Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο μετὰ εἴκοσιν ἔτη, ἐν οἷς ᾠκοδόμησε Σαλωμὼν τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, 1 Μετά παρέλευσιν είκοσιν ετών, κατά τα οποία ο Σολομών οικοδόμησε τον ναόν του Κυρίου και το ιδικόν του ανάκτορον, 1 Συνέβη δὲ τοῦτο: Εἰς τὸ τέλος τῶν εἴκοσι ἐτῶν, ποὺ ἐχρειασθησαν εἰς τὸν Σολομῶντα διὰ νὰ κτίσῃ τὸν Ναὸν τὸν Κυρίου καὶ τὸ βασιλικὸν τοῦ ἀνάκτορον,
2 καὶ τὰς πόλεις, ἃς ἔδωκε Χιρὰμ τῷ Σαλωμών, ᾠκοδόμησεν αὐτὰς Σαλωμών καὶ κατῴκισεν ἐκεῖ τοὺς υἰοὺς ᾿Ισραήλ. 2 ωχύρωοεν ο Σολομών τας πόλεις, τας οποίας έδωκεν εις αυτόν ο Χιράμ, και εγκατέστησεν εκεί τους Ισραηλίτας. 2 ὁ Σολομὼν ἔκτισε καὶ πάλιν τὶς πόλεις, τὶς ὁποῖες τοῦ ἔδωκεν ὁ Χιράμ, καὶ ἐγκατέστησεν ἐκεῖ τοὺς Ἰσραηλῖτες·
3 καὶ ἦλθε Σαλωμὼν εἰς Βαισωβὰ καὶ κατίσχυσεν αὐτήν. 3 Ο Σολομών επήλθεν εναντίον της Βαισωβά και την εκυρίευσε. 3 ἐπίσης ὠργάνωσεν ἐκστρατείαν ἐναντίον τῆς Βαισωβὰ καὶ τὴν κατέλαβεν.
4 καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Θοεδμὸρ ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πάσας τὰς πόλεις τὰς ὀχυράς, ἃς ᾠκοδόμησεν ἐν ῾Ημάθ. 4 Ανοικοδόμησε την Θοεδμόρ εις την έρημον και όλας τα οχυράς πόλεις, τας οποίας έκτισεν εις την περιοχήν Ημάθ. 4 Ἐπίσης ὁ Σολομὼν ἀνοικοδόμησε τὴν Θοεδμόρ (μετέπειτα Παλμύραν) εἰς τὴν ἔρημον καὶ ὅλες τὶς ὀχυρὲς πόλεις, τὶς ὁποῖες ἔκτισεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν Ἡμάθ.
5 καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Βαιθωρὼν τὴν ἄνω καὶ τὴν Βαιθωρὼν τὴν κάτω, πόλεις ὀχυράς, τείχη, πύλαι καὶ μοχλοί, 5 Οικοδόμησε την άνω Βαιθωρών και την κάτω Βαιθωρών, πόλεις οχυράς, με τείχη και θύρας και μοχλούς. 5 Ἐπίσης ἀνοικοδόμησε καὶ ὠχύρωσε τὴν ἄνῳ Βαιθωρὼν καὶ τὴν κάτω Βαιθωρών, πόλεις ὀχυρές, οἱ ὁποῖες εἶχαν τείχη, πύλες (διπλές) καὶ μοχλούς.
6 καὶ τὴν Βααλὰθ καὶ πάσας τὰς πόλεις τὰς ὀχυράς, αἳ ἦσαν τῷ Σαλωμών, καὶ πάσας τὰς πόλεις τῶν ἁρμάτων καὶ τὰς πόλεις τῶν ἱππέων καὶ ὅσα ἐπεθύμησε Σαλωμὼν κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ οἰκοδομῆσαι ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. 6 Επίσης την Βααλάθ και όλας τας άλλας οχυράς πόλεις, αι οποίαι ανήκον εις αυτόν. Επίσης έκτισεν οχυράς όλας τας πόλεις, όπου ευρίσκοντο τα πολεμικά του άρματα, και τας πόλστου ιππικού του. Γενικώς ο Σολομών έφερεν εις πέρας όλα όσά επεθύμησε να ανοικοδομήση εις την Ιερουσαλήμ, στον Λιβανον και καθ' όλην την έκτασιν του βασιλείου του. 6 Ἐπίσης τὴν Βααλὰθ καὶ ὅλες τὶς ὀχυρὲς πόλεις, οἱ ὁποῖες ἀνῆκαν εἰς τὸν ἰδιον, τὸν Σολομῶντα. Ἐπίσης καὶ ὅλες τὶς πόλεις, εἰς τὶς ὁποῖες ἐστάθμευαν τὰ πολεμικά του ἅρματα, καὶ τὶς πόλεις, ὅπου ἐστάθμευαν οἱ ἱππεῖς του. Γενικῶς ὁ Σολομὼν ἔφερεν εἰς πέρας ὅλα, ὅσα ἐσχεδίασε καὶ ἐπεθύμησε νὰ κτίσῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὸν Λίβανον καὶ εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν τοῦ βασιλείου του.
