, ἕως ἂν ἀναλωθῇ τὰ κῶλα ὑμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, | 33 τα δε παιδιά σας, όσα είναι κάτω των είκοσιν ετών, θα περιπλανώνται εις την έρημον επί τεσσαράκοντα έτη και θα υποφέρουν τας συνεπείας της αποστασίας σας από τον Θεόν, μέχρις ότου αποθάνουν εις την έρημον όλοι οι άνω των εικοσιν ετών. | 33 τὰ δὲ παιδιά σας, ποὺ ἔχουν ἡλικίαν κάτω τῶν εἴκοσι ἐτῶν, θὰ εἶναι νομάδες καὶ θὰ περιπλανῶνται εἰς τὴν ἔρημον ἐπὶ σαράντα χρόνια, διὰ νὰ εὐρίσκουν βοσκὴν διὰ τὰ ζῶα των, καὶ θὰ ὑποφέρουν ἕνεκα τῆς ἀποστασίας σας ἀπὸ ἑμὲ τὸν Θεόν, μέχρις ὅτου ἀποθάνετε ὅλοι ὅσοι ἔχετε ἡλικίαν ἄνω τῶν εἴκοσι ἐτῶν καὶ πέσουν νεκρὰ τὰ σώματά σας καὶ μείνουν τὰ πτώματα καὶ τὰ κόκκαλά σας εἰς τὴν ἔρημον. |
34 κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν, ὅσας κατεσκέψασθε τὴν γῆν, τεσσαράκοντα ἡμέρας, ἡμέραν τοῦ ἐνιαυτοῦ, λήψεσθε τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν τεσσαράκοντα ἔτη καὶ γνώσεσθε τὸν θυμὸν τῆς ὀργῆς μου. | 34 Δια τας αμαρτίας που διεπράξατε, θα υποστήτε την τιμωρίαν της δικαίας αγανακτήσεως και οργής μου επί τεσσαράκοντα έτη, κατά τον αριθμόν των ημερών, τας οποίας κατεσκοπεύσατε την χώραν. Καθε ημέρα θα υπολογισθή εις εν έτος. | 34 Κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν σαράντα ἡμερῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐκατασκοπεύσατε τὴν χώραν Χαναάν, τῆς κάθε ἡμέρας ὑπολογιζομένης ὡς ἕνα ἔτος, θὰ τιμωρῆσθε διὰ τὶς ἁμαρτίες σας ἐπὶ σαράντα χρόνια καὶ θὰ γνωρίσετε τὴν ἐγκατάλειψιν, τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργήν μου. |
35 ἐγὼ Κύριος ἐλάλησα· ᾖ μὴν οὕτω ποιήσω τῇ συναγωγῇ τῇ πονηρᾷ ταύτῃ τῇ ἐπισυνισταμένῃ ἐπ' ἐμέ· ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ ἐξαναλωθήσονται καὶ ἐκεῖ ἀποθανοῦνται. | 35 Εγώ ο Κυριος ωμίλησα. Οριστικώς και αμετακλήτως θα κάμω ο,τι είπα στον αμαρτωλόν αυτόν λαόν, ο οποίος εστασίασεν εναντίον μου. Εις την έρημον αυτήν θα εξοντωθούν και θα αποθάνουν”. | 35 Ἐγὼ ὁ παντοδύναμος Κύριος ἐμίλησα. Ὁπωσδήποτε θὰ πραγματοποιήσω ὅλα ὅσα εἶπα, ἔτσι ὅπως τὸ εἶπα, εἰς τὴν ἁμαρτωλὴν αὐτὴν συναγωγὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἡ ὁποία ἐγόγγυσε καὶ ἐπανεστάτησε ἐνάντιόν μου· εἰς τὴν ἔρημον αὐτὴν θὰ ἑξαντληθοῦν, θὰ φθαροῦν, θὰ ἐξολοθρευθοῦν καὶ ἐκεῖ θὰ ἀποθάνουν». |
36 καὶ οἱ ἄνθρωποι, οὓς ἀπέστειλε Μωυσῆς κατασκέψασθαι τὴν γῆν καὶ παραγενηθέντες διεγόγγυσαν κατ' αὐτῆς πρὸς τὴν συναγωγὴν ἐξενέγκαι ρήματα πονηρὰ περὶ τῆς γῆς, | 36 Οι άνδρες, τους οποίους έστειλεν ο Μωϋσής να κατασκοπεύσουν την χώραν και οι οποίοι επιστρέφοντες εξηρέθισαν τον λαόν εις γογγυσμόν κατά της χώρας αυτής με το να είπουν δόλια και ψευδή δι' αυτήν, | 36 Καὶ οἱ ἄνδρες, τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀποστείλει ὁ Μωϋσῆς νὰ κατασκοπεύσουν τὴν χώραν τῆς Χαναὰν καὶ οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἐπέστρεψαν, ἐδυσφήμησαν τὴν χώραν μὲ ἀνακριβεῖς πληροφορίες καὶ ἐξώγκωσαν τὰ πράγματα καὶ ἔτσι συμπαρέσυραν ὅλον τὸν Ἰσραὴλ νὰ γογγύσῃ καὶ νὰ παραπονεθῇ κατὰ τοῦ Θεοῦ, |
