Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (ΚΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ κατέλυσεν ᾿Ισραὴλ ἐν Σαττείν· καὶ ἐβεβηλώθη ὁ λαὸς ἐκπορνεῦσαι εἰς τὰς θυγατέρας Μωάβ. 1 Ο ισραηλιτικός λαός εστρατοπέδευσεν εις την περιοχήν Σαττείν. Εκεί όμως εμολύνθη, διότι εκυλίσθη εις πορνείαν με τας θυγατέρας των Μωαβιτών. 1 Μετὰ τὴν εὐλογίαν τὸν Βαλαὰμ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐστρατοπέδευσε εἰς τὴν Σαττείν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν κοιλάδα τὸν Ἰορδάνη, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Εἰς τὴν τοποθεσίαν ἐκείνην ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐμολύνθη, διότι ἔσμιξε ἐλεύθερα καὶ ἔπεσε εἰς τὴν πορνείαν μὲ τὶς θυγατέρες τῶν Μωαβιτῶν.
2 καὶ ἐκάλεσαν αὐτοὺς εἰς τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων αὐτῶν, καὶ ἔφαγεν ὁ λαὸς τῶν θυσιῶν αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. 2 Οι Μωαβίται προσεκάλεσαν τους Ισραηλίτας εις τας θυσίας των ειδώλων των. Και οι Ισραηλίται προσήλθον και έφαγον από τας θυσίας τας ειδωλολατρικάς και επροσκύνησαν τα είδωλα των Μωαβιτών. 2 Μετὰ τὶς πορνικὲς αὐτὲς σχέσεις τῶν Ἰσραηλιτῶν οἱ Μωαβῖται ἐκάλεσαν τοὺς Ἰσραηλίτες εἰς τὰ πανηγύρια καὶ τὶς εἰδωλολατρικές των θυσίες. Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἔγιναν ὁμοτράπεζοι τῶν Μωαβιτῶν καὶ ἔφαγαν ἀπὸ τὶς θυσίες των καὶ ἐπροσκύνησαν τὰ εἴδωλά των.
3 καὶ ἐτελέσθη ᾿Ισραὴλ τῷ Βεελφεγώρ· καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος τῷ ᾿Ισραήλ. 3 Ετσι δε ο Ισραηλιτικός λαός έλαβε μέρος εις τας ειδωλολατρικάς τελετάς του Βεελφεγώρ. Ο Κυριος ωργίσθη και εθυμώθη εναντίον του ισραηλιτικού λαού δια την παρανομίαν αυτήν. 3 Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔλαβε μέρος εἰς τὰ αἰσχρὰ πανηγύρια καὶ τὶς ὀργιώδεις εἰδωλολατρικὲς τελετὲς τοῦ Θεοῦ τῶν Μωαβιτῶν Βεελφεγώρ. Διὰ τοῦτο ὁ δικαιοκρίτης Θεὸς ἐθύμωσε μὲ θυμὸν μεγάλον καὶ ἐξέσπασεν ἡ θεία ὀργὴ ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν διὰ τὴν φοβερὰν παρεκτροπὴν τῆς πορνείας καὶ τῆς εἰδωλολατρίας.
4 καὶ εἶπε Κύριος τῷ Μωυσῇ· λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοὺς Κυρίῳ κατέναντι τοῦ ἡλίου, καὶ ἀποστραφήσεται ὀργὴ θυμοῦ Κυρίου ἀπὸ ᾿Ισραήλ. 4 Είπε δε προς τον Μωϋσήν· “πάρε όλους τους παραστρατήσαντας αρχηγούς του λαού και εν πλήρει ημέρα τιμώρησέ τοες παραδειγματικώς ενώπιον όλων και έτσι θα παύση η οργή μου από τον ισραηλιτικόν λαόν”. 4 Καὶ ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Πάρε ὅλους αὐτούς, ποὺ ἐμβῆκαν ἐμπρὸς σὰν ἀρχηγοὶ καὶ παρέσυραν τὸν λαὸν εἰς τὴν φοβερὰν αὐτὴν ἁμαρτίαν· πάρε ὅλους αὐτοὺς τοὺς πρωταιτίους καὶ κατ’ ἐντολὴν ἐμοῦ τοῦ Κυρίου τιμώρησέ τους παραδειγματικὰ μὲ θανατικὴν ἐκτέλεσιν καὶ κατόπιν κρέμασε καὶ ἔκθεσε τὰ σώματά τους ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια ὅλων πρὸς ἐκφοβισμὸν πρὶν δύσῃ ὁ ἥλιος, καὶ τότε θὰ σταματήσῃ ἡ ὀργὴ καὶ ὁ θυμὸς ἐμοῦ τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν».
