Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ κτήνη πλῆθος ἦν τοῖς υἱοῖς Ρουβὴν καὶ τοῖς υἱοῖς Γάδ, πλῆθος σφόδρα· καὶ εἶδον τὴν χώραν ᾿Ιαζὴρ καὶ τὴν χώραν Γαλαάδ, καὶ ἦν ὁ τόπος τόπος κτήνεσι. | 1 Εις την φυλήν του Ρουβήν και του Γαδ υπήρχε πολύ μεγάλο πλήθος ζώων. Παρετήρησαν την χώραν Ιαζήρ και Γαλαάδ και είδον, ότι ο τόπος αυτός ήτο βοσκότοπος, κατάλληλος δια τα ζώα των. | 1 Οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Ρουβὴν καὶ τῆς φυλῆς τοῦ Γὰδ εἶχαν πολλὰ ζῶα, πλῆθος πολὺ μεγάλο. Ὅταν αὐτοὶ εἶδαν τὴν χώραν Ἰαζὴρ καὶ τὴν χώραν Γαλαάδ, διεπιστωσαν ὅτι ἦσαν περιοχὲς κατάλληλες διὰ βοσκὴν ζώων. |
2 καὶ προσελθόντες οἱ υἱοὶ Ρουβὴν καὶ οἱ υἱοὶ Γὰδ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν καὶ πρὸς ᾿Ελεάζαρ τὸν ἱερέα καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς λέγοντες· | 2 Προσήλθον λοιπόν εκ της φυλής Ρουβήν και Γαδ προς τον Μωϋσήν, προς τον αρχιερέα Ελεάζαρ και προς τους άρχοντας του λαού και είπον· | 2 Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Ρουβὴν καὶ τῆς φυλῆς Γάδ, ἀφοῦ ἦλθαν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τοὺς εἶπαν: |
3 ᾿Αταρὼθ καὶ Δαιβὼν καὶ ᾿Ιαζὴρ καὶ Ναμρὰ καὶ ᾿Εσεβών, καὶ ᾿Ελεαλὴ καὶ Σεβαμὰ καὶ Ναβαὺ καὶ Βαιάν, | 3 “αι πόλεις Αταρώθ, Δαιβών, Ιαζήρ, Ναμρά, Εσεβών, Ελεαλή, Σαβαμά, Ναβαύ και Βαιάν | 3 «Οἱ πόλεις Ἀταρώθ, Ἀαιβών, Ἰαζήρ, Ναμρά, Ἐσεβών, Ἐλεαλή, Σεβαμά, Ναβαῦ καὶ Βαιὰν εἶναι πόλεις ποὺ ἀνήκουν |
4 τὴν γῆν ἣν παραδέδωκε Κύριος ἐνώπιον τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, γῆ κτηνοτρόφος ἐστί, καὶ τοῖς παισί σου κτήνη ὑπάρχει. | 4 είναι εις την ανατολικώς του Ιορδάνου χώραν, την οποίαν έχει παραδώσει ο Κυριος στους Ισραηλίτας. Η χώρα αυτή είναι κτηνοτροφική, έχει βοσκότοπους. Εις ημάς δέ, τους δούλους σου, υπάρχουν ζώα”. | 4 εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνη, χώραν τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἐβοήθησε τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ κατακτήσουν· ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι βοσκότοπος, καὶ ἡμεῖς, οἱ δοῦλοι σου, ἔχομεν πολλὰ ζῶα». |
5 καὶ ἔλεγον· εἰ εὕρομεν χάριν ἐνώπιόν σου, δοθήτω ἡ γῆ αὕτη τοῖς οἰκέταις σου ἐν κατασχέσει, καὶ μὴ διαβιβάσῃς ἡμᾶς τὸν ᾿Ιορδάνην. | 5 Και προσέθεσαν αυτοί απευθυνόμενοι προς τον Μωϋσήν ειδικώτερον· “Εάν έχωμεν χάριν ενώπιόν σου, ας δοθή αυτή η χώρα ως ιδιοκτησία εις ημάς τους δούλους σου και μη θελήσης να μας διαπεράσης εκείθεν από τον Ιορδάνην”. | 5 Οἱ ἀπόγονοι τῶν φυλῶν Ρουβὴν καὶ Γὰδ ἐπρόσθεσαν ἀκόμη εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Ἐὰν εὐαρεστῆσαι, κάμε μας τὴν χάριν (ἐὰν ἔχωμεν τὴν εὔνοιάν σου καὶ εὑρήκαμεν χάριν ἐνώπιόν σου), σὲ παρακαλοῦμεν, νὰ δοθῇ ἡ περιοχὴ αὐτὴ ὡς ἰδιοκτησία εἰς ἠμᾶς τοὺς δούλους σου, καὶ μὴ μᾶς περάσῃς εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος (τὸ δυτικὸν) τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη». |
6 καὶ εἶπε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς Γὰδ καὶ τοῖς υἱοῖς Ρουβήν· οἱ ἀδελφοὶ ὑμῶν πορεύονται εἰς τὸν πόλεμον, καὶ ὑμεῖς καθήσεσθε αὐτοῦ; | 6 Ο Μωϋσής είπεν στους υιούς των φυλών Γαδ και Ρουβήν. “Οι αδελφοί σας πορεύονται στον πόλεμον και σεις θέλετε να καθήσετε ήσυχοι εδώ; | 6 Ἀλλὰ ὁ Μωυσῆς ἀπάντησε εἰς τοὺς ἀπογόνους τῆς φυλῆς Γὰδ καὶ Ρουβήν: «Οἱ ἀδελφοί σας Ἰσραηλῖται πηγαίνουν εἰς πόλεμον διὰ νὰ κατακτήσουν τὴν Χαναάν, καὶ σεῖς θὰ καθήσετε ἐδῶ ἀμέριμνοι καὶ ἀσυγκίνητοι θεαταί; |
