Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἦλθε Ροβοὰμ εἰς Συχέμ, ὅτι εἰς Συχὲμ ἤρχετο πᾶς ᾿Ισραὴλ βασιλεῦσαι αὐτόν. 1 Ο Ροβοάμ μετέβη εις την Συχέμ, διότι εις την Συχέμ θα ήρχοντο και όλοι οι Ισραηλίται να τον ανακηρύξουν βασιλέα. 1 Ο Ροβοὰμ ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν Συχέμ, διότι εἰς τὴν Συχὲμ εἶχε συγκεντρωθῆ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς διὰ νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιᾶ.
2 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ῾Ιεροβοὰμ υἱὸς Ναβάτ —καὶ αὐτὸς ἐν Αἰγύπτῳ, ὡς ἔφυγεν ἀπὸ προσώπου Σαλωμὼν τοῦ βασιλέως καὶ κατῴκησεν ῾Ιεροβοὰμ ἐν Αἰγύπτῳ— καὶ ἀπέστρεψεν ῾Ιεροβοὰμ ἐξ Αἰγύπτου. 2 Το γεγονός αυτό επληροφορήθη ο Ιεροβοάμ, ο υιός του Ναβάτ- αυτός ο Ιεροβοάμ ευρίσκετο εις την Αίγυπτον, φεύγων από το πρόσωπον του Σολομώντος, εκεί εις την Αίγυπτον είχεν εγκατασταθή- Οταν δε έμαθε τον θάνατον του Σολομώντος επέστρεψεν από την Αίγυπτον εις την πατρίδα του. 2 Τότε δὲ συνέβη τοῦτο: Μόλις ἐπληροφορήθη τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Ἱεροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Ναβάτ - ὁ Ἱεροβοὰμ εὑρίσκετο εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὅπου εἶχεν ἀποδράσει διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ Σολομῶντος, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν φονεύσῃ, καὶ ἔτσι ὁ Ἱεροβοὰμ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Αἴγυπτον - ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα του.
3 καὶ ἀπέστειλαν καὶ ἐκάλεσαν αὐτόν, καὶ ἦλθεν ῾Ιεροβοὰμ καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία ᾿Ισραὴλ πρὸς Ροβοὰμ λέγοντες· 3 Οι Ισραηλίται έστειλαν ανθρώπους και τον προσεκάλεσαν. Ο Ιεροβοάμ και όλη η συγκέντρωσις των Ισραηλιτών ήλθον εις την Συχέμ και ειπόν προς τον Ροβοάμ· 3 Τότε (ἀπεσταλμένοι τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ) ἐπῆγαν καὶ τὸν ἐκάλεσαν εἰς τὴν Συχέμ. Ὁ Ἱεροβοὰμ ἦλθεν ἐκεῖ, ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται. Ἔτσι ὁ Ἱεροβοὰμ καὶ ὅλη ἡ συνάθροισις τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν Συχὲμ ἐμίλησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Ροβοὰμ καὶ τοῦ εἶπαν:
4 ὁ πατήρ σου ἐσκλήρυνε τὸν ζυγὸν ἡμῶν, καὶ νῦν ἄφες ἀπὸ τῆς δουλείας τοῦ πατρός σου τῆς σκληρᾶς καὶ ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ αὐτοῦ τοῦ βαρέος, οὗ ἔδωκεν ἐφ' ἡμᾶς, καὶ δουλεύσομέν σοι. 4 “ο πατήρ σου είχε καταστήσει σκληρόν και βαρύν τον ζυγόν της φορολογίας του εις ημάς. Αλάφρωσε συ τώρα την σκληράν αυτήν δουλείαν του πατρός σου, κάμε ελαφρότερον τον βαρύν ζυγόν, τον οποίον επέβαλεν εις ημάς. Ημείς δε θα είμεθα δούλοι εις σέ”. 4 «Ὁ πατέρας σου μᾶς μετεχειρίσθη μὲ σκληρότητα καὶ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας δυσβάστακτον φορτίον φορολογίας· τώρα λοιπόν, σὲ παρακαλοῦμεν, κάμε ἐλαφρότερη τὴν σκληρὴ αὐτὴν δουλείαν τοῦ πατέρα σου καὶ τὸ βαρὺ φορτίον τῶν φόρων, τὸ ὁποῖον ἐφόρτωσεν εἰς τοὺς ὤμους μας· κάμε τὴν ζωήν μας εὐκολώτερη καὶ τότε ἐμεῖς θὰ γίνωμεν εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ δοῦλοι σου».
