Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 1 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν και είπε· | 1 Ο Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
2 ἐκδίκει τὴν ἐκδίκησιν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐκ τῶν Μαδιανιτῶν, καὶ ἔσχατον προστεθήσῃ πρὸς τὸν λαόν σου. | 2 “πάρε προηγουμένως την εκδίκησιν των Ισραηλιτών εναντίον των Μαδιανιτών και κατόπιν θα απέλθης από τον κόσμον αυτόν και θα προστεθής στον λαόν σου”. | 2 «Πρῶτα νὰ ἡγηθῇς, διὰ να λάβῃς ἐκδίκησιν τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν καὶ κατόπιν θὰ ἀποθάνῃς, διὰ νὰ προστεθῇς εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἄλλων Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, πρὶν ἀπὸ σέ». |
3 καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς πρὸς τὸν λαὸν λέγων· ἐξοπλίσατε ἐξ ὑμῶν ἄνδρας καὶ παρατάξασθε ἔναντι Κυρίου ἐπὶ Μαδιὰν ἀποδοῦναι ἐκδίκησιν παρὰ τοῦ Κυρίου τῇ Μαδιάν· | 3 Ο Μωϋσής ωμίλησε τότε προς τους Ισραηλίτας, λέγων· “εξοπλίσατε άνδρας από σας και σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου παραταχθήτε εις πόλεμον εναντίον των Μαδιανιτών, δια να τιμωρήσετε αυτούς κατά διαταγήν του Κυρίου. | 3 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐμίλησε πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ εἶπε: «Ἐξοπλίσετε καὶ ἑτοιμάσετε ἀπὸ σᾶς ἄνδρες, καὶ αὐτοὶ ἂς ἐπιτεθοῦν σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν, ὥστε νὰ τοὺς ἐκδικηθῆτε καὶ τοὺς τιμωρήσετε δι' ὅσα ἔκαμαν κατὰ τοῦ Θεοῦ. |
4 χιλίους ἐκ φυλῆς, χιλίους ἐκ φυλῆς, ἐκ πασῶν φυλῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἀποστείλατε παρατάξασθαι. | 4 Θα πάρετε και θα στείλετε εις πόλεμον εναντίον των Μαδιανιτών χίλιους άνδρας από κάθε φυλήν των Ισραηλιτών”. | 4 Ἀπὸ κάθε φυλὴν νὰ ἐξοπλίσετε χιλίους (ἀπὸ κάθε φυλὴν νὰ ἐξοπλίσετε χιλίους)· νὰ ἀποστείλετε εἰς τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν ἀπὸ ὅλες τὶς φυλὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν». |
5 καὶ ἐξηρίθμησαν ἐκ τῶν χιλιάδων ᾿Ισραὴλ χιλίους ἐκ φυλῆς, δώδεκα χιλιάδας ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν. | 5 Κατόπιν αυτής της εντολής εμέτρησαν από όλας τας χιλιάδας των Ισραηλιτών χίλιους από κάθε φυλήν, δώδεκα εν όλω χιλιάδας άνδρας εξωπλισμένους, ικανούς προς πόλεμον. | 5 Ἔτσι ἀρίθμησαν ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν Ἰσραηλιτῶν χιλίους ἄνδρες ἀπὸ κάθε φυλήν, δηλαδὴ συνολικὰ δώδεκα χιλιάδες ἐξωπλισμένους καὶ ἱκανοὺς διὰ πόλεμον. |
6 καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς Μωυσῆς χιλίους ἐκ φυλῆς, χιλίους ἐκ φυλῆς σὺν δυνάμει αὐτῶν καὶ Φινεὲς υἱὸν ᾿Ελεάζαρ υἱοῦ ᾿Ααρὼν τοῦ ἱερέως, καὶ τὰ σκεύη τὰ ἅγια καὶ αἱ σάλπιγγες τῶν σημασιῶν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν. | 6 Ο Μωϋσής απέστειλεν αυτούς τους χίλιους άνδρας από κάθε φυλήν αρτίως εξωπλισμένους, μαζή δε με αυτούς τον Φινεές, υιόν του Ελεαζάρου, υιού του αρχιερέως Ααρών, και τα ιερά σκευή μαζή με αυτούς και τας σάλπιγγας εις τα χέρια αυτών δια τα καθωρισμένα σαλπίσματα. | 6 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἔστειλε τοὺς ἄνδρες αὐτοὺς εἰς πόλεμον, χιλίους ἀπὸ κάθε φυλὴν ἐξωπλισμένους· μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἔστειλε καὶ τὸν (ἱερέα) Φινεές, τὸν υἱὸν τοῦ ἀρχιερέως Ἐλεάζαρ, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱὸς τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών, μαζί μὲ τὰ ἅγια σκεύη καὶ μὲ τὶς σάλπιγγες τοῦ συναγερμοῦ, διὰ τὰ καθωρισμένα σαλπίσματα, εἰς τὰ χέρια των. |