7 καὶ ἱνατί διαστρέφετε τὰς διανοίας τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ μὴ διαβῆναι εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος δίδωσιν αὐτοῖς; | 7 Διατί με τας ιδιοτελείς αυτάς προτάσεις σας διαστρέφετε τας διαθέσεις των Ισραηλιτών και τους αποθαρρύνετε, ώστε να μη διαβούν εις την γην Χαναάν, την οποίαν ο Κυριος δίδει εις αυτούς; | 7 Καὶ διατὶ μὲ τὸ αἴτημά σας αὐτὸ ἀπογοητεύετε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τοῦ νὰ περάσῃ τὸν Ἰορδάνην καὶ νὰ φθάσῃ εἰς τὴν γῆν Χαναάν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος τοὺς δίδει ὡς κληρονομίαν; |
8 οὐχ οὕτως ἐποίησαν οἱ πατέρες ὑμῶν, ὅτε ἀπέστειλα αὐτοὺς ἐκ Κάδης Βαρνὴ κατανοῆσαι τὴν γῆν; | 8 Το ίδιο δεν έκαναν και οι πατέρες σας, όταν εγώ απέστειλα τους κατασκόπους από την περιοχήν Καδης Βαρνή, δια να κατασκοπεύσουν την χώραν και να μας πληροφορήσουν περί αυτής; | 8 Μήπως τὸ ἴδιον δὲν ἔκαμαν καὶ οἱ πατέρες σας, ὅταν τοὺς ἔστειλα ἀπὸ τὴν Κάδης - Βαρνὴ νὰ ἐξερευνήσουν τὴν Χαναὰν καὶ νὰ μᾶς πληροφορήσουν σχετικῶς; |
9 καὶ ἀνέβησαν Φάραγγα βότρυος καὶ κατενόησαν τὴν γῆν καὶ ἀπέστησαν τὴν καρδίαν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, ὅπως μὴ εἰσέλθωσιν εἰς τὴν γῆν, ἣν ἔδωκε Κύριος αὐτοῖς. | 9 Μετέβησαν αυτοί εις την “Κοιλάδα της σταφυλής”, είδον και επείσθησαν, ότι η χώρα ήτο εύφορος, αλλά επανελθόντες διέστρεψαν και απεμάκρυναν τας καρδίας των Ισραηλιτών από τον Θεόν, ώστε να μη θέλουν να εισέλθουν εις την γην, την οποίαν ο Κυριος είχεν αποφασίσει να τους δώση. | 9 Ὅταν ὅμως ἐπῆγαν εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ σταφυλιοῦ καὶ ἐξέτασαν τὴν χώραν, ἐγύρισαν πίσω καὶ ἀπεγοήτευσαν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ ἀπεμάκρυναν τὴν καρδίαν του ἀπὸ τὸν Θεόν, ὥστε νὰ μὴ θέλῃ νὰ προχωρήσῃ διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἔδωκεν ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες. |
10 καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ὤμοσε λέγων· | 10 Δι' αυτό δε και ωργίσθη πολύ ο Κυριος κατά την ημέραν εκείνην και ωρκίσθη λέγων· | 10 Δι' αὐτὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Κύριος ὠργίσθη ἐναντίον των πολὺ καὶ ὡρκίσθη καὶ εἶπε: |
11 εἰ ὄψονται οἱ ἄνθρωποι οὗτοι οἱ ἀναβάντες ἐξ Αἰγύπτου ἀπὸ εἰκοσαετοῦς καὶ ἐπάνω, οἱ ἐπιστάμενοι τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν, τὴν γῆν ἣν ὤμοσα τῷ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακώβ, οὐ γὰρ συνεπηκολούθησαν ὀπίσω μου, | 11 “Δεν θα ίδουν οι άνθρωποι αυτοί, που εξήλθον ελεύθεροι από την Αίγυπτον, όσοι είναι ηλικίας είκοσι ετών και άνω και οι οποίοι γνωρίζουν τι είναι καλόν και τι κακόν, την γην την οποίαν ωρκίσθην στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Οχι, ποτέ δεν θα την ίδουν, διότι δεν συνεμορφώθησαν προς τας εντολάς μου, δεν ηκολούθησαν τον Κυριον. | 11 Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ποὺ ἀνέβησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ εἶναι ἡλικίας εἴκοσι ἐτῶν καὶ ἄνω, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν, δὲν θὰ ἴδῃ τὴν χώραν, διὰ τὴν ὁποίαν ὠρκίσθηκα εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ· δὲν θὰ ἴδουν τὴν χώραν, διότι δὲν ἔμειναν πιστοὶ εἰς ἐμὲ καὶ δὲν μὲ ἀκολούθησαν μὲ ὅλην τὴν ψυχήν των. |