7 πᾶς ὁ λαὸς ὁ καταλειφθεὶς ἀπὸ τοῦ Χετταίου καὶ τοῦ ᾿Αμορραίου καὶ τοῦ Φερεζαίου καὶ τοῦ Εὐαίου καὶ τοῦ ᾿Ιεβουσαίου, οἳ οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ ᾿Ισραήλ, 7 Ολον δε τον λαόν, ο οποίος απέμεινεν από τους Χετταίους, τους Αμορραίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους, που δεν ήσαν Ισραηλίται, 7 Ὅλους δὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὑπελείφθησαν ἀπὸ τοὺς Χετταίους, τοὺς Ἀμορραίους, τοὺς Φερεζαίους, τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν Ἰσραηλῖται,
8 ἀλλ' ἦσαν ἐκ τῶν υἱῶν αὐτῶν τῶν καταλειφθέντων μετ' αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ, οὓς οὐκ ἐξωλόθρευσαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, καὶ ἀνήγαγεν αὐτοὺς Σαλωμὼν εἰς φόρον ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 8 αλλ' ήσαν απόγονοι των υπολειφθέντων λαών της Παλαιστίνης, τους οποίους οι Ισραηλίται δεν εξωλόθρευσαν, ο Σολομών τους κατέστησε φόρου υποτελείς μέχρι της ημέρας αυτής. 8 ἀλλ’ ἦσαν ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐκείνων λαῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιζήσει, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐξωλόθρευσαν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅλους αὐτοὺς ὁ Σολομὼν τοὺς ἔκαμε φόρου ὑποτελεῖς μέχρι τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.
9 καὶ ἐκ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ οὐκ ἔδωκε Σαλωμὼν εἰς παῖδας τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ, ὅτι αὐτοὶ ἄνδρες πολεμισταὶ καὶ ἄρχοντες καὶ δυνατοὶ καὶ ἄρχοντες ἁρμάτων καὶ ἱππέων. 9 Από τους Ισραηλίτας κανένα δεν έκαμεν ο Σολομών δούλον δια τα έργα του καθ' όλην την έκτασιν της βασιλείας του, διότι οι Ισραηλίται ήσαν οι πολεμισταί, οι άρχοντες οι ισχυροί, οι διοικηταί των πολεμικών αρμάτων του και του ιππικού του. 9 Ὁ Σολομὼν δὲν ἔκαμε δούλους ἢ ἐργάτες καταναγκαστικῶν ἔργων εἰς τὸ βασιλειόν του κανένα ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες, διότι οἱ Ἰσραηλῖται ἦσαν στρατιῶται καὶ ἀξιωματικοὶ καὶ ἰσχυροὶ καὶ διοικηταὶ πολεμικῶν ἁρμάτων καὶ ἱππικοῦ.
10 καὶ οὗτοι ἄρχοντες τῶν προστατῶν βασιλέως Σαλωμών· πεντήκοντα καὶ διακόσιοι ἐργοδιωκτοῦντες ἐν τῷ λαῷ. 10 Από αυτούς αρχηγοί της φρουράς, τους οποίους είχεν ο βασιλεύς Σολομών, ήσαν διακόσιοι πεντήκοντα, που είχαν ως καθήκον να εποπτεύουν επί του λαού δια την εκτέλεσιν έργων. 10 Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ἐπιστατῶν τοῦ βασιλιᾶ Σολομῶντος ἦσαν διακόσιοι πενῆντα (250)· αὐτοὶ ἦσαν ἐπόπται, οἱ ὁποῖοι ἐπέβλεπαν τοὺς ἐπιστάτες τῶν ἐργατῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπησχολοῦντο εἰς τὰ ἔργα τοῦ Σολομῶντος.
