Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Μαριὰμ καὶ ᾿Ααρὼν κατὰ Μωυσῆ, ἕνεκεν τῆς γυναικὸς τῆς Αἰθιοπίσσης ἣν ἔλαβε Μωυσῆς, ὅτι γυναῖκα Αἰθιόπισσαν ἔλαβε, | 1 Εις Ασηρώθ ωμίλησεν η Μαριάμ και ο Ααρών απρεπώς κατά του Μωϋσέως ένεκα της Αιθιοπίσσης συζύγου του, την οποίαν αυτός είχε λάβει ως σύζυγον, διότι πράγματι είχε λάβει γυναίκα Αιθιόπισσαν. | 1 Η Μαριὰμ καὶ ὁ Ἀαρὼν ἐμίλησαν ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ των Μωϋσῆ καὶ τὸν ἐκακολόγησαν, ἕνεκα τῆς Αἰθιόπισσας γυναίκας, τὴν ὁποίαν ἐνυμφευθη ὁ Μωϋσῆς· διότι εἶχε νυμφευθῆ πράγματι γυναῖκα Αἰθιόπισσαν, τὴν κόρην τοῦ ἱερέως Ἰοθόρ· |
2 καὶ εἶπαν· μὴ Μωυσῇ μόνῳ λελάληκε Κύριος; οὐχὶ καὶ ἡμῖν ἐλάλησε; καὶ ἤκουσε Κύριος. | 2 Και είπαν· “μήπως στον Μωϋσήν μόνον ωμίλησεν ο Θεός; Δεν ωμίλησε και εις ημάς;” Ηκουσεν ο Θεός αυτόν τον γογγυσμόν. | 2 καὶ εἶπαν: «Μήπως εἰς τὸν Μωϋσῆν μόνον ἐμίλησε ὁ Κύριος; Δεν ἐμίλησε ἐπίσης καὶ εἰς ἐμᾶς;» Καὶ τὰ λόγια αὐτὰ τὰ ἄκουσε ὁ Κύριος καὶ ἀνέλαβεν αὐτὸς νὰ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον εἰς τὸν Μωϋσῆν. |
3 καὶ ὁ ἄνθρωπος Μωυσῆς πραΰς σφόδρα παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς γῆς. | 3 Ο Μωϋσής όμως ήτο άνθρωπος πολύ πράος, πραότερος από όλους τους ανθρώπους που ευρίσκοντο εις την γην, και δεν εθύμωσε δι' όσα έλεγον εναντίον του οι αδελφοί του. | 3 Ἄλλα ὁ Μωϋσῆς ἦταν ἄνθρωπος πάρα πολὺ πρᾶος, πραότατος, περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν γῆν· δι’ αὐτὸ δὲν ἐθύμωσε ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν του. |
4 καὶ εἶπε Κύριος παραχρῆμα πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν καὶ Μαριάμ· ἐξέλθετε ὑμεῖς οἱ τρεῖς εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου· | 4 Ο Κυριος όμως είπεν αμέσως προς τον Μωϋσήν, τον Ααρών και την Μαριάμ· “πηγαίνετε και οι τρεις σας εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου”. | 4 Ὁ Κύριος ὅμως ἐμίλησε ἔξαφνα, εὐθὺς ἀμέσως, τὴν ἰδίαν στιγμήν, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν, εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ τὴν Μαριὰμ καὶ τοὺς εἶπε: «Ἐβγᾶτε ἀπὸ τὶς σκηνές σας καὶ πηγαίνετε καὶ οἱ τρεῖς σας εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου». |