5 καὶ εἶπε Μωυσῆς ταῖς φυλαῖς ᾿Ισραήλ· ἀποκτείνατε ἕκαστος τὸν οἰκεῖον αὐτοῦ τὸν τετελεσμένον τῷ Βεελφεγώρ. 5 Εις την εντολήν του Θεού υπακούων ο Μωϋσής είπε προς τους Ισραηλίτας· “ο καθένας σας να φονεύση τον συγγενή του, ο οποίος συμμετέσχε εις τας ειδωλαλατρικάς τελετάς του Βεελφεγώρ”. Και οι Ισραηλίται υπήκουσαν. 5 Ὁ Μωϋσῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ εἶπε πρὸς τοὺς Ἰσραηλῖτες, ποὺ δὲν παρεσύρθησαν εἰς τὴν πορνείαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν: «Ὁ καθένας σας νὰ σκοτώσῃ τὸν συγγενῆ του, τὸν ἰδικόν του, ποὺ ἔλαβε μέρος εἰς τὰ πανηγύρια καὶ ἀφιερώθη εἰς τὶς εἰδωλολατρικὲς τελετὲς τοῦ θεοῦ Βεελφεγώρ».
6 Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐλθὼν προσήγαγε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ πρὸς τὴν Μαδιανῖτιν ἐναντίον Μωυσῆ καὶ ἐναντίον πάσης συναγωγῆς υἱῶν ᾿Ισραήλ, αὐτοὶ δὲ ἔκλαιον παρὰ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. 6 Αλλά αίφνης ένας Ισραηλίτης ελθών ωδήγησε τον αδελφόν του προς μία γυναίκα Μαδιανίτιν, δια να αμαρτήση ενώπιον του Μωϋσέως και ενώπιον όλου του πλήθους των Ισραηλιτών, όταν αυτοί συντετριμμένοι δια τας αμαρτίας του λαού έκλαιον πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου. 6 Καὶ ξαφνικὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες, ἀφοῦ ἦλθε, ὠδήγησε τὸν ἀδελφόν του πρὸς μίαν γυναῖκα Μαδιανίτισσαν, διὰ νὰ ἁμαρτήσῃ μαζί της, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ Μωϋσῆ καὶ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν, τὴν ὥραν ποὺ ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν μαζεμένοι κοντὰ εἰς τὴν πόρταν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου καὶ ἔκλαιαν διὰ τὴν συμφοράν, ποὺ ἐκτύπησε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ τὴν φοβερὰν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ.
7 καὶ ἰδὼν Φινεὲς υἱὸς ᾿Ελεάζαρ υἱοῦ ᾿Ααρὼν τοῦ ἱερέως ἐξανέστη ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς καὶ λαβὼν σειρομάστην ἐν τῇ χειρὶ 7 Ο Φινεές, υιός του Ελεάζαρ, υιού του αρχιερέως Ααρών, όταν είδε την αναισχυντίαν αυτήν, ηγέρθη εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού, επήρε στο χέρι του λόγχην ακιδωτήν, 7 Ὁ Φινεές, ὁ υἱὸς τοῦ ἱερέως Ἐλεάζαρ, υἱοῦ τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών, μόλις εἶδε τὸν ἀδιάντροπον ἐκεῖνον Ἰσραηλίτην, ἄναψε ἀπὸ ἱερὰν ἀγανάκτησιν καὶ ἐσηκώθη καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν συνάθροισιν τοῦ λαοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρίσκετο καὶ αὐτός· καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε εἰς τὰ χέρια του ἕνα δόρυ (ἢ λόγχην) μὲ ἀκίδες στραμμένες πρὸς τὰ πίσω,
8 εἰσῆλθεν ὀπίσω τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ᾿Ισραηλίτου εἰς τὴν κάμινον καὶ ἀπεκέντησεν ἀμφοτέρους, τόν τε ἄνθρωπον τὸν ᾿Ισραηλίτην καὶ τὴν γυναῖκα διὰ τῆς μήτρας αὐτῆς· καὶ ἐπαύσατο ἡ πληγὴ ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ. 8 εισήλθεν εις την σκηνήν οπίσω από τον Ισραηλίτην αυτόν στον κοιτώνα του, διεπέρασε με την λόγχην και τους δύο, τον Ισραηλίτην και την γυναίκα δια της μήτρας της. Αμέσως δε έπαυσεν η εκ μέρους του Θεού τιμωρία των Ισραηλιτών. 8 ἀκολούθησε τὸν ἀδιάντροπον καὶ ἀμετανόητον ἐκεῖνον Ἰσραηλίτην εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς σκηνῆς (τὸν κοιτῶνα) καὶ ἐτρύπησε καὶ τοὺς δύο μὲ τὸ δόρυ (ἢ τὴν λόγχην)· καὶ τὸν ἄνδρα τὸν Ἰσραηλίτην καὶ τὴν Μαδιανίτισσαν γυναῖκα εἰς τὴν μήτραν της. Καὶ ἀμέσως ἐσταμάτησε τὸ θανατικὸν μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
9 καὶ ἐγένοντο οἱ τεθνηκότες ἐν τῇ πληγῇ τέσσαρες καὶ εἴκοσι χιλιάδες. 9 Ο αριθμός εκείνων, οι οποίοι εφονεύθησαν κατά την πληγήν αυτήν, έφθασε τας είκοσι τέσσαρας χιλιάδας. 9 Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἀποθάνει ἤδη ἐξ ἀφορμῆς τοῦ θανατικοῦ, ἦσαν εἴκοσι τέσσερις χιλιάδες.