5 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορεύεσθε ἕως τριῶν ἡμερῶν καὶ ἔρχεσθε πρός με· καὶ ἀπῆλθεν ὁ λαός. 5 Ο βασιλεύς είπεν εις αυτούς· “πηγαίνετε και ύστερα από τρεις ημέρας ελάτε πάλιν εις εμέ”. Ο λαός απήλθεν. 5 Ὁ Ροβοὰμ τοὺς ἀπάντησε: «Πηγαίνετε τώρα καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἐλᾶτε πάλιν εἰς ἐμὲ διὰ νὰ σᾶς ἀπαντήσω». Καὶ ὁ λαὸς (οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ) ἔφυγε.
6 καὶ συνήγαγεν ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ τοὺς πρεσβυτέρους τοὺς ἑστηκότας ἐναντίον τοῦ Σαλωμὼν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν τῷ ζῆν αὐτὸν λέγων· πῶς ὑμεῖς βουλεύεσθε τοῦ ἀποκριθῆναι τῷ λαῷ τούτῳ λόγον; 6 Ο βασιλεύς Ροβοάμ συνεκάλεσε τους γεροντοτέρους συμβούλους, οι οποίοι ήσαν άλλοτε πλησίον του πατρός του του Σολομώντος, όταν αυτός εζούσε, και τους ηρώτησε· “τι και πως με συμβουλεύετε σεις, να απαντήσω εις την παράκλησιν αυτήν του λαού τούτου;” 6 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ συνεκέντρωσε τοὺς πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἰς τὴν ἀκολουθίαν του, τοὺς συμβούλους τοῦ πατέρα του, τοῦ Σολομῶντος, ὅταν ἀκόμη ἐζοῦσε ἐκεῖνος, καὶ τοὺς εἶπε: «Πῶς (καὶ τί) μὲ συμβουλεύετε σεῖς νὰ δώσω ἀπάντησιν εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν διὰ τὸ ζήτημα τοῦτο;»
7 καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ λέγοντες· ἐὰν ἐν τῇ σήμερον γένῃ εἰς ἀγαθὸν τῷ λαῷ τούτῳ καὶ εὐδοκήσῃς καὶ λαλήσῃς αὐτοῖς λόγους ἀγαθούς, καὶ ἔσονταί σοι παῖδες πάσας τὰς ἡμέρας. 7 Εκείνοι ωμίλησαν προς αυτόν και του είπαν· “εάν σήμερον δειχθής συ επιεικής εις αυτόν τον λαόν και θελήσης να ομιλήσης προς αυτούς λόγια αγαθά και ευπρόσδεκτα, αυτοί θα γίνουν δούλοι σου όλας τας ημέρας της ζωής σου”. 7 Οἱ πρεσβύτεροι ἀπάντησαν εἰς τὸν Ροβοὰμ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἐὰν κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν φανῇς καλὸς καὶ ἐπιεικὴς εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ θελήσῃς νὰ ἀπαντήσῃς εἰς τὸ αἴτημά των μὲ λόγια ἐπιδέξια, ὑποχωρητικά, λόγια καλωσύνης, σωτήρια καὶ εὐνοϊκά, τότε αὐτοὶ θὰ εἶναι εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ δοῦλοι σου ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου».
8 καὶ κατέλιπε τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, οἳ συνεβουλεύσαντο αὐτῷ, καὶ συνεβουλεύσατο μετὰ τῶν παιδαρίων τῶν συνεκτραφέντων μετ' αὐτοῦ τῶν ἑστηκότων ἐναντίον αὐτοῦ. 8 Ο βασιλεύς όμως απέρριψε την συμβουλήν των πρεσβυτέρων, οι οποίοι έτσι τον είχαν συμβουλεύσει, και εζήτησε την γνώμην νεαρών συνομηλίκων του, μαζή με τους οποίους είχεν ανατραφή και οι οποίοι ευρίσκοντο κοντά του συνεχώς ως σύντροφοί του. 8 Ὁ Ροβοὰμ ὅμως ἀγνόησε καὶ ἀπέρριψε τὴν συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκαν, καὶ συνεσκέφθη μὲ τοὺς νεαρούς, οἱ ὁποῖοι ἐμεγάλωσαν μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν τώρα τὴν ἀκολουθίαν του, τὸ στενόν του περιβάλλον.
