Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· | 1 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών λέγων· | 1 Ο Κύριος ἐμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσὴν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ εἶπε: |
2 αὕτη ἡ διαστολὴ τοῦ νόμου, ὅσα συνέταξε Κύριος λέγων· λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ καὶ λαβέτωσαν πρὸς σὲ δάμαλιν πυρρὰν ἄμωμον, ἥτις οὐκ ἔχει ἐν αὐτῇ μῶμον, καὶ ᾗ οὐκ ἐπεβλήθη ἐπ' αὐτὴν ζυγός. | 2 “ιδού, η τελετουργική διάταξις του νόμου, την οποίαν ο Κυριος έδωσε δια τους Ισραηλίτας· ειπέ στους Ισραηλίτας να πάρουν και να φέρουν εις σε μίαν ερυθρωπήν δάμαλιν, άμωμον, χωρίς κανένα σωματικόν ελάττωμα, και επάνω εις την οποίαν δεν ετέθη ζυγός. | 2 «Αὐτὴ εἶναι ἡ τελετουργικὴ διάταξις τοῦ νόμου, ποὺ ὥρισεν ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶπε: Μίλησε εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ εἰπέ τους νὰ σοῦ φέρουν μίαν δαμαλίδα ξανθὴν μὲ ἀκέραια καὶ ὑγιῆ ὅλα τὰ μέλη της, ποὺ νὰ μὴ ἔχῃ κανένα ἐλάττωμα καὶ εἰς τὴν ὁποίαν δεν ἔχει φορτωθῆ ποτὲ ζυγός. |
3 καὶ δώσεις αὐτὴν πρὸς ᾿Ελεάζαρ τὸν ἱερέα, καὶ ἐξάξουσιν αὐτὴν ἔξω τῆς παρεμβολῆς εἰς τόπον καθαρὸν καὶ σφάξουσιν αὐτὴν ἐνώπιον αὐτοῦ. | 3 Θα δώσης αυτήν προς τον Ελεάζαρ τον ιερέα μερικοί δε άνδρες θα οδηγήσουν αυτήν έξω από το στρατόπεδον, εις καθαρόν τόπον και θα την σφάξουν ενώπιον αυτού. | 3 Τὴν δαμαλίδα αὐτὴν θὰ τὴν παραδώσῃς εἰς τὸν ἱερέα Ἐλεάζαρ, καὶ ὡρισμένοι θὰ τὴν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τόπον καθαρὸν καὶ θὰ τὴν σφάζουν ἐμπρός του. |
4 καὶ λήψεται ᾿Ελεάζαρ ἀπὸ τοῦ αἵματος αὐτῆς καὶ ρανεῖ ἀπέναντι τοῦ προσώπου τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τοῦ αἵματος αὐτῆς ἑπτάκις. | 4 Ο Ελεάζαρ θα πάρη από το αίμα αυτής, θα ραντίση προς το έμπροσθεν μέρος της Σκηνής του Μαρτυρίου επτά φορές. | 4 Καὶ ὁ Ἐλεάζαρ θὰ πάρῃ μὲ τὸ δάκτυλόν του ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς σφαγμένης δαμαλίδος καὶ μὲ αὐτὸ θὰ ραντίσῃ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ἑπτὰ φορές. |
5 καὶ κατακαύσουσιν αὐτὴν ἐναντίον αὐτοῦ, καὶ τὸ δέρμα καὶ τὰ κρέα αὐτῆς καὶ τὸ αἷμα αὐτῆς σὺν τῇ κόπρῳ αὐτῆς κατακαυθήσεται. | 5 Κατόπιν δε θα καύσουν εξ ολοκλήρου αυτήν ενώπιόν του· θα καούν το δέρμα της, το κρέας, το αίμα και αυτή ακόμη η κόπρος της. | 5 Ἔπειτα Θὰ κατακαύσουν τὴν σφαγμένην δαμαλίδα ἐμπρὸς εἰς τὸν ἱερέα. Θὰ φροντίσουν δὲ ὥστε νὰ καοῦν ὅλα, καὶ τὸ δέρμα της καὶ τὸ κρέας της καὶ τὸ αἷμα της καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ κοπρία της. |
6 καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ξύλον κέδρινον καὶ ὕσσωπον καὶ κόκκινον καὶ ἐμβαλοῦσιν εἰς μέσον τοῦ κατακαύματος τῆς δαμάλεως. | 6 Θα λάβη ο ιερεύς ένα ξύλον κέδρινον, ένα κλωναράκι υσσώπου, μίαν κλωστήν κοκκίνην και θα ρίψη αυτά μέσα στο πυρ της καιομένης δαμάλεως. | 6 Καὶ θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς ξύλον ἀπὸ κέδρον καὶ κλωνάρι ἀπὸ ὕσσωπον καὶ νῆμα, ποὺ ἔχει χρῶμα βαθὺ κόκκινον, καὶ θὰ τὰ ρίξῃ εἰς τὴν φωτιὰν τῆς καιομένης ξανθῆς δαμαλίδος. |
