Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ συνετελέσθη πᾶσα ἡ ἐργασία, ἣν ἐποίησε Σαλωμὼν ἐν οἴκῳ Κυρίου. καὶ εἰσήνεγκε Σαλωμὼν τὰ ἅγια Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ σκεύη καὶ ἔδωκεν εἰς θησαυρὸν οἴκου Κυρίου. 1 Ετσι δε ετελείωσεν όλον το έργον, το οποίον ο Σολομών έκαμε δια τον ναόν του Κυρίου. Ο Σολομών προσέφερεν ο,τι είχεν αφιερώσει ο πατήρ του ο Δαυίδ δια τον ναόν, δηλαδή τον άργυρον, τον χρυσόν και τα σκεύη, και παρέδωκεν όλα αυτά εις τα θησαυροφυλάκια του ναού του Κυρίου. 1 Έτσι συνεπληρώθησαν καὶ ἐτελείωσαν ὅλες οἱ ἐργασίες, τὶς ὁποῖες ἔκαμεν ὁ Σολομὼν διὰ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου. Τότε ὁ Σολομὼν μετέφερεν ὅλα τὰ ἀφιερώματα τοῦ Δαβίδ, τοῦ πατέρα του, δηλαδὴ τὸ ἀσῆμι, τὸ χρυσάφι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀντικείμενα, καὶ τὰ ἐτοποθέτησεν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου.
2 τότε ἐξεκκλησίασε Σαλωμὼν πάντας τοὺς πρεσβυτέρους ᾿Ισραὴλ καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας τῶν φυλῶν τοὺς ἡγουμένους πατριῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ ἀνενέγκαι κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου ἐκ πόλεως Δαυὶδ (αὕτη Σιών)· 2 Τοτε ο Σολομών συνεκάλεσεν εις την Ιερουσαλήμ όλους τους αρχηγούς των φυλών, τους αρχηγούς των πατριαρχικών οικογενειών του ισραηλιτικού λαού, δια να αναβιβάσουν με πομπήν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου από την πόλιν Δαυίδ (αυτή είναι η Σιών). 2 Κατόπιν ὁ Σολομὼν ἐκάλεσε καὶ συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ ὅλους τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν φυλῶν, τοὺς ἡγουμένους τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ μεταφέρουν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ (αὐτὴ εἶναι ἡ Σιών) εἰς τὸν Ναόν, τὸν ὁποῖον ἔκτισεν.
3 καὶ ἐξεκκλησιάσθησαν πρὸς τὸν βασιλέα πᾶς ᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἑορτῇ (οὗτος ὁ μὴν ἕβδομος) 3 Πράγματι συνεκεντρώθησαν όλοι οι Ισραηλίται πλησίον του βασιλέως κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας (η οποία ετελείτο κατά τον έβδομον μήνα). 3 Ἔτσι συνεκεντρώθησαν γύρω ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς κατὰ τὴν ἑορτήν (τῆς Σκηνοπηγίας), δηλαδὴ κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔτους (τὸν ἰδικόν μας Σεπτέμβριον - Ὀκτώβριον).
4 καὶ ἦλθον πάντες οἱ πρεσβύτεροι ᾿Ισραὴλ καὶ ἔλαβον πάντες οἱ Λευῖται τὴν κιβωτὸν 4 Ηλθαν, λοιπόν, όλοι οι πρεσβύτεροι του ισραηλιτικού λαού εις την Ιερουσαλήμ· και οι Λευίται επήραν εις τα χέρια των την Κιβωτόν, 4 Ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἦλθαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅλοι οἰ Λευῖται ἐσήκωσαν εἰς τὰ χέρια των τὴν Κιβωτόν·
5 καὶ ἀνήνεγκαν τὴν κιβωτὸν καὶ τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ ἅγια ἐν τῇ σκηνῇ, καὶ ἀνήνεγκαν αὐτὴν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται. 5 την Σκηνήν του Μαρτυρίου, όπως επίσης και όλα τα καθιερωμένα σκεύη που υπήρχον εις την Σκηνήν. Την Κιβωτόν ανεβίβασαν οι ιερείς, τα δε άλλα καθιερωμένα σκεύη τα ανεβίβασαν οι Λευίται. 5 καὶ μετέφεραν τὴν Κιβωτὸν καὶ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Σκηνὴν ὅλα αὐτὰ τὰ μετέφεραν μέσα εἰς τὸν Ναόν. Τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης μετέφεραν (εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων) οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι προήρχοντο ἀπὸ τοὺς Λευῖτες).