12 πλὴν Χάλεβ υἱὸς ᾿Ιεφοννὴ ὁ διακεχωρισμένος καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ Ναυή, ὅτι συνεπηκολούθησαν ὀπίσω Κυρίου. | 12 Κανείς από αυτούς δεν θα εισέλθη, πλην του Χαλεβ, του υιού Ιεφοννή, ο οποίος εξεχώρισε τον εαυτόν του από εκείνους, και του Ιησού, υιού του Ναυη, διότι οι δύο αυτοί μόνοι υπήκουσαν και ηκολούθησαν τον Κυριον. | 12 (Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ ἰδῇ καὶ δὲν θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Χαναάν) ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χάλεβ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεφοννῆ, ὁ ὁποῖος ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτοὺς καὶ δὲν συνεφώνησε μαζί των, καὶ τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ναυῆ· διότι καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ἔμειναν πιστοὶ εἰς ἐμὲ καὶ μὲ ἀκολούθησαν μὲ ὅλην τὴν ψυχήν των. |
13 καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ κατερρόμβευσεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ τεσσαράκοντα ἔτη, ἕως ἐξανηλώθη πᾶσα ἡ γενεὰ οἱ ποιοῦντες τὰ πονηρὰ ἔναντι Κυρίου. | 13 Και ωργίσθη πολύ ο Κυριος εναντίον των Ισραηλιτών και τους περιέφερε πλάνητας μέσα εις την έρημον επί τεσσαράκοντα έτη, μέχρις ότου εξωλοθρεύθη όλη εκείνη η γενεά, η οποία είχε φερθή κατά ένα τρόπον τόσον ασεβή και κακόν προς τον Κυριον ! | 13 Ἔτσι ὁ Κύριος ὠργίσθη πολὺ τότε ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ δὲν ἐπειθάρχησαν εἰς αὐτόν, καὶ τοὺς ἀνάγκασε νὰ περιπλανῶνται καὶ νὰ στριφογυρίζουν εἰς τὴν ἔρημον ἐπὶ σαράντα χρόνια, μέχρις ὅτου ἐξωντώθη ἐντελῶς ὅλη ἡ γενεά, ἡ ὁποία ἁμάρτησε καὶ ἀσέβησε τόσον πολὺ εἰς τὸν Κύριον. |
14 ἰδοὺ ἀνέστητε ἀντὶ τῶν πατέρων ὑμῶν, σύντριμμα ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, προσθεῖναι ἔτι ἐπὶ τὸν θυμὸν τῆς ὀργῆς Κυρίου ἐπὶ ᾿Ισραήλ, | 14 Και ιδού ότι τώρα αντί των πατέρων σας παρουσιασθήκατε σεις, ελεεινά κατάλοιπα ανθρώπων αμαρτωλών, δια να αυξήσετε ακόμη περισσότερον την οργήν του Κυρίου εναντίον των Ισραηλιτών. | 14 Καὶ τώρα, νά· ἀντὶ τῶν προγόνων σας παρουσιασθήκατε σεῖς, νέοι ἀπόγονοι καὶ ὑπόλοιπα ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ αὐξήσετε ἀκόμη περισσότερον τὴν μεγάλην ὀργὴν τοῦ Κυρίου ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· |
15 ὅτι ἀποστραφήσεσθε ἀπ' αὐτοῦ προσθεῖναι ἔτι καταλιπεῖν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀνομήσετε εἰς ὅλην τὴν συναγωγὴν ταύτην. | 15 Διότι σεις εάν απομακρυνθήτε τώρα από τον Θεόν, θα γίνετε αφορμή να εγκατάλειψη πάλιν ο Θεός τον λαόν εις την έρημον και σεις θα είσθε οι ένοχοι της νέας αυτής παρανομίας και τιμωρίας όλου αυτού του λαού”. | 15 διότι ἐὰν σεῖς ἀρνηθῆτε νὰ ἀκολουθήσετε τώρα τὸν Κύριον, θὰ γίνετε ἀφορμὴ νὰ ἐγκαταλείψῃ καὶ αὐτὸς ἀκόμη μίαν φορὰν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ἔρημον· ἔτσι θὰ γίνετε ὑπεύθυνοι διὰ τὴν τιμωρίαν καὶ τὴν καταστροφὴν ὅλου αὐτοῦ τοῦ λαοῦ». |