37 καὶ ἀπέθανον οἱ ἄνθρωποι οἱ κατείπαντες πονηρὰ κατὰ τῆς γῆς ἐν τῇ πληγῇ ἔναντι Κυρίου | 37 οι άνδρες αυτοί, οι οποίοι με πείσμα είπαν και διέδωσαν πονηράς πληροφορίας δια την χώραν, εκτυπήθησαν ρώτοι από τον Κυριον και απέθανον. | 37 οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἐπειδὴ μετέδωκαν ἀνακριβεῖς, ψευδεῖς καὶ ἐξωγκωμένες εἰδήσεις διὰ τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, ἐκτυπήθησαν πρῶτοι ἀπὸ τὸν Κύριον μὲ κακοήθη μολυσματικὴν ἀρρώστιαν καὶ ἔπεσαν νεκροί· |
38 καὶ ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυή, καὶ Χάλεβ υἱὸς ᾿Ιεφοννὴ ἔζησαν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων τῶν πεπορευμένων κατασκέψασθαι τὴν γῆν. | 38 Από τους άνδρας εκείνους, οι οποίοι μετέβησαν δια να κατασκοπεύσουν την χώραν, έζησαν μόνον ο Ιησούς υιός Ναυη, και ο Χαλεβ υιός Ιεφοννή. | 38 οἱ δύο ὅμως ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἐκείνους κατασκόπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πάει διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὴν χώραν τῆς Χαναάν, ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, καὶ ὁ Χάλεβ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεφοννῆ, ἔζησαν· διεφυλάχθησαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. |
39 Καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς τὰ ρήματα ταῦτα πρὸς πάντας υἱοὺς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπένθησεν ὁ λαὸς σφόδρα. | 39 Ο Μωϋσής ανεκοίνωσεν εις όλους τους Ισραηλίτας τα λόγια αυτά του Κυρίου. Ο λαός ακούσας επένθησε πολύ. | 39 Ὁ δὲ Μωϋσῆς ἀνεκοίνωσε τὰ λόγια αὐτά, τὰ ὁποῖα μόνον ὁ ἴδιος ἐγνώριζε μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης, εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτες. Ὁ λαὸς ἐλυπήθη πάρα πολύ, ἔκλαυσε πικρὰ καὶ ἐθρήνησε. |
40 καὶ ὀρθρίσαντες τὸ πρωΐ ἀνέβησαν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους λέγοντες· ἰδοὺ οἵδε ἡμεῖς ἀναβησόμεθα εἰς τὸν τόπον, ὃν εἶπε Κύριος, ὅτι ἡμάρτομεν. | 40 Δια να επανορθώσουν δέ, τάχα, την παρακοήν των και αποφύγουν την τιμωρίαν, ηγέρθησαν οι Ισραηλίται πολύ πρωϊ, ανέβησαν εις την κορυφήν του όρους, λέγοντες προς τον Μωυσήν· “ιδού, ημείς τώρα θα εισέλθωμεν στον τόπον, τον οποίον είπεν ο Κυριος, διότι πράγματι με την παρακοήν μας ημαρτήσαμεν ενώπιόν του” ! | 40 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐξύπνησαν πολὺ πρωῒ καὶ ἀνέβησαν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ποὺ τοὺς ἐχώριζε ἀπὸ τὴν Χαναάν, καὶ εἶπαν εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Κύτταξε· θὰ διορθώσωμεν τὸ σφάλμα, ποὺ ἐκάμαμεν, καὶ τὴν παρακοήν, ποὺ ἐδείξαμεν εἰς τὸν Κύριον. Τώρα θὰ ἀνεβοῦμε εἰς τὸ βουνὸ καὶ κατόπιν θὰ προχωρήσωμεν εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Κύριος· θὰ ἀνεβοῦμε, διότι παραδεχόμεθα ὅτι πράγματι ἔχομεν ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». |