7 καὶ παρετάξαντο ἐπὶ Μαδιάν, καθὰ ἐνετείλατο Κύριος Μωυσῇ, καὶ ἀπέκτειναν πᾶν ἀρσενικόν· | 7 Εξήλθον αυτοί και επολέμησαν εναντίον των Μαδιανιτών, όπως είχε διατάξει ο Κυριος τον Μωϋσήν, κατενίκησαν αυτούς και εξώντωσαν κάθε αρσενικόν αυτών. | 7 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐπολέμησαν ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν ποὺ ἐδωσεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν, καὶ ἐσκότωσαν ὅλα τὰ ἀρσενικὰ τῶν Μαδιανιτῶν. |
8 καὶ τοὺς βασιλεῖς Μαδιὰν ἀπέκτειναν ἅμα τοῖς τραυματίαις αὐτῶν, καὶ τὸν Εὐὶν καὶ τὸν Ροκὸν καὶ τὸν Σοὺρ καὶ τὸν Οὒρ καὶ τὸν Ροβόκ, πέντε βασιλεῖς Μαδιάν· καὶ τὸν Βαλαὰμ υἱὸν Βεὼρ ἀπέκτειναν ἐν ρομφαίᾳ σὺν τοῖς τραυματίαις αὐτῶν. | 8 Εκτός των άλλων φονευθέντων, εφόνευσαν συγχρόνως και τους βασιλείς των Μαδιανιτών,τον Ευίν, τον Ροκόν, τον Σούρ, τον Ουρ και τον Ροβόκ, τους πέντε αυτούς βασιλείς των Μαδιανιτών. Εφόνευσαν επίσης δια μαχαίρας, μαζή με τους άλλους φονευθέντας και τον Βαλαάμ, τον υιόν του Βεώρ. | 8 Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐξώντωσαν, ἐσκότωσαν καὶ τοὺς βασιλεῖς τῶν Μαδιανιτῶν, δηλαδὴ τὸν Εὐὶν καὶ τὸν Ροκὸν καὶ τὸν Σοὺρ καὶ τὸν Οὒρ καὶ τὸν Ροβόκ, τοὺς πέντε βασιλεῖς τῶν Μαδιανιτῶν· ἐσκότωσαν ἐπίσης μὲ ξίφος μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ ἐξώντωσαν, καὶ τὸν μάντιν Βαλαάμ, τὸν υἱὸν τοῦ Βεώρ. |
9 καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῖκας Μαδιὰν καὶ τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν, καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἔγκτητα αὐτῶν καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν· | 9 Επήραν δε ως αιχμαλώτους τας γυναίκας των Μαδιανιτών, τα παιδιά των, τα ζώα των και όλην την κινητήν περιουσίαν των, και γενικώς ελεηλάτησαν όλα τα υπάρχοντά των. | 9 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται αἰχμαλώτισαν τὶς γυναῖκες τῶν Μαδιανιτῶν καὶ τὰ παιδιά των καὶ ἐπῆραν ὡς λάφυρα τὰ ζῶα των καὶ ὅλην τὴν κινητὴν περιουσίαν των καὶ ἐλεηλάτησαν γενικῶς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των. |
10 καὶ πάσας τὰς πόλεις αὐτῶν τὰς ἐν ταῖς κατοικίαις αὐτῶν καὶ τὰς ἐπαύλεις αὐτῶν ἐνέπρησαν ἐν πυρί. | 10 Ολας δε τας πόλεις, όπου κατοικούσαν οι Μαδιανίται, και τας αγροτικάς ακόμη οικίας των παρέδωσαν στο πυρ. | 10 Καὶ παρέδωσαν εἰς τὴν φωτιὰν ὅλες τις πόλεις, εἰς τὶς ὁποῖες κατοικοῦσαν οἱ Μαδιανῖται, καὶ ὅλες τὶς ἀγροικίες των. |
11 καὶ ἔλαβον πᾶσαν τὴν προνομὴν αὐτῶν καὶ πάντα τὰ σκῦλα αὐτῶν ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους | 11 Επήραν όλην αυτήν την λείαν και όλα τα λάφυρά των από ανθρώπου έως ζώου, | 11 Καὶ ἐπῆραν ὅλην τὴν πολεμικὴν λείαν καὶ ὅλα τὰ λάφυρα ἀπὸ ἄνθρωπον μέχρι καὶ κτήνους· |
12 καὶ ἤγαγον πρὸς Μωυσῆν καὶ πρὸς ᾿Ελεάζαρ τὸν ἱερέα καὶ πρὸς πάντας υἱοὺς ᾿Ισραὴλ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ τὰ σκῦλα καὶ τὴν προνομὴν εἰς τὴν παρεμβολὴν εἰς ᾿Αραβὼθ Μωάβ, ἥ ἐστιν ἐπὶ τοῦ ᾿Ιορδάνου κατὰ ῾Ιεριχώ. | 12 και τα έφεραν προς τον Μωϋσήν προς τον αρχιερέα τον Ελεάζαρ και προς όλους τους Ισραηλίτας, όλα όσα εκυρίευσαν, και τα λάφυρα και την λείαν, τα έφεραν στο στρατόπεδον που ευρίσκετο εις την περιοχήν Αραβώθ της χώρας Μωάβ, η οποία είναι πλησίον του Ιορδάνου απέναντι από την Ιεριχώ. | 12 καὶ ἔφεραν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ καὶ εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τὰ λάφυρα καὶ τὴν πολεμικήν των λείαν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν περιοχὴν Ἀραβώθ (ἢ εἰς τὴν ἔρημον) τῆς χώρας τῶν Μωαβιτῶν, ἡ ὁποία εἶναι εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ. |