7 καὶ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς καὶ λούσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ὕδατι καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσεται εἰς τὴν παρεμβολήν, καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ὁ ἱερεὺς ἕως ἑσπέρας. | 7 Θα πλύνη κατόπιν τα ιμάτιά του ο ιερεύς, θα λούση το σώμα του με νερό και θα εισέλθη εις την κατασκήνωσιν. Αλλά και εκεί θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 7 Κατόπιν ὁ ἱερεὺς θὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα του καὶ θὰ λούσῃ τὸ σῶμα του μὲ νερὸν καὶ ὑστέρα θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· ὁ ἱερεὺς ὅμως θὰ εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ. |
8 καὶ ὁ κατακαίων αὐτὴν πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ λούσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 8 Και ο Ισραηλίτης επίσης, ο οποίος ανέλαβε και έκαυσε την δάμαλιν, θα πλύνη τα ενδύματά του, θα λούση το σώμα του, και θα είναι πάλιν ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 8 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀνάβει τὴν φωτιὰν καὶ κατακαίει τὴν δαμαλίδα, θὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα του καὶ θὰ λούσῃ τὸ σῶμα του, θὰ εἶναι ὅμως νομικῶς ἀκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ. |
9 καὶ συνάξει ἄνθρωπος καθαρὸς τὴν σποδὸν τῆς δαμάλεως καὶ ἀποθήσει ἔξω τῆς παρεμβολῆς εἰς τόπον καθαρόν, καὶ ἔσται τῇ συναγωγῇ υἱῶν ᾿Ισραὴλ εἰς διατήρησιν, ὕδωρ ραντισμοῦ, ἅγνισμά ἐστι. | 9 Ενας δε άλλος άνθρωπος, καθαρός, θα μαζεύση την στάκτην της καείσης δαμάλεως και θα τοποθετήση αυτήν εις τόπον καθαρόν, έξω από το στρατόπεδον. Θα φυλάσσεται εκεί από τον ισραηλιτικόν λαόν, να του χρησιμεύη δια το ύδωρ του ραντισμού, θα είναι προς εξαγνισμόν, θα είναι άγνισμα. | 9 Κατόπιν ἄλλος ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι νομικῶς καθαρός, θὰ μαζεύσῃ τὴν στάχτην τῆς δαμαλίδος καὶ θὰ τὴν ἀποθέσὴ ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ εἰς τόπον καθαρόν. Ἐκεῖ θὰ φυλάσσεται ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὥστε νὰ χρησιμοποιῆται διὰ τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ· ἡ ἀνάμιξις τῆς στάχτης μὲ τὸ νερὸν θὰ χρησιμεύῃ διὰ τὸν ἑξαγνισμὸν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. |
10 καὶ ὁ συνάγων τὴν σποδιὰν τῆς δαμάλεως πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. καὶ ἔσται τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ καὶ τοῖς προσηλύτοις προσκειμένοις νόμιμον αἰώνιον. | 10 Ο άνθρωπος, που θα μαζεύση την στάκτην της δαμάλεως, θα πλύνη και αυτός τα ενδύματά του και θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. Αυτό θα είναι διάταξις παντοτεινή τόσον δια τους Ισραηλίτας όσον και δια τους ξένους, οι οποίοι μένουν μεταξύ αυτών. | 10 Καὶ αὐτὸς ποὺ μαζεύει τὴν στάχτην τῆς καμένης δαμαλίδος, πρέπει νὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα του, θὰ εἶναι δὲ νομικῶς ἀκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ. Τοῦτο θὰ εἶναι διὰ τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ τοὺς ξένους, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν μαζί των, νόμος παντοτινός, ποὺ θὰ ἰσχύῃ εἰς τοὺς αἰῶνας. |
11 ῾Ο ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος πάσης ψυχῆς ἀνθρώπου ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας· | 11 Εκείνος που θα εγγίση το σώμα νεκρού ανθρώπου, θα είναι ακάθαρτος επί επτά ημέρας. | 11 Αὐτὸς ποὺ ἐγγίζει τὸ σῶμα κάθε νεκροῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες· |
12 οὗτος ἁγνισθήσεται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ τῇ ἡμέρα τῇ ἑβδόμῃ καὶ καθαρὸς ἔσται· ἐὰν δὲ μὴ ἀφαγνισθῇ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ, οὐ καθαρὸς ἔσται. | 12 Αυτός θα καθαρισθή (δια ραντισμού) την τρίτην και την εβδόμην ημέραν, και θα είναι κατόπιν καθαρός. Εάν όμως δεν καθαρισθή την τρίτην και την εβδόμην ημέραν, δεν θα είναι καθαρός. | 12 αὐτὸς θὰ καθαρισθῇ μὲ τὴν στάχτην τῆς δαμαλίδος, ποὺ εἶναι ἀνακατεμένη μὲ νερόν, τὴν τρίτην καὶ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν καὶ μετὰ θὰ εἶναι νομικῶς καθαρός. Ἐὰν ὅμως δὲν καθαρισθῇ τὴν τρίτην καὶ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, δὲν θὰ εἶναι νομικῶς καθαρός. |
13 πᾶς ὁ ἁπτόμενος τοῦ τεθνηκότος ἀπὸ ψυχῆς ἀνθρώπου, ἐὰν ἀποθάνῃ, καὶ μὴ ἀφαγνισθῇ, τὴν σκηνὴν Κυρίου ἐμίανεν· ἐκτριβήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐξ ᾿Ισραήλ, ὅτι ὕδωρ ραντισμοῦ οὐ περιερραντίσθη ἐπ' αὐτόν, ἀκάθαρτός ἐστιν, ἔτι ἡ ἀκαθαρσία αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστι. | 13 Εκείνος ο οποίος θα εγγίση το νεκρόν σώμα οιουδήποτε ανθρώπου και δεν καθαρισθή, όπως ελέχθη ανωτέρω, εμόλυνε την Σκηνήν του Μαρτυρίου. Αυτός ο άνθρωπος θα ξερριζωθή ανάμεσα από τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι δεν ερραντίσθη με το ύδωρ του εξαγνισμού, και είναι ακάθαρτος· ο μολυσμός μένει και θα μένη εις αυτόν. | 13 Κάθε ἕνας ποὺ ἔγγιζει τὸ σῶμα νεκροῦ ἀνθρώπου (ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου ποὺ ἀπέθανε) καὶ δεν καθαρισθῇ (μὲ τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ, ποὺ ἔχει ἀναμιχθῇ μὲ τὴν στάχτην τῆς δαμαλίδος), αὐτὸς ἐμόλυνε τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρέπει νὰ ζερριζωθῇ καὶ νὰ ἑξαφανισθῇ ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι εἶναι ἀκάθαρτος, ἀφοῦ δὲν ἐρραντίσθη μὲ τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ τὸ ὁποῖον ἑξαγνίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν· ἑπομένως ἡ ἀκαθαρσία του συνεχίζει νὰ μένῃ εἰς τὴν ψυχήν του. |
14 Καὶ οὗτος ὁ νόμος· ἄνθρωπος ἐὰν ἀποθάνῃ ἐν οἰκίᾳ, πᾶς ὁ εἰσπορευόμενος εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ὅσα ἐστὶν ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἀκάθαρτα ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας. | 14 Αυτός είναι ο νόμος του καθαρισμού ειδικώτερον· εάν ένας άνθρωπος αποθάνη εις την οικίαν. Καθένας που εισέρχεται εις αυτήν και όσα υπάρχουν εις αυτήν, θα είναι ακάθαρτα επί επτά ημέρας. | 14 Εἰδικώτερον ὁ νόμος τοῦ καθαρισμοῦ εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος ἀποθνήσκῃ εἰς τὸ σπίτι (τὴν σκηνήν), τότε κάθε ἕνας, ποὺ μπαίνει εἰς τὸ σπίτι αὐτό (τὴν σκηνήν), καὶ ὄλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὸ σπίτι αὐτό (τὴν σκηνήν), θὰ εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες. |