5 καὶ ἐξῆλθον οἱ τρεῖς εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου. καὶ κατέβη Κύριος ἐν στύλῳ νεφέλης καὶ ἔστη ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐκλήθησαν ᾿Ααρὼν καὶ Μαριὰμ καὶ ἐξήλθοσαν ἀμφότεροι. | 5 Εκείνοι μετέβησαν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου. Κατέβη ο Κυριος εις νεφέλην, που είχε την μορφήν στύλου, εστάθη εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου και εκάλεσε τον Ααρών και την Μαριάμ, οι οποίοι και προσήλθον. | 5 Πράγματι ἐβγῆκαν καὶ ἐπῆγαν καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ ὁ Κύριος κατέβη καὶ ἔκαμε αἰσθητὴν τὴν παρουσίαν του εἰς τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον μὲ τὴν μορφὴν στύλου καὶ ἐστάθη εἰς τὴν πόρταν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. Καὶ ἐκλήθησαν ὁ Ἀαρὼν καὶ ἡ Μαριὰμ καὶ ἐπἡγαν καὶ οἱ δύο ἐκεῖ. |
6 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀκούσατε τῶν λόγων μου· ἐὰν γένηται προφήτης ὑμῶν Κυρίῳ, ἐν ὁράματι αὐτῷ γνωσθήσομαι καὶ ἐν ὕπνῳ λαλήσω αὐτῷ. | 6 Είπεν ο Κυριος προς αυτούς· “ακούσατε προσεκτικά τους λόγους μου· εάν κανείς από σας γίνη προφήτης Κυρίου, έγω ο Κυριος θα γίνω γνωστός και θα ομιλήσω προς αυτόν η εν οράματι η κατά τον ύπνον του. | 6 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς αὐτούς: «Ἀκοῦστε τὰ λόγια μου· ἐὰν γίνῃ κανεὶς ἀπὸ σᾶς προφήτης τοῦ Κυρίου, θὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτόν μου εἰς αὐτὸν μὲ ὀπτασίαν, ὅταν εἶναι ξύπνιος, ἢ θὰ τοῦ ὁμιλήσω μὲ ὄνειρα, ὄταν κοιμᾶται. |
7 οὐχ οὕτως ὁ θεράπων μου Μωυσῆς· ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ μου πιστός ἐστι· | 7 Δεν έγινεν όμως το ίδιον και δια τον υπηρέτην μου τον Μωϋσήν. Αυτός είναι ο έμπιστός μου δι' όλον τον ισραηλιτικόν λαόν μου. | 7 Δὲν ἔγινε ὅμως ἔτσι διὰ τὸν ὑπηρέτην μου Μωϋσῆν· αὐτὸς ἀπεδείχθη πιστὸς εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ποὺ εἶναι σπίτι ἰδικόν μου· δι’ αὐτὸ ἀπολαμβάνει ὅλην τὴν ἐμπιστοσύνην μου καὶ κατέχει κοντά μου θέσιν ἑξαρετικὰ τιμητικήν. |
8 στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ, ἐν εἴδει καὶ οὐ δι' αἰνιγμάτων, καὶ τὴν δόξαν Κυρίου εἶδε· καὶ διατί οὐκ ἐφοβήθητε καταλαλῆσαι κατὰ τοῦ θεράποντός μου Μωυσῆ; | 8 Στόμα με στόμα ωμίλησα προς αυτόν, κατά πρόσωπον και όχι με παραβολάς και σύμβολα. Αυτός είδε την δόξαν Κυρίου. Σεις διατί δεν εφοβηθήκατε να καταλαλήσετε ένα τέτοιον υπηρέτην μου, όπως είναι ο Μωϋσής;” | 8 Τοῦ ἐμίλησα ἐπάνω εἰς τὸ Σινᾶ· θὰ τοῦ ὁμιλῶ ὅμως καὶ εἰς τὸ μέλλον κατ' εὐθεῖαν, στόμα μὲ στόμα καὶ θὰ φανερώνωμαι εἰς αὐτὸν μὲ τὴν δόξαν μου, ὁλοκάθαρα, φανερά, μὲ τρόπον κατανοητὸν καὶ ὄχι μὲ σκοτεινὰ αἰνίγματα καὶ εἰκόνες. Αὐτὸς εἶδε τὴν δόξαν μου· δεν ἠμπορεῖτε νὰ συγκριθῆτε καθόλου μὲ αὐτὸν τὸν μεγάλον καὶ μοναδικὸν προφήτην. Διατὶ λοιπὸν δὲν ἐφοβηθήκατε τὴν ὀργήν μου καὶ ἐτολμήσατε νὰ κακολογήσετε αὐτόν, τὸν τόσον πιστὸν ὑπηρέτην μου Μωϋσῆν;» |