13 Καὶ ἐξῆλθε Μωυσῆς καὶ ᾿Ελεάζαρ ὁ ἱερεὺς καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες τῆς συναγωγῆς εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἔξω τῆς παρεμβολῆς. | 13 Ο Μωϋσής, ο αρχιερεύς Ελεάζαρ και όλοι οι άρχοντες του Ισραηλιτικού λαού εξήλθον εις συνάντησιν των νικητών έξω από το στρατόπεδον του Ισραήλ. | 13 Ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἐλεάζαρ καὶ ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἐβγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραὴλ πρὸς συνάντησιν καὶ ὑποδοχὴν τῶν νικητῶν. |
14 καὶ ὠργίσθη Μωυσῆς ἐπὶ τοῖς ἐπισκόποις τῆς δυνάμεως, χιλιάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις τοῖς ἐρχομένοις ἐκ τῆς παρατάξεως τοῦ πολέμου, | 14 Ο Μωϋσής, όταν είδε και γυναίκας Μαδιανίτας αιχμαλώτους, ωργίσθη εναντίον των χιλιάρχων και των εκατοντάρχων, οι οποίοι επανήρχοντο από την πολεμικήν αυτήν επιχείρησιν, | 14 Ὁ Μωϋσῆς ὅμως, ὅταν εἶδε μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων καὶ γυναῖκες Μαδιανίτισσες, ἐξωργίσθη ἐναντίον τῶν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ στρατεύματος, δηλαδὴ ἐναντίον τῶν χιλιάρχων καὶ τῶν ἑκατοντάρχων, οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὴν πολεμικὴν ἐπιχείρησιν, |
15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μωυσῆς· ἱνατί ἐζωγρήσατε πᾶν θῆλυ; | 15 και είπεν εις αυτούς· “διατί συνελάβατε αιχμαλώτους και τας εφέρατε ζωντανάς εδώ; | 15 καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶπεν εἰς αὐτούς: «Διατὶ συνελάβατε ζωντανὲς καὶ ἐφέρατε αἰχμάλωτες ὅλες τὶς γυναῖκες τῶν Μαδιανιτῶν; |
16 αὗται γὰρ ἦσαν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ κατὰ τὸ ρῆμα Βαλαὰμ τοῦ ἀποστῆσαι καὶ ὑπεριδεῖν τὸ ρῆμα Κυρίου ἕνεκεν Φογώρ, καὶ ἐγένετο ἡ πληγὴ ἐν τῇ συναγωγῇ Κυρίου. | 16 Δεν έπρεπε αύται να ζήσουν, διότι αυταί ήσαν η αιτία, σύμφωνα με την συμβουλήν του Βαλαάμ, να αποστατήσουν οι Ισραηλίται από τον Θεόν, να καταφρονήσουν τας εντολάς του Κυρίου, να λατρεύσουν το είδωλον Φογώρ, και έτσι να αποσταλή εκ μέρους του Κυρίου μεγάλη τιμωρία στον ισραηλιτικόν λαόν. | 16 Ἔπρεπε νὰ ἐξοντώσετε καὶ αὐτές, διότι αὐτές, σύμφωνα μὲ τὴν συμβουλὴν τοῦ Βαλαάμ, ἦσαν ἡ αἰτία νὰ ἁμαρτήσουν οἱ Ἰσραηλῖται, νὰ ἀποστατήσουν καὶ νὰ περιφρονήσουν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λατρεύσουν τὸ εἴδωλον Φογώρ· καὶ ἔτσι ἔπεσε τὸ φοβερὸν θανατικὸν εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. |
17 καὶ νῦν ἀποκτείνατε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν πάσῃ τῇ ἀπαρτίᾳ, πᾶσαν γυναῖκα, ἥτις ἔγνω κοίτην ἄρσενος, ἀποκτείνατε· | 17 Τωρα λοιπόν φονεύσατε όλους γενικώς τους άρρενας και κάθε γυναίκα, η οποία έχει έλθει εις συνάφειαν με άνδρα. | 17 Δι' αὐτὸ λοιπὸν τώρα νὰ σκοτώσετε ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιὰ κάθε ἀρσενικόν, νὰ σκοτώσετε ἐπίσης καὶ κάθε γυναῖκα, ποὺ ἐκοιμήθη μὲ ἄνδρα καὶ συνευρέθη μαζί του. |
18 καὶ πᾶσαν τὴν ἀπαρτίαν τῶν γυναικῶν, ἥτις οὐκ οἶδε κοίτην ἄρσενος, ζωγρήσατε αὐτάς. | 18 Ολας δε τας αλλάς γυναίκας, τας παρθένους, αι οποίαι δεν ήλθον εις συνάφειαν με άνδρα τινά, κρατήσατέ τας αιχμαλώτους. | 18 Ὅλες δὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες δὲν ἐκοιμήθησαν καὶ δὲν συνευρέθησαν μὲ ἄνδρες καὶ εἶναι παρθένες, νὰ τὶς κρατήσετε ζωντανὲς ὡς αἰχμαλώτους. |