11 Καὶ τὴν θυγατέρα Φαραὼ ἀνήγαγε Σαλωμὼν ἐκ πόλεως Δαυὶδ εἰς τὸν οἶκον, ὃν ᾠκοδόμησεν αὐτῇ, ὅτι εἶπεν· οὐ κατοικήσει ἡ γυνή μου ἐν πόλει Δαυὶδ τοῦ βασιλέως ᾿Ισραήλ, ὅτι ἅγιός ἐστιν οὗ εἰσῆλθεν ἐκεῖ κιβωτὸς Κυρίου. 11 Ο Σολομών μετέφερε την σύζυγόν του, θυγατέρα του Φαραώ, από την πόλιν Δαυίδ στο ανάκτορον, το οποίον έκτισεν δι' αυτήν, διότι είχεν είπει· “η σύζυγός μου δεν επιτρέπεται να παραμένη εις την πόλιν του Δαυίδ, του βασιλέως του ισραηλιτικού λαού, διότι ο τόπος εκείνος είναι άγιος, επειδή εις αυτόν εισήλθεν η Κιβωτός του Κυρίου”. 11 Ὁ Σολομὼν ὠδήγησε τὴν θυγατέρα τοῦ Φαραὼ (ποὺ εἶχε νυμφευθῆ) ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Δαβὶδ εἰς τὸ ἀνάκτορον, τὸ ὁποῖον ἔκτισε δι’ αὐτήν, διότι εἶπε: «Δὲν πρέπει νὰ κατοικήσῃ ἡ σύζυγός μου εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, τοῦ βασιλιᾶ του Ἰσραήλ, διότι ὁ τόπος ἐκεῖνος εἶναι (ἔχει γίνει) ἅγιος, ἐπειδὴ ἐμπῆκε εἰς αὐτὸν καὶ ἐγκατεστάθη ἡ Κιβωτὸς τοῦ Κυρίου».
12 Τότε ἀνήνεγκε Σαλωμὼν ὁλοκαυτώματα τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ᾠκοδόμησε Κυρίῳ ἀπέναντι τοῦ ναοῦ, 12 Τοτε ο Σολομών προσέφερε προς τον Κυριον ολοκαυτώματα επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, το οποίον αυτός είχεν οικοδομήσει προς τιμήν του Κυρίου απέναντι του ναού. 12 Τότε ὁ Σολομὼν προσέφερε θυσίες ὁλοκαυτωμάτων εἰς τὸν Κύριον, ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον ἔκτισε διὰ τὸν Κύριον, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἴσοδον τοῦ Ναοῦ (τὸν πρόναον).
13 κατὰ τὸν λόγον ἡμέρας ἐν ἡμέρᾳ τοῦ ἀναφέρειν κατὰ τὰς ἐντολὰς Μωυσῆ ἐν τοῖς σαββάτοις καὶ ἐν τοῖς μησὶ καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς τρεῖς καιροὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν ἀζύμων καὶ ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν ἑβδομάδων καὶ ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν σκηνῶν. 13 Καθε ημέραν προσέφερε θυσίας, σύμφωνα με όσα είχε διατάξει ο Μωυσής να προσφέρωνται, όπως επίσης και κατά τα Σαββατα, την πρώτην εκάστου μηνός, κατά τας τρεις μεγάλας εορτάς του έτους, δηλαδή κατά το Πασχα, κατά την Πεντηκοστήν και κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας. 13 Προσέφερε δὲ τὶς θυσίες σύμφωνα μὲ ὅ,τι καὶ ὅσα εἶχε διατάξει ὁ Μωϋσῆς σχετικῶς μὲ τὴν καθημερινὴν προσφορὰν θυσιῶν, (ὅπως ἐπίσης καί) κατὰ τὰ Σάββατα, τὴν πρώτην κάθε νέου μηνὸς καὶ κατὰ τὶς τρεῖς μεγάλες ἐτήσιες ἐορτές, δηλαδὴ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων (=Πάσχα), τὴν ἑορτὴν τῶν Ἑβδομάδων (=Πεντηκοστῆς) καὶ τὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας.
14 καὶ ἔστησε κατὰ τὴν κρίσιν Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὰς διαιρέσεις τῶν ἱερέων, κατὰ τὰς λειτουργίας αὐτῶν, καὶ οἱ Λευῖται ἐπὶ τὰς φυλακὰς αὐτῶν τοῦ αἰνεῖν καὶ λειτουργεῖν κατέναντι τῶν ἱερέων κατὰ τὸν λόγον ἡμέρας ἐν τῇ ἡμέρᾳ, καὶ οἱ πυλωροὶ κατὰ τὰς διαιρέσεις αὐτῶν εἰς πύλην καὶ πύλην, ὅτι οὕτως ἐντολαὶ Δαυὶδ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. 