Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐβασίλευσαν οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τὸν ᾿Οχοζίαν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μικρὸν ἀντ' αὐτοῦ, ὅτι πάντας τοὺς πρεσβυτέρους ἀπέκτεινε τὸ ἐπελθὸν ἐπ' αὐτοὺς λῃστήριον, οἱ ῎Αραβες καὶ οἱ ᾿Αλιμοζονεῖς· καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Οχοζίας υἱὸς ᾿Ιωρὰμ βασιλέως ᾿Ιούδα. | 1 Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ ανεκήρυξαν ως βασιλέα των αντί του Ιωράμ τον μικρότερον υιόν του τον Οχοζίαν, διότι τους μεγαλυτέρους αδελφούς του Οχοζία είχον φονεύσει οι επιδραμόντες εναντίον της Ιουδαίας λησταί, Αραβες και Αλιμοζονείς. Ετσι ο Οχοζίας, ο υιός του Ιωράμ, έγινε βασιλεύς του βασιλείου του Ιούδα. | 1 Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰωρὰμ οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀνεκήρυξαν βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα τὸν Ὀχοζίαν, τὸν μικρότερον υἱόν του· διότι ὅλους τοὺς μεγαλυτέρους υἱούς του τοὺς ἐσκότωσαν οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Ἀλιμαζονεῖς λησταί, ποὺ εἰσέβαλαν εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰούδα. Ἔτσι ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ὁ Ὀχοζίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωράμ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα. |
2 ὢν ἐτῶν εἴκοσιν ᾿Οχοζίας ἐβασίλευσε καὶ ἐνιαυτὸν ἕνα ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Γοθολία θυγάτηρ ᾿Αμβρί. | 2 Είκοσι ετών ήτο ο Οχοζίας, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Επί ένα έτος εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Γοθολία και ήτο εγγονή του Αμβρί. | 2 Ὁ Ὀχοζίας ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, ὅταν ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ἕνα χρόνον. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας τοῦ ἦταν Γοθολία· αὐτὴ ἦταν ἐγγονὴ τοῦ Ἀμβρί. |
3 καὶ οὗτος ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ οἴκου ᾿Αχαάβ, ὅτι μήτηρ αὐτοῦ ἦν σύμβουλος τοῦ ἁμαρτάνειν· | 3 Και αυτός ο Οχοζίας επορεύθη τον ασεβή δρόμον του οίκου Αχαάβ, διότι η ασεβής μητέρα του ήτο κακή σύμβουλός του, που τον παρώτρυνε προς την αμαρτίαν. | 3 Καὶ ὁ Ὀχοζίας ἐπίσης ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν πολιτείαν τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας τοῦ Ἀχαάβ, διότι ἡ ἀσεβὴς μητέρα του ἦταν ἡ σύμβουλός του εἰς τὴν ἁμαρτίαν. |