19 καὶ ὑμεῖς παρεμβάλετε ἔξω τῆς παρεμβολῆς ἑπτὰ ἡμέρας· πᾶς ὁ ἀνελὼν καὶ ὁ ἁπτόμενος τοῦ τετρωμένου ἁγνισθήσεται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ὑμεῖς καὶ ἡ αἰχμαλωσία ὑμῶν· | 19 Σεις δε όλοι να στρατοπεδεύσετε επί επτά ημέρας έξω από το στρατόπεδόν μας. Εκείνος ο οποίος εφόνευσεν εχθρόν η ήγγισεν φονευμένον πρέπει να εξαγνισθή την τρίτην και την εβδόμην ημέραν, σεις και όλοι οι αιχμάλωτοί σας. | 19 Τώρα σεῖς νὰ στρατοπεδεύσετε ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες. Κάθε ἕνας ποὺ ἐσκότωσε κατὰ τὸν πόλεμον αὐτὸν ἢ ἄγγισε νεκρὸν σῶμα φονευμένον, πρέπει νὰ καθαρισθῇ τὴν τρίτην καὶ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν· πρέπει νὰ καθαρισθῆτε σεῖς καὶ οἱ αἰχμάλωτοί σας. |
20 καὶ πᾶν περίβλημα καὶ πᾶν σκεῦος δερμάτινον καὶ πᾶσαν ἐργασίαν ἐξ αἰγείας καὶ πᾶν σκεῦος ξύλινον ἀφαγνιεῖτε. | 20 Θα καθαρίσετε δε κάθε ένδυμά σας, κάθε δερμάτινον σκεύος, κάθε τι που έχει κατασκευασθή από δέρμα αιγός και κάθε ξύλινον σκεύος”. | 20 Ἀκόμη πρέπει νὰ καθαρίσετε καὶ ὅλα τὰ ἐνδύματά σας καὶ ὅλα τὰ δερμάτινα ἀντικείμενα καὶ ὅλα, ὅσα ἔχουν κατασκευασθῇ ἀπὸ δέρμα αἴγας καὶ ὅλα τὰ ξύλινα ἀντικείμενα». |
21 καὶ εἶπεν ᾿Ελεάζαρ ὁ ἱερεὺς πρὸς τοὺς ἄνδρας τῆς δυνάμεως τοὺς ἐρχομένους ἐκ τῆς παρατάξεως τοῦ πολέμου· τοῦτο τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου, ὃ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. | 21 Ο αρχιερεύς Ελεάζαρ, είπε προς τους άνδρας του στρατού, οι οποίοι είχαν επιστρέψει από τον πόλεμον· “Αυτή είναι η εντολή του Νομου, την οποίαν έδωσεν ο Κυριος στον Μωϋσήν. | 21 Καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἐλεάζαρ εἶπεν εἰς τοὺς ἄνδρες, ποὺ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν πολεμικὴν ἐπιχείρησιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἔλαβαν μέρος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ διάταξις τοῦ νόμου, ποὺ ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Μωϋσῆν. |
22 πλὴν τοῦ χρυσίου καὶ τοῦ ἀργυρίου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μολίβου καὶ κασσιτέρου, | 22 Εκτός από το χρυσίον, τον άργυρον, τον χαλκόν, τον σίδηρον, τον μόλυβδον και τον κασσίτερον, | 22 Τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσῆμι καὶ τὸν χαλκὸν καὶ τὸ σίδερο καὶ τὸ μολύβι καὶ τὸν κασσίτερον, |
23 πᾶν πρᾶγμα, ὃ διελεύσεται ἐν πυρί, καὶ καθαρισθήσεται, ἀλλ' ἢ τῷ ὕδατι τοῦ ἁγνισμοῦ ἁγνισθήσεται· καὶ πάντα ὅσα ἐὰν μὴ διαπορεύηται διὰ πυρός, διελεύσεται δι' ὕδατος. | 23 και κάθε άλλον αντικείμενον το οποίον αντέχει στο πυρ, θα καθαρισθή δια του πυρός, αλλά και με το ύδωρ του εξαγνισμού θα εξαγνισθή. Ολα δε όσα δεν αντέχουν στο πυρ θα περάσουν από το ύδωρ του εξαγνισμού, ώστε να καθαρισθούν. | 23 καὶ γενικῶς κάθε ἄλλο ἀντικείμενον, ποὺ ἀντέχει εἰς τὴν φωτιάν, θὰ τὰ περάσετε ἀπὸ τὴν φωτιάν, διὰ νὰ καθαρισθοῦν· πρέπει ὅμως αὐτὰ νὰ ἀγνισθοῦν καὶ μὲ τὸ νερὸ τοῦ ἑξαγνισμοῦ. Ὅλα δὲ ἐκεῖνα,ποὺ δὲν ἀντέχουν εἰς τὴν φωτιάν, θὰ τὰ περάσετε μὲ ἐξαγνιστικὸν νερόν, διὰ νὰ καθαρισθοῦν καὶ αὐτά. |
24 καὶ πλυνεῖσθε τὰ ἱμάτια τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ καὶ καθαρισθήσεσθε καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσεσθε εἰς τὴν παρεμβολήν. | 24 Και σεις οι ίδιοι θα πλύνετε τα ενδύματά σας κατά την εβδόμην ημέραν και θα καταστήτε έτσι καθαροί. Μετά ταύτα θα εισέλθετε στο στρατόπεδον του Ισραήλ”. | 24 Κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν θὰ πλύνετε τὰ ροῦχα σας καὶ ἔτσι θὰ γίνετε νομικῶς καθαροί· κατόπιν θὰ ἔλθετε εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ». |
25 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· | 25 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν και είπε· | 25 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε: |