14 Καθώρισεν επίσης ο Σολομών, όπως είχε διατάξει ο πατήρ του ο Δαυίδ, και τας τάξεις των ιερέων και τας υπηρεσίας αυτών, τους Λευίτας εις τας υπηρεσίας των να υμνούν τον Θεόν και να υπηρετούν ενώπιον των ιερέων εκάστην ημέραν, όπως ο Νομος ώριζε. Καθώρισεν επίσης και τους θυρωρούς κατά τάξεις δια κάθε πύλην. Αυτά δε όλα έγιναν έτσι, διότι τέτοιες εντολές είχε δώσει ο Δαυίδ ο άνθρωπος του Θεού. 14 Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ ὅσα εἶχεν ὁρίσει ὁ Δαβίδ, ὁ πατέρας του, ὠργάνωσε καὶ καθώρισε τὶς τάξεις τῶν ἱερέων εἰς τὰ καθημερινά των καθήκοντα καὶ τὶς τάξεις τῶν Λευϊτῶν εἰς τὰ ἔργα τῆς ὑμνωδίας των καὶ τῆς ὑπηρεσίας καὶ βοηθείας, ποὺ ἔπρεπε νὰ προσφέρουν κάθε ἡμέραν εἰς τοὺς ἱερεῖς (ὅπως ὥριζεν ὁ Νόμος). Ἐπίσης καθώρισε τὶς τάξεις τῶν θυρωρῶν διὰ τὴν κάθε πύλην. Αὐτὰ ὠργανώθησαν, διότι ἔτσι εἶχε διατάξει καὶ καθορίσει ὁ Δαβίδ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
15 οὐ παρῆλθον τὰς ἐντολὰς τοῦ βασιλέως περὶ τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν εἰς πάντα λόγον καὶ εἰς τοὺς θησαυρούς. 15 Δεν παρέβησαν τας εντολάς του βασιλέως εις ο,τι ανεφέρετο στους ιερείς, και τους Λευίτας και εις ο,τι απέβλεπεν εις την περιφρούρησιν των θησαυρών του ναού. 15 Καμμίαν παρέκκλισιν δὲν ἔκαμαν ἀπὸ ὅσα διέταξεν ὁ βασιλιᾶς σχετικῶς μὲ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς Λευῖτες καὶ μὲ αὐτὰ ἀκόμη τὰ θησαυροφυλάκια, ὅπου ἐφυλάσσοντο οἱ ἱεροὶ θησαυροί.
16 καὶ ἡτοιμάσθη πᾶσα ἡ ἐργασία, ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐθεμελιώθη, ἕως οὗ ἐτελείωσε Σαλωμὼν τὸν οἶκον Κυρίου. 16 Ετσι ετακτοποιήθη και ήλθεν εις πέρας κάθε εργασία από την ημέραν, κατά την οποίαν ο Σολομών εθεμελίωσε τον ναόν του Κυρίου, μέχρις ότου τον απεπεράτωσε. 16 Ἔτσι ὠλοκληρώθησαν ὅλα τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ὁ Σολομὼν ἀνέλαβεν ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐθεμελιώθη ὁ Ναὸς τοῦ Κυρίου, μέχρι τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐτελείωσε.
17 Τότε ᾤχετο Σαλωμὼν εἰς Γασιὼν Γαβὲρ καὶ εἰς τὴν Αἰλὰθ τὴν παραθαλασσίαν ἐν γῇ ᾿Ιδουμαίᾳ. 17 Τοτε ο Σολομών ανεχώρησεν εις την Γασιών Γαβέρ και εις την Αιλάθ, πόλεις παρά την θάλασσαν εις την χώραν της Ιδουμαίας. 17 Τότε ὁ Σολομὼν ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γασιών - Γαβὲρ καὶ εἰς τὴν Αἰλάθ, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὰ παράλια τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης· καὶ οἱ δύο αὐτὲς πόλεις εὑρίσκονται εἰς τὰ νότια τῆς χώρας τῆς Ἰδουμαίας.
18 καὶ ἀπέστειλε Χιρὰμ ἐν χειρὶ παίδων αὐτοῦ πλοῖα καὶ παῖδας εἰδότας θάλασσαν, καὶ ᾤχοντο μετὰ τῶν παίδων Σαλωμὼν εἰς Σωφιρὰ καὶ ἔλαβον ἐκεῖθεν τετρακόσια καὶ πεντήκοντα τάλαντα χρυσίου καὶ ἦλθον πρὸς τὸν βασιλέα Σαλωμών. 18 Ο Χιράμ έστειλεν στον Σολομώντα δια των ανθρώπων του πλοία και δούλους, οι οποίοι εγνώριζαν την θάλασσαν και την ναυτικήν τέχνην. Αυτοί μαζή με τους ανθρώπους του Σολομώντος μετέβησαν εις Σωφιρά· από εκεί επήραν τετρακόσια πεντήκοντα χρυσά τάλαντα και επανήλθαν στον βασιλέα τον Σολομώντα. 18 Ὁ δὲ Χιρὰμ ἔστειλεν εἰς τὸν Σολομῶντα δι’ ἀντιπροσώπου του πλοῖα, καθὼς καὶ πεπειραμένους ναῦτες. Αὐτοί, μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες τοῦ Σολομῶντος, ἔπλευσαν εἰς τὴν Σωφιρὰ καὶ παρέλαβαν ἀπὸ ἐκεῖ τετρακόσια πενῆντα (450) τάλαντα χρυσάφι καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Σολομῶντα.