16 καὶ προσῆλθον αὐτῷ καὶ ἔλεγον· ἐπαύλεις προβάτων οἰκοδομήσομεν ὧδε τοῖς κτήνεσιν ἡμῶν καὶ πόλεις ταῖς ἀποσκευαῖς ἡμῶν, | 16 Επλησίασαν με ταπείνωσιν τον Μωϋσήν οι εκπρόσωποι των φυλών Γαδ και Ρουβήν και του είπον· “δεν θα παρακούσωμεν ημείς την εντολήν του Κυρίου να εισέλθωμεν μαζή με τους άλλους αδελφούς μας εις την γην Χαναάν. Αλλά απλώς επιθυμούμεν να κτίσωμεν εδώ μάνδρας δια τα πρόβατα και τα κτήνη μας και πόλεις δια τα παιδιά μας και τον άλλον άμαχον πληθυσμόν μας. | 16 Ἀντιπρόσωποι τῶν φυλῶν Γὰδ καὶ Ρουβὴν ἐπλησίασαν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὄχι· δὲν ἀρνούμεθα νὰ σᾶς ἀκολουθήσωμεν. Ζητοῦμεν μόνον νὰ κτίσωμεν ἐδῶ μάνδρες προβάτων διὰ τὰ ζῶα μας καὶ νὰ ὀχυρώσωμεν πόλεις διὰ τὰ μικρὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τὶς ἀποσκευές μας. |
17 καὶ ἡμεῖς ἐνοπλισάμενοι προφυλακὴν πρότεροι τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἕως ἂν ἀγάγωμεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἑαυτῶν τόπον· καὶ κατοικήσει ἡ ἀποσκευὴ ἡμῶν ἐν πόλεσι τετειχισμέναις διὰ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν. | 17 Ημείς δε οι άνδρες, όταν έλθη η στιγμή, θα οπλισθώμεν και θα προπορευθώμεν από τους άλλους Ισραηλίτας στον πόλεμον, μέχρις ότου κατακτήσωμεν την γην Χαναάν και εγκαταστήσωμεν αυτούς εις τας περιοχάς των. Ο άμαχος μόνον πληθυσμός μας θα κατοικήση εις τας εντεύθεν του Ιορδάνου τειχισμένας πόλεις, δια να είναι ασφαλής από τους κατοίκους της χώρας αυτής. | 17 Ἡμεῖς δέ, ἀφοῦ ἐξοπλισθῶμεν, θὰ προχωρήσωμεν καὶ θὰ ριψοκινδυνεύσωμεν πρῶτοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες, σὰν ἐμπροσθοφυλακή, μέχρις ὅτου τοὺς φέρωμεν εἰς τὸν τόπον των, τὴν Χαναάν. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιά μας καὶ οἱ γυναῖκες μας θὰ κατοικήσουν εἰς πόλεις ὠχυρωμένες μὲ τείχη, διὰ νὰ προφυλάσσωνται, αὐτοὶ καὶ τὰ ὑπάρχοντά μας, ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἄλλων κατοίκων τῆς περιοχῆς αὐτῆς. |
18 οὐ μὴ ἀποστραφῶμεν εἰς τὰς οἰκίας ἡμῶν, ἕως ἂν καταμερισθῶσιν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, ἕκαστος εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ· | 18 Δεν θα επιστρέψωμεν εις τας οικίας μας, μέχρις ότου νικηταί οι Ισραηλίται, και κύριοι της Χαναάν διαμοιρασθούν αυτήν και εγκατασταθούν κύριοι εις την κληρονομίαν των. | 18 Ὄχι· δὲν θὰ ἐπιστρέψωμεν εἰς τὰ σπίτια μας, μέχρις ὅτου μοιρασθοῦν καὶ ἐγκατασταθοῦν εἰς τὴν χώραν οἱ ὑπόλοιποι Ἰσραηλῖται, ὁ καθένας εἰς τὸν τόπον, ποὺ θὰ τοῦ ὁρισθῇ μὲ κλῆρον ὡς κληρονομία. |
19 καὶ οὐκέτι κληρονομήσομεν ἐν αὐτοῖς ἀπὸ τοῦ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου καὶ ἐπέκεινα, ὅτι ἀπέχομεν τοὺς κλήρους ἡμῶν ἐν τῷ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου ἐν ἀνατολαῖς. | 19 Ημείς δε καμμίαν απολύτως αξίωσιν δεν θα έχωμεν να κληρονομήσωμεν κάτι μεταξύ των άλλων Ισραηλιτών από την πέραν του Ιορδάνου Χαναάν, διότι θα έχωμεν λάβει ως κληρονομίαν μας τας ανατολικώς του Ιορδάνου περιοχάς”. | 19 Ἡμεῖς δὲ δὲν θὰ λάβωμεν πλέον κληρονομίαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Χαναάν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη, διότι ἐλάβαμε τὴν κληρονομίαν μας εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη». |