26 λάβε τὸ κεφάλαιον τῶν σκύλων τῆς αἰχμαλωσίας ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, σὺ καὶ ᾿Ελεάζαρ ὁ ἱερεὺς καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν πατριῶν τῆς συναγωγῆς, | 26 “συ, ο αρχιερεύς Ελεάζαρ και οι άρχοντες των φυλών του λαού, αριθμήσατε και καταγράψατε όλα τα λάφυρα, που επήρατε από τους Μαδιανίτας, από ανθρώπου μέχρι ζώου· | 26 «Νὰ ἀριθμήσετε καὶ νὰ εὕρετε σὺ καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἐλεάζαρ καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ τὸ σύνολον αὐτῶν ποὺ ἔχουν αἰχμαλωτισθῇ· τὸ σύνολον τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζώων· |
27 καὶ διελεῖτε τὰ σκῦλα ἀνὰ μέσον τῶν πολεμιστῶν τῶν ἐκπεπορευμένων εἰς τὴν παράταξιν, καὶ ἀνὰ μέσον πάσης συναγωγῆς. | 27 και διαμοιράσατε τα λάφυρα αυτά εις δύο ίσα μέρη, ένα μέρος δια τους άνδρας, οι οποίοι εξήλθον στον πόλεμον, και το άλλο δι' όλον το άλλο πλήθος των Ισραηλιτών. | 27 καὶ νὰ διαμοιράσετε τὰ πολεμικὰ αὐτὰ λάφυρα εἰς δύο ἴσα μέρη· τὸ ἕνα μέρος θὰ δώσετε εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔλαβαν μέρος εἰς τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν, καὶ τὸ ἄλλο μέρος εἰς τὸ ὑπόλοιπον πλῆθος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |
28 καὶ ἀφελεῖτε τέλος Κυρίῳ παρὰ τῶν ἀνθρώπων τῶν πολεμιστῶν τῶν ἐκπεπορευμένων εἰς τὴν παράταξιν μίαν ψυχὴν ἀπὸ πεντακοσίων, ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ τῶν βοῶν καὶ ἀπὸ τῶν προβάτων καὶ ἀπὸ τῶν ὄνων· | 28 Θα αφαιρέσετε όμως, ως φόρον δια τον Κυριον, από την μερίδα των ανδρών, που εξήλθον στον πόλεμον, ένα άνδρα επί πεντακοσίων αιχμαλώτων, ένα ζώον επί πεντακοσίων ζώων βοών, προβάτων και όνων. | 28 Καὶ ἀπὸ τὸ μερίδιον ἐκείνων, ποὺ ἔλαβαν μέρος εἰς τὸν πόλεμον, νὰ κρατήσετε ὡς φόρον διὰ τὸν Κύριον ἀπὸ ἕνα ἄνδρα εἰς κάθε πεντακοσίους αἰχμαλώτους καὶ ἕνα ζῶον (εἰς κάθε πεντακόσια) ἀπὸ τὰ κατοικίδια ζῶα καὶ ἀπὸ τὰ βόδια καὶ ἀπὸ τὰ πρόβατα καὶ ἀπὸ τὶς ὄνους. |
29 καὶ ἀπὸ τοῦ ἡμίσους αὐτῶν λήψεσθε καὶ δώσεις ᾿Ελεάζαρ τῷ ἱερεῖ τὰς ἀπαρχὰς Κυρίου. | 29 Αυτό που θα βγάλετε ως φόρον δια τον Κυριον, από το ήμισυ, που θα έχουν πάρει οι πολεμισταί, θα το δώσης στον αρχιερέα Ελεάζαρ, ως απαρχήν προς τον Κυριον. | 29 Καὶ τὰ ὅσα θὰ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ τὸ μισὸ αὐτὸ μερίδιον τῶν πολεμιστῶν, θὰ τὰ δώσῃς εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ, ὡς ἀπαρχὴν εἰς τὸν Κύριον. |
30 καὶ ἀπὸ τοῦ ἡμίσους τοῦ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ λήψῃ ἕνα ἀπὸ πεντήκοντα ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ τῶν βοῶν καὶ ἀπὸ τῶν προβάτων καὶ ἀπὸ τῶν ὄνων καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ δώσεις αὐτὰ τοῖς Λευίταις τοῖς φυλάσσουσι τὰς φυλακὰς ἐν τῇ σκηνῇ Κυρίου. | 30 Από δε το άλλο ήμιισυ, από το μερίδιον δηλαδή του ισραηλιτικού λαού, θα πάρετε ένα επί πεντήκοντα αιχμαλώτων ανθρώπων, επί πεντήκοντα βοών και προβάτων και όνων και επί όλων γενικώς των ζώων και θα δώσης αυτά στους Λευΐτας, οι οποίοι έχουν την επίβλεψιν και προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις την Σκηνήν του Κυρίου”. | 30 Ἀπὸ τὸ ἄλλο μισὸ μερίδιον, ποὺ ἀνήκει εἰς τὸ ὑπόλοιπον πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν, θὰ κρατήσῃς ἕνα ἄνδρα εἰς κάθε πενῆντα αἰχμαλώτους, ἕνα ζῶον (εἰς κάθε πενῆντα) ἀπὸ τὰ βόδια καὶ ἀπὸ τὰ πρόβατα καὶ ἀπὸ τὶς ὄνους καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κατοικίδια ζῶα καὶ αὐτὰ θὰ τὰ δώσῃς εἰς τοὺς Λευῖτες, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν καὶ ἐπιβλέπουν τὴν Σκηνὴν τοῦ Κυρίου». |
31 καὶ ἐποίησε Μωυσῆς καὶ ᾿Ελεάζαρ ὁ ἱερεὺς καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. | 31 Ο Μωϋσής και ο αρχιερεύς Ελεάζαρ έκαμαν, όπως διέταξεν ο Θεός τον Μωϋσήν. | 31 Ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἐλεάζαρ ἔκαμαν, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Θεὸς τὸν Μωϋσῆν. |