9 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμεῖς βουλεύεσθε καὶ ἀποκριθήσομαι λόγον τῷ λαῷ τούτῳ, οἳ ἐλάλησαν πρός με λέγοντες· ἄνες ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ, οὗ ἔδωκεν ὁ πατήρ σου ἐφ' ἡμᾶς; 9 Ο Ροβοάμ τους ηρώτησε· “τι και σεις με συμβουλεύετε να αποκριθώ εις την πρότασιν του λαού τούτου, των ανθρώπων, οι οποίοι μου ωμίλησαν και είπαν· Καμε ελαφρότερον τον ζυγόν της φορολογίας, τον οποίον επέβαλεν ο πατήρ σου εις ημάς;” 9 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς: «Τί μὲ συμβουλεύετε σεῖς νὰ ἀπαντήσω εἰς τὸν λαὸν αὐτόν, οἱ ὁποῖοι μοῦ ἐμίλησαν καὶ μοῦ εἶπαν· «ἐλάφρωσέ μας ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίον τῆς φορολογίας, τὸ ὁποῖον ὁ πατέρας σου ἐφόρτωσεν εἰς τοὺς ὤμους μας;»
10 καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὰ παιδάρια τὰ ἐκτραφέντα μετ' αὐτοῦ λέγοντες· οὕτως λαλήσεις τῷ λαῷ τῷ λαλήσαντι πρός σε λέγων· ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν ζυγὸν ἡμῶν καὶ σὺ ἄφες ἀφ' ἡμῶν, οὕτως ἐρεῖς· ὁ μικρὸς δάκτυλός μου παχύτερος τῆς ὀσφύος τοῦ πατρός μου· 10 Οι νεαροί, οι οποίοι είχον ανατραφή μαζή με αυτόν, του είπαν· “ιδού, πως θα απαντήσης εις αυτόν τον λαόν, ο οποίος ωμίλησε προς σε και σου είπεν· Ο πατήρ σου είχεν επιβάλει επάνω μας βαρύν ζυγόν, συ όμως αλάφρωσε τον ζυγόν αυτόν από ημάς. Ιδού πως θα απαντήσης· Το μικρότερο δάκτυλον της χειρός μου είναι χονδρότερο και ισχυρότερο από την μέσην του πατρός μου. 10 Καὶ οἱ νεαροί, ποὺ ἐμεγάλωσαν μαζί του, τὸν ἐσυμβούλευσαν καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἔτσι νὰ ἀπαντήσῃς εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι σοῦ ἐμίλησαν καὶ σοῦ εἶπαν· «ὁ πατέρας σου ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας δυσβάστακτον φορτίον φορολογίας· τώρα, παρακαλοῦμεν, σὺ κάμε ἐλαφρότερον εἰς τοὺς ὤμους μας τὸ φορτίον αὐτό»· ἔτσι λοιπὸν σὲ συμβουλεύομεν νὰ ἀπαντήσῃς καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: « Τὸ μικρόν μου δάκτυλον εἶναι παχύτερον ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ πατέρα μου! (=Αὐτὸ ποὺ ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ὁ πατέρας μου μὲ ὅλον τὸ σῶμα του, μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του, ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ τὸ κάμω μὲ τὸ δακτυλάκι μου!)».
11 καὶ νῦν ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ζυγῷ βαρεῖ, κἀγὼ προσθήσω ἐπὶ τὸν ζυγὸν ἡμῶν, ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξι κἀγὼ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις. 11 Και τώρα ακούσατε· ο πατέρας μου σας επέβαλε βαρύν ζυγόν, εγώ θα προσθέσω και θα κάμω ακόμη βαρύτερον αυτόν τον ζυγόν. Ο πατέρας μου σας ετιμωρούσε με απλά μαστίγια, εγώ θα σας τιμωρώ με μάστιγας, που θα έχουν αγκάθια σαν το κεντρί του σκορπιού”. 11 Νὰ τοὺς εἰπῇς: «Καὶ τώρα, ἐνῷ ὁ πατέρας μου σᾶς ἐφόρτωσε μὲ βαρὺν καὶ δυσβάστακτον ζυγόν, ἐγὼ θὰ προσθέσω καὶ ἄλλο ἀκόμη βάρος εἰς τὸν ζυγόν σας ἐκεῖνον! Ὁ πατέρας μου σᾶς ἐτιμώρησεν εἰς τὶς ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλ μαστίγια· ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς τιμωρῶ μὲ σκορπιούς, δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν τρομερὲς πληγές».