41 καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἱνατί ὑμεῖς παραβαίνετε τὸ ρῆμα Κυρίου; οὐκ εὔοδα ἔσται ὑμῖν. | 41 Ο Μωϋσής απήντησε· “διατί και τώρα σεις παραβαίνετε πάλιν την εντολήν του Κυρίου; Δεν θα ευοδωθή η απόπειρά σας. | 41 Ὁ Μωϋσῆς ὅμως τοὺς εἶπε: «Διατὶ ἐπιμένετε τώρα νὰ προχωρήσετε καὶ νὰ παραβῆτε ἔτσι τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶπε νὰ γυρίσωμεν πίσω; Δὲν θὰ εὐοδωθῇ ἡ πορεία σας αὐτή· θὰ ἀποτύχετε. |
42 μὴ ἀναβαίνετε· οὐ γάρ ἐστι Κύριος μεθ' ὑμῶν, καὶ πεσεῖσθε πρὸ προσώπου τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν. | 42 Μη προχωρήτε διότι ο Κυριος δεν είναι μαζή σας, θα νικηθήτε και θα πέσετε ενώπιον των εχθρών σας. | 42 Μὴ ἀνεβαίνετε εἰς τὸ βουνό· διότι ὁ Κύριος δὲν εἶναι μαζί σας καὶ ἑπομένως οἱ ἐχθροί σας θὰ σᾶς νικήσουν καὶ θὰ σᾶς στρώσουν ὅλους κάτω νεκρούς. |
43 ὅτι ὁ ᾿Αμαλὴκ καὶ ὁ Χαναναῖος ἐκεῖ ἔμπροσθεν ὑμῶν, καὶ πεσεῖσθε μαχαίρᾳ, οὗ εἵνεκεν ἀπεστράφητε ἀπειθοῦντες Κυρίῳ, καὶ οὐκ ἔσται Κύριος ἐν ὑμῖν. | 43 Οι Αμαληκίται και οι Χαναναίοι ευρίσκονται εκεί αντιμέτωποι έμπροσθέν σας και θα πέσετε εν στόματι μαχαίρας, επειδή απεστατήσατε και παρηκούσατε τον Κυριον και ο Κυριος δεν θα είναι πλέον μαζή σας”. | 43 Διότι οἱ Ἀμαληκῖται καὶ οἱ Χαναναῖοι εἶναι ἐκεῖ, ἐμπρός σας, καὶ θὰ σᾶς, κατασφάξουν ἐπειδὴ ἔχετε ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν Κύριον ἕνεκα τῆς ἀποστασίας καὶ τοῦ γογγυσμοῦ σας καὶ ὁ Κύριος δὲν θὰ εἶναι μαζί σας». |
44 καὶ διαβιασάμενοι ἀνέβησαν ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους· ἡ δὲ κιβωτὸς τῆς διαθήκης Κυρίου καὶ Μωυσῆς οὐκ ἐκινήθησαν ἐκ τῆς παρεμβολῆς. | 44 Εκείνοι όμως επέμειναν εις την απερίσκεπτον απόφασίν των, επροχώρησαν και ανέβησαν εις την κορυφήν του όρους, αλλά η κιβωτός της Διαθήκης και ο Μωϋσής δεν εκινήθησαν από το στρατόπεδον. | 44 Αὐτοὶ ὅμως ἐπεριφρόνησαν τὴν συμβουλὴν τοῦ Μωϋσῆ, ἐπέμειναν καὶ ἐτόλμησαν νὰ προχωρήσουν καὶ να ἀνέβουν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ· ἀλλὰ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Μωϋσῆς δὲν ἐκινήθησαν ἀπὸ τὸ στρατόπεδον· ἔμειναν εἰς τὴν θέσιν των. |
45 καὶ κατέβη ὁ ᾿Αμαλὴκ καὶ ὁ Χαναναῖος ὁ ἐγκαθήμενος ἐν τῷ ὄρει ἐκείνῳ καὶ ἐτρέψαντο αὐτοὺς καὶ κατέκοψαν αὐτοὺς ἕως ῾Ερμάν· καὶ ἀπεστράφησαν εἰς τὴν παρεμβολήν. | 45 Οι δε Αμαληκίται και οι Χαναναίοι, οι κατοικούντες στο όρος εκείνο, κατέβησαν και επετέθησαν εναντίον των Ισραηλιτών, τους έτρεψαν εις φυγήν και κατέκοψαν αυτούς μέχρις Ερμάν. Οι δε διασωθέντες από την σφαγήν Ισραηλίται επέστρεψαν στο στρατόπεδον. | 45 Τότε οἱ Ἀμαληκῖται καὶ οἱ Χαναναῖοι, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὸ βουνὸ ἐκεῖνο καὶ παρεμόνευαν τοὺς Ἰσραηλίτες, τοὺς ἐπετέθησαν, τοὺς ἔτρεψαν εἰς φυγήν, τοὺς κατεδίωξαν καὶ κατέσφαξαν ὅσους ἐπρόφθαναν μέχρι τῆς πόλεως Ἑρμάν. Ὅσοι διέφυγαν τὴν σφαγήν, ἐγύρισαν πίσω εἰς τὸ στρατόπεδόν των, διὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἀσφαλισθοῦν. |