32 καὶ ἐγενήθη τὸ πλεόνασμα τῆς προνομῆς, ὃ προενόμευσαν οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ ἀπὸ τῶν προβάτων, ἑξακόσιαι χιλιάδες καὶ ἑβδομήκοντα καὶ πέντε χιλιάδες | 32 Το πλήθος δε των λαφύρων, τα οποία οι άνδρες οι πολεμήσαντες έφεραν, ήτο εξακόσιαι εβδομήκοντα πέντε χιλιάδες πρόβατα, | 32 Ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν αἰχμαλώτων καὶ τῶν λαφύρων, τὰ ὁποῖα εἶχαν αἰχμαλωτίσει καὶ λαφυραγωγήσει, ἦσαν: Ἑξακόσιες ἑβδομῆντα πέντε χιλιάδες (675.000) πρόβατα, |
33 καὶ βόες δύο καὶ ἑβδομήκοντα χιλιάδες | 33 εβδομήκοντα δύο χιλιάδες βόδια | 33 ἑβδομῆντα δύο χιλιάδες (72.000) βόδια |
34 καὶ ὄνοι μία καὶ ἑξήκοντα χιλιάδες | 34 και εξήκοντά μία χιλιάδες όνοι. | 34 καὶ ἑξῆντα μία χιλιάδες (61.000) ὄνοι: |
35 καὶ ψυχαὶ ἀνθρώπων ἀπὸ τῶν γυναικῶν, αἳ οὐκ ἔγνωσαν κοίτην ἀνδρός, πᾶσαι ψυχαὶ δύο καὶ τριάκοντα χιλιάδες. | 35 Από τους αιχμαλωτισθέντας ανθρώπους ήσαν γυναίκες παρθένοι, αι οποίαι δεν είχον έλθει εις συνάφειαν με άνδρα, τριάκοντα δύο χιλιάδες. | 35 Καὶ ἀπὸ τὸ σύνολον τῶν αἰχμαλώτων οἰ γυναῖκες, ποὺ δὲν ἐκοιμήθησαν καὶ δὲν συνευρέθησαν μὲ ἄνδρες (δηλαδὴ οἱ γυναῖκες παρθένοι), ἦσαν τριάντα δύο χιλιάδες (32.000). |
36 καὶ ἐγενήθη τὸ ἡμίσευμα ἡ μερὶς τῶν ἐκπεπορευμένων εἰς τὸν πόλεμον ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν προβάτων τριακόσιαι καὶ τριάκοντα χιλιάδες καὶ ἑπτακισχίλια καὶ πεντακόσια. | 36 Και άρα το ήμισυ από όλα αυτά, το μερίδιον δηλαδή των λαβόντων μέρος στον πόλεμον, ήτο από μεν τα πρόβατα τριακόσιαι τριάκοντα επτά χιλιάδες πεντακόσια | 36 Ἑπομένως τὸ ἕνα δεύτερον ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν αὐτόν, δηλαδὴ τὸ μερίδιον ποὺ ἔλαβαν ὅσοι ἐπῆραν μέρος εἰς τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Μαδιανιτῶν, ἦσαν τριακόσιες τριάντα ἑπτὰ χιλιάδες πεντακόσια (337.500) πρόβατα. |
37 καὶ ἐγένετο τὸ τέλος Κυρίῳ ἀπὸ τῶν προβάτων ἑξακόσιαι ἑβδομήκοντα πέντε· | 37 και ο φόρος από αυτά δια τον Κυριον ήτο εξακόσια εβδομήκοντα πέντε πρόβατα. | 37 Καὶ ὁ φόρος διὰ τὸν Κύριον, ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν προβάτων, ἦσαν ἑξακόσια ἑβδομῆντα πέντε (675) πρόβατα. |
38 καὶ βόες ἓξ καὶ τριάκοντα χιλιάδες, καὶ τὸ τέλος Κυρίῳ δύο καὶ ἑβδομήκοντα· | 38 Τα δε βόδια στο μερίδιον των πολεμιστών, ήσαν τριάκοντα εξ χιλιάδες, ο φόρος από αυτά προς τον Κυριον εβδομήκοντα δύο. | 38 Εἰς ἐκείνους ποὺ ἔλαβαν μέρος εἰς τὸν πόλεμον, τὸ μερίδιον ἀπὸ τὰ βόδια ἦσαν τριάντα ἕξι χιλιάδες (36.000)· ὥστε ὁ φόρος διὰ τὸν Κύριον ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν βοδιῶν ἦσαν ἑβδομῆντα δύο (72) βόδια. |
39 καὶ ὄνοι τριάκοντα χιλιάδες καὶ πεντακόσιοι, καὶ τὸ τέλος Κυρίῳ εἷς καὶ ἑξήκοντα· | 39 Οι όνοι ήσαν τριάκοντα χιλιάδες πεντακόσιοι ο δε φόρος προς τον Κυριον εξήκοντα ένας. | 39 Εἰς ἐκείνους ποὺ ἔλαβαν μέρος εἰς τὸν πόλεμον, τὸ μερίδιον ἀπὸ τὶς ὄνους ἦσαν τριάντα χιλιάδες πεντακόσιες (30.500) ὥστε ὁ φόρος διὰ τὸν Κύριον ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν ὄνων ἦσαν ἑξῆντα μία (61). |
40 καὶ ψυχαὶ ἀνθρώπων ἑκκαίδεκα χιλιάδες, καὶ τὸ τέλος αὐτῶν Κυρίῳ δύο καὶ τριάκοντα ψυχαί. | 40 Αιχμάλωτοι δε άνθρωποι, ήσαν δέκα εξ χιλιάδες και ο φόρος προς τον Κυριον τριάκοντα δύο ψυχαί. | 40 Εἰς ἐκείνους ποὺ ἔλαβαν μέρος εἰς τὸν πόλεμον, τὸ μερίδων τῶν αἰχμαλώτων (παρθένων γυναικῶν) ἦσαν δεκαέξι χιλιάδες (16.000)· ὥστε ὁ φόρος διὰ τὸν Κύριον ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀνθρώπων ἦσαν τριάντα δύο ψυχές (32). |