9 καὶ ὀργὴ θυμοῦ Κυρίου ἐπ' αὐτοῖς, καὶ ἀπῆλθε. | 9 Ωργίσθη και ηγανάκτησεν εναντίον αυτών ο Κυριος, και πλήρης θυμού απήλθεν. | 9 Καὶ χωρὶς ὁ Κύριος νὰ περιμένῃ νὰ ἀκούσῃ τὴν ἀπολογίαν των, ἀφῆκε νὰ ξεσπάσῃ ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή του ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικὸν σύννεφον καὶ ὁ Κύριος ἔφυγεν (ὀργισμένος καὶ οἱ δύο ἔνοχοι ἔμειναν μόνοι. |
10 καὶ ἡ νεφέλη ἀπέστη ἀπὸ τῆς σκηνῆς, καὶ ἰδοὺ Μαριὰμ λεπρῶσα ὡσεὶ χιών· καὶ ἐπέβλεψεν ᾿Ααρὼν ἐπὶ Μαριάμ, καὶ ἰδοὺ λεπρῶσα. | 10 Η νεφέλη απεμακρύνθη τότε από την Σκηνήν και ιδού η Μαριάμ εγέμισε λέπραν και έγινε λευκή ωσάν το χιόνι. Ερριψε το βλέμμα του ο Ααρών εις την Μαριάμ και την είδε γεμάτην λέπραν. | 10 Καὶ τὸ ὑπερφυσικὸν συννεφον, ὁ στῦλος, ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου· καὶ ἀμέσως ὑη Μαριὰμ ἐγέμισεν ἀπὸ λέπραν βαρυτάτης μορφῆς, ὥστε καὶ τὸ πρόσωπον καὶ τὰ χέρια της καὶ ὅλον τὸ σῶμα της νὰ γίνουν ἄσπρα καὶ εὐδιάλυτα καὶ μαλακὰ ὅπως τὸ χιόνι. Καὶ ὁ ἀδελφός της Ἀαρών, ὁ ἀρχιερεύς, ἐκύτταξε τὴν Μαριὰμ καὶ νά, αὐτὴ ἦταν γεμᾶτη ἀπὸ φοβερὰν λέπραν! |
11 καὶ εἶπεν ᾿Ααρὼν πρὸς Μωυσῆν· δέομαι, κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν, διότι ἠγνοήσαμεν καθ' ὅτι ἡμάρτομεν· | 11 Εντρομος τότε είπε προς τον Μωυσήν· “κύριε, σε παρακαλώ να μη μας αποδώση ο Θεός κατά την αμαρτίαν, την οποίαν χωρίς επίγνωσιν του βάρους της διεπράξαμεν· | 11 Καὶ ὁ Ἀαρών, γεμᾶτος λύπην καὶ φόβον διὰ τὴν ἀδελφήν του, εἶπε μὲ ταπείνωσιν καὶ συντριβὴν εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Ἀλλοίμονον, ἐγὼ ὡς παραβάτης δὲν ἔχω θάρρος νὰ ἱκετεύσω τὸν Θεόν. Δι' αὐτό, κύριέ μου, παρακάλεσέ τον σὺ καὶ καταπράϋνέ τον νὰ μὴ μᾶς τιμωρήσῃ, διότι ἀπὸ ἄγνοιαν καὶ ἀπερισκεψίαν ἐκάμαμεν μεγάλην ἁμαρτίαν |
12 μὴ γένηται ὡσεὶ ἴσον θανάτῳ, ὡσεὶ ἔκτρωμα ἐκπορευόμενον ἐκ μήτρας μητρὸς καὶ κατεσθίει τὸ ἥμισυ τῶν σαρκῶν αὐτῆς. | 12 ας μη καταντήση η Μαριάμ εξ αιτίας της λέπρας της ωσάν νεκρά, ωσάν ένα έκτρωμα, το οποίον εξέρχεται από την κοιλίαν της μητρός του παράκαιρα με φαγωμένον το ήμισυ από τας σάρκας του”. | 12 ἂς μὴ ἀποθάνῃ ἢ ἀδελφή μας Μαριὰμ καὶ ἂς μὴ γίνῃ τὸ λεπρὸν σῶμα της ὅπως τὸ ἄσπρο ἔμβρυον, ποὺ ἀπορρίχνεται σὰν ἔκτρωμα καὶ παράκαιρα ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας του, καὶ τοῦ ὁποίου οἰ μισὲς σάρκες εἶναι καταφαγωμένες καὶ σαπισμένες»: |