4 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου ὡς οἶκος ᾿Αχαάβ, ὅτι αὐτοὶ ἦσαν αὐτῷ σύμβουλοι μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ, τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτόν, | 4 Επραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου, όπως και ο οίκος του Αχαάβ. Εξέκλινε δε προς την ειδωλολατρείαν, διότι μετά τον θάνατον του πατρός του είχεν ως συμβούλους του ανθρώπους του Αχαάβ, οι οποίοι ειργάζοντο δια την καταστροφήν του. | 4 Ὁ Ὀχοζίας παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Κυρίου· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἀντὶ τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐλάτρευσε τὰ ἀγάλματα τοῦ θεοῦ Βάαλ, ὅπως ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια τοῦ Ἀχαάβ. Καὶ τοῦτο, διότι σύμβουλοι τοῦ Ὀχοζία, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατέρα του, ἦσαν μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀχαάβ. Σκοπὸς τῶν κακῶν ἐκείνων συμβούλων ἦταν ἡ καταστροφὴ τοῦ Ὀχοζία. |
5 καὶ ἐν ταῖς βουλαῖς αὐτῶν ἐπορεύθη καὶ ἐπορεύθη μετὰ ᾿Ιωρὰμ υἱοῦ ᾿Αχαὰβ βασιλέως ᾿Ισραὴλ εἰς πόλεμον ἐπὶ ᾿Αζαὴλ βασιλέα Συρίας εἰς Ραμὼθ Γαλαάδ· καὶ ἐπάταξαν οἱ τοξόται τὸν ᾿Ιωράμ. | 5 Τας συμβουλάς των ανθρώπων αυτών ηκολούθησε και εξεστράτευσε μαζή με τον Ιωράμ, υιόν του Αχαάβ βασιλέως των Ισραηλιτών, εναντίον του Αζαήλ, βασιλέως της Συρίας, και εναντίον της πόλεως Ραμώθ της χώρας Γαλαάδ. Συροι όμως τοξόται εκτύπησαν αυτόν και τον επλήγωσαν. | 5 Ἔτσι ὁ Ὀχοζίας ἀκολούθησε τὶς συμβουλές τους καὶ συνεμάχησε μὲ τὸν Ἰωράμ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀχαάβ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ, εἰς πόλεμον κατὰ τοῦ Ἀζαήλ, βασιλιᾶ τῆς Συρίας, εἰς τὴν πόλιν Ραμὼθ τῆς περιοχῆς Γαλαάδ· εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν οἱ Σύροι τοξόται ἐκτύπησαν καὶ ἐπλήγωσαν τὸν Ἰωράμ. |
6 καὶ ἐπέστρεψεν ᾿Ιωρὰμ τοῦ ἰατρευθῆναι εἰς ᾿Ιεζράελ ἀπὸ τῶν πληγῶν, ὧν ἐπάταξαν αὐτὸν οἱ Σύροι ἐν Ραμὼθ ἐν τῷ πολεμεῖν αὐτὸν πρὸς ᾿Αζαὴλ βασιλέα Συρίας· καὶ ᾿Οχοζίας υἱὸς ᾿Ιωρὰμ βασιλεὺς ᾿Ιούδα κατέβη θεάσασθαι τὸν ᾿Ιωρὰμ υἱὸν ᾿Αχαὰβ εἰς ᾿Ιεζράελ, ὅτι ἠρρώστει. | 6 Ο Ιωράμ επανήλθεν εις Ιεζράελ, δια να θεραπευθή από τας πληγάς, που του είχαν προξενήσει οι Συροι εις την Ραμώθ, όταν αυτός επολεμούσε εναντίον του βασιλέως της Συρίας του Αζαήλ. Ο Οχοζίας, ο υιός του Ιωράμ βασιλεύς του βασιλείου Ιούδα, ήλθε να επισκεφθή τον Ιωράμ, υιόν του Αχαάβ, εις την Ιεζράελ, όπου αυτός έμενεν ασθενής. | 6 Καὶ ὁ Ἰωρὰμ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πόλιν Ἰεζραὲλ διὰ νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὶς πληγές, τὶς ὁποῖες τοῦ ἐπροξένησαν οἱ Σύροι εἰς τὴν Ραμώθ, ἐνῷ αὐτὸς ἐπολεμοῦσε ἐναντίον τοῦ Ἀζαήλ, βασιλιᾶ τῆς Συρίας. Ὁ δὲ Ὀχοζίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωράμ, βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἐπῆγε εἰς τὴν Ἰεζράελ, διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Ἰωράμ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀχαάβ, διότι αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ πληγωμένος καὶ ἄρρωστος. |