41 καὶ ἔδωκε Μωυσῆς τὸ τέλος Κυρίῳ τὸ ἀφαίρεμα τοῦ Θεοῦ ᾿Ελεάζαρ τῷ ἱερεῖ, καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. | 41 Ο Μωϋσής αυτόν τον προς τον Κυριον φόρον, τον ως αφιέρωμα προς τον Θεόν, παρέδωκε προς τον Ελεάζαρ τον αρχιερέα, όπως τον είχε διατάξει ο Θεός. | 41 Καὶ (ἀπὸ) τὸ ἄλλο μισὸ μέρος τῶν λαφύρων, τὸ ὁποῖον ὁ Μωϋσῆς ἔδωκεν εἰς τὸ ὑπόλοιπον πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν (ἀφοῦ ἐκράτησε τὸ μισό, ποὺ ἀνῆκε εἰς ἐκείνους ποὺ ἔλαβαν μέρος εἰς τὸν πόλεμον), |
42 ἀπὸ τοῦ ἡμισεύματος τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, οὓς διεῖλε Μωυσῆς ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν. | 42 Το άλλο ήμισυ των λαφύρων, το οποίον ο Μωϋσής κατόπιν της διανομής που είχε κάμει μεταξύ των πολεμιστών και του λαού, το έδωσεν στον λαόν. | 42 τὸ ἄλλο (λοιπὸν) μισὸ ἐκεῖνο μέρος τῶν λαφύρων ἔφθασε τὶς τριακόσιες τριάντα ἑπτὰ χιλιάδες πεντακόσια (337.500) πρόβατα, |
43 καὶ ἐγένετο τὸ ἡμίσευμα ἀπὸ τῆς συναγωγῆς ἀπὸ τῶν προβάτων τριακόσιαι καὶ τριάκοντα χιλιάδες καὶ ἑπτακισχίλια καὶ πεντακόσια | 43 Το ήμισυ αυτό ήτο τριακόσιοι τριάκοντα επτά χιλιάδες πεντακόσια πρόβατα, | 43 τὶς τριάντα ἕξι χιλιάδες (36.000) βόδια, |
44 καὶ βόες ἓξ καὶ τριάκοντα χιλιάδες, | 44 τριάκοντα εξ χιλιάδες βόδια, | 44 τὶς τριάντα χιλιάδες πεντακόσιες (30.500) ὄνους |
45 ὄνοι τριάκοντα χιλιάδες καὶ πεντακόσιοι | 45 τριάκοντα χιλιάδες πεντακόσιοι όνοι | 45 καὶ τὶς δεκαέξι χιλιάδες (16.000) αἰχμάλωτες (γυναῖκες παρθένους). |
46 καὶ ψυχαὶ ἀνθρώπων ἓξ καὶ δέκα χιλιάδες. | 46 και δέκα εξ χιλιάδες άνθρωποι. | 46 Ὁ Μωϋσῆς ἔδωκε τὸν φόρον, ποὺ προωρίζετο διὰ τὸν Κύριον, ὡς προσφορὰ καὶ ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεόν, εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ, ὅπως ἀκριβῶς τὸν διέταξεν ὁ Κύριος. |
47 καὶ ἔλαβε Μωυσῆς ἀπὸ τοῦ ἡμισεύματος τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ τὸ ἓν ἀπὸ τῶν πεντήκοντα, ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν, καὶ ἔδωκεν αὐτὰ τοῖς Λευίταις τοῖς φυλάσσουσι τὰς φυλακὰς τῆς σκηνῆς Κυρίου, ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ. | 47 Από αυτό το ήμισυ μερίδιον του ισραηλιτικού λαού επήρεν ο Μωϋσής ένα επί πεντήκοντα ανθρώπων και ένα επί πεντήκοντα ζώων και έδωκεν αυτά στους Λευΐτας, οι οποίοι επέβλεπον και προσέφεραν τας υπηρεσίας των εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου, όπως τον είχε διατάξει ο Κυριος. | 47 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐπῆρε ἀπὸ τὸ μισὸ αὐτὸ μέρος τῶν λαφύρων, ποὺ ἀνῆκε εἰς τὸ ὑπόλοιπον πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν, τὴν μίαν εἰς τὶς πενῆντα ἀπὸ τὶς αἰχμάλωτες (γυναῖκες παρθένους) καὶ τὸ ἕνα ζῶον εἰς τὰ πενῆντα ζῶα καὶ τὰ παρέδωκεν εἰς τοὺς Λευῖτες, ποὺ ὑπηρετοῦν καὶ ἐπιβλέπουν τὴν Σκηνὴν τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀκριβῶς διέταξε ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν. |
48 Καὶ προσῆλθον πρὸς Μωυσῆν πάντες οἱ καθεσταμένοι εἰς τὰς χιλιαρχίας τῆς δυνάμεως, χιλίαρχοι καὶ ἑκατόνταρχοι, καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· | 48 Προσήλθον προς τον Μωϋσήν όλοι οι διοικηταί των στρατιωτικών μονάδων, χιλίαρχοι και εκατόνταρχοι και είπον προς τον Μωϋσήν· | 48 Κατόπιν ἦλθαν εἰς τὸν Μωϋσῆν ὅλοι οἱ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν στρατιωτικῶν μονάδων, ποὺ ἐπολέμησαν ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν, οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ ἑκατόνταρχοι, καὶ εἶπαν εἰς τὸν Μωϋσῆν: |