20 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Μωυσῆς· ἐὰν ποιήσητε κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο, ἐὰν ἐξοπλίσησθε ἔναντι Κυρίου εἰς πόλεμον | 20 Ο Μωϋσής είπε προς αυτούς· “εάν εκτελέσετε αυτό το οποίον υπόσχεσθε, εάν δηλαδή οπλισθήτε δια τον πόλεμον αυτόν, τον οποίον ο Κυριος έχει διατάξει | 20 Ὁ Μωϋσῆς ἀπάντησε εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους τῶν φυλῶν Ρουβὴν καὶ Γάδ: «Ἐὰν κάμετε πράγματι σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα εἴπατε, ἐὰν δηλαδὴ ἐξοπλισθῆτε καὶ λάβετε μέρος εἰς τὸν πόλεμον αὐτόν, ποὺ διέταξεν ὁ Κύριος, |
21 καὶ παρελεύσεται ὑμῶν πᾶς ὁπλίτης τὸν ᾿Ιορδάνην ἔναντι Κυρίου, ἕως ἂν ἐκτριβῇ ὁ ἐχθρὸς αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ | 21 και κάθε ένας από σας που ημπορεί να φέρη όπλα διαβή τον Ιορδάνην σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου και λάβη μέρος στον πόλεμον, έως ότου συντριβή ο εχθρός του Θεού από εμπρός του | 21 καὶ ὅλοι οἰ πολεμισταί σας προχωρήσουν καὶ διαβοῦν τὸν Ἰορδάνην σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, μέχρις ὅτου νικηθοῦν καὶ ἐξοντωθοῦν οἱ ἐχθροί του ἀπὸ ἐμπρός του, |
22 καὶ κατακυριευθῇ ἡ γῆ ἔναντι Κυρίου, καὶ μετὰ ταῦτα ἀποστραφήσεσθε, καὶ ἔσεσθε ἀθῷοι ἔναντι Κυρίου καὶ ἀπὸ ᾿Ισραήλ, καὶ ἔσται ἡ γῆ αὕτη ὑμῖν ἐν κατασχέσει ἔναντι Κυρίου. | 22 και κατακτηθή η πέραν του Ιορδάνου χώρα όπως ο Κυριος θέλει, έπειτα δε επιστρέψετε εις την χώραν που θέλετε να κατοικήσετε, τότε θα είσθε καθαροί και αθώοι απέναντι του Κυρίου και των Ισραηλιτών, και δικαιωματικώς με την ευλογίαν του Κυρίου θα είναι εις την κυριότητά σας η γη αυτή. | 22 καὶ ἡ χώρα Χαναὰν κατακτηθῇ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου, μετὰ δὲ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν, τότε θὰ εἶσθε ἀνεύθυνοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι ἐξεπληρώσατε τὶς ὑποσχέσεις σας· τότε καὶ ἡ γῆ τῆς περιοχῆς αὐτῆς θὰ εἶναι ἰδιοκτησία σας μὲ τὴν ἔγκρισιν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Κυρίου. |
23 ἐὰν δὲ μὴ ποιήσητε οὕτως, ἁμαρτήσεσθε ἔναντι Κυρίου καὶ γνώσεσθε τὴν ἁμαρτίαν ὑμῶν, ὅταν ὑμᾶς καταλάβῃ τὰ κακά. | 23 Εάν όμως τυχόν και δεν πράξετε έτσι, θα αμαρτήσετε και θα είσθε ένοχοι ενώπιον του Κυρίου και θα εννοήσετε καλά το μέγεθος της αμαρτίας σας, όταν επιπέσουν εναντίον σας αι συμφοραί, ως τιμωρία εκ μέρους του Θεού. | 23 Ἐὰν ὅμως δὲν κάμετε αὐτὰ ποὺ ὑποσχεθήκατε, τότε σᾶς προειδοποιῶ ὅτι θὰ εἶσθε ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· καὶ νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι θὰ σᾶς εὕρῃ ἡ ἁμαρτία σας, ὅταν θὰ σᾶς κτυπήσουν οἱ συμφορὲς ὡς τιμωρίες ἀπὸ τὸν Θεόν. |
24 καὶ οἰκοδομήσετε ὑμῖν αὐτοῖς πόλεις τῇ ἀποσκευῇ ὑμῶν καὶ ἐπαύλεις τοῖς κτήνεσιν ὑμῶν καὶ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν ποιήσετε. | 24 Λοιπόν, οικοδομήσατε δια τους εαυτούς σας και δια τον άμαχον πληθυσμόν πόλεις, μανδριά και σταύλους δια τα ζώα σας και όσα αυτήν την ώραν υπεσχέθητε, αυτά και θα κάμετε”. | 24 Λοιπόν· νὰ κτίσετε τὶς πόλεις σας διὰ τὶς γυναῖκες, τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ τὶς μάνδρες διὰ τὰ ζῶα σας· ἀλλὰ κάμετε καὶ αὐτά, ποὺ ἐδώσατε ὑπόσχεσιν μὲ τὸ στόμα σας ὅτι θὰ κάμετε». |