10 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 10 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν· 10 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
11 Φινεὲς υἱὸς ᾿Ελεάζαρ υἱοῦ ᾿Ααρὼν τοῦ ἱερέως κατέπαυσε τὸν θυμόν μου ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ ζηλῶσαί μου τὸν ζῆλον ἐν αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐξανήλωσα τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ ζήλῳ μου. 11 “Ο Φινεές, ο υιός του Ελεάζαρ, υιού του αρχιερέως Ααρών, κατέπαυσε τον θυμόν μου εναντίον των Ισραηλιτών, διότι με ζήλον ιερόν και αγανάκτησιν ιεράν εφόνευσε τους ενόχους και έτσι δεν κατέστρεψα τους Ισραηλίτας επάνω εις την ιεράν αγανάκτησίν μου. 11 «(Ὁ Φινεές, ὁ υἱὸς τοῦ ἱερέως Ἐλεάζαρ, υἱοῦ τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών, μὲ τὴν πρᾶξιν του ἐσταμάτησε τὸν μεγάλον θυμόν μου ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ τὸ νὰ δείξῃ μεταξὺ του λαοῦ ἱερὸν ζῆλον, τὸν ὁποῖον ἄντλησε ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου ἱερὰν ἀγανάκτησιν, καὶ μὲ τὸ νὰ φονεύσῃ κατὰ τὴν κρίσιμον ὥραν τοὺς προκλητικοὺς καὶ ἀδιάντροπους. Ἔτσι κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἱερᾶς, δικαίας καὶ μεγάλης ἀγανακτήσεώς μου δὲν ἐξωλόθρευσα ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτες.
12 οὕτως εἶπον· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι αὐτῷ διαθήκην εἰρήνης, 12 Δια την θεάρεστον αυτήν διαγωγήν του, είπα· ιδού εγώ ο Θεός συνάπτω με αυτόν ένα συμβόλαιον ιδιαιτέρας ειρήνης. 12 Διὰ τοῦτο ἀνάγγειλε αὐτὴν τὴν δήλωσίν μου: Νά· ἐγὼ ὁ ἀληθινὸς καὶ αἰώνιος Θεὸς συνάπτω μὲ τὸν Φινεὲς ἰδιαίτερον συμβόλαιον εἰρηνικῶν σχέσεων μαζί του.
13 καὶ ἔσται αὐτῷ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ' αὐτὸν διαθήκη ἱερατείας αἰωνία, ἀνθ' ὧν ἐζήλωσε τῷ Θεῷ αὐτοῦ καὶ ἐξιλάσατο περὶ τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. 13 Υπόσχομαι να δώσω εις αυτόν και στους απογόνους του, έπειτα από αυτόν, παντοτεινήν την ιερωσύνην, ένεκα του γεγονότος, ότι έδειξε ζήλον υπέρ εμού του Θεού του και εξιλέωσε απέναντί μου τους Ισραηλίτας από τας αμαρτίας των”. 13 Ὑπόσχομαι νὰ δώσω εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνούς του, οἱ ὁποῖοι θὰ γεννηθοῦν μετὰ ἀπὸ αὐτόν, αἰωνίαν ἱερωσύνην· καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐφάνη ζηλωτῆς πρὸς τὸν Θεόν του καὶ ἐξιλέωσε τὸν δίκαιον θυμόν μου ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ».