15 καὶ πᾶν σκεῦος ἀνεῳγμένον, ὅσα οὐχὶ δεσμὸν καταδέδεται ἐπ' αὐτῷ, ἀκάθαρτά ἐστι. | 15 Καθε δοχείον ανοικτόν και όλα τα δοχεία, τα οποία δεν είναι σκεπασμένα με το κάλυμμά των, θα θεωρούνται ακάθαρτα. | 15 Καὶ κάθε δοχεῖον, ποὺ εἶναι ἀνοικτόν, καὶ ὅσα δοχεῖα δὲν ἔχουν καλύμματα δεμένα ἐπάνω τους, θὰ εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτα. |
16 καὶ πᾶς, ὃς ἐὰν ἅψηται ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου τραυματίου ἢ νεκροῦ ἢ ὀστέου ἀνθρωπίνου ἢ μνήματος, ἑπτὰ ἡμέρας ἀκάθαρτος ἔσται. | 16 Εκείνος ο οποίος θα εγγίση στο έδαφος πεδιάδος νεκρόν φονευθέντα η φυσικώς αποθανόντα η άνθρωπινον οστούν, η μνήμα, θα είναι ακάθαρτος επί επτά ημέρας. | 16 Καὶ κάθε ἕνας, ὁ ὁποῖος θὰ ἐγγίσῃ εἰς ἀνοικτὴν πεδιάδα νεκρὸν ποὺ ἐφονεύθη, ἡ νεκρὸν ποὺ ἀπέθανε μὲ φυσιολογικὸν θάνατον, ἡ κόκκαλον ἀνθρώπου, ἡ μνῆμα, θὰ εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες. |
17 καὶ λήψονται τῷ ἀκαθάρτῳ ἀπὸ τῆς σποδιᾶς τῆς κατακεκαυμένης τοῦ ἁγνισμοῦ καὶ ἐκχεοῦσιν ἐπ' αὐτὴν ὕδωρ ζῶν εἰς σκεῦος· | 17 Δια κάθε τέτοιον ακάθαρτον θα πάρουν από την προς εξαγνισμόν στάκτην της καείσης δαμάλεως θα την θέσουν εις δοχείον, που περιέχει πηγαίον ύδωρ. | 17 Δι' αὐτὸν τὸν νομικῶς ἀκάθαρτον θὰ πάρουν ἀπὸ τὴν στάχτην τοῦ καθαρισμοῦ τῆς δαμαλίδος, ποὺ ἔχει καῇ, καὶ θὰ τὴν βάλουν εἰς δοχεῖον, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ χύσουν νερὸν πηγαῖον, τρεχούμενον (ὄχι ἀπὸ πηγάδι ἡ στέρναν). |
18 καὶ λήψεται ὕσσωπον καὶ βάψει εἰς τὸ ὕδωρ ἀνὴρ καθαρός, καὶ περιρρανεῖ ἐπὶ τὸν οἶκον καὶ ἐπὶ τὰ σκεύη καὶ ἐπὶ τὰς ψυχάς, ὅσαι ἂν ὦσιν ἐκεῖ, καὶ ἐπὶ τὸν ἡμμένον τοῦ ὀστέου τοῦ ἀνθρωπίνου ἢ τοῦ τραυματίου ἢ τοῦ τεθνηκότος ἢ τοῦ μνήματος· | 18 και, άνθρωπος καθαρός θα πάρη ύσσωπον, θα βυθίση αυτόν στο ύδωρ και θα ραντίση το σπίτι και τα σκεύη και όλους τους ανθρώπους, που υπάρχουν εκεί, θα ραντίση και εκείνον που ήγγισεν ανθρώπινον οστούν η φονευμένον η φυσιολογικώς αποθανόντα η μνήμα. | 18 Καὶ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι νομικῶς καθαρός, θὰ πάρῃ κλωνάρι ἀπὸ ὕσσωπον, θὰ τὸ βουτήξῃ εἰς τὸ νερὸν τοῦτο καὶ μὲ αὐτὸ θὰ περιρραντίσῃ τὸ σπίτι (τὴν σκηνήν), τὰ σκεύη καὶ τὰ ἔπιπλα καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσοι τυχὸν εὐρεθοῦν ἐκεῖ, καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἄγγισε τὸ ἀνθρώπινον κόκκαλον, ἢ τὸν νεκρὸν ποὺ ἐφονεύθη, ἢ ποὺ ἀπέθανε μὲ φυσιολογικὸν θάνατον, ἢ τὸ μνῆμα. |