12 καὶ ἦλθεν ῾Ιεροβοὰμ καὶ πᾶς ὁ λαὸς πρὸς Ροβοὰμ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὡς ἐλάλησεν ὁ βασιλεὺς λέγων· ἐπιστρέψατε πρός με ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ. 12 Κατά την τρίτην ημέραν ο Ιεροβοάμ και όλος ο άλλος ισραηλιτικός λαός ήλθον προς τον Ροβοάμ, όπως ο βασιλεύς είχε δώσει εντολήν εις αυτούς λέγων· “επανέλθετε προς εμέ την τρίτην ημέραν”. 12 Ἦλθε δὲ ὁ Ἱεροβοὰμ καὶ ὅλοι οἱ ἀντιπρόσωποι (τῶν δέκα φυλῶν) τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὸν βασιλιᾶ Ροβοὰμ κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, ὅπως εἶχεν ὁρίσει ὁ βασιλιᾶς, ὅταν τοὺς εἶπε: «Νὰ ἐπιστρέψετε εἰς ἐμὲ τὴν τρίτην ἡμέραν».
13 καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς σκληρά, καὶ ἐγκατέλιπεν ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων 13 Ο βασιλεύς Ροβοάμ, ο οποίος είχεν απορρίψει την καλήν συμβουλήν των γεροντότερων, απεκρίθη προς αυτούς με σκληρότητα. 13 Ὁ βασιλιᾶς ἀπάντησε πρὸς αὐτοὺς μὲ τραχύτητα καὶ σκληρότητα· καὶ ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ ἀγνόησε καὶ ἀπέρριψε τὴν συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων
14 καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς κατὰ τὴν βουλὴν τῶν νεωτέρων λέγων· ὁ πατήρ μου ἐβάρυνε τὸν ζυγὸν ὑμῶν καὶ ἐγὼ προσθήσω ἐπ' αὐτόν, ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξι καὶ ἐγὼ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις. 14 Απήντησε προς αυτούς σύμφωνα με την συμβουλήν των νεαρών συντρόφων του και τους είπεν· “ο πατήρ μου σας επέβαλε βαρύν ζυγόν, εγώ θα προσθέσω και θα κάμω ακόμη βαρύτερον τον ζυγόν αυτόν. Ο πατέρας μου σας επαίδευσε με μαστίγια, εγώ θα σας τιμωρώ με αγκαθωτά μαστίγια”. 14 καὶ ἐμιλησε εἰς αὐτοὺς σύμφωνα μὲ τὴν συμβουλὴν τῶν νεαρῶν συμβουλῶν του. Τοὺς εἶπεν: «Ὁ πατέρας μου ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους σας δυσβάστακτον φορτίον φορολογίας· ἐγὼ θὰ προσθέσω καὶ ἄλλο ἀκόμη βάρος εἰς τὸν δυσβάστακτον ἐκεῖνον ζυγόν σας! Ὁ πατέρας μου σᾶς ἐτιμώρησεν εἰς τὶς ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλὰ μαστίγια· ἐγὼ θὰ σᾶς τιμωρῶ μὲ σκορπιούς, δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν τρομερὲς πληγές».
15 καὶ οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοῦ λαοῦ, ὅτι ἦν μεταστροφὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ λέγων· ἀνέστησε Κύριος τὸν λόγον αὐτοῦ, ὃν ἐλάλησεν ἐν χειρὶ ᾿Αχιὰ τοῦ Σηλωνίτου περὶ ῾Ιεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ 15 Ετσι δε ο βασιλεύς Ροβοάμ δεν άκουσε την παράκλησιν του λαού του· αυτό ήτο παραχώρησις Θεού, ώστε ο Κυριος να πραγματοποιήση τον λόγον, τον οποίον είχεν είπει δια μέσου Αχιά του Σηλωνίτου περί του Ιεροβοάμ, του υιού του Ναβάτ, 15 Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ δὲν ἐδέχθη τὸ αἴτημα τῶν ἀντιπροσώπων τῶν δέκα φυλῶν τὸν Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· διότι αὐτὸ ἦταν παραχώρησις καὶ τροπὴ τῶν γεγονότων ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἤθελε να πραγματοποιήσῃ τὸν λόγον του, τὸν ὁποῖον εἶπε διὰ τοῦ προφήτου Ἀχιά, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Σηλῶ, πρὸς τὸν Ἱεροβοάμ, τὸν υἱὸν τοῦ Ναβάτ,