14 τὸ δὲ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ᾿Ισραηλίτου τοῦ πεπληγότος, ὃς ἐπλήγη μετὰ τῆς Μαδιανίτιδος, Ζαμβρὶ υἱὸς Σαλώ, ἄρχων οἴκου πατριᾶς τῶν Συμεών· 14 Το δε όνομα του Ισραηλίτου, ο οποίος εθανατώθη μαζή με την Μαδιανίτιδα ήτο Ζαμβρί, παιδί του Σαλώ, ο οποίος ήτο άρχων από την φυλήν του Συμεών. 14 Ὁ Ἰσραηλίτης, ὁ ὁποῖος ἐθανατώθη ἀπὸ τὸν Φινεὲς μαζί μὲ τὴν Μαδιανίτισσαν, ὠνομάζετο Ζαμβρὶ καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Σαλώ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρχηγὸς τῆς φυλῆς τῶν ἀπογόνων τοῦ Συμεών·
15 καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ τῇ Μαδιανίτιδι τῇ πεπληγυίᾳ Χασβί, θυγάτηρ Σοὺρ ἄρχοντος ἔθνους ᾿Ομμώθ, οἴκου πατριᾶς ἐστι τῶν Μαδιάμ. 15 Το δε όνομα της φονευθείσης γυναικός, της Μαδιανίτιδος, ήτο Χασβί. Αυτή ήτο θυγάτηρ του Σούρ, του άρχοντος στο έθνος Ομμώθ, το οποίον ήτο φυλή των Μαδιανιτών. 15 καὶ ἡ Μαδιανίτισσα γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐθανατώθη ἀπὸ τὸν Φινεές, ὠνομάζετο Χασβὶ καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Σούρ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄρχων τοῦ ἔθνους τῶν Ὀμμώθ, ποὺ εἶναι φυλὴ τῶν Μαδιανιτῶν.
16 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λέγων· 16 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν· “ομίλησε προς τους Ισραηλίτας και ειπέ εις αυτούς. 16 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσὴν καὶ εἶπε: «Νὰ μιλήσης εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς:
17 ἐχθραίνετε τοῖς Μαδιηναίοις καὶ πατάξατε αὐτούς, 17 Να θεωρήτε πάντοτε εχθρούς τους Μαδιανίτας. Κτυπήσατέ τους, 17 Φέρεσθε πρὸς τοὺς Μαδιανῖτες ἐχθρικὰ καὶ εὑρίσκεσθε εἰς ἐμπόλεμον κατάστασιν μαζί τους· ἐπιτεθῆτε ἐναντίον τους, κτυπήσετέ τους καὶ ἐζολοθρεύσετέ τους·
18 ὅτι ἐχθραίνουσιν αὐτοὶ ὑμῖν ἐν δολιότητι, ὅσα δολιοῦσιν ὑμᾶς διὰ Φογὼρ καὶ διὰ Χασβὶ θυγατέρα ἄρχοντος Μαδιὰμ ἀδελφὴν αὐτῶν τὴν πεπληγυῖαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς πληγῆς διὰ Φογώρ. 18 διότι είναι δόλιοι εχθροί σας, όπως εφάνη εκ της δολιότητος που έδειξαν εναντίον σας εις Φογώρ και δια της Χασβί, της θυγατρός του άρχοντος των Μαδιανιτών, της αδελφής των, η οποία εφονεύθη κατά την ημέραν που ετιμωρούντο οι Ισραηλίται δια το ανοσιούργημα, το οποίον διέπραξαν εις την πόλιν Φογώρ. 18 διότι σᾶς ἐχθρεύονται καὶ σᾶς πολεμοῦν μὲ δόλον, ὁ ὁποῖος ἐφάνη μὲ τὰ ὅσα ἔκαμαν διὰ νὰ σᾶς ἀπατήσουν εἰς τὴν πόλιν Φογὼρ καὶ μὲ τὰ τεχνάσματα ποὺ ἐδολιεύθησαν ἐναντίον σας μὲ τὴν Χασβί, τὴν θυγατέρα τοῦ ἄρχοντος τῶν Μαδιανιτῶν, τὴν ἀδελφήν των, ἡ ὁποία ἐφονεύθη τὴν ἡμέραν τοῦ θανατικοῦ, ποὺ ἐξέσπασε κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν ἕνεκα τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς πορνείας, ποὺ διέπραξαν εἰς τὴν πόλιν Φογώρ».