49 οἱ παῖδές σου εἰλήφασι τὸ κεφάλαιον τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν τῶν παρ' ἡμῖν, καὶ οὐ διαπεφώνηκεν ἀπ' αὐτῶν οὐδὲ εἷς· | 49 “ημείς, οι δούλοι σου, ηριθμήσαμεν τους άνδρας μας τους πολεμιστάς και είδομεν ότι κανείς δεν λείπει από αυτούς. | 49 «Κύριε, οἱ δοῦλοι σου ἀριθμήσαμε τοὺς στρατιῶτες, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὶς διαταγές μας, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρίθμησιν διεπιστώσαμεν ὅτι δὲν λείπει οὔτε ἕνας ἀπὸ αὐτούς. |
50 καὶ προσενηνόχαμεν τὸ δῶρον Κυρίῳ, ἀνὴρ ὃ εὗρε σκεῦος χρυσοῦν καὶ χλιδῶνα καὶ ψέλλιον καὶ δακτύλιον καὶ περιδέξιον καὶ ἐμπλόκιον, ἐξιλάσασθαι περὶ ἡμῶν ἔναντι Κυρίου. | 50 Δια τούτο εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης μας, έχομεν φέρει στον Κυριον, ως δώρον ο καθένας μας, ο,τι του ευρίσκετο, δηλαδή χρυσούν δοχείον, βραχιόλι, κρίκον χρυσόν, δακτυλίδι, βραχιόλι δεξιάς χειρός, κοσμήματα κόμης γυναικών, προς εξιλέωσίν μας ενώπιον του Κυρίου”. | 50 Διὰ τοῦτο ἀπὸ εὐγνωμοσύνην ἐφέραμεν εἰς τὸν Κύριον ὡς ἀφιέρωμα ὅ,τι χρυσὸν ἀντικείμενον εὑρῆκε ὁ καθένας μας εἰς τὴν κατοχήν του, δηλαδὴ βραχιόλια καὶ χρυσοὺς κρίκους καὶ δακτυλίδια καὶ βραχιόλια δεξιοῦ χεριοῦ καὶ κοσμήματα διὰ τὶς πλεξίδες τῶν γυναικῶν· αὐτὰ τὰ προσφέρομεν πρὸς ἐξιλέωσίν μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». |
51 καὶ ἔλαβε Μωυσῆς καὶ ᾿Ελεάζαρ ὁ ἱερεὺς τὸ χρυσίον παρ' αὐτῶν πᾶν σκεῦος εἰργασμένον· | 51 Ο Μωϋσής και ο Ελεάζαρ ο αρχιερεύς επήραν από αυτούς τα κατειργασμένα αυτά χρυσά αντικείμενα. | 51 Καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἐλεάζαρ παρέλαβαν ἀπὸ αὐτοὺς τὰ πολύτιμα ἀντικείμενα, ποὺ ἦσαν κατασκευασμένα ἀπὸ χρυσάφι. |
52 καὶ ἐγένετο πᾶν τὸ χρυσίον τὸ ἀφαίρεμα, ὃ ἀφεῖλον Κυρίῳ, ἑκκαίδεκα χιλιάδες καὶ ἑπτακόσιοι καὶ πεντήκοντα σίκλοι παρὰ τῶν χιλιάρχων καὶ παρὰ τῶν ἑκατοντάρχων. | 52 Ολον δε το αφιερωθέν αυτό χρυσίον προς τον Κυριον εκ μέρους των χιλιάρχων και εκατοντάρχων ανήλθεν εις δέκα εξ χιλιάδας επτακοσίους πεντήκοντα σίκλους (εκατόν εβδομήκοντα περίπου χιλιόγραμμα). | 52 Καὶ ὁλο τὸ χρυσάφι, ποὺ προσέφεραν οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ ἑκατόνταρχοι ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὸν Κύριον, ἔφθασε τὶς δεκαέξι χιλιάδες ἑπτακοσίους πενῆντα σίκλους (16.750) (περίπου 200 κιλά). |
53 καὶ οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ ἐπρονόμευσαν ἕκαστος ἑαυτῷ. | 53 Αλλά και οι άνδρες, οι οποίοι είχον λάβει μέρος στον πόλεμον επήραν λάφυρα ο καθένας δια τον εαυτόν του. | 53 Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τὸ χρυσάφι, καὶ οἱ στρατιῶται ποὺ δὲν ἦσαν βαθμοφόροι, καὶ οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος εἰς τὸν πόλεμον, εἶχαν πάρει ἐπίσης ὁ καθένας λάφυρα διὰ τὸν ἑαυτόν του. |
54 καὶ ἔλαβε Μωυσῆς καὶ ᾿Ελεάζαρ ὁ ἱερεὺς τὸ χρυσίον παρὰ τῶν χιλιάρχων καὶ παρὰ τῶν ἑκατοντάρχων καὶ εἰσήνεγκεν αὐτὰ εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, μνημόσυνον τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἔναντι Κυρίου. | 54 Ο Μωϋσής και ο αρχιερεύς Ελεάζαρ έλαβον το χρυσίον αυτό, το αφιερωθέν εκ μέρους των χιλιάρχων και εκατοντάρχων, και το προσέφεραν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου, εις μνημόσυνον των Ισραηλιτών ενώπιον του Κυρίου. | 54 Καὶ παρέλαβαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς Ἐλεάζαρ τὸ χρυσάφι ἀπὸ τοὺς χιλιάρχους καὶ τοὺς ἑκατοντάρχους καὶ τὸ κατέθεσαν εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, ὡς ἀνάμνησιν τῆς θείας βοηθείας πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὥστε ὁ Κύριος νὰ συνεχίζῃ εἰς αὐτὸν τὴν εὐλογίαν καὶ προστασίαν του. |