25 καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Ρουβὴν καὶ υἱοὶ Γὰδ πρὸς Μωυσῆν λέγοντες· οἱ παῖδές σου ποιήσουσι καθὰ ὁ Κύριος ἡμῶν ἐντέλλεται· | 25 Απήντησαν αι φυλαί του Ρουβήν και του Γαδ προς τον Μωϋσήν και είπον· “ημείς οι δούλοι σου, θα κάμωμεν, όπως μας διατάσσει ο Κυριος· | 25 Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Ρουβὴν καὶ τῆς φυλῆς Γὰδ εἶπαν εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Οἱ δοῦλοι σου θὰ ἐνεργήσουν σύμφωνα μὲ αὐτά, ποὺ δίδει ἐντολὴν ὁ Κύριος· |
26 ἡ ἀποσκευὴ ἡμῶν καὶ αἱ γυναῖκες ἡμῶν καὶ πάντα τὰ κτήνη ἡμῶν ἔσονται ἐν ταῖς πόλεσι Γαλαάδ, | 26 τα μεν παιδιά μας και αι γυναίκες μας και οι γέροντες και όλα τα κτήνη μας θα μείνουν εις τας πόλεις Γαλαάδ, | 26 τὰ ὑπάρχοντά μας, οἱ γυναῖκες μας καὶ τὰ μικρὰ παιδιά μας καὶ ὅλα τὰ ζῶα μας θὰ μείνουν εἰς τὶς πόλεις Γαλαάδ· |
27 οἱ δὲ παῖδές σου παρελεύσονται πάντες ἐνωπλισμένοι καὶ ἐκτεταγμένοι ἔναντι Κυρίου εἰς τὸν πόλεμον, ὃν τρόπον ὁ Κύριος λέγει. | 27 ημείς δε οι άνδρες, οι δούλοι σου, θα περάσωμεν όλοι πάνοπλοι και συντεταγμένοι ενώπιον του Κυρίου, δια να λάβωμεν μέρος στον πόλεμον, όπως ο Κυριος λέγει”. | 27 ἡμεῖς δὲ οἱ πολεμισταί, οἱ δοῦλοι σου, θὰ περάσωμεν ὅλοι ἀρματωμένοι καὶ συντεταγμένοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου διὰ νὰ πολεμήσωμεν, ὅπως ἀκριβῶς προστάζει ὁ Κύριος». |
28 καὶ συνέστησεν αὐτοῖς Μωυσῆς ᾿Ελεάζαρ τὸν ἱερέα καὶ ᾿Ιησοῦν υἱὸν Ναυὴ καὶ τοὺς ἄρχοντας πατριῶν τῶν φυλῶν ᾿Ισραήλ, | 28 Τοτε ο Μωϋσής ενώπιον των εκπροσώπων της φυλής Ρουβήν και Γαδ έδωκε σχετικώς με αυτούς οδηγίας στον Ελεάζαρ τον αρχιερέα, στον Ιησούν, υιόν του Ναυή, και στους άρχοντας των φυλών του Ισραήλ | 28 Τότε ὁ Μωϋσῆς ἔδωκε ὁδηγίες σχετικῶς μὲ τὸ ζήτημά των εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἐλεάζαρ καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς ἄρχοντες τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· |
29 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Μωυσῆς· ἐὰν διαβῶσιν οἱ υἱοὶ Ρουβὴν καὶ οἱ υἱοὶ Γὰδ μεθ' ὑμῶν τὸν ᾿Ιορδάνην, πᾶς ἐνωπλισμένος εἰς πόλεμον ἔναντι Κυρίου, καὶ κατακυριεύσητε τῆς γῆς ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ δώσετε αὐτοῖς τὴν γῆν Γαλαὰδ ἐν κατασχέσει· | 29 και είπε προς αυτούς· “εάν μεν οι άνδρες της φυλής Ρουβήν και Γαδ διαβούν μαζή σας τον Ιορδάνην ωπλισμένοι προς πόλεμον ενώπιον του Κυρίου και κατακτήσετε την απέναντί σας χώραν, θα δώσετε εις την κυριότητά των την περιοχήν Γαλαάδ. | 29 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Μωϋσῆς: «Ἐὰν οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Ρουβὴν καὶ τῆς φυλῆς Γὰδ περάσουν τὸν Ἰορδάνην μαζί σας, ὁ καθένας τους ἐξωπλισμένος καὶ συντεταγμένος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ κατακτήσετε μὲ τὴν βοήθειάν των τὴν γῆν Χαναάν, ποὺ εἶναι ἀπέναντί σας, τότε νὰ δώσετε εἰς αὐτοὺς ὡς ἰδιοκτησίαν τὴν γῆν τῆς περιοχῆς Γαλαάδ· |