16 καὶ παντὸς ᾿Ισραήλ, ὅτι οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς αὐτῶν. καὶ ἀπεκρίθη ὁ λαὸς πρὸς τὸν βασιλέα λέγων· τίς ἡμῶν ἡ μερὶς ἐν Δαυὶδ καὶ κληρονομία ἐν υἱῷ ᾿Ιεσσαί; εἰς τὰ σκηνώματά σου, ᾿Ισραήλ· νῦν βλέπε τὸν οἶκόν σου, Δαυίδ. καὶ ἐπορεύθη πᾶς ᾿Ισραὴλ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ· 16 και περί όλου του ισραηλιτικού λαού. Ιδού διατί ήλθαν έτσι τα πράγματα, ώστε να μη ακούση ο βασιλεύς αυτούς. Τοτε ο λαός απήντησε προς τον βασιλέα και είπαν μεταξύ των· “ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ ημών και του Δαυίδ; Εχομεν καμμίαν κληρονομίαν ημείς στον Δαυίδ, τον υιόν του Ιεσσαί; Λοιπόν, Ισραηλίται, ας επιστρέψωμεν ο καθένας στον οίκον του. Και τώρα συ, γενεά του Δαυίδ, κύτταξε το σπίτι σου”. Ολος ο ισραηλιτικός λαός επέστρεψεν εις τας πόλεις του. 16 καὶ πρὸς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, διὰ τοῦτο ὁ βασιλιᾶς δὲν ἐδέχθη τὸ αἴτημά των. Τότε ὁ λαός (οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν δέκα φυλῶν) ἀπάντησε (ἐφώναξε) πρὸς τὸν βασιλιᾶ καὶ εἶπε: «Ποῖον μερίδιον, ποίαν σχέσιν ἔχομεν ἐμεῖς οἱ δέκα φυλὲς μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ; Καὶ ποίαν κοινὴν κληρονομίαν ἔχομεν μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰεσσαί; Ἐμπρός, πηγαίνετε εἰς τὶς κατοικίες σας, οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ! Καὶ τώρα σύ, Δαβίδ, κύτταξε καὶ φρόντισε τὸ σπίτι σου, τοὺς ἀπογόνους τῆς φυλῆς σου»! Ἔτσι ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός (οἱ δέκα φυλές) ἐχωρίσθη καὶ ἐπῆγε εἰς τὰ σπίτια του·
17 καὶ ἄνδρες ᾿Ισραὴλ καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἐβασίλευσεν ἐπ' αὐτῶν Ροβοάμ. 17 Ετσι δε ο Ροβοάμ εβασίλευσε μόνον στους Ισραηλίτας εκείνους, οι οποίοι κατοικούσαν εις τας πόλεις της φυλής του Ιούδα. 17 ὅμως εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐκείνους, ὁ ὁποῖοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὶς πόλεις τῆς περιοχῆς τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ἐβασίλευσεν ὁ Ροβοάμ.
18 καὶ ἀπέστειλεν ἐπ' αὐτοὺς Ροβοὰμ ὁ βασιλεὺς τὸν ᾿Αδωνιρὰμ τὸν ἐπὶ τοῦ φόρου, καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ λίθοις καὶ ἀπέθανε. καὶ ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ ἔσπευσε τοῦ ἀναβῆναι εἰς τὸ ἅρμα τοῦ φυγεῖν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 18 Ο Ροβοάμ, ο βασιλεύς, έστειλε προς τους αποστατήσαντας από αυτόν Ισραηλίτας τον Αδωνιράμ, επόπτην επί της αναγκαστικής εργασίας. Αυτόν όμως οι Ισραηλίται τον ελιθοβόλησαν και τον εφόνευσαν. Ο ίδιος δε ο βασιλεύς Ροβοάμ μόλις διέφυγε τον κίνδυνον, διότι έσπευσε και ανέβηκε στο πολεμικόν του άρμα και έφυγε προς την Ιερουσαλήμ. 18 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ ἔστειλε διὰ συμβιβασμὸν τὸν Ἀδωνιράμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπόπτης ἀγγαρειῶν (καταναγκαστικῶν ἔργων), οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως τὸν ἐλιθοβόλησαν καὶ τὸν ἐσκότωσαν. Ὁ δὲ βασιλιᾶς Ροβοὰμ ἔτρεξε καὶ μόλις ἐπρόφθασε νὰ ἀνέβη εἰς τὸ ἅρμα του καὶ νὰ καταφύγῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ σωθῇ.
19 καὶ ἠθέτησεν ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ οἴκῳ Δαυὶδ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 19 Ετσι οι Ισραηλίται απεστάτησαν από την οικογένειαν του Δαυίδ έως την ημέραν αυτήν. 19 Ἔτσι οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπανεστάτησαν καὶ ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν (φυλήν) τοῦ Δαβὶδ μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.