7 καὶ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐγένετο καταστροφὴ ᾿Οχοζίᾳ ἐλθεῖν πρὸς ᾿Ιωράμ· καὶ ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐξῆλθε μετ' αὐτοῦ ᾿Ιωρὰμ πρὸς ᾿Ιοὺ υἱὸν Ναμεσσεΐ χριστὸν Κυρίου εἰς τὸν οἶκον ᾿Αχαάβ. | 7 Κατά παραχώρησιν Θεού μετέβη ο Οχοζίας προς καταστροφήν του εις επίσκεψιν του Ιωράμ, διότι όταν αυτός έφθασεν εκεί, εβγήκε μαζή με τον Ιωράμ, δια να μεταβούν εις συνάντησιν Ιού, του υιού του Ναμεσσεΐ, ο οποίος πάλιν ήρχετο προς αυτούς. Ο Ιού είχε χρισθή από τον προφήτην του Κυρίου (τον Ηλιού), δια να καταστρέψη τον οίκον Αχαάβ. | 7 Διὰ τῆς ἐπισκέψεως αὐτῆς πρὸς τὸν Ἰωρὰμ ὁ Θεὸς παρεχώρησε νὰ ἔλθῃ καταστροφὴ εἰς τὸν Ὀχοζίαν. Διότι μόλις αὐτὸς ἔφθασεν ἐκεῖ, ἐβγῆκε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωρὰμ διὰ νὰ συναντήσουν τὸν Ἰού, τὸν υἱὸν τοῦ Ναμεσσεΐ. Τὸν Ἰοὺ εἶχε χρίσει ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶχεν ἀναθέσει νὰ καταστρέψῃ τὴν βασιλικὴν δυναστείαν τοῦ Ἀχαάβ. |
8 καὶ ἐγένετο ὡς ἐξεδίκησεν ᾿Ιοὺ τὸν οἶκον ᾿Αχαάβ, καὶ εὗρε τοὺς ἄρχοντας ᾿Ιούδα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ᾿Οχοζίου λειτουργοῦντας τῷ ᾿Οχοζίᾳ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς. | 8 Οταν ο Ιού ετιμωρούσε εκ μέρους του Θεού τον οίκον του Αχαάβ, συνήντησε τους άρχοντας του Ιούδα και τους υιούς του αδελφού του Οχοζίου, οι οποίοι υπηρετούσαν τον Οχοζίαν και τους εφόνευσε. | 8 Συνέβη δὲ τοῦτο: Καθὼς ὁ Ἰοὺ ἐκτελοῦσε τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν βασιλικὴν δυναστείαν τοῦ Ἀχαάβ, συνήντησε τοὺς ἡγέτες τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ τοὺς ἀνεψιοὺς τοῦ Ὀχοζία, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ὀχοζία καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν, καὶ τοὺς ἐσκότωσε. |
9 καὶ εἶπε τοῦ ζητῆσαι τὸν ᾿Οχοζίαν, καὶ κατέλαβον αὐτὸν ἰατρευόμενον ἐν Σαμαρείᾳ καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς ᾿Ιού, καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν καὶ ἔθαψαν αὐτόν, ὅτι εἶπαν· υἱὸς ᾿Ιωσαφάτ ἐστιν, ὃς ἐζήτησε τὸν Κύριον ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. καὶ οὐκ ἦν ἐν οἴκῳ ᾿Οχοζίᾳ κατισχῦσαι δύναμιν περὶ τῆς βασιλείας. | 9 Απεφάσισε δε να αναζητήση και τον Οχοζίαν. Οι άνθρωποί του ευρήκαν αυτόν να νοσηλεύεται εις την Σαμάρειαν. Τον συνέλαβαν και τον ωδήγησαν προς τον Ιού, ο οποίος και τον εφόνευσε. Οι Ιουδαίοι όμως τον έθαψαν, διότι είπον· “αυτός είναι υιός του Ιωσαφάτ, ο οποίος με όλην του την καρδίαν ελάτρευσε τον Κυριον”. Από δε την οικογένειαν του Οχοζίου δεν υπήρχε κανένας άνδρας με επαρκή δύναμιν, δια να αναλάβη την βασιλείαν. | 9 Κατόπιν ὁ Ἰοὺ ἐπροσπάθησε νὰ εὕρῃ καὶ τὸν Ὀχοζίαν. Τὰ ὄργανα δὲ τοῦ Ἰοὺ τὸν εὑρῆκαν νὰ νοσηλεύεται εἰς τὴν Σαμάρειαν ἐκεῖ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν Ἰού, ὁ ὁποῖος τὸν ἐσκότωσεν. Ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἔθαψαν, διότι εἶπαν: «Εἶναι υἱός (=ἔγγονος) τοῦ Ἰωσαφάτ, ὁ ὁποῖος (Ἰωσαφάτ) ἐζήτησε τὸν Κύριον μὲ πόθον πολὺν καὶ μὲ ὅλην τὴν καρδία του». Μετὰ τὸν φόνον τοῦ Ὀχοζία δὲν ἀπέμεινε πλέον εἰς τὴν βασιλικὴν οἰκογένειάν του κανένα μέλος, ποὺ νὰ εἶναι ἱκανὸν καὶ ἀρκετὰ ἰσχυρόν, ὥστε νὰ ἀναλάβῃ τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν. |
10 Καὶ Γοθολία ἡ μήτηρ ᾿Οχοζίου εἶδεν ὅτι τέθνηκεν ὁ υἱὸς αὐτῆς καὶ ἠγέρθη καὶ ἀπώλεσε πᾶν τὸ σπέρμα τῆς βασιλείας ἐν οἴκῳ ᾿Ιούδα. | 10 Η Γοθολία, η μήτηρ του Οχοζίου, όταν επληροφορήθη ότι εφονεύθη ο υιός της, εσηκώθη και εφόνευσεν όλους τους απογόνους του βασιλικού οίκου του Ιούδα. | 10 Ὅταν ἡ Γοθολία, ἡ μητέρα τοῦ Ὀχοζία, εἶδεν ὅτι ἀπέθανεν ὁ υἱός της, ἐσηκώθη καὶ ἐσκότωσεν ὅλους τοὺς ἀπογόνους τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα. |
11 καὶ ἔλαβεν ᾿Ιωσαβὲθ θυγάτηρ τοῦ βασιλέως τὸν ᾿Ιωὰς υἱὸν ᾿Οχοζίου καὶ ἔκλεψεν αὐτὸν ἐκ μέσου υἱῶν τοῦ βασιλέως τῶν θανατουμένων καὶ ἔδωκεν αὐτὸν καὶ τὴν τροφὸν αὐτοῦ εἰς ταμιεῖον τῶν κλινῶν· καὶ ἔκρυψεν αὐτὸν ᾿Ιωσαβὲθ θυγάτηρ τοῦ βασιλέως ᾿Ιωράμ, ἀδελφὴ ᾿Οχοζίου, γυνὴ ᾿Ιωδαὲ τοῦ ἱερέως, καὶ ἔκρυψεν αὐτὸν ἀπὸ προσώπου τῆς Γοθολίας, καὶ οὐκ ἀπέκτεινεν αὐτόν. | 11 Η Ιωσαβέθ όμως, κόρη του βασιλέως, επήρε τον Ιωάς, υιόν του Οχοζίου, κρυφά ανάμεσα από τα άλλα παιδιά του βασιλέως, όταν εκείνοι εθανατώνοντο από την Γοθολίαν, και έθεσεν αυτόν και την τροφόν του εις ένα απόκρυφον κοιτώνα. Εκεί η Ιωσαβέθ, η θυγάτηρ του βασιλέως Ιωράμ, η οποία ήτο αδελφή του Οχοζίου, σύζυγος του αρχιερέως Ιωδαέ, τον έκρυψεν από το πρόσωπον της Γοθολίας. Ετσι δε η Γοθολία δεν εθανάτωσε και αυτόν. | 11 Ἀλλ’ ἡ Ἰωσαβέθ, ἡ κόρη τοῦ βασιλιᾶ Ἰωρὰμ καὶ ἑτεροθαλὴς ἀδελφὴ τοῦ Ὀχοζία (ἀπὸ ἄλλην μητέρα), ἐπῆρε τὸν Ἰωάς, τὸν υἱὸν τοῦ Ὀχοζία, καὶ τὸν ἀπήγαγε κρυφὰ μέσα ἀπὸ τοὺς ἄλλους υἱοὺς τοῦ βασιλιᾶ, οἱ ὁποῖοι ἐφονεύοντο ἀπὸ τὰ ὄργανα τῆς Γοθολίας, καὶ τὸν ἔβαλε μαζὶ μὲ τὴν τροφόν του εἰς δωμάτιον, ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο ὡς ἀποθήκη κρεββατιῶν. Ἐκεῖ ἔκρυψε τὸν Ἰωὰς ἡ Ἰωσαβέθ, κόρη τοῦ βασιλιᾶ Ἰωράμ, ἀδελφὴ τοῦ Ὀχοζία καὶ σύζυγος τοῦ ἀρχιερέως Ἰωδαέ· τὸν ἔκρυψεν ἀπὸ τὴν μανίαν τῆς Γοθολίας καὶ ἔτσι ἡ Γοθολία δὲν τὸν ἐθανάτωσε. |
12 καὶ ἦν μετ' αὐτοῦ ἐν οἴκῳ τοῦ Θεοῦ κατακεκρυμμένος ἓξ ἔτη, καὶ Γοθολία ἐβασίλευσεν ἐπὶ τῆς γῆς. | 12 Ο Ιωάς έμεινε κρυμμένος στον ναόν του Θεού επί εξ έτη. Η δε Γοθολία εβασίλευσε κατά τα έτη αυτά εις την Ιουδαίαν. | 12 Καὶ ὁ Ἰωὰς ἐζοῦσε κρυμμένος μαζί τους (μὲ τὴν Ἰωσαβέθ καὶ τὴν τροφόν του) εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἕξι χρόνια· κατὰ τὴν περίοδον δὲ αὐτὴν ἐβασίλευσεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα ἡ Γοθολία. |