6 καὶ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν καὶ πᾶσα συναγωγὴ ᾿Ισραὴλ καὶ οἱ φοβούμενοι καὶ οἱ ἐπισυνηγμένοι αὐτῶν ἔμπροσθεν τῆς κιβωτοῦ θύοντες μόσχους καὶ πρόβατα, οἳ οὐκ ἀριθμηθήσονται καὶ οἳ οὐ λογισθήσονται ἀπὸ τοῦ πλήθους. 6 Ο βασιλεύς Σολομών και όλη η συγκέντρωσις των Ισραηλιτών και οι φοβούμενοι τον Κυριον, και όλοι οι συναχθέντες εμπρός εις την Κιβωτόν εθυσίαζον μόσχους και πρόβατα, τα οποία δια το πολύ αυτών πλήθος δεν ήτο δυνατόν να αριθμηθούν. 6 Ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν καὶ ὅλη ἡ συνάθροισις (τὸ πλῆθος) τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεὸν καὶ ὅλοι, ὅσοι εἶχαν συγκεντρωθῆ, ἐβαδιζαν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν ἱερὰν καὶ ἐπίσημον πομπὴν θυσιάζοντες μοσχάρια καὶ πρόβατα ἀναρίθμητα καὶ ἀνυπολόγιστα.
7 καὶ εἰσήνεγκαν οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου εἰς τὸν τόπον αὐτῆς, εἰς τὸ δαβὶρ τοῦ οἴκου εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὑποκάτω τῶν πτερύγων τῶν Χερουβίμ. 7 Οι ιερείς έφεραν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου στον προωρισμένον δι' αυτήν τόπον, στο δαβίρ του ναού, δηλαδή εις τα Αγια των Αγίων και την ετοποθέτησαν κάτω από τας πτέρυγας των Χερουβίμ. 7 Ὅταν ἡ πομπὴ ἔφθασεν εἰς τὸν Ναόν, οἱ ἱερεῖς ἔφεραν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐτοποθέτησαν εἰς τὴν προκαθωρισμένην θέσιν της, εἰς τὸ ἱερὸν Ἄδυτον τοῦ Ναοῦ, δηλαδὴ εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, κάτω ἀπὸ τὰ μεγάλα χρυσᾶ πτερὰ τῶν δύο Χερουβίμ.
8 καὶ ἦν τὰ Χερουβὶμ διαπεπετακότα τὰς πτέρυγας αὐτῶν ἐπὶ τὸν τόπον τῆς κιβωτοῦ, καὶ συνεκάλυπτε τὰ Χερουβὶμ ἐπὶ τὴν κιβωτὸν καὶ ἐπὶ τοὺς ἀναφορεῖς αὐτῆς ἐπάνωθεν· 8 Τα Χερουβίμ είχαν ανοικτάς τας πτέρυγάς των επάνω από την θέσιν της Κιβωτού και αυτά εκάλυπτον την Κιβωτόν και τους αναφορείς αυτής. 8 Τὰ δύο Χερουβὶμ εἶχαν ἀνοιγμένες τὶς μεγάλες φτεροῦγες των ἐπάνω ἀπὸ τὴν θέσιν, ὅπου ἦταν τοποθετημένη ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης· ἔτσι τὰ Χερουβὶμ ἐσκέπαζαν ἀπὸ ἐπάνω μὲ τὰ πτερά των τὴν Κιβωτὸν καὶ τὰ ξύλα (τοὺς μοχλούς), μὲ τὰ ὁποῖα μετεφέρετο ἡ Κιβωτός.
9 καὶ ὑπερεῖχον οἱ ἀναφορεῖς, καὶ ἐβλέποντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἀναφορέων ἐκ τῶν ἁγίων εἰς πρόσωπον τοῦ δαβίρ, οὐκ ἐβλέποντο ἔξω· καὶ ἦσαν ἐκεῖ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 9 Αυτοί οι αναφορείς ήσαν αρκετά μακροί, ώστε εφαίνοντο τα άκρα των από τα Αγια έμπροσθεν του δαβίρ, αλλ' όχι όμως και από το εξωτερικόν. Η Κιβωτός και όλα αυτά ευρίσκοντο εκεί έως αυτήν την ημέραν. 9 Τὰ ξύλα αὐτὰ ἦσαν τόσον μακρυά, ὥστε προεξεῖχαν ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν καὶ ἐφαίνοντο οἱ κεφαλές (τὰ ἄκρα) των ἀπὸ τὸν χῶρον τοῦ κυρίως Ναοῦ (τὰ Ἅγια) ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ ἱερὸν Ἄδυτον (τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων). Ἀπὸ τὸν χῶρον ὅμως ἔξω ἀπὸ τὸν Ναόν, ἀπὸ τὴν αὐλήν, δὲν ἐφαίνοντο τὰ ἄκρα τῶν μοχλῶν. Ἡ Κιβωτὸς εὑρίσκετο ἐκεῖ μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ ἐγράφετο τὸ γεγονὸς αὐτό.