30 ἐὰν δὲ μὴ διαβῶσιν ἐνωπλισμένοι μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔναντι Κυρίου, καὶ διαβιβάσετε τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν πρότερα ὑμῶν εἰς γῆν Χαναάν, καὶ συγκατακληρονομηθήσονται ἐν ὑμῖν ἐν τῇ γῇ Χαναάν. | 30 Εάν όμως δεν διαβούν μαζή με σας ωπλισμένοι εις πόλεμον ενώπιον του Κυρίου, θα μεταφέρετε εις την Χαναάν τα παιδιά και τας γυναίκας των και τα ζώα των, πριν ακόμα σεις περάσετε και θα λάβουν και αυτοί κληρονομίαν μαζή με σας εις την Χαναάν και όχι εις την Γαλαάδ”. | 30 Ἐὰν ὅμως δὲν περάσουν τὸν Ἰορδάνην ἐξωπλισμένοι μαζί σας, ἕτοιμοι νὰ πολεμήσουν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τότε θὰ περάσετε τὶς γυναῖκες, τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ τὰ ὑπάρχοντά των καὶ τὰ ζῶα των πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν γῆν Χαναάν! Καὶ θὰ πάρουν καὶ αὐτοὶ κληρονομίαν μαζί σας εἰς τὴν γῆν τῆς Χαναὰν (καὶ ὄχι εἰς τὴν Γαλαάδ)». |
31 καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ υἱοὶ Ρουβὴν καὶ οἱ υἱοὶ Γὰδ λέγοντες· ὅσα ὁ Κύριος λέγει τοῖς θεράπουσιν, οὕτω ποιήσωμεν ἡμεῖς· | 31 Οι εκπρόσωποι της φυλής του Ρουβήν και του Γαδ, απεκρίθησαν και είπν· “όσα διατάσσει ο Θεός τους δούλους του, έτσι και θα κάνωμεν. | 31 Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς φυλῆς Ρουβὴν καὶ τῆς φυλῆς Γὰδ ἀπάντησαν καὶ εἶπαν: «Ὅσα ὁ Κύριος λέγει εἰς τοὺς δούλους του, ἔτσι ἀκριβῶς θὰ κάμωμεν ἡμεῖς. |
32 διαβησόμεθα ἐνωπλισμένοι ἔναντι Κυρίου εἰς γῆν Χαναάν, καὶ δώσετε τὴν κατάσχεσιν ἡμῖν ἐν τῷ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου. | 32 Θα διαβώμεν ωπλισμένοι ενώπιον του Κυρίου εις την χώραν Χαναάν, και θα δώσετε από την κατοχήν μας την ανατολικώς του Ιορδάνου περιοχήν, που σας εζητήσαμεν”. | 32 Θὰ περάσωμεν δηλαδὴ τὸν Ἰορδάνην ἐξωπλισμένοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Χαναὰν καὶ θὰ δώσετε εἰς ἡμᾶς ὡς κληρονομίαν καὶ ἰδιοκτησίαν τὴν περιοχὴν αὐτήν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη». |
33 καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς Γὰδ καὶ τοῖς υἱοῖς Ρουβὴν καὶ τῷ ἡμίσει φυλῆς Μανασσῆ υἱῶν ᾿Ιωσήφ, τὴν βασιλείαν Σηὼν βασιλέως ᾿Αμορραίων καὶ τὴν βασιλείαν ῍Ωγ βασιλέως τῆς Βασάν, τὴν γῆν καὶ τὰς πόλεις σὺν τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, πόλεις τῆς γῆς κύκλῳ. | 33 Πράγματι ο Μωϋσής έδωκεν εις αυτούς, δηλαδή εις την φυλήν Γαδ και εις την φυλήν Ρουβήν και εις την ημίσειαν φυλήν του Μανασσή, ενός από τα παιδιά του Ιωσήφ, το βασίλειον του βασιλέως των Αμορραίων Σηών και το βασίλειον του Ωγ, βασιλέως της χώρας Βασάν· έδωκεν εις αυτούς όλας αυτάς τας χώρας και τας περιεχομένας πόλεις με τα περίχωρά των. | 33 Ἔτσι ὁ Μωϋσῆς ἐξεχώρισε καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτούς, δηλαδὴ εἰς τοὺς ἀπογόνους τῆς φυλῆς Γὰδ καὶ τῆς φυλῆς Ρουβὴν καὶ εἰς τὸ ἥμισυ τῆς φυλῆς Μανασσῆ, υἱοῦ τοῦ Ἰωσήφ, τὸ βασίλειον τοῦ Σηών, βασιλιᾶ τῶν Ἀμορραίων, καὶ τὸ βασίλειον τοῦ Ὤγ, βασιλιᾶ τῆς Βασάν, τὴν χώραν καί τὶς πόλεις, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς αὐτὴν μὲ ὅλα τὰ περίχωρά τους. |
34 Καὶ ᾠκοδόμησαν οἱ υἱοὶ Γὰδ τὴν Δαιβὼν καὶ τὴν ᾿Αταρὼθ καὶ τὴν ᾿Αροὴρ | 34 Οι άνθρωποι της φυλής του Γαδ έκτισαν την Δαιβών, την Αταρώθ, την Αροήρ, | 34 Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Γὰδ ἐπιδιώρθωσαν καὶ ἔκτισαν τὶς πόλεις Δαιβών, Ἀταρὼθ καὶ Ἀροὴρ |
35 καὶ τὴν Σοφὰρ καὶ τὴν ᾿Ιαζὴρ καὶ ὕψωσαν αὐτάς, | 35 την Σοφάρ και την Ιαζήρ, τας οποίας περιέβαλον με υψηλά τείχη· | 35 καὶ τὶς πόλεις Σοφὰρ καὶ Ἰαζὴρ καὶ τὶς ὠχύρωσαν μὲ ὑψηλὰ τείχη· |
36 καὶ τὴν Ναμρὰμ καὶ τὴν Βαιθαράν, πόλεις ὀχυρὰς καὶ ἐπαύλεις προβάτων. | 36 επίσης οικοδόμηοαν την Ναμράμ και την Βαιθαράν, πόλις οχυράς, και στάνες προβάτων. | 36 ἔκτισαν ἐπίσης τὴν Ναμρὰμ καὶ τὴν Βαιθαρὰν ὡς πόλεις ὀχυρὲς καὶ ὡς μάνδρες προβάτων. |
37 καὶ οἱ υἱοὶ Ρουβὴν ᾠκοδόμησαν τὴν ᾿Εσεβὼν καὶ ᾿Ελεάλην καὶ Καριαθὰμ | 37 Οι δε άνθρωποι της φυλής Ρουβήν έκτισαν την Εσεβών, την Ελεάλην, την Καριαθάμ, | 37 Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Ρουβὴν ἐπιδιώρθωσαν καὶ ἔκτισαν τὶς πόλεις Ἐσεβών, Ἐλεάλην καὶ Καριαθὰμ |
38 καὶ τὴν Βεελμεών, περικεκυκλωμένας, καὶ τὴν Σεβαμὰ καὶ ἐπωνόμασαν κατὰ τὰ ὀνόματα αὐτῶν τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων, ἃς ᾠκοδόμησαν. | 38 και την Βεελμεών, περιτειχισμένας, και την Σεβαμά. Εδωκαν δε εις αυτάς τας πόλεις, τας οποίας έκτισαν, τα ονόματα τα οποία και προηγουμένως είχον. | 38 καὶ Βεελμεών, ὡς πόλεις ὠχυρωμένες, καὶ τὴν Σεβαμὰ καὶ ἔδωσαν εἰς τὶς πόλεις αὐτές, ποὺ ἔκτισαν, τὰ ὀνόματα ποὺ εἶχαν καὶ προηγουμένως. |
39 καὶ ἐπορεύθη υἱὸς Μαχὶρ υἱοῦ Μανασσῆ εἰς Γαλαὰδ καὶ ἔλαβεν αὐτὴν καὶ ἀπώλεσε τὸν ᾿Αμορραῖον τὸν κατοικοῦντα ἐν αὐτῇ. | 39 Οι απόγονοι του Μαχίρ, υιού του Μανασσή, εβάδισαν κατά της Γαλαάδ, την κατέλαβον και εξόντωσαν τους Αμορραίους, οι οποίοι κατοικούσαν εκεί. | 39 Καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Μαχίρ, υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ, ἐπῆγαν εἰς τὴν Γαλαὰδ καὶ τὴν κατέλαβαν καὶ ἐξώντωσαν τοὺς Ἀμορραίους, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς αὐτήν. |
40 καὶ ἔδωκε Μωυσῆς τὴν Γαλαὰδ τῷ Μαχὶρ υἱῷ Μανασσῆ, καὶ κατῴκησεν ἐκεῖ. | 40 Ο δε Μωϋσής έδωσε την χώραν Γαλαάδ στους απογόνους του Μαχίρ, υιού του Μανασσή, οι οποίοι και εγκατεστάθησαν εκεί. | 40 Καὶ ὁ Μωϋσῆς ἔδωκε τὴν Γαλαὰδ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Μαχίρ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ, καὶ αὐτοὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ. |
41 καὶ ᾿Ιαΐρ ὁ τοῦ Μανασσῆ ἐπορεύθη καὶ ἔλαβε τὰς ἐπαύλεις αὐτῶν καὶ ἐπωνόμασεν αὐτὰς ᾿Επαύλεις ᾿Ιαΐρ. | 41 Ο Ιαΐρ, υιός και αυτός του Μανασσή εβάδισε και κατέλαβε τας αγροτικάς και κτηνοτροφικάς περιοχάς των ανθρωπων της Γαλαάδ και ωνόμασεν αυτάς, αγροτικάς κατουκίας του Ιαΐρ. | 41 Καὶ ὁ Ἰαΐρ, ἄλλος υἱὸς τοῦ Μανασσῆ, ἐπῆγε καὶ κατέλαβε τὶς ἀγροικίες τῶν νομάδων τῆς Γαλαὰδ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὲς τὸ ὄνομα «ἀγροικίες Ἰαΐρ». |
42 καὶ Ναβαὺ ἐπορεύθη καὶ ἔλαβε τὴν Καὰθ καὶ τὰς κώμας αὐτῆς καὶ ἐπωνόμασεν αὐτὰς Ναβὼθ ἐκ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. | 42 Ο δε Ναβαύ εβάδισε και κατέλαβε την Καάθ και τας κώμας της και ωνόμασεν αυτάς με το όνομά του, Ναβώθ. | 42 Ὁ Ναβαῦ δὲ ἐπῆγε καὶ κατέλαβε τὴν Καὰθ καὶ τοὺς συνοικισμούς της καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὰ τὸ νέον ὄνομα Ναβώθ, δηλαδὴ τὸ ὄνομά του. |