19 καὶ περιρρανεῖ ὁ καθαρὸς ἐπὶ τὸν ἀκάθαρτον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ, καὶ ἀφαγνισθήσεται τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ καὶ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ λούσεται ὕδατι καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 19 Ενας καθαρός άνθρωπος θα ραντίση τον ακάθαρτον τούτον την τρίτην ημέραν και την εβδόμην η μέραν, και κατά την εβδόμην ημέραν θα εξαγνισθή αυτός από τον μολυσμόν. Θα πλύνη τα ενδύματά του, θα λουσθή με νερό και θα είναι ακάθαρτος έως το βράδυ. | 19 Καὶ ὁ νομικῶς καθαρὸς θὰ περιρραντίσῃ τὸν νομικῶς ἀκάθαρτον τὴν τρίτην καὶ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν· καὶ αὐτὸς ποὺ ἐμολύνθη, θὰ καθαρισθῇ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν καὶ θὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα του καὶ θὰ λουσθῇ μὲ νερόν· θὰ εἶναι ὅμως νομικῶς ἀκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ. |
20 καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν μιανθῇ καὶ μὴ ἀφαγνισθῇ, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς, ὅτι τὰ ἅγια Κυρίου ἐμίανεν, ὅτι ὕδωρ ραντισμοῦ οὐ περιερραντίσθη ἐπ' αὐτόν, ἀκάθαρτός ἐστι. | 20 Ο άνθρωπος όμως, ο οποίος θα μολυνθή και δεν θα θελήση να εξαγνισθή κατά τα ανωτέρω, θα εξολοθρευθή ανάμεσα από τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι εμόλυνε τα Αγια του Θεού, δεν ερραντίσθη με το ύδωρ του εξαγνισμού και είναι ακάθαρτος. | 20 Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἐκεῖνος, ποὺ θὰ μολυνθῇ καὶ δὲν θὰ καθαρισθῇ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, πρέπει νὰ ξερριζωθῇ καὶ νὰ ἑξαφανισθῇ ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διότι ἐμόλυνεν, τὸ θυσιαστήριον καὶ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου ἐφ’ ὅσον δὲν ἐραντίσθη μὲ τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ, ποὺ ἑξαγνίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος. |
21 καὶ ἔσται ὑμῖν νόμιμον αἰώνιον· καὶ ὁ περιρραίνων ὕδωρ ραντισμοῦ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ὁ ἁπτόμενος τοῦ ὕδατος τοῦ ραντισμοῦ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας· | 21 Αυτό θα είναι παντοτεινός νόμος δια σας. Και εκείνος ο οποίος θα ραντίση τον ακάθαρτον με το ύδωρ του εξαγνισμού, θα πλύνη τα ενδύματά του. Και εκείνος ακόμη που εγγίζει το ύδωρ του ραντισμού, θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 21 Τοῦτο θὰ εἶναι διὰ σᾶς τοὺς Ἰσραηλίτες νόμος παντοτινός, ὁ ὁποῖος θὰ ἰσχύῃ εἰς τοὺς αἰῶνες. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ περιρραντίζει τὸν νομικῶς ἀκάθαρτον μὲ τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ, πρέπει νὰ πλύνῃ τὰ ροῦχα του· καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐγγίζει τὸ νερὸν τοῦ ραντισμοῦ, θὰ εἶναι νομικῶς σκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ. |
22 καὶ παντὸς οὗ ἐὰν ἅψηται αὐτοῦ ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτον ἔσται, καὶ ψυχὴ ἡ ἁπτομένη ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας. | 22 Καθε τι το οποίον θα εγγίζη ο ακάθαρτος, θα είναι ακάθαρτον· και εκείνος ακόμη που θα εγγίση τον ακάθαρτον, θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. | 22 Καὶ ὅποιον ἀντικείμενον ἢ πρόσωπον ἐγγίσῃ ὁ νομικῶς ἀκάθαρτος, θὰ γίνεται καὶ αὐτὸ νομικῶς ἀκάθαρτον. Καὶ κάθε ἕνας ποὺ θὰ ἐγγίσῃ ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι νομικῶς ἀκάθαρτος, θὰ γίνεται καὶ αὐτὸς νομικῶς ἀκάθαρτος ἕως τὸ βράδυ. |