10 οὐκ ἦν ἐν τῇ κιβωτῷ πλὴν δύο πλάκες, ἃς ἔθηκε Μωυσῆς ἐν Χωρήβ, ἃ διέθετο Κύριος μετὰ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ ἐξελθεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 10 Μέσα εις την Κιβωτόν δεν υπήρχον παρά αι δύο πλάκες, τας οποίας είχε τοποθετήσει ο Μωϋσής, όταν ευρίσκετο στο όρος Χωρήβ, τότε που ο Κυριος συνήψε την διαθήκην του με τον ισραηλιτικόν λαόν, μετά την έξοδον αυτών από την Αίγυπτον. 10 Μέσα εἰς τὴν Κιβωτὸν δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνον οἱ δύο λίθινες πλάκες, οἱ Θεοχάρακτες πλάκες τῆς Διαθήκης, τὶς ὅποιες εἶχε τοποθετήσει ἐκεῖ ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ. Οἱ πλάκες περιεῖχαν τὴν διαθήκην, ποὺ ἔκαμεν ὁ Θεὸς μὲ τοὺς Ἰσραηλῖτες, τότε ποὺ αὐτοὶ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔφθασαν εἰς τὸ Σινᾶ.
11 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐξελθεῖν τοὺς ἱερεῖς ἐκ τῶν ἁγίων —ὅτι πάντες οἱ ἱερεῖς οἱ εὑρεθέντες ἡγιάσθησαν, οὐκ ἦσαν διατεταγμένοι κατ' ἐφημερίαν, 11 Οι ιερείς εξήλθον από τον κυρίως ναόν από τα Αγια, όπου είχον εισέλθει και αγιασθή όλοι οι παρευρεθέντες ιερείς ανεξαρτήτως της ιερατικής τάξεως, εις την οποίαν ανήκον. 11 Τότε δὲ συνέβη τοῦτο: Μόλις οἱ ἱερεῖς ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν Ναόν (τὰ Ἅγια) - διότι εἰς αὐτὸν εἶχαν εἰσέλθει καὶ ἁγιασθῆ ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἱερεῖς, χωρὶς νὰ τηρηθῇ ἡ τάξις τῆς ἐφημερίας των, ὅπως τοὺς εἶχε κατανείμει ὁ Δαβίδ,
12 καὶ οἱ Λευῖται οἱ ψαλτῳδοὶ πάντες τοῖς υἱοῖς ᾿Ασάφ, τῷ Αἰμάν, τῷ ᾿Ιδιθοὺν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν καὶ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν, τῶν ἐνδεδυμένων στολὰς βυσσίνας, ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν νάβλαις καὶ ἐν κινύραις, ἑστηκότες κατέναντι τοῦ θυσιαστηρίου καὶ μετ' αὐτῶν ἱερεῖς ἑκατὸν εἴκοσι σαλπίζοντες ταῖς σάλπιγξι· 12 Ολοι οι Λευίται, οι οποίοι ήσαν ψάλται απόγονοι του Ασάφ, του Αιμάν, του Ιδιθούν, οι υιοί αυτών και οι αδελφοί των, ενδεδυμένοι βυσσίνους στολάς, κρατούντες εις τα χέρια των κύμβαλα, νάβλας, κινύρας, ευρίσκοντο όρθιοι ενώπιον του θυσιαστηρίου και μαζή με αυτούς ήσαν εκατόν ιερείς, οι οποίοι εσάλπιζαν με τας ιεράς σάλπχγγας. 12 καὶ οἱ Λευῖται, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ψάλται, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀσάφ, τοῦ Αἰμάν, τοῦ Ἰδιθοὺν μαζὶ μὲ τοὺς υἱοὺς καὶ τοὺς ἀδελφούς των, ντυμένοι μὲ λεπτοΰφαντες λευκὲς στολὲς ἀπὸ λευκὸν Αἰγυπτιακὸν λινάρι, μὲ τὰ κύμβαλα, τὶς νάβλες καὶ τὶς κινύρες, ἐστέκοντο ἀπέναντι (ἀνατολικά) ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἐστέκοντο καὶ ἑκατὸν εἴκοσι (120) ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐσάλπιζαν μὲ τὶς σάλπιγγες.