13 καὶ ἐβόησε Μωυσῆς πρὸς Κύριον λέγων· ὁ Θεὸς δέομαί σου, ἴασαι αὐτήν. | 13 Και ο ανεξίκακος Μωϋσής εβόησε προς τον Κυριον λέγων· “ω ! Θεέ μου ! Σε θερμοπαρακαλώ θεράπευσε αυτήν” ! | 13 Ὁ πρᾶος καὶ ἀνεξίκακος Μωϋσῆς, ποὺ ἐδοκίμασε πολλὴν θλῖψιν καὶ πόνον διὰ τὴν τιμωρίαν καὶ τὴν ἀρρώστιαν τῆς Μαριάμ, χωρὶς καθυστέρησιν ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν πρὸς τὸν Κύριον καὶ εἶπε: «Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ, θεράπευσέ την». |
14 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰ ὁ πατὴρ αὐτῆς πτύων ἐνέπτυσεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῆς, οὐκ ἐντραπήσεται ἑπτὰ ἡμέρας; ἀφορισθήτω ἑπτὰ ἡμέρας ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσεται. | 14 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “εάν ο πατέρας της την έφτυνεν στο πρόσωπον, δεν θα εντρέπετο; Και επί επτά ημέρας δεν θα έμενεν απομονωμένη λόγω εντροπής; Προς τιμωρίαν της ας απαμακρυνθή έξω από την κατασκήνωσιν επτά ημέρας και μετά ταύτα θα επανέλθη”. | 14 Ὁ εὐσπλαγχνικὸς Κύριος ἀπάντησε ἀμέσως εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ εἶπε: «Ὑπόθεσε ὅτι ὁ πατέρας της τὴν ἐμάλλωνε, τὴν ἐπέπληττε διὰ κάποιαν παρεκτροπήν της καὶ τὴν ἔφτυνε δημοσίᾳ εἰς τὸ πρόσωπον· δὲν θὰ ἐντροπιάζετο διὰ τὴν ἐπίπληξιν καὶ ἀπὸ ἐντροπὴν δὲν θὰ ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὸν πατέρα της ἑπτὰ ἡμέρες; Τώρα ποὺ ὁ Θεὸς τὴν ἐτιμώρησε καὶ ἐφανέρωσε τὴν δυσαρέσκειάν του, διὰ νὰ καταλάβῃ τὴν ἐνοχήν της καὶ μετανοήσῃ, ἂς χωρισθῇ ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες καὶ ἂς μείνῃ ἔξω καὶ μακριὰ ἀπὸ αὐτὸ χωρὶς νὰ τὴν πλησιάζῃ κανένας. Καὶ ἀφοῦ διδαχθῇ ἀπὸ τὸ πάθημά της, κατόπιν νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν ὑγιὴς εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραήλ». |
15 καὶ ἀφωρίσθη Μαριὰμ ἔξω τῆς παρεμβολῆς ἑπτὰ ἡμέρας· καὶ ὁ λαὸς οὐκ ἐξῇρεν, ἕως ἐκαθαρίσθη Μαριάμ. | 15 Και έχωρισθη η Μαριάμ και έμεινεν έξω από την κατασκήνωσιν επτά ημέρας. Ο δε λαός δεν ανεχώρησεν από την Ασηρώθ, έως ότου εκαθαρίσθη η Μαριάμ από την λέπραν. | 15 Ἔτσι ἡ Μαριὰμ ἐχωρίσθη καὶ ἔφυγεν ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες. Καὶ κατὰ τὶς ἑπτὰ ἡμέρες, ποὺ ἔμεινε χωρισμένη ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς δὲν μετεκινήθη ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, μέχρις ὅτου ἐκαθαρίσθη ἡ Μαριὰμ ἀπὸ τὴν λέπραν. |