13 καὶ ἐγένετο μία φωνὴ ἐν τῷ σαλπίζειν καὶ ἐν τῷ ψαλτῳδεῖν καὶ ἐν τῷ ἀναφωνεῖν φωνῇ μιᾷ τοῦ ἐξομολογεῖσθαι καὶ αἰνεῖν τῷ Κυρίῳ— καὶ ὕψωσαν φωνὴν ἐν σάλπιγξι καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν ὀργάνοις τῶν ᾠδῶν καὶ ἔλεγον· ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. καὶ ὁ οἶκος ἐνεπλήσθη νεφέλης δόξης Κυρίου, 13 Καθώς δε αι σάλπιγγες αντήχησαν, και εκείνοι οι οποίοι έψαλλον, με μίαν φωνήν εδοξολογούσαν και υμνούσαν τον Κυριον. Υψωσαν τας φωνάς των με τους ήχους των σαλπίγγων και με τα κύμδαλα και με τα όργανα των οδών και έλεγαν· “δοξολογήσατε τον Κυριον, διότι είναι αγαθός και το έλεός του μένει στον αιώνα”. Κατά την στιγμήν εκείνην ο ναός εγέμισεν από ολόλαμπρον νεφέλην της δόξης του Κυρίου. 13 Καὶ ὅταν ἐσάλπισαν, ἡ ἁρμονία μεταξὺ σαλπιγκτῶν καὶ ψαλτῶν, ποὺ ἔψαλλαν ἐνωμένοι εἰς μίαν φωνήν, ἦταν τέτοια, ὥστε μόνον μία μελωδία ἡκούετο, καθὼς ἐδόξαζαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Κύριον τότε δὲ ὕψωσαν τὶς φωνὲς τῶν δοξολογιῶν καὶ εὐχαριστιῶν των μὲ τοὺς ἤχους τῶν σαλπίγγων καὶ τῶν κυμβάλων καὶ τῶν ἄλλων μουσικῶν ὀργάνων καὶ ἔλεγαν: «Δοξολογεῖτε μὲ βαθειὰ εὐγνωμοσύνην τὸν Κύριον, διότι τοῦτο εἶναι ὠφέλιμον, γλυκύ, καλὸν καὶ πρέπον· διότι πάντοτε καὶ διαρκῶς ὁ Κύριος ἐλεεῖ καὶ ἡ εὐσπλαγχνία του εἶναι ἀστείρευτος πηγὴ ἐλέους, ὥστε τὸ ἔλεός του νὰ μένῃ ἀνεξάντλητον εἰς τὸν αἰῶνα· (ἢ κατ’ ἄλλην γραφήν: Δοξολογεῖτε μὲ βαθειὰ εὐγνωμοσύνην καὶ εὐχαριστεῖτε τὸν Κύριον, διότι εἶναι ἀγαθός, διότι πάντοτε καὶ διαρκῶς ἐλεεῖ καὶ ἡ εὐσπλαγχνία του εἶναι ἀστείρευτος πηγὴ ἐλέους, ὥστε τὸ ἔλεός του νὰ μένῃ ἀνεξάντλητον εἰς τὸν αἰῶνα)». Μόλις λοιπὸν οἱ ἱερεῖς ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν Ναόν, ὁ Ναὸς τοῦ Κυρίου ἐγέμισεν ἀπὸ ὁλόλαμπρον ὑπερφυσικὴν νεφέλην, ἡ ὁποία ἐδήλωνε τὴν ἔνδοξον παρουσίαν τοῦ Κυρίου.
14 καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ ἱερεῖς τοῦ στῆναι λειτουργεῖν ἀπὸ προσώπου τῆς νεφέλης, ὅτι ἐνέπλησε δόξα Κυρίου τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ. 14 Οι δε ιερείς ήτο αδύνατον να σταθούν εκεί, δια να εκτελέσουν την υπηρεσίαν των από το φως της νεφέλης, διότι η δόξα του Κυρίου εγέμισε τον ναόν του Θεού. 14 Τὸ δὲ ἐκθαμβωτικὸν φῶς τῆς ὑπερφυσικῆς νεφέλης ἦταν τόσον ἰσχυρόν, ὥστε οἱ ἱερεῖς δὲν ἠμποροῦσαν νὰ στέκωνται ἐκεῖ μέσα καὶ νὰ ἐπιτελοῦν τὰ ἱερά των καθήκοντα, ἕνεκα τῆς νεφέλης· διότι ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ἡ ὑπερφυσικὴ καὶ ἐκθαμβωτικὴ λάμψη, ἐγέμισε τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ.